Ο παππούς μου ο Γιάγκος, ήτανε μάγειρας. Θα έλεγα ο μάγειρας της περιοχής μας, κι αν έχουν περάσει πάνω απο 45 χρόνια απο τότε που έφυγε, ακόμα κάποιοι μιλούν για τα φαγητά του...
Ήταν άνθρωπος λιγομίλητος όσο και γλυκομίλητος, καλοσυνάτος, απονήρευτος και με τεράστια καρδιά.
Έμαθε την τέχνη του μάγειρα στο μέτωπο, στο Αϊβαλί και στην Σμύρνη, έλεγε, έμαθε τα μυστικά της κουζίνας του... Μυστικά και τέχνη που τα συνδύασε και έφτιαχνε φαγητά ασυναγώνιστα. Μαγείρευε παραδοσιακά με αγνά υλικά και προπαντός να είναι ντόπιες οι πρώτες ύλες.
Στον καιρό του αν και δεν υπήρχε τηλεόραση, η φήμη του σαν μάγειρας ήταν μεγάλη, πέρα και απο την πόλη, την επαρχία, τον Νομό και την Κρήτη. Ακούραστος έκοβε τον κάθε πελάτη απο το ντύσιμο του, ποτέ λένε δεν έπεσε έξω, ποτέ δεν χρειάστηκε να βάλει συμπλήρωμα φαγητού σε κανένα, ποτέ δεν έμεινε πιάτο με φαγητό πάνω στο τραπέζι μισοάδειο... σε έκοβε και σου έβαζε την μερίδα.
Έλεγε άμα ο πελάτης είναι.... καλοντυμένος!!! στεγνό φαγητό και λιγότερο, εργάτης!!! διπλή μερίδα, σάλτσα ως απάνω και πολύ ψωμί.
Η σπεσιαλιτέ του δεν ήταν μόνο μια και πάντα έφτιαχνε πρόγραμμα ώστε να μην πέφτουν την ίδια μέρα παραπάνω απο δυο καλά φαγητά. Αυγολέμονο αρνάκι φρικασέ- και σφυρίδα πλακί, την επομένη γιουβέτσι αρνάκι και σουπιές με τα μάραθα, φυσικά κάθε μέρα ένα όσπριο, μια μακαρονάδα, το χοιρινό στο φούρνο ή χοιρινό με το σέλινο, φαγητά ανάλογα και με την εποχή. Από το πρωί στις 7 πριν ακόμα έλθουν τα πρώτα λεωφορεία -που να βρεθεί ιδιωτικό αμάξι τότε- απο τα χωριά το βραστό ήταν έτοιμο... μοσχάρι με κόκκαλο, για τους ξενύχτηδες έλεγε.
Τραπέζι στο μικρό μαγαζί του δεν έβρισκες ποτέ ελεύθερο, καρέκλα ίσως, αλλά δεν σε ενδιέφερε με ποιον θα κάτσεις αλλά να φας... και φας καλά.
Και φυσικά έτρωγες κι αν δεν είχες μια στην τσέπη, αυτό ήταν που έκανε τον μπάρμπα Γιάγκο να ξεχωρίζει...
Καλή καρδιά.
Ήταν άνθρωπος λιγομίλητος όσο και γλυκομίλητος, καλοσυνάτος, απονήρευτος και με τεράστια καρδιά.
Έμαθε την τέχνη του μάγειρα στο μέτωπο, στο Αϊβαλί και στην Σμύρνη, έλεγε, έμαθε τα μυστικά της κουζίνας του... Μυστικά και τέχνη που τα συνδύασε και έφτιαχνε φαγητά ασυναγώνιστα. Μαγείρευε παραδοσιακά με αγνά υλικά και προπαντός να είναι ντόπιες οι πρώτες ύλες.
Στον καιρό του αν και δεν υπήρχε τηλεόραση, η φήμη του σαν μάγειρας ήταν μεγάλη, πέρα και απο την πόλη, την επαρχία, τον Νομό και την Κρήτη. Ακούραστος έκοβε τον κάθε πελάτη απο το ντύσιμο του, ποτέ λένε δεν έπεσε έξω, ποτέ δεν χρειάστηκε να βάλει συμπλήρωμα φαγητού σε κανένα, ποτέ δεν έμεινε πιάτο με φαγητό πάνω στο τραπέζι μισοάδειο... σε έκοβε και σου έβαζε την μερίδα.
Έλεγε άμα ο πελάτης είναι.... καλοντυμένος!!! στεγνό φαγητό και λιγότερο, εργάτης!!! διπλή μερίδα, σάλτσα ως απάνω και πολύ ψωμί.
Η σπεσιαλιτέ του δεν ήταν μόνο μια και πάντα έφτιαχνε πρόγραμμα ώστε να μην πέφτουν την ίδια μέρα παραπάνω απο δυο καλά φαγητά. Αυγολέμονο αρνάκι φρικασέ- και σφυρίδα πλακί, την επομένη γιουβέτσι αρνάκι και σουπιές με τα μάραθα, φυσικά κάθε μέρα ένα όσπριο, μια μακαρονάδα, το χοιρινό στο φούρνο ή χοιρινό με το σέλινο, φαγητά ανάλογα και με την εποχή. Από το πρωί στις 7 πριν ακόμα έλθουν τα πρώτα λεωφορεία -που να βρεθεί ιδιωτικό αμάξι τότε- απο τα χωριά το βραστό ήταν έτοιμο... μοσχάρι με κόκκαλο, για τους ξενύχτηδες έλεγε.
Τραπέζι στο μικρό μαγαζί του δεν έβρισκες ποτέ ελεύθερο, καρέκλα ίσως, αλλά δεν σε ενδιέφερε με ποιον θα κάτσεις αλλά να φας... και φας καλά.
Και φυσικά έτρωγες κι αν δεν είχες μια στην τσέπη, αυτό ήταν που έκανε τον μπάρμπα Γιάγκο να ξεχωρίζει...
Καλή καρδιά.
1 σχόλιο:
κ. Παπαδακη, δεν μπορεί κανένας να μιλά πραγματικά για το μεταπολεμικό Καστέλι χωρίς αναφορά στο εστιατόριο των Παπαδάκηδων στο τσαρσί ή για την ψαροταβέρνα τους, τα καλοκαιριά, στο τελωνείο. Προσωπικά, ό,τι θυμάμαι πρώτιστα από το Καστέλι, είναι οι γεύσεις και οι εικόνες από το εστιατόριο της οικογένειας σας. Με έφερνε σ' αυτό ο παππούς μου που ήταν αγροφύλακας. Θυμάμαι τους δικούς σας ανθρώπους. Κυρίως, τον πατέρα σας τον Κωστή που ήταν και ανάδοχος ενός πρώτου εξαδέλφου μου, όταν η αναδοχή ήταν μια πραγματική συντεκνιά. Φυσικά, θυμάμαι και τον εξαίρετο παππού σας πάντα στην κουζίνα ή στην προθήκη των εδεσμάτων της ημέρας, όπως και τον θείο σας τον Γιάννη. Θυμάμαι ακόμα το πένθος που σκέπασε τη μικρή κωμόπολη του Καστελιού όταν κοιμήθηκαν ο παππούς και ο πατέρας σας. Μακάρι, κάποτε, να υπάρξει ένας δόκιμος συγγραφέας να μιλήσει σε ένα ειδικό δοκίμιο για το εστιατόριο αλλά και το καφενείο των Παπαδάκηδων (αδέλφια και ξαδέλφια) στο μεταπολεμικό Καστέλι.
Ν.Ι.Χ.
Δημοσίευση σχολίου