Ο λόγος του Κολοκοτρώνη προς τους Νέους
(Επιμέλεια αποσπασμάτων Δεσποτάκη Ευτυχία)
Μια μέρα ο Κολοκοτρώνης ζήτησε και παρακολούθησε μάθημα σε ένα σχολείο της Αθήνας, όπου ο γυμνασιάρχης Γεννάδιος δίδαξε κομμάτι από το Θουκυδίδη. Συγκινήθηκε και ζήτησε από τον Γεννάδιο να συγκεντρώσει τους μαθητές να τους μιλήσει και αυτός.
Ο Γυμνασιάρχης Γεννάδιος με όλο το σεβασμό συγκέντρωσε τα παιδιά στην Πνύκα, περιοχή της Ακρόπολης, όπου όμως συνέρρευσε και άλλο πλήθος. Θεωρώ ότι είναι όποιο, καλύτερο αφιέρωμα σήμερα που η πατρίδα γιορτάζει:
«Έρχομαι παιδιά μου να σας πω όσα στον καιρό του αγώνος παρατήρησα και να κάνομε συμπερασμούς για τη μέλλουσα ευτυχία σας.
Για τους παλιούς Έλληνες ποια δόξα και τιμή έχαιραν από τα άλλα έθνη σας λέγουν στα σχολειά σας. Σας λέγω μόνο πως ήταν σοφοί και απ΄ αυτούς πήραν και τα άλλα έθνη σοφίαν.
Όμως και οι παλιοί Έλληνες έπεσαν στη διχόνοιαν και τρώγονταν μεταξύ τους κι έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι και τους υπόταξαν. Ύστερα ήρθαν οι μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι μπορούσαν να αλλάξει ο λαός την πίστη του. Ύστερα ήρθαν οι κοτζαμπάσηδες (οι προεστοί) και έκαναν ό,τι τους έλεγε ο Σουλτάνος. Η τρίτη τάξη, οι έμποροι, οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, οι γραμματιζούμενοι, έφυγαν σε άλλα μέρη. Κι έτσι ο λαός στερημένος από τα μέσα της προκοπής κατάντησε σε άθλια κατάσταση και αυτή αύξανε κάθε μέρα.
Μερικοί από τους φυγάδες μεταφράζανε και στέλνανε βιβλία, μάθαιναν κάποιοι και διάβαζαν και τα διάβαζαν και στους άλλους, μαθαίνανε ποιοι ήταν οι παλιοί και σιγά-σιγά έγινε η Εταιρεία. Όταν κάμαμε την επανάσταση δε λογαριάσαμε ούτε πόσοι ήμασταν, ούτε πως δεν είχαμε άρματα, αλλά σα μια βροχή έπεσε σε όλους μας η επιθυμία για την ελευθερία.
Τον πρώτο χρόνο πήγαν ούλα καλά, είχαμε ομόνοια, τρόμαξαν οι Τούρκοι. Αλλά δεν εβάσταξε πολύ. Ήρθαν μερικοί να γίνουν μπαρμπέρηδες στου κασίδη το κεφάλι, μας πονούσε το μπαρμπέρισμα μα είχαμε και αυτουνών την ανάγκη.
Από τότε άρχισε η διχόνοια. Κι εχάθη η πρώτη προθυμία, έλεγες στον ένα να δώσει χρήματα για το Έθνος, σε έστελνε στον άλλο και κανείς δεν ήθελε να συνδράμει. Δεν είχαμε κεφαλή, δεν είχαμε αρχηγό. Έμπαινε ένας πρόεδρος έξι μήνες σηκωνόταν οι άλλοι τον έριχναν. Έπεσε η Τουρκιά πάνω μας κόντεψε να χαθούμε. Στους στερνούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα. Κάποια στιγμή ήρθε ο βασιλιάς, είχαμε μια κεφαλή. Μικρός είναι, αλλά προσαρμόζεται σιγά-σιγά. Έφτιαξε και σχολειά να μαθαίνετε.
Παιδιά μου εγώ γράμματα δεν έμαθα. Εσείς όμως να δοθείτε στας σπουδάς σας, να μη μείνετε αγράμματοι. Να φυλάξετε την πίστη σας, όλα τα έθνη έχουν και φυλάττουν θρησκεία. Να μην έχετε πολυτέλεια ούτε να γυρίζετε στα μπιλιάρδα και στους καφενέδες. Καλύτερα να κοπιάσετε για τη μάθηση. Μύρια ήξευρε, χίλια μάθαινε. Η προκοπή και η μόρφωση σας να μη γίνει σκεπάρνι μόνο για τον εαυτό σας, αλλά και για το κοινό καλό και μέσα στο κοινό καλό είναι και το δικό σας.
Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, άκουσα και γνώρισα από τον αγώνα για να ωφεληθήτε από τα περασμένα κακά της διχόνοιας.
Ζήτω το Έθνος, Ζήτω η Ελληνική νεολαία».
(Επιμέλεια αποσπασμάτων Δεσποτάκη Ευτυχία)
Μια μέρα ο Κολοκοτρώνης ζήτησε και παρακολούθησε μάθημα σε ένα σχολείο της Αθήνας, όπου ο γυμνασιάρχης Γεννάδιος δίδαξε κομμάτι από το Θουκυδίδη. Συγκινήθηκε και ζήτησε από τον Γεννάδιο να συγκεντρώσει τους μαθητές να τους μιλήσει και αυτός.
Ο Γυμνασιάρχης Γεννάδιος με όλο το σεβασμό συγκέντρωσε τα παιδιά στην Πνύκα, περιοχή της Ακρόπολης, όπου όμως συνέρρευσε και άλλο πλήθος. Θεωρώ ότι είναι όποιο, καλύτερο αφιέρωμα σήμερα που η πατρίδα γιορτάζει:
«Έρχομαι παιδιά μου να σας πω όσα στον καιρό του αγώνος παρατήρησα και να κάνομε συμπερασμούς για τη μέλλουσα ευτυχία σας.
Για τους παλιούς Έλληνες ποια δόξα και τιμή έχαιραν από τα άλλα έθνη σας λέγουν στα σχολειά σας. Σας λέγω μόνο πως ήταν σοφοί και απ΄ αυτούς πήραν και τα άλλα έθνη σοφίαν.
Όμως και οι παλιοί Έλληνες έπεσαν στη διχόνοιαν και τρώγονταν μεταξύ τους κι έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι και τους υπόταξαν. Ύστερα ήρθαν οι μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι μπορούσαν να αλλάξει ο λαός την πίστη του. Ύστερα ήρθαν οι κοτζαμπάσηδες (οι προεστοί) και έκαναν ό,τι τους έλεγε ο Σουλτάνος. Η τρίτη τάξη, οι έμποροι, οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, οι γραμματιζούμενοι, έφυγαν σε άλλα μέρη. Κι έτσι ο λαός στερημένος από τα μέσα της προκοπής κατάντησε σε άθλια κατάσταση και αυτή αύξανε κάθε μέρα.
Μερικοί από τους φυγάδες μεταφράζανε και στέλνανε βιβλία, μάθαιναν κάποιοι και διάβαζαν και τα διάβαζαν και στους άλλους, μαθαίνανε ποιοι ήταν οι παλιοί και σιγά-σιγά έγινε η Εταιρεία. Όταν κάμαμε την επανάσταση δε λογαριάσαμε ούτε πόσοι ήμασταν, ούτε πως δεν είχαμε άρματα, αλλά σα μια βροχή έπεσε σε όλους μας η επιθυμία για την ελευθερία.
Τον πρώτο χρόνο πήγαν ούλα καλά, είχαμε ομόνοια, τρόμαξαν οι Τούρκοι. Αλλά δεν εβάσταξε πολύ. Ήρθαν μερικοί να γίνουν μπαρμπέρηδες στου κασίδη το κεφάλι, μας πονούσε το μπαρμπέρισμα μα είχαμε και αυτουνών την ανάγκη.
Από τότε άρχισε η διχόνοια. Κι εχάθη η πρώτη προθυμία, έλεγες στον ένα να δώσει χρήματα για το Έθνος, σε έστελνε στον άλλο και κανείς δεν ήθελε να συνδράμει. Δεν είχαμε κεφαλή, δεν είχαμε αρχηγό. Έμπαινε ένας πρόεδρος έξι μήνες σηκωνόταν οι άλλοι τον έριχναν. Έπεσε η Τουρκιά πάνω μας κόντεψε να χαθούμε. Στους στερνούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα. Κάποια στιγμή ήρθε ο βασιλιάς, είχαμε μια κεφαλή. Μικρός είναι, αλλά προσαρμόζεται σιγά-σιγά. Έφτιαξε και σχολειά να μαθαίνετε.
Παιδιά μου εγώ γράμματα δεν έμαθα. Εσείς όμως να δοθείτε στας σπουδάς σας, να μη μείνετε αγράμματοι. Να φυλάξετε την πίστη σας, όλα τα έθνη έχουν και φυλάττουν θρησκεία. Να μην έχετε πολυτέλεια ούτε να γυρίζετε στα μπιλιάρδα και στους καφενέδες. Καλύτερα να κοπιάσετε για τη μάθηση. Μύρια ήξευρε, χίλια μάθαινε. Η προκοπή και η μόρφωση σας να μη γίνει σκεπάρνι μόνο για τον εαυτό σας, αλλά και για το κοινό καλό και μέσα στο κοινό καλό είναι και το δικό σας.
Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, άκουσα και γνώρισα από τον αγώνα για να ωφεληθήτε από τα περασμένα κακά της διχόνοιας.
Ζήτω το Έθνος, Ζήτω η Ελληνική νεολαία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου