Το πρώτο αυτοκίνητο στην περιοχή μας το φέρανε οι Πατερομιχελήδες με άλλους πεντέξι Καστελλιανούς. Ήταν ένα Φορντ με ατέρμονες, δυο ταχύτητες και χωρίς μίζα. Έπαιρνε μπροστά με μαναβέλα και πολύ δύσκολα. Πρέπει να ήταν αρχές του 1923.
Εγώ είχα μάθει οδηγός στο στρατό και με καλέσανε να τ οδηγήσω. Τ' ανάλαβα γιατί μ' άρεσε πολύ η οδήγηση, μ' ούλα τα βάσανα που 'χε εκείνα τα χρόνια. Οι δρόμοι ήταν σκέτη συμφορά, λάκκοι, πέτρες, νεροπάρματα. Ένα ταξίδι ως τα Χανιά ήτανε μεγάλη περιπέτεια.
Τα πρώτα λάστιχα ήτανε συμπαγή, χωρίς σαμπρέλες κι απο το καταχτύπι λυούσαν οι αρμοί τ΄αυτοκινήτου. Αργότερα ήρθαν λάστιχα με σαμπρέλες, αλλά τα υλικά ήταν παθητικά και σπούσανε συνέχεια. Πολλές φορές για να φτάσουμε στον προορισμό μας αναγκαζόμαστε να αντικαταστήσουμε τη σπασμένη σαμπρέλα με χόρτα, αθανατόφυλλα και παλιοτσούβαλα, ότι μπορούσαμε, για να γεμίσει το λάστιχο και να φτάσουμε στο τέρμα: Μαρτύριο, σου λέω. Για να κάνουμε σαράντα χιλιόμετρα ως τα Χανιά σερνόμαστε στους δρόμους 3 και 4 ώρες. Σπάνιο να κάνεις το δρομολόγιο και να μ σε βρει μικρή ή μεγάλη ζημιά. Ήτανε και οι ανθρώποι θεριά και βοηθούσανε πρόθυμα. Σηκώνανε τ' αυτοκίνητο σπρώχνανε στο ξεκίνημα φορτοξεφορτώνανε, οτι χρειαζότανε....
Η μεγαλύτερη λαχτάρα, πρώτη κι απο τα λεφτά ήτανε να δόσουμε βοήθεια στον κόσμο που σέρνουνταν τυραννισμένος στσι δρόμους. Ένα πράμα μπορώ να καυχηθώ, πως δεν άφησα ποτές μου άνθρωπο στο δρόμο, γιατί δεν είχε λεφτά. Εδά θωρώ μερικούς νεόπλουτους, όνομα και μη χωριό, που κορδώνονται γιατί πιάσανε παράδες στο επάγγελμα αλλά στην ανθρωπιά δεν ζυγίζουνε δράμι. Το 'χει ο άνθρωπος, το λέει και η μαντινάδα. "Ποτέ του χοίρου το μαλλί δεν γίνεται μετάξι.."
Από το βιβλίο του Κίμωνα Φαραντάκη "Πεζοπορία στην αύρα του Μύρτιλου"
Εγώ είχα μάθει οδηγός στο στρατό και με καλέσανε να τ οδηγήσω. Τ' ανάλαβα γιατί μ' άρεσε πολύ η οδήγηση, μ' ούλα τα βάσανα που 'χε εκείνα τα χρόνια. Οι δρόμοι ήταν σκέτη συμφορά, λάκκοι, πέτρες, νεροπάρματα. Ένα ταξίδι ως τα Χανιά ήτανε μεγάλη περιπέτεια.
Τα πρώτα λάστιχα ήτανε συμπαγή, χωρίς σαμπρέλες κι απο το καταχτύπι λυούσαν οι αρμοί τ΄αυτοκινήτου. Αργότερα ήρθαν λάστιχα με σαμπρέλες, αλλά τα υλικά ήταν παθητικά και σπούσανε συνέχεια. Πολλές φορές για να φτάσουμε στον προορισμό μας αναγκαζόμαστε να αντικαταστήσουμε τη σπασμένη σαμπρέλα με χόρτα, αθανατόφυλλα και παλιοτσούβαλα, ότι μπορούσαμε, για να γεμίσει το λάστιχο και να φτάσουμε στο τέρμα: Μαρτύριο, σου λέω. Για να κάνουμε σαράντα χιλιόμετρα ως τα Χανιά σερνόμαστε στους δρόμους 3 και 4 ώρες. Σπάνιο να κάνεις το δρομολόγιο και να μ σε βρει μικρή ή μεγάλη ζημιά. Ήτανε και οι ανθρώποι θεριά και βοηθούσανε πρόθυμα. Σηκώνανε τ' αυτοκίνητο σπρώχνανε στο ξεκίνημα φορτοξεφορτώνανε, οτι χρειαζότανε....
Η μεγαλύτερη λαχτάρα, πρώτη κι απο τα λεφτά ήτανε να δόσουμε βοήθεια στον κόσμο που σέρνουνταν τυραννισμένος στσι δρόμους. Ένα πράμα μπορώ να καυχηθώ, πως δεν άφησα ποτές μου άνθρωπο στο δρόμο, γιατί δεν είχε λεφτά. Εδά θωρώ μερικούς νεόπλουτους, όνομα και μη χωριό, που κορδώνονται γιατί πιάσανε παράδες στο επάγγελμα αλλά στην ανθρωπιά δεν ζυγίζουνε δράμι. Το 'χει ο άνθρωπος, το λέει και η μαντινάδα. "Ποτέ του χοίρου το μαλλί δεν γίνεται μετάξι.."
Από το βιβλίο του Κίμωνα Φαραντάκη "Πεζοπορία στην αύρα του Μύρτιλου"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου