Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.





Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΡΟΛΑΧΑΚΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΡΟΛΑΧΑΚΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 24 Μαρτίου 2024

ΧΟΧΛΙΟΙ & ΠΑΞΙΜΑΔΙΑ

Μια ιστορία μεταξύ Κισάμου και Βεροίας!!!
Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
Ήταν τα πρώτα Χριστούγεννα που θα περνούσα μακριά απ' τους δικούς μου. Βρισκόμουν ήδη απ' τις αρχές του σχολικού έτους στην Κρήτη, στο οικοτροφείο της μητρόπολης Κισσάμου και Σελίνου. Το να επιστρέψω στη γενέτειρα μου για τις διακοπές των Χριστουγέννων φάνταζε στο μυαλό μου δύσκολο έως αδύνατον. Στις παραμέτρους που υπολόγιζα ήταν κατ’ αρχήν το κόστος του ταξιδιού (η απόσταση ήταν τεράστια για τα δεδομένα της εποχής και δεν υπήρχε συγχρονισμός στις συγκοινωνίες που θα έπρεπε να χρησιμοποιήσω). Εκτός του πλοίου που θα με πήγαινε μέχρι τον Πειραιά, θα έπρεπε να χρησιμοποιήσω τον ηλεκτρικό, για να πάω μέχρι την Αθήνα, από εκεί να πάω με αστική συγκοινωνία μέχρι τον σταθμό υπεραστικών λεωφορείων κι από εκεί, αν ήμουν τυχερός, θα έπαιρνα το λεωφορείο κατ’ ευθείαν για Βέροια. Όλα αυτά και μόνο που τα σκεφτόμουν, φάνταζαν αδύνατον να πραγματοποιηθούν. Εκείνη την εποχή ήταν σχεδόν αδύνατον να πραγματοποιήσει ένας έφηβος 15 χρονών (τόσο ήμουν τότε) ένα τέτοιο ταξίδι. Με μια μελαγχολία να με τυλίγει καθώς είχα ήδη νοσταλγήσει την ιδιαίτερη μου πατρίδα και με μια βεβαιότητα ότι θα ήταν αδύνατη η πραγματοποίηση αυτού του φιλόδοξου ταξιδιού, σκεπτόμουν με φρίκη εναλλακτικές λύσεις για το πώς θα περάσω τις διακοπές των Χριστουγέννων. Με τη σκέψη μου να είναι γεμάτη απ' τις αναμνήσεις που είχα με φίλους απ' τη Μακεδονία και χωρίς (ακόμα) να έχω συνδεθεί αρκετά με τους νέους φίλους που αποκτούσα σταδιακά στην Κρήτη, ένιωθα μια αβεβαιότητα να με κυριεύει. Όσο πλησίαζε η ημερομηνία που θα έκλειναν τα σχολεία, γινόμουν όλο και πιο νευρικός, όλο και πιο απότομος δημιουργώντας μια δυσάρεστη έκπληξη σ' όλους αυτούς με τους οποίους συναναστρεφόμουν. Ώσπου ένα απόγευμα με κάλεσαν στο γραφείο του οικοτροφείου για μια τηλεφωνική συνδιάλεξη. Στο τηλέφωνο ήταν η μητέρα μου, η οποία μέσα στ' άλλα μου τόνισε πως με περίμενε οπωσδήποτε για να γιορτάσουμε μαζί τα Χριστούγεννα και μου είπε πως μου έστειλε γι αυτόν τον σκοπό ένα χρηματικό ποσό που φάνταζε τεράστιο τότε. Με τις σημερινές ισοτιμίες μόλις και μετά βίας θα ξεπερνούσε τα εννέα ευρώ, αλλά εκείνη την εποχή έφτανε με το παραπάνω για τα εισιτήρια και για «καλή ζωή».
Αφού ξόδεψα αρκετά χρήματα για δώρα, με ειδοποίησε ο πατέρας μου να περάσω απ' τον αδερφό του και τη μητέρα του, (τη γιαγιά μου δηλαδή) που είχαν κάτι να μου δώσουν γι αυτόν. Πήγα λοιπόν κι όταν αποχαιρέτησα φίλους και συγγενείς, παρέλαβα δύο σχετικά μεγάλες σακούλες απ' τη γιαγιά μου και τον θείο μου και χωρίς άλλες περιττές αποσκευές μπήκα στο πλοίο για Πειραιά. Μέτρησα τα χρήματα που μου είχαν περισσέψει και είδα ότι ήταν περίπου 650 δραχμές, υπέρ αρκετά για το κόστος των υπολοίπων εισιτηρίων, μάλιστα υπολόγισα ότι θα μου περίσσευαν χρήματα και για τη Βέροια. Ανυπόμονος έφτασα αρκετά νωρίς στο πλοίο και μάλιστα βρήκα κρεβάτι στα κοινόχρηστα, που ήταν ελεύθερα χωρίς χρέωση. Τακτοποίησα στη θέση μου τις σακούλες που ήταν πεσκέσια για τον πατέρα μου. Ο θείος μου (φούρναρης το επάγγελμα) του έστελνε ντόπια παξιμάδια, που εγώ δεν καταδεχόμουν ούτε να τα δοκιμάσω και η γιαγιά μου του έστελνε μια τεράστια σακούλα με χοχλιούς (σαλιγκάρια) που η ίδια είχε μαζέψει απ' την ύπαιθρο. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, που σημειωτέον ήταν βράδυ, κοιμήθηκα με τα ρούχα στο κρεβάτι που είχα την τύχη να βρω, για να είμαι ξεκούραστος στο υπόλοιπο του ταξιδιού.
Ξύπνησα έντρομος την επομένη το πρωί απ΄ τον εκκωφαντικό θόρυβο που έκανε η άγκυρα καθώς το πλοίο «έδενε» και τις συνομιλίες των επιβατών που μόλις κι αυτοί είχαν ξυπνήσει. Αποβιβάστηκα κρατώντας τα δώρα του πατέρα μου και ένα μικρό σακίδιο με τα απολύτως απαραίτητα ατομικά μου είδη. Με το που βγήκα στο λιμάνι ένιωσα σαν χαμένος. Ήταν η πρώτη φορά που βρισκόμουν σε μια τόσο μεγάλη πόλη μόνος. Άλλες φορές που είχα βρεθεί πάλι στο μεγάλο λιμάνι ήμουν με τη συνοδεία της μητέρας μου ή κάποιου άλλου συγγενή. Αφού με κατατόπισαν, πήγα στον σταθμό του ηλεκτρικού και… τρόμαξα απ' την πολυκοσμία. Τρένα έρχονταν κι έφευγαν γεμάτα από πλήθος επιβατών, που όλοι τους βιαστικοί πήγαιναν σε πολλές και διαφορετικές κατευθύνσεις. Σ' όλα τα γκισέ υπήρχαν ουρές ατόμων που έβγαζαν εισιτήρια αφήνοντας κάποια κέρματα. Εκεί ένιωσα αβέβαιος, δεν ήξερα για ποιον σταθμό να βγάλω εισιτήριο. Όσους ρώτησα μου απάντησαν βιαστικοί πως, για να φτάσω στον σταθμό υπεραστικών λεωφορείων, θα έπρεπε ν' αλλάξω δύο τουλάχιστον κατευθύνσεις και μια ακόμη αστική συγκοινωνία. Απογοητευμένος απ' τις απαντήσεις όσων ρώτησα και με τη σιγουριά του ατόμου που του περισσεύουν (χα χα ) τα χρήματα αποφάσισα να πάρω ταξί για τον προορισμό μου. Η διαδρομή μού φάνηκε τεράστια με τον οδηγό να σταματάει σε κάθε φανάρι που ήταν κόκκινο και να στρίβει διαρκώς για ν' αποφύγει όπως μου είπε την κίνηση. Πλήρωσα το κόμιστρο στο ταξί, αλλά τα χρήματα που μου ζήτησε ο ταξιτζής ήταν μάλλον υπερβολικά. Αυτό μ' έκανε ν' αναρωτηθώ αν με θεώρησε (και με το δίκιο του) για «βλαχαδερό» κι έκανε επίτηδες βόλτες για ν' ανεβάσει την ταρίφα. Μη μπορώντας ν' αποδείξω κάτι για αυτό (ούτε και είχα διάθεση) τον πλήρωσα και πήγα προς το ταμείο του ΚΤΕΛ Ημαθίας.
Μ' έκπληξη κατάλαβα τότε πως είχα στην τσέπη μου 110,5 δραχμές, ενώ χρειαζόμουν για να πάω στον προορισμό μου 120. Έψαξα με προσοχή τις τσέπες μου ελπίζοντας πως κάπου θα είχα και τα υπόλοιπα χρήματα. Του κάκου! Δεν βρήκα τίποτα! Έλειπε, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, ακριβώς ένα πεντακοσάρικο, το οποίο δεν είχα σίγουρα ξοδέψει. Η μόνη εξήγηση ήταν ότι το έχασα το βράδυ στο κρεβάτι του πλοίου που είχα κοιμηθεί με τα ρούχα μου. Όταν ξύπνησα το πρωί, δεν πρόσεξα αν κάτι είχε πέσει απ' τις τσέπες μου. Βγήκα απ' το γραφείο του ΚΤΕΛ, άφησα τα πράγματα μου δίπλα στην είσοδο κι άρχισα να σκέφτομαι πώς θα έβρισκα τα λιγοστά χρήματα που μου έλειπαν. Εκείνη τη στιγμή είδα τον ταξιτζή που με είχε μεταφέρει να περιμένει πελάτη στην ουρά με τα ταξί. Τον πλησίασα διστακτικά και του ζήτησα τις 9,5 δραχμές που χρειαζόμουν για να συνεχίσω το ταξίδι μου. Απογοητεύτηκα απ' την αντίδραση του! Ούτε λίγο, ούτε πολύ μ' έδιωξε κακήν κακώς. Απομακρύνθηκα με σκυμμένο κεφάλι, ταραγμένος, χωρίς να ξέρω τι να κάνω. Μετά από λίγη ώρα στο διπλανό μαγαζί, που πουλούσε γλυκά και είδη ταξιδίου, είδα έναν ιερέα να ψωνίζει διάφορα γλυκά κι αναμνηστικά. Τον πλησίασα, του έδειξα τη μαθητική μου ταυτότητα, του εξήγησα ότι έμενα στο εκκλησιαστικό οικοτροφείο Κισσάμου και του ζήτησα να με βοηθήσει. Με κοίταξε αδιάφορα και μου είπε πως δεν έχει ψιλά. Ένιωσα το έδαφος να τρέμει κάτω απ' τα πόδια μου κι έφυγα ντροπιασμένος. Σκέφτηκα σαν επόμενη λύση να περιμένω κοντά στον σταθμό της Βέροιας με την ελπίδα να δω κάποιον γνωστό μου που πιθανώς θα με βοηθούσε. Εκείνη την εποχή δύο λεωφορεία την ημέρα έρχονταν απ' τη Βέροια στις 15.00 και στις 22.00. Τις δύο επόμενες ημέρες ήμουν καθισμένος στο παγκάκι που υπήρχε δίπλα στον χώρο στάθμευσης ή έκανα μικρές βόλτες περιμένοντας να βρω κάποιο γνώριμο πρόσωπο. Οι ελπίδες μου μειώνονταν όσο περνούσαν οι ώρες, ενώ η πείνα μου είχε αντιστρόφως αυξηθεί. Μην τολμώντας να ξοδέψω έστω και μία δραχμή απ' το απόθεμα μου, έκανα υπομονή και πεινούσα στωικά. Σαν αναλαμπή μού ήρθε μια ιδέα και πλησίασα τον ταμία του ΚΤΕΛ και του εξήγησα το πρόβλημα μου. Του είπα πως ήμουν ανιψιός του προέδρου των λεωφορειούχων οδηγών της Βέροιας και του ζήτησα να με βοηθήσει. Αν και γνώριζε τον θείο μου, αρνήθηκε να με βοηθήσει. Με το μέλλον μου τελείως ζοφερό και την πείνα μου να καλπάζει αποφάσισα να βρέξω στη δημόσια βρύση δυο παξιμάδια και βάλθηκα να τα μασουλάω σκέτα. Δεν ξέρω αν έφταιγε η πείνα μου ή αν όντως τα παξιμάδια ήταν νόστιμα, εκείνη τη στιγμή τα βρήκα εξαιρετικά και αναρωτιόμουν γιατί δεν τα είχα δοκιμάσει όσο ήμουν στην Κρήτη. Ενώ μασουλούσα αμέριμνος και μ' ευχαρίστηση τα βρεγμένα παξιμάδια κι ενώ αναρωτιόμουν πώς θα ήταν η γεύση τους συνοδεία γραβιέρας ή ακόμη και με ελιές , άκουσα μια γυναικεία φωνή να φωνάζει: «Παναγία μου!! Τι είναι αυτά;» γύρισα και κοίταξα προς την κατεύθυνση που έδειχνε και με φρίκη είδα τα σαλιγκάρια που μου έδωσε η γιαγιά μου να έχουν βγει απ' τη σακούλα και να σουλατσάρουν στο τσιμεντένιο πεζοδρόμιο. Παράτησα βιαστικά το γεύμα μου κι άρχισα να μαζεύω τους δραπέτες και ν' ασφαλίζω καλά τη σακούλα. Όπως μου εξήγησε αργότερα ο πατέρας μου, η γιαγιά ξέχασε να βάλει στη σακούλα λίγο αλεύρι για να έχουν να φάνε τα σαλιγκάρια κι αυτά βγήκαν προς αναζήτηση τροφής.
Αφού πέρασε άλλη μια μέρα χωρίς να καταφέρω να βρω μια λύση στο πρόβλημα μου, μπήκα αποφασιστικά πάλι στο γκισέ του ΚΤΕΛ και ρώτησα τον ταμία που με κοίταζε καχύποπτα μέχρι που θα μπορούσα να πάω με 110,5 δραχμές. Αυτός, αφού συμβουλεύτηκε τις καταστάσεις, μου απάντησε πως τα χρήματα έφταναν μέχρι την Αλεξάνδρεια, μια πόλη 28 χιλιόμετρα απ' τον προορισμό μου. Μου έκοψε εισιτήριο και μ' επιβίβασε στο δρομολόγιο για Έδεσσα, χωρίς να παραλείψει να δώσει τις χειρότερες πληροφορίες στον εισπράκτορα για το άτομο μου. Σ' όλο το ταξίδι ο οδηγός κι ο βοηθός του μου έκαναν παρατηρήσεις και πρόσεχαν μην τυχόν και κάνω καμιά δολιοφθορά στο όχημα τους και μου μιλούσαν σαν να ήμουν ο Βερνάρδος (ληστής τραπεζών της εποχής). Τελικά έφτασα στην Αλεξάνδρεια και χωρίς δυσκολία κατάφερα να φτάσω στο σπίτι μου και ησύχασε η οικογένεια μου, που για μέρες δεν είχε νέα μου.
Όσες φορές τα επόμενα χρόνια ταξίδευα προς Αθήνα ή από Αθήνα προς Βέροια έβλεπα με δυσφορία τον ταμία να κάνει αμέριμνος τη δουλειά του στο γκισέ και θυμόμουν την περιπέτεια μου.
Πέρασαν περίπου 30 χρόνια και σαν επιχειρηματίας, ενώ βρισκόμουν στην Αθήνα, χρειάστηκε να πάω στην αποθήκη του ΚΤΕΛ Βέροιας, για να παραλάβω ένα δεματάκι που μου έστειλαν απ' την επιχείρηση μου. Ήταν ώρα αιχμής και στο γραφείο υπήρχαν πολλοί ταξιδιώτες όλων των ηλικιών.
Αμέσως κυριάρχησε στο μυαλό μου η εφηβική μου περιπέτεια και χαμογέλασα πικρά. Ο ταμίας το αντιλήφθηκε και με ρώτησε γιατί γελάω. Του διηγήθηκα όλη την ιστορία και μου είπε με στόμφο: «Αποκλείεται να μη σε βοήθησα! Εγώ βοηθάω όλο τον κόσμο»
«Κι όμως, με άφησες αβοήθητο κι ήμουν μικρό παιδί!» Το είπα κι ήθελα να δώσω τέλος στη διαμάχη. Τότε ακούστηκε μια ηλικιωμένη κυρία να λέει δυνατά: «Καλά δεν ντράπηκες ν' αφήσεις αβοήθητο το παιδί;» Οι υπόλοιποι θαμώνες μουρμούριζαν συμφωνώντας μαζί της.
Γέλασα! 
Το παιδί ήμουν εγώ!!!

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2024

Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ

 Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Στη γειτονιά μου, όταν ήμουν μικρός, σε δρομάκι (χωματόδρομο στην πραγματικότητα) υπήρχε ένα κάτασπρο μικρό κτίσμα, που με δυσκολία το έλεγε κάποιος σπίτι. Βασικά είχε κτιστεί σε παλιές εποχές σαν αγροτική καλύβα. Με το πέρασμα των χρόνων η περιοχή είχε αστικοποιηθεί και τελικά αποτελούσε μέρος του αστικού ιστού. Το σπίτι ήταν βαμμένο με αλλεπάλληλες στρώσεις ασβέστη. Και παρ’ όλο που οι τοίχοι σε πολλά σημεία είχαν ξεφλουδίσει κι από κάτω φαίνονταν παλιότερα βαψίματα, διατηρούσαν ένα λευκό χρώμα που αντανακλούσε το φως του ήλιου.
Ο χαρακτηρισμός «σπίτι» ήταν μάλλον υπερβολικός, καθώς όλο το κτίσμα ήταν ελάχιστα τετραγωνικά σε σχήμα παραλληλογράμμου και ήταν ενιαίος χώρος χωρίς διαχωριστικά στο εσωτερικό του. Απλά αμέσως μετά την εξώπορτα, που ήταν φτιαγμένη από παλιές σκεβρωμένες σανίδες με μια μεταλλική μπετούγια, ακριβώς στα αριστερά ήταν ένας τσιμεντένιος νεροχύτης ,που σ' αυτόν γινόταν όλη η λάτρα του σπιτιού. Η βρύση έσταζε μ' ένα εκνευριστικό τέμπο και πολλές φορές έβαζαν ένα παλιό σφουγγάρι από κάτω, για να μειώσουν τον θόρυβο. Ενωμένο σχεδόν με τον νεροχύτη βρισκόταν ένα παλιό τραπέζι, που σίγουρα πριν από χρόνια είχε δει καλύτερες μέρες, με τα τρία πόδια του να καταλήγουν σ' ένα σκάλισμα που έδινε την υποψία ποδιού ενός ζώου, πιθανώς λιονταριού, ενώ το τέταρτο ήταν καρφωμένο με δύο σανίδες, τις οποίες για ασφάλεια τις είχαν κυριολεκτικά μπαντάρει σφικτά με σύρμα. Παρ’ όλα αυτά ήταν πολύ στέρεο τραπέζι κι ανταποκρινόταν στις ανάγκες της οικογένειας, που στην πραγματικότητα είχε κάνει κατάληψη του χώρου κι έμενε αναγκαστικά σ’ αυτόν. Στη μια πλευρά, σ' αυτή που είχε πίσω της τον τοίχο που είχαν το τραπέζι, είχαν τοποθετήσει έναν μακρόστενο πάγκο ( δώρο της ενορίας) και πάνω του στριμώχνονταν τα μικρά παιδιά της οικογένειας, ενώ μερικές ψάθινες καρέκλες εξυπηρετούσαν τα ενήλικα μέλη.
Εκεί έτρωγαν, εκεί τα μικρά παιδιά διάβαζαν κι έγραφαν τα μαθήματα τους. Αυτό χρησιμοποιούσαν για να προετοιμάσουν το φαγητό της ημέρας για όλη την οικογένεια και κυρίως για το άνοιγμα φύλλου για τις πίτες, που ήταν το αγαπημένο έδεσμα των μικρότερων παιδιών. Στη μέση ακριβώς του σπιτιού ένα χρωματιστό παραβάν μοίραζε στα δυο τον χώρο κι από πίσω του ήταν αραδιασμένα ντιβάνια κι ένα διπλό κρεβάτι. Πίσω δηλαδή ήταν αυτό που λέμε η κρεβατοκάμαρα. Η φτώχεια ήταν ολοφάνερη παντού, σ' όλες τις δραστηριότητες αυτής της πολυμελούς οικογένειας. Οι κάτοικοι της γύρω περιοχής προσπαθούσαν να βοηθούν και ν' απαλύνουν τις δυσκολίες τους και σε κάθε περίπτωση έδιναν δουλειά στον μονίμως άνεργο κύριο Αρχιμήδη, αρχηγό της οικογένειας. Οι δουλειές εκείνη την εποχή ήταν ελάχιστες και στην πλειοψηφία τους αγροτικές. Από τα εννιά παιδιά της οικογένειας τα δύο ήταν αγόρια, που φιλότιμα προσπαθούσαν να βοηθήσουν στα οικονομικά προβλήματα που συσσωρεύονταν με διάφορες δουλειές του ποδαριού. Προ πολλού είχαν παρατήσει το σχολείο και σύχναζαν στο κέντρο της πόλης που ήταν η αγορά, για να κάνουν έναντι ελάχιστης αμοιβής τα διάφορα θελήματα που τους ζητούσαν οι κάτοικοι. Συνήθως οι διάφοροι καταστηματάρχες έστελναν στα σπίτια παραγγελίες με τα προϊόντα τους. Τα λίγα κέρματα που κέρδιζαν ανακούφιζαν, έστω και στο ελάχιστο, τη ζωή των μικρότερων αδερφών τους. Ώσπου ο Νίκος, δεύτερος στην ηλικία μετά την Αντιγόνη τη μεγαλύτερη αδερφή του, έπιασε δουλειά σαν μαθητευόμενος μαραγκός. Τα χρήματα που κέρδιζε ήταν σαφώς λιγότερα, αλλά όλοι τον μακάριζαν, γιατί μάθαινε μια χρήσιμη και επικερδή τέχνη. Το τρίτο παιδί της οικογένειας ,ο Δήμος, άφησε σταδιακά τα μικροθελήματα που έκανε στην αγορά και μεγαλόσωμος και δυνατός όπως ήταν έπιασε δουλειά σαν χαμάλης και ξεφόρτωνε τα διάφορα φορτηγά που έφερναν εμπορεύματα στις τοπικές επιχειρήσεις. Τα χρήματα ήταν σαφώς περισσότερα και βοηθούσαν να λυθούν κάποια απ' τα προβλήματα τους. Τ' άλλα κορίτσια παρακολουθούσαν χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία τα μαθήματα στο δημοτικό σχολείο και στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου κι έψαχναν να βρουν ευκαιρία για μια δουλειά ή έστω να για πάνε μαθητευόμενες, να μάθουν κάποια τέχνη. Όλες, εκτός από τη μεγάλη την Αντιγόνη και τη μικρότερη τη Γεωργία που δεν είχε συμπληρώσει ακόμα τα τέσσερα, έλειπαν όλη μέρα απ' το σπίτι. Ευθύνη της Αντιγόνης ήταν η μικρή Γεωργία, την οποία πρόσεχε κι έπαιζε μαζί της. Οι δύο αδερφές είχαν ένα ιδιαίτερο δέσιμο και η μικρή εμπιστευόταν τη μεγάλη της αδερφή σ' ότι της έλεγε. Η Αντιγόνη προσπαθούσε με κάθε τρόπο να κάνει ευτυχισμένη τη Γεωργία και έβρισκε διάφορους τρόπους για να το κάνει αυτό. Η μικρούλα ζητούσε παιγνίδια για ν' απασχολείται, μα δεν υπήρχαν οικονομικές δυνατότητες για κάτι τέτοιο, έτσι η Αντιγόνη προσπαθούσε με κουρέλια και κομμάτια από χάρτινα κουτιά να κατασκευάσει ότι ήταν δυνατό, για να υποκαταστήσει τα παιγνίδια που τόσο έλειπαν στη μικρή της αδερφή. Μια μέρα έχοντας μια καλή έμπνευση και χρησιμοποιώντας μικρά ξύλα, σύρμα και κουρέλια έφτιαξε μια πάνινη κούκλα εντυπωσιάζοντας την αδερφή της. Από τότε τις περισσότερες ώρες έπαιζε κρατώντας την κούκλα στην αγκαλιά της.
Μια μέρα ο Δήμος είδε τη μικρή του αδερφή να παίζει ευτυχισμένη με την κούκλα της και αφού συνεννοήθηκε με την Αντιγόνη, κατασκεύασε με ξύλα και «κόντρα πλακέ» ένα ξύλινο ομοίωμα μιας κούκλας με ανοιχτά χέρια και πόδια. Ζωγράφισε στο κεφάλι γαλάζια μάτια κι ένα χαμόγελο, που έδινε μια χαρούμενη όψη στην κατασκευή. Η Αντιγόνη ανέλαβε να τη ντύσει μ' ένα κόκκινο φόρεμα, αφού πρώτα στερέωσε πάνω στον ξύλινο σκελετό λίγο μαλλί που το είχε πιέσει, δίνοντας έτσι στον σκελετό σχήμα ανθρώπινου σώματος. Στο κεφάλι στερέωσε ένα καπέλο απ' τις άκρες του οποίου έβγαιναν ξανθές μπούκλες. Όταν την παρουσίασαν στη Γεωργία, είδαν ευχαριστημένοι πως η μικρούλα είχε γουρλώσει τα μάτια από την έκπληξη που ένιωθε εκείνη τη στιγμή. Εκείνη ήταν ίσως η πιο ευτυχισμένη στιγμή της Γεωργίας! Έπαιρνε την κούκλα στην αγκαλιά της, την τάιζε, της μιλούσε, την κοίμιζε και σπανίως τη μάλωνε. Η κούκλα είχε γίνει αναπόσπαστο μέρος της μικρούλας. Μ' αυτήν ξυπνούσε και μ' αυτήν κοιμόταν. Σ' όλη την γειτονιά δεν υπήρχε κανένα παιδί πιο ευτυχισμένο απ' τη Γεωργία.
Τότε ήρθε η προξενιά. Κάποιος μακρινός συγγενής της οικογένειας είδε την Αντιγόνη σε φωτογραφία, του άρεσε κι αμέσως έβαλε μια κοινή συγγενή τους να μεσολαβήσει σαν προξενήτρα και να ζητήσει την Αντιγόνη σε γάμο. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα! Ο υποψήφιος γαμπρός έμενε στην Αμερική κι αυτό λειτουργούσε ανασταλτικά. Οι γονείς κι όλη η οικογένεια τρόμαζαν στην ιδέα ότι η Αντιγόνη θα έφευγε τόσο μακριά. Η προξενήτρα (που της είχε τάξει ο υποψήφιος γαμπρός «δωράκια») ήταν αυτό που λέμε «καπάτσα» και πες, πες και με βασικό επιχείρημα πως ο γαμπρός θα βοηθούσε οικονομικά όλη την οικογένεια, κατάφερε τελικά να τους πείσει και να δεχτούν. Η ίδια η Αντιγόνη δεν είχε άποψη και μάλλον την τρόμαζε η ιδέα ν' αποχωριστεί τους δικούς της. Μέσα σ' όλα ήταν και η απόσταση! Είχε μάθει πως το πλοίο ήθελε πάνω κάτω 45 μέρες για να φτάσει στον προορισμό του. Μόλις άρχισαν οι ετοιμασίες για το επικείμενο ταξίδι της Αντιγόνης, μια θλίψη κι ένας εκνευρισμός επικρατούσε σ' όλους. Τότε κατάλαβε και η Γεωργία ότι η αδελφή της έφευγε ίσως για πάντα και δεν ξεκολλούσε από τη φούστα της. Την αγκάλιαζε και δεν την άφηνε να κάνει ούτε βήμα μόνη της. Όσο κι αν προσπαθούσαν να την ηρεμήσουν, δεν τα κατάφερναν. Η μικρούλα σε μια στιγμή απελπισίας πέταξε την ήδη ταλαιπωρημένη κούκλα της με δύναμη στο πάτωμα, με αποτέλεσμα η κούκλα να σπάσει. Ένα σπαραχτικό κλάμα τράνταζε το αδύναμο σώμα του κοριτσιού, που έκανε τους πάντες να φοβηθούν. Η Αντιγόνη την πήρε αγκαλιά κι άρχισε να της μιλάει προστατευτικά, προσπαθώντας να την ηρεμήσει. Ανάμεσα στ' άλλα της είπε: «Μη στεναχωριέσαι, γλυκιά μου! Θα σου φέρω εγώ απ' την Αμερική, όταν γυρίσω, μια κούκλα που θα έχει πολλά φορέματα και θα κλείνει τα μάτια της όταν κοιμάται». Η μικρούλα σταμάτησε προς στιγμήν το κλάμα και ρώτησε με σπασμένη φωνή: «Και θα μιλάει;» «Ναι, κορίτσι μου, και θα μιλάει», απάντησε η Αντιγόνη. Τις υπόλοιπες μέρες μέχρι το υπερατλαντικό ταξίδι της Αντιγόνης, όλοι έβλεπαν τις δύο αδελφές αγκαλιασμένες να κάνουν περιπάτους στον χωματόδρομο της γειτονιάς τους και να μιλάνε χαμηλόφωνα. Η μικρούλα ρωτούσε και η μεγάλη έγνεφε καταφατικά με το κεφάλι της.
Η Αντιγόνη έφυγε. Έστειλε φωτογραφίες απ' τον γάμο, που τις τοποθέτησαν σ' ένα άλμπουμ και τις έδειχναν με καμάρι σε όλους. Τα χρόνια πέρασαν! Έκανε οικογένεια στην Αμερική, αλλά οι καιροί ήταν δύσκολοι και δεν μπορούσε να κάνει το ταξίδι της επιστροφής στην πατρίδα. Τ' αδέλφια της στην πατρίδα βρήκαν τον δρόμο τους, παντρεύτηκαν, έκαναν τις δικές τους οικογένειες και με αλληλογραφία μάθαινε τα νέα τους. Η Γεωργία της έγραψε κάνα δυο φορές και προσπάθησε να της θυμίσει την υπόσχεση της χωρίς ακρότητες. Με γράμμα έμαθε πως οι γονείς της «έφυγαν» και τότε ένιωσε ένα κενό μέσα της. Κάθε φορά που αποφάσιζε να ταξιδέψει προς την πατρίδα της κάποιος αστάθμητος παράγοντας έμπαινε εμπόδιο και το ανέβαλε για την επομένη χρονιά, χωρίς ποτέ να καταφέρει να κάνει το ταξίδι.
Μια μέρα της ανακοίνωσε η μεγάλη της εγγονή, που είχε και τ' όνομα της, πως θα ταξίδευε στην Ελλάδα και θα επισκεπτόταν τους συγγενείς της γιαγιάς της. Τρελάθηκε απ' τη χαρά της! Πήγε αμέσως στην αγορά και ψώνισε διάφορα δώρα για όλους. Στα χέρια της εγγονής έβαλε ένα πακέτο και της είπε να το δώσει στα χέρια της Γεωργίας, της μικρότερης αδελφής της.
«Τι έχει γιαγιά το πακέτο;» ρώτησε με αφέλεια η εγγονή της.
«Μια κούκλα», της απάντησε.
«Κούκλα; Μα δεν είναι μεγάλη η αδελφή σου για να της στείλεις κούκλα;»
Η Αντιγόνη δεν μίλησε, απλά της έδωσε το πακέτο και της είπε να το δώσει η ίδια στην Γεωργία.
Η εγγονή της Αντιγόνης έφτασε στην πατρίδα και μοίρασε τα δώρα σε όλους. Τελευταία άφησε τη Γεωργία και περίμενε με περιέργεια να δει την αντίδραση της. Η Γεωργία, μεγάλη γυναίκα με εγγόνια πλέον, πήρε το πακέτο, το άνοιξε και δάκρυα άρχισαν να κυλούν απ' τα μάτια της μόλις είδε το περιεχόμενο του πακέτου. Πήρε στην αγκαλιά της την κούκλα και μπρος στα έκπληκτα μάτια όλων άρχισε να τη νανουρίζει.
Την επομένη άργησε να ξυπνήσει και η κόρη της την βρήκε αγκαλιά με την κούκλα. 
Είχε "φύγει".

Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2023

ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΚΙΣΑΜΟ

Πριν διατυπώσω μερικές σκέψεις μου, που τις θεωρώ μάλλον επίκαιρες, θα ήθελα να δηλώσω πως θεωρώ τον εαυτό μου ΜΗ «κομματικό» και σε καμία περίπτωση «απολιτίκ». Βέβαια δεν με εκφράζει ( πλέον) κανένα κόμμα και κανενός είδους σχηματισμός. Είχα αποφασίσει να μην ασχοληθώ (ξανά) με τα προβλήματα και τις δυσκολίες που συναντώ στην καθημερινότητα μου κυκλοφορώντας στην πόλη της Κισσάμου. Μια πόλη που σε καμία περίπτωση δεν είναι φιλική με τους πολίτες της. Στην πραγματικότητα τις περισσότερες φορές είναι εχθρική σε όποιον έχει αποφασίσει να ζει ή να κινείται μέσα στα όρια της. Είναι φανερό πως οι περισσότεροι άνθρωποι δεν νοιάζονται για την αλήθεια και το σωστό, τους νοιάζει όμως να μην τους χαλάς το ψέμα στο οποίο έχουν συνηθίσει να ζουν, γιατί τελικά τους βολεύει. Έτσι αρνούνται να «δουν» τα στραβά και τ' ανάποδα μιας πόλης, μόνο και μόνο γιατί από αυτά τα στραβά βολεύονται περιστασιακά με μια κοντόφθαλμη λογική, που πολλαπλασιάζει την κάθε λογής ασυδοσία. Φυσικά υπάρχουν και πολίτες που έχουν τη στοιχειώδη λογική (δεν χρειάζεται και κάτι περισσότερο) που τα βλέπουν τα στραβά και τ' ανάποδα, αλλά στον βωμό της συγγένειας, της φιλίας και της κουμπαριάς κλείνουν απλά τα μάτια, μόνο και μόνο για να μη δυσαρεστήσουν κάποια απ' τις παραπάνω ομάδες στις οποίες πιθανώς ανήκουν ή έχουν μ' αυτές κάποια σχέση. 
Αν εξαιρέσεις δυο τρεις κεντρικούς δρόμους, πουθενά στους υπόλοιπους δεν υπάρχει πεζοδρόμιο. Δεν υπάρχει δηλαδή σε όλο το μήκος τους! Σε μερικούς δρόμους υπάρχουν μικρά τμήματα με πεζοδρόμια, που διακόπτονται ξαφνικά από σκάλες ή σκαλοπάτια που εφάπτονται της ασφάλτου, αφήνοντας τους πεζούς στο έλεος των παντός είδους οδηγών τροχοφόρων. Αν κατηφορίσει κάποιος την οδό Αγαμέμνονος, με εξαίρεση ένα πολύ μικρό τμήμα πεζοδρομίου, όλος ο υπόλοιπος δρόμος ανήκει αποκλειστικά στα τροχοφόρα. Να λάβουμε υπ´ όψιν ότι σ' αυτόν τον δρόμο σχεδόν εφάπτεται η πιο όμορφη και πολυσύχναστη παραλία της πόλης, σ' αυτόν υπάρχουν τα ΚΤΕΛ, τα ΕΠΑΛ, αρκετά ξενοδοχεία και μεγάλο πλήθος επιχειρήσεων. Καταλαβαίνει κανείς πως, εκτός από το μεγάλο πλήθος των τροχοφόρων, συνωστίζεται και ικανός αριθμός πεζών. Αναρωτιέμαι για την περίπτωση που κάποιος μαθητής του ΕΠΑΛ ή ταξιδιώτης με το ΚΤΕΛ, ακόμη κι ένας πελάτης των τόσων επιχειρήσεων βρεθεί με κινητικά προβλήματα. 
Πώς θα καταφέρει να διασχίσει αυτόν τον δρόμο διπλής κατεύθυνσης με τα κάθε λογής αυτοκίνητα παρκαρισμένα (κατά παράβαση του σχετικού νόμου) και στις δύο πλευρές του δρόμου; Η ασυδοσία των παραβάσεων του ΚΟΚ, όσο και τα παράνομα παρκαρισμένα τροχοφόρα (πολλές φορές και σε διπλές σειρές) δυσκολεύουν τη ζωή των κατοίκων και κυρίως των επισκεπτών και των τουριστών, που μη γνωρίζοντας την «ντόπια» πραγματικότητα ζουν μέσα σε μια περίεργη ανασφάλεια, μη μπορώντας να αντιληφθούν ποιο είναι το σωστό και το νόμιμο και ποιο όχι. Ο κεντρικός δρόμος (Ομογενών Αμερικής) για. όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού είναι σχεδόν απαγορευμένος δρόμος για τους κατοίκους της πόλης. Όποιος από αυτούς χρειαστεί να τον χρησιμοποιήσει ή να τον διασχίσει κάθετα οδηγώντας θα πρέπει να οπλιστεί με υπομονή και καρτερικότητα, γιατί ένα ατελείωτο κονβόϊ παντός τύπου οχημάτων που περνάει απ' αυτόν με προορισμό «τουριστικούς» παραδείσους δεν του το επιτρέπει. Το πρόβλημα είναι ίδιο και ίσως μεγαλύτερο για τους πεζούς που θα θέλουν να διασχίσουν τον εν λόγω δρόμο. Αναρωτιέμαι, αφού δεν υπάρχει εναλλακτική περιφερειακή διαδρομή, γιατί δεν τοποθετούνται σε δύο ή τρία σημεία του εν λόγω δρόμου φανάρια για να λυθεί έστω και στο ελάχιστο το πρόβλημα! Έγινε λόγος για τη σημαία που έχασαν τα Φαλάσαρνα. 
Δεν μπορώ να πάρω θέση σ' αυτό το θέμα, έχω όμως να επισημάνω κάτι για την αγαπημένη μου παραλία του Μαύρου Μώλου. Παρατήρησα τον Πυργιανό ποταμό από τη γέφυρα της οδού Αγαμέμνονος και κάτω. Η δυσοσμία ήταν αφόρητη και προς στιγμήν ανεξήγητη. Με μια προσεχτική παρατήρηση είδα έναν τεράστιο αγωγό να ρίχνει με μια χαμηλή ροή ένα σχετικά μαύρο, πηκτό υγρό μέσα στα λιγοστά νερά του ποταμού. Η άσχημη οσμή κατά ένα μεγάλο μέρος προερχόταν απ' τα λύματα του αγωγού. Περπατώντας παράλληλα με τον ποταμό παρατήρησα κι άλλους αγωγούς να εκβάλλουν σ' αυτόν περίεργα, ποικιλόχρωμα, βρωμερά υγρά, ενώ στις διπλανές με τον ποταμό τουριστικές επιχειρήσεις οι πελάτες έπαιρναν το πρωϊνό τους. Μέσα στον χορταριασμένο ποταμό (αλήθεια θεωρείται ποταμός ή αγωγός λυμάτων;) είναι πεταμένα σκουπίδια πάσης φύσεως. Με έκπληξη είδα νάϊλον σακούλες και τσουβάλια, τμήματα από ελαιόπανα, σάπια ξύλα, πλαστικά μπουκάλια, άδεια τενεκεδάκια αναψυκτικών κ.α! Διάφορα φυτά και καλάμια φύονται στις όχθες και κάποια σαπίζουν συμβάλλοντας στην όλη πνιγηρή κατάσταση. Βέβαια αυτό βοηθάει στην επιβίωση πλήθους ποντικών,αμφιβίων και κουνουπιών, ενώ μερικές πάπιες και χήνες προσπαθούν να
επιβιώσουν σ' αυτόν τον θλιβερό τόπο. Ο Πυργιανός ποταμός εκβάλλει ( με ελάχιστη ροή ομολογουμένως) δίπλα στον βράχο της Πλάκας, ακριβώς δίπλα από την παραλία του Μαύρου Μώλου, που έχει ακόμη γαλάζια ( ως πότε;) σημαία! Θεωρώ αυτές τις καταστάσεις ντροπή για την πόλη της Κισσάμου.
Ανδρέας Μαρολαχάκης

Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2023

ΟΙ ΠΕΡΣΕΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΚΟΛΠΟΣ ΤΗΣ ΚΙΣΑΜΟΥ!

Πάντα, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, είχα τη συνήθεια, ειδικά τις καλοκαιρινές νύχτες, να παρατηρώ ( στην πραγματικότητα ν' απολαμβάνω) τον έναστρο ουρανό. Αυτή η απόλαυση ήταν εντονότερη, όταν η παρατήρηση γινόταν σε κάποια παραλία έχοντας μέτωπο προς την ανοιχτή θάλασσα. Διάλεγα απόμερες, ακατοίκητες ακτές που σε συνδυασμό με την έλλειψη τεχνητού φωτισμού από τη μια και την ολική χάση του φεγγαριού από την άλλη απολάμβανα ένα σκοτεινό και μάλλον μυστηριακό τοπίο.
Αυτή τη φορά οδήγησα το τζιπ σε μια απόκρημνη κι ερημική ακτή στα δυτικά της Κισάμου. Το μόνο φως που υπήρχε στον ορίζοντα ήταν (εκτός από τα πλευρικά φώτα ενός πλοίου στο βάθος του πελάγους) το χλωμό δανεικό φως των αστεριών και η αντανάκλαση τους στα νερά μιας μάλλον σκοτεινής θάλασσας. Έχοντας παρκάρει το αυτοκίνητο τελείως στην άκρη ενός απότομου γκρεμού, άκουγα το κύμα της θάλασσας να σκάει ρυθμικά αρκετά μέτρα πιο κάτω γλύφοντας μ' έναν ελαφρύ θόρυβο τα βράχια της ακτής.
Μετά από μιά αρκετά ζεστή μέρα, το πελαγίσιο αεράκι περνούσε από τ' ανοιχτά παράθυρα του τζιπ δημιουργώντας μια αρκετά ευχάριστη ατμόσφαιρα. Αφού τακτοποίησα το κάθισμα του αυτοκινήτου έχοντας στη διάθεση μου την αναπαυτικότερη θέση, έβγαλα από το ντουλαπάκι τη σκαλιστή λευκή πίπα που είχα αγοράσει μαζί με τον καπνό κατά την παραμονή μου στην Πόλη των πόλεων και μ' ένα σπίρτο την άναψα. Με μιας η καμπίνα του τζιπ πλημμύρισε από τη μυρουδιά του γλυκερού καπνού και άλλαξε προς το καλύτερο η διάθεση μου.
Παρατηρούσα τον ορίζοντα κοιτώντας ψηλά και βόρεια σαν να περίμενα κάτι σημαντικό. Ρουφώντας τον καπνό ένιωθα όλο και πιο χαλαρός και θεωρούσα τα πάντα που έβλεπα γύρω μου όλο και πιο αξιόλογα. Ακόμη και η πιο ασήμαντη αναλαμπή από τα φώτα κάποιου μακρινού αυτοκινήτου που διέσχιζε τους δρόμους του απέναντι ακρωτηρίου ήταν για μένα άξια προσοχής.
Ωστόσο αυτή η νυχτερινή μου εξόρμηση δεν έγινε για τα μακρινά φώτα τυχαίων αυτοκινήτων ούτε καν για τα πλευρικά φώτα του άγνωστου πλοίου. Ήταν βράδυ της 12ης Αυγούστου και είχα αποφασίσει να δω τα «πεφταστέρια» που τη συγκεκριμένη νύχτα θα έκαναν την εμφάνιση τους. Από νωρίς φρόντισα να πληροφορηθώ τα πάντα ( στο μέτρο του δυνατού) για τις Περσείδες, όπως ήταν μια δεύτερη ονομασία τους.Οι επιστημονικές εξηγήσεις του φαινομένου με άφησαν τελείως αδιάφορο, αν και έμαθα ότι ήταν υπολείμματα ενός κομήτη που ξεκινούσε από τον αστερισμό του Περσέα (από εκεί και η μια από τις ονομασίες τους) και πως μόλις έμπαιναν στην ατμόσφαιρα της γης λόγω της τριβής αναφλέγονταν . Άλλη μια από τις ονομασίες που έδωσαν στο φαινόμενο είναι και «δάκρυα του Αγ. Λαυρεντιου», προφανώς προς τιμήν του Αγίου της καθολικής εκκλησίας, που η μνήμη του για τον μαρτυρικό του θάνατο γιορτάζεται λίγες μέρες νωρίτερα. Αυτά όμως ελάχιστα μ' ενδιέφεραν, γιατί απλά περίμενα το θέαμα του φαινομένου και όχι τις επιστημονικές εξηγήσεις ή τις θρησκευτικές και λαϊκές δοξασίες. Άνοιξα το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου και με μιας μελωδίες από παλιές ροκ μπαλάντες με πλημμύρισαν κι «ανέβασαν» κατακόρυφα τη διάθεση μου. Ακόμη πιο χαλαρός ρουφούσα περιστασιακά τον καπνό μουρμουρίζοντας όσους από τους στίχους θυμόμουν από τα τραγούδια που άκουγα, ενώ προσπαθούσα να θυμηθώ πότε και σε ποιες περιπτώσεις τα είχα πρωτοακούσει. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε από τη στιγμή που ακινητοποίησα το αυτοκίνητο μου σ' αυτό το σημείο, γιατί με τον καπνό και τη μουσική είχα χάσει κάθε έννοια του χρόνου. Πολύ σύντομα έκλεισα τα βλέφαρα μου, γιατί δεν μπορούσα ν' αντέξω το ασήκωτο βάρος τους. Το ελαφρύ αεράκι και το μουρμουρητό από τον ελαφρύ θόρυβο που έκανε το κύμα που «έσκαγε» στα βράχια με νανούριζε και σύντομα βυθίστηκα σ' έναν ύπνο ανεξέλεγκτο.
Δεν κατάλαβα τι ήταν αυτό που με ανάγκασε ν' ανοίξω ξαφνικά τα μάτια μου και για λίγα λεπτά της ώρας να προσπαθώ να προσδιορίσω το που βρισκόμουν, όταν φωτεινές λωρίδες εμφανίστηκαν στον σκοτεινό ουρανό ακριβώς πάνω απ' το πέλαγος. Ο ορίζοντας ακριβώς μπροστά μου έλαμπε, καθώς μια σειρά από πεφταστέρια είχαν κάνει την εμφάνιση τους και προσπαθούσαν μάταια να βουτήξουν στα νερά του πελάγους. Ήταν φανερό πως η λάμψη τους έσβηνε πολύ πριν τελικά δροσιστούν στα νερά του μεγαλύτερου κόλπου της Κρήτης, ενώ κάποια απ' τα πεφταστέρια ήταν μεμονωμένα και διέσχιζαν τον σκοτεινό ουρανό μ' έναν μοναχικό χορό. Υπήρχαν κάποια άλλα που σχημάτιζαν ομάδα κι έπεφταν προς τη θάλασσα με μια μοναδική χορογραφία που με άφηνε άφωνο. Κάποιες ομάδες με πεφταστέρια σχημάτιζαν ευθεία γραμμή σαν να έκαναν επίδειξη στρατιωτικού σχηματισμού και άλλες φορές δημιουργούσαν μια ομάδα κρατώντας σαφείς αποστάσεις μεταξύ τους, σαν να εκτελούσαν συγκεκριμένη χορογραφία ενός ουράνιου μπαλέτου. 
Ασυναίσθητα έπιασα τη φωτογραφική και σχεδόν με μανία φωτογράφιζα κάθε στιγμιότυπο. Η ψηφιακή φωτογραφική μηχανή μου αποτύπωνε τη στιγμιαία φάση των Περσείδων. Παρατήρησα ότι τα υπολείμματα του κομήτη Σουίφτ Ταλτ έμπαιναν στη γήινη ατμόσφαιρα σε χρονική περίοδο ενός λεπτού. Αυτό με ανάγκασε να είμαι σε πλήρη ετοιμότητα απολαμβάνοντας ένα σπάνιο και μοναδικό θέαμα. Είχα παρατηρήσει κι άλλες φορές ανάλογα φαινόμενα, αλλά αυτή τη στιγμή εκεί στην έρημη ακτή της Κισάμου ήμουν βέβαιος πως αυτό το θέαμα αποτελούσε ίσως την κορωνίδα όλων όσων κατά καιρούς είχα απολαύσει.
Το θέαμα όσο περνούσε η ώρα έφθινε και τα πάντα γίνονταν πιο χλωμά, καθώς απ' το απέναντι ακρωτήριο της Σπάθας ξεπρόβαλε το φως του ήλιου.
Άνοιξα τον διακόπτη της μηχανής του αυτοκινήτου μου και ξεκίνησα για τη βάση μου.

Τετάρτη 7 Ιουνίου 2023

ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΣΑΜΟ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑ !


Είναι κάποιες στιγμές που αναρωτιόμαστε αν αυτό που σκεπτόμαστε θα πρέπει τελικά να το εξωτερικεύσουμε ή όχι! 
Χωρίς καμία πολιτική σκοπιμότητα ή υστεροβουλία αποφάσισα να σχολιάσω μερικά από τα στραβά και παράλογα της πόλης της Κισάμου όπως τα είδα στη σύντομη διάρκεια της εκεί παραμονής μου! 
Δεν ξέρω αν η κατάσταση στη οποία έχει περιέλθει η πόλη οφείλεται σε ανικανότητα ή σε αδιαφορία των υπευθύνων !
Σε όλους τους ασφαλτοστρωμένους δρόμους της πόλης υπάρχουν τόσες λακκούβες … που νομίζω πως της αξίζει το προσωνύμιο … η πόλη της «λακκούβας»!
Σε πολλά σημεία πολλών δρόμων έχουν σκάψει μετά την ασφαλτόστρωση για την διενέργεια διαφόρων έργων πχ για ύδρευση, ηλεκτρισμό, οπτικές ίνες κ.α! Φυσικά όλα αυτά είναι αναγκαία να γίνουν… αλλά εξ ίσου αναγκαία είναι και η αποκατάσταση των δρόμων και όχι είτε να χάσκουν  σαν «λαβωματιές» ή και με την πρόχειρη διόρθωση  να εξέχουν και να γίνονται επικίνδυνα για κάθε μοτοσικλετιστή ή ποδηλάτη! Ακόμη και τα αυτοκίνητα που τα συναντούν με κάποια ταχύτητα υπάρχει πιθανότητα να αλλάξουν πορεία λόγω στραβοτιμονιάς με τ' ανάλογα αποτελέσματα ! Στους περισσότερους δρόμους δεν υπάρχει διαγράμμιση αλλά και σ αυτούς που υπάρχει οι γραμμές είναι ξεθωριασμένες που ο οδηγός μόνο υποθετικά θα μπορούσε να αποφασίσει ! Στη οδό Σκαλίδη παρκάρει οποίος θέλει στα αριστερά (κυρίως) Όχι μόνο για να εξυπηρετηθεί  περιστασιακά για κάποια ψώνια, αλλά και για να καλαμπουρίζει με φίλους και γνωστούς ή και να πιει το καφεδάκι του στις παραπλήσιες καφετέριες! Στο ίδιο δρόμο μοτοποδήλατα, μοτοσικλέτες, ποδήλατα και καινούργια ηλεκτρικά πατίνια παραβιάζουν την μονοδρόμηση κατά το «δοκούν»! αυτή την μονοδρόμηση την παραβιάζουν και αυτοκίνητα με το πρόσχημα ότι πρέπει να φορτώσουν ή να ξεφορτώσουν κατι βιαστικό ! Στο ζήτημα της προτεραιότητας στις διασταυρώσεις των δρόμων ισχύει το ανέκδοτο που λέει … ότι προτεραιότητα έχουν κατ' αρχάς οι ντόπιοι, μετά οι σώγαμπροι, ακολουθούν αυτοί που έχουν ντόπια φιλενάδα και τελευταίοι όλοι οι άλλοι
Μηχανάκια που όπως είναι φανερό οδηγούν ανήλικοι ( και πιθανότατα χωρίς άδεια οδήγησής ) διασχίζουν τους δρόμους απο όλες τις κατευθύνσεις και προς όλες τις κατευθύνσεις ! Οι «σούζες» και οι «κόντρες» είναι καθημερινότητα και φυσικά ούτε λόγος για κράνη ! Στην οδό Αγαμέμνωνος καθημερινά γίνονται κόντρες με τους μοτοσικλετιστές να διαγωνίζονται οδηγώντας τις μηχανές στην πίσω ρόδα 
Για διασχίσεις κάθετα την οδό «ηρώων Πολυτεχνείου» έχεις λίγες πιθανότητες παραπάνω από το να κερδίσεις το joker!
Η παραχώρηση προτεραιότητας σε πεζό ή σε κάποιο όχημα γίνεται αντικείμενο χλευασμού από τους οδηγούς που ακολουθούν. 
Από την πλατεία Τζανακάκη αν επιχειρήσει κάποιος να κατέβει προς την θάλασσα από την δεξιά πλευρά η απότομη κλίση του δρόμου το πολύ μικρό πλάτος του δρόμου σε συνδυασμό με τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και της διπλής κατεύθυνσης καθιστά την διέλευση καθαρά ζήτημα τύχης!
Κατεβαίνοντας προς τον παραλιακό δρόμο ανάμεσα στο π. Τελωνείο και μέχρι την παιδική χαρά αποκλείεται κάποιος με αυτοκίνητο να διασχίσει την συγκεκριμένη απόσταση χωρίς να αναγκαστεί να στάσεις και ελιγμούς !
Τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και οι μηχανές καλύπτουν το μεγαλύτερο τμήμα του δρόμου. Η κατάσταση γινεται ακόμη χειρότερη τις νυχτερινές ώρες μετά από την κατανάλωση αλκοόλ εκ μέρους των οδηγών.
Σωλήνες που διοχετεύουν πόσιμο νερό στα σπίτια και στις επιχειρήσεις βρίσκονται στην επιφάνεια του εδάφους με το ήλιο να αλλοιώνει το υλικό και το νερό !  
Στον Μαύρο Μόλο χώρισαν την θάλασσα με σχοινιά για να κάνουν βόλτες νοικιαζόμενα σκάφη στους τουρίστες ! Και όλα αυτά δίπλα στου λουόμενους και να μολύνουν τον κόλπο !
Θυμάμαι πως σαν έφηβος μαζί με τους φίλους μου κολυμπούσανε από τον Μαύρο Μόλο μέχρι την Πλάκα! Αυτό πλέον ειναι αδύνατον να γίνει λόγω των βενζινοκίνητων πλεούμενων!
Ο κίνδυνος ατυχήματος είναι παραπάνω από ορατός 
Το χειρότερο από όλα είναι πως οι πολίτες που δεν συμφωνούν μ' αυτή την κατάσταση σιωπούν και δέχονται παθητικά όλες τις παρατακτικές συμπεριφορές ίσως γιατί δεν θέλουν να πάνε κόντρα στους συμπολίτες τους ίσως και κοιτάνε την «δουλειά» τους και δεν έχουν διάθεση να κοντραριστούν με τους ντόπιους παραβάτες Γιατί ΟΛΟΙ είναι συγγενείς κουμπάροι και φίλοι ! 
Αλλά σαν πολίτης μιας άλλης εποχής … πιστεύω πως το σωστό είναι σωστό και το παραβατικό είναι παραβατικό όποιος και αν το κάνει
Αναρωτιέμαι για τον βαθύ υπνο των Καστελιανών!
Τεράστια αγροτικά αυτοκίνητα με τα λάστιχα τους να εξέχουν αρκετούς πόντους κατα πλάτος σε σχέση με τα φτερά παραβιάζουν τον μισό ΚΟΚ χωρίς να νοιάζεται κανείς! Το να βρεις θέση πάρκινγκ ισοδυναμεί με κερδισμένο λαχείο!  Το να διασχίσεις κάθετα τον κεντρικό δρόμο αν δεν σταματήσει κάποιος ευγενικός οδηγός χρειάζεσαι τύχη ή την βοήθεια κάποιου Αγίου ! Αν χρειαστεί να πάει κανείς με το αυτοκίνητο σε δευτερευούσης σημασίας δρόμους κινδυνεύει να πέσει σε σκάλα οικοδομής που του κλείνει ξαφνικά τον δρόμο και αφήνει περιθώριο να περάσει ένα μικρό ΙΧ και αυτό με προσοχή ! Φυσικά για φορτηγό ούτε λόγος να γίνεται! Λίγο παρακάτω υπάρχει οικοδομή της οποίας η εξώπορτα βγαίνει κατευθείαν στο δρόμο ! Δηλαδή αν βγει κάποιος από το σπίτι πέφτει επάνω σε δρόμο αυτοκινήτων χωρίς να υπάρχει καν  πεζοδρόμιο ! Θέσεις πάρκινγκ νόμιμες ελάχιστες και παραβιάζονται με διπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα των οποίων οι κάτοχοι πίνουν αμέριμνοι το καφεδάκι τους! Αν προσπαθήσει κάποιος με το αυτοκίνητο του να ανέβει από την οδό Γεωργιλάκη προς την πλατεία Τζανακάκη μόνο με τύχη θα το καταφέρει καθώς  στην άκρη της πλατείας και στη αρχή του συγκεκριμένου δρόμου παρκάρουν αυτοκίνητα σε διπλή ακόμη και τριπλή σειρά! Στον ίδιο δρόμο παρκάρουν και στις δυο πλευρές αυτοκόλλητα Παρ' όλο που ο δρόμος είναι διπλής Κατευθύνσεις.  Κανένας σεβασμός για ΑΜΕΑ ή για γυναίκες με μικρά παιδιά. Όλα αυτά συμβαίνουν πριν ακόμη αρχίσει η τουριστική σαιζόν. Όταν αρχίσουν οι επισκέψεις σε Μπάλο, Φαλάσαρνα και Λαφονήσι τα πράγματα γίνονται απείρως δυσκολότερα 
Ανδρέας Μαρολαχάκης

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2022

Η ΣΕΛΗΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΛΑΓΟΣ

Από τις πρώτες μέρες του Αυγούστου, για πρώτη φορά μετά την εμφάνιση της πανδημίας, βρέθηκα στην πόλη των εφηβικών μου χρόνων, την Κίσαμο. Συναντήσεις και επανασυνδέσεις με παλιούς φίλους και συμμαθητές γινόταν σε καθημερινή βάση και σε λίγο έπαψα να αισθάνομαι επισκέπτης κι «αφομοιώθηκα» με τους ντόπιους κι άρχισα να συμπεριφέρομαι σαν τέτοιος. Ελπίζοντας πάντα σε μια συνάντηση που  θα αναβίωνε μνήμες του παρελθόντος! 
 Οι επισκέψεις στις αγαπημένες παραλίες της νιότης μου γινόταν μετά από επιλογή με μοναδικό κριτήριο την «πολυκοσμία». Έτσι σταδιακά διέγραφα απ' τις επιλογές μου κάθε «κοσμοπολίτικη» παραλία κι έψαχνα όλο και πιο απομονωμένες περιοχές χωρίς οργανωμένο «σέρβις» ή έστω με υποτυπώδεις ανέσεις. Ευτυχώς υπάρχουν ακόμη τέτοια μέρη που δεν τα μόλυνε ακόμη η «πανδημία» του τουρισμού και του αλόγιστου κέρδους. Συνήθως βρίσκονται σε σημεία που δεν είναι δυνατή η πρόσβαση με αυτοκίνητο. Εμένα πάντα με γοήτευαν τέτοιες ερημικές τοποθεσίες. Το κυριότερο ήταν ότι,  εκτός απ' τον παφλασμό του κύματος και το ελαφρύ θρόισμα του ανέμου, άλλος θόρυβος δεν αποσπούσε την προσοχή μου.
 Μια απ' τις τοποθεσίες που είχαν πάντα την προτίμηση μου ήταν στ' αριστερά αμέσως μετά τον Μαύρο Μώλο. Η περιοχή έχει πολλά βράχια και δεν είναι προσβάσιμη απ' τον κεντρικό δρόμο. Τα βράχια και οι πέτρες δεν επιτρέπουν στους κολυμβητές να πλησιάσουν και σχεδόν είναι χωρίς κόσμο. Μια πιθανή δίοδος προς αυτό το σημείο είναι να περάσεις πάνω απ' τα βράχια του Μαύρου Μώλου. Η διάταξη των βράχων θυμίζει παλιά προβλήτα και δεν συχνάζουν εκεί λουόμενοι λόγω του κακοτράχαλου εδάφους. Σ' αυτό το σημείο κολυμπούσα τις τελευταίες μέρες και απολάμβανα μια «θαλάσσια» μοναξιά σ' όλο της το μεγαλείο, όταν πληροφορήθηκα απ' τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι η υπερπανσέληνος του οξύρρυγχου ήταν προ των πυλών. Το όνομα που έδωσαν στη πανσέληνο οι ιθαγενείς της Β. Αμερικής  με ξένισε και  προκάλεσε την ειδητική ικανότητά μου κι ανακάλεσε την αλγεινή εντύπωση που είχα βιώσει σαν παιδί πίνοντας το αλήστου μνήμης μουρουνέλαιο. Και μόνο που άκουγα τ' όνομα του «οξύρρυγχου», η γεύση της αηδιαστικής υπερτροφής πλημμύριζε τα γευστικά μου όργανα. Για πρώτη φορά ένιωθα απέχθεια για το εκλαϊκευμένο όνομα μιας πανσελήνου. Συνήθως τα προηγούμενα ονόματα με γοήτευαν και μου δημιουργούσαν  ανάλογους με τ' όνομα συνειρμούς. Έτσι μετά την πανσέληνο του «χιονιού». της «αρκούδας», της «φράουλας» ήρθε η σειρά του «οξύρρυγχου». 
Στην Κίσαμο υπήρχαν πολλές εκδηλώσεις με κύριο θέμα την εν λόγω πανσέληνο.  Όμως η συγκέντρωση μεγάλου πλήθους μού προκαλούσε απογοήτευση για τη συμμετοχή  μου στις διάφορες δράσεις. Ποτέ, μα ποτέ, δεν συμπαθούσα τη συνάθροιση πολλών ατόμων, ακόμα κι αν γινόταν για ένα θέμα που μ' ενδιέφερε. Τελείως αυθόρμητα και χωρίς κανένα προγραμματισμό αργά το βράδυ πέρασα ( με κάποια δυσκολία τ' ομολογώ ) από τα βράχια του Μαύρου Μώλου στην πίσω πλευρά του βραχίονα και βολεύτηκα σχετικά άνετα σ' ένα μικρό σχηματισμό από πέτρες και άμμο! Είχα μαζί μου ένα σακίδιο πλάτης με νερό, λίγο αλκοόλ και τον τουρκικό καπνό που έφερα απ' την Πόλη. Η νύχτα δεν ήταν ιδιαίτερα ζεστή κι ένα ελαφρύ αεράκι με χάιδευε δημιουργώντας μια ευχάριστη αίσθηση. Βολεύτηκα σ' ένα κοίλωμα ανάμεσα σε δυο πέτρες που είχε μπόλικη άμμο στη βάση του κι έβγαλα το περιεχόμενο του σακιδίου και τ' αράδιασα δίπλα μου. Τον άδειο πλέον σάκκο τον χρησιμοποίησα σαν μαξιλάρι ανάμεσα στην πλάτη μου και στην κάθετη πέτρα, έτσι ώστε να είμαι σε όσο το δυνατόν αναπαυτική στάση. Ικανοποιημένος πήρα στα χέρια μου τη σκαλιστή πίπα κι άρχισα να τη γεμίζω μηχανικά με καπνό. Όταν την άναψα, το σκοτάδι με ειχε κυκλώσει και τα μόνα φώτα που έβλεπα ήταν από ένα πλοίο που διέσχιζε το πέλαγος στ' ανοιχτά του κόλπου. Το φεγγάρι «άναψε» ξαφνικά κι από γκρίζος κύκλος έγινε μια έντονα φωτεινή πηγή. Ένας τεράστιος δίσκος που σκορπούσε διακριτικά το κίτρινο-ασημί φως και νικούσε την κυριαρχία της νύχτας. Ένας ελαφρύς κυματισμός ανάγκαζε τη θάλασσα ν' απλώνει περιοδικά ένα δαντελένιο αφρό μ' ένα ελαφρύ, υπόκωφο θρόισμα που ακουγόταν όλο και πιο ευχάριστα. Έτριψα το σπίρτο και για μια στιγμή η φλόγα με θάμπωσε. Άναψα τον καπνό της πίπας και μια βαριά, γλυκερή μυρωδιά με τύλιξε μέσα από ένα αχνογάλαζο σύννεφο. Με δυο γουλιές αλκοόλ τα πάντα έγιναν πιο απλά. Χαλάρωσα τόσο σωματικά, όσο και πνευματικά. Βολεύτηκα όσο πιο αναπαυτικά μπορούσα έχοντας στην πλάτη μου τους βραχώδεις λόφους της Κισάμου και μπροστά μου τον ομώνυμο κόλπο, που τα νερά του χάνονταν στο Κρητικό πέλαγος. Μια βαθιά ρουφηξιά απ' τον καπνό και μια γερή γουλιά απ' το μπουκάλι έκαναν την κατάσταση πολύ καλύτερη. Το μουρμουρητό της θάλασσας σε συνδυασμό με το αεράκι ανάγκασαν τα μάτια μου να κλείσουν και να παραδοθώ στον Μορφέα. Δεν ξέρω για πόση ώρα ήμουν σ' αυτή την κατάσταση, όταν ξαφνικά άνοιξα τα μάτια μου και για λίγες στιγμές προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω που βρισκόμουν. Ο άνεμος είχε περισσότερη ένταση και ο παφλασμός της θάλασσας ήταν λίγο πιο δυνατός. Τέντωσα τα άκρα μου σε μια προσπάθεια να ξεμουδιάσω, πνίγοντας ένα χασμουρητό που αβίαστα προσπαθούσε να μου υπενθυμίσει ότι μάλλον χρειαζόμουν περισσότερο ύπνο. Η ματιά μου σάρωσε τον ορίζοντα κι έμεινα κυριολεκτικά με το στόμα ανοιχτό, χωρίς να μπορώ ν' αρθρώσω την παραμικρή λέξη. Απέναντι μου ο τεράστιος δίσκος της Σελήνης λαμπερός, με έντονη κιτρινωπή ανταύγεια «φιλούσε» τα νερά του κόλπου της Κισάμου! Το θέαμα ήταν εντυπωσιακό και στα μάτια μου φάνταζε σαν να ερωτοτροπούσε το φεγγάρι με τη θάλασσα! Η αντανάκλαση που δημιουργούσε το χλωμό φως του δορυφόρου της γης πάνω στην επιφάνεια του νερού είχε το σχήμα ενός μονοπατιού. Ένα ασημένιο μονοπάτι που έφθανε μέχρι την ακτή! Κοίταζα το θέαμα μαγεμένος με συνειρμούς απ' την εφηβεία να δίνουν άλλη διάσταση στο αγαπημένο μου φυσικό θέαμα. Για μια στιγμή ένιωσα ένα μικρό τσίμπημα ζήλειας, μη μπορώντας να αντέξω την αρμονία της Σελήνης και του πελάγου. Η αίσθηση που είχα εκείνη τη στιγμή ήταν ότι το φεγγάρι «φιλούσε» τη θάλασσα.  
-«Ήμουν σίγουρη ότι θα σ' έβρισκα εδώ», άκουσα μια γνώριμη φωνή που με έκανε να πιάσω ασυναίσθητα την πλατινένια αλυσίδα του αριστερού μου χεριού  «Είδα το τζιπ παρκαρισμένο μπροστά απ' τους βράχους και σκέφτηκα πως θα σε εύρισκα εδώ »!
Ανδρέας Μαρολαχάκης

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2021

ΤΗΝ ΕΛΕΓΑΝ ΕΒΕΛΙΝ (ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΣΑΜΟ)

Είχε μπει για τα καλά ο Μάιος. Με το τέλος του μήνα θα ξεκινούσαν οι κατατακτήριες εξετάσεις της χρονιάς κι όλοι εμείς οι μαθητές (ιδιαίτερα τα λουλούδια) κυριευόμασταν από μια περίεργη νευρικότητα. Χωρίς να υπάρχει κάποια φανερή  αιτία, νιώθαμε μια πίεση, ίσως γιατί όλη τη χρονιά δεν ήμασταν και τόσο συνεπείς στις μαθητικές μας υποχρεώσεις. Αντί να συνετιστούμε και να  υποχρεωθούμε να στρωθούμε στο διάβασμα για να έχουμε μια δεύτερη ευκαιρία και ν' ανταπεξέλθουμε στις επερχόμενες εξετάσεις, εμείς ξεκινούσανε μια σειρά από κοπάνες στις οποίες, λόγω της ζέστης που επικρατούσε, καταλήγαμε στον «Μαύρο Μώλο» και ειδικά στην Πλάκα. Ο βράχος της Πλάκας δέσποζε στην δεξιά πλευρά του «Μαύρου Μώλου» κι όπως μπορεί να καταλάβει κάποιος απ' το όνομά του ήταν επίπεδος και πλατύς, αρκετά μεγάλος σε έκταση κι ελάχιστα πιο ψηλός από τη στάθμη της θάλασσας.
Η Πλάκα είχε γίνει το καταφύγιό μας όταν αποφασίζαμε να κάνουμε κοπάνα για μπάνιο. Απ' τη βόρεια γωνία του βράχου και σε ευθεία γραμμή προς το άνοιγμα του κόλπου σε αρκετή απόσταση απ' την ξηρά είχαμε ανακαλύψει σε μεγάλο βάθος σπασμένα κομμάτια από πήλινα σκεύη και με τη φαντασία μας ονειρευόμασταν ότι ανακαλύψαμε κάποιο αρχαίο ναυάγιο. Προσπαθούσαμε με κάθε μυστικότητα ν' ανασύρουμε απ' τον βυθό όσο πιο πολλά πήλινα θραύσματα και μερικά σχεδόν άθικτα. Προσπαθούσαμε με τις γνώσεις και την εμπειρία που είχαμε να προσδιορίσουμε την προέλευσή τους. Οι θεωρίες στις οποίες είχαμε καταλήξει ξεπερνούσαν κάθε φαντασία και κάλυπταν όλες τις χρονικές περιόδους, χωρίς να μπορούμε να καταλήξουμε κάπου συγκεκριμένα. Σχεδιάζαμε ν' απευθυνθούμε στην αρχαιολογική υπηρεσία και υπολογίζαμε πως ένα μέρος της δημοσιότητας θα έπεφτε πάνω μας. Με τη φαντασία μας να καλπάζει και να ονειρευόμαστε αρχαιολογικές ανακαλύψεις συνεχίζαμε τις καταδύσεις.
Απ' αυτό το όνειρο μάς προσγείωσε απότομα ένας μαθητής μεγαλύτερης τάξης από μας, φοβερός κολυμβητής και δύτης, του οποίου δεν θυμάμαι το όνομα, παρά μόνο το «παρατσούκλι» του. Λόγω της ικανότητάς του στη θάλασσα τον φώναζαν όλοι «μπακαλιάρο». Αυτός ο τόσο απίστευτα καλός κολυμβητής βουτούσε λίγο πιο μέσα προς το άνοιγμα του κόλπου σε σχέση με το σημείο που βουτούσαμε εμείς κι έβγαζε κάτι τεράστια κοχύλια τα οποία όλοι  ζηλεύαμε. Πολύ γρήγορα κατάλαβε τι ακριβώς βγάζαμε εμείς απ' τη θάλασσα κι ήρθε κοντά μας στην Πλάκα και μας γκρέμισε απ' τα όνειρά μας στη σκληρή πραγματικότητα.
-Τα πήλινα θραύσματα που βγάζετε απ' τον κόλπο δεν είναι αρχαία. Πριν λίγα χρόνια βούλιαξε εδώ ένα καΐκι που μετέφερε σταμνιά και διάφορα σκεύη για οικειακή χρήση.
Το έλεγε και μας περιέπαιζε για την αφέλειά μας. Εμείς νιώσαμε τα όνειρά μας να βουλιάζουν σαν το καΐκι που μας περιέγραφε ο «μπακαλιάρος». Πολύ γρήγορα διαπιστώσαμε ότι έλεγε την αλήθεια. Παρ' όλα αυτά η Πλάκα συνέχισε να είναι το λημέρι μας για όλες τις κοπάνες που κάναμε.
Σε μια απ' τις κοπάνες απηυδισμένοι απ' τη ζέστη πήγαμε στην Πλάκα εγώ, ο Πσιπσής, ο Γιώργος Δασκ.... και ο Γιάννης ( σήμερα είναι δικηγόρος). Με το που ανεβήκαμε στον βράχο μας περίμενε μια έκπληξη. Στη μέση της Πλάκας λιαζότανε μια τουρίστρια. Ξαπλωμένη πάνω σε μία πετσέτα χωρίς να φοράει το μαγιό της. Αυτό ήταν κάτι πολύ σπάνιο εκείνη την εποχή, όπως και γενικά οι τουρίστες ήταν ελάχιστοι. Αφού ξεπεράσαμε την έκπληξή μας διαλέξαμε ένα σημείο στ' αριστερά της και προφασιστήκαμε ότι κάναμε ηλιοθεραπεία κι εμείς. Στις κρυφές ματιές που ρίχναμε αντιληφθήκαμε πολύ γρήγορα ότι δεν νοιαζόταν καθόλου για την παρουσία μας. Συνέχιζε απτόητη να διαβάζει το περιοδικό της και ν' αλλάζει θέση κάθε τόσο στην πετσέτα της. Εμείς όμως μόνο ήρεμοι δεν ήμασταν. Έγινε αμέσως το κύριο θέμα της συζήτησής μας. Τελικά αποφασίσαμε να την πλησιάσουμε και να πιάσουμε κουβέντα μαζί της. Το δύσκολο ήταν το θάρρος και τα αγγλικά! Εγώ είχα το θάρρος, αλλά από αγγλικά λίγα πράγματα. Ίσως ήταν απ' τις λίγες φορές που βλαστήμισα για τις κοπάνες και τις μαγκιές που έκανα στο μάθημα των αγγλικών.
Ο Πσιπσής κούνησε ελαφρά το κεφάλι του κάνοντας συγχρόνως μια αρνητική γκριμάτσα. Με αυτό τον τρόπο αποστασιοποιήθηκε χωρίς καν να μιλήσει.
Ο Γιάννης, που ήταν εξπέρ στα αγγλικά, δεν τολμούσε να πάει και να της μιλήσει. Κάποια στιγμή αποφάσισα να την πλησιάσω και να της μιλήσω με τα Βλαχοαγγλικά μου. Δεν θυμάμαι τι ακριβώς της είπα. Αυτή με κοίταξε, χαμογέλασε κι άπλωσε το χέρι της κι έπιασε το δικό μου. Πολύ γρήγορα κατάλαβα ότι το χέρι μου το ήθελε για να τη βοηθήσω να σηκωθεί. Μόλις σηκώθηκε, μάζεψε τα πράγματά της χωρίς να πει τίποτα, έριξε πάνω στο κορμί της ένα διαφανές παρεό κι αναχώρησε απ' την Πλάκα. Ακόμη θυμάμαι την περίσσεια χάρη με την οποία απομακρυνόταν από μας τους παρείσακτους, ενώ το σώμα της διαγραφόταν με το διαφανές ρούχο να μην κρύβει ούτε το ελάχιστο. Αργότερα έμαθα ότι την έλεγαν Έβελιν κι ήταν απ' τον Καναδά.
Ανδρέας Μαρολαχάκης
Φωτο Ανυφαντάκης

Πέμπτη 8 Ιουλίου 2021

Η ΥΠΕΡΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ ΤΗΣ ΦΡΑΟΥΛΑΣ

 Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
Τα φρούτα που θεωρώ τα καλύτερα (με εξαίρεση το καρπούζι) είναι οι φράουλες! Πάντα με γοήτευε η εμφάνισή τους και κυρίως η γεύση τους, που τη θεωρώ ως την κορυφαία απ' όλα σχεδόν τα φρούτα! Όταν μαθητής του δημοτικού την έκανα κοπάνα (σβόμπα όπως τη λέγαμε στην τότε μαθητική αργκό) απ' το σχολείο, μαζί με τους συμμαθητές μου, τον Τάσο και τον Γιάννη και πήγαμε στην περιοχή που τότε ονομάζαμε «μπαξέδες», ήταν ίσως η πρώτη φορά που δοκίμασα κι έφαγα φράουλες ! Ο Τάσος γνώριζε ένα μέρος που είχε φραουλιές άγριες. Έσκυψε κάποια στιγμή, έκοψε από ένα χαμηλό κι ασήμαντο φυτό τον κόκκινο καρπό του και τον έβαλε στο στόμα του πλαταγιάζοντας τη γλώσσα του με ευχαρίστηση! Εγώ τον κοίταζα με δυσπιστία και φοβόμουν κάποια πιθανή φάρσα, απ' αυτές που συνηθίζαμε και κάναμε ο ένας στον άλλο.  Ο Τάσος έσκυψε ξανά κι έκοψε ακόμη ένα κόκκινο φρούτο και το έβαλε στο στόμα του. Την ίδια στιγμή ο Γιάννης δυο βήματα πιο εκεί τον μιμήθηκε βγάζοντας επιφωνήματα ευχαρίστησης ! Αφού βεβαιώθηκα ότι δεν υπήρχε καμία περίπτωση φάρσας, έσκυψα κι εγώ κι έκοψα έναν καρπό απ' το ασήμαντο αυτό χορταράκι.Τον έπιασα στα χέρια μου και τον περιεργάστηκα με προσοχή. Ήταν μικρός, πολύ μικρότερος απ' όλες τις φράουλες που ήξερα μέχρι εκείνη τη στιγμή! Είχε ένα βαθύ κόκκινο χρώμα ( σχεδόν το χρώμα της πορφύρας). Τον πλαισίωναν οδοντωτά στη μια άκρη πράσινα φυλλαράκια. Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτά τα φυλλαράκια μού φάνηκαν πως έμοιαζαν με πριγκιπική κορώνα! Τον πλησίασα στη μύτη μου και το άρωμα που συνέλλαβαν τα ρουθούνια μου ήταν μοναδικό, εξαίσιο! Τον έφερα διστακτικά στο στόμα μου και τον δάγκωσα ελαφριά με τους κοπτήρες ακουμπώντας συγχρόνως πάνω στο περίεργο φρούτο και τη γλώσσα μου! Η γεύση του ήταν κάτι το μοναδικό! Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα νιώσει ξανά τέτοια γευστική απόλαυση! Ξεπερνώντας με μιας τους αρχικούς μου δισταγμούς, άρχισα να μαζεύω φράουλες και να τις καταναλώνω με βουλιμία, χωρίς καν να νοιάζομαι για το ότι ήταν άπλυτες! Δεν μπορώ να θυμηθώ πόσες έφαγα ή αν  έφαγα τις περισσότερες , γιατί και οι τρεις μας κάναμε το ίδιο, χωρίς να δίνουμε σημασία ο ένας στον άλλο! Τέτοια γευστική απόλαυση δεν είχα νιώσει ποτέ ξανά στη ζωή μου! Το βράδυ κι ενώ ξενύχτησα με πόνους στην κοιλιά καταβάλλοντας προσπάθεια ν' αποφύγω τον εμετό (αυτό δεν  πέρασε απαρατήρητο απ' τη μητέρα μου) όλοι νόμισαν ότι είχα πάθει μια ελαφριά ηλίαση κι έτσι γλίτωσα τις πιο επίμονες ανακρίσεις! Δεν φοβόμουν να πω στους δικούς μου για τις άπλυτες φράουλες που έφαγα, αλλά έτρεμα στην ιδέα ότι θα μάθαινε η μητέρα μου ότι έκανα κοπάνα απ' το σχολείο. Από τότε, όσες φορές κι αν δοκίμασα τις φράουλες του εμπορίου, δεν υπήρχε μέτρο σύγκρισης με τις άγριες που είχα φάει με τους φίλους μου! Ωστόσο δεν φαντάστηκα ότι υπήρχε περίπτωση αυτό το φρούτο να έδινε τ' όνομά του σε μια άλλη μου αγαπημένη,στη Σελήνη! Ξαφνιάστηκα όταν άκουσα πως υπήρχε η πανσέληνος της φράουλας και μάλιστα ήταν υπερπανσέληνος ! Το όνομα το πήρε απ' τους Ινδιάνους της βόρειας Αμερικής γιατί για κείνες τις λίγες μέρες μπορούσαν να μαζέψουν τις άγριες φράουλες που ωριμάζουν στην περιοχή! Φυσικά το χρώμα της Σελήνης δεν είχε καμία σχέση με το χρώμα της φράουλας κι αυτό ήταν μια μικρή απογοήτευση! Προσπάθησα ν' αλιεύσω κάθε γνωστή πληροφορία για το γεγονός! Έτσι έμαθα πως φέτος αυτή θα ήταν η τέταρτη συνεχόμενη υπερπανσέληνος και η τελευταία του έτους! Ένα πολύ σπάνιο γεγονός, που από μόνο του με γοήτευε. Ένιωσα να με κυριεύει μια νευρικότητα και μια ανυπομονησία για το πως θα απολαύσω αυτό το σπάνιο φαινόμενο ! Ξαφνικά νωρίς το απόγευμα μου ήρθε μια σκέψη κάτι σαν αναλαμπή και χωρίς να διστάσω αποφάσισα να την εφαρμόσω! Αφού έκανα νοερά μια λίστα αντικειμένων που θα χρειαζόμουν, τα έβαλα στο αυτοκίνητο και ξεκίνησα. Πήρα τον δρόμο προς τα βόρεια χωριά των Πιερίων οδηγώντας προσεκτικά και με τον φόβο να κυριαρχεί μέσα μου, επειδή λόγω της πανδημίας υπήρχε απαγόρευση μετακινήσεων. Βασιζόμουν στο ότι πάντα σ' αυτή την περιοχή δεν είχε κίνηση και το κυριότερο δεν υπήρχε αστυνομική δύναμη σε κανένα απ' τα χωριά που θα συναντούσα κατά τη διαδρομή. Αφού πέρασα το Πολυδένδρι και τα Ριζώματα, πολύ γρήγορα έφτασα στο Δάσκιο! Μέχρι εδώ η διαδρομή μου ήταν γνωστή και την είχα κάνει πολλές φορές. Από εκεί και μετά ο δρόμος διέσχιζε δάση και λόγγους ασφαλτοστρωμένος μερικώς, αλλά και με πολλά τμήματα χωματόδρομου. Το δάσος είχε σε μεγάλο ποσοστό βελανιδιές και οξιές, χωρίς να λείπουν οι καστανιές, οι κέδροι και τα πεύκα. Σε πολλά σημεία είχε λόγγους, με τα πουρνάρια να κάνουν αδιάβατη κάθε προσπάθεια να το διασχίσει κάποιος. Συνεπαρμένος απ' το τοπίο και τα άγρια ζώα που έβλεπα να πετάγονται τρομαγμένα απ' την παρουσία μου, έφτασα το απογευματάκι στο υδροηλεκτρικό εργοστάσιο του Πολυφύτου. Το άφησα στα δεξιά, μπήκα σ' έναν καλύτερο σχετικά δρόμο και συνέχισα ακολουθώντας τις οδικές πινακίδες. Πέρασα κάτω από μια γέφυρα και συνέχισα, ώσπου είδα την πινακίδα της Νεράιδας! Έστριψα στα δεξιά κι ανέβηκα στο ύψωμα που στην κορυφή του δέσποζε το ομώνυμο χωριό! Θλίψη μ' έπιασε, όταν είδα τη γνωστή μου από άλλες εξορμήσεις ταβέρνα να ειναι κλειστή κι έρημη! Όπως και όλη η τουριστική υποδομή του χωριού βρισκόταν σε αναστολή. Αναλογίστηκα κι όλες τις κλειστές ταβέρνες και καφετέριες που συνάντησα κατά τη διαδρομή κι ήταν επίσης κλειστές λόγω της πανδημίας. Ελάχιστα άτομα έκαναν περίπατο, χωρίς κανείς να μου δίνει την παραμικρή σημασία. Το χωριό είναι απ' τα πιο καινούργια της Ελλάδας, γιατί μετά την απαλλοτρίωση που έκανε στο πεδινό χωριό η ΔΕΗ τη δεκαετία του ´70, οι κάτοικοι μετακινήθηκαν στον βραχώδη λόφο εγκαταλείποντας το πεδινό χωριό τους, που το σκέπασαν τα νερά του Αλιάκμονα δημιουργώντας τη λίμνη του Πολυφύτου. Η θέα από ψηλά ήταν εκπληκτική! Η τεχνητή λίμνη ήταν μπροστά μου τεράστια και μια περίεργη γέφυρα ένωνε τις δυο άκρες μ' ένα ιδιαίτερο ελλειψοειδές σχήμα! Στο βάθος τα Πιέρια όρη δέσποζαν αγέρωχα.  Ο ήλιος είχε δύσει από ώρα και το σούρουπο τύλιγε την περιοχή αργά, αλλά σταθερά. Έβγαλα απ' το αυτοκίνητο το πτυσσόμενο τραπεζάκι και την καρέκλα του σκηνοθέτη που είχα φέρει μαζί μου. Τα έβαλα στην άκρη του βράχου και τοποθέτησα πάνω στο τραπεζάκι όλα όσα κουβαλούσα απ' το σπίτι μου. Κάθισα αναπαυτικά στην πολυθρόνα απολαμβάνοντας το τοπίο. Κάποια στιγμή ένιωσα τα μάτια μου να βαραίνουν και να κλείνουν. «Θα τα κλείσω για πέντε λεπτά », σκέφτηκα και χαλάρωσα. Μόνο που δεν έγινε έτσι. Ο Μορφέας με τύλιξε χωρίς την παραμικρή αντίσταση από μέρους μου. Ξαφνικά αισθάνθηκα ένα κύμα κρύου αέρα και ρίγησα! Άνοιξα τα μάτια μου ξαφνιασμένος! Το σκοτάδι είχε πέσει ήδη! Το θέαμα που αντίκρισα ήταν μοναδικό, ίσως και ανεπανάληπτο! Μπροστά μου το φεγγάρι τεράστιο μ' ένα χρώμα σκούρο κίτρινο με κόκκινες ανταύγειες. Υψωνόταν πάνω απ' τη γέφυρα κι αντανακλούσε μέσα στη λίμνη μια ασημένια ανταύγεια, κάτι σαν ένα γυαλιστερό μονοπάτι που έφτανε μέχρι την όχθη της λίμνης! Έπιασα με τ' αριστερό χέρι τα κυάλια που είχα ακουμπισμένα στο τραπεζάκι, τα έφερα στα μάτια μου, τα ρύθμισα  και.....μου κόπηκε η ανάσα ! Η Σελήνη ήταν μπροστά μου. Νόμιζα πως αν άπλωνα το χέρι θα την έπιανα! Άπλωσα το χέρι, το κούνησα με απόγνωση σχεδόν, έκανα κάθε προσπάθεια για να την αγγίξω,αλλά αδύνατον, δεν μπορούσα να την πιάσω! Σηκώθηκα και πλησίασα στην άκρη του βράχου. Άλλαξα οπτική γωνία και μου φάνηκε ακόμη πιο γοητευτική!Τότε παρατήρησα πως το είδωλό της καθρεφτιζόταν στα νερά της λίμνης. Εξαίσιο θέαμα, μοναδικό! Έβλεπα δυο φεγγάρια την ίδια στιγμή! Δεν ήξερα ποιο απ’ τα δύο είναι το πιο όμορφο! Ανόητη κάθε σύγκριση σκέφτηκα. Ένα είναι το φεγγάρι, το άλλο είναι το είδωλό του. Δεν ξέρω πόση ώρα θαύμαζα τη Σελήνη! Την είχα δει πάρα πολλές φορές αλλά αυτή τη φορά μου φαινόταν σαν να ήταν η πρώτη! Περίμενα χωρίς αποτέλεσμα να δω το χρώμα της φράουλας. Τίποτα! Η Σελήνη εξακολουθούσε να έχει το βαθύ κίτρινο χρώμα, το χρώμα που όλοι μας ξέρουμε. Παρ' όλα αυτά ο θαυμασμός μου δεν μειώθηκε στο ελάχιστο . Εξακολουθούσα να βιώνω τη μαγεία που ασκούσε πάνω μου ο δορυφόρος της γης, έτσι ώστε δεν άκουσα το αυτοκίνητο που στάθμευσε δίπλα στο δικό μου ! 
- Τι κάνετε εδώ κύριε; άκουσα ξαφνιασμένος μια φωνή να με ρωτάει. Γύρισα και είδα δυο αστυνομικούς. Κατάλαβα ότι καμιά δικαιολογία δεν θα ήταν δυνατή να σταματήσει το πρόστιμο που ερχόταν! Εξάλλου δεν σκέφτηκα καν να δικαιολογηθώ. Τους είπα απλώς: 
- Θαυμάζω το φεγγάρι. Ξέρετε είναι υπέρ πανσέληνος σήμερα, η πανσέληνος της φράουλας. 
Με κοίταξαν απορημένοι κι ένας απ' αυτούς έβγαλε το μπλοκάκι του και μου ζήτησε τα στοιχεία μου. Τα έδωσα χωρίς να διαμαρτυρηθώ. Δεν μ'ένοιαζε κανένα πρόστιμο. Μου ήταν αρκετό ότι απόλαυσα την πανσέληνο της φράουλας!

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2020

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΣΑΜΟ

Εικόνες και μορφές του χθες από τον τόπο που γεννήθηκα και μεγάλωσα ξαναζωντάνεψαν, χάρη στην ικανότητα του φίλου και συμμαθητή Ανδρέα Μαρολαχάκη, να εξιστορεί και να περιγράφει γεγονότα με τόση γλαφυρότητα και παραστατικότητα, που εμένα προσωπικά δεν με εξέπληξε. Ήδη είχα διαπιστώσει αυτό του το ταλέντο, από τη συγγραφή και παρουσίαση ενός θεατρικού έργου, στο Γυμνάσιο Καστελλίου που είχε εντυπωσιάσει και συγκινήσει, καθώς και από το πρώτο του βιβλίο «Ιστορίες από το Κακοσούλι».
Με μετέφερε πίσω στη μαθητική μας ζωή, σ΄ ένα κόσμο αγάπης, φιλίας, αγνότητας, αλληλεγγύης και ξεγνοιασιάς, σ‘ ένα κόσμο που ασήμαντα ή και σημαντικά που ζήσαμε, αποτέλεσαν ένα μοναδικό χθες που σήμερα νοσταλγικά αναπολούμε.
Ξαναζωντάνεψαν εικόνες, μορφές του χθες που ήταν μισοσβησμένες και αποθηκευμένες στο βάθος του μυαλού μου. Εικόνες και ήχοι από συμμαθητές και καθηγητές ήρθαν στο μυαλό μου και με προκαλούν να τις αναφέρω:
*Η καθημερινή έπαρση της σημαίας και η πρωινή προσευχή. (Αχ να κρυφτώ πίσω από τους συμμαθητές μου για να μη με φωνάξει ο διευθυντής να την πω).
*Το ποινολόγιο που καθημερινά διαβαζόταν απ’ την εξέδρα και ξεμπρόστιαζε μέχρι διασυρμού κάθε «παραβατική συμπεριφορά» μαθητών. (Ευτυχώς τη γλυτώσαμε και σήμερα.)
*Ο επιστάτης, ο κυρ Μιχάλης «με την κουδούνα του» (ντιν, ντιν-νταν, ντιν-νταν, ντιν-νταν) που άλλοτε ηχούσε λυτρωτικά στ΄ αυτιά μας και άλλοτε μας καλούσε σ’ ένα δύσκολο καθήκον.
*Οι αγαπημένοι μας μικροπωλητές, Σπύρος Κ. και Σήφης Ρ., τακτικοί και αγαπημένοι μας τροφοδότες. Δύσκολοι καιροί και το χαρτζιλίκι – αν υπήρχε – πολύ περιορισμένο.
*Κάπνιζες; Τρεις μέρες αποβολή. – Όχι κύριε Γυμνασιάρχα. – Για να μυρίσω τα χέρια σου. Πέντε μέρες αποβολή.
*Οι δικαιολογίες του συμμαθητή μας, Δημητρού Κ., ο οποίος είχε «πεθάνει» τουλάχιστον δέκα φορές τον παππού του και γι αυτό δεν μπόρεσε να διαβάσει.
*Το μέτρημα και η καταγραφή σε πεντάδες, όπως στο βόλεϊ, του αριθμού των «λοιπόν» που ειπώθηκαν σε μια διδακτική ώρα από διοπτροφόρο καθηγητή.
*Η παρουσίαση της φιλολόγου καθηγήτριας Δ.Δ. «όλα ήτα». – Ποιόν έχετε τώρα; – Την Δ. όλα ήτα.
*Οι κωμωδίες που συνέγραφε σε ώρα μαθήματος ευτραφής καθηγητής μας (που είχα την τύχη να τον έχω και συνάδελφο όταν πρωτοδιορίστηκα), οι οποίες ήταν τόσο σπαρταριστές, που κρατούσαμε την κοιλιά μας απ’ τα γέλια, όταν τις παρουσίαζε.
*Προβλήματα όπως: «Εξηγήσατε το φαινόμενο: αεροπλάνο εκτελεί ανακύκλωση με επιτάχυνση 3g» ή «Πλοίο βυθίζεται εν μέσω ωκεανού. Θα εξακολουθήσει βυθιζόμενο έως τον πυθμένα ή θα παραμείνει εις τι μέγα βάθος;»
*Εκφράσεις σε άπταιστη καθαρεύουσα όπως: «Θα σε εκτοξεύσω ωσεί πύραυλον εκ του παραθύρου και θα προσγειωθείς ανωμάλως επί της αυλής».
*Ο σωματώδης φυσικός με τα τεράστια χέρια και δάκτυλα, που συνήθιζε να βγάζει τη μισή τάξη στον πίνακα και στο μάθημα (αχ να με προσπεράσει στον κατάλογο) και στο τέλος της εξέτασης ακολουθούσε η “ατομική αξιολόγηση”. –Διάβασες; Δεν διάβασες. Φλαπ το χαστούκι. Κι αν αμφισβητούσες την κρίση του ερχόταν και δεύτερο φλαπ.
*Η εκδρομή της Δ΄ Γυμνασίου και το κλείδωμά μας στα δωμάτια του ξενοδοχείου “Olympic” στο Ηράκλειο. Ξεκλείδωμα απ’ τον προηγούμενο καθηγητή. – Γιατί δεν κοιμάστε; Φλαπ-φλαπ και ξανακλείδωμα της πόρτας.
*Η προετοιμασία για την αναμενόμενη άφιξη του επιθεωρητή και η ανάθεση ρόλων. Το στήσιμο ερωτήσεων κι απαντήσεων, ώστε να φανεί ότι η τάξη “πετάει”. – Θα κάνω αυτήν την ερώτηση, θα σηκώσετε όλοι τα χέρια κι εγώ θα ρωτήσω τον Μανώλη, που θα απαντήσει έτσι. Έλα όμως που το κατάλαβε ο επιθεωρητής και στράβωσε το πράγμα, όταν άρχισε αυτός να επιλέγει ποιος θα απαντήσει.
*Η προσμονή για εγκεκριμένη κινηματογραφική ταινία, γιατί απαγορεύονταν τα θεάματα (όπως και η κυκλοφορία μετά τις 8 το βράδυ). Η μάχη της Κρήτης, Οι γενναίοι του Βορρά.
*Τελευταίο θ’ αναφέρω το παράρτημα του Γυμνασίου, στα υπόγεια του κτηρίου Σαββάκη Ε., όπου μακριά από “αδιάκριτα” μάτια είχαν συμβεί πολλά κι ευτράπελα γεγονότα. Ας περιγράψω ένα: Επειδή υπήρχαν πολλές μύγες, ο καθηγητής όρισε πέντε μαθητές ως μυγοχάφτες, οι οποίοι περιφερόμενοι τα θρανία και τους μαθητές έριχναν σφαλιάρες όπου μπορούσαν. Επειδή έγινε κομφούζιο, έστειλε και του αγόρασαν σχετικό σπρέι με το οποίο ψέκασε μέσα στην τάξη, παρόντων των μαθητών και με κλειστά παράθυρα. Όπου φύγει φύγει, έξω όλοι.
Κάποια απ’ αυτά τα ενθυμήματα μας κάνουν να δακρύζουμε, όπως η απώλεια αγαπημένων συμμαθητών και η περασμένη μας νιότη, αλλά με τα περισσότερα να χαιρόμαστε, γιατί προλάβαμε να ζήσουμε την εφηβεία μας με πολύ χρόνο αφιερωμένο κυρίως σε μας και τις παρέες μας κι όχι στα φροντιστήρια και την εικονική πραγματικότητα, όπως καλά γνωρίζω ότι συμβαίνει σήμερα.
Τα διηγήματα του Ανδρέα Μαρολαχάκη, έχουν μέχρι σήμερα δημοσιευτεί σκόρπια με τεράστια επιτυχία στον τοπικό τύπο της Κισάμου καθώς και επανειλημμένα στο διαδίκτυο.
Ζωγραφίζουν τα ήθη, τα έθιμα, τις παραδόσεις, τα γλέντια, τις εκδηλώσεις και τις συμπεριφορές μαθητών, καθηγητών γονέων και όχι μόνο, των αρχών της δεκαετίας του 1970. Τα θέματά του άπτονται της καθημερινότητας και εντυπωσιάζουν οι λεπτομέρειες που παραθέτει. Επιπλέον τα κείμενά του συνοδεύονται από πλούσιο φωτογραφικό υλικό.
Συμπερασματικά, ζωγραφίζει εικόνες και συμπεριφορές μιας περασμένης εποχής που ο άνθρωπος ζούσε πιο κοντά στη φύση και προσάρμοσε τις αντιδράσεις του σύμφωνα με το αυταρχικό κλίμα της εποχής, εν τούτοις διαπιστώνουμε ότι τα προβλήματα των εφήβων είναι διαχρονικά.
Τσιμπογιάννης Γιώργος
Σημείωση: Η παραπάνω ιστορία, περιλαμβάνεται ως πρόλογος, στο βιβλίο του Ανδρέα Μαρολαχάκη “Ιστορίες από την Κίσαμο” που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε ιδιωτική έκδοση.

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2020

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΣΣΑΜΟ

Σε λίγες μέρες θα κυκλοφορήσει το δεύτερο βιβλίο του Ανδρέα Μαρολαχάκη με τίτλο "Ιστορίες από την Κίσσαμο". Είναι ένα ταξίδι στα χρόνια της εφηβείας, την εποχή της χούντας, με ήρωες μια παρέα εφήβων που φοιτούν στο σχολείο της περιοχής μας. Ζωντανεύουν οι μνήμες από μια εποχή που «έφυγε χωρίς όμως να ξεχαστεί! Τόποι, άνθρωποι, σκηνές, συναισθήματα, καταστάσεις και συμπεριφορές. Τα καλύτερα ταξίδια, λένε, είναι του μυαλού.
Καλοτάξιδο Αντρέα.

Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΣΑΜΟ

Το μάθημα της Φυσικής και η Άννα. 
Του Ανδρέα Μαρολαχάκη 
 «Να το βάλλετε καλά στο μυαλό σας! Ό,τι δεν επιτρέπεται, απαγορεύεται». Αυτή ήταν η συνηθισμένη επωδός μετά από κάθε ομιλία γυμνασιάρχη ή διευθυντή του σχολείου. Με αυτόν τον τρόπο έβαζαν ένα αυστηρό πλαίσιο στο τι θα μπορούσαμε να κάνουμε χωρίς να τιμωρηθούμε και τι όχι. Όλες οι απαγορεύσεις κρεμόταν  πάνω μας όπως  η «Δαμόκλειος σπάθη». Για να είναι σίγουροι οι διευθύνοντες, ότι δεν θα αντιμετώπιζαν από μέρους μας δικαιολογίες του τύπου «δεν το γνώριζα» ή «δεν το κατάλαβα», μας ξεκαθάρισαν τι επιτρέπεται και φρόντιζαν να μας το υπενθυμίζουν τακτικά και να μας κρατάνε ήσυχους  με τον φόβο της τιμωρίας.
 Βέβαια και η εποχή στην οποία ζούσαμε δεν είχε ίχνος δημοκρατίας και όλοι ζούσαν σ’ ένα καθεστώς τρομοκρατίας που ξεκινούσε από την «επαναστατική» κυβέρνηση κι έφτανε μέχρι τα κατώτατα κύτταρα της κοινωνίας. Το σχολείο αποτελούσε ένα απ’ αυτά τα κύτταρα. Αν και πολύπλοκο και σχετικά αυτόνομο, ακολουθούσε την πολιτική της κυβέρνησης.
 Πρέπει να διευκρινίσω πως οι περισσότεροι καθηγητές ήταν άψογοι και πραγματικοί εκπαιδευτικοί, όμως όπως πάντα και παντού υπήρχαν και οι εξαιρέσεις. Υπήρχαν κάποιοι καθηγητές, που είχαν την εντύπωση ότι ήταν «επόπτες» σε στρατόπεδο και φερόντουσαν αναλόγως.  Δηλαδή, όταν είχαν «εφημερία» κι επέβλεπαν τους μαθητές κατά τη διάρκεια του διαλείμματος, νόμιζαν πως είναι ένα είδος «Γκιουλέκα»  και κυκλοφορούσαν πάνω κάτω στο προαύλιο  του σχολείου με τις βέργες στο χέρι σαν εσατζήδες σε περιπολία. Ένας μάλιστα απ’ αυτούς αντί βέργας κρατούσε στα χέρια του ένα λογαριθμικό κανόνα και, αντί να κάνει μαθηματικούς υπολογισμούς, τον χρησιμοποιούσε στα χέρια των «άτακτων» μαθητών.
 Σε περίπτωση παραπτώματος ζητούσε απ’ τον μαθητή ν’ ανοίξει την παλάμη του και με τον λογαριθμικό κανόνα τον κτυπούσε αργά και σιγά στην αρχή. Στη συνέχεια δυνάμωνε και αύξανε τα κτυπήματα, τόσο σε ένταση όσο και σε συχνότητα. Οι μαθητές που είχαν υποστεί την τιμωρία, μας έλεγαν πως μούδιαζε στην αρχή η παλάμη και μετά ένοιωθαν σαν να τους τρυπούσαν βελόνες. Μιλάμε για καθηγητή, που  είχε αναγάγει την τιμωρία σε επιστήμη.
 Κάνω αυτόν τον πρόλογο, για να θυμίσω στους παλαιότερους, τις καταστάσεις που περνούσαμε σαν μαθητές και για να καταλάβουν οι νεώτεροι, πως το σχολείο εκείνης της εποχής, πλησίαζε πολύ σε ομοιότητα με στρατόπεδο. Δεν ήταν λίγες οι φορές, που στην στοίχιση των μαθητών, κατέβαινε ο μεγαλόσωμος γυμναστής (είτε επειδή δεν ήταν ικανοποιημένος είτε επειδή οι μαθητές των πίσω σειρών έσπρωχναν τους μπροστινούς και δημιουργείτο «ανακατωσούρα») κι άρχιζε στα χαστούκια όλους ανεξαιρέτως, όσους ήταν στην μπροστινή σειρά. Έτσι η τιμωρία έπεφτε και σε αθώους άδικα, χωρίς όμως να νοιάζεται κανείς.
Υπήρχαν κάποιοι κανόνες τους οποίους όποιος δεν εφάρμοζε ακριβώς κινδύνευε με τιμωρία. Τιμωρία δεν ήταν μόνο ο ξυλοδαρμός και οι αποβολές. Ήταν και ο χλευασμός και η προσβλητική απαξίωση των «παραβατών». Τα κορίτσια έπρεπε να φορούν υποχρεωτικά τη σχολική μπλε ποδιά, κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους. Επίσης οι κάλτσες που φορούσαν θα έπρεπε να είναι άσπρες, βαμβακερές .......

Τρίτη 19 Μαΐου 2020

Ο ΚΩΣΤΗΣ

Γράφει ο Αντρέας Μαρολαχάκης
Ύψωσε το ποτήρι του λίγο πάνω απ’ το μέτωπό του, κοίταξε το περιεχόμενό του με ύφος ειδικού, αν και εμένα μου φάνηκε κάποια λαγνεία στο βλέμμα του. Κούνησε ελαφρά το ποτήρι και το κοκκινωπό υγρό που ήταν μέσα, ευκίνητο, άλλαζε θέση αναλόγως με την ώθηση που έδινε στο ποτήρι. Ύστερα αργά, σχεδόν τελετουργικά, έφερε με προσοχή το ποτήρι στα χείλη του. Έβαλε στο στόμα του μια γουλιά απ’ το ντόπιο κρασί, πλατάγισε τη γλώσσα του με φανερή ικανοποίηση   και αργά άφησε το υγρό να περάσει απ’ τον οισοφάγο του. Άφησε ένα ελαφρύ αναστεναγμό να ξεφύγει απ’ τα χείλη του και είπε με επισημότητα:   «Ενός χρόνου, με μπόλικο γύψο». Έμεινα έκπληκτος απ’ τη δήλωσή του, γιατί όλοι οι προηγούμενοι είχαν αποφανθεί για τρία έως τέσσερα χρόνια παλαιότητας. Φυσικά το ερώτημα ήταν πόσο χρονών ήταν το κρασί που πίναμε. Όλοι οι ειδικοί της παρέας (ανάλογα της εμπειρίας του καθενός) έλεγαν τη γνώμη τους και ανέπτυσσαν τα επιχειρήματά τους, για να στηρίξουν την άποψη τους. Βρισκόμασταν σε μια ταβέρνα στην άκρη του Καστελιού όλα τα «λουλούδια» της τάξης και μπεκροπίναμε με συνοδεία ντόπιων μεζέδων και κρητικής μουσικής. Δηλαδή οι άλλοι έπιναν. Εγώ απλώς δοκίμαζα τους κρητικούς μεζέδες με τη συνοδεία ενός sprite. Προφανώς ήμασταν ευχαριστημένοι απ’ την ποιότητα του κρασιού και κάποιος ρώτησε τον ταβερνιάρη για την παλαιότητά του. Αυτός, χαμογελώντας, μας προκάλεσε να μαντέψουμε μόνοι μας και συμπλήρωσε πως,  αν το βρίσκαμε, δεν θα μας χρέωνε τα ποτά. Αμέσως καταληφθήκαμε από μια περίεργη έξαψη και βαλθήκαμε όλοι (ακόμη κι εγώ) να λύσουμε τον γρίφο. Επέμεναν όλοι στην άποψή τους με επικρατέστερους τον Πσιπσή και τον Γιάννη να διαπληκτίζονται προσπαθώντας να επιβάλλουν τη γνώμη τους. Εκείνη τη στιγμή έκανε την κίνησή του ο Κωστής. Είπε τη γνώμη του κι ο ταβερνιάρης τον χειροκρότησε. Και μ’ ένα νεύμα του ο σερβιτόρος έφερε τρεις κανάτες κρασί στο τραπέζι μας ανάμεσα σε γέλια και νικηφόρους αλαλαγμούς απ’ όλους μας. Ακόμη κι εγώ που δεν έπινα κρασί χαιρόμουν, γιατί κατάφερε κάποιος απ’την παρέα μας να νικήσει σ’ αυτόν τον  άτυπο διαγωνισμό. Όπως ήταν φυσικό από εκείνη τη στιγμή οι παραγγελίες για κρασί πολλαπλασιάστηκαν απ’ τους φίλους μου, με μένα να ανησυχώ για τη νηφαλιότητά τους. Πλησίασα τον Κωστή και γεμάτος περιέργεια τον ρώτησα τι εννοούσε σχετικά με το κρασί και τον γύψο. Έκπληκτος έμαθα απ’ τον φίλο μου πως, μετά τη ζύμωση του κρασιού, μερικοί παραγωγοί πρόσθεταν ποσότητα γύψου και μ’ αυτό επιτύγχαναν τεχνητή παλαιότητα, ενώ συγχρόνως με τον ίδιο τρόπο το διατηρούσαν χωρίς αλλοίωση σε όλες τις καιρικές συνθήκες. 
   Τον Κωστή τον γνώρισα απ’ τις πρώτες μέρες που πάτησα το πόδι μου στην Κρήτη. Ήμασταν συμμαθητές στο ίδιο τμήμα, αλλά τελείως διαφορετικοί σαν χαρακτήρες και δεν κάναμε παρέα. Αυτός ήσυχος και φιλομαθής περιόριζε τις παρέες του και συνήθως έκανε μόνιμα παρέα με τον χωριανό του τον Μπάμπη. Τους άκουγα, ακόμη και στα διαλείμματα, να μιλάνε για μαθήματα και συνήθως να κρατάνε στα χέρια τους από ένα βιβλίο και να κάνουν επαναλήψεις στο μάθημα της επόμενης ώρας. Αυτό για μένα ήταν παράξενο, αν όχι αδιανόητο, γιατί εγώ είχα τελείως αντίθετες συνήθειες κι απολάμβανα τα διαλείμματα χωρίς να νοιάζομαι για τα μαθήματα της επόμενης ώρας. Τις πιο πολλές φορές δεν ήξερα καν πιο μάθημα είχαμε. Έβλεπα τον υπάκουο και μελετηρό Κωστή να μη δημιουργεί ποτέ σε κανένα οποιοδήποτε πρόβλημα και τον είχα κατατάξει στα «καλά» παιδιά με όλη τη σημασία της λέξης. Ακόμη και στην Δ΄ τάξη τον θυμάμαι στο πρακτικό να έχει την ίδια ακριβώς συμπεριφορά κι ενώ δεν συμμετείχε στις φάρσες μας και στις διάφορες τρέλες που κατά καιρούς κάναμε, ποτέ δεν τις αποδοκίμαζε.
    Μεταστροφή στη συμπεριφορά του παρατήρησα μετά το Β’ εξάμηνο της Ε΄ τάξης. Δεν ξέρω αν σ’ αυτό συνέβαλλε και η φυγή για τα Χανιά του Μπάμπη, του κολλητού του φίλου. Σταδιακά άρχισε ν’ αλλάζει άποψη για μας τα «λουλούδια» κι ερχόταν όλο και πιο τακτικά στην παρέα μας. Ενώ δεν του άρεσαν ιδιαίτερα τα σπορ κι ο αθλητισμός, όταν ήθελε, έπαιζε πολύ καλό ποδόσφαιρο. Θυμάμαι μια χαρακτηριστική περίπτωση, που ενώ ήταν σχετικά μεθυσμένος από μια ολονύκτια διασκέδαση, την επομένη είχαμε ένα ματς ποδοσφαίρου για το ενδογυμνασιακό πρωτάθλημα των τάξεων. Μπήκε σαν «αλλαγή» στον αγώνα κι ενώ στην αρχή έψαχνε τα «πατήματά» του, εντελώς ξαφνικά κι ενώ ο αγώνας ήταν στο πιο κρίσιμο σημείο του, «έπιασε» ένα μονοκόμματο σουτ σχεδόν απ’ το κέντρο του γηπέδου και πέτυχε το μοναδικό γκολ. Αμέσως ακούστηκαν επευφημίες απ’ τους θεατές συμμαθητές μας. Η κραυγή που ακουγόταν  ρυθμικά ήταν: «Τσικ»…  «Τσικ», επαναλαμβάνοντας το παρατσούκλι του Κωστή (από τα αρχικά γράμματα της τσικουδιάς, που όλοι ξέραμε πόσο του αρέσει).   
      Στη γιορτή του  Αγ. Κωνσταντίνου μας είχε καλέσει στο σπίτι του, στον Πλάτανο, για να διασκεδάσουμε. Περιττό ν’ αναφέρω ποιας φιλοξενίας τύχαμε στο πατρικό του. Ακόμη θυμάμαι τον πατέρα του, τον κ. Στέλιο, να με κυνηγάει στην αυλή μ’ ένα ποτήρι τσικουδιά στο χέρι και να προσπαθεί να με πείσει να την πιω. Παρ’ όλη την ταχύτητα που διέθετα, τελικά κατάφερε και με στρίμωξε δίπλα στον φούρνο και με πότισε ανηλεώς. Αμέσως μετά φρόντισε να μ’ αποζημιώσει με την καλύτερη μερίδα απ’ το κουνέλι που είχαν μαγειρέψει. Εντύπωση μου έκανε η κατανάλωση ποτών απ’ τους φίλους μου. Έβλεπα τον Κωστή με τον Πσιπσή και τον Λευτεράκη με τον Γιάννη να συναγωνίζονται στην κατανάλωση του αλκοόλ.  Μετά το γλέντι κι επειδή δεν καταφέραμε να βρούμε μεταφορικό μέσο, γυρίσαμε μ’ επικεφαλής τον Κωστή στο Καστέλι με τα πόδια. Αν λάβει υπ’ όψιν του κανείς ότι ήταν νύχτα και την επομένη είχαμε μάθημα, τα δέκα χιλιόμετρα απόσταση μάλλον ήταν αρκετά. Περιττό είναι να αναφερθώ στην  κατάσταση που εμφανιστήκαμε μετά απ’ όλα αυτά στο σχολείο.
       Η πλήρης μεταστροφή και η ένταξή του στο κλειστό club των «λουλουδιών» έγινε στην αρχή της Στ΄ τάξης. Με το πρόσχημα (ίσως και να ήταν αλήθεια ) ότι θα έπρεπε να παρακολουθεί μαθήματα φροντιστηρίου για τις επικείμενες εξετάσεις εισαγωγής στο πανεπιστήμιο, έμενε όλο και πιο πολύ στο Καστέλι. Μοιραία αυτό είχε σαν συνέπεια να κάνει παρέα περισσότερο με μας και λιγότερο να πηγαίνει στα φροντιστήρια. Από τους πρακτικάριους  αυτός και ο Πσιπσής και λιγότερο ο Γιώργος Κ, έδιναν παρών σε κάθε εκδήλωση που πραγματοποιούσαμε. Τον θυμάμαι στις εκδρομές να πρωταγωνιστεί, στη γιορτή μου να βρίσκει το τελευταίο μπουκάλι με ποτό (που τελικά ήταν πετρέλαιο), να είναι μαζί μας όταν εγώ κι ο Αντώνης διαρρήξαμε το σπίτι του Σπύρου και του φάγαμε τα καίσια. Ο Κωστής, σαν εκδηλωτικό άτομο που ήταν και όχι εσωστρεφής σαν εμένα, όταν ερωτευόταν άφηνε τον εαυτό του να παρασύρεται σ’ ένα εφηβικό έρωτα και ν’ αλλάζει τελείως από αυτόν. Απίστευτες ήταν οι καζούρες που του κάναμε, ενώ μερικές από αυτές ξεπερνούσαν κατά πολύ τη λογική. Ποτέ δεν θυμάμαι να θύμωσε γι αυτό. Υπέμενε στωικά το κάθε πείραγμα, χωρίς να διαμαρτύρεται ή να σχολιάζει αρνητικά οτιδήποτε. Μονίμως ήταν κρεμασμένος στα κάγκελα της σκάλας στο σπίτι που έμενε ο Σπύρος με τον Λευτέρη και προσπαθούσε με παντομίμες να επικοινωνήσει με το κορίτσι του.  Χαριτολογώντας ο Λευτεράκης του ζήτησε να συμβάλει και στο νοίκι, γιατί τον περισσότερο χρόνο τον περνούσε στη σκάλα τους. Ήταν αυτός που με μετέφερε στο ιατρικό κέντρο, όταν βλακωδώς τραυματίστηκα στο πόδι. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον είδα για κάμποσα χρόνια. Ενώ εγώ έφυγα τραυματίας για την Βέροια, αυτός έδωσε εξετάσεις και πέρασε στο πανεπιστήμιο της Πάτρας. Αυτό κι αν ήταν έκπληξη για μένα γιατί ήξερα και ήμουν σίγουρος, πως τον τελευταίο καιρό τα είχε φορτώσει στον «κόκορα».  Προφανώς οι βάσεις που είχε απ’ τα προηγούμενα χρόνια τον βοήθησαν ή και μπορεί να διάβαζε σε ώρες που εμείς δεν το αντιλαμβανόμασταν. 
    Τα χρόνια πέρασαν κι είχα χάσει κάθε επαφή μαζί του. Αραιά και που μου έδινε πληροφορίες γι αυτόν ο Πσιπσής. Όταν μετά από αρκετά χρόνια έμαθα ότι μένει στην Αγιά Λαρίσης, αποφάσισα να τον επισκεφτώ σε πρώτη ευκαιρία. Μια πρωτομαγιά έτσι χωρίς σχέδιο πήρα την οικογένειά μου και τους οδήγησα στην Αγιά. Εκεί, μετά από μια σύντομη έρευνα, βρήκα τον πεθερό του που μου εξήγησε που ακριβώς «έπιανε» τον Μάη ο Κωστής με την παρέα του. Πολύ εύκολα βρέθηκα σ’ ένα απομονωμένο άλσος και είδα μια παρέα να διασκεδάζει τραγουδώντας και (τι άλλο;)πίνοντας. Κατεβήκαμε απ’ το αυτοκίνητο και προχωρούσαμε προς το μέρος τους. Είδα κι άκουσα όλη σχεδόν την παρέα ν’ αναρωτιούνται για το ποιοι είμαστε. Γνώρισα από μακριά τον φίλο μου και τον αναγνώρισα αμέσως, ίσως γιατί περίμενα να τον δω, ίσως γιατί δεν είχε αλλάξει και πολύ η όψη του.  Το περίεργο ήταν πως με αναγνώρισε κι αυτός και τον είδα ν’ αναζητά μια πλαστική καρέκλα για να καθίσει. Από την έκπληξη δεν τον κρατούσαν τα πόδια του. Αφού έγιναν οι συστάσεις και γνωρίστηκαν οι οικογένειές μας, γίναμε αυτόματα μέλη της παρέας του. Ο γιος μου, ο Στέφανος, περίπου τριών χρόνων ξετρελάθηκε με την Μαρίκα, το άσπρο άλογο που είχε ο πεθερός του Κωστή για τις αγροτικές δουλειές. Μοιραία απομονωθήκαμε και κάναμε μια ανασκόπηση των κυριότερων εφηβικών μας κατορθωμάτων.  Ο χρόνος δεν μας είχε αλλάξει ούτε στο ελάχιστο, όσο αφορά την ψυχή. Από τότε σποραδικά, που και που, βρισκόμασταν και οι μνήμες ξεχείλιζαν.
    Ώσπου μια μέρα, διαβάζοντας τους «Νέους Ορίζοντες»,  είδα ότι ….έφυγε.