-“Μπράβο, μάστορα! Καλά στιβάνια μου 'καμες”.
Άμα περάσανε δύο τρεις μήνες, πάει οπίσω και του λέει:
- Δε μου 'καμες στιβάνια καλά. Γιάε επαέ πως εφαωθήκανε τα τακούνια.- Αφού τα φορείς κάθε μέρα, δε θα φαωθούνε τα τακούνια;
- Ε, μα 'γω σου 'πα να μου κάμεις καλά στιβάνια. Να μη χαλούνε. Για να τονε ξεφορτωθεί κι ο τσαγκάρης, του σάζει τα τακούνια και φεύγει. Τζάμπα βέβαια.Δεν περνά πολύς καιρός, να τονε πάλι και ξαναπάει. Με άγριες διαθέσεις αυτή τη φορά.
- Επαέ, μάστορα, δεν μου 'καμες καλή δουλειά. Επαέ μου τρυπήσανε τα στιβάνια από κάτω. Εμένα μου ζήτηξες 20 λοΐγγια και δε σου 'καμα παζάρια, μόνο σου τα 'δωκα. Κι εσύ με κοροΐδεψες. Τα στιβάνια δεν ήταν καλά. Κι άρχιξε κι εθύμωνε.Λέει ο τσαγκάρης: “Είντα θα γενώ εδά; Με κακό κερατά έμπλεξα. Να πιάσω να του σάσω πάλι τσι σόλες να τονε ξεφορτωθώ”.Του σάζει τσι σόλες πάλι τζάμπα.
Επέρασε ένα διάστημα και μια μέρα να τονε και ξαναπάει. Είχανε σπάσει τώρα από πάνω τα στιβάνια. Μπαίνει στο μαγαζί κι έχει όρτσα όρτσα τη μαχαίρα στη μέση του.- Επαέ, του λέει, θα γενεί το τέλος σου. Γιατί εγώ σου πλέρωσα καλά στιβάνια και συ μου τα καμες ψεύτικα.Και πιάνουνται στα χέρια κι εκεί που προσπαθεί ο τσαγκάρης να τονε βγάλει έξω από το μαγαζί, πιάνει ο βοσκός το μαχαίρι, αλλά προλαβαίνει ο τσαγκάρης και του δίδει με τη φαλτσέτα μια στην κοιλιά και πετούνται τ άντερά του έξω. Και πεθαίνει ο άνθρωπος. Και πιάνουνε τον τσαγκάρη και τονε βάνουνε φυλακή.
Εκείνη την εποχή είχε πάρει το δίπλωμά του ο Λευτέρης ο Βενιζέλος και είχε κατέβει στα Χανιά και έκανε το δικηγόρο. Μαθαίνει λοιπόν την υπόθεση και πάει και βρίσκει τον τσαγκάρη στη φυλακή. Και αφού του 'πε με λεπτομέρειες το περιστατικό ο κατηγορούμενος, του λέει ο Βενιζέλος:
Εκείνη την εποχή είχε πάρει το δίπλωμά του ο Λευτέρης ο Βενιζέλος και είχε κατέβει στα Χανιά και έκανε το δικηγόρο. Μαθαίνει λοιπόν την υπόθεση και πάει και βρίσκει τον τσαγκάρη στη φυλακή. Και αφού του 'πε με λεπτομέρειες το περιστατικό ο κατηγορούμενος, του λέει ο Βενιζέλος:
- Βάλε με εμένα δικηγόρο και εγώ θα σε αθωώσω. Και δε θέλω και πράμα.
- Πώς θα με αθώσεις, που σκότωσα άνθρωπο;- Μωρέ, βάλε με εσύ και ξά μου εμένα.Και τονε βάνει δικηγόρο. Έρχεται η μέρα τση δίκης και παρουσιάζεται δικηγόρος ο Βενιζέλος. Αφού συζητήθηκε η υπόθεση, του λέει ο πρόεδρος του δικαστηρίου:- Το λόγο έχει ο κ. συνήγορος.Πλησιάζει ο Βενιζέλος, κρατεί ένα σωρό χαρτιά στα χέρια του.
Λέει: - Μάλιστα κ. πρόεδρε...Περιμένει δα την αγόρευση του δικηγόρου ο πρόεδροςΛέει: - Ορίστε κ. συνήγορες.
- Κύριε πρόεδρε... κύριε πρόεδρε... χωρίς να λέει τίποτα παρακάτω.Ξεφυλλίζει, ξεφυλλίζει τα χαρτιά του ο Βενιζέλος και σταματά εκεί.
Λέει ο πρόεδρος: - Παρακάτω, κ. συνήγορε.- Κύριε πρόεδρε... - Και ξανασταματά ο Βενιζέλος.
- Δε θα συνεχίσετε κ. συνήγορε;- Μάλιστα, κύριε πρόεδρε...Ξεφυλλίζει πάλι τα χαρτιά του ο Βενιζέλος και σε λιγάκι.- Κύριε πρόεδρε... κύριε πρόεδρε... και ξανασταματά.
Λέει: - Ορίστε. Άρχισε επιτέλους.Δεν μιλεί πάλι ο Βενιζέλος. Δε μιλεί κανείς μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου. Όλοι παρακολουθούνε τον πρόεδρο και το Βενιζέλο.Βλέπει τώρα ο πρόεδρος ένα νεαρό άγνωστο δικηγόρο μπροστά του να καθυστερεί τη δίκη και τονε ζώνουνε οι δαιμόνοι.
Μια στιγμή χτυπά με τα χέρια του στην έδρα επάνω και χύνουνται τα μελάνια και πετούνται πέρα τα σφυριά και χαλά ο κόσμος.
-Θα μιλήσετε επιτέλους κύριε συνήγορε; Τι θα γίνει;- Γιατί, κύριε πρόεδρε, εθυμώσετε; Εσείς εχάσατε την ψυχραιμία σας.
- Ασφαλώς την έχασα, με τα κύριε πρόεδρε... και με τα κύριε πρόεδρε...- Δηλαδή αν είχετε ένα μπιστόλι, κύριε πρόεδρε, μπορεί και να με σκοτώνετε.
- Ναι, ασφαλώς θα σε σκότωνα, του λέει έξω φρενών ο πρόεδρος.- Το ίδιο έπαθε κύριε πρόεδρε και ο κατηγορύμενος με τα στιβάνια. Αφού τα στιβάνια τα έβαλε καινούργια το θύμα, μετά επήγαινε και ξαναεπήγαινε να του τα φθιάχνει τζάμπα. Και του αγρίευε και τον απειλούσε και την τελευταία φορά του επιτέθηκε με ένα μαχαίρι. Μέχρι που ξαγρίεψε και ο κατηγορούμενος κι εγίνηκε το κακό. Αυτά, κύριε πρόεδρε.
Εγώ τελείωσα.Συνεδριάζει ύστερα το δικαστήριο και βγάνει την απόφαση. “Αθώος ο κατηγορούμενος”.
Εφημ. Πατρίς
Εφημ. Πατρίς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου