Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.






Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2021

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΓΡΑΜΒΟΥΣΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ ΤΡΙΚΟΥΠΗ

Τα γεγονότα της κατάληψη της Γραμβούσας απο τον Σπυρίδωνα Τρικούπη που στον επίλογο του επισημαίνει οτι τα είχε γραμμένα όλα αυτά απο κάποιον που βρέθηκε στην προσπάθεια αυτή και εννοεί τον Ηγούμενο Αναγνώστη Παναγιώτου ή Παναγιωτάκης ή Πω(ο)λίδης..
Εν ώ δε έπασχεν η Ανατολική Ελλάς έχουσα εν κόλποις τον εχθρόν, οι Κρήτες επεχείρησαν ν’ αναζωπυρήσωσι την προ διετίας καθ’ όλην την Κρήτην σβεσθείσαν επανάστασιν, Ιούλιος και λήγοντος του ιουλίου στρατολογηθέντες ως 600 υπό την γενικήν αρχηγίαν του Καλλέργη διεβιβάσθησαν εκ Ναυπλίου εις Μονεμβασίαν, όπου συμπληρωθέντες εις 1300 συναπέπλευσαν εφωδιασμένοι των αναγκαίων επί 18 πλοιαρίων και της Τερψιχώρης, γολέττας του Τομπάζη, ίνα αποβώσιν αίφνης εις τα νοτιοδυτικά παράλια της Κρήτης προς άλωσιν των φρουρίων Γραμβούσης και Κισάμου· αλλ’ επελθούσης θυέλλης, διεσκορπισθήσαν τα πλοιάρια, και δύο ημερονύκτια εθαλασσομάχουν.
Μιχαήλ τις Αρετάς Κρης μετεκόμιζε συνήθως εις τα παράλια ταύτα εκ Πελοποννήσου τρόφιμα προς πώλησιν, και ως εκ τούτου ήτο γνώριμος τω φρουράρχω της Γραμβούσης. Μαθόντες τινές των εις Κύθηρα καταφυγόντων Κρητών τας σχέσεις ταύτας του συμπατριώτου των, τον έπεισαν να τοις χρησιμεύση επ’ αγαθώ της πατρίδος ως κατάσκοπος, και τοιουτοτρόπως εμάνθαναν τα της Γραμβούσης. Κατέπλευσεν ο Αρετάς μια των ημερών εις τα παράλια εκείνα κακώς έχων, επελθούσης επί του διάπλου του τρικυμίας, και διενυκτέρευσε παρά τω γνωστώ του φρουράρχω. Παρατηρήσας δε ότι ολιγώτατοι ήσαν οι φρουροί, ηρώτησε την αιτίαν· ήτο δε η τελευταία ημέρα του μηνός. Ανύποπτος ο φρούραρχος τω είπεν, ότι 60 ήσαν όλοι οι φρουροί και αντηλλάσσοντο κατά μήνα, αλλ’ ούτε ήρχοντο εις το φρούριον ούτε ανεχώρουν όλοι ομού· ότι καθ όσον μεν επλήθυνεν η σελήνη, επλήθυνε και ο αριθμός των φρουρών· καθ’ όσον δε ωλιγόστευεν αύτη, ωλιγόστευε και ο αριθμός αυτών και κατήντα εις 5 ή 6 προ της νεομηνίας.
Μαθόντες ταύτα οι εν Κυθήροις και ιδόντες την 31 τα ελληνικά πλοιάρια θαλασσοπορούντα προς την Κρήτην, απέπλευσαν αυθημερόν, όλοι 17, ηγουμένου του Αναγνώστη Παναγιώτου (*), εξημερώθησαν είς τι παράλιον της Κρήτης, και διέμειναν εκεί αφανείς όλην την ημέραν. Βασιλεύοντος δε του ηλίου ανήχθησαν, και μίαν ώραν πριν φέξη κατευοδώθησαν εις άγιον Σούζον αντικρύ της Γραμβούσης· ημέρας δε γενομένης, αποβάντες είδαν έμπροσθέν των άνθρωπον και παρέκει σκηνήν.
«Τις συ», ηρώτησαν, «και τις η σκηνή;»
«Εγώ είμαι», απεκρίθη ο άνθρωπος, «Χριστιανός, υπηρέτης του φρουράρχου, και επειδή εφάνησαν χθες πλοιάρια, και το φρούριον δεν έχει φύλακας, εφοβήθη ο φρούραρχος, απεβίβασε την γυναίκα του υπό την σκηνήν εκείνην και διέταξε κ’ εμέ να μένω παρ’ αυτή εις υπηρεσίαν της».
«Και διατί δεν έχει φύλακα το φρούριον;» ηρώτησαν εκ νέου οι αποβάντες· «Διότι», απήντησεν ο υπηρέτης, «λήξαντος του μηνός, οι εν τω φρουρίω ανεχώρησαν κατά την συνήθειαν, και οι διάδοχοι των ώρα τη ώρα περιμένονται».
Ακούσαντες ταύτα υπήγαν εις την σκηνήν, και σταθέντες έξωθεν εκαλημέρισαν την εν αυτή γυναίκα και αντεκαλημερίσθησαν.
«Πού είναι ο μπέης;» την ηρώτησαν.
«Αντίπεραν», απήντησεν, «εν Γραμβούση, και μοι παρήγγειλεν, άμα έλθετε» (τους εξέλαβε δε ως τους περιμενομένους φρουρούς) «να σας είπω να πυροβολήσετε δις, και έρχεται και σας παραλαμβάνει».
Επυροβόλησαν δις, και ο φρούραρχος εμβάς εις το πλοιάριόν του και πηδαλιουχών ήρχετο να τους παραλάβη. Πλησιάσας δε και παρατηρήσας ουδένα εγνώρισε των ελθόντων και ήρχισε να υποπτεύη και να τους ερωτά ποιοι ήσαν. «Δεν μας γνωρίζεις;» απεκρίθησαν οι ερωτηθέντες· «ηξεύρεις ότι ο πασάς στέλλει νέους φρουρούς κατά μήνα, τι ερωτάς;» ο φρούραρχος ήλθε πλησιέστερον, και πάλιν διστάζων είπε, «μήπως είσθε Ρωμαίοι;»
«Ω της βλασφημίας!» εφώναξάν τινες αυτών τουρκιστί και ωργισμένοι, «μας έκαμες και Ρωμαίους· φέρε το πλοιάριον σιμά»· οι Κρήτες ούτοι ήσαν ενδεδυμένοι και εξωπλισμένοι ως Τούρκοι, και εκαλούντο ο μεν Αλής, ο δε Χασάνης εις επήκοον του φρουράρχου.
Ο φρούραρχος ελθών πλησιέστερον είπε, «δεν σας γνωρίζω και δεν σας πιστεύω· προσευχηθήτε ως Τούρκοι και τότε σας πιστεύω».
Τότε είς εξ αυτών, ο Ανδρούλης Παχύς, ειδήμων οπωσούν της τουρκικής γλώσσης και ετοιμόλογος, ήρχισε να τουρκολογή θυμού πλήρης ως ολιγωρουμένης της μωαμεθανής πίστεώς του. Απατηθείς ο φρούραρχος απεφάσισε να τους παραλάβη· εν ώ δε έμβαιναν εις το πλοιάριον, είς εξ αυτών παρεπάτησε, και το πλοιάριον έκλινε· «Καϋμένε Γιάννη σα βόδι επάτησες»· τω είπε τότε άλλος εξ απροσεξίας. Ακούσας είς των εν τω πλοιαρίω κωπηλατούντων δύο Τούρκων τον νομιζόμενον Χασάνην καλούμενον Γιάννην, έδραξε την πιστόλαν του. Αλλά προλαβών ο Γιάννης Ρούκουνας τον εμαχαίρωσεν. Ετρόμαξεν ο δειλός φρούραρχος ιδών το γεγονός. «Κάθου ήσυχος μπέη», τω είπαν οι Χριστιανοί, «κυβέρνα και μη φοβήσαι»· αφ’ ού δε έφθασε το πλοιάριον εις το νησίον της Γραμβούσης, κατέβησαν οι απομείναντες εν τω φρουρίω έξ Τούρκοι εις το παράλιον προς αποδοχήν των συναδέλφων· αλλ’ αποβάντες ούτοι τους συνέλαβαν αίφνης όλους. Εφώναξε τότε ο φρούραρχος· «Χριστιανοί, μη μας θανατόνετε και σας παραδίδομεν τα κλειδία». Οι Χριστιανοί αφώπλισαν τους Τούρκους, παρέδωκεν ο φρούραρχος τα κλειδία του φρουρίου, και εν τη μουσουλμανική του απαθεία και αφοσιώσει εις την ειμαρμένην «χαρήτε το», είπεν αταράχως, αποτεινόμενος προς τους Χριστιανούς, «τούτο είναι το θέλημα του θεού». Οι Έλληνες παρέλαβαν το φρούριον και ουδένα των φρουρών εθανάτωσαν. Έφθασαν εν τούτοις αυθημερόν καί τινα πλοιάρια της εκστρατείας και την επαύριον τα λοιπά.
Το δράμα τούτο διεδραματίσθη την 2 αυγούστου. Την αυτήν ημέραν εκυρίευσαν οι Έλληνες και το όλως παρημελημένον και ανεφοδίαστον των αναγκαίων φρούριον της Κισάμου, δραπετευσάντων των φυλασσόντων αυτό.
(*) Επειδή ο κύριος Κρητοβουλίδης λέγει εν σελίδι 331 των υπομνημάτων του, ότι παρεμόρφωσα τα περί ης ο λόγος καταλήψεως της Γραμβούσης, δηλοποιώ εις πίστωσιν ων διηγήθην, ότι είχα προς τοις άλλοις υπ’ όψιν, γράφων ταύτα, και το περί ου προανέφερα και εισέτι ανά χείρας μου ιδιόγραφον υπόμνημα του κυρίου Αναγνώστη Παναγιώτου, όχι κατά τον κύριον Κρητοβουλίδην απόντος αλλά παρόντος επί τη καταλήψει του φρουρίου τούτου και πρωταγωνισθέντος. Το υπόμνημα τούτο διηγείται και τα της επί Τομπάζη αποτυχούσης εφόδου της Γραμβούσης και αλλά συμβάντα. Των δύο τούτων συμπολιτών και υπομνηματιστών η διήγησις εν πολλοίς διαφέρει· προτιμοτέρα δε βεβαίως η του αυτόπτου, του και ως πολιτικού και ως πολεμικού διακριθέντος.
ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ
πηγη

Δεν υπάρχουν σχόλια: