Στη γειτονιά μου, όταν ήμουν μικρός, σε δρομάκι (χωματόδρομο στην πραγματικότητα) υπήρχε ένα κάτασπρο μικρό κτίσμα, που με δυσκολία το έλεγε κάποιος σπίτι. Βασικά είχε κτιστεί σε παλιές εποχές σαν αγροτική καλύβα. Με το πέρασμα των χρόνων η περιοχή είχε αστικοποιηθεί και τελικά αποτελούσε μέρος του αστικού ιστού. Το σπίτι ήταν βαμμένο με αλλεπάλληλες στρώσεις ασβέστη. Και παρ’ όλο που οι τοίχοι σε πολλά σημεία είχαν ξεφλουδίσει κι από κάτω φαίνονταν παλιότερα βαψίματα, διατηρούσαν ένα λευκό χρώμα που αντανακλούσε το φως του ήλιου.
Ο χαρακτηρισμός «σπίτι» ήταν μάλλον υπερβολικός, καθώς όλο το κτίσμα ήταν ελάχιστα τετραγωνικά σε σχήμα παραλληλογράμμου και ήταν ενιαίος χώρος χωρίς διαχωριστικά στο εσωτερικό του. Απλά αμέσως μετά την εξώπορτα, που ήταν φτιαγμένη από παλιές σκεβρωμένες σανίδες με μια μεταλλική μπετούγια, ακριβώς στα αριστερά ήταν ένας τσιμεντένιος νεροχύτης ,που σ' αυτόν γινόταν όλη η λάτρα του σπιτιού. Η βρύση έσταζε μ' ένα εκνευριστικό τέμπο και πολλές φορές έβαζαν ένα παλιό σφουγγάρι από κάτω, για να μειώσουν τον θόρυβο. Ενωμένο σχεδόν με τον νεροχύτη βρισκόταν ένα παλιό τραπέζι, που σίγουρα πριν από χρόνια είχε δει καλύτερες μέρες, με τα τρία πόδια του να καταλήγουν σ' ένα σκάλισμα που έδινε την υποψία ποδιού ενός ζώου, πιθανώς λιονταριού, ενώ το τέταρτο ήταν καρφωμένο με δύο σανίδες, τις οποίες για ασφάλεια τις είχαν κυριολεκτικά μπαντάρει σφικτά με σύρμα. Παρ’ όλα αυτά ήταν πολύ στέρεο τραπέζι κι ανταποκρινόταν στις ανάγκες της οικογένειας, που στην πραγματικότητα είχε κάνει κατάληψη του χώρου κι έμενε αναγκαστικά σ’ αυτόν. Στη μια πλευρά, σ' αυτή που είχε πίσω της τον τοίχο που είχαν το τραπέζι, είχαν τοποθετήσει έναν μακρόστενο πάγκο ( δώρο της ενορίας) και πάνω του στριμώχνονταν τα μικρά παιδιά της οικογένειας, ενώ μερικές ψάθινες καρέκλες εξυπηρετούσαν τα ενήλικα μέλη.
Εκεί έτρωγαν, εκεί τα μικρά παιδιά διάβαζαν κι έγραφαν τα μαθήματα τους. Αυτό χρησιμοποιούσαν για να προετοιμάσουν το φαγητό της ημέρας για όλη την οικογένεια και κυρίως για το άνοιγμα φύλλου για τις πίτες, που ήταν το αγαπημένο έδεσμα των μικρότερων παιδιών. Στη μέση ακριβώς του σπιτιού ένα χρωματιστό παραβάν μοίραζε στα δυο τον χώρο κι από πίσω του ήταν αραδιασμένα ντιβάνια κι ένα διπλό κρεβάτι. Πίσω δηλαδή ήταν αυτό που λέμε η κρεβατοκάμαρα. Η φτώχεια ήταν ολοφάνερη παντού, σ' όλες τις δραστηριότητες αυτής της πολυμελούς οικογένειας. Οι κάτοικοι της γύρω περιοχής προσπαθούσαν να βοηθούν και ν' απαλύνουν τις δυσκολίες τους και σε κάθε περίπτωση έδιναν δουλειά στον μονίμως άνεργο κύριο Αρχιμήδη, αρχηγό της οικογένειας. Οι δουλειές εκείνη την εποχή ήταν ελάχιστες και στην πλειοψηφία τους αγροτικές. Από τα εννιά παιδιά της οικογένειας τα δύο ήταν αγόρια, που φιλότιμα προσπαθούσαν να βοηθήσουν στα οικονομικά προβλήματα που συσσωρεύονταν με διάφορες δουλειές του ποδαριού. Προ πολλού είχαν παρατήσει το σχολείο και σύχναζαν στο κέντρο της πόλης που ήταν η αγορά, για να κάνουν έναντι ελάχιστης αμοιβής τα διάφορα θελήματα που τους ζητούσαν οι κάτοικοι. Συνήθως οι διάφοροι καταστηματάρχες έστελναν στα σπίτια παραγγελίες με τα προϊόντα τους. Τα λίγα κέρματα που κέρδιζαν ανακούφιζαν, έστω και στο ελάχιστο, τη ζωή των μικρότερων αδερφών τους. Ώσπου ο Νίκος, δεύτερος στην ηλικία μετά την Αντιγόνη τη μεγαλύτερη αδερφή του, έπιασε δουλειά σαν μαθητευόμενος μαραγκός. Τα χρήματα που κέρδιζε ήταν σαφώς λιγότερα, αλλά όλοι τον μακάριζαν, γιατί μάθαινε μια χρήσιμη και επικερδή τέχνη. Το τρίτο παιδί της οικογένειας ,ο Δήμος, άφησε σταδιακά τα μικροθελήματα που έκανε στην αγορά και μεγαλόσωμος και δυνατός όπως ήταν έπιασε δουλειά σαν χαμάλης και ξεφόρτωνε τα διάφορα φορτηγά που έφερναν εμπορεύματα στις τοπικές επιχειρήσεις. Τα χρήματα ήταν σαφώς περισσότερα και βοηθούσαν να λυθούν κάποια απ' τα προβλήματα τους. Τ' άλλα κορίτσια παρακολουθούσαν χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία τα μαθήματα στο δημοτικό σχολείο και στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου κι έψαχναν να βρουν ευκαιρία για μια δουλειά ή έστω να για πάνε μαθητευόμενες, να μάθουν κάποια τέχνη. Όλες, εκτός από τη μεγάλη την Αντιγόνη και τη μικρότερη τη Γεωργία που δεν είχε συμπληρώσει ακόμα τα τέσσερα, έλειπαν όλη μέρα απ' το σπίτι. Ευθύνη της Αντιγόνης ήταν η μικρή Γεωργία, την οποία πρόσεχε κι έπαιζε μαζί της. Οι δύο αδερφές είχαν ένα ιδιαίτερο δέσιμο και η μικρή εμπιστευόταν τη μεγάλη της αδερφή σ' ότι της έλεγε. Η Αντιγόνη προσπαθούσε με κάθε τρόπο να κάνει ευτυχισμένη τη Γεωργία και έβρισκε διάφορους τρόπους για να το κάνει αυτό. Η μικρούλα ζητούσε παιγνίδια για ν' απασχολείται, μα δεν υπήρχαν οικονομικές δυνατότητες για κάτι τέτοιο, έτσι η Αντιγόνη προσπαθούσε με κουρέλια και κομμάτια από χάρτινα κουτιά να κατασκευάσει ότι ήταν δυνατό, για να υποκαταστήσει τα παιγνίδια που τόσο έλειπαν στη μικρή της αδερφή. Μια μέρα έχοντας μια καλή έμπνευση και χρησιμοποιώντας μικρά ξύλα, σύρμα και κουρέλια έφτιαξε μια πάνινη κούκλα εντυπωσιάζοντας την αδερφή της. Από τότε τις περισσότερες ώρες έπαιζε κρατώντας την κούκλα στην αγκαλιά της.
Μια μέρα ο Δήμος είδε τη μικρή του αδερφή να παίζει ευτυχισμένη με την κούκλα της και αφού συνεννοήθηκε με την Αντιγόνη, κατασκεύασε με ξύλα και «κόντρα πλακέ» ένα ξύλινο ομοίωμα μιας κούκλας με ανοιχτά χέρια και πόδια. Ζωγράφισε στο κεφάλι γαλάζια μάτια κι ένα χαμόγελο, που έδινε μια χαρούμενη όψη στην κατασκευή. Η Αντιγόνη ανέλαβε να τη ντύσει μ' ένα κόκκινο φόρεμα, αφού πρώτα στερέωσε πάνω στον ξύλινο σκελετό λίγο μαλλί που το είχε πιέσει, δίνοντας έτσι στον σκελετό σχήμα ανθρώπινου σώματος. Στο κεφάλι στερέωσε ένα καπέλο απ' τις άκρες του οποίου έβγαιναν ξανθές μπούκλες. Όταν την παρουσίασαν στη Γεωργία, είδαν ευχαριστημένοι πως η μικρούλα είχε γουρλώσει τα μάτια από την έκπληξη που ένιωθε εκείνη τη στιγμή. Εκείνη ήταν ίσως η πιο ευτυχισμένη στιγμή της Γεωργίας! Έπαιρνε την κούκλα στην αγκαλιά της, την τάιζε, της μιλούσε, την κοίμιζε και σπανίως τη μάλωνε. Η κούκλα είχε γίνει αναπόσπαστο μέρος της μικρούλας. Μ' αυτήν ξυπνούσε και μ' αυτήν κοιμόταν. Σ' όλη την γειτονιά δεν υπήρχε κανένα παιδί πιο ευτυχισμένο απ' τη Γεωργία.
Τότε ήρθε η προξενιά. Κάποιος μακρινός συγγενής της οικογένειας είδε την Αντιγόνη σε φωτογραφία, του άρεσε κι αμέσως έβαλε μια κοινή συγγενή τους να μεσολαβήσει σαν προξενήτρα και να ζητήσει την Αντιγόνη σε γάμο. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα! Ο υποψήφιος γαμπρός έμενε στην Αμερική κι αυτό λειτουργούσε ανασταλτικά. Οι γονείς κι όλη η οικογένεια τρόμαζαν στην ιδέα ότι η Αντιγόνη θα έφευγε τόσο μακριά. Η προξενήτρα (που της είχε τάξει ο υποψήφιος γαμπρός «δωράκια») ήταν αυτό που λέμε «καπάτσα» και πες, πες και με βασικό επιχείρημα πως ο γαμπρός θα βοηθούσε οικονομικά όλη την οικογένεια, κατάφερε τελικά να τους πείσει και να δεχτούν. Η ίδια η Αντιγόνη δεν είχε άποψη και μάλλον την τρόμαζε η ιδέα ν' αποχωριστεί τους δικούς της. Μέσα σ' όλα ήταν και η απόσταση! Είχε μάθει πως το πλοίο ήθελε πάνω κάτω 45 μέρες για να φτάσει στον προορισμό του. Μόλις άρχισαν οι ετοιμασίες για το επικείμενο ταξίδι της Αντιγόνης, μια θλίψη κι ένας εκνευρισμός επικρατούσε σ' όλους. Τότε κατάλαβε και η Γεωργία ότι η αδελφή της έφευγε ίσως για πάντα και δεν ξεκολλούσε από τη φούστα της. Την αγκάλιαζε και δεν την άφηνε να κάνει ούτε βήμα μόνη της. Όσο κι αν προσπαθούσαν να την ηρεμήσουν, δεν τα κατάφερναν. Η μικρούλα σε μια στιγμή απελπισίας πέταξε την ήδη ταλαιπωρημένη κούκλα της με δύναμη στο πάτωμα, με αποτέλεσμα η κούκλα να σπάσει. Ένα σπαραχτικό κλάμα τράνταζε το αδύναμο σώμα του κοριτσιού, που έκανε τους πάντες να φοβηθούν. Η Αντιγόνη την πήρε αγκαλιά κι άρχισε να της μιλάει προστατευτικά, προσπαθώντας να την ηρεμήσει. Ανάμεσα στ' άλλα της είπε: «Μη στεναχωριέσαι, γλυκιά μου! Θα σου φέρω εγώ απ' την Αμερική, όταν γυρίσω, μια κούκλα που θα έχει πολλά φορέματα και θα κλείνει τα μάτια της όταν κοιμάται». Η μικρούλα σταμάτησε προς στιγμήν το κλάμα και ρώτησε με σπασμένη φωνή: «Και θα μιλάει;» «Ναι, κορίτσι μου, και θα μιλάει», απάντησε η Αντιγόνη. Τις υπόλοιπες μέρες μέχρι το υπερατλαντικό ταξίδι της Αντιγόνης, όλοι έβλεπαν τις δύο αδελφές αγκαλιασμένες να κάνουν περιπάτους στον χωματόδρομο της γειτονιάς τους και να μιλάνε χαμηλόφωνα. Η μικρούλα ρωτούσε και η μεγάλη έγνεφε καταφατικά με το κεφάλι της.
Η Αντιγόνη έφυγε. Έστειλε φωτογραφίες απ' τον γάμο, που τις τοποθέτησαν σ' ένα άλμπουμ και τις έδειχναν με καμάρι σε όλους. Τα χρόνια πέρασαν! Έκανε οικογένεια στην Αμερική, αλλά οι καιροί ήταν δύσκολοι και δεν μπορούσε να κάνει το ταξίδι της επιστροφής στην πατρίδα. Τ' αδέλφια της στην πατρίδα βρήκαν τον δρόμο τους, παντρεύτηκαν, έκαναν τις δικές τους οικογένειες και με αλληλογραφία μάθαινε τα νέα τους. Η Γεωργία της έγραψε κάνα δυο φορές και προσπάθησε να της θυμίσει την υπόσχεση της χωρίς ακρότητες. Με γράμμα έμαθε πως οι γονείς της «έφυγαν» και τότε ένιωσε ένα κενό μέσα της. Κάθε φορά που αποφάσιζε να ταξιδέψει προς την πατρίδα της κάποιος αστάθμητος παράγοντας έμπαινε εμπόδιο και το ανέβαλε για την επομένη χρονιά, χωρίς ποτέ να καταφέρει να κάνει το ταξίδι.
Μια μέρα της ανακοίνωσε η μεγάλη της εγγονή, που είχε και τ' όνομα της, πως θα ταξίδευε στην Ελλάδα και θα επισκεπτόταν τους συγγενείς της γιαγιάς της. Τρελάθηκε απ' τη χαρά της! Πήγε αμέσως στην αγορά και ψώνισε διάφορα δώρα για όλους. Στα χέρια της εγγονής έβαλε ένα πακέτο και της είπε να το δώσει στα χέρια της Γεωργίας, της μικρότερης αδελφής της.
«Τι έχει γιαγιά το πακέτο;» ρώτησε με αφέλεια η εγγονή της.
«Μια κούκλα», της απάντησε.
«Κούκλα; Μα δεν είναι μεγάλη η αδελφή σου για να της στείλεις κούκλα;»
Η Αντιγόνη δεν μίλησε, απλά της έδωσε το πακέτο και της είπε να το δώσει η ίδια στην Γεωργία.
Η εγγονή της Αντιγόνης έφτασε στην πατρίδα και μοίρασε τα δώρα σε όλους. Τελευταία άφησε τη Γεωργία και περίμενε με περιέργεια να δει την αντίδραση της. Η Γεωργία, μεγάλη γυναίκα με εγγόνια πλέον, πήρε το πακέτο, το άνοιξε και δάκρυα άρχισαν να κυλούν απ' τα μάτια της μόλις είδε το περιεχόμενο του πακέτου. Πήρε στην αγκαλιά της την κούκλα και μπρος στα έκπληκτα μάτια όλων άρχισε να τη νανουρίζει.
Την επομένη άργησε να ξυπνήσει και η κόρη της την βρήκε αγκαλιά με την κούκλα.
Ο χαρακτηρισμός «σπίτι» ήταν μάλλον υπερβολικός, καθώς όλο το κτίσμα ήταν ελάχιστα τετραγωνικά σε σχήμα παραλληλογράμμου και ήταν ενιαίος χώρος χωρίς διαχωριστικά στο εσωτερικό του. Απλά αμέσως μετά την εξώπορτα, που ήταν φτιαγμένη από παλιές σκεβρωμένες σανίδες με μια μεταλλική μπετούγια, ακριβώς στα αριστερά ήταν ένας τσιμεντένιος νεροχύτης ,που σ' αυτόν γινόταν όλη η λάτρα του σπιτιού. Η βρύση έσταζε μ' ένα εκνευριστικό τέμπο και πολλές φορές έβαζαν ένα παλιό σφουγγάρι από κάτω, για να μειώσουν τον θόρυβο. Ενωμένο σχεδόν με τον νεροχύτη βρισκόταν ένα παλιό τραπέζι, που σίγουρα πριν από χρόνια είχε δει καλύτερες μέρες, με τα τρία πόδια του να καταλήγουν σ' ένα σκάλισμα που έδινε την υποψία ποδιού ενός ζώου, πιθανώς λιονταριού, ενώ το τέταρτο ήταν καρφωμένο με δύο σανίδες, τις οποίες για ασφάλεια τις είχαν κυριολεκτικά μπαντάρει σφικτά με σύρμα. Παρ’ όλα αυτά ήταν πολύ στέρεο τραπέζι κι ανταποκρινόταν στις ανάγκες της οικογένειας, που στην πραγματικότητα είχε κάνει κατάληψη του χώρου κι έμενε αναγκαστικά σ’ αυτόν. Στη μια πλευρά, σ' αυτή που είχε πίσω της τον τοίχο που είχαν το τραπέζι, είχαν τοποθετήσει έναν μακρόστενο πάγκο ( δώρο της ενορίας) και πάνω του στριμώχνονταν τα μικρά παιδιά της οικογένειας, ενώ μερικές ψάθινες καρέκλες εξυπηρετούσαν τα ενήλικα μέλη.
Εκεί έτρωγαν, εκεί τα μικρά παιδιά διάβαζαν κι έγραφαν τα μαθήματα τους. Αυτό χρησιμοποιούσαν για να προετοιμάσουν το φαγητό της ημέρας για όλη την οικογένεια και κυρίως για το άνοιγμα φύλλου για τις πίτες, που ήταν το αγαπημένο έδεσμα των μικρότερων παιδιών. Στη μέση ακριβώς του σπιτιού ένα χρωματιστό παραβάν μοίραζε στα δυο τον χώρο κι από πίσω του ήταν αραδιασμένα ντιβάνια κι ένα διπλό κρεβάτι. Πίσω δηλαδή ήταν αυτό που λέμε η κρεβατοκάμαρα. Η φτώχεια ήταν ολοφάνερη παντού, σ' όλες τις δραστηριότητες αυτής της πολυμελούς οικογένειας. Οι κάτοικοι της γύρω περιοχής προσπαθούσαν να βοηθούν και ν' απαλύνουν τις δυσκολίες τους και σε κάθε περίπτωση έδιναν δουλειά στον μονίμως άνεργο κύριο Αρχιμήδη, αρχηγό της οικογένειας. Οι δουλειές εκείνη την εποχή ήταν ελάχιστες και στην πλειοψηφία τους αγροτικές. Από τα εννιά παιδιά της οικογένειας τα δύο ήταν αγόρια, που φιλότιμα προσπαθούσαν να βοηθήσουν στα οικονομικά προβλήματα που συσσωρεύονταν με διάφορες δουλειές του ποδαριού. Προ πολλού είχαν παρατήσει το σχολείο και σύχναζαν στο κέντρο της πόλης που ήταν η αγορά, για να κάνουν έναντι ελάχιστης αμοιβής τα διάφορα θελήματα που τους ζητούσαν οι κάτοικοι. Συνήθως οι διάφοροι καταστηματάρχες έστελναν στα σπίτια παραγγελίες με τα προϊόντα τους. Τα λίγα κέρματα που κέρδιζαν ανακούφιζαν, έστω και στο ελάχιστο, τη ζωή των μικρότερων αδερφών τους. Ώσπου ο Νίκος, δεύτερος στην ηλικία μετά την Αντιγόνη τη μεγαλύτερη αδερφή του, έπιασε δουλειά σαν μαθητευόμενος μαραγκός. Τα χρήματα που κέρδιζε ήταν σαφώς λιγότερα, αλλά όλοι τον μακάριζαν, γιατί μάθαινε μια χρήσιμη και επικερδή τέχνη. Το τρίτο παιδί της οικογένειας ,ο Δήμος, άφησε σταδιακά τα μικροθελήματα που έκανε στην αγορά και μεγαλόσωμος και δυνατός όπως ήταν έπιασε δουλειά σαν χαμάλης και ξεφόρτωνε τα διάφορα φορτηγά που έφερναν εμπορεύματα στις τοπικές επιχειρήσεις. Τα χρήματα ήταν σαφώς περισσότερα και βοηθούσαν να λυθούν κάποια απ' τα προβλήματα τους. Τ' άλλα κορίτσια παρακολουθούσαν χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία τα μαθήματα στο δημοτικό σχολείο και στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου κι έψαχναν να βρουν ευκαιρία για μια δουλειά ή έστω να για πάνε μαθητευόμενες, να μάθουν κάποια τέχνη. Όλες, εκτός από τη μεγάλη την Αντιγόνη και τη μικρότερη τη Γεωργία που δεν είχε συμπληρώσει ακόμα τα τέσσερα, έλειπαν όλη μέρα απ' το σπίτι. Ευθύνη της Αντιγόνης ήταν η μικρή Γεωργία, την οποία πρόσεχε κι έπαιζε μαζί της. Οι δύο αδερφές είχαν ένα ιδιαίτερο δέσιμο και η μικρή εμπιστευόταν τη μεγάλη της αδερφή σ' ότι της έλεγε. Η Αντιγόνη προσπαθούσε με κάθε τρόπο να κάνει ευτυχισμένη τη Γεωργία και έβρισκε διάφορους τρόπους για να το κάνει αυτό. Η μικρούλα ζητούσε παιγνίδια για ν' απασχολείται, μα δεν υπήρχαν οικονομικές δυνατότητες για κάτι τέτοιο, έτσι η Αντιγόνη προσπαθούσε με κουρέλια και κομμάτια από χάρτινα κουτιά να κατασκευάσει ότι ήταν δυνατό, για να υποκαταστήσει τα παιγνίδια που τόσο έλειπαν στη μικρή της αδερφή. Μια μέρα έχοντας μια καλή έμπνευση και χρησιμοποιώντας μικρά ξύλα, σύρμα και κουρέλια έφτιαξε μια πάνινη κούκλα εντυπωσιάζοντας την αδερφή της. Από τότε τις περισσότερες ώρες έπαιζε κρατώντας την κούκλα στην αγκαλιά της.
Μια μέρα ο Δήμος είδε τη μικρή του αδερφή να παίζει ευτυχισμένη με την κούκλα της και αφού συνεννοήθηκε με την Αντιγόνη, κατασκεύασε με ξύλα και «κόντρα πλακέ» ένα ξύλινο ομοίωμα μιας κούκλας με ανοιχτά χέρια και πόδια. Ζωγράφισε στο κεφάλι γαλάζια μάτια κι ένα χαμόγελο, που έδινε μια χαρούμενη όψη στην κατασκευή. Η Αντιγόνη ανέλαβε να τη ντύσει μ' ένα κόκκινο φόρεμα, αφού πρώτα στερέωσε πάνω στον ξύλινο σκελετό λίγο μαλλί που το είχε πιέσει, δίνοντας έτσι στον σκελετό σχήμα ανθρώπινου σώματος. Στο κεφάλι στερέωσε ένα καπέλο απ' τις άκρες του οποίου έβγαιναν ξανθές μπούκλες. Όταν την παρουσίασαν στη Γεωργία, είδαν ευχαριστημένοι πως η μικρούλα είχε γουρλώσει τα μάτια από την έκπληξη που ένιωθε εκείνη τη στιγμή. Εκείνη ήταν ίσως η πιο ευτυχισμένη στιγμή της Γεωργίας! Έπαιρνε την κούκλα στην αγκαλιά της, την τάιζε, της μιλούσε, την κοίμιζε και σπανίως τη μάλωνε. Η κούκλα είχε γίνει αναπόσπαστο μέρος της μικρούλας. Μ' αυτήν ξυπνούσε και μ' αυτήν κοιμόταν. Σ' όλη την γειτονιά δεν υπήρχε κανένα παιδί πιο ευτυχισμένο απ' τη Γεωργία.
Τότε ήρθε η προξενιά. Κάποιος μακρινός συγγενής της οικογένειας είδε την Αντιγόνη σε φωτογραφία, του άρεσε κι αμέσως έβαλε μια κοινή συγγενή τους να μεσολαβήσει σαν προξενήτρα και να ζητήσει την Αντιγόνη σε γάμο. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα! Ο υποψήφιος γαμπρός έμενε στην Αμερική κι αυτό λειτουργούσε ανασταλτικά. Οι γονείς κι όλη η οικογένεια τρόμαζαν στην ιδέα ότι η Αντιγόνη θα έφευγε τόσο μακριά. Η προξενήτρα (που της είχε τάξει ο υποψήφιος γαμπρός «δωράκια») ήταν αυτό που λέμε «καπάτσα» και πες, πες και με βασικό επιχείρημα πως ο γαμπρός θα βοηθούσε οικονομικά όλη την οικογένεια, κατάφερε τελικά να τους πείσει και να δεχτούν. Η ίδια η Αντιγόνη δεν είχε άποψη και μάλλον την τρόμαζε η ιδέα ν' αποχωριστεί τους δικούς της. Μέσα σ' όλα ήταν και η απόσταση! Είχε μάθει πως το πλοίο ήθελε πάνω κάτω 45 μέρες για να φτάσει στον προορισμό του. Μόλις άρχισαν οι ετοιμασίες για το επικείμενο ταξίδι της Αντιγόνης, μια θλίψη κι ένας εκνευρισμός επικρατούσε σ' όλους. Τότε κατάλαβε και η Γεωργία ότι η αδελφή της έφευγε ίσως για πάντα και δεν ξεκολλούσε από τη φούστα της. Την αγκάλιαζε και δεν την άφηνε να κάνει ούτε βήμα μόνη της. Όσο κι αν προσπαθούσαν να την ηρεμήσουν, δεν τα κατάφερναν. Η μικρούλα σε μια στιγμή απελπισίας πέταξε την ήδη ταλαιπωρημένη κούκλα της με δύναμη στο πάτωμα, με αποτέλεσμα η κούκλα να σπάσει. Ένα σπαραχτικό κλάμα τράνταζε το αδύναμο σώμα του κοριτσιού, που έκανε τους πάντες να φοβηθούν. Η Αντιγόνη την πήρε αγκαλιά κι άρχισε να της μιλάει προστατευτικά, προσπαθώντας να την ηρεμήσει. Ανάμεσα στ' άλλα της είπε: «Μη στεναχωριέσαι, γλυκιά μου! Θα σου φέρω εγώ απ' την Αμερική, όταν γυρίσω, μια κούκλα που θα έχει πολλά φορέματα και θα κλείνει τα μάτια της όταν κοιμάται». Η μικρούλα σταμάτησε προς στιγμήν το κλάμα και ρώτησε με σπασμένη φωνή: «Και θα μιλάει;» «Ναι, κορίτσι μου, και θα μιλάει», απάντησε η Αντιγόνη. Τις υπόλοιπες μέρες μέχρι το υπερατλαντικό ταξίδι της Αντιγόνης, όλοι έβλεπαν τις δύο αδελφές αγκαλιασμένες να κάνουν περιπάτους στον χωματόδρομο της γειτονιάς τους και να μιλάνε χαμηλόφωνα. Η μικρούλα ρωτούσε και η μεγάλη έγνεφε καταφατικά με το κεφάλι της.
Η Αντιγόνη έφυγε. Έστειλε φωτογραφίες απ' τον γάμο, που τις τοποθέτησαν σ' ένα άλμπουμ και τις έδειχναν με καμάρι σε όλους. Τα χρόνια πέρασαν! Έκανε οικογένεια στην Αμερική, αλλά οι καιροί ήταν δύσκολοι και δεν μπορούσε να κάνει το ταξίδι της επιστροφής στην πατρίδα. Τ' αδέλφια της στην πατρίδα βρήκαν τον δρόμο τους, παντρεύτηκαν, έκαναν τις δικές τους οικογένειες και με αλληλογραφία μάθαινε τα νέα τους. Η Γεωργία της έγραψε κάνα δυο φορές και προσπάθησε να της θυμίσει την υπόσχεση της χωρίς ακρότητες. Με γράμμα έμαθε πως οι γονείς της «έφυγαν» και τότε ένιωσε ένα κενό μέσα της. Κάθε φορά που αποφάσιζε να ταξιδέψει προς την πατρίδα της κάποιος αστάθμητος παράγοντας έμπαινε εμπόδιο και το ανέβαλε για την επομένη χρονιά, χωρίς ποτέ να καταφέρει να κάνει το ταξίδι.
Μια μέρα της ανακοίνωσε η μεγάλη της εγγονή, που είχε και τ' όνομα της, πως θα ταξίδευε στην Ελλάδα και θα επισκεπτόταν τους συγγενείς της γιαγιάς της. Τρελάθηκε απ' τη χαρά της! Πήγε αμέσως στην αγορά και ψώνισε διάφορα δώρα για όλους. Στα χέρια της εγγονής έβαλε ένα πακέτο και της είπε να το δώσει στα χέρια της Γεωργίας, της μικρότερης αδελφής της.
«Τι έχει γιαγιά το πακέτο;» ρώτησε με αφέλεια η εγγονή της.
«Μια κούκλα», της απάντησε.
«Κούκλα; Μα δεν είναι μεγάλη η αδελφή σου για να της στείλεις κούκλα;»
Η Αντιγόνη δεν μίλησε, απλά της έδωσε το πακέτο και της είπε να το δώσει η ίδια στην Γεωργία.
Η εγγονή της Αντιγόνης έφτασε στην πατρίδα και μοίρασε τα δώρα σε όλους. Τελευταία άφησε τη Γεωργία και περίμενε με περιέργεια να δει την αντίδραση της. Η Γεωργία, μεγάλη γυναίκα με εγγόνια πλέον, πήρε το πακέτο, το άνοιξε και δάκρυα άρχισαν να κυλούν απ' τα μάτια της μόλις είδε το περιεχόμενο του πακέτου. Πήρε στην αγκαλιά της την κούκλα και μπρος στα έκπληκτα μάτια όλων άρχισε να τη νανουρίζει.
Την επομένη άργησε να ξυπνήσει και η κόρη της την βρήκε αγκαλιά με την κούκλα.
Είχε "φύγει".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου