Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.





Τρίτη 30 Απριλίου 2019

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΣΑΜΟ

Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΜΟΥ 
Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Ήταν μια περίεργη εποχή στο οικοτροφείο, λίγο μετά απ’ την τοποθέτηση του Σεβασμιότατου Ειρηναίου ως έξαρχου Δυτ. Γερμανίας. Η θέση του μητροπολίτη χήρευε και υπήρχε μια αναστάτωση στη λειτουργία του ιδρύματος. Χωρίς την παρουσία του όλα έμοιαζαν αβέβαια. Εμείς τα παιδιά δεν καταλαβαίναμε πολλά πράγματα από πολιτική και σκοπιμότητες. Απλά βλέπαμε τα γεγονότα να μας προσπερνούν, χωρίς να είμαστε σε θέση να λάβουμε ενεργά μέρος σ’ αυτά. Νιώθαμε σαν θεατές ενός κινηματογραφικού έργου, το οποίο δεν μας άρεσε, αλλά είχαμε την υποχρέωση, παρά τη θέλησή μας, να το παρακολουθήσουμε.
     Διάδοχη κατάσταση δεν υπήρξε. Πώς θα ήταν δυνατό άραγε να υπάρχει; Όλοι νιώθαμε την έλλειψή του, ανήμποροι να διαχειριστούμε το γεγονός. Εκτός από εμάς ήταν φανερό πως ούτε οι ενήλικες μπορούσαν να δώσουν κάποια λύση, τέτοια ώστε, η απουσία του να είναι ανώδυνη. Ξαφνικά νιώσαμε πιο φτωχοί και πιο ευάλωτοι σ’ όλη την καθημερινότητά μας. Δεν ξέρω αν οι διευθυντές ένιωθαν πίεση απ’ την απουσία του, αλλά μέσα σε λίγες μέρες όλα είχαν αλλάξει. Οι ίδιοι που πριν λίγες μέρες διαχειριζόταν τα πάντα με σχετική ευκολία και η συνολική λειτουργία του οικοτροφείου ήταν αρκετά καλή, ξαφνικά μετέφεραν την πίεση και την αβεβαιότητα που ένιωθαν σε μας. Απαιτούσαν να έχουμε κατανόηση και να συγκλίνουμε στο γεγονός με μια καθαρά εκκλησιαστική θεώρηση, που εμείς ήταν αδύνατο να καταλάβουμε και κυρίως να εφαρμόσουμε. Αμέσως μετά απ’ την αποχώρηση του ιεράρχη κι αφού άρχισε να γίνεται ορατό ότι δεν υπήρχε περίπτωση επιστροφής του στην παρούσα φάση, κάποιες αλλαγές έγιναν σταδιακά στη ζωή των οικότροφων. Οι κανονισμοί του ιδρύματος άρχισαν να ερμηνεύονται απ’ τους διευθυντές κατά το δοκούν και συνήθως όχι προς όφελος των παιδιών. Κανείς τους δεν κοίταζε τα αίτια μιας πράξης, αλλά επικεντρωνόταν αυστηρά στο γεγονός και η μόνη λύση ήταν η τιμωρία, όχι για σωφρονισμό, αλλά για τον παραδειγματισμό και τον εκφοβισμό των υπολοίπων μαθητών.
     Πρέπει να παραδεχτώ πως οι οικότροφοι στο σύνολό μας ήμασταν ατίθασοι και πολύ δύσκολα θα μπορούσε κάποιος χωρίς προσωπικότητα να μας βάλει σε καλούπια. Η πλειοψηφία των παιδιών ήταν μαθητές της ...
....τεχνικής σχολής με καταγωγή από απομακρυσμένα χωριά του νομού. Οι οικογένειές τους είχαν αγροτική και κτηνοτροφική απασχόληση και η τεχνική σχολή ήταν η μοναδική τους διέξοδος, για να έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν ένα μελλοντικό επάγγελμα, που θα τους επέτρεπε ν’ αποφύγουν τη σκληρή ζωή της υπαίθρου. Γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά τι σήμαινε να μεγαλώνεις στην επαρχία της Κρήτης και μάλιστα σε ορεινές περιοχές. Θυμάμαι τους φίλους μου στο οικοτροφείο αγέρωχους, να έχουν μια αγριότητα και μια πρωτόγονη θεώρηση της ζωής, χωρίς να μπορούν να κατανοήσουν τους κανόνες της ομαδικής ζωής. Όλοι μας ανταποκρινόμασταν στους κανονισμούς, κυρίως με το φιλότιμο κι όχι με τον φόβο. Υπήρχαν περιπτώσεις που στο παρελθόν, αντί να τιμωρηθούμε για κάποιο παράπτωμα, οι διευθυντές φρόντιζαν να εξαλείψουν την αιτία που μας οδήγησε στο ολίσθημά μας, έτσι ώστε να μη ξανασυμβεί. Μ’ αυτόν τον τρόπο βλέπαμε να βελτιώνεται η ζωή μας και να εξαλείφονται τ’ αγκάθια που μας δυσκόλευαν και μας οδηγούσαν στα άκρα. Φυσικά ποτέ δεν έλειπαν οι φασαρίες και οι διαπληκτισμοί μεταξύ τόσων ατίθασων αγοριών. Πάντα όμως υπήρχε ο συμβιβασμός και η συγκατάβαση με το τέλος των τσακωμών. Πολλές φορές οι τσακωμοί κι οι φασαρίες δεν έφταναν καν στην αντίληψη των προϊσταμένων μας, καθώς πάντα υπήρχαν μεταξύ μας οι διαλλακτικοί, που ανελάμβαναν να μεσολαβήσουν σαν ειρηνοποιοί και να λύσουν τις όποιες παρεξηγήσεις. Σαν να υπήρχε μια σιωπηλή συμφωνία όλοι, ενήλικες κι ανήλικοι, καταφεύγαμε σ’ αυτόν τον τρόπο επίλυσης των όποιων προβλημάτων.
     Ανάμεσα στους τροφίμους υπήρχαν αρκετοί, που κάπνιζαν, έβριζαν και περιστασιακά έπιναν. Αυτοί δεν ήταν ο κανόνας, αλλά μια μειοψηφία που όμως δεν ήταν δυνατό ν’ αγνοηθεί. Αρκετές φορές οι διοικούντες το παράβλεπαν και «αλληθώριζαν» σε τέτοιες περιπτώσεις σφαλμάτων, ελπίζοντας (και πολύ σωστά κατά τη γνώμη μου) να διορθωθούν μέσα απ’ την ομαδικότητα της ζωής του ιδρύματος. Κάποια άλλα ολισθήματα όμως, όπως η κλοπή, ιδίως χωρίς μεταμέλεια, δεν ήταν δυνατόν να παραβλεφθούν. Αφού γινόντουσαν συζητήσεις επί συζητήσεων απ’ τους ιθύνοντες κι αφού εξαντλούσαν κάθε επιείκεια, στο τέλος επιβαλλόταν η τιμωρία. Συνήθως ήταν αποβολή μερικών ημερών και σπανίως οριστική αποβολή. Για να πάρουν όμως μια τέτοια απόφαση, χρειαζόταν αρκετές ημέρες μέσα στις οποίες ο παραβάτης θα μπορούσε ν’ αποδείξει την πιθανή αθωότητα του, να μεταμεληθεί ή και να δικαιολογήσει την πράξη του.
     Βέβαια όλα αυτά γινόντουσαν με τη διακριτική επίβλεψη του σεβασμιότατου, ο οποίος, χωρίς ν’ αναμιγνύεται, μετέδιδε σε όλους μια σιγουριά, που τους βοηθούσε να λειτουργήσουν καλύτερα. Αυτό έπαψε να ισχύει με την αναγκαστική αποχώρηση του Μητροπολίτη. Σταδιακά, αλλά σταθερά, οι υφιστάμενοι κανόνες άρχισαν να ερμηνεύονται ανάλογα με το ποιος τους ερμήνευε. Με αυτόν τον τρόπο η ζωή στο οικοτροφείο άρχισε να γίνεται ιδιαίτερα δύσκολη. Οφείλω να ομολογήσω, πως ποτέ δεν ήταν εύκολη η διαβίωση μέσα στους χώρους του ιδρύματος. Ο κάθε τρόφιμος δυσκολεύεται ν’ αφήσει κομμάτια απ’ το «εγώ» του και να προσαρμοστεί στο «εμείς». Σίγουρα όπου υπάρχουν κανόνες και περιορισμοί, θα υπάρχουν αντιδράσεις και δυσαρέσκειες από λίγους, ίσως κι από τους περισσότερους. Όσο υπήρχε όμως η διακριτική παρουσία του Σεβασμιότατου, σπανίως υπήρχαν αντιδράσεις και κυρίως υπήρχαν ελάχιστες τιμωρίες. Ο ποιμενάρχης δεν συνήθιζε να τιμωρεί, αντίθετα προσέγγιζε το κάθε πρόβλημα με μια τελείως διαφορετική αντιμετώπιση, πράγμα που εμείς το καταλαβαίναμε και νιώθαμε ενοχές για ό,τι κι αν είχαμε κάνει.
     Η εποχή που απομάκρυναν τον Σεβασμιότατο από τη Μητρόπολη Κισάμου και Σελίνου ήταν σίγουρα μια απ’ τις πιο αντιδημοκρατικές περιόδους της ιστορίας μας. Παρ’ όλα αυτά αρκετές αντιδράσεις υπήρξαν, χωρίς όμως να φέρουν το παραμικρό αποτέλεσμα. Η «εθνοσωτήριος» κυβέρνηση έκανε ότι ήθελε, χωρίς να νοιάζεται για τις επιπτώσεις.
     Ξαφνικά εμείς τα παιδιά του οικοτροφείου αισθανθήκαμε μια απίστευτη ορφάνια, χωρίς να μπορούμε να κάνουμε οτιδήποτε γι αυτό. Αφού πέρασε ένα μικρό χρονικό διάστημα, νιώθαμε τελείως ξεκρέμαστοι, χωρίς να μπορούμε να ελπίζουμε στη καθοδήγησή του, στην κατανόηση και κυρίως στις συμβουλές του. Η απουσία του ήταν τόσο φανερή, που την ένιωθε ακόμη και ο μικρότερος σε ηλικία απ’ τους οικότροφους.
     Η ποιότητα της ζωής μας μέσα στο ίδρυμα άρχισε ν’ αλλάζει σταδιακά προς το χειρότερο. Για λόγους που δεν μπορώ να εξηγήσω, το συσσίτιο έγινε πιο φτωχό και σε μερικές περιπτώσεις απαράδεκτο. Όσο για τις αθλητικές και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις σταδιακά άρχισαν να μειώνονται και σε λίγο ήταν ελάχιστες κι ανάξιες λόγου. Επίσης οι ελεύθερες ώρες που είχαμε στη διάθεσή μας έγιναν τόσο λίγες, που είχαμε την αίσθηση πως δεν μας αντιμετώπιζαν σαν ανηλίκους. Όσες φορές ζητούσαμε τη μπάλα για να πάμε στο γήπεδο, που ήταν κοντά σχετικά στα κτίρια του ιδρύματος, οι ιθύνοντες έβρισκαν κάποια δικαιολογία και μας το απαγόρευαν. Συνήθως φταίγαμε για κάποια παράλειψη ή εκκρεμούσε μια τιμωρία απ’ τις τόσο συχνές, που από ατομικές αυτομάτως γινόντουσαν συλλογικές. Αντί όμως να συζητήσουμε το πρόβλημα με κάποιους απ’ τους διευθυντές (όπως γινόταν στο παρελθόν) και να βρούμε από κοινού κάποια λύση, τώρα με συνοπτικές διαδικασίες η διεύθυνση είχε σαν πρώτη κι εύκολη λύση την τιμωρία. Το κύριο επιχείρημά τους ήταν, πως η τιμωρίες είχαν σαν σκοπό το παραδειγματισμό και θα λειτουργούσαν ανασταλτικά ως προς την ροπή μας για παραβατικές συμπεριφορές που δεν ήταν σύμφωνες με τους κανόνες του οικοτροφείου. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ένας φόβος και μια ανασφάλεια να πλανάται πάνω μας και να μας αποσυντονίζει.
     Η ζωή μέσα στο ίδρυμα άρχισε να γίνεται αβέβαιη, γιατί ό,τι κι αν κάναμε δεχόμασταν μια κριτική τελείως υποκειμενική εκ μέρους των διευθυντών κι αναλόγως της διάθεσης και της στιγμιαίας σκοπιμότητας, έπεφταν βροχή οι τιμωρίες. Ξαφνικά κρινόμασταν αυστηρά για πράξεις, που σε προγενέστερη φάση ούτε καν θα ασχολούνταν κανείς. Παρατηρήθηκε το φαινόμενο, κάποιοι από τους νεαρούς διευθυντές να παρακολουθούν τις συνομιλίες των τροφίμων την ώρα της νυχτερινής κατάκλισης και λίγο πριν τους πάρει ο ύπνος. Όπως είναι φυσιολογικό, πολλά απ’ τα παιδιά, λίγο πριν κοιμηθούν, μιλούσαν (για τι άλλο) για κορίτσια. Αυτές οι αθώες κουβέντες μεταφερόταν απ’ τον ωτακουστή στον προϊστάμενο κι ακολουθούσαν τιμωρίες. Θυμάμαι μια περίπτωση, που τιμωρήθηκαν όλα τα παιδιά ενός θαλάμου, ακόμη κι αυτά που δεν είχαν συμμετάσχει στη συνομιλία. Η κύρια αιτιολογία γι αυτό ήταν ότι άκουγαν παθητικά και δεν αντέδρασαν, ώστε να σταματήσουν όλα αυτά τα «ενοχλητικά» σχόλια. Όπως ήταν φυσικό, ένα κύμα φόβου είχε απλωθεί μεταξύ των τροφίμων. Είχαμε φτάσει στο σημείο να μην τολμάμε ν’ αφήσουμε ελεύθερο τον εαυτό μας και να είμαστε συγκρατημένοι σε κάθε ομαδική ή ατομική εκδήλωση.
     Τότε παρατηρήθηκε μια ανεξήγητη για μένα συμπεριφορά εκ μέρους του διευθυντή του οικοτροφείου. Συνήθιζε να μπαίνει στο εστιατόριο την ώρα που τρώγαμε κι έπρεπε όλοι μας, λόγω «σεβασμού», να σηκωθούμε όρθιοι, μέχρι να μας δώσει το ελεύθερο να καθίσουμε στις θέσεις μας. Τότε θα έκανε τις πιο απίθανες παρατηρήσεις κι είχε πάντα την απαίτηση να βελτιωθούμε ακόμη περισσότερο, σύμφωνα με τα δικά του κριτήρια. Η ομιλία του ήταν συνήθως ένα πύρινο «κατηγορώ» κατά της εφηβικής συμπεριφοράς. Σ’ όλη τη διάρκεια που μας τα «έψελνε», εμείς δεν είχαμε δικαίωμα ν’ αγγίξουμε τα σερβίτσια του φαγητού, γιατί αυτό θα ήταν κάτι σαν «έγκλημα καθοσιώσεως» προς το πρόσωπο του ομιλούντος. Στα προηγούμενα χρόνια δεν θυμάμαι καμιά φορά τον Σεβασμιότατο να μπει στο εστιατόριο και να διακόψει το γεύμα ή το δείπνο μας. Στις ελάχιστες φορές που θα έπρεπε να μας ανακοινώσει κάτι, ο ίδιος περίμενε να τελειώσουμε με τη διαδικασία του φαγητού και μετά προχωρούσε στην ανακοίνωση. Δεν θυμάμαι ποτέ, μα ποτέ, να μας μαλώσει ομαδικά για κάτι και ποτέ, μα ποτέ, να μας απειλήσει για οτιδήποτε. Βέβαια οποιαδήποτε σύγκριση μαζί του θα ήταν το λιγότερο ατυχής.
     Εκείνο το διάστημα ήμουν πρόεδρος των παιδιών του οικοτροφείου. Ένας τίτλος που με την αναχώρηση του Σεβασμιότατου ήταν τελείως διακοσμητικός και μάλλον ενοχλητικός για την διεύθυνση του ιδρύματος. Ενώ στην προηγούμενη κατάσταση ο πρόεδρος είχε κάποιο λόγο στη λειτουργία του οικοτροφείου και συνήθως μεταβίβαζε τα αιτήματα της πλειοψηφίας των τροφίμων στη διεύθυνση αλλά και διαπραγματευόταν μαζί της, βεβαίως στο μέτρο του δυνατού. Μετά όλα αυτά είχαν υποβαθμιστεί σε τέτοιο σημείο, που εγώ σαν πρόεδρος είχα καταντήσει μια γραφική καρικατούρα. Πολλές φορές άκουσα από μερίδα των παιδιών εκφράσεις του τύπου «Τι κάνει ο πρόεδρος;» ή «Γιατί να έχουμε πρόεδρο;» και πολλές άλλες, που δεν γράφονται. Όλη αυτή η κατάσταση με στεναχωρούσε και μ’ έφερνε σε πολύ δύσκολη θέση, κυρίως γιατί αδυνατούσα να κάνω το παραμικρό, όχι για να αλλάξω δραματικά την κατάσταση, αλλά απλά να την βελτιώσω έστω.
     Εκείνο το διάστημα ασχολούμουν λίγο παρά πάνω απ’ το κανονικό με τον αθλητισμό κι είχα αυξήσει τους ρυθμούς των προπονήσεών μου. Αυτός ήταν ένας βασικός λόγος, που έλειπα αρκετές ώρες απ’ το οικοτροφείο, καθώς ακολουθούσα σχεδόν με θρησκευτική ευλάβεια το πρόγραμμα προπονήσεων που μου είχε δώσει ο γυμναστής. Πολλές φορές την ώρα που έκανα τις περισσότερες απ’ τις γυμναστικές ασκήσεις στην αυλή του σχολείου, ήταν μαζί μου κι άλλοι συναθλητές με τα ίδια ενδιαφέροντα με μένα. Εγώ όμως δεν άφηνα ούτε μέρα χωρίς να προπονηθώ. Ακόμη και τις Κυριακές ίδρωνα και παιδευόμουν σ’ ένα γήπεδο, που μόνο κατάλληλο για προπονήσεις δεν ήταν. Δεν ξέρω αν αυτό το έκανα συνειδητά μόνο και μόνο για να ασκηθώ ή το έκανα ασυνείδητα για ν’ αποφύγω τις αλλαγές και την καταπίεση στο οικοτροφείο. Γεγονός πάντως ήταν, πως η εξάσκηση που καθημερινά έκανα απέδωσε και μαζί με άλλους συναθλητές απ’ το σχολείο κι έναν απ’ το οικοτροφείο προκριθήκαμε για τους σχολικούς αγώνες του νομού. Μέχρι να έρθει η μέρα των αγώνων, που θα γινόταν σε γήπεδο των Χανίων, υπήρχε ένας αναβρασμός μεταξύ μας και ήταν κύριο θέμα των συζητήσεων τόσο μέσα στο σχολείο όσο και έξω απ’ αυτό. Τότε κάποια παιδιά απ’ το οικοτροφείο εξέφρασαν την επιθυμία να έρθουν ως θεατές και υποστηρικτές στην προσπάθειά μας. Αυτό, όσο κι αν στην αρχή φαινόταν αδιανόητο, τελικά πραγματοποιήθηκε και δόθηκε άδεια σ’ όσους ήθελαν να έρθουν μαζί μας. Σ’ αυτό συνέβαλλε και το ότι η μέρα των αγώνων ήταν αργία και δεν είχαμε μαθήματα. Θυμάμαι ότι είχαν έρθει σαν φίλαθλοι τότε ο Μανώλης Φ., ο Κυριάκος Σ. που ήταν και συγχωριανοί και τα ξαδέρφια Νίκος και Δαμουλής Κ. απ’ τα Σφακιά.
     Οι αγώνες είχαν ανέλπιστη επιτυχία για το σχολείο μας, αφού ακόμη και μια κοπελιά που κατέβαινε για πρώτη φορά στους αγώνες ήρθε δεύτερη σ’ όλο τον νομό. Η προσωπική μου επιτυχία ήταν κάτι παραπάνω από καλή. Νιώθαμε μεθυσμένοι απ’ τις νίκες μας με την εφηβεία να καθορίζει τη συμπεριφορά μας. Αφού τριγυρίσαμε στην πόλη των Χανίων κι «αλητέψαμε» ποικιλοτρόπως, καθώς δεν είχαμε τη δυνατότητα να πηγαίνουμε τακτικά στην πρωτεύουσα του νομού, πήραμε το τελευταίο λεωφορείο για την Κίσαμο. Στη διάρκεια της διαδρομής με πήρε ο ύπνος και δεν άκουσα τις διαβουλεύσεις και τις αντιδικίες των φιλάθλων μας, παρά μόνο όταν φτάσαμε στην πλατεία της Κισάμου. Εκεί χωριστήκαμε απ’ τους υπόλοιπους.
     Οι φίλοι μου πρότειναν να πάμε κινηματογράφο στη μοναδική αίθουσα που υπήρχε στην πόλη. Μάλιστα σαν επιχείρημα έλεγαν, πως το έργο που έπαιζε εκείνη την ημέρα ήταν γουέστερν. Τέτοιου είδους ταινίες ήταν πολύ δημοφιλείς εκείνη την εποχή και οι αγαπημένες για τους νεαρούς. Εγώ ένιωθα πολύ κουρασμένος, αλλά και η ταινία δεν μου φαινόταν και πολύ «σόι». Αρκεί ν’ αναφέρω πως πρωταγωνιστής ήταν ο Γάλλος ροκ τραγουδιστής Τζόνυ Χαλιντέη, ενώ και η παραγωγή δεν μου άρεσε. Παρ’ όλες τις αντιρρήσεις και τα επιχειρήματα που έφερα, δεν κατάφερα να τους πείσω. Ο Μανώλης μου είπε: «Θα πηγαίναμε και μόνοι μας, αλλά με σένα μαζί μας αποκλείεται να μας τιμωρήσουν». Πριν προλάβω ν’ απαντήσω, ο Δαμουλής με την αφέλεια που τον χαρακτήριζε, μου είπε σχεδόν παρακλητικά: «Πάμε, ρε Ανδρέα! Πάμε να δούμε το «καουμπόικο»! Δεν έχω δει άλλη φορά στη ζωή μου τέτοιο έργο!» Λίγο έλειψε να βάλλω τα γέλια με το ατράνταχτο επιχείρημα του φίλου μου. Βασικά ήμουν κι εγώ σε μια κατάσταση που την περιέγραφε ακριβώς η λαϊκή παροιμία: «Τραβάτε με κι ας κλαίω». Χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια μ’ έπεισαν τελικά και κόψαμε τα εισιτήρια και μπήκαμε μέσα στην αίθουσα. Η ταινία είχε μόλις αρχίσει, ενώ με το ζόρι βρήκαμε άδεια καθίσματα κι αυτά σκόρπια. Έτσι αναγκαστήκαμε να καθίσουμε σε διαφορετικές σειρές, πράγμα που δεν άρεσε καθόλου στον Δαμουλή, που ήλπιζε να καθίσει δίπλα μου, για να μπορεί να με ρωτάει κάτι απ’ τις σκηνές που δεν καταλάβαινε.
     Το έργο ήταν ό,τι πιο απαίσιο είχα δει ποτέ. Με πολύ κακή σκηνοθεσία, με φωνοληψία που δεν σ’ άφηνε να ξεχωρίσεις καθαρά τους ήχους. Ο δε πρωταγωνιστής ήταν στην καλύτερη περίπτωση κωμικοτραγικός. Ενδυματολογικά ήταν για γέλια, αφού αντί για τα συνηθισμένα υφασμάτινα ή πέτσινα γιλέκα που φορούσαν οι καουμπόηδες, αυτός φορούσε μια αλυσιδωτή κατασκευή σαν μεσαιωνικός ιππότης. Όσο προσεκτικά κι αν παρακολουθούσες την υπόθεση του έργου, το σενάριο δεν σου άφηνε και πολλά περιθώρια. Κανείς μας, όσο προχωρημένος κι αν ήταν, δεν κατάλαβε ποιοι ήταν οι καλοί και ποιοι οι κακοί. Το έργο τελείωσε κι όλοι μας βγήκαμε απογοητευμένοι. Σχεδόν κλαίγαμε το αντίτιμο του εισιτηρίου που πληρώσαμε. Μάλιστα κάποιοι πιο τολμηροί τα έχωναν στον ιδιοκτήτη της αίθουσας για την ποιότητα του έργου. Ο μόνος που ήταν ενθουσιασμένος με την ταινία, ήταν ο Δαμουλής, ο οποίος απ’ την έξοδό μας απ’ τον κινηματογράφο και σ’ όλη τη διαδρομή μέχρι το οικοτροφείο εκθείαζε την ικανότητα του πρωταγωνιστή στον χειρισμό του πιστολιού.
     Για κακή μας τύχη την ίδια απόφαση με μας, να πάμε να δούμε το καουμπόικο έργο, την είχαν πάρει κι άλλα παιδιά απ’ το οικοτροφείο. Αυτό είχε σαν συνέπεια ν’ αδειάσει κυριολεκτικά το ίδρυμα, γιατί οι πιο τολμηροί την κοπάνησαν για τον κινηματογράφο. Αυτό όμως δεν πέρασε απαρατήρητο απ’ τους φύλακες διευθυντές και στην επιστροφή είχαν στήσει καρτέρι σε επίμαχα σημεία της εισόδου και της περίφραξης, φροντίζοντας να μην τους ξεφύγει κανείς απ’ τους παραβάτες. Παρ’ όλο που είχαμε πληροφορηθεί το μπλόκο της διεύθυνσης, καθησύχασα τους φίλους μου, φροντίζοντας να πάρω πρωτοβουλία σ’ ότι αφορούσε τις απαντήσεις που θα έπρεπε να δώσουμε.
     «Από πού γυρνάτε τέτοια ώρα;» ακούστηκε η φωνή ενός εκ των διευθυντών.
     «Από τα Χανιά», απάντησα ατάραχος, «είχαμε πάει για τους σχολικούς αγώνες».
     «Καλώς», μας απάντησε εκείνος, «μπορείτε να πάτε στα δωμάτια σας».
     Εμείς ικανοποιημένοι με την εξέλιξη και σίγουροι πως γλυτώσαμε την επικείμενη τιμωρία πήγαμε στα δωμάτια μας για να κοιμηθούμε. Μόνο που δεν τα είχαμε υπολογίσει καλά. Η διεύθυνση ήξερε ακριβώς ποιοι και πόσοι ήταν στην κινηματογραφική αίθουσα. Αυτό βέβαια το μάθαμε και με τον πιο σκληρό τρόπο την επομένη το μεσημέρι στο εστιατόριο κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού φαγητού. Αμέσως μετά την προσευχή και πριν προλάβουμε να ξεκινήσουμε το φαγητό, μπήκε φουριόζος ο διευθυντής κι αφού ανέπτυξε ένα απίστευτα σκληρό λόγο κατέληξε με τη φράση που ακούστηκε σαν κεραυνός στ’ αυτιά μας:
     «Όλοι, όσοι πήγαν χθες στο κινηματογράφο, αποβάλλονται για δέκα μέρες απ’ το οικοτροφείο. Ο δε Ανδρέας αποβάλλεται για δεκαπέντε μέρες, γιατί σαν πρόεδρος θα έπρεπε να δώσει το παράδειγμα και να σας αποτρέψει από τέτοιου είδους παραβατικές ενέργειες». Παρ’ όλο που ξαφνιάστηκα με το μέγεθος της τιμωρίας, σηκώθηκα αμέσως και βγήκα αμίλητος απ’ το εστιατόριο. Το παράδειγμά μου το ακολούθησαν κι οι υπόλοιποι σχολιάζοντας την απίστευτα αυστηρή τιμωρία που μας επέβαλλαν. Μου φαινόταν τελείως παράλογη τέτοια μεγάλη τιμωρία και μάλιστα σε περίοδο των εξετάσεων του εξαμήνου. Δεν μίλησα σε κανένα. Πήγα στο δωμάτιό μου, πήρα ελάχιστα ρούχα και μερικά βιβλία και πήγα στο προαύλιο του σχολείου, όπου είχαμε προγραμματισμένη προπόνηση με άλλους συναθλητές μου. Σ’ όλη τη διάρκεια της προπόνησης ήμουν κακόκεφος, γιατί ξαφνικά είχα βρεθεί χωρίς στέγη. Σε ερώτηση των συμμαθητών μου, τους εξήγησα το πρόβλημά μου, που φάνταζε αξεπέραστο. Μετά την αρχική τους έκπληξη γι αυτό που μου συνέβη, δύο απ’ αυτούς, ο Δημήτρης Ξ. και η Ιωάννα Π. ανέλαβαν να με βοηθήσουν. Δεν θυμάμαι ποια ήταν η σχέση τους με τους ιδιοκτήτες ενός μικρού ξενοδοχείου, απ’ τα ελάχιστα που υπήρχαν εκείνη τη χρονική περίοδο στην πόλη μας, αλλά εγγυήθηκαν για μένα και κατάφεραν, αντί ενός χαμηλού σχετικά ποσού, να μπορώ να μείνω εκεί. Μου παραχώρησαν ένα γωνιακό δωμάτιο επιπλωμένο με τα στοιχειώδη. Η νέα μου κατοικία με βόλεψε και ήμουν μπορώ να πω ευχαριστημένος με την εγκατάστασή μου εκεί.
     Μετά από δυο τρεις μέρες προσαρμόστηκα στη νέα πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι, πως στην αρχή στεναχωριόμουν, γιατί ένιωθα αδικημένος με την τιμωρία, αλλά και γιατί μου έλειπαν οι φίλοι που είχα αποκτήσει στο οικοτροφείο. Μετά το σχολείο ερχόντουσαν στο δωμάτιο μου τα παιδιά που είχαν τιμωρηθεί μαζί μου. Εκεί ανάμεσα σε συζητήσεις και γενικές αναλύσεις προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τη λογική της τιμωρίας μας κυρίως για το μέγεθός της. Όταν τους ρώτησα για το πώς αντέδρασαν οι γονείς τους σχετικά με την αποβολή τους, κατάλαβα πως όλοι τους το είχαν πει μόνο στη μητέρα τους. Σε ερώτησή μου γιατί δεν το είπαν και στον πατέρα τους, ο Μανώλης Φ. με αφοπλιστική ειλικρίνεια μού απάντησε: «Μα ήντα λες τώρα! Αν το μάθει ο πατέρας μου, θα με σφάξει πάνω στο στιβάνι!».
     Όλοι μαζί πηγαίναμε στο μοναδικό εστιατόριο που είχε η πόλη και ρωτώντας πρώτα την τιμή του κάθε φαγητού κι αφού μετρούσαμε τα κέρματα που είχαμε, παραγγέλναμε αναλόγως. Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού γρήγορα έμαθε τον λόγο που γίναμε τακτικοί πελάτες του και κατά κάποιο μυστηριώδη τρόπο οι τιμές έπεσαν κατακόρυφα. Εκτός απ’ τη μείωση των τιμών βλέπαμε στο τραπέζι να έρχονται συμπληρωματικά πιάτα που ποτέ δεν είχαμε παραγγείλει και φυσικά στο τέλος δεν υπήρχαν στον λογαριασμό.
     Οι πρώτες δέκα μέρες πέρασαν γρήγορα κι οι φίλοι μου γύρισαν στο οικοτροφείο σαν «βρεγμένες γάτες», για ν’ αντιμετωπίσουν τη δυσπιστία της διεύθυνσης σ’ ό,τι κι αν έκαναν. Ό,τι κι αν γινόταν, αυτοί ήταν οι κύριοι ύποπτοι, ασχέτως αν είχαν ή όχι εμπλοκή στο θέμα. Αυτά τα μάθαινα κι αναρωτιόμουν για τη σκοπιμότητα αυτής της συμπεριφοράς εκ μέρους των διευθυντών. Τότε κατάλαβα, πως όλα αυτά έγιναν για εκφοβισμό και παραδειγματισμό των υπολοίπων οικότροφων. Αυτό με προβλημάτισε ιδιαίτερα κι άρχισα να σκέπτομαι πολύ σοβαρά το μέλλον μου και κυρίως αν είχα μέλλον στο οικοτροφείο. Παρορμητικός όπως ήμουν, αποφάσισα ξαφνικά πως δεν θα επέστρεφα πίσω ό,τι κι αν γινόταν. Το ίδιο απόγευμα πήγα στον ΟΤΕ και μίλησα με τη μητέρα μου. Της εξήγησα τα πάντα για την τιμωρία μου και της ανακοίνωσα την απόφασή μου να μην επιστρέψω στο ίδρυμα. Προσπάθησε να με συνετίσει και να με πείσει να ηρεμήσω. Πολύ γρήγορα κατάλαβε πως ήμουν αμετάπειστος και ξέροντας τον χαρακτήρα μου, προσπάθησε να με καθησυχάσει. Στο τέλος, αφού προηγουμένως συνεννοήθηκε με τον πατέρα μου, υποσχέθηκε να με στηρίξει σ’ ότι κι αν έκανα.
     Με τη βοήθεια του Δημήτρη και της Ιωάννας έκλεισα μια συμφωνία με το ξενοδοχείο να μείνω μέχρι τέλους Ιουνίου με ικανοποιητικούς οικονομικούς όρους. Συνεννοήθηκα με τον ιδιοκτήτη του εστιατορίου να με πιστώνει για τις «δύσκολες μέρες». Δέχτηκε αμέσως χωρίς να το σκεφτεί ιδιαίτερα. Απλά κούνησε με αποδοκιμασία το κεφάλι του, όταν έμαθε το λόγο. Αμέσως μετά πήγα στο οικοτροφείο να πάρω τα πράγματα μου και να ενημερώσω τη διεύθυνση, ότι δεν θα έμενα πλέον μαζί τους. Εκεί συνάντησα τις πρώτες αντιδράσεις απ’ τους φίλους μου και τους συντρόφους στην τιμωρία. Μόλις έμαθαν την απόφασή μου, έκαναν τα πάντα να με μεταπείσουν. Τότε κατάλαβα πως η αποχώρησή μου από εκεί δεν θα ήταν κάτι το ευχάριστο, αλλά θα είχε οδυνηρές στιγμές. Πριν κατεβάσω τα πράγματά μου κάτω, πήγα στο γραφείο της διεύθυνσης κι ανακοίνωσα στον διευθυντή – δάσκαλο την απόφασή μου ν’ αποχωρήσω. Παραξενεύτηκε με τη δήλωσή μου και προσπάθησε ανεπιτυχώς να με αποτρέψει. Όταν είδε πως τα επιχειρήματά του δεν με έπειθαν, μου ζήτησε να περιμένω να μου μιλήσει ο γενικός διευθυντής, πράγμα το οποίο και έκανα.
     Ο γενικός διευθυντής ήρθε βιαστικός όπως πάντα κι αφού κάθισε στο γραφείο του, με τον δάσκαλο στ’ αριστερά του, άρχισε να μου αναπτύσσει τους λόγους για τους οποίους θα έπρεπε ν’ αναθεωρήσω την απόφασή μου. Μ’ αιφνιδίασε μπορώ να πω με τις απόψεις του περί συγχώρεσης και μεταμέλειας. Όταν κατάλαβε ότι δεν μπορεί να αλλάξει τη γνώμη μου, ζήτησε το τηλέφωνο της οικογένειάς μου στη Βέροια. Έδωσα χωρίς δισταγμό τον αριθμό του τηλεφώνου και μίλησε αμέσως με τη μητέρα μου. Όλες οι προσπάθειές του να την κάνει σύμμαχο απέτυχαν. Η μητέρα μου τον ευχαρίστησε για την μέχρι εκείνη τη στιγμή φιλοξενία μου στο ίδρυμα και του είπε πως είμαι αρκετά μεγάλος, για ν’ αποφασίζω για το μέλλον μου. Αυτή η απάντηση της μητέρας μου πιθανόν να τον εξόργισε γιατί δεν την περίμενε, ελπίζοντας πιθανόν στη συνδρομή της, για να μου αλλάξουν μυαλά. Η μητέρα μου όμως ήταν σχετικά μορφωμένη για τα δεδομένα της εποχής της και πάρα πολύ ανοιχτόμυαλη και προοδευτική. Η στάση της τον έφερε σε δύσκολη θέση και, αρνούμενος ν’ αποδεχτεί την αποτυχία του, μ’ ένα ηρωικό «ταρατατζούμ» μου έδωσε μεγαλόψυχα μιας βδομάδας προθεσμία, για να το σκεφτώ. Μετά απ’ αυτό το χρονικό διάστημα θα μπορούσα να γυρίσω χωρίς επιπτώσεις στη θέση μου. Αφού τους χαιρέτησα, κάτω στην αυλή με περίμεναν οι φίλοι μου με τις αποσκευές μου στα χέρια τους. Δυο τρεις απ’ αυτούς με βοήθησαν να κουβαλήσω τις αποσκευές μου μέχρι το νέο μου δωμάτιο. Φυσικά μετά την προτεινόμενη προθεσμία δεν επέστρεψα κι έμεινα μόνος μου στο δωμάτιο του ξενοδοχείου.
     Δεν μετάνιωσα για την απόφασή μου, αλλά πάντα θυμάμαι με νοσταλγία την περίοδο που έζησα στο οικοτροφείο και κυρίως αισθάνομαι ευλογημένος, που γνώρισα κι έζησα από κοντά τον Σεβασμιότατο Ειρηναίο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: