Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.






Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΡΟΛΑΧΑΚΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΡΟΛΑΧΑΚΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 20 Απριλίου 2024

Η κα ΜΥΡΣΙΝΗ ΚΑΙ Ο ΖΑΦΕΙΡΗΣ

Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Η πόλη (για την ακρίβεια κωμόπολη) ήταν ασήμαντη, χωρίς να υπάρχει κάτι που να την κάνει να ξεχωρίζει. Ήταν ένα φτωχικό μέρος που οι κάτοικοι του επιβίωναν στο σύνολο τους με δυσκολία. Δεν υπήρχαν φυσικοί πόροι και λόγω της ελάχιστης δημόσιας συγκοινωνίας δεν υπήρχε σταθερή επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο. Οι ελάχιστες τοπικές παραγωγές (κυρίως λάδι, κρασί και λαχανικά) ήταν σε ποσότητα όσες μπορούσαν να καταναλώσουν οι κάτοικοι της πόλης, οπότε δεν υπήρχε καμιά περίπτωση (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) να επωφεληθούν εμπορικά απ' αυτές. Ακόμα και οι ψαράδες πολύ δύσκολα μπορούσαν να διαθέσουν εκτός της πόλης την ψαριά τους. Η πόλη ήταν κτισμένη κοντά σε μια βραχώδη ακτή μ' ένα ανοιχτό κόλπο που ελάχιστα προστάτευε την παραλία όταν ο καιρός ήταν αγριεμένος. Απ' οποιοδήποτε σημείο της στεριάς όμως θα μπορούσε κάποιος να δει στ' ανοιχτά του κόλπου πλοία της ακτογραμμής να διασχίζουν το πέλαγος πλέοντας αδιάφορα προς τον προορισμό τους. Οι νέοι ονειρεύονταν να πετύχουν μια ευκαιρία για ν' αποδράσουν απ' τον τόπο τους κι έβλεπαν τα πλοία σαν μέσο διαφυγής. Οι περισσότεροι όμως ήξεραν πως αυτό ήταν σχεδόν αδύνατο και πως μόνο να ονειρεύονται μπορούσαν. Οι πιθανότητες ν' αποδράσουν απ' τον τόπο τους ήταν ελάχιστες έως ανύπαρκτες.
Σ' ένα σπίτι με θέα στο πέλαγος και με μια αρκετά μεγάλη αυλή ζούσε η κα Μυρσίνη με τον μοναχογιό της τον Ζαφείρη. Η κα Μυρσίνη ήταν χήρα και όλη της την προσοχή την είχε αφιερώσει στο μεγάλωμα του γιου της. Από τα λίγα κτήματα που τους είχε αφήσει ο μακαρίτης ο άντρας της κατόρθωναν να ζουν απλά και φτωχικά. Ο Ζαφείρης, παρακούοντας για πρώτη φορά τη μητέρα του, αποφάσισε να παρακολουθήσει σαν εσώκλειστος μια σχολή εμποροπλοιάρχων στην πρωτεύουσα του νομού. Σαν άριστος μαθητής που ήταν κατάφερε να πάρει μια υποτροφία και να σπουδάσει χωρίς να επιβαρύνει τη μητέρα του με τα έξοδα των σπουδών του. Η Μυρσίνη ήταν αντίθετη με τις σπουδές του γιου της, γιατί ήξερε πολύ καλά πως η εξάσκηση του επαγγέλματος του θα ήταν μακριά της. Ωστόσο ποτέ δεν έφερε πραγματικά αντίρρηση στα σχέδια του γιου της. Παρ’ όλο που φοβόταν τον χωρισμό, έκανε ότι μπορούσε για τον διευκολύνει να πραγματοποιήσει τα όνειρα του. Η αγωνία της και οι φόβοι της άρχισαν να την ξεπερνούν όταν ο Ζαφείρης, σύμφωνα με το πρόγραμμα της σχολής του, άρχισε τα εκπαιδευτικά ταξίδια. Αυτά τα ταξίδια ήταν προγραμματισμένα σύμφωνα με τις εντολές του αρμόδιου υπουργείου. Αρχικά ήταν στα κοντινά νησιά και στις όμορες ακτές. Κάθε φορά όμως απομακρύνονταν όλο και περισσότερο, έτσι ώστε οι σπουδαστές να κάνουν την πρακτική τους και ν' αποκτήσουν μια κάποια εμπειρία. Κάθε φορά που ο γιος της της ανακοίνωνε επικείμενο ταξίδι, η καρδιά της Μυρσίνης φτερούγιζε απ' την αγωνία της, αλλά ποτέ δεν είπε τίποτα ούτε κι έφερε κάποια σημαντική αντίρρηση.
