Έχει τύχει ποτέ στη συντροφιά σας να ανακοινώσει κάποιος ή κάποιοι ότι σχεδιάζουν να επισκεφθούν το Άγιο Όρος; Οι αντιδράσεις «αυτών που μένουν» ποικίλουν. Από τα καλοτυχίσματα των πιο θρησκευόμενων, τ’ ακούσματα και τις ιστορίες που ξέρουν κάποιοι, μέχρι τα πειράγματα των πιο «ζηλόφθονων» μελών της παρέας … ιδιαίτερα αυτών που δεν τους επιτρέπεται η είσοδος στο Όρος!
Αλλά κι «αυτοί που φεύγουν», που πρόκειται να πάνε δηλαδή, έχουν μια παράξενη αίσθηση για το ταξίδι αυτό. Κι αν μεν είναι η πρώτη επίσκεψη στο Όρος, είναι ευεξήγητη η έξαψη της φαντασίας και της περιέργειας. Πώς όμως εξηγείται η επιθυμία να ξαναπάς πάλι και πάλι και η πλησμονή συναισθημάτων, άσχετα αν το προσεγγίζεις με την καρδιά ή με το μυαλό;
Δύσκολο να το εξηγήσεις και δεν θα το επιχειρήσω. Θα βεβαιώσω όμως ότι πράγματι συμβαίνει. Άλλωστε καθένας έχει το δικό του τρόπο προσέγγισης, πρόσληψης και βιωματικής μετουσίωσης αυτών που προσφέρει το Όρος.
Και τι είναι αυτά;
Το απαράμιλλης ομορφιάς ελληνικό τοπίο, ελάχιστα ενοχλημένο από τις εντελώς αναγκαίες ανθρώπινες παρεμβάσεις, είναι αυτό που θα σε υποδεχτεί πρώτο, θα σε αγκαλιάσει και, χωρίς να το καταλάβεις, θα σε αλαφρώσει από σκοτούρες και έγνοιες που βαραίνουν ψυχή και νου. Έρχεται την κατάλληλη στιγμή και τόσο φυσικά, σαν καθαρτήριο λουτρό για να μπεις και να ζήσεις λίγο το Όρος.
Έπειτα τα Μοναστήρια και οι Σκήτες, αποκαταστημένα πια τέλεια στην αρχική τους μορφή, σε μεταφέρουν πίσω στο χρόνο. Η τάξη και η μεγάλη σημασία στη λεπτομέρεια σε προϊδεάζουν για το αυστηρό τυπικό στο οποίο θα πρέπει να προσαρμοστείς. Η τήρηση της βυζαντινής ώρας από τους μοναχούς, σε βγάζει από την πρώτη στιγμή από τις συνήθειές σου. Η λιτή διατροφή και η ακτημοσύνη, που έστω και προσωρινά δοκιμάζεις, κάνουν το σώμα σου ανάλαφρο και ικανό να κουβαλάει ψυχή και νου σε εγρήγορση.
Η μοναστική κοινότητα του Αγίου Όρους αριθμεί περίπου 2.000 μοναχούς. Είναι μια ανθρώπινη κοινωνία και, όπως είναι φυσικό, θα έχει σίγουρα κι αυτή στους κόλπους της τα δυνατά και τα αδύνατα του ανθρώπου.Στο Όρος όμως δεν πηγαίνεις για τους άλλους. Είναι τόπος πρόσφορος για δικές σου βαθιές διαισθήσεις και στοχασμούς που έχουν ανάγκη να μπουν σε τάξη.
Η ατμόσφαιρα του βυζαντινού μυστικισμού, η κατάνυξη και η ιστορία που τη νοιώθεις παντού, αγκαλιάζουν την ψυχή για να δυναμώσουν την πίστη της. Σε μια τέτοια στιγμή ο Καζαντζάκης ρωτά τον φίλο του Άγγελο Σικελιανό (επισκέφθηκαν το Όρος τέτοιες μέρες πριν 110 χρόνια): «Μα γιατί δε μιλούμε;»· και ο Σικελιανός του αποκρίνεται:
«Μιλούμε, μιλούμε, μα τη γλώσσα των αγγέλων· τη σιωπή».
Με γαληνεμένη την ψυχή και ξαλαφρωμένο το νου από τις «βιοτικές μέριμνες», βλέπεις αλλιώς και τον εαυτό σου και τον κόσμο.
Βρεθήκατε ποτέ, βράδυ, μακριά, πολύ μακριά από τα φώτα της πόλης; Σ’ ένα βουνό, ας πούμε, μια καθαρή και ασέληνη νύχτα; Αν ναι, θα είδατε πώς αποκαλύπτεται ο ουρανός. Άπειρος μα ευδιάκριτος στη λεπτομέρειά του. Οι γαλαξίες, οι αστερισμοί, τ’ αστέρια του, καθένα τους φαίνεται πεντακάθαρα να έχει πάρει τη θέση του· στατικό και συνάμα παλλόμενο, στο μεγαλόπρεπο ουράνιο θόλο. Και απορείς: «Μα τόσο πολύ μου τα `κρυβαν τα φώτα της πόλης»;
Αν μπόρεσα μ’ αυτή την παρομοίωση να δώσω την αίσθηση του Όρους, τότε σίγουρα ο αναγνώστης μου μπορεί να εννοήσει ότι η επίσκεψη εκεί δεν είναι τουρισμός και παθητική πρόσληψη εικόνων, αλλά αντίθετα ενέργεια και δόνηση της ψυχής και πνευματική άσκηση του νου. Το ένα ή το άλλο ή και τα δυο μαζί!
(*) Δρ. Μηχανικός
τ. Δ/ντής ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.
Αλλά κι «αυτοί που φεύγουν», που πρόκειται να πάνε δηλαδή, έχουν μια παράξενη αίσθηση για το ταξίδι αυτό. Κι αν μεν είναι η πρώτη επίσκεψη στο Όρος, είναι ευεξήγητη η έξαψη της φαντασίας και της περιέργειας. Πώς όμως εξηγείται η επιθυμία να ξαναπάς πάλι και πάλι και η πλησμονή συναισθημάτων, άσχετα αν το προσεγγίζεις με την καρδιά ή με το μυαλό;
Δύσκολο να το εξηγήσεις και δεν θα το επιχειρήσω. Θα βεβαιώσω όμως ότι πράγματι συμβαίνει. Άλλωστε καθένας έχει το δικό του τρόπο προσέγγισης, πρόσληψης και βιωματικής μετουσίωσης αυτών που προσφέρει το Όρος.
Και τι είναι αυτά;
Το απαράμιλλης ομορφιάς ελληνικό τοπίο, ελάχιστα ενοχλημένο από τις εντελώς αναγκαίες ανθρώπινες παρεμβάσεις, είναι αυτό που θα σε υποδεχτεί πρώτο, θα σε αγκαλιάσει και, χωρίς να το καταλάβεις, θα σε αλαφρώσει από σκοτούρες και έγνοιες που βαραίνουν ψυχή και νου. Έρχεται την κατάλληλη στιγμή και τόσο φυσικά, σαν καθαρτήριο λουτρό για να μπεις και να ζήσεις λίγο το Όρος.
Έπειτα τα Μοναστήρια και οι Σκήτες, αποκαταστημένα πια τέλεια στην αρχική τους μορφή, σε μεταφέρουν πίσω στο χρόνο. Η τάξη και η μεγάλη σημασία στη λεπτομέρεια σε προϊδεάζουν για το αυστηρό τυπικό στο οποίο θα πρέπει να προσαρμοστείς. Η τήρηση της βυζαντινής ώρας από τους μοναχούς, σε βγάζει από την πρώτη στιγμή από τις συνήθειές σου. Η λιτή διατροφή και η ακτημοσύνη, που έστω και προσωρινά δοκιμάζεις, κάνουν το σώμα σου ανάλαφρο και ικανό να κουβαλάει ψυχή και νου σε εγρήγορση.
Η μοναστική κοινότητα του Αγίου Όρους αριθμεί περίπου 2.000 μοναχούς. Είναι μια ανθρώπινη κοινωνία και, όπως είναι φυσικό, θα έχει σίγουρα κι αυτή στους κόλπους της τα δυνατά και τα αδύνατα του ανθρώπου.Στο Όρος όμως δεν πηγαίνεις για τους άλλους. Είναι τόπος πρόσφορος για δικές σου βαθιές διαισθήσεις και στοχασμούς που έχουν ανάγκη να μπουν σε τάξη.
Η ατμόσφαιρα του βυζαντινού μυστικισμού, η κατάνυξη και η ιστορία που τη νοιώθεις παντού, αγκαλιάζουν την ψυχή για να δυναμώσουν την πίστη της. Σε μια τέτοια στιγμή ο Καζαντζάκης ρωτά τον φίλο του Άγγελο Σικελιανό (επισκέφθηκαν το Όρος τέτοιες μέρες πριν 110 χρόνια): «Μα γιατί δε μιλούμε;»· και ο Σικελιανός του αποκρίνεται:
«Μιλούμε, μιλούμε, μα τη γλώσσα των αγγέλων· τη σιωπή».
Με γαληνεμένη την ψυχή και ξαλαφρωμένο το νου από τις «βιοτικές μέριμνες», βλέπεις αλλιώς και τον εαυτό σου και τον κόσμο.
Βρεθήκατε ποτέ, βράδυ, μακριά, πολύ μακριά από τα φώτα της πόλης; Σ’ ένα βουνό, ας πούμε, μια καθαρή και ασέληνη νύχτα; Αν ναι, θα είδατε πώς αποκαλύπτεται ο ουρανός. Άπειρος μα ευδιάκριτος στη λεπτομέρειά του. Οι γαλαξίες, οι αστερισμοί, τ’ αστέρια του, καθένα τους φαίνεται πεντακάθαρα να έχει πάρει τη θέση του· στατικό και συνάμα παλλόμενο, στο μεγαλόπρεπο ουράνιο θόλο. Και απορείς: «Μα τόσο πολύ μου τα `κρυβαν τα φώτα της πόλης»;
Αν μπόρεσα μ’ αυτή την παρομοίωση να δώσω την αίσθηση του Όρους, τότε σίγουρα ο αναγνώστης μου μπορεί να εννοήσει ότι η επίσκεψη εκεί δεν είναι τουρισμός και παθητική πρόσληψη εικόνων, αλλά αντίθετα ενέργεια και δόνηση της ψυχής και πνευματική άσκηση του νου. Το ένα ή το άλλο ή και τα δυο μαζί!
(*) Δρ. Μηχανικός
τ. Δ/ντής ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.