Δεκαετία του 60 ένα από τα δύο τρία μαγέρικα του τσαρσιού του Καστελιού, ήταν και του παππού μου, του συνονόματου, αν και οι περισσότεροι τον φώναζαν Γιάγκο...
Ήσυχος, πράος, συνετός, έξυπνος και προπαντών λιγομίλητος, καλή καρδιά για τους περισσότερους, τάιζε καμιά ντουζίνα κοπέλια, μαθητούδια φτωχά από τα χωριά, τσάμπα, και το τεφτέρι που το άφησε σαν κληρονομιά γεμάτο με βερεσέδια.
Τα φαγητά του πεντανόστιμα και με αγνά υλικά κατά προτίμηση της επαρχίας. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που έφταναν στο Καστέλι και πήγαιναν με την πραμάτεια τους να την παζαρέψουν στου Παπαδάκη, αρνιά, χόρτα, αγκινάρες, φασολάκια χοχλιούς κρασί ...ήξεραν ότι θα πάρουν κάτι ντις παραπάνω από ότι θα τους τα αγόραζε ο μανάβης ...
Χιλιάδες ιστορίες στα 60 χρόνια που είχε το μαγαζάκι του στην σημερνή Σκαλίδη, μια τρύπα που τον περισσότερο καιρό για να βρεις τραπέζι έπρεπε να είχες και μέσον.
Ήσυχος, πράος, συνετός, έξυπνος και προπαντών λιγομίλητος, καλή καρδιά για τους περισσότερους, τάιζε καμιά ντουζίνα κοπέλια, μαθητούδια φτωχά από τα χωριά, τσάμπα, και το τεφτέρι που το άφησε σαν κληρονομιά γεμάτο με βερεσέδια.
Τα φαγητά του πεντανόστιμα και με αγνά υλικά κατά προτίμηση της επαρχίας. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που έφταναν στο Καστέλι και πήγαιναν με την πραμάτεια τους να την παζαρέψουν στου Παπαδάκη, αρνιά, χόρτα, αγκινάρες, φασολάκια χοχλιούς κρασί ...ήξεραν ότι θα πάρουν κάτι ντις παραπάνω από ότι θα τους τα αγόραζε ο μανάβης ...
Χιλιάδες ιστορίες στα 60 χρόνια που είχε το μαγαζάκι του στην σημερνή Σκαλίδη, μια τρύπα που τον περισσότερο καιρό για να βρεις τραπέζι έπρεπε να είχες και μέσον.
12 τραπεζάκια που ποτέ δεν καθόταν κάνεις μοναχός του... Τους έπειθε και κάθιζαν ακόμα και άγνωστοι μαζί .....
Μια από τις πολλές ιστορίες που κάποτε θα πρέπει να τις γράψω όλες σε χαρτί την έμαθα πριν κάμποσες μέρες από ένα παλιό γνώριμο του μαγαζιού και την μοιράζομαι μαζί σας...
Μια από τις πολλές ιστορίες που κάποτε θα πρέπει να τις γράψω όλες σε χαρτί την έμαθα πριν κάμποσες μέρες από ένα παλιό γνώριμο του μαγαζιού και την μοιράζομαι μαζί σας...
Μια πρωινή κατέβηκε ο Θοδωρής με το ορεινό λεωφορείο στο Καστέλι και βιαστικά έτρεξε στου Γιάγκου για να του πουλήσει την πραμάτεια του.
Σαν μπήκε στο μαγαζί, τον έπιασαν και οι μυρωδιές από τις κατσαρόλες, είπε στον παπού μου.
- Γιάγκο άνοιξα το προπέρσινο βαρέλι και το κρασί είναι σαν νέκταρ. Τέτοιο μαρουβά δεν έχεις βάλει στο μαγαζί σου ... Να έφερα 20 κιλά για το μαγαζί, τι λες θα τα πάρεις ;
Ο παππούς μου λιγομίλητος δεν έφερε και αντίρρηση, το δοκίμασε βέβαια, και του είπε εντάξει.
- Να στο πληρώσω, είπε, πόσο κάνει;
- Μετά, του λέει ο Θοδωρής πρώτα βάλε μου λιγο φρεκασέ γιατί κοντεύει να σπάσει η μύτη μου, και μετά θα τα βρούμε.
- Κάτσε του λέει ο Γιάγκος.
Του έβαλε μια ξετρουλιασμένη μερίδα φαι και του ΄κοψε και δύο φέτες ψωμί, από μια άσπρη κουλούρα ζέστη από του Κοντόπυρου το φούρνο.
- Βάλε του και μια κούπα κρασί είπε ο παππούς μου στο γκαρσόνι.
- Καλιά έχω να πιω μια μπύρα είπε αυτός, στο γκαρσόνι.
Έκατσε λοιπός και με βιασύνη όχι μόνο έφαγε ότι του 'βαλε ο παππούς μου, αλλά έγλειψε το πιάτο, μάλιστα ήπιε και δεύτερη μπύρα.
Σαν τελείωσε λοιπόν φωνάζει τον παππού μου και του λέει
- Γιάγκο κάνε μου λογαριασμό και αφαίρεσε από την αξία του κρασιού που σου 'φερα, το φαι μου και τις δύο μπύρες που ήπια.
Ο παππούς μου σοβαρός όπως πάντα του είπε....
- Μου χρωστάς 4 δρχ...
- Μα αφαίρεσες το κρασί;
- Θοδωρή δεν θα το πάρω το κρασί σου ... αφού εσύ δεν το πίνεις, πως θα το πιούν οι πελάτες μου;
Ακόμα τρέχει ο Θοδωρής.....
Σαν μπήκε στο μαγαζί, τον έπιασαν και οι μυρωδιές από τις κατσαρόλες, είπε στον παπού μου.
- Γιάγκο άνοιξα το προπέρσινο βαρέλι και το κρασί είναι σαν νέκταρ. Τέτοιο μαρουβά δεν έχεις βάλει στο μαγαζί σου ... Να έφερα 20 κιλά για το μαγαζί, τι λες θα τα πάρεις ;
Ο παππούς μου λιγομίλητος δεν έφερε και αντίρρηση, το δοκίμασε βέβαια, και του είπε εντάξει.
- Να στο πληρώσω, είπε, πόσο κάνει;
- Μετά, του λέει ο Θοδωρής πρώτα βάλε μου λιγο φρεκασέ γιατί κοντεύει να σπάσει η μύτη μου, και μετά θα τα βρούμε.
- Κάτσε του λέει ο Γιάγκος.
Του έβαλε μια ξετρουλιασμένη μερίδα φαι και του ΄κοψε και δύο φέτες ψωμί, από μια άσπρη κουλούρα ζέστη από του Κοντόπυρου το φούρνο.
- Βάλε του και μια κούπα κρασί είπε ο παππούς μου στο γκαρσόνι.
- Καλιά έχω να πιω μια μπύρα είπε αυτός, στο γκαρσόνι.
Έκατσε λοιπός και με βιασύνη όχι μόνο έφαγε ότι του 'βαλε ο παππούς μου, αλλά έγλειψε το πιάτο, μάλιστα ήπιε και δεύτερη μπύρα.
Σαν τελείωσε λοιπόν φωνάζει τον παππού μου και του λέει
- Γιάγκο κάνε μου λογαριασμό και αφαίρεσε από την αξία του κρασιού που σου 'φερα, το φαι μου και τις δύο μπύρες που ήπια.
Ο παππούς μου σοβαρός όπως πάντα του είπε....
- Μου χρωστάς 4 δρχ...
- Μα αφαίρεσες το κρασί;
- Θοδωρή δεν θα το πάρω το κρασί σου ... αφού εσύ δεν το πίνεις, πως θα το πιούν οι πελάτες μου;
Ακόμα τρέχει ο Θοδωρής.....