Εθύμισεν η προβατίνα του Λίμα κι είπε ν-του ο νους του να τηνε πάει στου Σκουμπελιανού την αυλή, απού ’χενε ένα μακρύφυλλο καλόσειρο κριγιό να πηδηχτεί, για να του βγάλει μεγάλα αρνιά.
Ως έφταξενε στην αυλή του Σκουμπελιανού, φωνιάζει δυο τρεις φορές:
-Στέλιο, Στέλιο… και σα δε ν-του απάντανε, ανοίγει με τρόπο τη μ-πόρτα, για να μη μ-πορίσουνε όξω τα ζωντανά, βάνει με΄έσα τη μ-προβατίνα, και γυρίζει να ’σφαλίζει πάλι τη μεγάλη ξεχαρβαλωμένη αυλόπορτα. Κι ως εγυρίσενε από την άλλη μπάντα, θωρεί ένα γ-κακοτερένιο ζοφό κριγιό, να πηδά τη μ-προβατίνα, πρίχου προλάβει να τηνε πάει να ζευγαρώσει με το γ-καλό κριγιό.
– Ω διάλε τσ’ αποθαμένους σου για μιαρό … άρχιξενε να διαμαρτύρεται ο Λίμας και του θέτει μιαν αμπωστέ και τόνε πετά κάτω από τη μ-προβατίνα, αλλά η δουλειά ειχενε γενεί μπλιο.
Επήρενε τη μ-προβατίνα κι έφυγενε στενοχωρεμένος, δίχως να πει ανθρώπου κουβέντα, γιατί φοβούντανε και το κοροϊδιλίκι.
Μιχάλης Επαμ. Πριναράκης
Φώτο Παπαδάκης Γιάννης
Ως έφταξενε στην αυλή του Σκουμπελιανού, φωνιάζει δυο τρεις φορές:
-Στέλιο, Στέλιο… και σα δε ν-του απάντανε, ανοίγει με τρόπο τη μ-πόρτα, για να μη μ-πορίσουνε όξω τα ζωντανά, βάνει με΄έσα τη μ-προβατίνα, και γυρίζει να ’σφαλίζει πάλι τη μεγάλη ξεχαρβαλωμένη αυλόπορτα. Κι ως εγυρίσενε από την άλλη μπάντα, θωρεί ένα γ-κακοτερένιο ζοφό κριγιό, να πηδά τη μ-προβατίνα, πρίχου προλάβει να τηνε πάει να ζευγαρώσει με το γ-καλό κριγιό.
– Ω διάλε τσ’ αποθαμένους σου για μιαρό … άρχιξενε να διαμαρτύρεται ο Λίμας και του θέτει μιαν αμπωστέ και τόνε πετά κάτω από τη μ-προβατίνα, αλλά η δουλειά ειχενε γενεί μπλιο.
Επήρενε τη μ-προβατίνα κι έφυγενε στενοχωρεμένος, δίχως να πει ανθρώπου κουβέντα, γιατί φοβούντανε και το κοροϊδιλίκι.
Μιχάλης Επαμ. Πριναράκης
Φώτο Παπαδάκης Γιάννης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου