Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.






Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦΟΥΡΝΑΡΑΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦΟΥΡΝΑΡΑΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 2 Αυγούστου 2025

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΦΟΥΡΝΑΡΑΚΗΣ/ ΓΡΑΜΒΟΥΣΑ 1825-2025


Η ομιλία του Κωνσταντίνου Π. Φουρναράκη* για τα 200 χρόνια απο την απελευθερωση της Ήμερης Γραμβούσας.

Σεβασμιώτατε, κ. Δήμαρχε, αντιδήμαρχοι, συμπολίτες και συμπολίτισσες, αγαπητοί φίλοι που συγκεντρωθήκατε απόψε από όλη την Κρήτη, αλλά και από το εξωτερικό για να τιμήσουμε το μεγάλο ιστορικό γεγονός, της κατάληψης της Γραμβούσας από τους επαναστάτες, στις 2 Αυγούστου του 1825. 
Ένα γεγονός κορυφαίο που αφορά στην νεώτερη Ιστορία της Κρήτης, και όχι μόνο στην Ιστορία της Κισσάμου. Η κατάληψη της Γραμβούσας αναζωπύρωσε την επανάσταση στην Κρήτη συνολικά. Η ελεύθερη νησίδα έγινε το καταφύγιο για  τα κυνηγημένα από τους Τούρκους γυναικόπαιδα και το πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο από το οποίο συντονιζόταν ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας της Κρήτης. Στην πολιτεία που δημιουργήθηκε εκεί, συγκεντρώθηκαν Κρητικοί από όλη την Κρήτη, αλλά από άλλα μέρη του Ελληνισμού.  Ο πληθυσμός της Γραμβούσας είχε φτάσει, το 1828, σε έξι χιλιάδες άτομα. 
Δεν θα αναφερθώ στο επεισόδιο που διαδραματίστηκε τα ξημερώματα της 2ας Αυγούστου του 1825, όταν έντεκα παλληκάρια με ένα ευφυές στρατηγικό τέχνασμα εξαπάτησαν τον Τούρκο φρούραρχο και κυρίευσαν το κάστρο της Γραμβούσας. Σφακιανοί, Κισσαμίτες, Σελινιώτες, Κυδωνιάτες και Αποκορωνιώτες κατόρθωσαν να μπουν πρώτοι στο φρούριο. Για το γεγονός και τις διάφορες ιστορικές αφηγήσεις επ’ αυτού έχουμε αναφερθεί σε παλαιότερο δημοσίευμά μας στα «Χανιώτικα νέα», αλλά και σε ανακοίνωση στο Κρητολογικό Συνέδριο του 2022 και παρέλκει αυτή τη στιγμή να επαναληφθούν. 
Αποδίδουμε την ύψιστη τιμή στα έντεκα παλληκάρια που με το ευφυές τέχνασμά τους πρώτα μπήκαν στο φρούριο και ύψωσαν τη σημαία της λευτεριάς.  Μα δεν πρέπει να λησμονούμε και όλους εκείνους, επώνυμους και ανώνυμους, που οργάνωσαν την κατάληψη και που, επί τόσα χρόνια, κράτησαν τη Γραμβούσα ελεύθερη. Τα μεγάλα ιστορικά κατορθώματα δεν είναι ποτέ έργο μεμονωμένων ανθρώπων ή μικρών ομάδων· είναι συλλογικά επιτεύγματα, καρπός κοινής προσπάθειας, συνεννόησης και ομόνοιας για έναν υψηλό σκοπό.
Ο όρκος που έδωσαν  οι χίλιοι τριακόσιοι πατριώτες όταν ξεκίνησαν από την Πελοπόννησο για την επιχείρηση κατάληψης της Γραμβούσας ήταν ο εξής. Ορκιζόμεθα επ’ ονόματι της ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος ότι θέλομεν φυλάττει τα ακόλουθα: (προσάρμοσα στη δημοτική): * Να έχουμε μεταξύ μας αγάπη και ομόνοια για το καλό της Πατρίδας. *Να διατηρήσουμε τους νόμους του Έθνους. *Να έχουμε υπακοή στις διαταγές της Εθνικής και της Τοπικής Διοικήσεως. * Όσοι από εμάς φανούν παρήκοοι και απειθείς να τιμωρούνται κατά τους ιερούς νόμους. * Να εργαζόμαστε για την πατρίδα μας με ζήλο, με πατριωτισμό και άκρα προθυμία και ο μόνος σκοπός μας να αποβλέπει εις το κοινό όφελος και εις την ελευθερίαν της Πατρίδας.
Αυτός ήταν ο όρκος των Γραμβουσιανών. Η ομόνοια, η υπακοή στους νόμους, και ο πατριωτισμός ήταν οι ακρογωνιαίοι λίθοι ενός συλλογικού εγχειρήματος που είχε ως στόχο την απελευθέρωση της Κρήτης. Γιατί κάθε επανάσταση δεν ήταν μια ατομική πράξη ηρωισμού, αλλά μια πράξη ενότητας, πειθαρχίας και πίστης σε ανώτερα ιδανικά. Τα μηνύματα αυτού του όρκου παραμένουν εξαιρετικά επίκαιρα και χρήσιμα και στην κοινωνία μας που πλήττεται από την κρίση αξιών, την ατιμωρησία, τη διχόνοια, τον ατομισμό και την απουσία πατριωτικού φρονήματος. 
Τη μέρα που καταλήφθηκε η Γραμβούσα καταλήφθηκε από άλλη ομάδα επαναστατών και το φρούριο της Κισσάμου, μέσα στο οποίο ψηφίστηκε ο οργανισμός διοίκησης της ελεύθερης Κρήτης, ένα αντιπροσωπευτικό σύστημα διοίκησης, που ονομάστηκε Κρητικό Συμβούλιο. Στην ελεύθερη Γραμβούσα κτίστηκε ναός της Παναγίας, την βοήθεια της οποίας είχαν επικαλεστεί οι αγωνιστές όταν ξεκίνησαν με τα πλοία από την Πελοπόννησο, αναγέρθηκε μνημείο για τους πεσόντες της εφόδου του 1823 και οργανώθηκε σχολείο. Στο Συμβούλιο της Γραμβούσας  μετείχαν εκπρόσωποι από τους τέσσερις νομούς της Κρήτης και έπειτα στο Κρητικό Συμβούλιο εκπρόσωποι από όλες τις επαρχίες. Η Τοπική Διοίκηση της Γραμβούσας συντόνιζε τον Αγώνα και μεριμνούσε για τη ζωή των πολιτών στην ελεύθερη Νησίδα. Η Γραμβούσα έγινε, επίσης, η έδρα της αρχιεπισκοπής των ελεύθερων περιοχών της Κρήτης.  Από τη Γραμβούσα ξεκινούσαν οι «Καλησπέρηδες» ή «Παταξίες», που νύχτα έκαναν αιφνιδιαστικές επιθέσεις για να τιμωρήσουν τις αυθαιρεσίες των Τούρκων και να αρπάξουν τα αναγκαία για την επιβίωσή τους τρόφιμα. Στην υπόλοιπη Ελλάδα οι «Καλησπέρηδες» λέγονταν από τους Τούρκους και κλέφτες, αλλά ο Μακρυγιάννης τους ονομάζει «μαγιά της λευτεριάς». 
Οι Γραμβουσιανοί  ήταν επαναστάτες με αρετή και  πατριωτισμό, που θυσίασαν τη ζωή και την περιουσία τους στον αγώνα για την ελευθερία της Κρήτης. Ήταν ποτέ δυνατόν κοινοί «πειρατές» δώσουν την ζωή και την περιουσία τους για τον Αγώνα ή να ενδιαφερθούν  για την ίδρυση Σχολείου στην πολιτεία τους. Η Επιτροπή για την ανέγερση του Σχολείου αναφέρει σε εγκύκλιό της τα εξής:«Το πλέον θεάρεστον και επαινετώτερον έργον εις όλον τον κόσμον είναι η σύστασις ενός σχολείου εις την νήσον μας ταύτην εις το οποίον θέλουν διδάσκωνται τα τέκνα μας την καλήν ανατροφήν, τον πατριωτισμόν, και την αρετήν, τρία πράγματα τα οποία χαρακτηρίζουσι και τον καλόν χριστιανόν και τον καλόν άνθρωπον».
Στον ιερό βράχο της Γραμβούσας έλαμψε  ο πατριωτισμός,  γεννήθηκε η Κρητική ελευθερία και ξεσκεπάστηκε η υποκρισία των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής. Η Πολιτεία της  Γραμβούσας είναι το μόνο μέρος της ελληνικής επικράτειας που πολιορκήθηκε και καταλήφθηκε το 1828, όχι από τους Τούρκους, αλλά και από τους Αγγλογάλλους.
Χαίρομαι που έστω και μετά από 200 χρόνια αρχίζει να αλλάζει η αντίληψη για την Γραμβούσα όχι μόνο των ιστορικών αλλά και όσων ενδιαφέρονται για την ιστορία του τόπου μας. Οι παλαιότεροι ιστορικοί, με προεξάρχοντα τον Άγγλο Τ. Γκόρντον παρουσίαζαν την Γραμβούσα ως το νησί των πειρατών, που δικαίως κατέστρεψε η θαλασσοκράτειρα Μ. Βρετανία. Αυτό το αφήγημα  είχε επιβληθεί άκριτα σε Έλληνες και ξένους ιστορικούς μέχρι πριν από λίγα χρόνια. Μόνη εξαίρεση ήταν ο Καλλίνικος Κριτοβουλίδης, τον οποίο όμως απέφευγαν οι νεώτεροι να μελετήσουν συστηματικά. 
Το ιστορικό γεγονός που μνημονεύουμε και τιμούμε σήμερα, δεν είναι απλώς μια στιγμή του παρελθόντος, αλλά  ένα σύμβολο που θα εμπνέει στο παρόν και στο μέλλον τον διαρκή αγώνα για ελευθερία και την οικοδόμηση μιας ελεύθερης και δίκαιης ελληνικής πολιτείας. Εύχομαι η μνήμη των ηρώων της Γραμβούσας να λειτουργεί ως πηγή έμπνευσης και πατριωτισμού και ως υπενθύμιση της ευθύνης μας στον παρόντα και στο μέλλοντα χρόνο.
Κίσσαμος, 30-7-2025


*Ο Κωνσταντίνος Π. Φουρναράκης είναι διδάκτωρ φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Γρανάδας. Έχει δημοσιεύσει βιβλία και άρθρα για την ιστορία και τη λογοτεχνία κυρίως του 19ου αιώνα. Δίδαξε για αρκετά χρόνια ως φιλόλογος στη δημόσια Μέση Εκπαίδευση. Αρχειονόμος-προϊστάμενος στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης.

Πέμπτη 27 Μαρτίου 2025

ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΑ ΤΟΝ ΑΝΤΩΝΗ Γ. ΠΛΥΜΑΚΗ

 (14-9-1935 + 27-3-2025)
         «Στ’ Αγιού Πνευμάτου την κορφή έγινες δροσουλίτης
           Και θα ’σαι θρύλος στα βουνά της λατρευτής σου Κρήτης»
 Το Ιστορικό Αρχείο Κρήτης αποχαιρετά με συγκίνηση τον Αντώνη Γ.  Πλυμάκη και του εκφράζει την ευγνωμοσύνη του για όσα πρόσφερε αφειδώλευτα και ανιδιοτελώς στον Τόπο μας. Ο Αντώνης Πλυμάκης αγάπησε την Κρήτη μας, τα ψηλά βουνά, τα φαράγγια και τα σπήλαιά της, την Ιστορία και τον Λαϊκό Πολιτισμό της και έδωσε το είναι του για την ανάδειξη και ανάπτυξη της. Δημοσίευσε εκατοντάδες άρθρα στον τοπικό Τύπο για διάφορα θέματα Τοπικού και ευρύτερου Κρητικού ενδιαφέροντος και βιβλία για τον αγαπημένο φίλο του, τον Άγιο Ιωάννη τον Ερημίτη, για το φαράγγι της Σαμαριάς, και για τα σπήλαια, τα μιτάτα, το αγρίμι, το δίκταμο, τα εικονοστάσια της Κρήτης. Εκτός από τα γραπτά του, μας αφήνει βαριά παρακαταθήκη την ανθρωπιά, τη σεμνότητα και την ανιδιοτελή προσφορά του στον Τόπο μας.
Το Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, επιπλέον, τον ευχαριστεί, γιατί διέσωσε, δώρισε και εμπλούτισε τις συλλογές του με σπουδαία και μοναδικά ιστορικά έγγραφα και άλλα τεκμήρια (Συλλογές Αντώνη Πλυμάκη Α.Β.Ε 329, 375, 378)  στα οποία θα ανατρέχουν οι  μελετητές της Ιστορίας και του Πολιτισμού της Κρήτης μας.
 

Δευτέρα 4 Απριλίου 2022

Ο ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 1853-1856 ΚΑΙ ΕΝΑ ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ Δ. ΣΟΛΩΜΟΥ

Γράφει ο Κωνσταντίνος Φουρναράκης
Στον Ανατολικό ή Κριμαϊκό Πόλεμος (1853-1856) συγκρούστηκε η Ρωσία από τη μία μεριά και από την άλλη οι συμμαχικές δυνάμεις της Μ. Βρετανίας, Γαλλίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς είχαν προβλέψει αυτή την εξέλιξη καθώς διέβλεπαν ότι οι Αγγλογάλλοι δεν θα επέτρεπαν σε καμία περίπτωση την έξοδο της Ρωσίας στη Μεσόγειο.
 Ο Δ. Σολωμός σχεδίαζε ένα μεγάλο επικό ποίημα γι' αυτό τον πόλεμο το οποίο ποτέ δεν ολοκλήρωσε. Μετά το θάνατό του οι φίλοι του διέδιδαν ότι είχε γράψει ένα ποίημα με τίτλο “Τα της Σεβαστουπόλεως” ή “Τα Κριμαϊκά” το οποίο χάθηκε. Στην πραγματικότητα από τη σχεδιαζόμενη επική σύνθεση βρέθηκε / έμεινε μόνο ένα δίστιχο - αινιγματικό επίγραμμα:
 “Ο ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
 Τρεις κόσμοι σφόδρα πολεμούν κι οι τρεις αντρειωμένοι.
 Ο τέταρτος, να φαίνεται στα μάτια και δεν είναι”.

Στο επίγραμμα οι τρεις κόσμοι που πολεμούν σφόδρα ήταν η Ρωσία, η Αγγλία και η Γαλλία. Ο τέταρτος κόσμος που μόνο στα μάτια φαινόταν ήταν ο μεγάλος τότε ασθενής, η Οθωμανική Αυτοκρατορία. (Σήμερα το διάδοχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εύρωστο κράτος της Τουρκίας έχει αναλάβει στη νέα κρίση της Ανατολής έναν άλλο ρόλο, αυτό του διαμεσολαβητή, ειρηνοποιού, ρυθμιστή και επιτήδειου ουδέτερου).
 Κατά τη διάρκεια του Ανατολικού Πολέμου οι Σύμμαχοι πολιόρκησαν και βομβάρδισαν σφοδρά τη Σεβαστούπολη (1854-1855) χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά όπλα νέας τεχνολογίας, όπως όλμους. Στην πολεμική αυτή σύρραξη πολιορκητές και πολιορκημένοι υπέφεραν φοβερά από την έλλειψη βασικών ειδών διατροφής (ψωμί και ζάχαρη). Τελικά η Σεβαστούπολη καταλήφθηκε από τους Συμμάχους, τον Σεπτέμβριο του 1855. Η κατάληψη της Σεβαστούπολης γιορτάστηκε με διάταγμα του Σουλτάνου σε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τότε ήταν που ο Χατζημιχάλης Γιάνναρης με έναν ξάδελφό του, τον Γιανναρομιχελή, μπήκε σε ένα καφενείο του χωριού Κυρτομάδο και τραυμάτισε με το σπαθοράβδι του τους Τούρκους που γιόρταζαν τη νίκη των Συμμάχων. Για το επεισόδιο στον Κυρτομάδο σώθηκε μία ρίμα που αρχίζει έτσι:
 “'Στον Κυρτομάδο γίνηκε ένα καλόν τζιμπούσι,
 κι αναγελούν το Μόσκοβη μικροί μεγάλοι Τούρκοι.
 Και κάλεσμα εκάμανε απού τη χώρα μέσα,
 στον Κυρτομάδο βγήκανε να κάνουνε τη φέστα”
. [...]
 Στον Ανατολικό πόλεμο οι Έλληνες συντάχθηκαν με τους Ρώσους. Ελληνικά εθελοντικά στρατεύματα πολέμησαν στην Κριμαία. Παράλληλα ξέσπασαν επαναστατικά κινήματα στις αλύτρωτες περιοχές του Ελληνισμού, στη Θεσσαλία, Ήπειρο, Μακεδονία. Επειδή ο Όθωνας δεν συμμορφώθηκε στην αρχή με τις υποδείξεις των Συμμάχων, οι Άγγλοι και οι Γάλλοι κατέλαβαν την Αθήνα και τον Πειραιά για τρία χρόνια (Αγγλογαλλική κατοχή, 1854-1857), εξανάγκασαν τον Όθωνα να διακηρύξει την απόλυτη ουδετερότητά του και επέβαλαν νέα κυβέρνηση υπό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, το “Υπουργείον Κατοχής”, όπως ονομάστηκε.

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2022

ΑΝΤΩΝΟΥΣΑ ΚΑΜΠΟΥΡΑΚΗ...ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΦΕΜΙΝΙΣΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Κάθε Τετάρτη στην διαδικτυακή Ανάγνωση, "Εγώ την Αλήθεια", από το Ίδρυμα της Βουλής... διακεκριμένοι ιστορικοί και μελετητές φωτίζουν –ο καθένας μέσα από την έρευνά του και με τη δική του ιδιαίτερη ματιά, το έργο του ή ένα ιδιαίτερο γεγονός μέσα από την ιστόρησή του στα απομνημονεύματα των αγωνιστών του 1821. Την Τετάρτη 16 Μαρτίου, και κρίμα που δεν το ξέραμε νωρίτερα να δώσουμε το σύνδεσμο ώστε να το παρακολουθήσουν περισσότεροι, καλεσμένος ήταν ο δικός μας Κώστας Φουρναράκης, Δρ. Φιλολογίας –Πρώην Προϊστάμενος Ιστορικού Αρχείου Κρήτης όπου παρουσίασε το έργο του "Τα Ποιήματα Τραγικά της Αντωνούσας Καμπουράκη". 
Να τι γράφτηκε για αυτήν την διαδικτυακή συνάντηση....απο το ίδρυμα.
- Ο ομιλητής παρουσίασε το έργο και τη ζωή της άγνωστης ουσιαστικά, μέχρι πολύ πρόσφατα, Αντωνούσας Καμπουράκη ή Καμπουροπούλας (Χανιά 1790-Αθήνα 1875). Επικεντρώθηκε στα Ποιήματα Τραγικά, μια πολύστιχη έμμετρη αφήγηση (περίπου 2.800 στίχοι), η οποία αφηγείται την Επανάσταση του 1821 στην Κρήτη. Το έργο, επισήμανε, που ανήκει στη μακρά λογοτεχνική παράδοση των έμμετρων υστεροβυζαντινών αφηγήσεων, συνδυάζοντας τη λόγια και τη λαϊκή παράδοση, επιδιώκει να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη του κρητικού Αγώνα, αλλά και να εισαγάγει τη γυναικεία φωνή στη δημόσια σφαίρα.  
Ο ομιλητής, ο οποίος διάνθισε την ομιλία του με στίχους από τα Ποιήματα Τραγικά, αναφέρθηκε επίσης στα θεατρικά έργα, αλλά και στην πλούσια κοινωνική  δράση της Καμπουράκη, καθώς και τη συμμετοχή της στο αντιοθωνικό κίνημα. Σε όλο το λογοτεχνικό της έργο, είπε, διακρίνεται έντονα η επίδραση της Μεγάλης Ιδέας και του Διαφωτισμού, ενώ συνολικά μπορεί να θεωρηθεί πρόδρομος της φεμινιστικής συνείδησης στην Ελλάδα.
Ακολούθησε εκτενής συζήτηση, στην οποία κυριάρχησαν θέματα όπως οι λόγοι για τους οποίους το πρόσωπο και το έργο της Καμπουράκη παρέμειναν στην αφάνεια για πολλά χρόνια, οι διασταυρώσεις λογοτεχνίας και ιστορίας, οι δυνατότητες και τα προβλήματα της αξιοποίησης των Ποιημάτων Τραγικών ως ιστορικής πηγής.

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2022

Ο ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΚΑΤΟΝΤΑΕΤΗΡΙΔΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821 ΣΤΗΝ ΚΙΣΑΜΟ

Eίναι γνωστό ότι ο εορτασμός της Εκατονταετηρίδας από την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως, το 1921, αναβλήθηκε λόγω του πολέμου στο Μικρασιατικό μέτωπο και πραγματοποιήθηκε το 1930 στα εκατόχρονα από τη λήξη της Επανάστασης και από την ίδρυση του Ελληνικού κράτους. Από τη μελέτη των εκδηλώσεων της Εκατονταετηρίδας, μπορούν να προκύψουν αξιόλογα συμπεράσματα για τις αξίες και τα προτάγματα της πολιτείας και της κοινωνίας την εποχή του Μεσοπολέμου. Στο σημερινό δημοσίευμα, δεν θα προβούμε σε μια πολιτική, ιδεολογική και κοινωνιολογική ανάλυση των εορτασμών της Εκατονταετηρίδας. Εξάλλου, αυτό έχει γίνει από ειδικούς ιστορικούς σε αυτά τα θέματα. Σκοπός μας είναι η παρουσίαση της εορταστικής εκδήλωσης και της ατμόσφαιρας της εποχής στο Καστέλλι Κισσάμου, μένοντας πιο πολύ στην υπενθύμιση των σημαντικότατων ιστορικών γεγονότων που διαδραματίστηκαν σ’ αυτήν την επαρχία κατά την Επανάσταση του 1821.
Οι ανταποκριτές Ζ. Ε. Βαρουχάκης και Κ. Γ. Φουρναράκης
Για τον λαμπρό εορτασμό της Εκατονταετηρίδας στο Καστέλλι Κισσάμου, ο οποίος πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 13 Ιουλίου 1930, διαθέτουμε δύο εξαιρετικές αφηγήσεις / ανταποκρίσεις, γραμμένες από τον Ζαχαρία Ε. Βαρουχάκη και τον Κωνσταντίνο Γ. Φουρναράκη. Αυτοί κυρίως μας έδωσαν τα στοιχεία και το νήμα της αφήγησης στο σημερινό δημοσίευμα. Και οι δύο είχαν εξαιρετική πένα, διαυγή, γλαφυρή, ρέουσα. Κάποια στιγμή αξίζει να ασχοληθούμε με το έργο του Καστελλιανού Ζ. Βαρουχάκη, ο οποίος έγραφε στον “Κήρυκα” κατά τον Μεσοπόλεμο, και του οποίου η γλωσσομάθεια και η ευρύτητα της παιδείας ήταν μοναδική. Διάβαζε ελληνική και ευρωπαϊκή λογοτεχνία, άκουγε κλασσική μουσική, ήταν ενήμερος για φιλολογικές μελέτες ξένων καθηγητών οι οποίες πολύ αργότερα μεταφράστηκαν στα ελληνικά. Ο Ζ. Βαρουχάκης λάτρεψε τον γενέθλιο τόπο του, το Καστέλλι Κισσάμου, και συχνά προέβαλε μέσα από τις σελίδες του “Κήρυκα” το φυσικό κάλλος, την ιστορία, την πνευματική και αθλητική κίνηση της ιδιαίτερης πατρίδας του. Υπήρξε επίσης ένα από τα ιδρυτικά μέλη ποδοσφαιρικού συλλόγου “Κισσαμικός” και είχε διατελέσει πρόεδρός του.
Ο Κωνσταντίνος Γ. Φουρναράκης είναι περισσότερο γνωστός από τα βιβλία του για τους Τουρκοκρητικούς, για την πόλη Χανίων, τη διοίκηση και τη δικαιοσύνη στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, το κίνημα των Μουρνηδών, τη θρησκεία των Μουσουλμάνων. Για ένα διάστημα, προς το τέλη του 19ου αιώνα, είχε διατελέσει και συμβολαιογράφος Χανίων. Ο Κ. Γ. Φουρναράκης, εκτός των άλλων χρονογραφημάτων και ιστορικών σημειωμάτων του, μας έδωσε και μια συνοπτική περιγραφή του κάστρου της Κισσάμου και του μικρού οικισμού έξω από αυτό κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας αλλά και της ανεπτυγμένης κωμόπολης του Μεσοπολέμου, η οποία συγκέντρωνε τις διοικητικές αρχές της επαρχίας, είχε ηλεκτροφωτιστεί, διέθετε σχολεία, θέατρο και κινηματογράφο. Έγραφε ο δημοσιογράφος στον “Κήρυκα” μεταξύ άλλων:
“Την κωμόπολιν Καστελλίου επεσκέφθην και εγνώρισα προ 45 ετών, όταν εκυμάτιζε επί του φρουρίου της η Ημισέληνος, με την τουρκική φρουρά, με τον πολύ μουσουλμανικό πληθυσμό, με τα δύο φρούρια, το μικρόν Ενετικό, όπου αι πυριτυδαποθήκαι και το οπλαστάσιον και το πέριξ Τουρκικόν, όπου η μουσουλμανική συνοικία με ένα τζαμί (πρώην Εκκλησία της Αγίας Σοφίας) και με περιορισμένον έξωθεν συνοικισμό.
Μετά 45 έτη την επισκέπτομαι και την επαναβλέπω Ελληνική πλέον ακμάζουσα υπό έποψιν οικονομικήν και εκπαιδευτική, με μεγάλας και ωραίας οικοδομάς, με δικαστικάς αρχάς, με εκπαιδευτήρια, με πλήρες Γυμνάσιον, Ανωτέρα Σχολή Θηλέων, Τραπεζικά υποκαταστήματα, τηλεγραφικά και τηλεφωνικά γραφεία, συμβολαιογραφεία, δικηγόρους και ιατρούς, με μεγάλα εμπορικά καταστήματα, με ευγενή και αναπτυγμένη και προοδευτική κοινωνίαν, με θέατρον και κινηματογράφον, τέλος επανευρίσκω μίαν κωμόπολιν ηλεκτροφώτιστον, με ένα κωδωνοστάσιον όπου έχει εγκατασταθεί μέγα ωρολόγιον, το οποίον δια φωτεινών σημείων δεικνύει τας ώρας εις μεγάλην απόστασιν και μίαν προσπάθειαν όπως αποκτήση εις το μέλλον και τον λιμένα της. Είμαι ευτυχής διότι επαναβλέπω, επί τη ευκαιρία ενός ευφροσύνου γεγονότος του εορτασμού της εκατονταετηρίδος την κωμόπολιν Καστελλίου, παρά των κατοίκων της οποίας και ημείς οι αντιπρόσωποι του τύπου ετύχομεν εξαιρετικών φιλοφρονήσεων και περιποιήσεων”.
Ας σημειωθεί, βέβαια, ότι ο εκσυγχρονισμός είχε καταστρέψει, λίγα χρόνια πιο μπροστά, την εξαιρετικής ομορφιάς πύλη του φρουρίου Καστελλίου Κισσάμου και το μεγαλύτερο μέρος του τείχους, τη βορειοδυτική πύλη, τον μιναρέ και το τζαμί του φρουρίου (πρώην ναό της Αγίας Σοφίας). Ανάλογες καταστροφές είχαν γίνει και στην πόλη των Χανίων: κατεδάφιση της κεντρικής πύλης του κάστρου, της Porta Rittimniota, ρήγματα στο τείχος, μπάζωμα της νότιας τάφρου, καταπατήσεις, καταστροφή τζαμιών, κρηνών κλπ. (Μπορούμε να κατανοήσουμε την ψυχολογία και τα συμφέροντα των ανθρώπων μετά τη λήξη της Τουρκικής κυριαρχίας, όχι όμως και να δικαιολογήσουμε καταστροφές μνημείων με πρόσχημα τον εκσυχρονισμό, την υγιεινή και την ανάπτυξη).
Προετοιμασίες
Για την διοργάνωση των εκδηλώσεων της Εκατονταετηρίδας στο Καστέλλι Κισσάμου συγκροτήθηκε Τοπική Επιτροπή Εορτασμού αποτελούμενη από τον κοινοτάρχη Στυλιανό Ξηρουχάκη (Ξηρουχοστελιανό) ως πρόεδρο, τον Αντώνιο Μαρή ως αντιπρόεδρο, τον Γ. Αντωνομανωλάκη, ως γραμματέα, και μέλη τους Μιχαήλ Ξηρουχάκη, Στέφανο Ξαγοράρη, διευθυντή του Δημοτικού Σχολείου, Εμμανουήλ Παντελάκη, δικηγόρο και πρόεδρο του Συλλόγου Εφέδρων, Εμμανουήλ Κουφάκη, Αντώνιο Σχετάκη (τον παππού του πρώην Δημάρχου). Την Επιτροπή συνέδραμαν οι καθηγητές του Γυμνασίου Καστελλίου Κισσάμου, ο Σύλλογος Βιοτεχνών, οι υπάλληλοι της Ηλεκτρικής Εταιρείας, οι κύριοι Ελευθέριος Χριστόπουλος, Ι. Κωνσταντουλάκης, Α. Μελιδόνης, και οι κυρίες Μαρίκα Δαγαρτζίκη και Αθηνά Κουτσουνάκη.
Αυτό που πραγματικά εντυπωσίασε τους προσκεκλημένους και τους δημοσιογράφους της εποχής ήταν η πάνδημη συμμετοχή των Καστελλιανών οι οποίοι συνέβαλαν στο να εορταστεί το γεγονός με πατριωτικό ενθουσιασμό και λαμπρότητα. Οι εξώστες των κατοικιών και των καταστημάτων της κωμόπολης είχαν στολιστεί με μυρτιές και σημαίες. Οι δημοσιογράφοι σχολίασαν την καθαριότητα της κωμόπολης και των κτηρίων της, δημοσίων και ιδιωτικών, η οποία, όπως έγραψαν, ομοίαζε με αυτή της Ύδρας, και εντυπωσιάστηκαν με τη διακόσμηση του κεντρικού δρόμου, το μεγαλοπρεπές κενοτάφιο στην πλατεία, το σημαιοστολισμό, την ευταξία, την ξεχωριστή φιλοξενία. Το Καστέλλι, έδρα της Επισκοπής, των Δημοσίων Υπηρεσιών, του Γυμνασίου, το Καστέλλι με τη μεγάλη ιστορία, το κάστρο του, τον αστικό πυρήνα της κοινωνίας του, τις βιοτεχνίες και τα εμπορικά καταστήματά του, ήταν μια αναπτυσσόμενη και εκσυγχρονισμένη κωμόπολη στο Μεσοπόλεμο, η οποία συγκέντρωνε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά του αστικού εκσυγχρονισμού για τα οποία ο Ελευθέριος Βενιζέλος ένιωθε περήφανος.
Για την κάλυψη των εξόδων του εορτασμού η Κοινότητα Καστελλίου είχε εγκρίνει κονδύλι 4.000 δραχμών. Με έρανο επίσης συγκεντρώθηκαν από τους πολίτες ακόμη 4.000 δραχμές περίπου. Τα έξοδα βέβαια της διοργάνωσης υπολογίζονταν περισσότερα από το ποσόν του συγκεντρώθηκε.
Μεγαλοπρεπείς αψίδες
Κατά μήκος της διαδρομής απ’ όπου θα περνούσαν οι επίσημοι είχαν στηθεί εντυπωσιακές αψίδες από μυρτιές και δάφνες, που προσέδιδαν ξεχωριστή μεγαλοπρέπεια. Η πρώτη αψίδα ήταν δημιουργία των μαθητών και είχε στηθεί έξω από το Γυμνάσιο Κισσάμου. Στην κορυφή της υπήρχε η επιγραφή: “Η σπουδάζουσα νεολαία ευγνωμονούσα τους εργάτας της Ελευθερίας”. Η δεύτερη αψίδα με την επιγραφή “Καλώς Ήλθατε” είχε στηθεί από την Κοινότητα Καστελλίου Κισσάμου έξω από το κέντρο του Μπερντίου. Στην αρχή της αγοράς (σήμερα μικρή πλατεία Μελχισεδέκ, στη συμβολή των οδών Σκαλίδη και Καμπούρη) υπήρχε μια εντυπωσιακή διπλή τριγωνοειδής αψίδα του εύρωστου σωματείου της Βιοτεχνικής Αδελφότητας Καστελλίου. Σημειώνουμε ότι εκείνη την εποχή στο Καστέλλι λειτουργούσε ταμπακαριό, σαπουναριό, οινοποιεία, αλευροποιείο, αρτοποιεία, ραφτάδικα, υποδηματοποιεία. Σε τρία ακόμη σημεία της αγοράς του Καστελλιού (οδός Σκαλίδη) είχαν στηθεί αψίδες. Μαθητές, Δήμος, Σωματεία συναγωνίζονταν ποιος θα κάμει την καλύτερη αψίδα, για να τιμήσει το μεγάλο γεγονός. Στην οδό Σκαλίδη ξεχώριζε για την ωραιότητά της η αψίδα του ποδοσφαιρικού Συλλόγου “Κισσαμικός”. Σε καμιά πόλη της Κρήτης δεν είχαν δώσει τόση λαμπρότητα στο εορτασμό και πουθενά αλλού δεν κατασκεύασαν τόσες πολλές αψίδες. Ανάλογες αψίδες είχαν κατασκευασθεί στα Χανιά μόνο στην υποδοχή του πρίγκιπα Γεωργίου στις 9 Δεκεμβρίου 1898.
Το κενοτάφιο
Στην πλατεία των Δικαστηρίων (σήμερα πλατεία Τζανακάκη), η οποία δημιουργήθηκε μετά την κατεδάφιση της κεντρικής πύλης του φρουρίου και μέρους του τείχους, στήθηκε για την τελετή επιβλητικό ηρώο- κενοτάφιο. Κατασκευάστηκε (προσωρινά) βωμός, πάνω στον οποίο είχαν τοποθετηθεί τα άρματα του πολεμικού αρχηγού της επαρχίας Κισσάμου Αναγνώστη Σκαλίδη (τα οποία σήμερα φυλάσσονται στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης) δύο ξίφη χιαστί και ένας μικρός τρίποδας, που υποδήλωνε τον διαχρονικό αγώνα του Ελληνισμού, αλλά και τις νίκες του εναντίον των εχθρών του. Ένθεν και ένθεν του βωμού μεταφέρθηκαν δύο κυπαρίσσια.
Στα δύο κυπαρίσσια, είχαν δεθεί ταινίες, που ανέγραφαν τα έτη των κρητικών επαναστάσεων: 1770, 1821, 1833, 1841, 1858, 1866, 1878, 1889, 1896, 1897, 1898. Στη βάση και στα πλάγια του βωμού είχαν τοποθετηθεί φωτογραφίες επιφανών οπλαρχηγών και πολιτικών της Κισσάμου, του Αναγνώστη Παπαγιαννάκη, σωματάρχη του Κολοκοτρώνη, του αρχιμανδρίτη Παρθενίου Περίδη, πρωτεργάτη της Επανάστασης του 1866, του Αναγνώστη Σκαλίδη, του Μαρκουλάκη, του Αναστασάκη και άλλες καθώς και η σημαία του Μπαλαντίνου. Ξεχώριζαν επίσης οι σχεδιαστικές απεικονίσεις των επισκόπων της Κισσάμου, του ιερομάρτυρα Μελχισεδέκ Δεσποτάκη και του φλογερού πατριώτη και ιδρυτή του ιεροδιδασκαλείου της Αγίας Τριάδος, του Γεράσιμου Στρατηγάκη, “τέκνου λαμπρού της ευάνδρου Κισσάμου”. Στο κέντρο του ηρώου διακρινόταν η δωρηθείσα στην Κοινότητα λιθογραφία του Αρμοστή Κρήτης Εμμανουήλ Τομπάζη, ο οποίος, τον Μάιο του 1823, αποβιβάστηκε στο Καστέλλι και μετά από μια σύντομη πολιορκία, εξανάγκασε τους Τούρκους να παραδώσουν το φρούριο. Ψηλά, ανάμεσα στα δυο κυπαρίσσια, που έμοιαζαν με κολώνες, είχε αναρτηθεί η επιγραφή: “Η Κίσσαμος εις μνήμην των γενναίων προγόνων”. Από κάτω κυμάτιζαν δυο σημαίες ελληνικές. Στην πρόσοψη του βωμού υπήρχε στρογγυλός θυρεός και μια άλλη επιγραφή με τη φράση: “Από φλόγες η Κρήτη ζωσμένη”.
Γύρω από αυτή την εντυπωσιακή και τιμητική για τους προγόνους κατασκευή είχε δημιουργηθεί ένας μικρός ανθόκηπος, από βασιλικά και άλλα λουλούδια, προσφορά των κυριών της κωμόπολης. Η καλλιτεχνική σύλληψη του ηρώου και γενικότερα η διακόσμηση της πόλης ήταν έμπνευση ενός Καστελλιανού λογίου, του αγιογράφου και άρχοντος ιεροψάλτη Ιωάννη Δ. Αννουσάκη, “ανθρώπου ευρυτάτης και προ παντός αισθητικής μορφώσεως”. Η όλη σύνθεση του κενοταφίου παρέπεμπε στη γνωστή γκραβούρα “Κρητικό Πάνθεον” στο κέντρο της οποίας εικονίζονται οι Κρήτες αγωνιστές και σε δύο κολόνες, αριστερά και δεξιά, αναγράφονται οι χρονολογίες των κρητικών επαναστάσεων.
Η σωζόμενη ιστορική φωτογραφία δείχνει το ηρώο ανάμεσα στο παλαιό Διοικητήριο (σήμερα Αρχαιολογικό Μουσείο Κισσάμου) και την οικία Ξηρουχάκη, στο ισόγειο της οποίας στεγαζόταν η Τράπεζα Αθηνών. Αριστερά και δεξιά του κενοταφίου διακρίνουμε Καστελλιανούς αστούς, οι οποίοι έχουν πάρει θέση για τη φωτογράφιση. Στην πρώτη σειρά κάθονται κύριοι με κουστούμια και καπέλα. Μόνο ένας ηλικιωμένος φοράει στιβάνια και την παραδοσιακή στολή. Δεξιά της φωτογραφίας διακρίνεται μια ομάδα γυναικών, με κτένισμα και ντύσιμο εποχής Μεσοπολέμου. Στα πόδια ή στην αγκάλη των γονιών τους έχουν κουρνιάξει, σαν τα πουλιά, τα μικρότερα παιδιά. Η γη μπροστά από το ηρώο έχει στρωθεί με μυρτιές και δάφνες. Οι Καστελλιανοί κοιτάζουν σοβαροί τον φακό, για να απαθανατίσουν την ύπαρξή τους.
Πρόσκληση στους απογόνους του Τομπάζη
Ο Πρόεδρος και το Κοινοτικό Συμβούλιο Καστελλίου Κισσάμου είχαν αποστείλει τιμητική πρόσκληση στον Ιάκωβο Ν. Τομπάζη, εγγονό του Αρμοστή Κρήτης Εμμανουήλ Τομπάζη, για να παρευρεθεί στις εκδηλώσεις της επετείου των 100 χρόνων. Ο Ιάκωβος Ν. Τομπάζης (1849-1947) βιομήχανος, πολιτικός και συγγραφέας ιστορικών μελετών, απάντησε στον Πρόεδρο της Κοινότητας με την εξής επιστολή:
“Παρά του συγγενούς μου Δημητρίου Τομπάζη -Μαυροκορδάτου έλαβον γνώσιν του από 29 π. μηνός υπ’ αρ. 397 εγγράφου σας απευθυνόμενον στην οικογένειαν του αειμνήστου Εμμανουήλ Τομπάζη. Της οικογένειας ταύτης αποτελώ μέλος ως έγγονος και δι’ αυτό επαναλαμβάνω να ευχαριστήσω Υμάς και το Κοινοτικόν Συμβούλιον δια την τιμήν μεθ’ ης απευθύνεσθε προς τους απογόνους του πρώτου Αρμοστού Κρήτης.
Λυπούμαι, κύριε Πρόεδρε, ότι δεν υπάρχει πλέον εις χείρας μου καμία λιθογραφημένη εικών μεγάλου μεγέθους του πάππου μου δια να εκπληρώσω την επιθυμία σας και συντελέσω εις τον σκοπόν σας. Αντί τοιαύτης προσφέρω εις το Διοικητικόν Συμβούλιον Καστελλίου Κισσάμου εν εκ των τελευταίων απομεινάντων αντιτύπων ενός άλλου ιδικού μου εκδοθέντος προ ετών υπό της Βιβλιοθήκης Μαρασλή και περιέχοντος ομού με τη βιογραφίαν των δύο αδελφών της Μεγάλης Ελληνικής Επαναστάσεως όχι μόνον την εικόνα του Μανώλη Τομπάζη αλλά και της διασήμου γολέττας “Τερψιχόρης” της υπηρετησάσης τον αγώνα της Κρήτης. Εις το έργον μου αυτό θα εύρει ο πανηγυρισμός πολλάς λεπτομερείας της απελευθερώσεως του Καστελλίου Κισσάμου και επομένως συνδεούσης ολόκληρον την βραχείαν ζωήν του Μανώλη Τομπάζη με την Κρήτην.
Λυπούμαι, κ. Πρόεδρε, ότι το βαθύ γήρας μου των 81 ετών δεν μου επιτρέπει να λάβω μαζί σας την 13 τρέχοντος την ιερότητα ενός απελευθερωτικού αγώνος όστις τιμά την μνήμην των μαρτύρων του. Σας παρακαλώ να με φαντασθείτε Κρήτα τα αισθήματα και την καρδίαν, όταν θα αναγνώσετε αυτό το γράμμα Υμείς και οι συνάδελφοι ομού του Κοινοτικού Συμβουλίου Καστελλίου Κισσάμου. Είναι σύνδεσμος τον οποίον εκληρονομήσαμεν από τον συναγωνιστήν τον ιδικών σας προγόνων.
Μετά πολλής τιμής και αφοσιώσεως
Ιάκωβος Ν. Τομπάζης
Υ.Γ. Κατόρθωσα να εύρω αντίπυπον λιθογραφημένης εικόνος του Τομπάζη την οποίαν θα στείλη ο κ. Δ. Τομπάζης- Μαυροκορδάτος”.
Η λιθογραφία του Μανώλη Τομπάζη, η οποία φαίνεται στην ιστορική φωτογραφία τοποθετημένη στο κέντρο του ηρώου, στάλθηκε στην Κοινότητα Καστελλίου από τον εγγονό του Ιάκωβου (Γιακουμή) Τομπάζη, Δημήτριο Τομπάζη- Μαυροκορδάτο, παππού της Ραλλούς Μάνου, ο οποίος την εποχή της Κρητικής Πολιτείας είχε επισκεφθεί και φιλοξενηθεί στο Καστέλλι. (Βλέποντας κάποιος την περίοπτη θέση της λιθογραφίας του Μ. Τομπάζη στο ηρώο και την επιγραφή 1823 έχει την εντύπωση ότι η εκδήλωση έγινε το 1923, στα εκατόχρονα από την άφιξη του Τομπάζη στο Καστέλλι Κισσάμου. Όμως, ένα χρόνο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή αυτό δεν ήταν εφικτό).
Ο Δήμος Κισσάμου θα μπορούσε το 2023, στην επέτειο των 200 χρόνων από την την άφιξη του Αρμοστή Κρήτης Εμμανουήλ Τομπάζη και την άλωση του φρουρίου της Κισσάμου, να απευθύνει τιμητική πρόσκληση στους απογόνους των Τομπάζηδων, αλλά και στη Δημοτική Αρχή της Ύδρας να παρευρεθούν στις επετειακές εκδηλώσεις, που πρέπει να είναι εξίσου λαμπρές. Θα είναι μια χρυσή ευκαιρία να επαναβεβαιωθούν οι αδερφικοί δεσμοί του Δήμου Κισσάμου και της Νήσου Ύδρας και να τιμηθεί η προσφορά του Μανώλη Τομπάζη στον Αγώνα της Κρήτης. Απαραίτητο επίσης είναι να αναρτηθεί στο Δημαρχείο Κισσάμου ένας πίνακας με τη μορφή του πρώτου αρμοστή Κρήτης Μανώλη Τομπάζη. Μέχρι σήμερα δεν έχουν προβληθεί τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα που έχουν συντελεστεί στην επαρχία Κισσάμου (τρεις αλώσεις φρουρίου Κισσάμου στην επανάσταση του 1821 και του κάστρου της Γραμβούσας (1825-1828) η άφιξη του πρώτου αρμοστή της Κρήτης, η σύνταξη του Κρητικού Συμβουλίου το 1825 κ.α.). Ο Δήμος Κισσάμου μπορεί να συγκρίνει με ποιο τρόπο προβάλλονται ανάλογα ή και ήσσονος σημασίας γεγονότα σε άλλες πόλεις ή περιοχές της Κρήτης.
Λαός και επίσημοι
Αρκετοί Χανιώτες, που είχαν συγγενείς στο Καστέλλι, έφτασαν στην κωμόπολη από το Σάββατο, παραμονή του εορτασμού. Η πλατεία των Δικαστηρίων (που έπειτα ονομάστηκε στρατηγού Εμμ. Τζανακάκη) ήταν από βραδύς γεμάτη κόσμο. Aπό τις πρώτες πρωινές ώρες άνθρωποι από τα χωριά άρχισαν να συρρέουν κατά ομάδες στην πολιτεία (έτσι έλεγαν την πρωτεύουσα της επαρχίας). Από τις επτά το πρωί οι μαθητές των εκπαιδευτηρίων του Καστελλίου κρατώντας μικρές ελληνικές σημαίες παρατάχθηκαν εκατέρωθεν της οδού που οδηγούσε από το Γυμνάσιο στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Σπυρίδωνα. Ξεχώριζαν τα κορίτσια της Αστικής Σχολής Θηλέων (Παρθενώνα) με τις ομοιόμορφες ενδυμασίες τους. Οι επίσημοι έφθασαν με τα αυτοκίνητά τους, γύρω στις 8, στην είσοδο της κωμόπολης, στον Άγιο Αντώνη (Καμάρα), όπου τους υποδέχτηκε η Τοπική Επιτροπή Εορτασμού και κάτοικοι. Οι επίσημοι προσκεκλημένοι που συνόδευαν τον υπουργό- γενικό διοικητή Γεώργιο Κατεχάκη, εκπρόσωπο του πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου, ήταν ο επίσκοπος Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθάγγελος Ξηρουράκης, ο Μέραρχος Χανίων Παναγόπουλος, ο δήμαρχος Χανίων Ιωάννης Μουντάκης, ο Γυμνασιάρχης Εμμ. Γενεράλης, ο π. βουλευτής Σελίνου Ι. Μαρματάκης, ο Νικόλαος Πιστολάκης, στενός φίλος του Ε. Βενιζέλου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, δικηγόρος και εκδότης του “Κήρυκα”, μέλος της Νομαρχιακής Επιτροπής Εορτασμού, δημοσιογράφοι, ο Κισσαμίτης γιατρός Στρατής Γεωργιλαδάκης, ο αξιωματικός Φίλκε, διοικητής των αγγλικών αεροπλανοφόρων, ο γιατρός Σόου και άλλοι.
Λίγο αργότερα ο Γενικός Διοικητής Κρήτης έκανε μια στάση κάτω από την αψίδα, που είχαν φτιάξει οι μαθητές, έξω από το Γυμνάσιο. Εκεί τον υποδέχθηκε, εκ μέρους της σπουδάζουσας νεολαίας, η δεσποινίς Σοφία Κοντοπυράκη, η οποία του έδωσε μια ανθοδέσμη, συνοδεύοντας την προσφορά της με την πρέπουσα προσφώνηση. Έπειτα οι επίσημοι προχώρησαν μέχρι την πλατεία Δικαστηρίων (Τζανακάκη) όπου στο κινηματοθέατρο “Παλλάς” τους προσφέρθηκαν κεράσματα και καφές. (Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις το “Παλλάς” λειτούργησε στη μεγάλη αίθουσα, μπροστά από το παλαιό οινοποιείο Ξηρουχάκη, στην οδό Π. Περίδη).
Η δοξολογία και η ομιλία του Επισκόπου
Μετά τη θεία Λειτουργία οι καμπάνες του καθεδρικού ναού του Αγίου Σπυρίδωνος κάλεσαν τους επίσημους και το λαό να συμμετάσχει στη δοξολογία. Στην αρχή της πομπής, που ξεκίνησε από την πλατεία, βρίσκονταν νέοι κρατώντας τις αυθεντικές επαναστατικές σημαίες και τις φωτογραφίες των οπλαρχηγών της Κισσάμου. Οι μαθητές είχαν παραταχθεί κατά μήκος του δρόμου. Όταν οι σημαιοφόροι, ο Γενικός Διοκητής και οι υπόλοιποι επίσημοι εισέρχονταν στον περίβολο της εκκλησίας η μπάντα του Ορφανοτροφείου Χανίων απέδιδε τιμές. Στο εσωτερικό του ναού είχε στηθεί άλλη μια σύνθεση του Ι. Δ. Αννουσάκη, από δάφνες και μυρτιές, ένα μικρό κενοτάφιο, σκεπασμένο με μαύρα κρέπια, πάνω στο οποίο είχαν τοποθετηθεί στεφάνια και όπλα αγωνιστών. Γύρω από το μικρό αυτό κενοτάφιο στάθηκαν οι σημαιοφόροι με τις σημαίες των Κισσαμιτών αγωνιστών. Μετά τη δοξολογία, ο επίσκοπος Άνθιμος Λελεδάκης εκφώνησε τον πανηγυρικό, στον οποίο έγινε αναφορά στην επαναστατική δραστηριότητα της επαρχίας Κισσάμου από το 1821 μέχρι την απελευθέρωση της Κρήτης, το 1898, στους Κισσαμίτες Φιλικούς, στο μαρτύριο του επισκόπου Κισσάμου Μελχισεδέκ, στην πολιορκία των τουρκικών πύργων το 1822 και των φρουρίων της Κισσάμου και της Γραμβούσας, το 1823, στην άφιξη του αρμοστή Εμμ. Τομπάζη στο Καστέλλι, και στην παράδοση του φρουρίου της Κισσάμου στους Έλληνες, στην προσπάθεια για την κατάληψη της Γραμβούσας τον Δεκέμβριο του 1823, στο κορυφαίο γεγονός της κατάκτησης της Γραμβούσας τον Αύγουστο του 1825, στην περίοδο της Γραμβούσας. Έπειτα εξιστορήθηκαν στιγμές της επανάστασης του 1866-69 στην Κίσσαμο (πολιορκία φρουρίου Κισσάμου το 1866, μάχες στα Σταυράκια, στις Λουσακιές και στο Συρικάρι και αλλού, κανονιοβολισμός και διαρπαγή της Μονής Γωνιάς το 1867, μάχες στα Σκαφίδια και στο Σφακοπηγάδι το 1868). Αναφορά έγινε επίσης και στις τελευταίες κρητικές επαναστάσεις (μάχη στο Δρομόνερο το 1896, αποβίβαση του Τιμολέοντα Βάσσου στο Κολυμπάρι, κατάληψη Πύργου των Βουκολιών το 1897).
Αυθεντικές σημαίες οπλαρχηγών
Μετά την τελετή στο ναό του Αγίου Σπυρίδωνα, οι επίσημοι και οι λαός κατευθύνθηκαν στην πλατεία Δικαστηρίων. Αυτή η μετακίνηση υποδήλωνε τη μετάβαση από τον θρησκευτικό πεδίο, στον καθαρά πολιτικό, στην πλατεία της κοινότητας. Στην αρχή της πομπής ήταν και πάλι οι σημαιοφόροι με τις ιστορικές σημαίες των Κισσαμιτών οπλαρχηγών Δ. Κωνσταντούλη (1866), Γ. Καμπούρη (1866, 1878), Γ. Φωτάκη (1897), Ι. Πρώιμου, Εμμ. Νταντινάκη, Γ. Μιχελάκη, Π. Ραϊσάκη κ. α. Οι τρυπημένες από τις σφαίρες και μαυρισμένες με τους καπνούς της μάχης σημαίες σκορπούν στη θέα τους ανείπωτη συγκίνηση. Έπονται οι σημαίες των σχολείων, των εφέδρων πολεμιστών και των σωματείων. Ακολουθούν νέοι που κρατούν φωτογραφίες των αγωνιστών της Κισσάμου, Αν. Φρουδάκη, Γ. Γιαννουδοβαρδή, Γ. Ξηρουχάκη, Γ. Καμπούρη, Ι. Παπαγιαννάκη, Εμμ.π. Ι. Αννουσάκη, Αν. Κνιθάκη, Ν. Αναστασάκη, Α. Ε. Αννουσάκη, Αντ. Βερυκάκη ή Βαρδαντώνη, Στ. Μπαλαντίνου, Α. Μαρκουλάκη ή Ρενιέρη, Δ. Αντωνουδάκη, Δ. Κωνσταντούλη και άλλων.
Η ομιλία στην πλατεία
Η συγκίνηση και η περηφάνια του συγκεντρωμένου κόσμου γύρω από το ηρώο ήταν μεγάλη. Ζούσαν τότε πολλοί Κισσαμίτες που είχαν γεννηθεί στα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς, αλλά και αγωνιστές των τελευταίων κρητικών επαναστάσεων και εκείνη την ώρα γιόρταζαν την ελευθερία της επαρχίας τους και θυμόταν τους αγώνες των προγόνων τους. Μετά την επιμνημόσυνη δέηση στο ηρώο, ο δικηγόρος και συμβολαιογράφος Ανδρέας Μπαλαμπός, απόγονος του Γραμπουσιανού Μ. Μαυράκη, βγήκε στον εξώστη της οικίας Ξηρουχάκη και έχοντας μπροστά του το μεγαλοπρεπές κενοτάφιο άρχισε την ομιλία του με την εξής προσφώνηση: “Σεβαστόν εκκλησίασμα του ναού της ελευθερίας. Σεβαστοί προσκυνηταί του βωμού των υπέρ αυτής πεσόντων”.
Ο ρήτορας, εκπρόσωπος της Πολιτείας, μίλησε με ένθερμο πατριωτισμό για τον ακατάβλητο αγώνα του ελληνισμού, από αρχαιοτάτων χρόνων, πλέκοντας τον έπαινο των ηρωικών προγόνων. Στον επίλογο της ομιλίας του χρησιμοποίησε το σχήμα της προσωποποίησης παρουσιάζοντας την ίδια την Ελευθερία να ομιλεί:
“Γνωρίσατε ότι εκτελούντες τας επιταγάς μου ταύτας μέχρι της συντελείας των αιώνων θα βασιλεύω ημών και θα επεκτείνω το κράτος μου πέραν των ορίων των πατροπαράδοτων δικαίων και βλέψεών μου. Και ήδη γονατιστοί κύψατε την κεφαλήν προ του βωμού των ηρώων και ευχαριστήσατέ τους και προσκυνήσατέ τους. Έπειτα ανατείνατε το πρόσωπον και τας χείρας προς τον μεγάλον Θεόν της Ελλάδος υπέρ αυτών και τέλος στεφανώστέ τους με το αμάραντον στεφάνι της δόξης και της ευκλείας χύνοντας δάκρυα σεβασμού, θαυμαστού, εκτιμήσεως και ευγνωμοσύνης ως κτερίσματα επί του κενοταφίου αυτών”.
Κατάθεση στεφάνων
Ο δεύτερος πανηγυρικός της ημέρας, με τις πομπώδεις εκφράσεις και η πατριωτική έξαρση θα κούραζε το ακροατήριο της εποχής μας. Κι όμως ο κόσμος τότε άκουγε τους ομιλητές με ευχαρίστηση και προσοχή και δεν θεωρούσε περιττές ή κουραστικές τις δευτερολογίες. Η προτροπή, στο τέλος, του πολιτικού ρήτορα να στεφθεί το κενοτάφιο με το αμάραντο στεφάνι της δόξας ήταν το έναυσμα για να αρχίσει η κατάθεση των στεφάνων. Στεφάνια κατέθεσαν ο Υπουργός- Γενικός Διοικητής εκ μέρους της Κυβέρνησης, ο Μέραρχος, ο Δήμαρχος Χανίων, ο Ν. Πιστολάκης εκ μέρους της Επιτροπής Εορτασμού νομού Χανίων, ο πρόεδρος της Κοινότητας Καστελλίου, ο Ι. Μαρματάκης, εκ μέρους των Σελινιωτών, και ο Μ. Αναστασάκης εκ μέρους των Κισσαμιτών, ο Π. Μαράκης εκ μέρους των Σχολείων της κωμοπόλεως, ο δικηγόρος Εμμ. Παντελάκης εκ μέρους των Εφέδρων, όλοι οι Κοινοτάρχες της επαρχίας Κισσάμου, το Σωματείο Βιοτεχνών Κισσάμου και οι απόγονοι των αγωνιστών Δεικτάκη, Αρετά, Κουμή, Κουβαρίτη, Σκαλίδη, Αναστασάκη, Ρενιέρη, Ψαρουδάκη, Μαρκουλάκη, Κνιθάκη, Κανίστου, Φρουδάκη, Λουκάκη, Δρακωνάκη, Μπατοστελιανού, Μαλικούτη, Μαλανδρή, Καρτσώνη, Μπαλαντίνου και άλλων. Μετά την κατάθεση, η μουσική του Ορφανοτροφείου παιάνισε διάφορα εμβατήρια.
Γεύμα
Το μεσημέρι οι επίσημοι και οι τοπικές αρχές, πάνω από εκατό άτομα, παρεκάθησαν σε γεύμα που είχε ετοιμάσει η Κοινότητα Καστελλίου. Κάτω από τη πυκνή σκιά των δέντρων της πλατείας, με θέα τη θάλασσα, στρώθηκαν μεγάλα τραπέζια. Το γεύμα ήταν πλουσιοπάροχο. Περιλάμβανε φρέσκα γραμπουσιανά ψάρια, κρέατα, τυριά, φρούτα, επιδόρπια. Τα ποτήρια γέμιζαν με άφθονη ρετσίνα και κισσαμίτη οίνο. Έπειτα άρχισαν οι προπόσεις. Ο ένας μετά τον άλλο οι φιλοξενούμενοι ξεκίνησαν μια άμιλλα εγκωμιαστικών λόγων. Αυτό το γεύμα θύμιζε αρχαίο συμπόσιο στο οποίο οι καλεσμένοι έπαιρναν διαδοχικά τον λόγο για να αναπτύξουν ένα φιλοσοφικό ή πολιτικό στοχασμό ή να εγκωμιάσουν μια ιδέα, ένα πρόσωπο, ένα γεγονός. Στο περίφημο “Συμπόσιο” του Πλάτωνα, που έγινε στην αρχαία Αθήνα, οι συνδαιτυμόνες διαλεγόμενοι εγκωμίασαν τον θεό Έρωτα, στο Συμπόσιο της Κισσάμου οι συνδαιτυμόνες έπλεξαν ο ένας μετά τον άλλο το εγκώμιο της Κισσάμου και των κατοίκων της.
Πρώτος πήρε τον λόγο ο γενναίος στρατηγός Γεώργιος Κατεχάκης, γενικός διοικητής της Κρήτης, ο οποίος μίλησε με λόγια θερμά για τους ηρωικούς και φιλοπρόοδους Κισσαμίτες, οι οποίοι ξεχώριζαν και στους πολέμους και στα ειρηνικά έργα. Ακολούθησε η πρόποση του επισκόπου Κισσάμου και Σελίνου Ανθίμου Λελεδάκη, ιερωμένου ελλόγιμου, με πρωτοβουλία του οποίου κτίστηκε το Γυμνάσιο, κτήτορα της Μονής Παρθενώνα και ιδρυτή της Αστικής Σχολής Θηλέων, ο οποίος συνεχάρη την Τοπική Επιτροπή Εορτασμού για την επιτυχή διοργάνωση του Πανκισσαμίτικου Εορτασμού της Εκατονταετηρίδας.
Ιδιαίτερη αίσθηση έκανε και ο σύντομος λόγος του προέδρου της Κοινότητας Καστελλίου Στ. Ξηρουχάκη ο οποίος ευχαρίστησε, εκ μέρους των κατοίκων της Κοινότητας, τους φιλοξενούμενους για την τιμή που έκαμαν, να συνεορτάσουν την Εκατονταετηρίδα στην πρωτεύουσα της Επαρχίας, η οποία εόρταζε την ελευθερία της, θυμόταν τα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς αλλά και τους αγώνες των ηρωικών τέκνων της. Στην πρόποσή του ανέφερε τα εξής:
“Το Καστέλλι δι’ εμού σας εκφράζει το καλώς ήλθατε και σας ευχαριστεί δια την τιμήν που του εκάματε να τιμήσετε δια της παρουσίας σας την σημερινήν εορτήν. Το Καστέλλι που εποδοπατήθη από τους Άραβας, Ενετούς, Σαρακηνούς, Τούρκους κλπ. κατακτητάς εορτάζει σήμερον μαζί με την άλλην Ελλάδα την Ελευθερίαν του.
Η σημερινή ημέρα μας θυμίζει και μαύρες ημέρες σκλαβιάς και ενδόξους τοιαύτας. Μας θυμίζει την Γραμβούσαν και τους Γραμβουσιανούς, τον Τομπάζη του ‘23, τον γιανίτσαρο της Καλυβιανής τον Σκενδεράνιο, το σφάξιμο του Αρετά, το σκοτωμό του Δείκτη.
Στα χίλια οκτακόσια στο έτος το σαράντα
κατέβηκε απ’ το Μωριά ένας μεγάλος άνδρας.
Το όνομά του ήτανε ο Δείκτης ο Μανώλης
απ’ όσοι τονε ξέρανε τον αγαπούσαν όλοι.
Ο Δείκτης ο Μανώλης όστις εκυρίευσε το Καστέλλι το 1841 και έκτισε στο πρώτο φρούριον, το Ξερολίθι λεγόμενον. Μας θυμίζει την επανάστασιν του ‘33 και του ‘58, του Μαυρογένη, απ’ όποιος τον συλλογιστεί το αίμα του κρυγιαίνει. Μας θυμίζει τας επαναστάσεις του ‘66, ‘77, ‘89, ‘96 και ‘97. Αιώνες συνετέλεσαν εις το να καεί το Καστέλλι επτά φορές και φαίνεται ακόμη υπό τα όμματά μας. Αι επαναστάσεις αύται εγέννησαν αναριθμήτους ήρωας. Οι ήρωες ούτοι άφησαν παράδοσιν εις τους ήρωας του 1912 με 1920 την εκδίκησιν […]”.
Από την προσφώνηση του Προέδρου της Κοινότητας αντλούμε ιστορικά στοιχεία, που δεν έχουν καταγραφεί στα βιβλία της Ιστορίας. Ότι το Καστέλλι κάηκε επτά φορές στην διάρκεια της Τουρκοκρατίας δεν είναι υπερβολή, αν σκεφτούμε ότι γύρω από το μικρό φρούριό του διεξήχθησαν μάχες, σε όλες τις κρητικές επαναστάσεις. Ήταν νωπή, το 1930, η μνήμη της ανατίναξης των παρακείμενων οικιών του φρουρίου από τους Αυστριακούς κατά την τελευταία επανάσταση του 1897. Η πόλη της Κισσάμου δεν καταστράφηκε μόνο επτά φορές αλλά και απελευθερώθηκε τρεις φορές από τους Έλληνες κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 (τον Μάιο 1823 από τον Μ. Τομπάζη, τον Αύγουστο του 1825 από το εκστρατευτικό σώμα του Δ. Καλλέργη και έπειτα, για ένα μεγάλο διάστημα, από το 1828 έως το 1830). Αυτές οι επιτυχίες των Κρητικών, που έγιναν με επίκεντρο τα κάστρα της Κισσάμου και της Γραμβούσας, δεν έχουν προβληθεί όσο θα έπρεπε, με αποτέλεσμα πολλοί να μένουν με τη σφαλερή εντύπωση ότι κανένα κάστρο της Κρήτης δεν καταλήφθηκε από τους Έλληνες κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, όπως ειπώθηκε σε ομιλία για επέτειο των 200 χρόνων. Στο κάστρο της Κισσάμου, επίσης, τον Αύγουστο του 1825, συντάχθηκε και υπογράφτηκε προσωρινό πολίτευμα για τη διοίκηση της Κρήτης, που ονομάστηκε Κρητικό Συμβούλιο. Γι’ αυτό θα ήταν καλό να τοποθετηθεί μια ταπεινή επιγραφή στην εξωτερική πλευρά του σωζόμενου τείχους του φρουρίου (επί της οδού Τομπάζη) η οποία να υπενθυμίζει αυτά τα σπουδαία γεγονότα (μάχες, αλώσεις, ψήφιση πολιτικού οργανισμού) τα οποία ακόμα και οι κάτοικοι της κωμόπολης αγνοούν.
Είναι γνωστή η πατριωτική δράση του καπετάν Μανώλη Δεικτάκη στην περίοδο της Γραμβούσας και στην Επανάσταση του 1841. Στο πλοίο του, όταν αυτό προσέγγισε στα νότια παράλια της Κρήτης, στη Σούγια, υψώθηκε η σημαία της Επανάστασης του 1841. Ο γηραλέος καπετάν Μανώλης Δεικτάκης βρήκε ηρωικό θάνατο σε μια μάχη στο Πρόβαρμα Αποκορώνου, τον Μάιο του 1841. Αγνοούσαμε όμως ότι το ευάλωτο φρούριο του Καστελλίου Κισσάμου καταλήφθηκε (για λίγο) από τον ίδιο στην Επανάσταση του 1841 και ότι τότε επισκευάστηκε πρόχειρα μέρος του κατεστραμμένου τείχους του με ένα ξερολίθι. Χάρη στο λόγο του προέδρου της Κοινότητας καταγράφτηκε και η προφορική παράδοση για το σφάξιμο του Γραμπουσιανού καπετάν Γιάννη Αρετά (γιου του καπετάν Μιχάλη Αρετά) από τους Τούρκους κατά την εισβολή του τουρκικού στρατού στα Μεσόγεια, τον Ιούνιο του 1867.
Η άμιλλα των λόγων κατά τη διάρκεια του γεύματος που παρέθεσε η Κοινότητα Καστελλίου συνεχίστηκε με την πρόποση του Δήμαρχου Χανίων ο οποίος ευχαρίστησε τους διοργανωτές και επαίνεσε την Κοινότητα για το έργο της. Ο Κυριάκος Κ. Μητσοτάκης (παππούς του σημερινού πρωθυπουργού) με τη σειρά του επεσήμανε την ιδιαίτερη θέση που κατέχει το Καστέλλι Κισσάμου στην Ιστορία της Κρήτης, καθώς ήταν το πρώτο μέρος του Νησιού που καταλήφθηκε και απελευθερώθηκε από τους Έλληνες, τον Μάιο του 1823. Ο Ι. Μαρματάκης εκπροσωπώντας την επαρχία Σελίνου συνεχάρη τους Καστελλιανούς για την άψογη διοργάνωση. Εκ μέρους του λαού της επαρχίας Κισσάμου εξέφρασε τη χαρά του για την επιτυχία του εορτασμού ο γιατρός Μ. Αναστασάκης, ο συγγραφέας της “Ιστορίας της επαρχίας Κισσάμου”. Ο γυμνασιάρχης Εμμανουήλ Γενεράλης παρομοίασε την Εορτή της Εκατονταετηρίδας στο Καστέλλι με την πανελλήνια εορτή που τελούσαν οι αρχαίοι Πλαταιείς προς τιμήν του Δία Ελευθερωτή σε ανάμνηση της συντριβής του ασιατικού δεσποτισμού και της απελευθέρωσης της Ελλάδας. “Ο άρχων των Πλαταιέων είναι ο ημέτερος Υπουργός Διοικητής, ο θύτης είναι ο αρχηγός της τοπικής Εκκλησίας Επίσκοπος με συμπάρεδρον πολιτικόν τον κοινοτικόν Πρόεδρον. Ημείς δε οι εκ Χανίων ελθόντες συμβολίζομεν τους προβούλους και θεωρούς του Ελληνικού Συνεδρίου των Πλαταιών, διότι η Εορτή της Κισσάμου είναι και της Κρήτης και συμπάσης της Ελλάδος μας”.
Η πρόποση τέλος του επισκόπου Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθάγγελου Ξηρουχάκη περιείχε μια σημαντική πρόταση: Να καθιερωθεί ετήσιος εορτασμός για την απελευθέρωση του φρουρίου του Καστελλίου από τους Τούρκους, το 1823, και να ανεγερθεί μνημείο κάτω από τον πλάτανο της Σπλάνζιας στα Χανιά με την προτομή του μαρτυρικού επισκόπου Κισσάμου Μελχισεδέκ. Οι δύο αυτές προτάσεις πραγματοποιήθηκαν αργότερα από τον μητροπολίτη Κισσάμου και Σελίνου Ειρηναίο Γαλανάκη.
Έπειτα τα ριζίτικα στόλισαν το πλουσιοπάροχο τραπέζι. Ο πρώτος τραγουδιστής ξεκίνησε τα τραγούδια της τάβλας και ακολούθησαν οι υπόλοιποι συνδαιτυμόνες. Το απόγευμα, πριν οι προσκεκλημένοι αναχωρήσουν για τα Χανιά, επισκέφθηκαν τη Μητρόπολη όπου ο επίσκοπος Άνθιμος τους πρόσφερε αβραμιαία φιλοξενία. Αργά το απόγευμα, οι άρχοντες από τα Χανιά και ο κόσμος από τα κοντινά χωριά αναχώρησαν από το Καστέλλι με τις καλύτερες εντυπώσεις και αναμνήσεις. Η εκατονταετηρίδα από την Επανάσταση του 1821 είχε εορτασθεί στην Κίσσαμο πανηγυρικά.
Σημείωση: Οι περισσότερες φωτογραφίες του δημοσιεύματος προέρχονται από τις συλλογές του Γιάννη Παπαδάκη (Καστελλι Κισσάμου) και του Μανώλη Μανούσακα.
*Ο Κωνσταντίνος Π. Φουρναράκης
είναι φιλόλογος- αρχειονόμος

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2021

ΠΟΙΟΙ ΗΤΑΝ ΟΙ ΕΚΠΟΡΘΗΤΕΣ ΤΗΣ ΓΡΑΜΒΟΥΣΑΣ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ ΤΟΥ 1825

Μια άγνωστη αφήγηση του Σφακιανού Χ'' Ανδρέα Κριαρά
Του Κωνσταντίνου Φουρναράκη*
Ένας ιστορικός που ενδιαφέρεται για τα αιτιώδεις σχέσεις και τα αποτελέσματα στην ιστορία θα προσπερνούσε ένα τέτοιο ερώτημα. Και όμως για το ζήτημα συντηρείται για διακόσια χρόνια μια ιστοριογραφική διαμάχη. Άλλοι ιστοριογράφοι αφηγούνται ότι η Γραμβούσα κυριεύθηκε αποκλειστικά από τους Σφακιανούς, άλλοι από μια ομάδα έντεκα Κρητικών (Σφακιανών, Κισσαμιτών, Σελινιωτών κ.α) άλλοι αποκλειστικά από τους Μεσογειανούς (Κισσαμίτες). Μετ' επιτάσεως μάλιστα γίνεται προσπάθεια να επιβληθεί η μία ή η άλλη άποψη, χωρίς να έχει προηγηθεί προσεκτική μελέτη και κριτική των ιστορικών πηγών. Σήμερα θα παρουσιάσουμε  την άγνωστη μαρτυρία του Σφακιανού Χατζή Ανδρέα Κριαρά ή Κριαράκη για την άλωση της Γραμβούσας.
Ο Χατζή Ανδρέας Κριαράς (Κριαράκης) γεννήθηκε στην Ανώπολη των Σφακίων το 1775. Ήταν γιος του Εμμ. Κριαρά και της Κατίγκως Βλάχου. Ευκατάστατος πλοιοκτήτης και προεστός, ασπάσθηκε από νωρίς την ιδέα της Επανάστασης και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Το 1821 διετέλεσε μέλος της Καγκελαρίας των Σφακίων, της πρώτης επαναστατικής κυβέρνησης της Κρήτης. Έπειτα από την κάμψη της Επανάστασης, την άνοιξη του 1824, κατέφυγε στα Αντικύθηρα (Αιγιλία). Κατά την περίοδο της Γραμβούσας διορίστηκε μέλος της Διοικούσας Επιτροπής της Γραμβούσας, αξίωμα το οποίο αποδέχθηκε συμμετέχοντας κατά διαστήματα στη Διοίκηση. Μετά την λήξη της επανάστασης, το 1830, εγκαταστάθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου. Στην Επανάσταση του 1866 διετέλεσε αντιπρόεδρος της Επιτροπής Σύρου επί των αποστολών υπέρ της Κρήτης. Σύζυγός του ήταν η Ελένη Παχυνάκη, κόρη του Γεωργίου Παχυνάκη και της Ελένης Δασκαλογιάννη. Ο Α. Κριαράς απεβίωσε σε ηλικία 100 ετών, το 1875, στην Σύρο, όπου είχε μεταφέρει, ως πολύτιμο κειμήλιο, τη σημαία που είχαν οι Κρητικοί κατά την έναρξη της Επανάστασης του 1821. Πρόσφατα οι απόγονοί του τη δώρισαν στην Αρχιεπισκοπή Κρήτης.
Στο αρχοντικό του Χ'' Ανδρέα Κριαρά στη Σύρο φιλοξενήθηκε ο Όθωνας σε μία περιοδεία του στις Κυκλάδες και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, νήπιο, όταν η οικογένειά του κατέφυγε στη Σύρο, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1866. Αδελφός του ήταν ο Πωλιός (Παύλος) Κριαράς, ένας από τους εκπορθητές της Γραμβούσας.
Το δημοσίευμα του Ζ. Πρακτικίδη
Το 1842, στην εφημερίδα “Ο Φίλος του Λαού”, δημοσιεύθηκαν δύο μικρά αποσπάσματα από μια ιστορική συνοπτική έκθεση του Ζαχαρία Πρακτικίδη. Τα αποσπάσματα αυτά ήταν επικριτικά για τους Σφακιανούς και προκάλεσαν αντιδράσεις.  Έπειτα από αυτό, ο Πρακτικίδης ισχυρίστηκε ότι η δημοσίευση έγινε χωρίς τη συγκατάθεσή του, από χειρόγραφες σημειώσεις τις οποίες είχε εμπιστευθεί σε φίλο του. Οι σημειώσεις μάλιστα αυτές  θεωρούταν ότι είχαν χαθεί, αλλά βρέθηκαν τυχαία σε κάποια βιβλιοθήκη απ' όπου τις πήρε “Ο Φίλος του Λαού” και τις δημοσίευσε χωρίς να το γνωρίζει ο Πρακτικίδης. (βλ. Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, Συλλογή Εγγράφων Ζαχαρία Πρακτικίδη, 1953, 6). Μετά το θάνατο του Ζ. Πρακτικίδη (+1845) ο γιος του Μανουήλ αφού αναθεώρησε τις ιστορικές σημειώσεις του πατέρα του, τις δημοσίευσε  στο περιοδικό “Χρυσαλλίς” του 1866 (τεύχη 77-81). Θεωρούμε ότι στην έκδοση της “Χρυσαλλίδος” το κείμενο του Ζαχαρία Πρακτικίδη πέρασε από λογοκρισία και αφαιρέθηκαν όσα σημεία ήταν ιδιαίτερα αιχμηρά. Αυτό τουλάχιστον δείχνει η σύγκριση των δημοσιευμένων αποσπασμάτων στην Εφημερίδα (1842) και στο Περιοδικό (1866). Η ιστορική αυτή σύνοψη για το πρώτο έτος της Επανάστασης του 1821 στην Κρήτη αναδημοσιεύτηκε  από τη “Χρυσαλλίδα” στο βιβλίο “Συλλογή Εγγράφων Ζαχαρία Πρακτικίδη” που εκδόθηκε, το 1953, με επιμέλεια του φιλολόγου Στυλιανού Μοτάκη, διευθυντή τότε του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης.  
Η απάντηση του Χ'' Ανδρέα Κριαρά
Ο Χατζή Ανδρέας Κριαράς προσπάθησε να ανασκευάσει τις αιτιάσεις του Ζ. Πρακτικίδη για τους Σφακιανούς με τη δημοσίευση ενός μικρού βιβλίου, που δημοσίευσε στη Σύρο. Τίτλος του βιβλίου: “Απάντησις υπό Χ'' Ανδρέα Κριαράκη εις την διατριβήν του κ. Ζ. Πρακτικίδου, καταχωρισθείσαν εις τα υπ' αρ. 174-175 φύλλα της εφημερίδος “Ο φίλος του Λαού”, Εν Ερμπουπόλει, εκ της Τυπογραφίας Γ. Μελισταγούς, οδός Αγοράς, 1843”. Στο παρόν δημοσίευμα δεν θα παρουσιάσουμε όλο του βιβλίο του Α. Κριαρά, αλλά μόνο ένα απόσπασμα που αφορά την κατάκτηση της Γραμβούσας, τον Αύγουστο του 1825, από τους Κρητικούς. Το σημαντικό αυτό κείμενο δεν έχει αξιοποιηθεί, ούτε σχολιαστεί μέχρι σήμερα από τους ιστορικούς, παραμένει δε εντελώς άγνωστο στο ευρύ κοινό, γι' αυτό οφείλουμε πρώτα να το παραθέσουμε αυτούσια:
Απάντησις Χ'' Ανδρέα Κριαράκη
“Αφού, αναγνώστα, περί το 1823 του Δεκεμβρίου μήνα γενομένης αποπείρας εφόδου εις το φρούριον Γραμβούσης παρά των Ελλήνων απέτυχε, διελογιζόμεθα τίνι τρόπω ηδυνάμεθα να λάβωμε εις χείρας το ισχυρόν καν τούτο Φρούριον. Ευρεθέντες εις την Αιγιλίαν μετά πολλών άλλων πατριωτών, υπεβάλαμεν σχέδιον του περί τουτου σκοπού μας, εγώ τε και ο Α. Παναγιώτου προς τον εν Ύδρα κ. Λ. Κουντουριώτην ζητούντες την συνδρομήν και γνώμην· ο Κύριος Κουντουριώτης μ' ολονότι επήνεσε τον σκοπόν και ενέκρινε το σχέδιόν μας, μ' όλα ταύτα μας απήντησε αρνητικώς, μη θεωρών φαίνεται, κατάλληλον την περίστασιν · τοιουτρόπως μεταβαλλόντες σκοπόν επεριμέναμεν περίστασιν αρμοδιοτέραν εις το επιχείρημα τούτο.
Μετά καιρόν πληροφορούμεθα ότι ητοιμάζετο εκστρατεία δια την άλωσιν της Γραμβούσης εις Ναύπλιον και λοιπά μέρη από παρευρισκομένους εκείσε Κρήτας έχοντας επικεφαλής τους κυρ. Δ. Καλλέργην και Εμμανουήλ Αντωνιάδην. Εκ περιστάσεως έν από τα πλοία τα οποία έφερον τους εκστρατεύοντας στρατιώτας εις Αιγιλίαν προσορμίζεται · οι εν αυτώ πατριώται μας κοινοποιούν τον σκοπόν των και συμμερισθέντες  αυτόν, παρεκινήσαμεν και ημείς όσους συνεπαρχιώτας μας εκρίναμεν αξίους να λάβουν μέρος εις τοιαύτην επιχείρησιν.
Ούτω λοιπόν εμβάντες εις εν πλοιάριον από τον Μ. Βρατζόλην κυβερνώμενον, ένδεκα τον αριθμόν τους οποίους ονομαστί αναφέρομεν, Παύλος Κριαράκης, Ανδρέας Παχύς, Μ. Κουλετάκης, Μ. Νικηφόρος, Καραγιάννης, Ρούκουνας, Σεϊμένης κ.λ. εκίνησαν δια Γραμβούσαν έχοντες ούτοι άλλον οποίον τοις εδώκαμεν σχέδιον παρά τους λοιπούς εκστρατεύσαντας.
Εκβάντες λοιπόν εις την μεγάλην ξηράν, άντικρυ της Γραμβούσης, αγνοούντες τον δρόμον των άλλων πλοίων, εύρον εκεί την σύζυγον του Ντισδάρη ή Φρουράρχου της Γραμβούσης · πλησιάσαντες δε εις αυτήν ευρισκομένην μόνην με δύω υπηρέτας, και προσποιηθέντες τους οθωμανούς (εις εξ αυτών μάλιστα ο Ανδρέας Παχύς εγνώριζεν την τουρκικήν, το δε εξωτερικόν και την ενδυμασία των όπλων οι ημέτεροι είχον πολύ ομοιάζουσαν με την των Τούρκων) ηρώτων αυτήν περί του Συζύγου της, πόσοι Τούρκοι ευρίσκονται εντός του Φρουρίου και πώς συνεννοούμενοι με τους εντός έρχονται και μεταλλάσσονται.
Η Γυνή απατηθείσα από το εξωτερικόν και το παραστατικόν αυτών, και πιστεύσασα αυτούς Τούρκους ελθόντας προς ενδυνάμωσιν της Φρουράς, τοις λέγει όλα τα σημεία της συνεννοήσεως· ούτοι λοιπόν οδηγηθέντες έκαμον το σύνηθες σημείον προς τους εντός του Φρουρίου, οίτινες ιδόντες τούτο εκίνησαν προς τους ημετέρους, ο δε Φρούραρχος μετά ολίγων άλλων · αλλά μόλις επλησίασαν και ήρχισαν οι Τούρκοι να δυσπιστώσιν προς τους ημετέρους, αν ήναι τωόντι ομόφιλοί των ή όχι, αλλ' όντες πλέον υπό τας βολάς των όπλων των δεν ηδύναντο να οπισθοδρομήσωσι, και πλησιάσαντες, ορμησάντων των ημετέρων, λαμβάνουν υπ' αυτών τρομερόν θάνατον όλοι πλην του Φρουράρχου, τον οποίον άφησαν ζώντα και τοιουτοτρόπως έχοντες αυτόν διευθύνονται προς το Φρούριον · οι ολίγοι μείναντες εντός του Φρουρίου, ιδόντες το πλοιάριον επιστρέφον και πιστεύοντες ότι εντός αυτού είναι συνάδελφοί των, κατέρχονται αφήσαντες μόνον το Φρούριον, και οι ημέτεροι αποβιβασθέντες εις άλλο παρ' εις το οποίον τους επερίμενον μέρος προς υποδοχήν, διευθύνονται αμέσως εις το Φρούριον και εμβάντες μετά του Φρουράρχου και φονεύσαντες τους επιλοίπους Τούρκους εκυρίευσαν αυτό, και ήρχισαν παρευθύς την εκπυρσοκρότησιν ογδοήκοντα περίπου πυροβόλων, αναγγέλλοντες τον θρίαμβόν των. Ο δε κύριος Εμμ. Αντωνιάδης κ.λ. ακούοντες τους αλλεπαλλήλους  κανονιοβολισμούς ετράπησαν εις φυγήν φοβηθέντες από το πλησίον εκεί μέρος ένθα η κακοκαιρία, νομίζω, τους είχεν αναγκάσει να καταφύγωσιν.
Αυθημερόν έφθασε προς ημάς η ευάρεστος αγγελία της αλώσεως του Φρουρίου, και κινήσαντες με την ιδίαν ευκαιρίαν ήλθομεν εις Γραμβούσαν εξαποστείλαντες ευθύς πλοίον δια να φθάση τον φεύγοντα στόλον, και να δώση την είδησιν εις τους κυρίους Δ. Καλέργην και Εμμ. Αντωνιάδην, ότι το Φρούριον εκυριεύθη υπό των ημετέρων και ευρίσκετο εις χείρας Ελλήνων, τους καταλαμβάνει το πλοίον, τους δίδει την είδησιν, επιστρέφουσι, και ημείς τους εδέχθημεν ως αδελφούς(α).
Εν τούτοις εις ολίγον διάστημα χρόνου η νήσος αύτη, ανεξάρτητος ούσα από την τουρκικήν πλέον εξουσίαν, εκατοικήθη από πολλούς καταφυγόντας εκείσε Κρήτας · και η Ελληνική Κυβέρνησις τότε έλαβε πρόνοιαν και διώρισε τετραμελή Επιτροπήν προς διοίκησιν του τόπου, μέλος της οποίας είχα την τιμήν να ήμαι και εγώ.
Μέχρι τινός η κατάστασις της Νήσου ταύτης ήτον ευάρεστος, διότι πολλαί οικογένειαι Κρητών κατέφυγον εκεί παρά εις άλλο μέρος δια το πλησίον της πατρίδος και την άμεσον συγκοινωνίαν αυτής · επομένως εχρησίμευε και ως ορμητήριον πάντοτε κατά των εχθρών · αλλ' ο κακός δαίμων των Κρητών εφθόνησε ταύτην μας την τύχην. Κρήτες τινές παραστάται εις Ναύπλιον των συμπολιτών των συνέλαβον την ιδέαν, ότι δια της πειρατείας η πατρίς ήθελε λάβει μορφήν καλητέραν(β) . και δια των πλουσίων αφιερωμέτων του αγίου Γεωργίου (εις Κρήτην) τα οποία τοις παρεδώκαμεν, ως ιεράν παρακαταθήκην, ηγόρασαν παρά του Ν. Γρηγοριάδου την Γολέταν, επονομασθείσαν παρ' αυτών η Διοίκησις και επειράτευον παν το προστυχόν πλοίον, έδραν και καταφύγιον έχοντες την Γραμβούσαν, τα δε εκ της πειρατείας κέρδη εις ποίον υπέρ της πατρίδος σκοπόν μετεχειρίσθησαν αγνοώ. Αλλά την Σ. Διοίκησιν εμιμήθησαν ακολούθως και αι υπάλληλοι αρχαί, και η νήσος από άσυλον χριστιανών μετεβλήθη εις αλγερίνων καταγώγιον.
Βλέπων τας καταχρήσεις αυτάς είπα προς τους συναδελφούς μου Γ. Καλλέργην, Κριτοβολίδην και Δ. Χρυσαφόπουλον, ότι εις τοιαύτην κατάστασιν πραγμάτων η συνείδησίς μου δεν με επιτρέπει να μένω ως μέλος της Διοικήσεως και να υποστηρίζω τοιαύτας αθεμίτους καταχρήσεις · Όθεν ανεχώρησα και μετέβην εις Αιγιλίαν, αφήσας εκεί ολίγους συνεπαρχιώτας μου μετά του αδελφού και του γυναικαδελφού μου.
Αλλ' εδώ στρέψω τον λόγον προς τον καλόν Πρακτικίδην, οι Συνεπαρχιώται και ομόφρονές σου αγνωμονούντες ή και φθονούντες την δόξαν δέκα Σφακιανών ελευθερωτών της Γραμβούσης και ενεργησάντων να εύρωσιν δια τούτου οι ιδικοί σας άσυλον και πόρον ζωής, ούτοι, λέγω, επέκεινα των τριών χιλιάδες όντες, κατεδέχθησαν οι άνανδροι και θρασύδειλοι να στρέψωσι όπλα και να διώξωσι τους ημετέρους δέκα, φονεύσαντες μίαν γυναίκα και έναν άνδρα εξ αυτών· ιδού αισχρέ συκοφάντα οποίαι πράξεις πρέπει να στηλιτεύωνται και να αναφέρονται ως παράδειγμα κακίας και αγνωμοσύνης! Τοιαύται και παρόμοιαι καταχρήσεις, συκοφάντα αισχρέ, επέφεραν μεταξύ μας αιώνιον διχόνοιαν, η πειρατεία, αισχρέ συκοφάντα, την οποίαν διεύθυναν και υπέθαλπον οι σημαντικοί σας, επέφερον μυρίας βλάβας εις το δια θαλάσσης εμπόριον και εις την υπόληψιν του έθνους! Τοιαύται καταχρήσεις, συνέτειναν εις το να υπάρχη και σήμερον η δουλεία εις την φιλτάτην ημών πατρίδα, επισύρασαι των φιλανθρώπων Ευρωπαίων την ανατιπάθειαν, και όχι η αρπαγή προβάτου ή όρνιθος υπό των ημετέρων, ως δεν αισχύνεσαι να λέγης! Αλλά τι επί τέλους να σε είπω, ειμή ότι έδειξας όλην σου την κακίαν προς αδελφούς και πατριώτας σου, και αγνωμοσύνην προς τον ευεργέτην σου!
   Εν Σύρω την 20 Φεβρουαρίου 1843”
 [βλ. Απάντησις, ό. π., σ. 17-23].
Μια αξιοσημείωτη επιλογή
Από την αφήγηση του Κριαρά συνάγεται ότι και αυτός θεωρούσε την άλωση της Γραμβούσας ως ένα από τα κορυφαία γεγονότα της Επανάστασης, στην επίτευξη του οποίου και οι Σφακιανοί είχαν συμβάλει αρκετά. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι ο Κριαράς δεν επέλεξε να προβάλει την προσφορά των Σφακίων κατά την έναρξη της επανάστασης του 1821  (πρώτες επαναστατικές συνελεύσεις στα Γλυκά Νερά, στο Λουτρό, την Παναγία Θυμιανή), την οργάνωση της πρώτης επαναστατικής διοίκησης (Καγκελαρία των Σφακίων) και την αναμφισβήτητη αρχηγεσία των Σφακίων στις πολεμικές επιχειρήσεις από το 1821 έως το 1823. Αντίθετα, προτίμησε να αφηγηθεί την ιστορία της άλωσης της Γραμβούσας, για ν' ανασκευάσει τις κατηγορίες του Πρακτικίδη και να δείξει τον φθόνο και την αγνωμοσύνη των υπόλοιπων Κρητικών προς τους Σφακιανούς.
Πραγματικά γεγονότα
Ας εξετάσουμε λοιπόν την αφήγησή του αναλυτικότερα και ας είμαστε υποψιασμένοι ότι κάθε ιστορική αφήγηση εμπεριέχει και επιβεβαιωμένες αλήθειες, και μισές αλήθειες, ακόμη και  πλαστά στοιχεία.  Το εισαγωγικό μέρος της  αφήγησης του Κριαρά φαίνεται να βρίσκεται σε αντιστοιχία με την ιστορική πραγματικότητα. Είναι αληθές ότι αρκετοί Σφακιανοί κατέφυγαν, μετά το 1824, στα αγγλοκρατούμενα Αντικύθηρα (Αιγιλία) και ότι από εκεί σχεδίαζαν την κατάκτηση  της Γραμβούσας, μιας νησίδας με στρατηγική σημασία, που βρίσκεται απέναντι από τα Αντικύθηρα. Δεν ήταν εξάλλου η πρώτη φορά που οι Κρητικοί σκέπτονταν να την κατακτήσουν. Όπως αναφέρεται στα έγγραφα του Αγώνα, ο Γραμπουσιανός καπετάνιος Μιχάλης Μαυράκης και ο Υδραίος Μαρκρυμούρας την πολιορκούσαν στις αρχές του 1823. Ακόμη, στις 12 Δεκεμβρίου του 1823, αγωνιστές από την Κρήτη, την Πελοπόννησο και τα νησιά του Αργοσαρωνικού, προσπάθησαν να την καταλάβουν με νυκτερινή απόβαση, αλλά απέτυχαν.  
Θα πρέπει να θεωρήσουμε αληθές ότι ο Ανδρέας Κριαράς και ο Αναγνώστης Παναγιώτου ενημέρωσαν τον Λ. Κουντουριώτη για το σχέδιό τους να καταλάβουν τη Γραμβούσα, όπως και το ότι, μετά την άρνηση του Κουντουριώτη για παροχή βοήθειας, οι Σφακιανοί δεν εγκατέλειψαν το σχέδιό τους. Είναι αναμφισβήτητο όμως ότι και άλλοι Κρητικοί, που είχαν καταφύγει στην Πελοπόννησο, σκέπτονταν από την άνοιξη του 1825, να αλώσουν τη Γραμβούσα. Αφού πήραν πληροφορίες από τον καπετάν Μιχάλη Αρετά για την κατάσταση του Φρουρίου και αφού έλαβαν την έγκριση της  Επαναστατικής Κυβέρνησης, οργάνωσαν εκστρατεία και διόρισαν αρχηγό της τον κρητικής καταγωγής Δημήτριο Καλλέργη (Είναι περισσότερο γνωστός ως στρατιωτικός ηγέτης της Επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου 1843). Στα τέλη Ιουλίου του 1825, λοιπόν, τα πλοία με το εκστρατευτικό σώμα του Καλλέργη αναχώρησαν από το Ναύπλιο, με ενδιάμεσο σταθμό τη Μονεμβασία και τελικό προορισμό τη Γραμβούσα.
Ένα από τα πλοία του Καλλέργη προσορμίστηκε στα Αντικύθηρα και οι αγωνιστές που  επέβαιναν σε αυτό ενημέρωσαν τους Σφακιανούς για το σκοπό του ταξιδιού τους. Οι αρχηγοί των Σφακιανών, Κριαράς και Παναγιώτου, συμμερίστηκαν το σκοπό της εκστρατείας, γι' αυτό και παρακίνησαν τους καλύτερους Σφακιανούς να συμμετάσχουν σε αυτήν. Ο Α. Κριαράς αναφέρει: “[...] μας κοινοποιούν τον σκοπόν των και συμμερισθέντες αυτόν παρεκινήσαμεν και ημείς όσους συνεπαρχιώτας μας εκρίναμεν αξίους να λάβουν μέρος εις τοιαύτην επιχείρησιν”. Έτσι, τεκμηριώνεται λογικά πώς Σφακιανοί από τα Αντικύθηρα και άλλοι Κρητικοί από την Πελοπόννησο, βρέθηκαν την ίδια χρονική στιγμή να πλέουν προς τη Γραμβούσα για τον ίδιο σκοπό.  
Αφηγηματικό κενό
Στη συνέχεια η αφήγηση του Α. Κριαρά έχει ένα αφηγηματικό κενό. Δεν εξηγείται δηλαδή αναλυτικά ο λόγος του διαφορετικού σχεδίου των έντεκα Σφακιανών, ούτε και η επιλογή τους να αράξουν στο Τηγάνι, αν και ο στόχος τους ήταν η κατάληψη της Γραμβούσας. Γράφει ο Κριαράς: “[...] εκίνησαν δια Γραμβούσαν έχοντες ούτοι άλλον οποίον τοις εδώκαμεν σχέδιον παρά τους λοιπούς εκστρατεύσαντας. Εκβάντες λοιπόν εις την μεγάλην ξηράν άντικρυ της Γραμβούσης, αγνοούντες τον δρόμον των άλλων πλοίων”. Με αυτή τη φράση δεν αιτιολογείται πώς μόνο το πλοιάριο του Βρατσόλη απέφυγε τη θαλασσοταραχή και γιατί άραξε στο Τηγάνι, αν και δεν υπήρξε πληροφόρηση για την προσωρινή διαμονή της γυναίκας του Φρουράρχου σε εκείνη την ακτή.  Ο Κ. Κριτοβουλίδης αντίθετα στην αφήγησή του προσπάθησε να συμπληρώσει αυτά τα αφηγηματικά κενά και να δώσει μεγαλύτερη αληθοφάνεια στη μαρτυρία του.
Το αφηγηματικό πέρασμα από τον απόπλου των έντεκα Σφακιανών μέχρι την αποβίβασή τους στην ακτή απέναντι από τη Γραμβούσα (στον Μπάλο- Τηγάνι) γίνεται γοργά και χωρίς σύνδεση (“Εκβάντες λοιπόν εις την μεγάλην ξηράν”). Ακόμα πιο γρήγορα εξελίχθηκαν αφηγηματικά και τα επόμενα γεγονότα. Οι Σφακιανοί προσποιούμενοι τους Τούρκους φρουρούς εξαπάτησαν την γυναίκα του Φρουράρχου και έμαθαν το σύνθημα  για τη μετακίνηση της φρουράς στη Γραμβούσα. Ο Φρούραρχος (Ντισδάρης) μπήκε στη βάρκα με λίγους βοηθούς του για να  παραλάβει τους αφιχθέντες. Όταν πλησίασαν στη ακτή οι Τούρκοι άρχισαν να δυσπιστούν για την πραγματική ταυτότητα των νέων φρουρών.  Ήταν όμως αργά για να αντιδράσουν, γιατί βρέθηκαν κυκλωμένοι με προτεταμένα όπλα. Οι Σφακιανοί τους επιτέθηκαν και τους σκότωσαν όλους, εκτός από τον Φρούραρχο.  Επιβιβάστηκαν έπειτα στη βάρκα μαζί με τον Φρούραρχο και έβαλαν πλώρη για τη Γραμβούσα. Αφού αποβιβάστηκαν εκεί, σκότωσαν και τους υπόλοιπους φρουρούς και έγιναν κύριοι του περιμάχητου Φρουρίου (Η άλωση της Γραμβούσας έγινε ξημερώματα, στις 2 Αυγούστου 1825).
Όλες οι μαρτυρίες συμφωνούν στο ότι ο Φρούραρχος και η γυναίκα του εξαπατήθηκαν από τους Κρητικούς, αλλά διαφέρουν ως προς την τύχη της τουρκικής φρουράς. Ο Κριαράς αναφέρει ότι η  επιχείρηση κατέληξε στην εξόντωση όλων των Τούρκων φρουρών εκτός του Φρουράρχου, ενώ ο Κριτοβουλίδης, ο Παπαδοπετράκης ότι οι Κρητικοί, μετά από συμφωνία, σεβάστηκαν τη ζωή των Τούρκων. Μόνο ένας Τούρκος, που πήγε να αντιδράσει, φονεύθηκε από τον Παύλο Κριαρά ή, κατ' άλλους, από τον Ι. Ρούκουνα. Πράγματι τα γεγονότα εξελίχθηκαν με τέτοιο τρόπο, ώστε η επιχείρηση να μην γίνει βίαιη και να χυθεί πολύ αίμα. Η σχεδόν αναίμακτη κατάληψη της Γραμβούσας επιβεβαιώνεται και από ένα έγγραφο της Προσωρινής Επιτροπής της Γραμβούσας: “εκυριεύθη από τα ελληνικά όπλα το φρούριο της Γραμπούσης αναιμακτί” (βλ. ΓΑΚ, Εκτελεστικό, 106, 3-8-1825 και εφ. “Ο Φίλος του Νόμου” 7-8-1825, αρ. φ. 114).
Όλες οι μαρτυρίες συμφωνούν επίσης για τους πανηγυρισμούς  των αγωνιστών που κατέλαβαν το περίφημο κάστρο. Η διαφορά έγκειται μόνο στα πρόσωπα. Ο Κριαράς ισχυρίζεται ότι ήταν έντεκα Σφακιανοί, ενώ ο Κριτοβουλίδης πέντε Σφακιανοί και έξι από άλλες επαρχίες της Κρήτης. Το σημαντικό πάντως είναι ότι ο Α. Κριαράς μαρτυρεί ότι έμαθε το χαρμόσυνο γεγονός της άλωσης της Γραμβούσας, ενώ βρισκόταν στα Αντικύθηρα (“Αυθημερόν έφθασε προς ημάς η ευάρεστος αγγελία της αλώσεως του Φρουρίου, και κινήσαντες με την ιδίαν ευκαιρίαν ήλθομεν εις Γραμβούσα”).
Επινοημένο επεισόδιο
Εάν εξετάσουμε προσεκτικά το τελευταίο μέρος της  διήγησης του Α. Κριαρά, θα διαπιστώσουμε ότι δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ούτε μαρτυρείται από άλλη πηγή. Είναι ένα πλαστό  επεισόδιο. Το ύφος του λόγου σε αυτό το σημείο γίνεται περιπαικτικό. Παρουσιάζονται δηλαδή οι ηγέτες της εκστρατείας, ο στρατιωτικός Δημήτριος Καλλέργης και ο πολιτικός Εμμανουήλ Αντωνιάδης, να δίνουν εντολή στον στόλο τους να τραπεί σε φυγή, φοβισμένοι από τους πανηγυρικούς κανονιοβολισμούς των Σφακιανών. Αλλά και πάλι οι Σφακιανοί φάνηκαν ανεξίκακοι, όπως αναφέρει και ο Παπαδοπετράκης, απέστειλαν ένα πλοίο, που πρόφθασε τον στόλο και έδωσε στους ψοφοδεείς την χαρμόσυνη είδηση της άλωσης της Γραμβούσας. Οι ψοφοδεείς γύρισαν πίσω, μπήκαν στη Γραμβούσα και οι Σφακιανοί τους δέχτηκαν σαν αδέλφια. Με αυτό το επινοημένο επεισόδιο θέλησε ο Κριαράς να απαντήσει στην ψευδή είδηση της εφημερίδας “Ο Φίλος του Νόμου” (αρ, φ. 141, Παρασκευή 7-8-1825) αλλά και  στα αναφερόμενα σε ένα Ιστορικό Χρονολογικό Πίνακα που εκδόθηκε το 1841, ότι τάχα η Γραμβούσα κυριεύθηκε από τον Καλλέργη.
Η αλήθεια βέβαια σχετικά με τους δύο ηγέτες που ξεκίνησαν από το Ναύπλιο είναι διαφορετική. Το πλοίο στο οποίο επέβαιναν προσάραξε, εξαιτίας της τρικυμίας, στον όρμο του Σφηναρίου (παράλιο δυτικής Κρήτης). Οι δυο ηγέτες όντως αγνοούσαν τα γενόμενα στη Γραμβούσα, μέχρι που έφτασε ώς εκεί με τη βάρκα του ο Σφακιανός Εμμ. Βρατσόλης και τους ανήγγειλε τα της άλωσης. Ωστόσο, ποτέ δεν ισχυρίστηκε ο Δημήτριος Καλλέργης ότι αυτός κατέλαβε την Γραμβούσα. Έχει σωθεί μάλιστα επιστολή του, την 1 Αυγούστου 1825, που έγραψε πάνω στο πλοίο, στην οποία αναφέρει ότι η τρικυμία τους είχε απωθήσει στα δυτικά παράλια και ότι αγνοούσε την τύχη των υπολοίπων (βλ. έγγραφο ΙΕΕΕ, 12522/1-8-1825). Εκτός τούτου, στην εφημερίδα “Ο Φίλος του Νόμου”  δημοσιεύεται, μετά την ψευδή είδηση που προαναφέραμε, μια αυθεντική επιστολή, υπογεγραμμένη από τους Δ. Καλλέργη, Εμμ. Αντωνιάδη, Νεόφυτο Οικονόμο και  Διονύσιο Πρωτοσύγκελο, στην οποία γίνεται λόγος για κατάληψη της Γραμβούσας από λίγους στρατιώτες, και όχι από τον Καλλέργη. (“Δια να κυριεύσουν την Γραμβούσαν εχρειάσθησαν ολίγοι άνθρωποι, ως από την λεπτομερή μας αναφοράν θέλετε ιδεί ακολούθως. Οι λοιποί έκαμαν απόβασιν εις τα Ελαφονήσια και Ακτήν (ή Σφηνάρι), της οποίας τελευταίας οι Στρατιώται ώρμησαν, και την αυτήν ημέραν εκυρίευσαν και το φρούριον της Κυσσάμου(sic), όπου, μας γράφουν ότι ευρήκαν αρκετά πράγματα”. βλ. ΓΑΚ, Εκτελεστικό, 106, 3-8-1825 και “Ο Φίλος του Νόμου”, ό.π.).  
Οι ελευθερωτές της Γραμβούσας
Ο Α. Κριαράς ηθελημένα απέκρυψε ένα μέρος της αλήθειας όσον αφορά τους πραγματικούς ελευθερωτές της Γραμβούσας. Στόχος του ήταν να αποδώσει το σπουδαίο κατόρθωμα αποκλειστικά στους Σφακιανούς. Αν και προαναγγέλλει λοιπόν ότι θα φανερώσει τα ονόματα και των έντεκα Σφακιανών, τελικά περιορίζεται σε επτά, στους Παύλο Κριαράκη, Ανδρέα Παχύ (Παχυνάκη), Μανούσο Κουλετάκη, Μ. Νικηφόρο (το σωστό είναι Νικηφόρος Βερυκάκης), Ιωάννη Ρούκουνα, Ι. Σεϊμένη και Γεώργιο Καραγιαννάκη.  
Φαίνεται ότι ο Κριαράς, ως μέλος της Επιτροπής της Γραμβούσας, γνώριζε για την απόφαση της Επαναστατικής Κυβέρνησης να αναγνωρίσει έντεκα Κρητικούς ως ελευθερωτές της Γραμβούσας. Σε αυτούς θα διδόταν αμοιβή από πεντακόσια γρόσια στον κάθε ένα, όπως μας αποκαλύπτει ένα έγγραφο του Υπουργείου Πολέμου προς την Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδας (ΓΑΚ, υπ' αρ. 11471/  29 Αυγούστου 1825) Το σημαντικό αυτό έγγραφο περιέχει τα ονόματα των έντεκα αγωνιστών -εκπορθητών, που είναι οι εξής:  1. Ιάκωβος Κουμής, 2. Ανδρέας Παχυνάκης, 3. Μιχαήλ Μαυράκης, 4. Παύλος Κριαράκης, 5. Μανώλης Βιαννίδης, 6. Μανούσος Κουλετάκης, 7. Γεώργιος Ζαχαράκης, 8. Κωνσταντίνος Περατζουλής, 9. Νικηφόρος Βερυκάκης, 10. Γεώργιος Γιεμενάκης, 11. Ιωάννης Ρουκουνάκης.  
Από το έγγραφο συνάγεται ότι οι  Σφακιανοί αγωνιστές ήταν πέντε: 1. Παύλος Κριαράκης, 2. Ανδρέας Παχυνάκης, 3. Μανούσος Κουλετάκης, 4. Νικηφόρος Βερυκάκης, 5. Ιωάννης Ρούκουνας, οι οποίοι, σε συνεννόηση με ακόμη έξι Κρητικούς, από άλλες επαρχίες, κατέλαβαν τη Γραμβούσα. Τον τρόπο που Σφακιανοί συνενώθηκαν με τους άλλους Κρητικούς τον εξηγεί αναλυτικά και πειστικά ο Κριτοβουλίδης. Για τον Σεϊμένη και τον Καραγιαννάκη, που πρόσθεσε ο Κριαράς, και οι οποίοι δεν αναφέρονται στο έγγραφο του Υπουργείου Πολέμου, έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής: Ο Ι. Σεϊμένης μνημονεύεται από τον Γρ. Παπαδοπετράκη, δεν εντοπίζεται όμως σε άλλες πηγές.  Ο Γ. Καραγιαννάκης, ο οποίος, ας σημειωθεί, είχε λάβει μέρος στην επιχείρηση του Δεκεμβρίου του 1823, αναφέρεται  ηθελημένα και από τον Κριτοβουλίδη σε αντικατάσταση του Ν. Βερυκάκη. Εξάλλου, ο Κ. Κριτοβουλίδης αποσιώπησε, για τους δικούς του λόγους, και το περιστατικό της δολοφονίας του Ν. Βερυκάκη στη Γραμβούσα.
Συνεπώς, ο Ανδρέας Κριαράς στο βιβλίο του ανέφερε επτά, και όχι έντεκα ονόματα Σφακιανών. Προτίμησε δηλαδή να μην επινοήσει και προσθέσει και άλλα, όπως έκαμε μεταγενέστερα ο Παπαδοπετράκης, απέφυγε όμως να παραθέσει και τα ονόματα των άλλων Κρητικών, του Ιάκωβου Κουμή, Μιχαήλ Μαυράκη, Μανώλη Βιαννίδη, Γεωργίου Ζαχαράκη, Κωνσταντίνου Περατζουλή, Γεωργίου Γεμενάκη, διότι αυτοί κατάγονταν από άλλες επαρχίες. Είναι επιβεβαιωμένο επίσης ότι ο Σελινιώτης Ιάκωβος Κουμής πέρασε πρώτος την πύλη του κάστρου. Άρα ο Α. Κριαράς φάνηκε ασυνεπής ως προς την εξαγγελία του, αλλά συνεπής ως προς τον σκοπό της αφήγησής του.
Ωστόσο, είναι αξιοπρόσεκτο, ότι ο Α. Κριαράς δεν θεωρεί τον Αναγνώστη Παναγιώτου (Παναγιωτάκη) αρχηγό των Σφακιανών που κατέκτησαν τη Γραμπούσα. Όπως υπονοείται, και οι δυο  αρχηγοί (Κριαράς και Παναγιώτου) είχαν παραμείνει στα Αντικύθηρα, όπου μετά την άλωση πληροφορήθηκαν το γεγονός. (“Αυθημερόν έφθασε προς ημάς η ευάρεστος αγγελία της αλώσεως του Φρουρίου και κινήσαντες με την ιδίαν ευκαιρίαν ήλθομεν εις Γραμβούσαν”). Είναι μια αλήθεια, την οποία δεν θέλαμε να δεχτούμε, όταν την διαβάζαμε στον Κριτοβουλίδη (“διότι ο ρηθείς Α. Παναγιώτου διαμένων πάντοτε μεθ' όλων των προκρίτων και οπλαρχηγών των Σφακίων εις Αιγιλίαν, ούτε εγνώριζε τι ενεργείτο εις Ναύπλιον, αλλ' ούτε καν ηθέλησε να παρακολουθήση την εκστρατείαν, ότε τον επροσκάλουν οι εκστρατεύσαντες” Κ. Κριτοβουλίδης, 1859, 332). Σε αυτό το σημείο η μαρτυρία του Α. Κριαρά διαφέρει ριζικά από τις διηγήσεις του Σπυρίδωνα Τρικούπη, του Γρηγορίου Παπαδοπετράκη, του Βασιλείου Ψιλάκη και άλλων οι οποίες θεωρούν τον Α. Παναγιώτου ως τον αρχηγό των εκπορθητών του φρουρίου της Γραμβούσας.
            Τα μετά την άλωση
Ενδιαφέροντα είναι και όσα αφηγείται ο Α. Κριαράς για τα γεγονότα μετά την άλωση και ιδιαίτερα για την οργάνωση της Διοίκησης στην Γραμβούσα, τα οποία διαψεύδουν τον επίσκοπο Γρηγόριο Παπαδοπετράκη, ότι δήθεν ο Κριαράς δεν καταδέχτηκε να συνεργαστεί με τους κακούργους Γραμβουσιανούς και με βδελυγμία απέρριψε την πρόταση συμμετοχής του στη Διοικούσα Επιτροπή της Γραμβούσας. “Αλλ' ούτος [ο Α. Κριαράς]  αντί να τους ευχαριστήση δια την προσφερομένην τιμήν απάντησε αγερόχως: “Δεν θα καταδεχθώ ποτέ να υπάγω να συνεργάζωμαι με κακούργους” εζητήθη και ο Οικονόμος μέλος αλλά και αυτός ηρνήθη δια τον αυτόν λόγον και ουδέποτε επάτησε πλέον εκεί αηδιάσας αυτούς” (Γρ. Παπαδοπετράκης, επανέκδοση Αφοί Βαρδινογιάννη, 1971, σ. 362-363)
Θα πρέπει μάλλον να πιστέψουμε τον Α.  Κριαρά, ο οποίος στο βιβλίο του γράφει ότι είχε την τιμή να είναι μέλος της Διοικητικής Επιτροπής της Γραμβούσας, αποδεχόμενος τον διορισμό, και ότι συνεργάστηκε στη Διοίκηση με τους συναδελφούς του Γεώργιο Καλλέργη, από το Ρέθυμνο, Κ. Κριτοβουλίδη, από τον Αποκόρωνα, και Δημήτριο Χρυσαφόπουλο από την Κίσσαμο. (“η Ελληνική Κυβέρνησις τότε έλαβε πρόνοιαν και διώρισε τετραμελή Επιτροπήν προς διοίκησιν του τόπου, μέλος της οποίας είχα την τιμήν να ήμαι και εγώ”). Η αλήθεια αυτή αποδεικνύεται και από σειρά επίσημων εγγράφων. Για ένα διάστημα μάλιστα είχε δοθεί στον Α. Κριαρά και τον Γιάννη Κουλετάκη η διαχείριση του Τελωνείου της Γραμβούσας. Αργότερα, αρχές του 1827, ο Κριαράς, αποφάσισε να αποχωρήσει από την Γραμβούσα και επέστρεψε στα Αντικύθηρα, επειδή δεν ήθελε να κατηγορηθεί για συμμετοχή σε καταχρήσεις (πειρατική δραστηριότητα). Παρ' όλα αυτά ο αδελφός του, ο Πωλιός Κριαράς, ο γυναικάδελφός του και μερικοί συνεπαρχιώτες του παρέμειναν στη Γραμβούσα.
Ο Α. Κριαράς αποτίμησε δικαιότερα και αντικειμενικότερα, σε σύγκριση με άλλους ιστοριογράφους, την περίοδο της Γραμβούσας. Αναγνώριζε ότι η Γραμβούσα αποτέλεσε καταφύγιο και ορμητήριο των Κρητικών κατά των εχθρών (“διότι πολλαί οικογένειαι Κρητών κατέφυγον εκεί παρά εις άλλο μέρος δια το πλησίον της πατρίδος και την άμεσον συγκοινωνίαν αυτής. Επομένως εχρησίμευε και ως ορμητήριον πάντοτε κατά των εχθρών”). Αντιθέτως, ο Γρηγόριος Παπαδοπετράκης δεν βρίσκει τίποτα το θετικό να έχει συμβεί στην Γραμβούσα μετά την άλωσή της, γι' αυτό και ευχόταν: “Είθε δε ν' αποτύγχανον πάντες· διότι η κατάληψίς της [Γραμβούσας] μάλλον έβλαψε τον αγώνα και τους Κρήτας!” (Γρ, Παπαδοπετράκης, 1971, 354).
Η πώληση των ιερών σκευών και αμφίων των Μονών της Κρήτης για την αγορά ενός πλοίου χρήσιμου για επικοινωνία, ανεφοδιασμό, νηοψίες, ακόμη και καταδρομές είναι γνωστή στους ασχολούμενους με το Κρητικό 1821. Δεν ήταν γνωστή όμως η αδέκαστη κρίση του Α. Κριαρά, που αποκαλύπτεται σήμερα, για τους ανθρώπους που αγόρασαν το πλοίο αυτό: “τους κυρίους αυτούς ήθελε τις τους αδικήσει μεγάλως, εάν είπη ότι ο σκοπός των ήτο ιδιοτελής”. Δεν μπορούμε να μην συμφωνήσουμε με τον Κριαρά, που αναφέρει ότι στη Γραμβούσα έγιναν και καταχρήσεις από την πειρατεία, που δυσφήμισαν τον αγώνα των Γραμβουσιανών. Πράγματι, η πειρατεία δυσαρέστησε τις Μεγάλες Δυνάμεις, που έβλεπαν να πλήττεται το εμπόριο και η ναυσιπλοΐα στη Ν.Α. Μεσόγειο. Όλα αυτά τα εξηγεί και ο Κ. Κριτοβουλίδης αναλυτικά και με το ίδιο σκεπτικό με τον Κριαρά. Σωστότατα ο Α. Κριαράς επισημαίνει ότι ο “κακός δαίμων των Κρητών” φθόνησε  την τύχη των Κρητικών μετά την άλωση της Γραμβούσας. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι τη φράση “ο κακός δαίμων”  θα χρησιμοποιήσει το 1859 και ο Κ. Κριτοβουλίδης για να αναφερθεί στην έναρξη της πειρατείας (βλ. Κ. Κριτοβουλίδης, 1859, 367). Δεν επιτρέπεται όμως να  μηδενίζουμε την προσφορά της Γραμβούσας στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα με πρόσχημα τις καταχρήσεις μερικών Γραμβουσιανών.
Είναι φανερό ότι με την “Απάντησή” του ο Α. Κριαράς προσπάθησε να δικαιολογήσει τη διχόνοια που δημιουργήθηκε ανάμεσα σε μερικούς Σφακιανούς και στους Γραμβουσιανούς μετά την άλωση της Γραμβούσας.   Την απέδωσε αφενός στην αγνωμοσύνη και τον φθόνο των Κρητικών και αφετέρου στις καταχρήσεις των Γραμβουσιανών. Η ρήξη, σύμφωνα με τον Κριαρά, επήλθε όταν οι Γραμβουσιανοί θέλησαν  να εκδιώξουν από τη Γραμβούσα τους απελευθερωτές Σφακιανούς. Με αυτό το περιστατικό θέλησε να δικαιολογήσει την αποστασιοποίηση μερικών Σφακιανών και την άρνησή τους να υπακούσουν στις εκκλήσεις της Διοικούσας Επιτροπής της Γραμβούσας για βοήθεια και συμμετοχή στις πολεμικές επιχειρήσεις.
Πράγματι, τα Χριστούγεννα του 1825, συνέβη ένα θλιβερό περιστατικό που κατέληξε στον φόνο ενός Σφακιανού, του Νικηφόρου Βερυκάκη (που ήταν ένας από τους εκπορθητές) και μιας γυναίκας. Κατηγορηματικά όμως πρέπει να διευκρινιστεί ότι το συμβάν αυτό δεν είχε προσχεδιαστεί για  την εκδίωξη των Σφακιανών που απελευθέρωσαν την Γραμβούσα. Το επεισόδιο συνέβη γιατί μερικοί κάτοικοι της Γραμβούσας δεν  συμμορφώνονταν με την εντολή της Τοπικής Διοίκησης για παύση των άσκοπων πυροβολισμών. Ήταν λοιπόν Χριστούγεννα και στο σπίτι του Ν. Βερυκάκη έπεσαν πυροβολισμοί κατά το έθιμο. Μια ομάδα στρατιωτών, επιφορτισμένη από τη Διοίκηση για την τήρηση της τάξης, πήγε στο σπίτι και ζήτησε τον λόγο από τον οικοδεσπότη. Στην συμπλοκή που ακολούθησε, σκοτώθηκε από τα πυρά των αστυνομικών-στρατιωτών ο Ν. Βερυκάκης και μια γυναίκα. Αυτό δυσαρέστησε τους Σφακιανούς. Ο φόνος αυτός όμως δεν στάθηκε αφορμή για να εγκατέλειψαν όλοι οι Σφακιανοί την Γραμβούσα. Οι αρχειακές πηγές δείχνουν ότι αρκετοί Σφακιανοί παρέμεναν στη Γραμβούσα και κάποιοι από αυτούς μετείχαν ακόμη και στη Διοίκηση, όπως, για παράδειγμα, ο Ανδρέας Κριαράς και ο Ανδρέας Φασούλης. Εξάλλου και ο Αναγνώστης Παναγιώτου είχε εξαιρετικές σχέσεις με τους Γραμβουσιανούς και διαβίωνε κατά διαστήματα στη Νησίδα. Τα βαθύτερα αίτια της διχόνοιας και της αποχώρησης μερικών Σφακιανών από τη Γραμβούσα είναι άλλα, τα οποία  θα εξεταστούν σε άλλο δημοσίευμα.
Η δικαιολογία επίσης ότι η πειρατική δραστηριότητα των Γραμβουσιανών επέφερε “αιώνιο διχόνοια” μεταξύ Σφακιανών και  Γραμβουσιανών, δεν είναι βάσιμη. Την πειρατεία την έμαθαν οι Γραμπουσιανοί από Ψαριανούς, Κασιώτες και Σφακιανούς πειρατές. Οι Σφακιανοί Αναγνώστης Ψαρουδάκης και ο Μανούσος Παπαδάκης μύησαν τους Γραμβουσιανούς στην πειρατεία. (Δέσποινα Θεμελή -Κατηφόρη, 1973, 165) Τα  κέρδη εξάλλου από την πειρατεία δόθηκαν στον αγώνα για την απελευθέρωση της Κρήτης. Αυτό αποδεικνύεται με σειρά αυθεντικών εγγράφων, στα οποία καταγράφονται τα ονόματα των Γραμπουσιανών και δίπλα τα κατατεθέντα χρηματικά ποσά στον Αγώνα. Η πολυδάπανη εκστρατεία στο Μεραμπέλλο το 1827 και η άφιξη του μισθοφορικού σώματος του Χατζημιχάλη Νταλιάνη στα Σφακιά το 1828 δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν χωρίς τις γενναίες συνεισφορές των Γραμβουσιανών (πειρατών). Συνεπώς η πειρατεία των Γραμβουσιανών δεν ήταν η αιτία της διχόνοιας. Η σύγκριση, τέλος, που επιχειρείται από παλαιότερους συγγραφείς για το ποιοι ήταν μεγαλύτεροι πειρατές ή κλέφτες, οι Γραμβουσιανοί ή οι Σφακιανοί, είναι άνευ σημασίας, αν λάβουμε υπ' όψει μας τις συνθήκες πολέμου και την έκρυθμη κατάσταση εκείνης δύσκολης μα και πολύ ενδιαφέρουσας εποχής.  
Προσπαθήσαμε με την προσεκτική μελέτη και την κριτική των ιστορικών πηγών να προσεγγίσουμε την αλήθεια για τους εκπορθητές τις Γραμβούσας και να θέσουμε ένα τέρμα στην ιστοριογραφική διαμάχη που ταλαιπώρησε τους ιστορικούς μας τόσα χρόνια. Αν το κατορθώσαμε, θα το κρίνετε εσείς.

Σημειώσεις: 1. Το δημοσίευμα αποτελεί προδημοσίευση, μέρος ευρύτερης μελέτης μας, για την Γραμβούσα στην εποχή της Επανάστασης του 1821.
2. Οι φωτογραφίες είναι του συγγραφέα του παρόντος άρθρου και ελήφθησαν κατά την επίσκεψή του στη Γραμβούσα στις 8 Ιουνίου 2009.
*Ο Κωνσταντίνος Π. Φουρναράκης είναι διδάκτωρ Φιλολογίας
και πρώην Προϊστάμενος του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης, στα Χανιά.
Βιβλιογραφία
ΓΑΚ - Αρχεία της Επανάστασης του 1821-1830
Θεμελή – Κατηφόρη Δέσποινα, Η δίωξις της πειρατείας και το Θαλάσιον δικαστήριον κατά την πρώτην καποδιστριακήν περίοδον 1828-1829, Αθήνα 1973.
Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, Συλλογή Εγγράφων Ζαχαρία Πρακτικίδη, επιμέλεια Στυλιανού Μοτάκη, Χανιά 1953.
Κριαράκης Ανδρέας, Απάντησις υπό Χ'' Ανδρέα Κριαράκη εις την διατριβήν του κ. Ζ. Πρακτικίδου, καταχωρισθείσαν εις τα υπ' αρ. 174-175 φύλλα της εφημερίδος “Ο φίλος του Λαού”, Ερμούπολη Σύρου 1843”.
Κριτοβουλίδης Κ., Απομνημονεύματα του περί αυτονομία της Ελλάδος πολέμου των Κρητών, Αθήνα 1859.
Παπαδοπετράκης Γρηγόριος, Ιστορία των Σφακίων, επανέκδοση Αφοί Βαρδινογιάννη 1971 (πρώτη έκδοση 1888).