Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.






Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΡΟΛΑΧΑΚΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΡΟΛΑΧΑΚΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 30 Μαρτίου 2025

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ

Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
     Στην γειτονιά μας, όταν ήμουν περίπου οκτώ χρονών, ήρθε μια οικογένεια και νοίκιασε σπίτι, στην πάροδο Ιεραρχών. Η οικογένεια είχε τρία παιδιά, ένα κορίτσι που πήγαινε στις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου, που όσο κι αν προσπάθησα, δεν μπόρεσα να θυμηθώ το όνομα της. Τα δύο αγόρια, ο Περικλής και ο Γιάννης ήταν μεγαλύτερα από μένα. Ο Περικλής, δεκαπέντε περίπου χρονών, και δούλευε στους μπαξέδες. Τον βλέπαμε, να περνάει από τη γειτονιά καβάλα σε ένα άλογο σαμαρωμένο. Δεξιά και αριστερά στο σαμάρι είχε κρεμασμένα δύο τεράστια κοφίνια. Όλη μέρα ο Περικλής γυρνούσε από γειτονιά σε γειτονιά, έψαχνε σπίτια που είχαν στάβλους και τα καθάριζε από την κοπριά. Τότε τα μισά και παραπάνω ίσως σπίτια είχαν ζώα, άλογα, γαϊδούρια, γελάδες, κατσίκες, πρόβατα κότες κλπ. Μάζευε την κοπριά στα κοφίνια και μετά την μετέφερε στον μπαξέ του αφεντικού του, την στοίβαζε, δημιουργώντας ένα μικρό βουναλάκι. Ο ήλιος την ξέραινε και μετά από μερικές μέρες την χρησιμοποιούσαν για να λιπάνουν τους μπαξέδες. Ο Γιάννης είχε τελειώσει το δημοτικό σχολείο και δούλευε περιστασιακά, όπου έβρισκε δουλειά. Συνήθως δούλευε στον φούρνο της γειτονιάς μας, κάνοντας τα μικροθελήματα του φούρναρη. Μια από τις βασικές υποχρεώσεις του ήταν να μετράει τα κουλούρια στους κουλουράδες και μετά να δίνει λογαριασμό στο αφεντικό του.
     Ο πατέρας τους δούλευε σαν μηχανικός, σε κάποια εταιρία και στα μάτια μας, έμοιαζε σαν κάτι το μυθικό, γιατί ο μηχανικός και γενικά οι μηχανές ήταν άγνωστα πράγματα για μας. Μετά από λίγο χρονικό διάστημα πάψαμε να βλέπουμε τον πατέρα τους, στην γειτονιά. Από τα μισόλογα των γυναικών της γειτονιάς, γιατί απόφευγαν να μιλήσουν μπροστά σε παιδιά, καταλάβαμε ότι ο πατέρας τους, εγκατέλειψε την οικογένεια του. Σταδιακά η οικογένεια τους άρχισε να έχει οικονομικά προβλήματα και ίσως αυτός να ήταν ένας από τους λόγους που ο Γιάννης δε συνέχισε το σχολείο. Τα δύο αγόρια έγιναν οι αλήτες της γειτονιάς, με δεδομένο, ότι δεν υπήρχε ο φόβος του πατέρα, κανείς δεν μπορούσε να τα συμμαζέψει. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα έγιναν οι μάγκες της περιοχής. Κάπνιζαν, έβριζαν, πείραζαν τα κορίτσια και σε καθημερινή βάση, κορόιδευαν όλους εμάς τους υπόλοιπους, που ήμασταν σχετικά υπάκουοι και είχαμε κάποιες οικογενειακές αρχές. Οι πατεράδες μας, γενικά, δεν μας άφηναν να κάνουμε παρέα μαζί τους και ιδιαίτερα με τον Γιάννη.
     Εμάς όμως, μας γοήτευε ο τρόπος ζωής του Γιάννη, αν και μας έκλεβε όταν παίζαμε μπίλιες, μας ξεγελούσε και στο τέλος, μας έπαιρνε την μπάλα με την οποία παίζαμε όλοι μαζί. Μας άρεσε να τον ακούμε να περιγράφει τις κινηματογραφικές ταινίες, που έβλεπε λαθραία στον θερινό σινεμά ανεβασμένος σε δένδρα που ήταν δίπλα από τον περίβολο του κινηματογράφου. Επειδή στην γειτονιά υπήρχε πάντα ο φόβος να μας δει κάποιος, να κάνουμε παρέα με τον Γιάννη, πηγαίναμε στο προαύλιο του 1ου δημοτικού σχολείου και εκεί παίζαμε ανενόχλητοι. Εκεί ξεσαλώναμε, παίζαμε μπάλα, χωρίς να μας νοιάζει αν θα σπάσουμε κανένα τζάμι, μα το σπουδαιότερο ήταν πως δεν μας ενοχλούσε κανείς. Όταν θέλαμε να κάνουμε καμιά σκανδαλιά, μαζευόμασταν πίσω από τα αποχωρητήρια αρρένων, εκεί υπήρχε μία στέρνα που έφθανε περίπου στο ύψος, του στήθους μου και ήταν μονίμως γεμάτη νερό, καθώς οι τρεις βρύσες που υπήρχαν εκεί, ήταν πάντα ανοιχτές, με το νερό να τρέχει και να φεύγει από την υπερχείλιση που υπήρχε για αυτό τον λόγο.
     Το καλοκαίρι μας άρεσε, να βουτάμε το κεφάλι μας στο νερό της στέρνας για να δροσιστούμε. Το καλύτερο μας ήταν, όταν παίρναμε τα άδεια πλαστικά μπουκάλια, της χλωρίνης που ήδη είχε χρησιμοποιήσει ή μητέρα μας. Ανοίγαμε μια τρύπα στο καπάκι, τα γεμίζαμε νερό και μετά στα χέρια μας γινόταν όπλα, καθώς όταν τα πιέζαμε, ένας πίδακας νερού εκτοξευόταν εναντίον του αντιπάλου μας.
     Έτσι ο νεροπόλεμος, ήταν στην ημερήσια διάταξη και η καλύτερη μας διασκέδαση για όλο το καλοκαίρι. Καταβρέχαμε ο ένας το άλλον, χωριζόμαστε σε αντίπαλες ομάδες και γινόμασταν μούσκεμα προσπαθώντας να νικήσουμε την αντίπαλη ομάδα. Όταν γυρνούσαμε βρεγμένοι, στο σπίτι συνήθως τις «τρώγαμε», αλλά αυτό δεν μας πτοούσε καθόλου. Εμείς την επομένη θα κάναμε και πάλι το ίδιο. Όσα μέτρα κι αν έπαιρναν οι δικοί μας, όσο ξύλο κι αν τρώγαμε, εμείς ήμασταν πάντα συνεπείς στο ραντεβού μας με τον νεροπόλεμο.
     Μια μέρα, και ενώ εξελισσόταν οι υγρές αψιμαχίες μας, εμφανίστηκε ο Γιάννης, κρατώντας στο χέρι του κάτι που στα μάτια φάνταζε εξωπραγματικό. Αμέσως, σταματήσαμε κάθε δραστηριότητα και τον κυκλώσαμε γεμάτοι δυσπιστία και περιέργεια. Στο χέρι του κρατούσε ένα πιστόλι ή για την ακρίβεια ένα νεροπίστολο, που στη εμφάνιση δεν διέφερε σε τίποτα, από ένα αληθινό πιστόλι, σύμφωνα με τις παραστάσεις που είχαμε από τον κινηματογράφο, γιατί αληθινό πιστόλι δεν είχε δει κανείς μας. Έμοιαζε με τα πιστόλια που χρησιμοποιούσανε οι καουμπόηδες στις ταινίες. Το στριφογύριζε με μαεστρία, το έπαιζε αλλάζοντας, κάθε φορά χέρι και πιέζοντας την σκανδάλη πεταγόταν με ορμή ένας πίδακας νερού. Κάθε τόσο, το έστρεφε εναντίον σε κάποιον από μας, οπότε δεχόμασταν με ορμή ένα λεπτό πίδακα νερού που μας μούσκευε. Το νεροπίστολο του Γιάννη δεν είχε καμία σχέση με τα χονδροκομμένα μπουκάλια, που εμείς χρησιμοποιούσαμε σαν όπλα και η ακρίβεια του, όταν στόχευε κάποιον, ήταν κάτι το μοναδικό. Όλοι μας, είχαμε γοητευτεί με το καινούριο απόκτημα του, και θέλαμε να το αγγίξουμε, να το χρησιμοποιήσουμε, νομίζαμε πως με αυτό στην κατοχή μας, περνούσαμε σε άλλη διάσταση, γινόμασταν αυτόματα ήρωες του κινηματογράφου. Αυτός μας το έδινε, αλλά ζητώντας πάντα κάτι για αντάλλαγμα. Έτσι εμείς πιάναμε στα χέρια μας το νεροπίστολο και δεν μας ένοιαζε καθόλου που οι σοκολάτες ή τα παγωτά που είχαμε για τον εαυτό μας κατέληγαν στον ιδιοκτήτη του πιστολιού. Ο Γιάννης αμέσως έγινε ο αδιαφιλονίκητος αρχηγός μας. Κάναμε ότι αυτός ήθελε και όποτε του έκανε κέφι. Κανείς μας ποτέ δε διαμαρτυρήθηκε, απλά μας άρεσε να έχουμε την εύνοια του και να ανήκουμε στη συμμορία του.
     Με απαίτηση του, κάναμε επιδρομές στα γειτονικά περιβόλια και κλέβαμε διάφορα φρούτα, σύμφωνα με τις υποδείξεις και την όρεξη του. Φυσικά αυτά είχαν και τις ανάλογες συνέπειες, κάποιοι που μας έβλεπαν, το μετέφεραν στους δικούς μας και άρχιζαν οι ανακρίσεις και οι τιμωρίες. Τίποτα όμως δεν ήταν ικανό να μας αποτρέψει από το απογευματινό ραντεβού στο σχολείο για ένα νεροπόλεμο και ένα σωρό άλλες σκανδαλιές, σύμφωνα με τις οδηγίες του Γιάννη.
     Ένα απόγευμα, μας συγκέντρωσε στην στέρνα με τις βρύσες, πίσω από τα αποχωρητήρια των αγοριών. Μας μιλούσε για τους σκληρούς άνδρες, έπαιζε στα χέρια του το νεροπίστολο και μας εξηγούσε τις σκληρές στάσεις που θα έπρεπε να κρατάν, οι άνδρες, για να τους σέβονται οι υπόλοιποι. Κάποια στιγμή, έβγαλε από την πίσω τσέπη του παντελονιού του, ένα τσαλακωμένο πακέτο τσιγάρα, μάρκας “άρωμα”. Χωρίς να μας πει τίποτα, έπιασε ένα τσιγάρο από το πακέτο, με τα χείλη του, χωρίς να χρησιμοποιήσει τα χέρια του. Το άναψε, ρούφηξε λαίμαργα τον καπνό και με ένα σφύριγμα απόλαυσης τον άφησε να βγει από τα ρουθούνια του. Τον κοιτάζαμε σαν μαγεμένοι, για όλους μας το κάπνισμα ήταν απαγορευμένο, ήταν μια συνήθεια κακή, όπως έλεγαν όλοι και μόνο οι μεγάλοι μπορούσαν να καπνίζουν. Ο Γιάννης εκείνη την στιγμή, στα μάτια μας, περνούσε στο πάνθεον των ηρώων. Άναψε ένα δεύτερο τσιγάρο και μας το έδωσε, για να καπνίσουμε όλοι από λίγο, με την σειρά μας. Το τσιγάρο άλλαζε χέρια και ο καθένας μας τραβούσε μια ρουφηξιά και το έδινε στον επόμενο. Τελευταίος στην σειρά ήμουν εγώ, το πήρα στα χέρια μου ρούφηξα ελαφρά τον καπνό, αηδίασα, κάνοντας προσπάθεια, να μη με καταλάβουν οι άλλοι, έκρυψα με δυσκολία τα δάκρυα, που μου ερχόταν αυθόρμητα, άπλωσα το χέρι μου να δώσω το τσιγάρο στον επόμενο. Εκείνη την στιγμή πήρε τον λόγο ο Γιάννης και μας είπε.
     «Παιδιά, λέω να παίξουμε ένα παιχνίδι». Πριν προλάβουμε να πούμε οτιδήποτε, δεν μας άφησε κανένα περιθώριο, να αντιδράσουμε ή να αρνηθούμε (για ποιο λόγο άλλωστε) συνέχισε να μας εξηγεί, το πώς θα παίξουμε το παιγνίδι που είχε στο μυαλό του.
     «Ξεκινάμε από τον Ανδρέα, θα τραβήξει μια δυνατή ρουφηξιά από το τσιγάρο, ενώ συγχρόνως θα μας πει μια φράση… θα πει: ιιιιιιι ένας παπάς, αυτός που θα το πει, δυνατότερα θα κερδίσει και θα έχει στα χέρια του όλο το απόγευμα το νεροπίστολο». Μας άρεσε η ιδέα, όλοι μας συμφωνήσαμε, εμένα μου φάνηκε ευκαιρία, να κερδίσω για να έχω στην κατοχή μου το νεροπίστολο όλο το απόγευμα. Έπιασα με μια αποφασιστική κίνηση το τσιγάρο, το έφερα στα χείλη μου και ρούφηξα με δύναμη τον καπνό φωνάζοντας συγχρόνως «ιιιιιι ένας παπάς».
     Αυτό που ένιωσα εκείνη την στιγμή ήταν πρωτόγνωρο και απερίγραπτο. Ο καπνός μπήκε με ορμή στα πνευμόνια μου και μια φωτιά με τύλιξε, άρχισα να βήχω με μανία, τα μάτια μου δάκρυζαν ασταμάτητα και νόμισα πως πήραν φωτιά τα πνευμόνια μου. Σε μια ύστατη προσπάθεια να σβήσω την φωτιά, βούτηξα το κεφάλι μου μέσα στην στέρνα. Το νερό μπήκε με ορμή στο στόμα μου και τότε κινδύνεψα στα αλήθεια, έβγαλα το κεφάλι μου, από το νερό προσπαθώντας να πάρω γρήγορες ανάσες. Αυτό είχε σαν συνέπεια, να με πιάσει ακατάσχετος βήχας και να κάνω αρκετή ώρα να ηρεμήσω. Τότε αντιλήφθηκα πως όλοι οι φίλοι μου γελούσαν ασταμάτητα με το πάθημα μου, είχαν πέσει κυριολεκτικά κάτω και κρατούσαν την κοιλιά τους από τα γέλια. Ντροπιασμένος, με αργά βήματα και με όση αξιοπρέπεια μπορούσα να δείξω, απομακρύνθηκα από το σχολείο.
     Η φάρσα που μου σκάρωσε ο Γιάννης μου έμεινε αξέχαστη, μπορεί όλοι οι άλλοι να γελούσαν με το πάθημα μου και εγώ να είχα θυμώσει, αλλά υπήρξε και ένα καλό για μένα σ’ αυτή την υπόθεση. Εκείνη η στιγμή που ρούφηξα το`νη και την φάρσα που μου έκανε. Έχω την πεποίθηση ότι δεν κάπνισα λόγω αυτής της φάρσας

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2025

ΤΟ ΜΑΓΓΑΛΙ

Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
12/10/2017
     Σε καμία φάση της παιδικής μου ηλικίας δεν μπορώ να ισχυριστώ πως ήμουν, αυτό που λένε “ήσυχο” παιδί. Το αντίθετο θα έλεγα… Γενικά αν όχι όλοι, οι περισσότεροι με χαρακτήριζαν άτακτο. Κάποιοι τότε με είχαν χαρακτηρίσει “απροσάρμοστο”, ένα επιθετικό προσδιορισμό, του οποίου εγώ δεν ήξερα την σημασία. Το γεγονός είναι, πως σε όλες τις φάσεις της παιδικής μου ηλικίας, ήμουν άτακτος και δεν “έμπαινα” στα καλούπια, που θα ήθελαν οι γονείς και οι διάφοροι συγγενείς. Σε πολύ μικρή ηλικία, μου συνέβη κάτι, που ίσως ήταν η αιτία να ενεργοποιηθεί πολύ νωρίς η μνήμη μου. Φυσικά κάποια γεγονότα, από αυτά που θα διηγηθώ, δεν τα θυμάμαι, από προσωπική εμπειρία, αλλά από διηγήσεις των μεγάλων, μερικά όμως έχουν μείνει ανεξίτηλα στην μνήμη μου.
     Εκείνη την εποχή μέναμε σε ένα σπίτι που νοίκιαζε η οικογένεια μας, από την κα Σουλτάνα, απέναντι και διαγώνια από την εκκλησία του Αγ. Βλάση. Ήταν μια μονοκατοικία, με κεραμίδια και με βασικό υλικό κατασκευής το ξύλο και την πέτρα. Το σπίτι ήταν πάρα πολύ παλιό. Η κύρια είσοδος του, ήταν από ξερό ξύλο καστανιάς δίφυλλη, διακοσμημένη με πλατυκέφαλα καρφιά, αυτά που τότε τα λέγανε γύφτικα. Αμέσως μετά από την πόρτα, υπήρχε ένας διάδρομος στρωμένος με μεσαίου μεγέθους πέτρες, με μια αυλακιά στην μέση για να φεύγουν τα νερά. Στην αριστερή πλευρά υπήρχε το αχούρι, ο χώρος για να σταβλίζουν κάποιο ζώο, (εκείνη την εποχή τα περισσότερα σπίτια είχαν ζώα, άλογα, γαϊδούρια κλπ.) μόνο που η οικογένεια μου, δεν είχε κανενός είδους ζώο, οπότε ήταν άδειο. Στην απέναντι πλευρά είχε δύο δωμάτια που τα χρησιμοποιούσαμε σαν αποθήκες.
     Στο τέλος του διαδρόμου, αμέσως μετά από τα πλατιά φουρούσια της στέγης, ήταν η αυλή του σπιτιού και αυτή λιθόστρωτη, έχοντας δύο δένδρα στην βάση του περιβόλου, που ήταν αρκετά ψηλός. Κάτω από τα φουρούσια, ξεκινούσε μια ξύλινη σκάλα, που από ο,τι θυμάμαι έτριζε όταν κάποιος από του ενήλικους, την ανέβαινε. Η σκάλα οδηγούσε σε έναν ανοιχτό χώρο, κατασκευασμένο από ξύλο, κάτι σαν σαλόνι, μόνο που από την μία πλευρά ήταν ανοιχτό και είχε σε εκείνο το σημείο ξύλινα κάγκελα για προστασία. Στο πίσω μέρος αυτού του ιδιότυπου σαλονιού βρισκόταν ένα καναπές, ενώ στο κέντρο, υπήρχε ένα τραπέζι με καρέκλες. Η ανοιχτή πλευρά αυτού του σαλονιού, δεξιά και αριστερά είχε μια ξύλινη κατασκευή, με σανίδες ενωμένες με μεντεσέδες που ανοιγόκλειναν, σαν ακορντεόν. Έτσι, όταν είχε καλό καιρό το σαλόνι ήταν ανοιχτό, ενώ όταν είχε κρύο, το κλείναμε και μετατρεπόταν το σαλόνι, σε πραγματικό δωμάτιο. Στη δεξιά του πλευρά, είχε δύο δωμάτια, ενώ στην αριστερή είχε ένα δωμάτιο, μια μικρή κουζίνα και τουαλέτα. Εκεί μέναμε εγώ με τους γονείς μου, τον αδερφό μου τον Στέφανο που ήταν πολύ μικρός και την γιαγιά μου από την πλευρά της μητέρας μου.
     Τις περισσότερες ώρες της ημέρας οι γονείς μου έλειπαν, καθώς τους απασχολούσε η τροφοδοσία και η διαχείριση, του μπακάλικου που μόλις είχαν ανοίξει. Έτσι μοιραία η ανατροφή η δική μου και του Στέφανου, έπεφτε στα χέρια της γιαγιάς μου. Την γιαγιά μου την θυμάμαι σαν μια μαυροφορεμένη μικρόσωμη γυναίκα, ντυμένη πάντα στα μαύρα, να έχει με μία επίσης μαύρη μαντίλα κρυμμένα τα μαλλιά της. Όταν με την παιδική μου αφέλεια την ρώτησα κάποια φορά, γιατί φοράει πάντα μαύρα ρούχα, μου απάντησε πως ήταν χήρα και έτσι έπρεπε να φοράει μαύρα. Εγώ δεν κατάλαβα την έννοια της λέξης “χήρα”, αλλά δεν επέμενα για εξηγήσεις. Η γιαγιά μου ήταν υπεύθυνη, να μας ταΐσει, να μας κοιμίσει και γενικά να μας προσέχει. Αυτό θεωρητικά έμοιαζε με εύκολη υπόθεση, γιατί ήμασταν μικρά παιδιά, χωρίς μεγάλες απαιτήσεις. Κανείς όμως δεν μπορούσε να προβλέψει, το ατίθασο του χαρακτήρα μου. Πάντα έβρισκα τρόπους να την βασανίζω, καθώς κρυβόμουν, με απίστευτη ευκολία σε κάποιον από τους τόσους πολλούς χώρους που είχε το σπίτι. Δεν ξέρω γιατί, αλλά με διασκέδαζε, να την ακούω να με φωνάζει και να με ψάχνει με αγωνία. Παρ’ όλες τις συμβουλές και τις παρατηρήσεις της μητέρας μου, εγώ της έκανα πάρα πολλές λαχτάρες. Ενώ οι γονείς μου, τακτικά με μάλωναν, η γιαγιά μου δεν θυμάμαι, να ύψωσε καν την φωνή της, ο,τι κι αν της έκανα.
     Βασική πηγή θέρμανσης, του σπιτιού ήταν μια ξυλόσομπα και όταν δεν αρκούσε, σε κάποια δωμάτια βάζαμε ένα μαγκάλι με κάρβουνα, σαν συμπληρωματικό μέσο ζέστης. Το μαγκάλι ήταν μια μπρούτζινη κατασκευή κάτι σαν κυκλικό δοχείο με βάση. Άκουγα πολλές φορές τον πατέρα μου, να λέει πως θα έπρεπε να προσέχουμε πάρα πολύ, με την χρήση του μαγκαλιού, γιατί είναι επικίνδυνο για την υγεία μας. Εγώ προσωπικά δεν ήμουν σε θέση να καταλάβω τι εννοούσε, έτσι κι αλλιώς όμως δεν απευθυνόταν σε μένα, οπότε δεν έδινα καμία σημασία σε αυτά που έλεγε. Στο δωμάτιο των γονιών μου, υπήρχε ένα μεταλλικό κρεβάτι, που σύμφωνα με την μόδα της εποχής, στην κατασκευή του περιλάμβανε λάμες που συνδεόταν στα κυρίως μέρη του κρεβατιού με σούστες. Ένα από τα αγαπημένα μου, παιγνίδια, ήταν να χοροπηδάω πάνω στο κρεβάτι και να απολαμβάνω το τίναγμα, που κατάφερνα πηδώντας πάνω στις λάμες με τις σούστες. Καμία παρατήρηση και καμία τιμωρία δεν ήταν δυνατόν να με συνετίσουν. Μόλις έφευγαν οι γονείς μου, εγώ τρύπωνα στο δωμάτιο τους και άρχιζα το αγαπημένο μου παιγνίδι. Η μόνη λύση ήταν να κλειδώσουν το δωμάτιο, πράγμα που έκαναν στο τέλος. Έτσι αυτοί ήταν ικανοποιημένοι και εγώ εππαιζα ανενόχλητος. 
     Η γιαγιά μου, έδινε την προσοχή της και την φροντίδα της στον Στέφανο που ήταν μικρότερος και μένα με άφηνε να κινούμαι πιο χαλαρά μέσα στο σπίτι. Μια μέρα και ενώ προσπαθούσε να κοιμίσει τον αδερφό μου, εγώ έκανα όσο μπορούσα μεγαλύτερη φασαρία. Αυτό όμως δεν επέτρεπε στον αδερφό μου να κοιμηθεί. Η γιαγιά μου για να με ξεγελάσει, άνοιξε το υπνοδωμάτιο των γονιών μου να παίξω με το κρεβάτι. Συγχρόνως έφερε και έβαλε στο κέντρο του, το μαγκάλι με τα κάρβουνα, φοβούμενη μη κρυώσω. Άφησε για λόγους ασφαλείας, ανοιχτή την πόρτα και πήγε να ασχοληθεί με τον μικρό. Εγώ απερίσπαστος και χωρίς έλεγχο από κανέναν ενήλικο, έκανα τούμπες πάνω στο κρεβάτι.
     Δοκίμαζα να τις κάνω, με κάθε τρόπο, που μου ερχόταν στο μυαλό. Είχα φθάσει στο σημείο να κάνω ολόκληρες περιστροφές γύρω από τον εαυτό μου και να πέφτω πάνω στο στρώμα του κρεβατιού, μπρούμυτα ή και με την πλάτη ανάλογα με την δύναμη που έβαζα γι' αυτό. Κάθε λεπτό που περνούσε δοκίμαζα και κάτι καινούργιο με την φαντασία μου να οργιάζει, πάνω σε αυτό το θέμα. Κάποια στιγμή ανέβηκα στο πίσω κάγκελο του κρεβατιού, ισορρόπησα για λίγο, μετά πήδησα με δύναμη στο κέντρο, τα πόδια μου βούλιαξαν στην ταλάντωση του και εκτινάχτηκα στον αέρα πιο ψηλά από κάθε φορά, έκανα τούμπα και προσγειώθηκα με τα πόδια στην άκρη του. Αυτό με γοήτευσε και το επανέλαβα αρκετές φορές με επιτυχία. Κάθε φορά προσγειωνόμουν διαφορετικά, γιατί είχα χάσει τον έλεγχο των πηδημάτων.
     Αυτό όμως δεν μου αρκούσε και έψαχνα διαρκώς, να βρω νέους τρόπους να μεγαλώσω τα άλματα. Παρασυρμένος από τον ενθουσιασμό μου, κάποια στιγμή έβαλα όση δύναμη διέθετα και τράβηξα λίγους πόντους το κρεβάτι, απομακρύνοντας το από τον τοίχο. Έτσι μου δινόταν η ευκαιρία, να ισορροπήσω πάνω στο κεφαλάρι του, που ήταν ψηλότερο από το προηγούμενο. Ανέβηκα πάνω του χωρίς δυσκολία, στάθηκα για λίγο ακίνητος, αυτοσυγκεντρώθηκα, λύγισα τα γόνατα μου και πήδηξα. Προσγειώθηκα με δύναμη στο κέντρο. Τα ελατήρια, έκαναν μια ταλάντωση και με τίναξαν με δύναμη στον αέρα. Το πήδημα ήταν πολύ πιο δυνατό, από ο,τι το υπολόγιζα και χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα με τα μούτρα μέσα στο αναμένο μαγκάλι
     Το σοκ της πρόσκρουσης ήταν τόσο δυνατό που δεν έκανα τίποτα άλλο, από το να στρέφω το πρόσωπο μου δεξιά - αριστερά μέσα στα αναμμένα κάρβουνα. Καιγόμουν, πονούσα και δεν ήμουν σε θέση να φωνάξω, ούτε να κάνω την παραμικρή κίνηση για να βγάλω το κεφάλι μου από την φωτιά. Η γιαγιά μου, όπως μου διηγήθηκε αργότερα, μύρισε καμένη σάρκα, από το διπλανό δωμάτιο και ήρθε γρήγορα να δει τι συμβαίνει. Αμέσως με άρπαξε στην αγκαλιά της, με έβγαλε από το μαγκάλι και έτρεξε στην κουζίνα. Εκεί στο νεροχύτη ξεκόλλησε, κυριολεκτικά τα κάρβουνα από το πρόσωπο μου. Εγώ πλέον είχα χάσει τις αισθήσεις μου και αυτό την τρομοκράτησε. Αμέσως έβαλε τις φωνές ζητώντας βοήθεια. Η κα Χρυσάνθη, μια γειτόνισσα από δίπλα, έτρεξε για βοήθεια, μαζί με μια από τις κόρες της. Ειδοποίησαν τους γονείς μου, οι οποίοι βιαστικά με οδήγησαν στο νοσοκομείο της Βέροιας.
     Το νοσοκομείο τότε βρισκόταν στο τρίστρατο των οδών Μητροπόλεως, Ελιάς και Βενιζέλου. Ήταν ένα παράξενο κοκκινωπό κτίριο, που καμία σχέση στην εμφάνιση, δεν είχε με τα σημερινά νοσοκομεία. Από τις περιγραφές που μου έκαναν αργότερα, μόλις με είδαν οι γιατροί και οι νοσοκόμες που είχαν υπηρεσία, τρόμαξαν με την κατάσταση μου. Αμέσως με έβαλαν στο χειρουργείο και μου έδωσαν τις πρώτες βοήθειες. Συνήλθα και με εγκατέστησαν σε ένα θάλαμο με τρεις ακόμα ασθενείς. Μόνο που αυτοί μετά από λίγο θεραπευόταν και έφευγαν, ενώ εγώ έγινα μόνιμος κάτοικος του νοσοκομείου για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Ακολούθησε μια σειρά επεμβάσεων και μετά από ένα μήνα σχεδόν, οι γιατροί ήταν σίγουροι ότι είχα χάσει την όραση μου, πράγμα που έκανε την μητέρα μου να πανικοβάλλεται.
     Στο νοσοκομείο, εργαζόταν μία γειτόνισσα ως νοσοκόμα, η κα Πηγή, η οποία βοηθούσε την μητέρα μου και εμένα όσο μπορούσε. Οι πολλές αλοιφές που χρησιμοποιούσαν για την θεραπεία μου, αλλά και τα υγρά που απέβαλαν τα εγκαύματα, είχε ως αποτέλεσμα να λερώνει η μητέρα μου τα ρούχα της πολύ συχνά. Για αυτό και αναγκάστηκε να φοράει συνεχώς ποδιές. Οι πολλές ώρες που έμενε μαζί μου, δεν της επέτρεπαν να ασχοληθεί έστω και στοιχειωδώς με το νοικοκυριό του σπιτιού μας. Αυτό το είχε αναλάβει η αδερφή της, η θεία μου η Στέλλα η οποία όταν δεν προλάβαινε να πλύνει τις ποδιές, της μητέρας μου, της έφερνε δικές της. Αυτό συνεχίστηκε για αρκετό χρονικό διάστημα. Οι πληγές μου ωστόσο έκλειναν, αλλά όλα τα τεστ, για την όραση μου, έβγαιναν αρνητικά. Συζητούσαν οι γιατροί, για την πιθανότητα κάποιας εγχείρησης στο μέλλον, αλλά αυτό θα έπρεπε να γίνει από ειδικούς γιατρούς. Αυτές οι γνωματεύσεις βύθιζαν σε απόγνωση την οικογένεια μου, καθώς τα μέσα της εποχής και οι οικονομικές δυνατότητες ήταν ελάχιστες. Οι μέρες περνούσαν, οι άλλοι ασθενείς που ερχόταν, θεραπευόταν και έφευγαν, από τον θάλαμο, ενώ εγώ παρέμεινα σαν μόνιμος κάτοικος του. Από την διαμονή μου και την θεραπεία στο νοσοκομείο δεν θυμάμαι πολλά πράγματα, αλλά οι διηγήσεις της μητέρας μου, μου εμφύτευσαν τα γεγονότα, νομίζοντας τελικά, πως είναι δικές μου αναμνήσεις.
     Μια μέρα, δεν ξέρω πόσους μήνες μετά το ατύχημα, είδα την μητέρα μου να μπαίνει στον θάλαμο και την ρώτησα με την παιδική μου αφέλεια.
     «Μαμά η ποδιά της θείας είναι;» είχα καταλάβει (βασικά είχα δει) πως δεν φορούσε την δικιά της ποδιά αλλά της θείας μου της Στέλλας.
     Έκπληκτη η μάνα μου από την ερώτηση μου, έτρεξε αμέσως στο γραφείο των γιατρών και τους είπε βιαστικά:
     «Γιατρέ ο γιος μου βλέπει».
     Αμέσως ήρθαν στον θάλαμο δύο γιατροί, με εξέτασαν, μου έκαναν διάφορες ερωτήσεις και βεβαιώθηκαν πως έβλεπα έστω και λίγο. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, που δεν μπορώ να προσδιορίσω, πήρα εξιτήριο καθώς η όραση μου βελτιώθηκε σημαντικά και τα εγκαύματα μου πήγαιναν πολύ καλύτερα. Στο σπίτι μας, ένιωθα πολύ καλύτερα, ακολουθούσα την θεραπεία που είχαν υποδείξει οι γιατροί και κάθε τόσο επισκεπτόμουν το νοσοκομείο για συμπληρωματικές εξετάσεις.
     Τα επόμενα χρόνια, οι αλοιφές, τα φάρμακα και οι επισκέψεις στο νοσοκομείο είχαν γίνει για μένα μια ρουτίνα καθημερινότητας. Θυμάμαι μια ευαισθησία που είχα στο πρόσωπο όταν έμενα αρκετή ώρα στον ήλιο, αλλά και τα τραύματα, που με το παραμικρό εμφανιζόταν στο πρόσωπο μου. Μονίμως είχα στο πρόσωπο κάποιο μικρό ή μεγάλο, επίδεσμο. Μια χαρακτηριστική περίπτωση, μου συνέβη όταν πήγαινα στο νηπιαγωγείο. Σε κάποια σκανδαλιά που έκανα η δασκάλα που αγνοούσε το ιστορικό μου, με σκαμπίλισε με αποτέλεσμα να αιμορραγώ στο μάγουλο. Πανικόβλητη, με πήγε στο νοσοκομείο, εκεί με ήξεραν όλοι, με περιποιήθηκαν και της εξήγησαν την κατάσταση μου. Από τότε ο,τι κι αν έκανα δεν υπήρχε περίπτωση να φάω ξύλο. Τα χρόνια πέρασαν και θεραπεύτηκα τελείως.
     Αυτό που έμεινε από αυτή την περιπέτεια, είναι τρεις ουλές που τις έχω μέχρι σήμερα. Μια σχεδόν αδιόρατη, στα αριστερά λίγο κάτω από την μύτη μου, μια ιδιαίτερα εμφανής κάτω από το δεξί πηγούνι, εκεί ποτέ δεν χρειάστηκε να ξυριστώ και μια ουλή στην βάση του λαιμού μου, που έγινε από το χείλος του μαγκαλιού. Φυσικά απέκτησα και μια απέχθεια για τα μαγκάλια και τα κάρβουνα γενικώς.

Παρασκευή 14 Μαρτίου 2025

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΕΙΚΟΣΙ ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ

Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
Σε μερικές ημέρες πλησίαζε η επέτειος της μάχης. Χαμογέλασε πικρά, ενώ τέντωνε το κορμί του πάνω στην πάνινη πολυθρόνα. Χασμουρήθηκε ελαφρά νιώθοντας τη ζάλη του ύπνου να τον τυλίγει. Σ’ αυτή τη μάχη είχε πολεμήσει. Μετά τόσα χρόνια, και μόνο που  έφερνε τη μάχη στο μυαλό του, η μυρωδιά της καμένης μπαρούτης με τον ήχο που έκανε το κλείστρο του όπλου μετά απ’ τον πυροβολισμό, μαζί με τον αχό της μάχης κυριαρχούσαν στο μυαλό του. Κυριαρχούσαν κυριολεκτικά σ’ όλες τις αισθήσεις του. Αισθανόταν πως είχε μεταφερθεί και πάλι σ’ εκείνη τη μάχη που τον στοίχειωνε κάθε τόσο. Καθισμένος στο μπαλκόνι του σπιτιού του έκλεισε τα μάτια. Χωρίς καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια κατόρθωσε γι άλλη μια φορά  να ξαναζήσει όλες τις λεπτομέρειες της μάχης κι  είδε τη σκηνή του τέλους. Τότε που κατάλαβε ότι ήταν ο μόνος επιζών. Όταν έπαψε ν’ ακούγεται το κροτάλισμα των όπλων, κατάλαβε τη μοναξιά του. Ο ώμος του έτσουζε. Μια σφαίρα τον είχε πετύχει στ’ αριστερά, αλλά ήταν κάτι ασήμαντο.
Κανείς απ’ τους συντρόφους του, μα και κανείς απ’ τους κατακτητές Γερμανούς, δεν ζούσε. Άρχισε να ψάχνει ανάμεσα στους φίλους του, φώναξε τα ονόματά τους. Περίμενε μάταια για κάποια ένδειξη ζωής, άδικος κόπος. Όλοι ήταν νεκροί. Δάκρυα μαζί με ιδρώτα κυλούσαν στο πρόσωπό του, η κάπνα του μπαρουτιού έτσουζε τα μάτια του. Προσπάθησε να διακρίνει τις θέσεις των Γερμανών. Όλοι τους ήταν νεκροί. Καμιά  κίνηση.
Είχαν στήσει ενέδρα στ’ απόκρημνα βράχια λίγο πριν απ’ το τούνελ. Θεωρούσαν σίγουρη τη νίκη κατά του αποσπάσματος που είχαν στείλει οι Γερμανοί. Δεν είχαν λάβει όμως υπ’ όψιν τους τη δύναμη πυρός των όπλων που είχαν οι κατακτητές σ’ αντίθεση με τον φτωχικό  δικό τους οπλισμό. Τα περισσότερα όπλα τους ήταν απ’ τον μεγάλο πόλεμο, αν και υπήρχαν και παλαιότερα, τα οποία είχαν τελείως αμφισβητούμενη αποτελεσματικότητα. Αυτός ήταν ο μικρότερος σε ηλικία απ’ τους αντάρτες. Η ενέδρα είχε στηθεί πιο πολύ μ’ ενθουσιασμό, παρά με στρατιωτική τακτική. Κανένας τους δεν είχε επαγγελματική στρατιωτική κατάρτιση. Ήταν μια παρέα κοντοχωριανών και φίλων, που αποφάσισε ν’ αντισταθεί στους εισβολείς. Σηκώθηκε όρθιος, φώναξε τα ονόματα των συντρόφων του. Κανείς δεν απάντησε. Πλέον ήταν σίγουρος,  ήταν όλοι τους νεκροί. Πλησίασε με προσοχή τον Γερμανό αξιωματικό, τον σκούντησε. Όταν είδε πως είναι νεκρός, έσκυψε, του πήρε τον οπλισμό, τα χαρτιά του και τον γυλιό του. Το ίδιο έκανε και με τους υπόλοιπους νεκρούς στρατιώτες.. Έψαξε προσεκτικά τους συντρόφους του, μάζεψε όλα τα προσωπικά τους αντικείμενα μαζί με οποιαδήποτε χαρτιά είχαν μαζί τους. Ξαναφώναξε τα ονόματά τους ξανά και ξανά έχοντας μέσα του κάποια κρυφή ελπίδα, αλλά του κάκου. Δεν πήρε καμιά απάντηση. Άρχισε να προχωράει διστακτικά προς το κυρίως μονοπάτι, εκεί που  είχαν αφήσει τα υποζύγια. Ο δρόμος ήταν δύσβατος και του πήρε αρκετή ώρα μέχρι να τα φτάσει.  Φόρτωσε τα όπλα και τα σακίδια στα ζώα και ξεκίνησε αργά, αλλά σταθερά προς τα υψώματα. Ήξερε που θα κρύψει τα λάφυρα. Λίγα μέτρα μετά το κρησφύγετο τους υπήρχε μια σπηλιά απρόσιτη σχετικά. Εκεί θα τα έκρυβε μέχρι ν’ αποφασίσει τι θα τα κάνει.
«Κώστα, έφερα τον καφέ σου», άκουσε τη γυναίκα του να λέει. Ταραγμένος άνοιξε τα μάτια του. Τ’ όνειρο που τον συνόδευε σαν εφιάλτης εξαφανίστηκε αντικρίζοντας την Ειρήνη με τον δίσκο  στα χέρια της. Όπως πάντα δεν φανέρωσε τον λόγο της ταραχής του, πήρε βαθιά ανάσα, κούνησε  ελαφρά το κεφάλι του προσπαθώντας να βρει την αυτοκυριαρχία του. Άπλωσε το χέρι του, πήρε το φλιτζάνι με τον σκέτο καφέ αγνοώντας το πιάτο με τα κουλουράκια. Ρούφηξε με θόρυβο όπως πάντα τον καφέ νιώθοντας  ανακούφιση, που ξέφυγε απ’ τη μάχη του μυαλού του. Έβγαλε το κομπολόι του. Οι κεχριμπαρένιες  χάντρες κροτάλισαν με θόρυβο ανάμεσα στα χέρια του.
«Είσαι καλά;» ρώτησε η γυναίκα του.
«Καλά είμαι, καλά», της απάντησε βιαστικά με κάπως βραχνή φωνή..
Πάντα υποπτευόταν ότι η Ειρήνη είχε καταλάβει από καιρό τα ταραχώδη όνειρά του. Αλλά διακριτική όπως πάντα ποτέ της δεν το σχολίασε ευθέως. Χωρίς να πει  άλλη λέξη η Ειρήνη απομακρύνθηκε απ’ το μπαλκόνι αφήνοντας τον μόνο με τις σκέψεις του.
Προσγειώθηκε στην πραγματικότητα, έστριψε το μουστάκι του με μια κίνηση αμηχανίας που τον χαρακτήριζε. Προσπάθησε να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του. Ρούφηξε πάλι με θόρυβο τον καφέ του. Αυτή ήταν μια απ’ τις μικροαπολαύσεις του. Καταλάβαινε απόλυτα την πραγματικότητα, ήδη ήταν σε πολύ δύσκολη θέση.  Αυτή τη φορά ο πρόεδρος του ζητούσε πολλά. Ήθελε  το αρχαίο πήλινο αντικείμενο, που βρέθηκε στην περιοχή του. Δεν ήταν πρώτη φορά που του έκανε τέτοιου  είδους χάρες. Ο πρόεδρος ήταν άπληστος με τ’ αρχαία, είχε μια μανία να συλλέγει οποιοδήποτε αρχαίο αντικείμενο έβγαζε απ’ τα σπλάχνα της η Κρητική γη. Αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν ζόρικα.  Μάλλον τελείως διαφορετικά από κάθε άλλη φορά.
«Αναθεματισμένα κωλόπαιδα», μουρμούρισε μέσα απ’ τα δόντια του.  Οι νεαροί που  βρήκαν το πήλινο, το φωτογράφισαν και το παρέδωσαν στον έφορο αρχαιοτήτων.  Πριν προλάβει να κάνει οτιδήποτε, τα παιδιά μίλησαν πρώτα στην τοπική εφημερίδα στέλνοντας τις  φωτογραφίες στον τοπικό τύπο,  στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης, καθώς και στον Αθηναϊκό τύπο. Τον είχαν φέρει προ τετελεσμένου γεγονότος.  Η ιστορία τελείωσε, πριν καν προλάβει ν’ ανακατευθεί. Μάταια προσπάθησε να συμμαζέψει τα πράγματα, έτσι ώστε να καταφέρει να βάλει στο χέρι το αρχαίο αντικείμενο. Πώς όμως να πείσει κάποιους νεαρούς ιδεαλιστές, που δεν νοιάζονταν για τίποτε και είχαν  μοναδική τους επιθυμία την ανάδειξη των αρχαιοτήτων της περιοχής τους. Το χειρότερο απ’ όλα γι’ αυτόν ήταν ότι οι νεαροί ήταν συμμαθητές και φίλοι της κόρης του. Της είχε τόση αδυναμία, μεγάλη αδυναμία, ώστε σε καμιά περίπτωση δεν θα ήθελε να τη στεναχωρήσει. Όταν οι πιέσεις έγιναν αφόρητες για τους νεαρούς, του μίλησε γι αυτούς η κόρη του. Του είπε πως ήταν φίλοι της, πήγαιναν μαζί σχολείο κι ήξερε λεπτομερώς τα γεγονότα. Ήθελε ν’ αποφύγει κάθε σύγκρουση με τη θυγατέρα του γνωρίζοντας ότι εύκολα η ρήξη θα έπαιρνε διαστάσεις.  Ξέροντας πολύ καλά τον ατίθασο χαρακτήρα της κόρης του γνώριζε πως  θα του ήταν από δύσκολο έως ακατόρθωτο να δικαιολογήσει κάποια βίαιη πράξη. Παράλληλα  σκεφτόταν τη φυγή του γιού του. Το ήξερε πάρα πολύ καλά πως αυτός ήταν υπεύθυνος για την απομάκρυνση του γιου του απ’ την οικογένεια. Το φέρσιμό του κι οι πράξεις του τον έδιωξαν μακριά απ’ την Κρήτη και το χειρότερο σταδιακά διέκοπτε τις σχέσεις του με την υπόλοιπη οικογένεια. Ένιωθε πολύ άσχημα γι αυτό και σε καμιά περίπτωση δεν ήθελε να επαναληφτεί το ίδιο με την κόρη του. Η δυσαρέσκεια όμως του προέδρου ήταν εμφανής σε κάθε επαφή που είχαν, προσωπική ή τηλεφωνική.
Του προέδρου του είχε κάνει πολλές χάρες. Η τελευταία ήταν το χρυσό εγχειρίδιο με τα κτερίσματα απ’ τις  πρόσφατες ανασκαφές στον τάφο, που βρέθηκε στην περιοχή. Βέβαια ο πρόεδρος γκρίνιαξε, γιατί πήρε μόνο αυτό το εγχειρίδιο με τα λίγα κτερίσματα κι όχι και κάτι άλλο απ’ την πληθώρα των θησαυρών που βρέθηκαν  τελικά. Στη συλλογή του υπήρχαν κομμάτια, που θα ζήλευε κάθε μουσείο σ’ όλο τον κόσμο. Για όλες αυτές τις χάρες ο πρόεδρος τον αποζημίωνε, όχι βέβαια με χρήματα. Αλλά του έκανε κι αυτός διάφορες  χάρες, που πάντα τον έφερναν σε θέση ισχύος στη τοπική κοινωνία. Τίποτε δεν γινόταν σε τοπικό επίπεδο, αν δεν είχε την έγκρισή του, ή τουλάχιστον την ανοχή του κι αυτό το ήξεραν όλοι. Αποφάσισε ν’ αφήσει το θέμα να κυλήσει μόνο του ξέροντας πως οτιδήποτε άλλο θα έφερνε αντίθετα αποτελέσματα. Όσο για τους νεαρούς θα τους πρόσεχε καλύτερα. Κάπου θα στραβοπατούσαν και τότε θα είχε το πάνω χέρι. Όλοι ήξεραν πως ήταν άνθρωπος που δεν ξεχνούσε. Θυμόταν το καλό που του έκανες και το ανταπέδιδε, αλλά κυρίως δεν ξεχνούσε το κακό.
Κακό, σύμφωνα με την άποψή του, ήταν κάθε τι που πήγαινε κόντρα στα συμφέροντά του και τα θέλω του. Καθώς ρουφούσε τον καφέ του, είδε στο βάθος του δρόμο έναν απ’ τους νεαρούς να πλησιάζει προς το σπίτι του, να το προσπερνάει  και να συνεχίζει τη διαδρομή του οδηγώντας ένα μικρού κυβισμού μοτοποδήλατο. Χάιδεψε το μουστάκι του σκεφτικός, μετά έπιασε το τηλέφωνο, σχημάτισε έναν αριθμό και μίλησε με τη βαριά του φωνή. Ακούμπησε τ’ ακουστικό στη θέση του ευχαριστημένος απ’ τη συνομιλία, χάιδεψε με προσοχή το μουστάκι του και πήρε ένα κουλουράκι απ’ το πιάτο που είχε βάλει μπροστά του η Ειρήνη. Η διάθεση με μιας άλλαξε. Ένα σχέδιο που του ήρθε ξαφνικά, έτσι χωρίς καμία προμελέτη, άρχισε να παίρνει τον δρόμο του. Συνέχισε να κάνει τηλεφωνήματα σε διάφορους κρατικούς παράγοντες και φίλους του. Ξεκινούσε τη συζήτηση απαλά ρωτώντας πρώτα για την υγεία τους και τη διάθεσή τους, περνώντας απότομα στη χάρη που τους ζητούσε. Δεν παρακαλούσε, ούτε απαιτούσε, απλώς τους έλεγε τι θα ήθελε να κάνουν χωρίς ν’  αφήνει περιθώρια στον εκάστοτε συνομιλητή του  ν’ αρνηθεί. Ήξερε πολύ καλά πώς να ζητήσει απ’ τον καθένα και να πάρει απ’ αυτόν το μέγιστο προσδοκώμενο. Δεν χρειάστηκε ν’ απειλήσει  κανένα, ήξερε το κουμπί του καθενός κι αυτοί ήξεραν τις δυνατότητές του. Όλοι κάτι προσδοκούσαν, όλοι κάτι περίμεναν απ’ αυτόν ή τον πρόεδρο. Ξαφνικά ένιωθε ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Από μια μικρή λεπτομέρεια κατάστρωσε κι αμέσως έβαλε σ’ εφαρμογή ένα σχέδιο, που θα έβαζε στη θέση τους τα κωλόπαιδα.
Ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος κατέβασε συλλογισμένος τ’ ακουστικό του τηλεφώνου αργά πάνω στη βάση του.
« Λες να είναι η ευκαιρία, που τόσο καιρό έψαχνα να βρω;» αναρωτήθηκε. Έριξε μια ματιά στο μίζερο γραφείο του κι ανατρίχιασε.
Όλα εκεί μέσα ήταν λιτά χωρίς τίποτα το μοντέρνο, χωρίς τίποτα το πολυτελές. Δεν υπήρχαν καν τ’ αναγκαία, για να είναι λειτουργικός και άνετος ο χώρος του. Ένα μεταλλικό γραφείο,  μια καρέκλα με ταπετσαρία από δερματίνη,  φθαρμένη στις άκρες της απ’ την πολυκαιρία. Πίσω στον τοίχο ο χάρτης της περιοχής ήταν σκισμένος στις άκρες του, ενώ μια τρύπα στη δεξιά μεριά έχασκε συμπληρώνοντας ένα τελείως φουτουριστικό ντεκόρ. Μπροστά απ’ το μεταλλικό  γραφείο υπήρχαν  δυο ξύλινες καρέκλες. Στην άλλη μεριά του δωματίου, αριστερά απ’ την πόρτα, υπήρχε ένα δεύτερο γραφείο με μια πιο απλή καρέκλα, που το χρησιμοποιούσε ο γραμματέας του αστυνομικού τμήματος, όταν τον χρειαζόταν σε περίπτωση ανακρίσεων. Στην απέναντι πλευρά  και  δεξιά απ’ την πόρτα βρισκόταν μια μεταλλική  δίφυλλη ντουλάπα με κλειδαριές στην κάθε πόρτα. Μόνο που κλείδωνε μόνο η αριστερή πόρτα, ενώ η άλλη έχασκε μισάνοικτη αφήνοντας να φαίνονται ξεθωριασμένοι φάκελοι . Στην οροφή το απλό φωτιστικό ήταν λερωμένο απ’ τις μύγες και τη σκόνη. Μια ξύλινη μπαλκονόπορτα, που δεν εφάρμοζε καλά, έβγαζε σ’ ένα μονίμως σκονισμένο μπαλκόνι, που έβλεπε προς την κεντρική πλατεία. Κοίταξε μ’ αηδία τον χώρο που όλοι αποκαλούσαν γραφείο διοίκησης κι αναρωτιόταν για πόσο ακόμα θα ήταν κολλημένος σ’ αυτό το κωλοχώρι. Είχε κάνει τρεις φορές αίτηση, χωρίς επιτυχία, για τη σχολή αστυνομίας. Κάποιοι  συνάδελφοι, που ήξεραν καλύτερα απ’ αυτόν το σύστημα, του υπέδειξαν με τρόπο να πλησιάσει τον πρόεδρο και να ζητήσει τη βοήθειά του. Το να ζητήσει κανείς τη βοήθεια του προέδρου ήταν κάτι το αυτονόητο γι αυτούς, που ήξεραν το σύστημα. Το να πλησιάσει όμως τον πρόεδρο ένας επαρχιώτης, που κατέβηκε από τα γυμνά βουνά του Ρεθύμνου με μόνη φιλοδοξία να πετύχει, ήταν μάλλον πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο. Σαν παιδί έβοσκε τα πρόβατα της οικογένειας φροντίζοντας συγχρόνως να διαβάζει. Ήταν τόση η επιμονή του με το διάβασμα που στο τέλος έπεισε τον πατέρα του να τον αφήσει να τελειώσει το σχολείο. Μετά κατάφερε να γίνει αρχικά από αστυφύλακας ενωμοτάρχης και σχετικά γρήγορα ανθυπασπιστής. Αυτό ήταν όμως. Εκεί κόλλησε. Το ότι τον διόρισαν επί κεφαλής του αστυνομικού τμήματος, ενώ στην αρχή είχε ενθουσιαστεί, τώρα δεν του έλεγε τίποτα.   Οι φιλοδοξίες του δεν σταματούσαν στο γραφείο που βρισκόταν. Ονειρευόταν την ανώτατη σχολή της αστυνομίας. Ήξερε πως ήταν δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο, γι αυτόν.  Έψαχνε μια ευκαιρία, για να μπορέσει να δρομολογήσει τα όνειρά του. Το τηλεφώνημα του καπετάνιου ήρθε στην κατάλληλη γι’ αυτόν στιγμή. Το έβρισκε σαν μια αφορμή, σαν ένα σκαλί, για να προσεγγίσει τον πρόεδρο. Θα έκανε ότι του ζητούσε ο καπετάνιος. Έτσι κι αλλιώς δεν του είχε ζητήσει κάτι παράνομο. Μια απλή εκδούλευση, όπως τη χαρακτήρισε. Χαμογέλασε πικρά ξέροντας πως δεν είχε εναλλακτική λύση. Όταν ο καπετάνιος ζητούσε χάρη από κάποιον, αυτό ήταν τετελεσμένο γεγονός. Κατά βάθος όμως, αν και δεν ήθελε μέσα του να το παραδεχθεί, τον κολάκευε το ότι ο καπετάνιος του μιλούσε σαν ίσος προς ίσο. Ένιωθε πως γινόταν σημαντικός και η αυτοπεποίθησή του να μεγάλωνε.   Σήκωσε αποφασιστικά το ακουστικό του τηλεφώνου και με τη χαρακτηριστική του προφορά «έκρωξε» στον συνομιλητή του.
«Αντωνακάκης  εδώ. Στείλε μου τον υπαξιωματικό υπηρεσίας». Μίλησε για λίγο με τον υφιστάμενό του κι άφησε σκεφτικός το τηλέφωνο στη θέση του. Τον ενόχλησαν οι μικροαντιρρήσεις που του έφερε ο συνομιλητής του. Δεν ήταν καθόλου καλό γι αυτόν να τον αμφισβητούν, ειδικά όταν η αμφισβήτηση προερχόταν από υφιστάμενό του. Τελικά ίσως θα έπρεπε να τα κάνει όλα μόνος του. Μερικά πράγματα δεν σήκωναν ούτε αναβολή, μα ούτε κι αμφισβήτηση.  Σηκώθηκε απ’ την καρέκλα και με μια γρήγορη κίνηση πήρε το καπέλο του κι άνοιξε με δύναμη την πόρτα.
Ο πατήρ Ιλαρίων έκλεισε το τηλέφωνο και σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος. Καθόταν μπροστά στο τραπέζι που χρησιμοποιούσε σαν γραφείο στο δυάρι διαμέρισμα που έμενε τα δυο τελευταία χρόνια. Το τραπέζι και το δωμάτιο ήταν γεμάτο με βιβλία. Βιβλία κάθε είδους, μα τα πιο πολλά ήταν θρησκευτικού περιεχομένου. Άλλα απ’ αυτά ήταν ιστορικά, ακόμη και λογοτεχνικά και μερικά ήταν βιβλία φιλοσοφίας. Τους  τοίχους στόλιζαν διάφορες εικόνες αγίων, ενώ πίσω ακριβώς απ’ το γραφείο του υπήρχε ένας τεράστιος σταυρός με ανάγλυφο τον Εσταυρωμένο. Το διαμέρισμα ήταν επιλεκτικά λιτό χωρίς σχεδόν  καμιά άνεση ή πολυτέλεια. Είχε διαλέξει μετά από μεγάλη σκέψη το διαμέρισμα  και το επίπλωσε έτσι, ώστε να είναι φανερή η θρησκευτική λιτότητα. Εξ άλλου η πληθώρα των βιβλίων έδειχνε, ή μάλλον τόνιζε, την πνευματικότητα του ενοίκου. Ήταν σίγουρος πως κάθε επισκέπτης του διαμερίσματος  θα εντυπωσιαζόταν με τη διακόσμηση κι αυτό τον ικανοποιούσε.  Η φιλοδοξία του απ’ την πρώτη στιγμή που αποφάσισε και χρίστηκε ιερέας ήταν να γίνει δεσπότης . Με  στερήσεις τελείωσε στο πανεπιστήμιο το τμήμα θεολογίας και τελικά διορίστηκε καθηγητής  μέσης εκπαίδευσης στο τοπικό γυμνάσιο. Με τα χρόνια κατάφερε να γίνει γυμνασιάρχης βάζοντας σαν επόμενο σταθμό της καριέρας του την διεύθυνση του Ορθόδοξου Πνευματικού Ιδρύματος Κρήτης. Πράγμα που ήξερε πως ήταν πολύ δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο. Μέλος του διοικητικού συμβουλίου ήταν ο πρόεδρος κι ήξερε πολύ καλά ότι επηρέαζε την πλειοψηφία του. Η προσέγγισή του ήταν άκρως απαραίτητη. Το τηλεφώνημα του καπετάνιου του φάνηκε σαν μια καλή αρχή για την επίτευξη του στόχου του. Βγήκε στο μπαλκόνι και κάθισε στην πάνινη πολυθρόνα με τις σκέψεις του να τρέχουν μ’ ασύλληπτη ταχύτητα. Η ευφυΐα του ήταν αρκετή, για να καταλάβει τι του ζητούσε εμμέσως ο καπετάνιος. Ένιωθε να τον σπρώχνει στη θάλασσα της ανθρώπινης μικρότητας αναγκάζοντας τον να μεροληπτήσει υπέρ των συμφερόντων του σε διενέξεις που είχε με μερικούς μαθητές του γυμνασίου. Μικρότητες… ξανασκέφτηκε με θυμό. Κούνησε με δύναμη το κεφάλι του σαν να ήθελε να διώξει κάποιο ενοχλητικό έντομο που τον βασάνιζε, ενώ τα μάτια του άστραψαν μ’ αποφασιστικότητα. Δεν τον ένοιαζε τίποτα μόνο ο τελικός στόχος του. Όλα, όπως το είχε αρχικά σκεφτεί, θα γινόντουσαν κλιμακωτά. Χαμογέλασε μ’ αυταρέσκεια και σκέφτηκε πως θα αποδείκνυε πόσο καλός κολυμβητής θα μπορούσε να γίνει στη θάλασσα της ανθρώπινης μικρότητας. Του άρεσε ο χαρακτηρισμός και ικανοποιημένος, μ’ ένα σαρδόνιο χαμόγελο, έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να κοιμηθεί εκεί στο μπαλκόνι πάνω στην πάνινη  πολυθρόνα…
.

 

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2024

ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΚΙΣΑΜΟ

το αίσχος συνεχίζεται… η αδιαφορία σε όλο της το μεγαλείο …
Δέχονται αδιαμαρτύρητα όλα τα στραβά και τ' ανάποδα που συμβαίνουν στην πόλη τους και παρακολουθούν με μια νωθρότητα την ανυπαρξία της δημοτική αρχής που μ αφήνει έκπληκτο!!!
Θεωρώ ότι ΑΥΤΟΙ (οι κάτοικοι) κυρίως έχουν την ευθύνη
Αιδώς ΚΙΣΑΜΙΤΕΣ
ΑΦΥΠΝΗΣΤΗΤΕ 
Πριν διατυπώσω μερικές σκέψεις μου, που τις θεωρώ μάλλον επίκαιρες, θα ήθελα να δηλώσω πως θεωρώ τον εαυτό μου ΜΗ «κομματικό» και σε καμία περίπτωση «απολιτίκ». Βέβαια δεν με εκφράζει ( πλέον) κανένα κόμμα και κανενός είδους σχηματισμός. Είχα αποφασίσει να μην ασχοληθώ (ξανά) με τα προβλήματα και τις δυσκολίες που συναντώ στην καθημερινότητα μου κυκλοφορώντας στην πόλη της Κισσάμου. Μια πόλη που σε καμία περίπτωση δεν είναι φιλική με τους πολίτες της. Στην πραγματικότητα τις περισσότερες φορές είναι εχθρική σε όποιον έχει αποφασίσει να ζει ή να κινείται μέσα στα όρια της. Είναι φανερό πως οι περισσότεροι άνθρωποι δεν νοιάζονται για την αλήθεια και το σωστό, τους νοιάζει όμως να μην τους χαλάς το ψέμα στο οποίο έχουν συνηθίσει να ζουν, γιατί τελικά τους βολεύει. Έτσι αρνούνται να «δουν» τα στραβά και τ' ανάποδα μιας πόλης, μόνο και μόνο γιατί από αυτά τα στραβά βολεύονται περιστασιακά με μια κοντόφθαλμη λογική, που πολλαπλασιάζει την κάθε λογής ασυδοσία. Φυσικά υπάρχουν και πολίτες που έχουν τη στοιχειώδη λογική ( δεν χρειάζεται και κάτι περισσότερο) που τα βλέπουν τα στραβά και τ' ανάποδα, αλλά στον βωμό της συγγένειας, της φιλίας και της κουμπαριάς κλείνουν απλά τα μάτια, μόνο και μόνο για να μη δυσαρεστήσουν κάποια απ' τις παραπάνω ομάδες στις οποίες πιθανώς ανήκουν ή έχουν μ' αυτές κάποια σχέση. Αν εξαιρέσεις δυο τρεις κεντρικούς δρόμους, πουθενά στους υπόλοιπους δεν υπάρχει πεζοδρόμιο. Δεν υπάρχει δηλαδή σε όλο το μήκος τους! Σε μερικούς δρόμους υπάρχουν μικρά τμήματα με πεζοδρόμια, που διακόπτονται ξαφνικά από σκάλες ή σκαλοπάτια που εφάπτονται της ασφάλτου, αφήνοντας τους πεζούς στο έλεος των παντός είδους οδηγών τροχοφόρων. Αν κατηφορίσει κάποιος την οδό Αγαμέμνονος, με εξαίρεση ένα πολύ μικρό τμήμα πεζοδρομίου, όλος ο υπόλοιπος δρόμος ανήκει αποκλειστικά στα τροχοφόρα. Να λάβουμε υπ´ όψιν ότι σ' αυτόν τον δρόμο σχεδόν εφάπτεται η πιο όμορφη και πολυσύχναστη παραλία της πόλης, σ' αυτόν υπάρχουν τα ΚΤΕΛ, τα ΕΠΑΛ, αρκετά ξενοδοχεία και μεγάλο πλήθος επιχειρήσεων. Καταλαβαίνει κανείς πως, εκτός από το μεγάλο πλήθος των τροχοφόρων, συνωστίζεται και ικανός αριθμός πεζών. Αναρωτιέμαι για την περίπτωση που κάποιος μαθητής του ΕΠΑΛ ή ταξιδιώτης με το ΚΤΕΛ, ακόμη κι ένας πελάτης των τόσων επιχειρήσεων βρεθεί με κινητικά προβλήματα. Πώς θα καταφέρει να διασχίσει αυτόν τον δρόμο διπλής κατεύθυνσης με τα κάθε λογής αυτοκίνητα παρκαρισμένα (κατά παράβαση του σχετικού νόμου) και στις δύο πλευρές του δρόμου; Η ασυδοσία των παραβάσεων του ΚΟΚ, όσο και τα παράνομα παρκαρισμένα τροχοφόρα (πολλές φορές και σε διπλές σειρές) δυσκολεύουν τη ζωή των κατοίκων και κυρίως των επισκεπτών και των τουριστών, που μη γνωρίζοντας την «ντόπια» πραγματικότητα ζουν μέσα σε μια περίεργη ανασφάλεια, μη μπορώντας να αντιληφθούν ποιο είναι το σωστό και το νόμιμο και ποιο όχι. 
Ο κεντρικός δρόμος ( Ηρώων Πολυτεχνείου) για. όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού είναι σχεδόν απαγορευμένος δρόμος για τους κατοίκους της πόλης. Όποιος από αυτούς χρειαστεί να τον χρησιμοποιήσει ή να τον διασχίσει κάθετα οδηγώντας θα πρέπει να οπλιστεί με υπομονή και καρτερικότητα, γιατί ένα ατελείωτο κονβόϊ παντός τύπου οχημάτων που περνάει απ' αυτόν με προορισμό «τουριστικούς» παραδείσους δεν του το επιτρέπει. Το πρόβλημα είναι ίδιο και ίσως μεγαλύτερο για τους πεζούς που θα θέλουν να διασχίσουν τον εν λόγω δρόμο. Αναρωτιέμαι, αφού δεν υπάρχει εναλλακτική περιφερειακή διαδρομή, γιατί δεν τοποθετούνται σε δύο ή τρία σημεία του εν λόγω δρόμου φανάρια για να λυθεί έστω και στο ελάχιστο το πρόβλημα! Έγινε λόγος για τη σημαία που έχασαν τα Φαλάσαρνα. Δεν μπορώ να πάρω θέση σ' αυτό το θέμα, έχω όμως να επισημάνω κάτι για την αγαπημένη μου παραλία του Μαύρου Μώλου. Παρατήρησα τον Πυργιανό ποταμό από τη γέφυρα της οδού Αγαμέμνονος και κάτω. 
Η δυσοσμία ήταν αφόρητη και προς στιγμήν ανεξήγητη. Με μια προσεχτική παρατήρηση είδα έναν τεράστιο αγωγό να ρίχνει με μια χαμηλή ροή ένα σχετικά μαύρο, πηκτό υγρό μέσα στα λιγοστά νερά του ποταμού. Η άσχημη οσμή κατά ένα μεγάλο μέρος προερχόταν απ' τα λύματα του αγωγού. Περπατώντας παράλληλα με τον ποταμό παρατήρησα κι άλλους αγωγούς να εκβάλλουν σ' αυτόν περίεργα, ποικιλόχρωμα, βρωμερά υγρά, ενώ στις διπλανές με τον ποταμό τουριστικές επιχειρήσεις οι πελάτες έπαιρναν το πρωϊνό τους. Μέσα στον χορταριασμένο ποταμό (αλήθεια θεωρείται ποταμός ή αγωγός λυμάτων;) είναι πεταμένα σκουπίδια πάσης φύσεως. Με έκπληξη είδα νάϊλον σακούλες και τσουβάλια, τμήματα από ελαιόπανα, σάπια ξύλα, πλαστικά μπουκάλια, άδεια τενεκεδάκια αναψυκτικών κ.α! Διάφορα φυτά και καλάμια φύονται στις όχθες και κάποια σαπίζουν συμβάλλοντας στην όλη πνιγηρή κατάσταση. Βέβαια αυτό βοηθάει στην επιβίωση πλήθους ποντικών,αμφιβίων και κουνουπιών, ενώ μερικές πάπιες και χήνες προσπαθούν να επιβιώσουν σ' αυτόν τον θλιβερό τόπο. Ο Πυργιανός ποταμός εκβάλλει ( με ελάχιστη ροή ομολογουμένως) δίπλα στον βράχο της Πλάκας, ακριβώς δίπλα από την παραλία του Μαύρου Μώλου, που έχει ακόμη γαλάζια ( ως πότε;) σημαία! Θεωρώ αυτές τις καταστάσεις ντροπή για την πόλη της Κισσάμου
εκτός της αδιαφορίας της δημοτικής αρχής που είναι δεδομένη … κυρίως αδιαφορούν οι δημότες και κάτοικοι της περιοχής!!!
Ανδρέας Μαρολαχάκης

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2024

ΕΔΙΚΟΛΟΓΙΑ

Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Είχα περάσει προ πολλού την πρώτη μου νεότητα και βρισκόμουν στη φάση του μεσήλικα. Αυτοί που με γνώριζαν και ιδίως η μητέρα μου, περίμεναν πως λόγω της ηλικίας θα ηρεμούσα και θα έχανα τον σχεδόν εφηβικό αυθορμητισμό τον οποίο είχα σαν πρωτεύον χαρακτηριστικό μου.
Πολλές φορές η μητέρα μου σε σοβαρές συζητήσεις αναρωτιόταν (σχεδόν με απελπισία) πότε θα βάλω μυαλό και πότε θα ηρεμήσω. Εγώ χαμογελούσα και της έλεγα το διαχρονικό: «Έτι καιρός!»
Ήμουν γι αρκετά χρόνια μάλλον επιτυχημένος κατασκευαστής έτοιμων ενδυμάτων, όταν αποφάσισα κι έκανα μια στροφή στις επιχειρηματικές δραστηριότητες κι άρχισα να εμπορεύομαι οτιδήποτε είχε σχέση με textile.
Τότε ήταν που ανακάλυψα τις βαμβακερές πετσέτες της Συρίας. Άρχισα να εισάγω μικροποσότητες στην αρχή με πετσέτες εξαιρετικής ποιότητας σ' εξευτελιστική τιμή για τα δεδομένα της δικής μας αγοράς. Αν και μεταπωλούσα τις πετσέτες σε πολλαπλάσια τιμή από την αρχική τιμή κτήσης, τα εισαγόμενα εμπορεύματα ήταν πάμφθηνα σε σχέση με τα ντόπια, η δε ποιότητα τους εξαιρετική! Η ζήτηση είχε αρχίσει να γίνεται επιτακτική και οι δυνατότητες να εξυπηρετήσω την αγορά μηδαμινές.
Τότε, χωρίς να το σκεφτώ ιδιαίτερα,αποφάσισα να κάνω ένα ταξίδι «αστραπή» και να επισκεφτώ τη Λατάκια (αρχαία Λαοδίκια) και να παραγγείλω, αφού διαπραγματευτώ, σημαντικές ποσότητες από τα προϊόντα του εργοστασίου με το οποίο συνεργαζόμουν αρχικά. Αφού εφοδιάστηκα μ' εγγυητικές επιστολές τράπεζας, χωρίς ιδιαίτερο προγραμματισμό και σκέψη πήρα το F/B από τον Βόλο με προορισμό τη Λατάκια. Το ταξίδι ευχάριστο και μπορώ να πω ότι το απόλαυσα κιόλας! Προσγειώθηκα απότομα σε μια «αραβική» πραγματικότητα, όταν των κυπριακών συμφερόντων γραφείο που μ' εξυπηρετούσε μ' ενημέρωσε πως για ένα τριήμερο τα πάντα θα ήταν κλειστά, γιατί γιόρταζαν το «κουρμπάν μπαϊράμ», μεγάλη γιορτή του Ισλάμ. Απελπισμένος μ' αυτή την αναποδιά έψαχνα να βρω διέξοδο ν' αντιμετωπίσω όσο καλύτερα μπορούσα την ατυχία μου. Χωρίς να το σκεφτώ ιδιαίτερα, ζήτησα απ' τον υπεύθυνο του γραφείου να μου νοικιάσει ένα αυτοκίνητο, για να μπορέσω να επισκεφτώ μια περιοχή στα νότια της χώρας. Όταν είδα την έκπληξη στα μάτια του εμπορικού αντιπροσώπου που μ' εξυπηρετούσε, κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Με υπομονή μου εξήγησε ότι δεν ήταν εύκολο οι ξένοι να ταξιδεύουν ελεύθερα στο εσωτερικό της χώρας. Εκείνο το χρονικό διάστημα η κυβέρνηση του Μπασάρ Αλ Άσαντ και του γιου του αντιμετώπιζε με ιδιαίτερη καχυποψία τους ξένους και ιδίως τους «δυτικούς». Ωστόσο το γραφείο μ' εξυπηρέτησε εξασφαλίζοντας μου άδεια να ταξιδέψω, με την προϋπόθεση να νοικιάσω αυτοκίνητο από συγκεκριμένο γραφείο με συνοδό οδηγό. Δέχτηκα χωρίς δεύτερη σκέψη και σε λίγο ταξίδευα στην ακτογραμμή της Συρίας με κατεύθυνση προς τα σύνορα του Λιβάνου.
Ο οδηγός «μου» ο Ομάρ μιλούσε τα ελληνικά με έντονη Κυπριακή προφορά και όπως μου είπε, είχε εργαστεί για πολλά χρόνια στην Κύπρο. Χωρίς ιδιαίτερο τακτ προσπάθησε να με «ψαρέψει» και να μάθει τον λόγο του ταξιδιού μου προς τα νότια. Εγώ απέφευγα να του απαντήσω (ίσως γιατί μέσα μου αμφέβαλα για την ορθότητα του ταξιδιού) και περιοριζόμουν να χαμογελώ και ν' απαντώ με αοριστίες.
Περάσαμε απ' την αρχαία Αμρίτ και κοντά στην Ταρτούς, στο δεύτερο μεγάλο λιμάνι μαζί με την Λατάκια, ο Ομάρ άρχισε να μου εκθειάζει τις δυνατότητες που είχε η περιοχή για να κάνει κάποιος πετυχημένες δουλειές λαθρεμπορίου κι άλλες «ζόρικες» βρωμοδουλειές. Μου ήταν γνωστό ότι κάθε παραβατικό στη νοτιοανατολική Μεσόγειο ξεκινούσε από την Ταρτούς. Χαμογέλασα και δεν έδειξα ενδιαφέρον προς μεγάλη απογοήτευση του οδηγού μου. Προφανώς βρισκόταν σε διατεταγμένη υπηρεσία και ήθελε διακαώς να φανεί χρήσιμος στους προϊσταμένους του. Εντύπωση μου έκαναν στη διαδρομή οι απέραντες ανεκμετάλλευτες παραλίες, που διακόπτονταν με συχνές χωματερές γεμάτες από μη ανακυκλώσιμα πλαστικά ή γυάλινα μπουκάλια και τενεκεδένια κονσερβοκούτια. Ήταν φανερό πως η χώρα βρισκόταν σε μια κακώς εννοούμενη ανάπτυξη. Έριχναν το βάρος σε βιομηχανίες και βιοτεχνίες χωρίς πρόβλεψη για κανένα περιβαλλοντικό μέτρο!
Το τοπίο όσο προχωρούσαμε νότια άλλαζε και το κιτρινομπέζ φόντο άρχισε να μεταλλάσσεται και να γίνεται όλο και πιο πράσινο! Από κάποιο σημείο και μετά μου θύμιζε τον κάμπο της Βέροιας των παιδικών μου χρόνων με τους απίστευτα όμορφους μπαξέδες. Συναντούσαμε στον δρόμο διάφορα υποζύγια φορτωμένα με ζαρζαβατικά που πιθανόν τα προόριζαν για τοπικές αγορές. Παρακολουθούσα με προσοχή όλες τις πινακίδες ( παρ´ όλο που οι περισσότερες ήταν με αραβική γραφή) ιδίως όσες ήταν γραμμένες στην αγγλική. Ο Ομάρ μάταια προσπαθούσε να καταλάβει τον τελικό μας προορισμό και ήταν φανερά ενοχλημένος που απέφευγα να του δώσω εξηγήσεις. Τεντώθηκα απότομα όταν είδα μια πινακίδα που τράβηξε όλη μου την προσοχή. Η πινακίδα έγραφε στ' αραβικά: «الحميدي »κι ακριβώς από κάτω «Al Hamidia». Ο Ομάρ πρόσεξε την αντίδραση μου κι έσμιξε τα φρύδια με απορία! «Εδώ θα σταματήσουμε», του είπα αδιάφορα και του έδειξα τη μικρή πόλη που ήταν μπροστά μας. Υπάκουσε χωρίς να σχολιάσει οτιδήποτε. Η πόλη παραθαλάσσια και απ' ότι υπολόγισα είχε πληθυσμό 6-7 χιλιάδες κατοίκους. Οι δρόμοι της σε πλειοψηφία χωματόδρομοι ή καλντερίμια! Τα σπίτια πέτρινα, μονώροφα, με αυλή ( κατά τη μουσουλμανική συνήθεια) περιτειχισμένα με πέτρινο φράχτη που δεν σου επέτρεπε να δεις και πολλά πράγματα από το εσωτερικό της αυλής.
Στην πλατεία ξεχώριζε ένα σεμνό τέμενος, ένα σχολείο κι ένα καφενείο που τα τζάμια του ήταν στολισμένα με φωτογραφίες του Μπασάρ αλ Άσαντ και του γιου του. Αφού πάρκαρε το αυτοκίνητο ο Ομάρ, κατέβηκα κι έκοβα βόλτες στην πλατεία παρατηρώντας με προσοχή του ανθρώπους. Σε απόλυτη σχεδόν πλειοψηφία ήταν άνδρες, μάλλον κακοντυμένοι για τα δυτικά στάνταρ. Οι ελάχιστες γυναίκες που κυκλοφορούσαν ήταν ντυμένες με μακριά σκούρα φορέματα και προχωρούσαν δύο τρία βήματα πίσω απ' τους άνδρες της οικογένειας τους. Βάλθηκα να παρακολουθώ μ' επιμονή όλους τους άνδρες με τους οποίους διασταυρωνόμουν σε όλα τα σημεία της πλατείας. Ένιωσα το χέρι του Ομάρ να με πιάνει σφιχτά από το δεξιό μπράτσο.
«Τι ψάχνεις;» με ρώτησε με την έντονη Κυπριακή του προφορά, «θα βρούμε τον μπελά μας με τον τρόπο που κοιτάζεις!»
Κατάλαβα πως είχε δίκιο κι ένιωσα να με κυριεύει απογοήτευση. Το βλέμμα μου έπεσε πάνω στους θαμώνες του καφενείου που καθισμένοι σε ψάθινες καρέκλες μπροστά σε μεταλλικά τραπεζάκια έπιναν τσάι σε μικρά γυάλινα ποτηράκια συζητώντας. Με μια περίεργη αποφασιστικότητα προχώρησα προς το καφενείο με τον Ομάρ να με ακολουθεί μουρμουρίζοντας. Μέσα, πίσω από έναν ντεμοντέ μπουφέ, ήταν ο καφετζής και ο βοηθός του.
«Γεια σας» είπα στα ελληνικά και τους κοίταξα με προσδοκία. Ο καφετζής χαμογέλασε κι άστραψαν τα χρυσά δόντια που είχε στη μασέλα του.
«Γεια και χαρά σας! Αγιάζω σας! Καλωσορίσατε! Τι να σας τρατάρω;»
Οι φράσεις έβγαιναν σαν ορμητικός χείμαρρος απ' το στόμα του διανθισμένες με κάποιες λέξεις που καταλάβαινα ότι ήταν της κρητικής διαλέκτου, αλλά δεν έτυχε να τις ακούσω ποτέ κατά τη διαμονή μου στην Κρήτη.
Ωστόσο έχοντας αναπτυγμένο το χάρισμα της επικοινωνίας, λαμβάνοντας υπ´ όψιν τα συμφραζόμενα και τη «γλώσσα» του σώματος, κατάφερα να είμαι «μέσα» στη συνομιλία μου με τον ντόπιο καφετζή. Αφού κουβεντιάσαμε για λίγο γι άσχετα πράγματα πίνοντας τσάι σε μικρά γυάλινα ποτήρια, έκανα την ερώτηση για την οποία είχα κάνει όλο το ταξίδι:
«Ψάχνω για τον Μαχμούτ Μαρολαχάκη», του είπα. «Μήπως μπορείς να με βοηθήσεις να τον βρω;»
Η ερώτηση μου τον ξάφνιασε, όπως άφησε κυριολεκτικά με ανοιχτό στόμα και τον Ομάρ!
« Ήντα συνολίκι έχεις μαζί του;» αντέτεινε ο καφετζής φανερά προβληματισμένος!
«Για καλό», βιάστηκα να πω.
Με κοίταξε βλοσυρά και μουρμούρισε μέσα απ' τα δόντια του:
«Καλλιά να 'ναι έτσι, αλλιώς μεγάλη η αποκοτιά σου!»
Κάτι είπε στο αυτί του παραγιού του κι αυτός έφυγε βιαστικός.
Ο καφετζής μας έβαλε να καθίσουμε έξω απ' το μαγαζί του σ' ένα τραπέζι στη σκιά και κάθισε μαζί μας. Απ' το βάθος της πλατείας είδα τον παραγιό του καφετζή να έρχεται με βιαστικό βηματισμό συνοδευόμενος από δύο άτομα. Παρατήρησα με προσοχή τους νεοφερμένους και χαμογέλασα όταν το βλέμμα μου καρφώθηκε στον μεγαλύτερο απ' τους δύο. Μόλις έφτασαν στο τραπέζι μας, με κοίταζαν απορημένοι! Στο τέλος ο μεγαλύτερος είπε:
« Εγώ είμαι ο Μαχμούτ Μαρολαχάκης».
Αντί απάντησης έβγαλα από το τσαντάκι που είχα ζωσμένο στη μέση μου το διαβατήριο μου και του το έδωσα. Το πήρε στα χέρια του και με αργές κινήσεις το ξεφύλλισε. Ξαφνικά γούρλωσε τα μάτια του και κοίταζε μια το διαβατήριο και μια εμένα που χαμογελούσα σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Ο Μαχμούτ άπλωσε τα τεράστια χέρια του, με αγκάλιασε κι άρχισε να χοροπηδάει μπροστά στα έκπληκτα μάτια των θαμώνων! Όταν κατάφερα να ξεφύγω απ' τον εναγκαλισμό του, αυτός γελώντας φώναζε δυνατά:
«Εδικολογιά!! Εδικολογιά (συγγενής ) μου είναι!!
Ενώ όλοι οι θαμώνες του καφενείου μας κοίταζαν έκπληκτοι μη μπορώντας να καταλάβουν τον λόγο της διαχυτικότητας του Μαχμούτ, αυτός άρχισε να τους εξηγεί μιλώντας γρήγορα στη δική τους κρητική διάλεκτο. Μετά βίας μπορούσα να ξεχωρίσω κάποιες λέξεις! Όσο μιλούσε, δεν παρέλειπε να κάνει και κάποιες χειρονομίες χτυπώντας με την παλάμη του τον μπέτη ( στήθος) του όσο και την πλάτη μου. Μετά απ' αυτό πολλοί από τους θαμώνες ήρθαν προς το μέρος μου και με χαιρετούσαν με χειραψίες και καλωσορίσματα σε μια γλώσσα που εγώ τη χειριζόμουν μ' έναν άθλιο και αδέξιο τρόπο. Άκουγα τα ονόματα τους και τα επίθετα τους μου έδιναν την εντύπωση πως βρίσκομαι σε κάποιο ορεινό χωριό της Κρήτης.
Μετά από λίγη ώρα ένιωθα πως ήμουν κάτι σαν ατραξιόν, καθώς όλο και πιο πολλοί απ' τους κατοίκους του Χαμιδιέ με πλησίαζαν, με χαιρετούσαν και απαιτούσαν επίμονα να με κεράσουν. Το πρόβλημα δεν ήταν η επιμονή τους, αλλά ότι θύμωναν όταν με ευγένεια και διάφορες δικαιολογίες αρνιόμουν κάποιο κέρασμα. Και δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι μου ήταν αδύνατο να δεχθώ και να δοκιμάσω απ' όλα τα κεράσματα.
Από τη δύσκολη θέση με έβγαλε ο Μαχμούτ. Μ' έπιασε απ' το χέρι κυριολεκτικά και με οδήγησε στο σπίτι του. Μαζί μας ήρθε και ο Ομάρ. Το σπίτι του ήταν τυπικό σπίτι Σύριου Αλεβίδη. Περίβολος πέτρινος έκρυβε το σπίτι που αποτελούνταν από έναν ισόγειο χώρο που περιείχε τους βοηθητικούς χώρους, κουζίνα, σαλόνια, μπάνια κλπ, ενώ στον επάνω και μοναδικό όροφο ήταν τα υπνοδωμάτια της οικογένειας.
Η υποδοχή που μου έκανε η οικογένεια του Μαχμούτ ήταν κάτι παραπάνω από θερμή. Στην πραγματικότητα ήταν συγκινητική! Άνοιξαν το σπίτι τους και με δέχτηκαν σαν να ήμουν ένα μέλος της οικογένειας τους που επέστρεψε από την ξενιτιά! Με τη βοήθεια του Ομάρ, που μετέφραζε όσα ήταν δυσνόητα για μένα, έμαθα για την ιστορία τους και την καθημερινότητα τους. Οι πρόγονοι τους εκτοπίστηκαν απ' την Κρήτη (απ' το Ρέθυμνο και τα Χανιά) με μόνο κριτήριο εκτοπισμού τη θρησκεία! Οι οικογένειες τους ήταν καθαρά κρητικής καταγωγής και κάποια χρονική περίοδο είχαν για διάφορους λόγους αλλαξοπιστήσει.
Αυτό ήταν το μοναδικό αίτιο που τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να μετοικίσουν στα νότια της σημερινής Συρίας, πολύ κοντά στα σύνορα με τον Λίβανο. Το χωριό είχε κτιστεί βιαστικά μ' εντολή του Τούρκου σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ.
Η εγκατάσταση τους στη νέα πατρίδα ήταν επίπονη και χρονοβόρα. Ποτέ, μα ποτέ, δεν προσαρμόστηκαν. Ποτέ δεν ένιωσαν τον τόπο δικό τους τόπο. Αν και Αλεβίδες, ακολουθούσαν το δικό τους τυπικό και παρέμεναν μονογαμικοί. Η επαφή τους με την Αραβική γλώσσα γινόταν για πρώτη φορά όταν πηγαίναν στο τοπικό σχολείο. Σ' όλη την καθημερινότητα τους χρησιμοποιούσαν τη δική τους κρητική διάλεκτο. Στο σπίτι του Μαχμούτ παρατήρησα ότι με ειδικές κεραίες «έπιαναν» τους κυπριακούς τηλεοπτικούς σταθμούς και απόφευγαν τους αραβικούς.
Αυτοί ο άνθρωποι, αν και δεν είχαν γνωρίσει την Κρήτη, θεωρούσαν τους εαυτούς τους καθαρούς Κρητικούς που από κακή συγκυρία βρέθηκαν μακριά της. Μιλούσαν για την Κρήτη σαν αυτή να ήταν κάτι μυθικό, σαν να ήταν ένα ζωντανό μυθικό ον που τους ανήκε. Στον δρόμο που περπατούσαμε με τον «ξάδερφο» έρχονταν κάτοικοι, ιδιαίτερα οι πιο ηλικιωμένοι, για να μου κάνουν χειραψία ή και να με χτυπήσουν φιλικά στην πλάτη και κυρίως να με ρωτήσουν για την πατρίδα τους, μια πατρίδα που την ήξεραν καλύτερα από εμένα. Θ' αποφύγω να περιγράψω τα φαγητά που παρασκεύασαν για χάρη μου. Ήταν όλα παραδοσιακά και μερικά από τα εδέσματα δεν τα είχα δοκιμάσει ούτε καν τα ήξερα, παρ' όλη την αρκετά μεγάλη διαμονή μου στην Κρήτη κατά τη διάρκεια των μαθητικών μου χρόνων.
Η φιλοξενία τους ξεπερνούσε κάθε προσδοκία! Ήταν το είδος της φιλοξενίας που μικρός άκουγα στις νοσταλγικές διηγήσεις του πατέρα μου τα βράδια, όταν έκλεινε το μπακάλικο μας και πίσω απ' τις κουρτίνες που έκρυβαν το φως τον άκουγα να τις διηγείται στους λίγους θαμώνες ( άνδρες βασικά της γειτονιάς ) που ερχόταν να πιουν ένα τελευταίο ρακί ( που ποτέ δεν ήταν τελευταίο ) πριν πάνε στο σπίτι τους.
Το ύφος του πατέρα μου σ' αυτές τις διηγήσεις φάνταζε τότε στ' αυτιά μου υπερβολικό και μόνο όταν ήρθα σ' επαφή με τους «συγγενείς» μου κάτοικους του Χαμιδιέ κατάλαβα ότι ήταν καθαρά νοσταλγικό. Προφανώς του έλειπε η πατρίδα του και μέσα απ' αυτές τις διηγήσεις αισθανόταν ότι ζούσε κάτι από τον τόπο του.
Είδα ( δεν μπορώ να πω πως μου άρεσε) τις σφαγές των κριαριών όπως προστάζει το έθιμο τους κατά τη διάρκεια που γιόρταζαν το κουρμπάνι και γιόρτασα τηρώντας με σεβασμό όλα τους τα έθιμα.
Η ώρα της αποχώρησης ήταν μάλλον δύσκολη και για τις δύο πλευρές. Υποσχεθήκαμε επανένωση σε πρώτη ευκαιρία.
Ωστόσο είναι γνωστό πως, όταν οι θνητοί κάνουν σχέδια, οι θεοί γελάνε. Έστειλα στους συγγενείς μου δυο φορές δέματα με τη νταλίκα που μου έφερνε τα εμπορεύματα που είχα παραγγείλει, αλλά μετά ο πόλεμος έκοψε κάθε επαφή.
Σε μια συζήτηση που είχα με τη μητέρα μου και τον αδερφό μου τον Γιώργο τους εξήγησα πως είχα δει ένα ντοκιμαντέρ στην τούρκικη τηλεόραση κι εκεί άκουσα το όνομα του Μαχμούτ Μαρολαχάκη και μου γεννήθηκε η επιθυμία να τον γνωρίσω. Ο Γιώργος με κοίταξε περίεργα και είπε με κάποιο παράπονο:
«Γιατί δεν πήρες και μένα ;»
Η μητέρα μου μάλλον με αγριοκοίταξε και κάτι μουρμούρισε μέσα απ' τα δόντια της. Δεν άκουσα τι, αλλά σίγουρα θα αναρωτιόταν για το πότε θα βάλω μυαλό !!!!

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2024

ΣΥΝΤΡΙΜΜΙΑ

Έσκυψε με κόπο. Το σώμα της δεν υπάκουε στις εντολές του εγκεφάλου της. Με μεγάλη δυσκολία μάζευε από το πάτωμα τα κομματιασμένα υπολείμματα απ' το πορσελάνινο σερβίτσιο του καφέ. Αυτό το σερβίτσιο τους το είχαν κάνει δώρο για τον γάμο τους. Μάταια προσπάθησε να θυμηθεί ποιος τους το είχε δωρήσει, όχι ότι είχε σημασία πλέον. Παραλλήλισε τα θρύψαλα που μάζευε απ' το πάτωμα με την άχαρη ζωή της και ήταν σίγουρη πλέον πως μάζευε τα κομμάτια της δικής της ζωής.
Μέσα απ' την οθόνη του μυαλού της περνούσε σαν μια βουβή μαυρόασπρη ταινία όλη της η ζωή. Χαμογέλασε ασυναίσθητα όταν «είδε» τη χαρούμενη παιδική της ηλικία, τις βόλτες που έκανε με τον πατέρα και τη μητέρα της στο πάρκο της πόλης, στο λούνα παρκ που ερχόταν κάθε καλοκαίρι στην αλάνα της γειτονιάς τους.! Οι γονείς της ζούσαν κυριολεκτικά μόνο για αυτήν. Πολύ αργότερα κατάλαβε τις στερήσεις και τις θυσίες που έκαναν, για να ικανοποιήσουν τα «θέλω» και τα «πρέπει» της κόρης τους. Το χαμόγελο της, χωρίς να το αντιλαμβάνεται, έγινε ακόμη πιο πλατύ, όταν θυμήθηκε τα γυμνασιακά της χρόνια και τα πρώτα ερωτικά, εφηβικά σκιρτήματα. Σχεδόν γέλασε, όταν θυμήθηκε την αδέξια συμπεριφορά της στο πρώτο της φλερτ. Γέλασε πικρά, όταν της ήρθε στο μυαλό η πρώτη ερωτική απογοήτευση και η συμπαράσταση που είχε απ' τους γονείς της. Η γλυκύτητα και η πραότητα με την οποία την αντιμετώπισαν τη βοήθησαν να ξεπεράσει άμεσα τον εφηβικό σκόπελο και συγχρόνως ν' αποκτήσει (ή στην κυριολεξία ν' ανακαλύψει) δυο φίλους στους οποίους θα μπορούσε να στηριχτεί, τους γονείς της! Η ζωή της κύλησε ήρεμα χωρίς ιδιαίτερα οδυνηρά σκαμπανεβάσματα. Τίποτα δεν τάραζε την ήρεμη ρουτίνα της ζωής της, μέχρι που λίγο μετά τον θάνατο του πατέρα της ήρθε ανεπάντεχα ο έρωτας. Ένας έρωτας απρόσμενος, όσο και δυνατός την είχε κυριεύσει και την είχε αποπροσανατολίσει απ' την πραγματικότητα.
Ζούσε κυριολεκτικά στα σύννεφα! Δεν είχε μάτια παρά μόνο για τον Κώστα, τον έρωτα της. Ήταν η πρώτη φορά που ήρθε σε αντιπαράθεση με την καλύτερη της φίλη μέχρι εκείνη τη στιγμή, τη μάνα της. Δεν μπορούσε να καταλάβει τις επιφυλάξεις και αργότερα τις αντιρρήσεις της μητέρας της για τον Κώστα. Τις απέδιδε στην ανασφάλεια που πιθανώς ένιωθε η μάνα της με την προοπτική ενός επικείμενου γάμου. Ενός γάμου που τελικά έγινε καλύπτοντας όλα της τα «θέλω», αλλά και τα «πρέπει» μιας κοινωνίας που δίνει μεγαλύτερη σημασία στο «θεαθήναι», παρά στην πραγματική ένωση δύο ανθρώπων. Μετά από πιέσεις η μητέρα αποδέχτηκε σιωπηλά αυτόν τον γάμο και την επιμονή της στην άρρωστη εξάρτηση που είχε με τον Κώστα. Αποτραβήχτηκε οικειοθελώς απ' τη ζωή του ζευγαριού, αλλά δεν έπαψε ποτέ να τους επικουρεί ηθικά και κυρίως υλικά. Παρ´όλο που δούλευαν και οι δύο, τα χρήματα που κέρδιζαν ποτέ δεν ήταν αρκετά για να καλύψουν τις ανάγκες τους, που όλο και πολλαπλασιάζονταν. Η βοήθεια της μητέρας στη συμβίωση του ζευγαριού έγινε πιο ουσιαστική και απαραίτητη με την έλευση τριών διαδοχικών νέων μελών στην οικογένεια. Η κα Βασιλική ( η μητέρα της και παλιά της φίλη) αφιέρωνε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου της στη φύλαξη και την ανατροφή των εγγονιών της. Έτσι σταδιακά έπαψε να βλέπει και να συζητάει τα «σύννεφα» που συσσωρεύονταν στον γάμο της κόρης της.
Ο Κώστας στα πρώτα χρόνια του γάμου τους ήταν ο τρυφερός άνδρας που είχε αρχικά γνωρίσει κι ερωτευτεί. Όσο κυλούσε ο χρόνος, κάποιες μικροαλλαγές στη συμπεριφορά του τις απέδιδε στην πίεση της δουλειάς και στη ρουτίνα μιας οικογενειακής ζωής για την οποία δεν ήταν έτοιμος. Αργότερα διέκρινε στη στάση του μια σταδιακά αυξανόμενη διαφοροποίηση από αυτά που ήξερε, που με την πάροδο του χρόνου γινόταν όλο και πιο διακριτή. Ο τρυφερός άνδρας που παντρεύτηκε είχε μετουσιωθεί σ' ένα απαιτητικό άτομο που γκρίνιαζε με το παραμικρό είτε αυτό ήταν για το φαγητό είτε για τα ρούχα του ( που σημειωτέον τα ήθελε πάντα άψογα και στην ώρα που αυτός επιθυμούσε ). Άρχισε ν' αργεί τα βράδια και σύντομα κατάλαβε πως το οικογενειακό ταμείο, που απ' την αρχή είχαν κανονίσει την ύπαρξη του και τη λειτουργία του, έπαψε να είναι οικογενειακό και σ' αυτό συγκεντρώνονταν μόνο τα δικά της έσοδα. Όσες φορές τόλμησε να συζητήσει μαζί του το θέμα, εισέπραξε φωνές και χλευασμό. Στη μητέρα της δεν τολμούσε να πει οτιδήποτε πάνω σ' αυτό το θέμα, γιατί φοβόταν ότι θα της θύμιζε τις αντιρρήσεις της και τις ανησυχίες της γι αυτόν τον γάμο. Έτσι έκανε υπομονή και μέσα της ήλπιζε πως αυτή η στάση του συζύγου της θα ήταν προσωρινή και πως γρήγορα όλα θα επανέρχονταν στην αρχική τους κατάσταση.
Αδίκως ήλπιζε! Ο Κώστας απομακρυνόταν όλο και πιο πολύ από τη συζυγική τους εστία! Γύριζε αργά, σχεδόν τα ξημερώματα και τις περισσότερες φορές φανερά πιωμένος. Σε παρατηρήσεις που του έκανε αντέδρασε βίαια χτυπώντας την ανελέητα. Αυτή του η πράξη ήταν τελείως απρόβλεπτη γι αυτήν και δεν πρόλαβε ν' αντιδράσει, έτσι δέχτηκε το γεγονός παθητικά.
Το πρωί, όταν πλέον είχε φύγει η επήρεια του αλκοόλ, ο Κώστας της ζήτησε συγνώμη, την αγκάλιασε και προσπαθούσε να δικαιολογηθεί λέγοντας ότι για την πράξη του έφταιγε το αλκοόλ και πως δεν θα επαναληφθεί. Το αγκάλιασμα του ήταν τόσο τρυφερό που την αποπροσανατόλισε. Την έκανε να ξεχάσει την οδυνηρή πραγματικότητα και να ταξιδέψει στα κοινά όνειρα που έκαναν στην αρχή του γάμου τους. Αλλά, δυστυχώς για αυτήν, η αλλαγή του διήρκεσε για πολύ λίγο. Όλα γύρισαν στην οδυνηρή για αυτήν ρουτίνα, με τον άνδρα της να ξενυχτάει, να πίνει, να γίνεται όλο και πιο βίαιος και να ξεσπά πάνω της μετά από κάθε μικρή ή μεγάλη διαφωνία.
Τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν ο Κώστας άρχισε να λείπει κάποιες νύχτες απ' το σπίτι χωρίς να της δίνει εξηγήσεις ή χρησιμοποιούσε αστείες δικαιολογίες. Μια μέρα, χωρίς να της εξηγήσει τον λόγο, ζήτησε και πήρε τα χρυσαφικά που είχαν κάνει δώρο στον γάμο τους οι δικοί του συγγενείς. Όταν τον ρώτησε γιατί, απάντησε πως ήταν δικά του και είχε ανάγκη να καλύψει αυξημένες ανάγκες. Φυσικά η επωδός στις διαμαρτυρίες της ήταν ένας απίστευτα άγριος ξυλοδαρμός που την οδήγησε στα επείγοντα του κοντινού νοσοκομείου!
Εκεί ανακάλυψε με φρίκη, ότι ο άνδρας της είχε εγκαταλείψει τη δουλειά του και η κύρια απασχόληση του ήταν ο τζόγος! Ήξερε πολύ καλά τις συνέπειες αυτής της συνήθειας και προσπάθησε να τον συνεφέρει. Στις επίμονες συζητήσεις που είχαν κι όταν αυτός ήταν νηφάλιος, ανακάλυψε ότι ο εθισμός του στον τζόγο ήταν τόσο μεγάλος που τον είχε μεταλλάξει σ' ένα εγωπαθές κι αδιάφορο πλάσμα, που δεν είχε καμία σχέση με τον «έρωτα» της. Όλες οι προσπάθειες της για τον συνεφέρει κατέληγαν σε ξυλοδαρμούς και απειλές κατά της ζωής της. Στο τέλος απαίτησε και πήρε και τα κοσμήματα που οι δικοί της τα είχαν δωρήσει στον γάμο τους. Στις αντιρρήσεις που του προέβαλλε, την έδειρε και πάλι και της είπε πως είχε χρέη «τιμής» στην χαρτοπαιξία.
Ο καυγάς συνεχίστηκε και ο Κώστας πέταξε με δύναμη στο πάτωμα το σερβίτσιο του καφέ κι έφυγε χτυπώντας με δύναμη πίσω του την εξώπορτα. Έτσι όπως ήταν σκυμμένη και μάζευε τα «συντρίμμια» της ζωής της, είδε το θλιβερό είδωλο της στον καθρέπτη που ήταν απέναντι της. Τρόμαξε με αυτό που είδε! Πέταξε τα πορσελάνινα κομμάτια του σερβίτσιου στα σκουπίδια, ντύθηκε πρόχειρα και πήγε στον οικογενειακό τους δικηγόρο. Ακολουθώντας τις συμβουλές του πήγε σε ιατροδικαστή για να πιστοποιήσει την κακοποίηση και σύντομα κατέληξαν στις αίθουσες δικαστηρίων.
Ο Κώστας μετανιωμένος και κλαίγοντας προσπαθούσε να τη μεταπείσει, αλλά αυτή είχε πάρει την απόφαση της.
Η κα Βασιλική της στάθηκε με τον καλύτερο τρόπο! Μετακόμισε μαζί με τα παιδιά στο ίδιο σπίτι και τη βοηθούσε καθημερινά να «σταθεί στα πόδια της».
Το δικαστήριο είχε επιβάλει ασφαλιστικά μέτρα, που ο πρώην σύζυγος της δεν μπορούσε να δεχτεί ούτε καν να καταλάβει. Συνέχισε να την εκλιπαρεί και στο τέλος να την απειλεί. Με συμβουλή του δικηγόρου της απευθύνθηκε στο κοντινό αστυνομικό τμήμα. Την παρέπεμψαν στην υπηρεσία ενδοοικογενειακής βίας. Εκεί της συνέστησαν να βάλει στο κινητό της, την εφαρμογή panic button. Οι μέρες της κυλούσαν ανάμεσα στον φόβο και την αβεβαιότητα. Ο Κώστας της τηλεφωνούσε πολλές φορές, καθημερινά με το ίδιο μοτίβο. Κλάμα, παρακάλια, απειλές!
Αυτή όμως είχε πάρει την απόφαση της, Είχε τη μάνα και φίλη της, τα παιδιά της ( που για αυτά είχε υπομείνει μια άχαρη κι επικίνδυνη ζωή) και προσπαθούσε να μαζέψει τα κομμάτια της.
Ήταν Κυριακή μετά την εκκλησία. Περπατούσε χαρούμενη με τη μάνα της και τα παιδιά της προς το κοντινό άλσος, όταν είδε τον Κώστα με έρχεται προς το μέρος της με μεγάλες δρασκελιές κρατώντας ένα μαχαίρι. Χωρίς καν να το σκεφτεί, ενεργοποίησε το panic button και άρχισε να τρέχει!
Ανδρέας Μαρολαχάκης
31-05-2024

 

Τετάρτη 22 Μαΐου 2024

ΟΤΑΝ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ Ο ΧΡΟΝΟΣ

Μπήκα στο δωμάτιο χαλαρά, πρόσεξα τη διαρρύθμιση. Ο όλος χώρος ήταν άνετος και λειτουργικός. Η θέα από το μπροστινό μπαλκόνι προς τη θάλασσα ήταν καταπληκτική! Απ' το πίσω μπαλκόνι έβλεπες έναν καταπράσινο δασωμένο λόφο, ο οποίος ήταν προέκταση ενός επιβλητικού βουνού που φαινόταν καθαρά στο βάθος. 
Το διαμερισματάκι ( γιατί αυτό ακριβώς ήταν) ήταν αυτό που θεωρούμε και λέμε προνομιακό. Το όλο κτίριο, κτισμένο τα τελευταία χρόνια, ήταν ότι πιο μοντέρνο και λειτουργικό υπήρχε στο είδος του.
Οι κοινόχρηστοι χώροι καθαροί και προσεγμένοι, το προσωπικό ξεχείλιζε από ευγένεια και καλοσύνη. Πηγαινοέρχονταν στους διαδρόμους γρήγορα και χωρίς να κάνουν περιττούς θορύβους ή κινήσεις. Ο επίσημος προσδιορισμός του ιδρύματος ( γιατί για ίδρυμα επρόκειτο ) ήταν Κέντρο Αποκατάστασης, αλλά λαϊκά θα μπορούσε κάποιος να το πει και Γηροκομείο ή ακόμη χειρότερα «αποθήκη ψυχών» 
-Ώστε αυτό είναι! σκέφτηκα με μια θλίψη να με κυριεύει και χωρίς να τολμώ να ολοκληρώσω τις σκέψεις μου.
Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα μ' έναν νοσηλευτή να τον συνοδεύει. Τον κοίταξα ξαφνιασμένη! «Θεέ μου, πόσο πολύ αδυνάτισε, σκέφτηκα χωρίς να μπορώ ν' αρθρώσω την παραμικρή λέξη.
«Γεια σας», τον άκουσα να μου λέει, «εσείς με ζητήσατε;»
Έμεινα αποσβολωμένη να τον κοιτάζω και προσπαθούσα ν' αξιολογήσω την κατάσταση του. Είχε χάσει αρκετό βάρος απ' την τελευταία φορά που είχαμε συναντηθεί. Το ντύσιμο του ήταν πολύ πρόχειρο, κάτι που δεν συνήθιζε στην καθημερινότητα του. Με φρίκη αντιλήφθηκα πως τα ρούχα έπλεαν πάνω του, σαν να τα είχε κρεμάσει κάποιος πρόχειρα σε κρεμάστρα, χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία στο αποτέλεσμα. Το καρό πράσινο πουκάμισο που φορούσε, κουμπωμένο μέχρι το τελευταίο κουμπί, δεν ταίριαζε με την ανοιχτόχρωμη γκρι πλεκτή ζακέτα που φορούσε κι αυτή κουμπωμένη, αν κι έλειπε το προτελευταίο κουμπί. Με φρίκη είδα πως κάτω απ' το μπεζ παντελόνι η μία κάλτσα ήταν χρώματος καφέ και η άλλη μαύρη! Αναρωτήθηκα αν αυτός που ήταν απέναντι μου ήταν ο ίδιος που ήξερα, ο πάντα καλοντυμένος, που πρόσεχε την εμφάνιση του μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια! Τον κοίταξα έντρομη μην πιστεύοντας σ' αυτό που έβλεπα.
«Μπαμπά, είμαι η Ελένη, η κόρη σου, το Ελενάκι σου.»
Με κοίταξε με απορία, με τα θολά γκρίζα μάτια να μη δείχνουν κανένα σημάδι αναγνώρισης.
Ο νοσηλευτής με το που άκουσε τη φράση μου βγήκε διακριτικά απ' το δωμάτιο κλείνοντας πίσω του την πόρτα.
Με μια εσωτερική παρόρμηση που με κυρίευσε εκείνη τη στιγμή άπλωσα τα χέρια μου και τον αγκάλιασα. Περίμενα πως θα νιώσω τη ζεστασιά και τη γλυκύτητα που ένιωθα πάντα σε κάθε του αγκάλιασμα. Αλίμονο! Δεν υπήρχε ανταπόκριση! Με κοίταζε απορημένος, με μια επιφυλακτικότητα που μ' έκανε να νιώθω ακόμη πιο άβολα.
Μίλησα με τον αρμόδιο γιατρό που τον παρακολουθούσε. Μου είπε πως η εκφυλιστική νόσος του εγκεφάλου με το όνομα Alzheimer είναι η κύρια αιτία για την απώλεια της μνήμης. Μαζί μ' αυτήν προσβάλλονται κι άλλες εγκεφαλικές λειτουργίες, που δυσκολεύουν την κοινωνική ζωή του ασθενούς.
Όσες ερωτήσεις κι αν έκανα προσπαθώντας να εκμαιεύσω μια κάποια ελπίδα βελτίωσης της κατάστασης του πατέρα μου, συναντούσα έναν τοίχο άρνησης. Βέβαια απαντούσε  μ' ευγένεια, ώσπου μου ξεκαθάρισε ότι αυτή η ασθένεια δεν έχει επιστροφή. Το μόνο που θα μπορούσε να γίνει ήταν να επιβραδύνουμε την εξέλιξη της.
Αποφάσισα ν' ακολουθήσω τις οδηγίες του γιατρού και να προσπαθήσω ν' αφυπνίσω τη μνήμη του πατέρα μου. Φρόντιζα να τον επισκέπτομαι καθημερινά κρατώντας μαζί μου φωτογραφίες, μικρά βίντεο και αντικείμενα που έδειχναν τη ζωή και τις δραστηριότητες του πατέρα και της οικογένειας μας. Το θολό πέπλο που κάλυπτε τη μνήμη του πατέρα μου ήταν απροσπέλαστο. Κάποιες φορές ρωτούσε με αφέλεια να μάθει για την ταυτότητα ατόμων που έβλεπε στις φωτογραφίες και στα βίντεο.
«Ποιος είναι αυτός ο κύριος που χορεύει;» ρωτούσε. 
«Εσύ είσαι πατέρα. Χορεύεις τη βραδιά του γάμου μου»
Για μια στιγμή κάτι άστραψε στα μάτια του, που φάνηκαν σαν να παίρνουν ζωή. Αλλά αμέσως ρώτησε:
«Και ποια είπαμε ότι είσαι εσύ;» και η ερώτηση του με γέμισε μ' απελπισία!
«Αυτή η κυρία δίπλα μου ποια είναι;»
«Η γυναίκα σου πατέρα, η μητέρα μου η Φρόσω»
Κοίταζε τη φωτογραφία και με τα δάκτυλα του σχεδόν χάιδευε τη μητέρα μου.
«Και πού είναι η Φρόσω τώρα;» ρωτούσε και με βύθιζε σε απελπισία.
«Στον ουρανό πατέρα. Έχει φύγει εδώ και πέντε χρόνια».
Όταν του έδειξα το ρολόι που δώρησε στον γάμο του ο παππούς μου, φάνηκε να επικεντρώνεται σ' αυτό και να το χαϊδεύει με τ' ακροδάχτυλα του. Χωρίς να πει τίποτα, το έβαλε στο αριστερό του χέρι και με το δεξί το κούμπωσε. 
Στις σχεδόν καθημερινές βόλτες μας στην αυλή τον έβλεπα να κοιτάζει με νοσταλγία το βουνό που βρισκόταν πίσω απ' το κτίριο.
«Εκεί βρίσκεται το σπίτι μου», είπε σε ανύποπτο χρόνο. 
«Ποιο σπίτι σου πατέρα; Στην Αθήνα βρίσκεται το σπίτι μας!»
«Όχι», απαντούσε πεισματικά, «το σπίτι μου είναι εκεί ψηλά, μέσα στο δάσος» και τα μάτια δάκρυζαν.
Κατάλαβα ότι είχε γυρίσει στην παιδική του ηλικία κι ένιωσα τις ελπίδες μου ν' αναπτερώνονται, αυτή όμως η διαύγεια ήταν πρόσκαιρη και χωρίς συνέχεια.
Το βλέμμα του θόλωνε και πάλι και χανόταν σε μια ανεξέλεγκτη δίνη του σκοτεινού μυαλού του. Πολλές φορές του διάβαζα αποσπάσματα από λογοτεχνία και ποιήματα που ήξερα πως του άρεσαν. Όταν του διάβασα κάποια ποιήματα που ο ίδιος είχε γράψει στη νεότητα του, τον είδα να κουνάει με απότομες κινήσεις το κεφάλι του, σαν να προσπαθούσε να διώξει κάποιο ενοχλητικό έντομο και μετά βύθισε τ' απλανή μάτια του στο κενό.
Όταν του έφερα τον αγαπημένο του εγγονό ελπίζοντας σε κάποια έστω αμυδρή μεταστροφή, τον είδα να επικεντρώνει για λίγο το βλέμμα του επάνω στον γιο μου και να ρωτάει:
«Ποιος είναι ο νεαρός;» 
«Ο εγγονός σου, πατέρα, ο Νίκος. Έχετε το ίδιο όνομα» 
Τον κοίταξε με φανερή απελπισία και προσπαθούσε χωρίς επιτυχία ν' αναμοχλεύσει κάτι από τη χαμένη μνήμη του.
Ο γιος μου δεν άντεξε να έρθει να τον επισκεφτεί ξανά ούτε και κάποιο από τ' άλλα του εγγόνια άντεχε σ' αυτή τη δοκιμασία.
Δεν πέρασε ούτε μια μέρα που να μην αναρωτηθώ πού πήγε το φωτεινό και δημιουργικό μυαλό του πατέρα μου.
Όταν τον ρώτησα γιατί τις τελευταίες ημέρες ήταν αξύριστος, μου απάντησε πως δεν μπορούσε να ξυριστεί, γιατί κάποιος ξένος τον κοίταζε άγρια. Με τρόμο κατάλαβα πως ο ξένος που τον κοίταζε άγρια ήταν το είδωλο του στον καθρέπτη.
Αν και οι προσπάθειες μου συνεχίστηκαν, ίσως γιατί δεν μπορούσα να δεχτώ την κατάσταση του. γνώριζα πολύ καλά ότι ο πατέρας που είχα και ήξερα δεν υπήρχε πια!
Οι επισκέψεις μου συνεχίστηκαν και όλοι νόμιζαν πως για μένα ήταν μια καθημερινή ρουτίνα, εγώ όμως πάλευα να κερδίσω μια αγκαλιά, μια ματιά απ' τον πατέρα που θυμόμουν. 
Μια μέρα, καθώς του διάβαζα ποιήματα στο παγκάκι του κήπου, παρατήρησα πως οι δείκτες του ρολογιού που καθημερινώς φορούσε είχαν σταματήσει. Τον κοίταξα δακρυσμένη, γιατί κατάλαβα και τελικά το δέχτηκα πως ο χρόνος για τον πατέρα μου είχε σταματήσει, όπως ακριβώς και το ρολόι του.
Ανδρέας Μαρολαχάκης
21/05/24

Σάββατο 20 Απριλίου 2024

Η κα ΜΥΡΣΙΝΗ ΚΑΙ Ο ΖΑΦΕΙΡΗΣ

Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Η πόλη (για την ακρίβεια κωμόπολη) ήταν ασήμαντη, χωρίς να υπάρχει κάτι που να την κάνει να ξεχωρίζει. Ήταν ένα φτωχικό μέρος που οι κάτοικοι του επιβίωναν στο σύνολο τους με δυσκολία. Δεν υπήρχαν φυσικοί πόροι και λόγω της ελάχιστης δημόσιας συγκοινωνίας δεν υπήρχε σταθερή επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο. Οι ελάχιστες τοπικές παραγωγές (κυρίως λάδι, κρασί και λαχανικά) ήταν σε ποσότητα όσες μπορούσαν να καταναλώσουν οι κάτοικοι της πόλης, οπότε δεν υπήρχε καμιά περίπτωση (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) να επωφεληθούν εμπορικά απ' αυτές. Ακόμα και οι ψαράδες πολύ δύσκολα μπορούσαν να διαθέσουν εκτός της πόλης την ψαριά τους. Η πόλη ήταν κτισμένη κοντά σε μια βραχώδη ακτή μ' ένα ανοιχτό κόλπο που ελάχιστα προστάτευε την παραλία όταν ο καιρός ήταν αγριεμένος. Απ' οποιοδήποτε σημείο της στεριάς όμως θα μπορούσε κάποιος να δει στ' ανοιχτά του κόλπου πλοία της ακτογραμμής να διασχίζουν το πέλαγος πλέοντας αδιάφορα προς τον προορισμό τους. Οι νέοι ονειρεύονταν να πετύχουν μια ευκαιρία για ν' αποδράσουν απ' τον τόπο τους κι έβλεπαν τα πλοία σαν μέσο διαφυγής. Οι περισσότεροι όμως ήξεραν πως αυτό ήταν σχεδόν αδύνατο και πως μόνο να ονειρεύονται μπορούσαν. Οι πιθανότητες ν' αποδράσουν απ' τον τόπο τους ήταν ελάχιστες έως ανύπαρκτες.
Σ' ένα σπίτι με θέα στο πέλαγος και με μια αρκετά μεγάλη αυλή ζούσε η κα Μυρσίνη με τον μοναχογιό της τον Ζαφείρη. Η κα Μυρσίνη ήταν χήρα και όλη της την προσοχή την είχε αφιερώσει στο μεγάλωμα του γιου της. Από τα λίγα κτήματα που τους είχε αφήσει ο μακαρίτης ο άντρας της κατόρθωναν να ζουν απλά και φτωχικά. Ο Ζαφείρης, παρακούοντας για πρώτη φορά τη μητέρα του, αποφάσισε να παρακολουθήσει σαν εσώκλειστος μια σχολή εμποροπλοιάρχων στην πρωτεύουσα του νομού. Σαν άριστος μαθητής που ήταν κατάφερε να πάρει μια υποτροφία και να σπουδάσει χωρίς να επιβαρύνει τη μητέρα του με τα έξοδα των σπουδών του. Η Μυρσίνη ήταν αντίθετη με τις σπουδές του γιου της, γιατί ήξερε πολύ καλά πως η εξάσκηση του επαγγέλματος του θα ήταν μακριά της. Ωστόσο ποτέ δεν έφερε πραγματικά αντίρρηση στα σχέδια του γιου της. Παρ’ όλο που φοβόταν τον χωρισμό, έκανε ότι μπορούσε για τον διευκολύνει να πραγματοποιήσει τα όνειρα του. Η αγωνία της και οι φόβοι της άρχισαν να την ξεπερνούν όταν ο Ζαφείρης, σύμφωνα με το πρόγραμμα της σχολής του, άρχισε τα εκπαιδευτικά ταξίδια. Αυτά τα ταξίδια ήταν προγραμματισμένα σύμφωνα με τις εντολές του αρμόδιου υπουργείου. Αρχικά ήταν στα κοντινά νησιά και στις όμορες ακτές. Κάθε φορά όμως απομακρύνονταν όλο και περισσότερο, έτσι ώστε οι σπουδαστές να κάνουν την πρακτική τους και ν' αποκτήσουν μια κάποια εμπειρία. Κάθε φορά που ο γιος της της ανακοίνωνε επικείμενο ταξίδι, η καρδιά της Μυρσίνης φτερούγιζε απ' την αγωνία της, αλλά ποτέ δεν είπε τίποτα ούτε κι έφερε κάποια σημαντική αντίρρηση.
Όλα όμως ήταν τελείως διαφορετικά όταν ο Ζαφείρης της ανακοίνωσε το πρώτο του μεγάλο ταξίδι, ένα ταξίδι που έβγαινε απ' τη Μεσόγειο με προορισμό την Ιαπωνία. Οι φόβοι της μεγάλωσαν, όταν σε ερώτηση που έκανε στον δάσκαλο έμαθε πού βρίσκεται η Ιαπωνία και πόσες θάλασσες θα έπρεπε να διασχίσει ο γιος της μέχρι να φτάσει στον προορισμό του. Το απόγευμα που ο Ζαφείρης θα έφευγε με το πλοίο της γραμμής για τον Πειραιά η Μυρσίνη είχε στηθεί στην ακρογιαλιά και περίμενε μέχρι να δει το πλοίο να περνά μπροστά απ' τον κόλπο. Στεκόταν ακίνητη με το μαντήλι της να προστατεύει τα μαλλιά της απ' τον άνεμο και την υγρασία. Όταν εμφανίστηκε στο βάθος του ορίζοντα, έλυσε το κεφαλομάντηλο της, το έπιασε με το δεξί της χέρι και άρχισε να το κουνάει πάνω απ' το κεφάλι της. Όποιος την έβλεπε από πίσω, έβλεπε μια γυναικεία φιγούρα ντυμένη στα μαύρα να χαιρετάει απεγνωσμένα το πλοίο που απομακρυνόταν στον ορίζοντα. Απ' το πλοίο ήταν αδύνατο να τη δει κάποιος, όμως αυτή ήταν σίγουρη πως ο γιος της την έβλεπε και ανταπέδιδε τον χαιρετισμό.
Το ταξίδι κράτησε μήνες! Κάθε τόσο ο Ζαφείρης έστελνε γράμματα με νέα του, η Μυρσίνη όμως δεν ήταν σε θέση να τα διαβάσει, γιατί ήταν τελείως αναλφάβητη και γι αυτό κατέφευγε στη συνδρομή συντοπιτών της που μπορούσαν να διαβάσουν και να γράψουν την απάντηση της. Το πρώτο ταξίδι συνεχίστηκε με το επόμενο και το επόμενο μ' ένα ακόμη, με τη Μυρσίνη ν' αγναντεύει μάταια το πέλαγος, αν και ήξερε πως ο Ζαφείρης ήταν σε άλλες θάλασσες, μακρινές. Ώσπου ένα πρωινό, χωρίς καμιά ειδοποίηση, εμφανίστηκε στην αυλή του σπιτιού της φορτωμένος με δώρα. Η Μυρσίνη νόμιζε πως ονειρευόταν και τσιμπούσε το χέρι της μπας και ξυπνήσει. Η ευτυχία ξεχείλισε όταν βεβαιώθηκε πως ο επισκέπτης ήταν ο θαλασσοδαρμένος γιος της. Δεν έδωσε καμιά σημασία στα δώρα που της έφερε, της ήταν αρκετό να τον χαϊδεύει και να τον αγκαλιάζει. Τρελάθηκε απ' τη χαρά της όταν της είπε πως θα έμενε για μήνες μαζί της, γιατί το πλοίο είχε μπει σε καρνάγιο για επισκευές. Τους μήνες που έμεινε μαζί της ο Ζαφείρης φρόντισε με μαστόρους που έφερε απ' την πόλη να επισκευάσει και να επεκτείνει το σπίτι τους. Τι κι αν η μάνα του έλεγε πως δεν χρειάζεται! Αυτός μ' επιμονή έφτιαξε σχεδόν απ' την αρχή το σπίτι και πρόσθεσε έναν όροφο πάνω απ' το ισόγειο διαμέρισμα που έμεναν. Το εξόπλισε με τις καλύτερες ηλεκτρικές συσκευές κι έφυγε για το επόμενο μπάρκο.
Για τη Μυρσίνη ξεκίνησε πάλι μια νέα εποχή με αβεβαιότητα και προσμονή. Έταζε στον Άι Νικόλα κι άναβε λαμπάδες να είναι καλοτάξιδος ο γιος της. Όλη της η καθημερινότητα στροβιλιζόταν γύρω απ' τον Ζαφείρη και τα ταξίδια του.
Τότε ήταν που γνωρίστηκα με τη Μυρσίνη. Μόλις είχα διοριστεί σαν νηπιαγωγός στη μικρή πόλη κι έψαχνα εναγωνίως σπίτι για να στεγαστώ κατά τη διάρκεια της σχολικής περιόδου. Ήταν πολύ δύσκολο, γιατί δεν υπήρχαν διαθέσιμα σπίτια προς ενοικίαση. Με τη μεσολάβηση του δασκάλου γνωρίστηκα με τη Μυρσίνη και συμφώνησε να με φιλοξενήσει μέχρι να καταφέρω να τακτοποιηθώ. Η συμβίωση μου μαζί της θεωρώ ότι ήταν ότι καλύτερο θα μπορούσε να μου τύχει. Απ' την αρχή με αντιμετώπισε σαν να ήμουν μέλος της οικογένειας της και μου συμπεριφερόταν ανάλογα. Μαζί παίρναμε πρωινό, μαγείρευε και για τις δυο μας και κυρίως τ' απογεύματα που ήμουν ελεύθερη κουβεντιάζαμε για κάθε ασήμαντο και σημαντικό που θα μπορούσε να μας απασχολεί. Με συγκίνηση άκουσα την ιστορία της ζωής της κι αμέσως διέκρινα την αδυναμία που είχε στον γιο της. Τακτικά την συνόδευα στο εκκλησάκι του Άι Νικόλα και την παρακολουθούσα ν' ανάβει τα καντήλια και να προσεύχεται. Σταδιακά είχαμε δεθεί τόσο που βλέπαμε η μια τα προβλήματα της άλλης σαν να ήταν δικά μας. Η Μυρσίνη φρόντιζε τα οικιακά κι εγώ είχα αναλάβει τις εξωτερικές δουλειές. Εγώ κανόνιζα για τις αγορές, παρελάμβανα την αλληλογραφία και κυρίως της διάβαζα τα γράμματα που της έστελνε ο Ζαφείρης κι απαντούσα σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις της. Ήταν φορές που της διάβαζα τα γραφόμενα του γιου της ξανά και ξανά και μετά σχολιάζαμε κάθε πρόταση και την αναλύαμε. Με αυτό τον τρόπο είχα μπει στην ψυχοσύνθεση της κι άρχιζα να δένομαι μαζί της. Κάποια στιγμή σε μια στιγμή ενθουσιασμού μου είπε: «Εσένα θα σε κάνω νύφη μου!» Γέλασα και το θεώρησα αστείο. Όμως η Μυρσίνη σοβαρολογούσε!
Παρά τις αντιρρήσεις μου, τελικά υποχώρησα κι έγραψα σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις της την πρόταση που μου έκανε. Ο Ζαφείρης απάντησε χιουμοριστικά κι έγραψε: «Οι θαλασσινοί είναι παντρεμένοι με τη θάλασσα».
Από τότε σε κάθε επιστολή υπήρχε εκατέρωθεν κάποιο σκωπτικό σχόλιο, που στο τέλος έγινε ρουτίνα. Κάποια μέρα, αφού παρέλαβα την αλληλογραφία,μετά από πολύ σκέψη αγόρασα έναν λεπτομερή παγκόσμιο άτλαντα με χάρτες, φωτογραφίες και περιληπτικές αναφορές για την περιοχή που γινόταν αναφορά. Ήταν την ίδια εποχή που τα γράμματα του Ζαφείρη έρχονταν δακτυλογραφημένα εξ αιτίας ενός μικροατυχήματος (όπως μας έγραψε) που είχε στο δεξί του χέρι. Η ρουτίνα της κοινής ζωής μας συνεχίστηκε με τους ίδιους ρυθμούς με τη Μυρσίνη να περιμένει την επίσκεψη του Ζαφείρη και να τον ρωτάει συνεχώς γι αυτό.
Μια μέρα ήρθε ο δάσκαλος στην αίθουσα και μου ανακοίνωσε πως η συγκάτοικος μου είχε «φύγει»! Αλαφιασμένη έτρεξα αμέσως στο σπίτι. Την είχαν τοποθετήσει στο κέντρο του σαλονιού και γύρω της οι γειτόνισσες την έκλαιγαν.
Χωρίς να μπορέσω να σταματήσω τα δάκρυα μου, έσκυψα από πάνω της, την αγκάλιασα και της ψιθύρισα δίπλα στο αυτί της: «Συγχώρεσε με! Δεν άντεχα να σου πω την αλήθεια! Πήγαινε στο καλό, καλή μου, ο Ζαφείρης σε περιμένει! Θα είστε μαζί πλέον, δεν θα χωρίζετε ποτέ πια!»
Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα αν τα δάκρυα μου ήταν για τη Μυρσίνη ή και για τον Ζαφείρη που δεν γνώρισα.