Η νησιωτική φύση της Κρήτης και ιδίως ή τέλεια απομόνωσή της μέσα στο πέλαγος αποτελούσαν μεγάλο πλεονέκτημα για την άμυνά της. Την φυσική αυτή οχύρωση την ενίσχυαν 8 κάστρα, από τα οποία τα κυριότερα ήταν ό Χάνδακας, το Ρέθυμνο και τα Χανιά. Τα υπόλοιπα 5 ήταν μικρά επάνω σε επίκαιρα νησάκια: τρία, ή Γραμβούσα, οι Αγ. Θεόδωροι και ή Σούδα, γύρω από τα Χανιά, ανίκανα να εμποδίσουν την απόβαση στην Περιοχή, και τα υπόλοιπα δύο ή Σπιναλόγγα και το Παλαιόκαστρο, πού δεσπόζει το λιμάνι των Φρασκιών. Ήδη ό δούκας της Κρήτης Dolfin Venier στα 1610 και ό στρατηγός Moresini στα 1629, ύστερ’ από επιθεώρηση πού είχαν κάνει, είχαν επισημάνει τα αδύνατα σημεία των οχυρώσεων, την ανάγκη επιδιορθώσεων τειχών, υδραγωγείων, δεξαμενών κ. λ., την κατασκευή συμπληρωματικών έργων, την οργάνωση, τον εφοδιασμό των ναυπηγείων Χάνδακα και Χανιών, την κατασκευή και την επάνδρωση αρκετών γαλερών με την έγκαιρη στρατολογία των αναγκαίων «κατεργάρηδων»κ. λ.Ο στρατός (militia) τής Κρήτης αποτελούνταν από ξένους πεζούς και ιππείς, μισθοφόρους και μη. Οι μισθοφόροι πεζοί υπηρετούσαν μόνιμα στα κάστρα υπό την διοίκηση των καπετάνιων και των αξιωματικών, πού δεν ήταν καθόλου καλοί. Ο μισθοφορικός στρατό
ς ανέβαινε στις 4.000, από τις οποίες 2.000 περίπου υπηρετούσαν στην πρωτεύουσα, στον Χάνδακα, και από εκεί στέλλονταν προς κάθε κατεύθυνση, όταν παρουσιαζόταν ανάγκη, ενώ οι υπόλοιποι ήταν μοιρασμένοι στα γύρω κάστρα. Οι καπιτάνοι, καθώς και οι στρατιώτες, δεν καλοπληρώνονταν, με αποτέλεσμα να δοθή σε μερικούς από τούς τελευταίους ή σιωπηρή άδεια ν’ ασκούν το επάγγελμα του ράφτη, του κουρέα, του παπουτσή και του φούρναρη. Ο Moresini ισχυριζόταν ότι ή εισδοχή Ελλήνων των πόλεων και μερικών χωρικών κατέστρεφε βαθμιαία την οργάνωση του στρατού. Ο μη μισθοφορικός στρατός ήταν οι ντόπιοι πολιτοφύλακες (cernide), πού ανέβαιναν στις 14.000 (4.000 στον Χάνδακα, 5.000 στα Χανιά και Σφακιά, 3.500 στο Ρέθυμνο και 1.000
περίπου στην Σητεία). Οι πολιτοφύλακες των πόλεων, πού στρατολογούνταν κυρίως από χαμάληδες, εργάτες, βιοτέχνες, διοικούνταν από δικούς των αξιωματικούς (coloneli), από
μέλη των ευγενών τής Κρήτης από κατοίκους των πόλεων, ενώ αντίστοιχα των επαρχιών από καπετάνιους «Έλληνες από ξένους πού μιλούσαν τα ελληνικά. Από το ιππικό πάλι το μισθοφορικό, πού ονομαζόταν stratia και αποτελούνταν από τούς γνωστούς μας Ηπειρώτες, Αλβανούς και Κροάτες stradioti, διαιρούνταν σε 6 λόχους, από τούς οποίους 2 υπηρετούσαν στον Χάνδακα, 2 στα Χανιά, 1 στο Ρέθυμνο και 1 στην Σητεία. Τα γυμνάσιά τους τα έκαναν το Καλοκαίρι είχαν ως αντικειμενικό στόχο την απόκρουση — μαζί με τούς πολιτοφύλακες (cernide) — αποβάσεων υποθετικού εχθρού. Συχνά όμως καταπίεζαν τούς χωρικούς ή και βαθμιαία αφομοιώνονταν από το περιβάλλον, ώστε ό Moresini προτείνει ν’ αντικαταστούν έγκαιρα. Το μη μισθοφορικό ιππικό, των φεουδαρχών (feudatarii), είχε ελαττωθεί από 1.400 άλογα σε 1.100, γιατί πολλοί φεουδάρχες είχαν φτωχύνει και χάσει τα φέουδά τους. Γενικά η κακή οικονομική τους κατάσταση τούς έκανε, ώστε να μην είναι ευχαριστημένοι από την υποχρέωσή τους να συντηρούν άλογο και να εκστρατεύουν ως ιππείς. Ως προς την ηθική υπόσταση των κατοίκων του τόπου ό Moresini γράφει: «δεν βρήκα τίποτε άλλο παρά συνηθισμένα πράγματα και μάλιστα πολύ λιγότερα από εκείνα πού συμβαίνουν σε όλες τις πόλεις• γνώρισα μάλιστα στον Χάνδακα, στα Χανιά και στο Ρέθυμνο πολλούς ευγενείς, Βενετούς και Κρητικούς, ως και πολίτες τόσο φρόνιμους, τόσο σεμνούς και τόσο πειθαρχικούς στους εκπροσώπους του Κράτους, πού μεταχειρίζονταν τούς δουλοπαροίκους σαν τα παιδιά τους, πράγμα πού δεν το βλέπει κανένας πουθενά αλλού. Υπάρχουν όμως και Έλληνες (ιδιαίτερα από τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα) πού δεν έχουν και πολύ λευκή ψυχή• πιο εύκολα δίνουν τις υποσχέσεις παρά πού τις εκτελούν• είναι πανούργοι, κόλακες υπερβολικά και εύχονται ν’ απονέμεται ή δικαιοσύνη μεροληπτικά. Στις δικαστικές διαφορές, στους καυγάδες και στις στρεψοδικίες ξεπερνούν πολύ τούς όμοιούς των κάθε άλλης χώρας. Αν ένας γενικός προβλεπτής ήθελε να παραμείνει, ακόμη και όλη την περίοδο τής υπηρεσίας του, στο πιο μικρό Καστέλλι του Βασιλείου, για να λύση όλες τις διαφορές τους, ας πιστέψουν οι εξοχότητές σας πώς δεν θ
α επρόφτανε». Οι βενετικές όμως αρχές δεν ήταν και ανεύθυνες για την κατάσταση αυτή. Η ανάμειξη ανώτερων δημοσίων υπαλλήλων στο εμπόριο και ιδίως οι σχέσεις τους με κερδοσκόπους και μεσάζοντες δημιουργούσαν πολλά παράπονα και έκαναν τον λαό να δυσφορεί εναντίον τους. Η Κρήτη την εποχή εκείνη ήταν χωρισμένη σε 4 διοικητικές περιφέρειες ή διαμερίσματα (territoria), του Χάνδακα, πού ήταν και ή πρωτεύουσά της, του Ρεθύμνου, των Χανιών και της Σητείας. Η διοικητική αυτή διαίρεση, πού είχε εφαρμοστή κατά τον 14 αι., διατηρήθηκε σχεδόν ή ίδια και στην εποχή της τουρκοκρατίας ως σήμερα ακόμη. Η διοίκηση του Χάνδακα περιλάμβανε 8 καστελλανίες, του Ρεθύμνου 3, των Χανιών 3 και τής Σητείας 1. Στην διοίκηση Χανιών υπάγονταν και τα Σφακιά, πού όμως δεν σχημάτιζαν καστελλανία, αλλά χωριστή διοικητική περιφέρεια με επικεφαλής Βενετό προνοητή από τα Χανιά, πού έδρα του είχε το Καστέλλο κοντά στην Χώρα των Σφακιών. Ως προς την σύνθεση του πληθυσμού τής Κρήτης διαπιστώνουμε ότι με το πέρασμα των χρόνων έχει γίνει αισθητή διαφοροποίηση στην δομή τής κοινωνίας της από ορισμένες ανακατατάξεις, πού προοιωνίζουν την έναρξη μιας νέας εποχής. Σύμφωνα με την έκθεση του γενικού προνοητή Β. Moro (25 Ιουλίου 1602) 01 κάτοικοι των πόλεων αποτελούνται από ευγενείς Βενετούς, από ευγενείς Κρητικούς, από φεουδάρχες πού ήταν άλλοτε άνθρωποι του λαού και οι οποίοι τώρα με αλλεπάλληλες απαλλοτριώσεις — έχουν τα φέουδα των προηγουμένων, από τούς πολίτες και από τον «όχλο». Κάτοικοι της υπαίθρου ήταν οι Αρχοντόπουλοι (απόγονοι οικογενειών Ελλήνων αποίκων του Βυζαντίου), οι Αρχοντορωμαϊοι (απόγονοι ευγενών Ελλήνων), ξεπεσμένοι τώρα και οι δύο σε χωρικούς, και λίγο πιο κάτω απ’ αυτούς οι χωρικοί. Οι σχέσεις μεταξύ των χωρικών και των ευγενών (ιπποτών) ήταν εχθρικές, αλλά το μίσος ανάμεσά τους δεν ήταν τόσο οξύ, ώστε να προκαλέσει επανάσταση. Όπως βλέπουμε, μεγ
άλη ρωγμή έχει σημειωθεί στην κοινωνική στρωματογραφία της Κρήτης. Η κάποια απάλυνση των σχέσεων οφείλεται, κατά τον Moro, στα διάφορα μέτρα πού πήρε ή βενετική δημοκρατία για ν’ ανακουφίσει τους χωρικούς από τις καταπιέσεις των ιπποτών.
