Άμα μπορούσα θ' άνοιγα, τη πόρτα του σπιθιού μου,
να πω καλοσωρίσετε, τα λόγια του κυρού μου....
μα δε μπορώ κι εγίνηκε ο φόβος, φύλακας μας
σιμώνει εδά απρόσκλητος, και κάθεται κοντά μας...
Γροικώ γερόντους που ρωτούν, γράδες σταυροκοπιούνται
τέθοιο κακό, στη ζήση τους, λένε πως δε θυμούνται...
να φεύγουν άδικα παιδιά, πάνω στ' αθό τση νιότης
να παίρνει τα, ο Χάροντας, κοντά του ο προδότης
Μάνα να χάνει τα παιδιά, παιδιά να χάνουν μάνα
θαρρώ δεν είδανε ποτέ, τα μάθια τέτοιο δράμα.
να χάνονται δίχως σκοπό νέοι και παλικάρια,
να σβήνουν' έτσι άδικα, μιας φαμελιάς τα χνάρια
Πηγαίνουν' άκλαφτοι οι νεκροί, κι αλαργοταξιδένε
δίχως δικούς, λόγια γλυκά, φεύγοντας να των λένε..
έχει ζεστάνει ο καιρός, και η Λαμπρή σιμώνει
κι η μοναξά όπου θωρώ, τριγύρω με πληγώνει
Θυμούμαι τσι λεμονανθούς, πάντα Απρίλη μήνα,
μυρθιές στον Επιτάφιο να βάνομε, και κρίνα.
μα εδά, σοκάκια ερημικά, και θύρες σφαλισμένες
γυναίκες απού περπατούν, λίγες και μετρημένες
Δε δίνουν 'δα τα χέρια ντων, από μακριά μιλούνε
άντρες π' όντε νταμώνανε, είχαν πολλά να πούνε
Να ξέρα αν πιάνει η προσευχή, καντήλι να Τ' ανάψω
και να Του πω, μ' όσα θωρώ, φοβούμαι και τρομάσω
Θέ μου προστάτευγε μου τσι, γέρους που δε μπορούνε
'πο τέθοιο άδικο κακό, δώσε να μη χαθούνε
μη τα διαβούνε τα σκαλιά του κάτω κόσμου κι άλλοι
γιατί ήτονε η συμφορά, και η πληγή μεγάλη
Ανε μ' ακούς, που 'Σαι ψηλά, άνοιξε τα φτερά Σου
μέρες της Αναστάσεως, φύλαξε τα παιδιά Σου....
Στέλλα Ξ. Καρτάκη, 2020
να πω καλοσωρίσετε, τα λόγια του κυρού μου....
μα δε μπορώ κι εγίνηκε ο φόβος, φύλακας μας
σιμώνει εδά απρόσκλητος, και κάθεται κοντά μας...
Γροικώ γερόντους που ρωτούν, γράδες σταυροκοπιούνται
τέθοιο κακό, στη ζήση τους, λένε πως δε θυμούνται...
να φεύγουν άδικα παιδιά, πάνω στ' αθό τση νιότης
να παίρνει τα, ο Χάροντας, κοντά του ο προδότης
Μάνα να χάνει τα παιδιά, παιδιά να χάνουν μάνα
θαρρώ δεν είδανε ποτέ, τα μάθια τέτοιο δράμα.
να χάνονται δίχως σκοπό νέοι και παλικάρια,
να σβήνουν' έτσι άδικα, μιας φαμελιάς τα χνάρια
Πηγαίνουν' άκλαφτοι οι νεκροί, κι αλαργοταξιδένε
δίχως δικούς, λόγια γλυκά, φεύγοντας να των λένε..
έχει ζεστάνει ο καιρός, και η Λαμπρή σιμώνει
κι η μοναξά όπου θωρώ, τριγύρω με πληγώνει
Θυμούμαι τσι λεμονανθούς, πάντα Απρίλη μήνα,
μυρθιές στον Επιτάφιο να βάνομε, και κρίνα.
μα εδά, σοκάκια ερημικά, και θύρες σφαλισμένες
γυναίκες απού περπατούν, λίγες και μετρημένες
Δε δίνουν 'δα τα χέρια ντων, από μακριά μιλούνε
άντρες π' όντε νταμώνανε, είχαν πολλά να πούνε
Να ξέρα αν πιάνει η προσευχή, καντήλι να Τ' ανάψω
και να Του πω, μ' όσα θωρώ, φοβούμαι και τρομάσω
Θέ μου προστάτευγε μου τσι, γέρους που δε μπορούνε
'πο τέθοιο άδικο κακό, δώσε να μη χαθούνε
μη τα διαβούνε τα σκαλιά του κάτω κόσμου κι άλλοι
γιατί ήτονε η συμφορά, και η πληγή μεγάλη
Ανε μ' ακούς, που 'Σαι ψηλά, άνοιξε τα φτερά Σου
μέρες της Αναστάσεως, φύλαξε τα παιδιά Σου....
Στέλλα Ξ. Καρτάκη, 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου