Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.





Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

Ο ΜΠΑΡΜΠΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ

 Στους περασμένους αιώνες, το κάστρο της ήμερης  Γραμβούσας ξεχείλιζε από ζωή. Στο σταυροδρόμι όλων των θαλάσσιων δρόμων, στην περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου, συγκέντρωνε όλους τους ονομαστούς πειρατές και τα λοιπά κουμάσια της θάλασσας.
Πλοιοκτήτες της απάτης που πουλούσαν τράνζιτ πετρέλαιο στη ζούλα. Καπετάνιοι τσιγαράδικων, ναύτες που άλλαξαν επάγγελμα κι έγιναν λαθρέμποροι και διακινούσαν ποτά μπόμπες, hi-fi και παράνομα CD. Βαποράκια «μαύρης» που τα κονόμησαν και έγιναν…εφοπλιστές. Δουλέμποροι που μετέφεραν (χίλια δολάρια το κεφάλι) απελπισμένους μετανάστες από Πακιστάν μεριά. Μεσάζοντες όπλων που τα έκλεβαν από τις αποθήκες της Γαληνότατης Δημοκρατίας η οποία κατέρρεε (λες και ήταν ο πάλαι ποτέ υπαρκτός Σοσιαλισμός). Καϊκτσήδες που ψάρευαν παράνομα με αφρόδικτα και δυναμίτες. Αρχαιοκάπηλοι, καταχραστές τραπεζίτες, φοροφυγάδες, οικονομικοί μετανάστες, παρδαλές μπαργούμεν, κάθε καρυδιάς καρύδι. 
    Πάνω στο κάστρο έμεναν οι ευυπόληπτοι, οι ματσωμένοι μπουκαδόροι δηλαδή. Η νομεγκλατούρα. Έτσι και τους στραβοκοίταζες, χρατς το κεφάλι σου στο παλούκι παρίστανε το λιόκαφτο χταπόδι. Είχαν ανοίξει κλεπταποδοχεία, καπηλειά, τσιπουράδικα,λουκουματζίδικα, καφετέριες, κέντρα αδυνατίσματος, γυμναστήρια. Έχτισαν και εκκλησία, Παναγία η Κλεφτρίνα την έλεγαν και την λειτουργούσε ένας παλαιοημερολογίτης. Είχαν βγάλει Δήμαρχο ένα κομπογιαννίτη, γερό ποτήρι και αντιδήμαρχο ένα μετανοήσαντα καταχραστή του Δημοσίου, που όπως ήταν μπασμένος στα πράματα, είχε ανοίξει πλυντήριο χρήματος και τα ξέπλυνε εγγυημένα. Φορολογικός παράδεισος το νησί. Περνούσαν καλά.
    Οι ανυπόληπτοι ζούσαν έξω από το κάστρο, στα χαμηλά, ακόμη και μέχρι τον αφρό της θάλασσας.  
    Η Γραμπούσα είχε φρακάρει από κόσμο. Στην παραλία γινόταν χαμός. Τενεκεδάκια της κοκακόλα, μπυρομπούκαλα, τελειωμένα αντηλιακά, αποτσίγαρα, καρπουζόφλουδα, νάιλον σακούλες, μπέιμπυ λίνο, συσκευασίες από γαρεδάκια, ξυλάκια του παγωτού, διαφημιστικά ταμπλό, πινακίδες «αγαπάτε την καθαριότητα» που έβαλε ο εξωραϊστικός σύλλογος, φέιγ βολάν για το μπήτς πάρτι του επόμενου Σαββάτου, καλαθάκια τίγκα στο σκουπίδι που δεν άδειασαν ξανά από τότε που τα τοποθέτησε ο Δήμος, κονσερβοκούτια, τρύπιες μπάλες, πίσσες, σωσίβια ότι μπορείς να φανταστείς.           
 Ο Χαΐρης ο Ρέντας ή Γιουρούσης ή Μπούκας ή Σπίνος ή Μοσκιός ή Τριαμάτης πιο γνωστός σαν Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσας, ήταν πλοίαρχος σε πειρατικό. Ένα απόβρασμα της θάλασσας με ένα φάκελο χοντρό σαν διαφήμιση ινστιτούτου καλλονής πριν το αδυνάτισμα, είχε ξωμείνει στην Γραμπούσα ξέμπαρκος έξη μήνες. Είχε τραβήξει στην στεριά το σκάφος του,  την «Εστρελίτα» και το τσούρμο του το καλαφάτιζε, το έβαφε, μπάλωνε τα πανιά, έβαζε πίσσα στην καρίνα και τα ύφαλα, λάδωνε.....
... τα παλάγκα και τους εργάτες στα καρούλια που ανεβοκατέβαζαν τα πανιά, λούστραρε την γοργόνα που ήταν σκαλισμένη στην πλώρη και το ετοίμαζε για καθέλκυση για το επόμενο ταξίδι.
  Το επόμενο ταξίδι βέβαια δεν ήταν για να μεταφέρει προϊόντα ή για αναψυχή, αλλά για ρεσάλτο σε κάποιο εμπορικό πλοίο. Το διπλάρωναν προσποιούμενοι πως είχαν αβαρία και την τελευταία στιγμή που οι άλλοι έσπευδαν για να βοηθήσουν ύψωναν την πειρατική σημαία. Με τα γιαταγάνια και με γάντζους κολλούσαν στα πλευρά του, σάλταραν στο κατάστρωμα και σκορπούσαν τον θάνατο. Πετούσαν τους άντρες στην θάλασσα, μετέφεραν τις γυναίκες στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής και κρατούσαν το φορτίο για πάρτη τους, μεταφέροντάς το στην Γραμπούσα.       
 Ο Χαϊρεντίν πηγαινοερχόταν στο Καστέλι για προμήθειες. Παξιμάδια από του Μυλωναντρέα, λουκάνικα και παστό από του Ντεντέ, κοκακόλες και μπύρες από του Πόντιου, κρασί από τα Χαιρεθιανά, τσικουδιά από την Πολυρρήνια, νερό από τα Νοπήγεια, λάδι από τις Λουσακιές, ντοματάδα από τα Μεσόγεια, κρεμμύδια από την Καλυβιανή, χυλόπιτες από τον συνεταιρισμό των γυναικών, μέλι από το Σηρικάρι, τυρί από τα Περβολάκια, τουρσιά από τις Καλάθενες και παρόμοια. Η Κρητική δίαιτα ήταν ότι καλλίτερο εναντίον του σκορβούτου. 
Τα βράδια που έμενε στο Καστέλι, κοιμόταν στον «Πύργο». Η περιοχή πήρε το όνομά της από το πυργόσπιτο που είχε χτίσει ο Χαϊρεντίν, με καμάρες, πύργους, πολεμίστρες και ψηλό μπεντένι ολόγυρα. Σε ένα ταξίδι έφερε και φύτεψε στο κήπο φοίνικες, βαγιά, τα πρώτα που φυτεύτηκαν στην περιοχή. Εδώ είχε σπιτώσει την γκόμενα την Εστρελίτα, μια μελαχρινή που με τα πείσματά της, τον έκανε να λιώνει, σαν το χιόνι τον Αύγουστο και τον άναβε, με ένα σκέρτσο της, σαν την ίσκα του τσακμακιού. Όσο σκληρός και αδίστακτος ήταν ο τύπος στην Γραμπούσα, τόσο σοροπιασμένο ανθρωπάκι ήταν στο Καστέλι.
Μπάρμπα Τριαντάφυλλο παρανόμιαζαν τον τύπο πριν το ρίξει στην πειρατεία, λόγω των τριαντάφυλλων που κουβαλούσε στην γκόμενα και αυτός το άλλαξε σε Μπαρμπαρόσα.  
    Η γκόμενα πάλι, ανεξάρτητα από το όνομα Εστρελίτα, ήταν Ρωμιά. Κατίνα την έλεγαν αλλά περιμένοντας τον Χαΐρη ατέλειωτες μέρες, περνούσε τον καιρό της βλέποντας πρωί, μεσημέρι, βράδυ βραζιλιάνικα σήριαλ, μέχρι που άλλαξε το όνομα της σε Εστρελίτα. Έβλεπε τα σήριαλ και ονειρευόταν εξωτικά μέρη. Φανταζόταν τον εαυτό της στο Ρίο, στα Κανάρια νησιά, στις Σεϋχέλλες και κάθε βράδυ βούρλιζε τον Χαΐρη μουρμουρίζοντας του.       
-   Βρε ακαμάτη, αχαΐρευτε, που να σε φάει το σκορβούτο, πάλι ετοιμάζεσαι για φεύγα; Πότε θα στεφανωθούμε να με αποκαταστήσεις;
-   Ένα ταξιδάκι ακόμη βρε σπλάχνο, να πιάσουμε την καλή και μετά με δόξα και τιμή θα στεφανωθούμε και θα νοικοκυρευτούμε.
-   Τα ίδια μου λες συνεχώς δεκαπέντε χρόνια τώρα…
-   Τι μου λες;! Πέρασαν κιόλας δεκαπέντε χρόνια;! Εσύ παιδί μου ξανανιώνεις, της πέταξε το κομπλιμέντο ο πονηρός.
-   Δεν τα αφήνεις αυτά, λέω εγώ. Σε αυτό το ταξίδι θα έλθω μαζί σου. Βαρέθηκα να βλέπω σήριαλ σε επαναλήψεις.
Έτσι έγινε. Κι ας τόλμαγε ο γέρος να πει κιχ. Πήρε η άλλη τα αντηλιακά της, τα φούτερ της, τα μαγιό της, το σκουφάκι του μπάνιου, τα καπελίνα της, τις βραδινές τουαλέτες της, τσόκαρα, γόβες, μάσκες νυκτός, καλλυντικά, ρίμελ, βαλίτσες, σακ βουαγιάζ και εγκαταστάθηκε στην καμπίνα του πλοιάρχου. Εγκαταστάθηκε, τρόπος του λέγειν, διότι το θηλυκό βρήκε ευκαιρία και ξάπλωνε ολημερίς, στην κουβέρτα του σκάφους για ηλιοθεραπεία και όλο το πλήρωμα, από τον λοστρόμο μέχρι τον κινέζο μάγειρα, πάθαινε την πλάκα του.
-   Βρε δεν έχεις ακούσει για την τρύπα του όζοντος της έλεγε ο Χαϊρεντίν,
-   Το μόνο που όζει είναι οι αρβύλες σου, αυθαδίαζε η κόρη (κόρη να σου πετύχει!!!)
που έβλεπε τα ναυτάκια να κάνουν γαρίδα το μάτι τους, απολαμβάνοντας το οφθαλμόλουτρο που τους προσέφερε και πόζαρε προκλητικά σαν παγώνι με ουρά.
-  Βρε ρίξε κάτι πάνω σου γιατί θα ρίξει ο τιμονιέρης το σκαρί σε καμιά ξέρα και θα πάμε άπατοι, επέμενε ο γέρος
-   Κα, κα, κα, κακάριζε η άλλη και τον έβαζε να την αλείψει κρέμα και αντηλιακό με υψηλό δείκτη προστασίας.
Είχε γίνει ρεντίκολο των μούτσων ο άγριος. Όλα τα περίμενε, αλλά να γίνει και ορδινάντσα της Κατίνας δεν το είχε φανταστεί ποτέ του. Κάπνιζε αρειμανίως το τσιμπούκι του σαν τσιμινιέρα. Το πλήρωμα σιγά σιγά έχανε την εκτίμησή του για τον αρχιπειρατή και άκουγε περισσότερο τις εντολές του… αρχιπειρασμού. Του πήρε και το καπέλο για προστασία δήθεν από τον ήλιο και έμεινε ο άλλος με το φακιόλι με τις βούλες σαν παραδουλεύτρα που ξεσκονίζει τα έπιπλα. Πειρατής με μπικίνι η άλλη, η αποθέωση της γυναικείας χειραφέτησης.  
Ένα βράδυ που κατέβηκαν σε ένα μπουζουξίδικο στην Μονεμβασιά για να το ρίξουν έξω, ο Χαΐρης καψουρεμένος μέθυσε μέχρις δακρύων. Η Κατίνα και ο δεύτερος καπετάνιος, που εν τω μεταξύ τα είχαν φτιάξει, τον παράτησαν πίτα στο μεθύσι σε μια βάρκα, χωρίς κουπιά, να κοιμάται και το σκάσανε με το υπόλοιπο τσούρμο και το καράβι. Αυτή κι αν ήταν πειρατεία. Τράβηξαν για Κίσσαμο μεριά και εγκαταστάθηκαν στον Πύργο ροκανίζοντας τους κόπους μιας ζωής του Χαΐρη. 
 Ξυπνά ο άγριος, ξυλάρμενος μεσοπέλαγα την επομένη και με χίλια βάσανα φτάνει στη στεριά. Είκοσι χρόνια έκανε να πάρει τα πάνω του. Κάθε μέρα ζούσε με το όνειρο της εκδίκησης. Όταν απέκτησε πάλι δικό του πλεούμενο, τσούρμο και χρήμα εκστράτευσε κατά του «Πύργου» που τον έκανε καλοκαιρινό. Έκαψε και ισοπέδωσε τα πάντα. Το μόνο που έμεινε όρθιο ήταν ένας μικρός πύργος και οι φοίνικες που σώζονται μέχρι σήμερα, αποδεικνύοντας ότι, οι γυναίκες, τα ποτά και τα ξενύχτια, έχουν κλείσει τα καλλίτερα τα σπίτια.
Για την Κατίνα δεν ξέρουμε τι απέγινε. Και είναι φυσικό αφού η Ιστορία διδάσκει ότι ο δεύτερος είναι πάντα δεύτερος. Αυτός που μένει στην ιστορία είναι ο πρώτος και ανεξάρτητα από το ότι δεν έκανε χαΐρι, πρώτος ήταν ο Χαΐρης, ο ιδρυτής του «Πύργου», ο μπάρμπας Τριαντάφυλλος, συγνώμη, ο μέγας  Μπαρμπαρόσα ήθελα να πω.       
Αντώνης Σχετάκης 

Δεν υπάρχουν σχόλια: