Τα χρυσά νομίσματα της Τρίλιρου (Τρία Αλώνια)
Του Βασίλη Χαρωνίτη
.....μια βολά, πάνε πολλοί χρόνοι, εγύριζεν ένας απού τα Χανιά στο χωριό ντου κι έτυχε να περνά από εκεινονά τον τόπο. Ήτανε σκοτεινή νύχτα κι έκανε κατακλυσμό.Ο Κακομοίρης, ο νυχτομπάτης ολόγρος απού τη βροχή εξάνοιγε να μην χάσει τον δρόμο ντου κι επροπάθειε σιγά. Μια στιγμή είδε ένα μπράμα σαν την φωθιά κι αποστάθηκε.
-Ίντα ναι τοτονέ; είπε μέσα ντου. Μπορεί ν ανάφτει φωθιά με τέθοια κακοκαιριά;
Σιμώνει κοντύτερα κι είντα να ιδεί; Ένα σκίσμα τση γης γεμάτο φλουριά που λάμπανε σαν φωθιά!
Ώστε να τα δει, απόμεινε! ...μα δεν τα' χασε. Εκάρφωξε στο χώμα την βέργα ντου για σημάδι κι ύστερα, χωρίς ν' αγγίξει τα φλουριά, έβαλε πάλι ομπρός του το δρόμο για το χωριό ντου. Άμα έφταξε εξύπνησε τσι χωριανούς, τως είπε τα όσα είδε και τσι οδήγησε να πάρουνε τα πλούτη.
Όντες εφτάξανε η βροχή ήτανε σταματημένη, μα σκίσμα στο χώμα δεν εφαίνουντονε. Η βέργα ήτανε πεσμένη κατάχαμα κι άλλο σημάδι δεν υπήρχε.
- Γη εσφαντάχτηκεςμ γή εγέλασες μας, του 'πανε στεναχωρημένοι.
- Μα την ημέρα που θα ξημερώσει δεν εσφαντάχτηκα και δε σασε γέλασα Είδα τα φλουριά και φέγγανε σαν την φωθιά.
- Ε αφού τα δες να σκάψουμε να τα βρούμε, τ' ανταποκρίθηκαν.
Με σκαλίδες που βαστούσανε αρχίξανε και σκάφτανε και σκάφτανε κοντά και γύρω και παραπέρα απού την πεσμένη βέργα, μα πράμα. Άδικος κόπος! Μαύρα, κατάμαυρα κάρβουνα ήτανε τα φλουριά που βγάζανε....
Του Βασίλη Χαρωνίτη
.....μια βολά, πάνε πολλοί χρόνοι, εγύριζεν ένας απού τα Χανιά στο χωριό ντου κι έτυχε να περνά από εκεινονά τον τόπο. Ήτανε σκοτεινή νύχτα κι έκανε κατακλυσμό.Ο Κακομοίρης, ο νυχτομπάτης ολόγρος απού τη βροχή εξάνοιγε να μην χάσει τον δρόμο ντου κι επροπάθειε σιγά. Μια στιγμή είδε ένα μπράμα σαν την φωθιά κι αποστάθηκε.
-Ίντα ναι τοτονέ; είπε μέσα ντου. Μπορεί ν ανάφτει φωθιά με τέθοια κακοκαιριά;
Σιμώνει κοντύτερα κι είντα να ιδεί; Ένα σκίσμα τση γης γεμάτο φλουριά που λάμπανε σαν φωθιά!
Ώστε να τα δει, απόμεινε! ...μα δεν τα' χασε. Εκάρφωξε στο χώμα την βέργα ντου για σημάδι κι ύστερα, χωρίς ν' αγγίξει τα φλουριά, έβαλε πάλι ομπρός του το δρόμο για το χωριό ντου. Άμα έφταξε εξύπνησε τσι χωριανούς, τως είπε τα όσα είδε και τσι οδήγησε να πάρουνε τα πλούτη.
Όντες εφτάξανε η βροχή ήτανε σταματημένη, μα σκίσμα στο χώμα δεν εφαίνουντονε. Η βέργα ήτανε πεσμένη κατάχαμα κι άλλο σημάδι δεν υπήρχε.
- Γη εσφαντάχτηκεςμ γή εγέλασες μας, του 'πανε στεναχωρημένοι.
- Μα την ημέρα που θα ξημερώσει δεν εσφαντάχτηκα και δε σασε γέλασα Είδα τα φλουριά και φέγγανε σαν την φωθιά.
- Ε αφού τα δες να σκάψουμε να τα βρούμε, τ' ανταποκρίθηκαν.
Με σκαλίδες που βαστούσανε αρχίξανε και σκάφτανε και σκάφτανε κοντά και γύρω και παραπέρα απού την πεσμένη βέργα, μα πράμα. Άδικος κόπος! Μαύρα, κατάμαυρα κάρβουνα ήτανε τα φλουριά που βγάζανε....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου