Ένα χρόνο πριν τα γραφόμενα κι οι σκέψεις μου...
Γράφει η Στέλλα Ξ. Καρτάκη
Αρχές του 2000 βρέθηκα στην Αθήνα, φοιτήτρια και νεοφερμένη στην μεγάλη πρωτεύουσα, από το μικρό, πολύ μικρό χωριό μου... Καθημερινά περνοδιαβαινα την Πατησίων και την Στουρνάρη. Έμαθα τα Εξάρχεια. Γνώρισα σπιθαμή προς σπιθαμή εκείνη την ολοζώντανη περιοχή του κέντρου της Αθήνας. Σαν σήμερα,16 Νοεμβρίου, μια νύχτα φασαριόζικη, που ήδη ο αέρας μύριζε ταραχές, μπαρούτι και μολότοφ, μπήκα πρώτη φορά στο μεγάλο κτήριο που δέσποζε στην λεωφόρο. Με πήγε ο νονός μου. Έτσι, σαν δεδομένο. Σαν χρέος. "Πάμε, μου είπε "... Αριστερός και ιδεολόγος από τους παλιούς, τους συνειδητοποιημένους, τους άντρες εκείνους που κρατούν ακόμη ατόφια μέσα τους τα ουσιαστικά της ζωής. Με εκείνον μίλησα και συμφώνησα για τα ιδεώδη και τα πολύτιμα της πολιτικής και της Ιστορίας. Ίσως η πρώτη πιο σημαντική βόλτα της δικής μας, κοινής ζωής. Γυρω απο τη μεγάλη κεφαλή στο προαύλιο, το σπουδαίο έργο του γλύπτη Μεμου Μακρή, χιλιάδες λουλούδια αφημένα. Θυμάμαι να τον ρωτώ με αγωνία, για όσα συνέβησαν τότε, κι από την Πλατεία Βικτωρίας ως την Πατησίων, μου φάνηκε η διαδρομή διπλάσια, μεγάλη, παράξενη. Σαν να μας γύρισε πίσω η μηχανή του χρόνου. Θυμάμαι κι ας έχουν περάσει σχεδόν 20 χρόνια, να ακούω τραγούδια του Ξυλούρη κ της Φαραντούρη στα μεγάφωνα και τα μάτια μου να γεμίζουν δάκρυα. Θυμάμαι το τρίπτυχο "Ψωμί-παιδεία-ελευθερία". Και πήγα ακόμη πιο πίσω, στα παιδικά κι εφηβικά μου χρόνια, στις γιορτές για το Πολυτεχνείο, στα τραγούδια του Νιονιου, σ' όσα με σθένος μας έλεγαν οι δάσκαλοι, για τους πραξικοπηματίες. Για τους νεκρούς. Για τη φωτιά. Για τα οράματα. Για την 7ετια. Για τη δύναμη της ελευθερίας, για το χτικιό της χούντας. Για το τανκς, τους φοιτητές, τον ολότρελο Παπαδόπουλο και την παρέα του... Διάβασα πολλά κ πολύ: κατέληξα μέσα μου, ότι θα 'θελα κάποτε να αφήσω κι εγώ ένα κόκκινο γαρύφαλλο στον τάφο του Αλεξάνδρου Παναγούλη. Του δικού μου ήρωα. Φύγαμε πριν ξεκινήσουν τα δακρυγόνα και οι συμπλοκές... Στα επόμενα χρόνια άκουσα πολλές φορές, ότι η γενιά του Πολυτεχνείου, έγινε η γενιά του χρηματιστηρίου. Σαν σλόγκαν στα ιλουστρασιόν περιοδικά του Κωστόπουλου. Έπεσαν στα μάτια μου πολιτικοί και πολιτικάντηδες. Ένιωσα κι εγώ προδομένη και θλιμμένη. Όχι μόνο για τα 24 και, θύματα του Πολυτεχνείου. Όχι μόνο για τα βασανιστήρια στα υπόγεια της Μπουμπουλίνας. Όχι μόνο για τους νοσταλγούς της χούντας. Για εκείνους που υποστηρίζουν, ακόμη κ σήμερα, πως δεν έγινε δα και τίποτα. Για εμένα και την δική μου γενιά που δεν καταφέραμε τελικά να αλλάξουμε πολλά. Κι ας μάθαμε -κι ας τραγουδήσαμε- μάλλον δεν ήταν αρκετό. Ένιωσα προδομένη που σιγά σιγά φθίνει η μέρα αυτή και οι μνήμες. Που η εξέγερση γίνεται πανηγύρι. Που περνούν στο απέναντι πεζοδρόμιο, και σφυρίζουν αδιάφορα, εκείνοι που θα έπρεπε να είναι ήδη μέσα. Δεν θέλει άλλο αίμα αυτός ο τόπος. Ούτε χυμένα μυαλά και σκοτωμένα κορμιά. Θέλει μια φωνή να φωνάξει δυνατά ΕΝΑ ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ ΚΙ Η ΑΝΟΙΞΗ ΑΚΡΙΒΗ, ΓΙΑ ΝΑ ΓΥΡΙΣΕΙ Ο ΗΛΙΟΣ ΘΕΛΕΙ ΔΟΥΛΕΙΑ ΠΟΛΛΗ...