Έπειτα ή ίση μεταχείριση Ελλήνων και Βενετών ευγενών, ή αγορά νέων κτημάτων από τούς Έλληνες, ακόμη ή εκμετάλλευση των κτημάτων αυτών από τούς χωρικούς καλυτερεύουν
κάπως οικονομικές και κοινωνικές τους σχέσεις. Η βελτίωση λοιπόν τής συμπεριφοράς της Βενετίας απέναντι του Κρητικού λαού, καθώς και ό μακρύς χρόνος πέρασε συνετέλεσαν, κατά τον Moro, ώστε να σβήση από τις καρδιές ή ανάμνηση της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Μολαταύτα ό Moro προτείνει να μη δίδονται οι τίτλοι της Κρητικής ευγενείας σε πολλούς εντόπιους, ώστε να μη διαταραχθή ή ισορροπία: να είναι δηλαδή ό αριθμός των ορθοδόξων ευγενών ίσος ή μεγαλύτερος από αντίστοιχο των καθολικών, για να ‘χουν πάντα την πλειοψηφία στα ζητήματα πού απασχολούν τις κοινότητες «ιδίως στα φορολογικά) οι καθολικοί παλαιοί έποικοι, οι οποίοι και πρέπει να προτιμούνται στα μεγαλύτερα αξιώματα. Κι’ όμως ή φυσική ροή των πραγμάτων οδηγούσε αναπότρεπτα προς αφομοίωση των παλαιών βενετικών οικογενειών. Οκτώ
χρόνια αργότερα, 1610, ο δούκας της Κρήτης Dolfin Venier έγραφε τον επίλογό τους: Πολλές απ’ αυτές έσβησαν, αρκετές γύρισαν στην πατρίδα και άλλες, από αναμελιά και φτώχεια, κατάντησαν στα χωριά, άλλαξαν επαγγέλματα και έγιναν φτωχοί χωρικοί. Έτσι στο Συμβούλιο, πού συγκλήθηκε στα μέσα της θητείας μου, παραβρέθηκαν μόλις τριάντα περίπου απ’ αυτούς, ενώ από τους Κρητικούς παραβρέθηκαν περισσότεροι από εβδομήντα». Τα ίδια δηλαδή πού συνέβαιναν στις Κυκλάδες σημειώνονταν και εδώ. Σπουδαία επίσης είναι τα ιστορικά στοιχεία πού δίνει ό Moro για την θρησκευτική κατάσταση του τόπου, γιατί μας αποκαλύπτουν την επιταχυνόμενη διάχυση Βενετών και Ελλήνων (πού, όπως είδαμε, είχε αρχίσει πολύ νωρίς) και την αφομοίωση των πρώτων από τούς δεύτερους, όπως το διαπιστώνει και ό ίδιος ό γενικός προνοητής. Η τύχη της λατινικής κοινότητας τής Κρήτης είναι προδιαγραμμένη: «Οι ευγενείς Βενετοί ζουν σύμφωνα με το ρωμαϊκό δόγμα... Παρ’ όλο πού μερικοί από τούς Βενετούς αναγκάστηκαν από φτώχεια να κατοικήσουν στα χωριά, όπου ζουν κατά τον ελληνικό τρόπο, τα άγια μυστήρια τα εκτελούν κατά το λατινικό δόγμα. Το ίδιο λατινικό δόγμα διατηρούν επίσης όλες οι οικογένειες των γνωστών ευγενών Κρητικών, πού στάλθηκαν στο Βασίλειο εκείνο σαν αποικιστές και πήραν φέουδα, εκτός από μερικές πού αναγκάστηκαν κι’ αυτές από την φτώχεια να κατοικήσουν έξω στα φέουδά τους, και ασπάστηκαν το ορθόδοξο δόγμα. Οι άλλοι ευγενείς Κρητικοί, πού τούς παραχώρησε την ευγένεια ή Γαληνότητά σας υστερώτερα, και πού κατάγονται από τον λαό, είναι όλοι του ορθοδόξου δόγματος, εκτός από λίγους πού απόκτησαν την ευγένεια σαν νόθοι των εγγενών Βενετών και πρεσβεύουν το λατινικό δόγμα• οι απλοί φεουδάρχες, άλλοι είναι του ενός και άλλοι του άλλου δόγματος, ό λαός όμως όλος είναι του ορθοδόξου δόγματος». Επίσης χαρακτηριστικά είναι όσα γράφει ό Moro για την κατασίγαση των θρησκευτικών παθών: «Παλαιότερα οι Λατίνοι και οι ορθόδοξοι ήταν μεταξύ τους φανεροί εχθροί και εντελώς αντίθετοι. Πριν από λίγα χρόνια σε μερικές πόλεις του Βασιλείου έγιναν ταραχές, πού προκλήθηκαν από την διαφορά του δόγματος. Τώρα όμως, δόξα νάχη ό Θεός, ζούνε πολύ •ήσυχα, γιατί δεν υπάρχει καμιά διένεξη για τα ζητήματα της θρησκείας, επειδή και οι μεν και οι δε ζουν ελεύθερα στα δόγματά τους, και οι προύχοντες Έλληνες και άλλοι από το ίδιο δόγμα πολλές φορές πηγαίνουν στις λατινικές εκκλησίες ν’ ακούσουν την λειτουργία και οι λατίνοι συχνάζουν στις εκκλησίες των ορθοδόξων και δείχνουν πώς είναι ευλαβείς, για να κατακτήσουν την εμπιστοσύνη των Ελλήνων. Ο κλήρος και του ενός και του άλλου δόγματος είναι σεβαστός από όλους. Εκείνο όμως πού δείχνει περισσότερο τον σεβασμό των Ελλήνων προς το λατινικό δόγμα είναι ή γενική ευλάβειά τους στον Άγιο Φραγκίσκο. Στην εορτή του τρέχουν όλοι να επισκεφθούν την εκκλησία του και στις πιο σοβαρές ασθένειες των παιδιών τους είναι κ
αθιερωμένο να τα κάνουν τάξιμο σ’ αυτόν τον άγιο και να ντύνουν την στολή με το σκουφάκι, πράγμα πού δεν το έβλεπε κανείς άλλοτε στο Βασίλειο. Στα Σφακιά είναι πολλοί απ’ αυτούς πού, από ευλάβεια προς τον άγιο, δίδουν το όνομά του στα παιδιά τους.Τα περασμένα χρόνια οι λατίνοι παπάδες δεν ήταν σεβαστοί. Στις λατινικές εκκλησίες δεν πήγαιναν οι ορθόδοξοι για ν’ ακούσουν την λατινική λειτουργία. Σήμερα, τώρα και λίγα χρόνια, τα πνεύματα και των μεν και των δε φαίνονται πολύ καλμαρισμένα και ησυχασμένα...Άλλοτε ήταν επικίνδυνο να συζητά κανένας για την διαφορά μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων• σήμερα συζητούν φιλικά δίχως να παρεξηγούνται...
Κλείνοντας το λόγο επάνω στο θέμα αυτό λέγω, ότι, παρ’ όλο πού δεν υπάρχουν μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων οι σχέσεις πού θα υπήρχαν, αν ήταν του ίδιου δόγματος όλοι, όμως δεν παρουσιάζονται πια οι ταραχές και τα μίση, που δημιουργούσε πρωτύτερα ή διαφορά των δογμάτων». Φοβάται ο Moro την επίδραση των Ελλήνων επισκόπων στην Κρήτη και ζητεί ν’ απαγορευθή ή παραμονή τους, έστω και αν ακόμη παραιτηθούν και πρόκειται να ιδιωτεύσουν στο νησί. Ο Moro τούς φοβάται, «γιατί αφήνουν μεν την επισκοπή, διατηρούν όμως τον τίτλο το επισκόπου και τον ανάλογο σεβασμό, το ίδιο σαν να ήταν επίσκοποι με τίτλους και σαν τέτοιους τούς τιμούν οι Έλληνες με μυστικές εκδηλώσεις... Όταν οι Έλληνες βλέπουν έναν ιερωμένο αξιωματούχο, τον υποδέχονται, τον βάζουν στα σπίτια τους, του έχουν μεγάλη εμπιστοσύνη και μπορεί κανείς να σχηματίση την γνώμη, ότι οι άνθρωποι αυτοί, πού έχουν κακές διαθέσεις προς την ρωμαϊκή εκκλησία και το λατινικό δόγμα, σπείρουν κρυφά, όταν εξομολογούν, καταστροφικά σπέρματα διχόνοιας ανάμεσα στους Έλληνες και στους Λατίνους. Εκτός απ’ αυτό, επειδή οι περισσότεροι είναι Τούρκοι υπήκοοι, είναι πάρα πολύ ύποπτοι και δεν μπορεί να περιμένη Κανείς απ’ αυτούς παρά μόνο κακό και ενέργειες αντίθετες στην Γαληνότητά σας». Ο Moro φοβάται επίσης τον συγχρωτισμό των στρατιωτών του ιταλικού στρατού με τούς εντοπίους και διαγράφει από τις τάξεις του τούς άνδρες πού συζούσαν με Κρητικές. Όπως βλέπουμε, ή αφομοίωση των Βενετών αποίκων από τούς Έλληνες είναι οριστική και τελεσίδικη. Προς την ανάμειξη των δύο πληθυσμών αντιστοιχεί ό παράλληλος συγκερασμός των ελληνικών και δυτικών πολιτιστικών στοιχείων μέσα και έξω από την Κρήτη, ό οποίος οδηγεί προς την δημιουργία τού ιδιότυπου τρόπου ζωής και πολιτισμού τού νησιού κατά το τέλος τού 16 και κατά το πρώτο μισό τού 17 αι.. Το Πολύχρωμο και γραφικό προϊόν του συγκρητισμού αυτού μάς το παρουσιάζει έκτυπα ή λογοτεχνία, ό ευαίσθητος δέκτης των νέων τάσεων.Οι αδικίες όμως και οι καταχρήσεις συνεχίζονται και αποτελούν αληθινή μάστιγα τού τόπου. Ο Moro τιμωρεί πολλές περιπτώσεις καταπιέσεων των Βενετών αξιωματικών σε βάρος των φτωχών χωρικών. Επίσης διαπιστώνει τις πολλές καταχρήσεις των υπαλλήλων, πού ήταν εντεταλμένοι με την αγγάρευση των κατοίκων και την εκτέλεση διαφόρων οχυρωματικών έργων: ότι πολλοί χωρικοί είχαν καταβάλει πολύ μεγαλύτερα χρηματικά ποσά από τα απαιτούμενα για την απαλλαγή τους από τις υποχρεώσεις τους, αλλά και τα ποσά αυτά τα είχαν καταχρασθή οι ίδιοι οι υπάλληλοι, χωρίς να τα καταγράψουν στους σχετικούς καταλόγους. Για να μην επαναληφθούν αυτά, ό Moro παίρνει τα κατάλληλα μέτρα, αλλά ταυτόχρονα αυξάνει. τούς «αγγαρικούς» από 15.371 σε 20.960 (άρρενες διαφόρων ηλικιών), ήτοι κατά 5.569 άτομα ή κατά 30%. Η εφαρμογή όμως των νόμων είναι, φαίνεται, πλημμελής. Στα 1610 ή δικαιοσύνη εξακολουθεί να χωλαίνη ακόμη τόσο πολύ, ώστε να νοσταλγή ό δούκας τής Κρήτης Dolfin Venier την δικτατορική εξουσία, που είχε δοθή άλλοτε στον γενικό προνοητή Foscarini.Ενδιαφέρουσες επίσης είναι οι ειδήσεις του Moro που αναφέρονται στους κατοίκους των Σφακιών. Οι Σφακιανοί, οι ανδρείοι, άγριοι και τραχείς κάτοικοι του ορεινού και άξενου νοτιοδυτικού τμήματος της Κρήτης, δημιουργούν πάντοτε ζητήματα στους Βενετούς. Επειδή θεωρούνται «Αρχοντορωμαϊοι», απόγονοι δηλαδή παλαιών ευγενών οικογενειών, δεν αγγαρεύονται ούτε και στρατεύονται στα κάτεργα. Είναι χωρισμένοι, όπως και άλλοτε, σε δυο φατρίες, των Πατέρων και των Παπαδοπούλων, πού έρχονται συχνά σε ρήξεις, και οι περισσότεροι ζουν από ληστείες τόσο στην περιοχή τους, όσο και στις άλλες. Αν όμως τούς περιποιηθούν και τούς διαπαιδαγωγήσουν κατάλληλα, υπάρχουν βάσιμες ελπίδες ότι θα προσφέρουν σοβαρές υπηρεσίες, γιατί — και εδώ μας δίνει ό Moro μιά χαρακτηριστική περιγραφή τους — «υπερέχουν από όλους τούς άλλους κατοίκους εκείνων των διαμερισμάτων, όχι μόνο γιατί είναι αρρενωποί στην όψη, ικανοί και ευκίνητοι, με σώματα λιγνά, ρωμαλέα και αγέρωχα, τολμηροί και ευγενικοί στους τρόπους, μα, αυτό πού ενδιαφέρει περισσότερο, γιατί έχουν οξύτητα πνεύματος, ψυχικό μεγαλείο και άφθαστη ικανότητα να χειρίζωνται τα όπλα, τόσο το τόξο όσο και το αρκεμπούζιο, όπου είναι εξαίρετοι, γιατί τέλος, είναι, δίχως αμφιβολία, οι πιο τολμηροί, οι πιο ανδρείοι και οι πιο γενναίοι άνδρες πού υπάρχουν στο Βασίλειο». Αισθητή είναι ή έλλειψη των σιτηρών, γιατί ή σιτοκαλλιέργεια στο νησί είχε αρχίσει και πάλι να υποχωρή. Τελευταία μάλιστα, στα 1604, όπως αναφέρει έκθεση του δούκα τής Κρήτης Zuanne Sagrado, ό δόγης είχε αναγκαστή να ξεριζώση πάλιν όλα τα καλλιεργήσιμα χωράφια πού είχαν μετατραπή σε αμπέλια. Η Κρήτη την εποχή αυτή κυκλώνεται από πλήθος πειρατών πού λυμαίνονται τις θάλασσες και χάνουν επικίνδυνα τα ταξίδια. Οι πειρατές στον καιρό του τρυγητού παρουσιάζονταν συχνά με τα μπερτόνια τους σαν ειρηνικοί έμποροι και με τα άνομά τους χρήματα αγόραζαν μοσχάτα κρασιά, χωρίς να διστάσουν να πληρώσουν και κάτι παραπάνω. Έπειτα από τις ληστρικές και εμπορικές αυτές επιχειρήσεις ξαναγύριζαν στα σπίτια τους και ξεχειμώνιαζαν, ώσπου ν’ αρχίσουν πάλι τα ίδια με την άνοιξη. Οι επισκέψεις αυτές των καραβιών, συγκεκριμένα των εξοπλισμένων γαλιονιών, στις νότιες ακτές το νησιού, σε κάθε άκρο του, συνεχίζονται και στα επόμενα χρόνια και ανησυχούν πολύ τον δούκα της Κρήτης Dolfin Venier: «Οι άνθρωποι αυτοί, πού αποβιβάζονται κατά εκατοντάδες και παραμένουν κάμποσο καιρό στο Βασίλειο, δημιουργούν συμπάθειες και εγκάρδιες σχέσεις, επειδή καλοπληρώνουν τις αναπαύσεις τους στο νησί και τα εμπορεύματα πού αγοράζουν, αλλά είναι επικίνδυνοι για την δημόσια υγεία, επειδή δεν γίνεται κανένας υγειονομικός έλεγχος. Έπειτα, επειδή ανήκουν σε διάφορους ηγεμόνες, εχθρούς τής οθωμανικής αυτοκρατορίας, είναι εύκολο να προκαλέσουν τις εύλογες υποψίες των Τούρκων». Και ακριβώς μιά τέτοια υποψία έδωσε την αφορμή τουλάχιστο ν’ αρχίση ό μεγάλος Κρητικός πόλεμος (1645 - 1669), πού τάραξε τον χριστιανικό κόσμο.
Πηγή: Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Γ’ τομ., Θεσσαλονίκη 1968.