Όλα όμως ήταν τελείως διαφορετικά όταν ο Ζαφείρης της ανακοίνωσε το πρώτο του μεγάλο ταξίδι, ένα ταξίδι που έβγαινε απ' τη Μεσόγειο με προορισμό την Ιαπωνία. Οι φόβοι της μεγάλωσαν, όταν σε ερώτηση που έκανε στον δάσκαλο έμαθε πού βρίσκεται η Ιαπωνία και πόσες θάλασσες θα έπρεπε να διασχίσει ο γιος της μέχρι να φτάσει στον προορισμό του. Το απόγευμα που ο Ζαφείρης θα έφευγε με το πλοίο της γραμμής για τον Πειραιά η Μυρσίνη είχε στηθεί στην ακρογιαλιά και περίμενε μέχρι να δει το πλοίο να περνά μπροστά απ' τον κόλπο. Στεκόταν ακίνητη με το μαντήλι της να προστατεύει τα μαλλιά της απ' τον άνεμο και την υγρασία. Όταν εμφανίστηκε στο βάθος του ορίζοντα, έλυσε το κεφαλομάντηλο της, το έπιασε με το δεξί της χέρι και άρχισε να το κουνάει πάνω απ' το κεφάλι της. Όποιος την έβλεπε από πίσω, έβλεπε μια γυναικεία φιγούρα ντυμένη στα μαύρα να χαιρετάει απεγνωσμένα το πλοίο που απομακρυνόταν στον ορίζοντα. Απ' το πλοίο ήταν αδύνατο να τη δει κάποιος, όμως αυτή ήταν σίγουρη πως ο γιος της την έβλεπε και ανταπέδιδε τον χαιρετισμό.
Το ταξίδι κράτησε μήνες! Κάθε τόσο ο Ζαφείρης έστελνε γράμματα με νέα του, η Μυρσίνη όμως δεν ήταν σε θέση να τα διαβάσει, γιατί ήταν τελείως αναλφάβητη και γι αυτό κατέφευγε στη συνδρομή συντοπιτών της που μπορούσαν να διαβάσουν και να γράψουν την απάντηση της. Το πρώτο ταξίδι συνεχίστηκε με το επόμενο και το επόμενο μ' ένα ακόμη, με τη Μυρσίνη ν' αγναντεύει μάταια το πέλαγος, αν και ήξερε πως ο Ζαφείρης ήταν σε άλλες θάλασσες, μακρινές. Ώσπου ένα πρωινό, χωρίς καμιά ειδοποίηση, εμφανίστηκε στην αυλή του σπιτιού της φορτωμένος με δώρα. Η Μυρσίνη νόμιζε πως ονειρευόταν και τσιμπούσε το χέρι της μπας και ξυπνήσει. Η ευτυχία ξεχείλισε όταν βεβαιώθηκε πως ο επισκέπτης ήταν ο θαλασσοδαρμένος γιος της. Δεν έδωσε καμιά σημασία στα δώρα που της έφερε, της ήταν αρκετό να τον χαϊδεύει και να τον αγκαλιάζει. Τρελάθηκε απ' τη χαρά της όταν της είπε πως θα έμενε για μήνες μαζί της, γιατί το πλοίο είχε μπει σε καρνάγιο για επισκευές. Τους μήνες που έμεινε μαζί της ο Ζαφείρης φρόντισε με μαστόρους που έφερε απ' την πόλη να επισκευάσει και να επεκτείνει το σπίτι τους. Τι κι αν η μάνα του έλεγε πως δεν χρειάζεται! Αυτός μ' επιμονή έφτιαξε σχεδόν απ' την αρχή το σπίτι και πρόσθεσε έναν όροφο πάνω απ' το ισόγειο διαμέρισμα που έμεναν. Το εξόπλισε με τις καλύτερες ηλεκτρικές συσκευές κι έφυγε για το επόμενο μπάρκο.
Για τη Μυρσίνη ξεκίνησε πάλι μια νέα εποχή με αβεβαιότητα και προσμονή. Έταζε στον Άι Νικόλα κι άναβε λαμπάδες να είναι καλοτάξιδος ο γιος της. Όλη της η καθημερινότητα στροβιλιζόταν γύρω απ' τον Ζαφείρη και τα ταξίδια του.
Τότε ήταν που γνωρίστηκα με τη Μυρσίνη. Μόλις είχα διοριστεί σαν νηπιαγωγός στη μικρή πόλη κι έψαχνα εναγωνίως σπίτι για να στεγαστώ κατά τη διάρκεια της σχολικής περιόδου. Ήταν πολύ δύσκολο, γιατί δεν υπήρχαν διαθέσιμα σπίτια προς ενοικίαση. Με τη μεσολάβηση του δασκάλου γνωρίστηκα με τη Μυρσίνη και συμφώνησε να με φιλοξενήσει μέχρι να καταφέρω να τακτοποιηθώ. Η συμβίωση μου μαζί της θεωρώ ότι ήταν ότι καλύτερο θα μπορούσε να μου τύχει. Απ' την αρχή με αντιμετώπισε σαν να ήμουν μέλος της οικογένειας της και μου συμπεριφερόταν ανάλογα. Μαζί παίρναμε πρωινό, μαγείρευε και για τις δυο μας και κυρίως τ' απογεύματα που ήμουν ελεύθερη κουβεντιάζαμε για κάθε ασήμαντο και σημαντικό που θα μπορούσε να μας απασχολεί. Με συγκίνηση άκουσα την ιστορία της ζωής της κι αμέσως διέκρινα την αδυναμία που είχε στον γιο της. Τακτικά την συνόδευα στο εκκλησάκι του Άι Νικόλα και την παρακολουθούσα ν' ανάβει τα καντήλια και να προσεύχεται. Σταδιακά είχαμε δεθεί τόσο που βλέπαμε η μια τα προβλήματα της άλλης σαν να ήταν δικά μας. Η Μυρσίνη φρόντιζε τα οικιακά κι εγώ είχα αναλάβει τις εξωτερικές δουλειές. Εγώ κανόνιζα για τις αγορές, παρελάμβανα την αλληλογραφία και κυρίως της διάβαζα τα γράμματα που της έστελνε ο Ζαφείρης κι απαντούσα σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις της. Ήταν φορές που της διάβαζα τα γραφόμενα του γιου της ξανά και ξανά και μετά σχολιάζαμε κάθε πρόταση και την αναλύαμε. Με αυτό τον τρόπο είχα μπει στην ψυχοσύνθεση της κι άρχιζα να δένομαι μαζί της. Κάποια στιγμή σε μια στιγμή ενθουσιασμού μου είπε: «Εσένα θα σε κάνω νύφη μου!» Γέλασα και το θεώρησα αστείο. Όμως η Μυρσίνη σοβαρολογούσε!
Παρά τις αντιρρήσεις μου, τελικά υποχώρησα κι έγραψα σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις της την πρόταση που μου έκανε. Ο Ζαφείρης απάντησε χιουμοριστικά κι έγραψε: «Οι θαλασσινοί είναι παντρεμένοι με τη θάλασσα».
Από τότε σε κάθε επιστολή υπήρχε εκατέρωθεν κάποιο σκωπτικό σχόλιο, που στο τέλος έγινε ρουτίνα. Κάποια μέρα, αφού παρέλαβα την αλληλογραφία,μετά από πολύ σκέψη αγόρασα έναν λεπτομερή παγκόσμιο άτλαντα με χάρτες, φωτογραφίες και περιληπτικές αναφορές για την περιοχή που γινόταν αναφορά. Ήταν την ίδια εποχή που τα γράμματα του Ζαφείρη έρχονταν δακτυλογραφημένα εξ αιτίας ενός μικροατυχήματος (όπως μας έγραψε) που είχε στο δεξί του χέρι. Η ρουτίνα της κοινής ζωής μας συνεχίστηκε με τους ίδιους ρυθμούς με τη Μυρσίνη να περιμένει την επίσκεψη του Ζαφείρη και να τον ρωτάει συνεχώς γι αυτό.
Μια μέρα ήρθε ο δάσκαλος στην αίθουσα και μου ανακοίνωσε πως η συγκάτοικος μου είχε «φύγει»! Αλαφιασμένη έτρεξα αμέσως στο σπίτι. Την είχαν τοποθετήσει στο κέντρο του σαλονιού και γύρω της οι γειτόνισσες την έκλαιγαν.
Χωρίς να μπορέσω να σταματήσω τα δάκρυα μου, έσκυψα από πάνω της, την αγκάλιασα και της ψιθύρισα δίπλα στο αυτί της: «Συγχώρεσε με! Δεν άντεχα να σου πω την αλήθεια! Πήγαινε στο καλό, καλή μου, ο Ζαφείρης σε περιμένει! Θα είστε μαζί πλέον, δεν θα χωρίζετε ποτέ πια!»
Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα αν τα δάκρυα μου ήταν για τη Μυρσίνη ή και για τον Ζαφείρη που δεν γνώρισα.

Κυριακή 7 Απριλίου 2024

ΚΥΡΙΑ ΕΛΕΟΝΩΡΑ

Υπήρξε μια εποχή στη ζωή μου που ήμουν απλός παρατηρητής γεγονότων και καταστάσεων που συνέβαιναν γύρω μου, χωρίς να μπορώ να επέμβω ή έστω απλά να εισακουστώ σε περίπτωση που είχα διαφορετική άποψη. Ήταν τότε που οι δυο δρόμοι που τέμνονταν μπροστά στο μπακάλικο που διατηρούσε η οικογένεια μου ήταν ακόμη λιθόστρωτοι. «Καλντερίμι» τους ονόμαζαν όσοι χρησιμοποιούσαν ακόμη τούρκικες λέξεις στην καθημερινότητα τους. Στην πραγματικότητα ήταν δυο στενά δρομάκια στρωμένα με ακατέργαστα βότσαλα από τους ποταμούς της περιοχής. Αυτές οι ποταμίσιες πέτρες ήταν βαλμένες με τέτοιο τρόπο, που από δεξιά προς τ' αριστερά και από τ' αριστερά προς τα δεξιά είχαν κλίση προς το κέντρο και προς τα κάτω, για να διευκολύνουν τη ροή των ομβρίων υδάτων. Στο σημείο που τέμνονταν οι δυο δρόμοι υπήρχε μια μεταλλική σχάρα απ' την οποία ξεκινούσε η υπόνομος ροή των νερών. Σ αυτούς τους δρόμους βασικά κυκλοφορούσαν υποζύγια (κυρίως γαϊδούρια και μουλάρια και σπανίως άλογα) που με αυτά οι αγρότες (κυρίως) μετέφεραν τα προϊόντα τους. Για τους επαγγελματίες της περιοχής τα μικροδέματα απ' το εμπορικό κέντρο τα μετέφερε ο χαμάλης με τη χαρακτηριστική ένρινη φωνή και με το ομηρικό όνομα Οδυσσέας. Τα εμπορεύματα που ήταν βαρύτερα ή και περισσότερα τα μετέφεραν δίτροχα κάρα με μικρόσωμα άλογα που κινούνταν εύκολα στα στενοσόκακα της γειτονιάς μας. Σε περίπτωση που σπανίως έμπαιναν σ' αυτούς τους δρόμους κάποια αυτοκίνητα, λόγω της δεδομένης κατάστασης των δρόμων, αυτά περνούσαν με χαμηλή ταχύτητα και εμείς όλα τα παιδιά, τσακαλαρία μας έλεγαν (δεν ξέρω ή δεν μπορώ να θυμηθώ τον λόγο) τρέχαμε με αλαλαγμούς πίσω τους. Χαρακτηριστικές φιγούρες εκείνης της εποχής στη συνοικία μας ήταν οι πλανόδιοι μανάβηδες (συνήθως οι ίδιοι ήταν και παραγωγοί) που φόρτωναν τη σοδειά τους σε κοφίνια στερεωμένα πάνω σε μικρόσωμα γαϊδουράκια, περνούσαν από κάθε γειτονιά και διαλαλούσαν με διαπεραστικές φωνές τα προϊόντα τους. Μια άλλη εικόνα που με γοήτευε ήταν αυτή του γανωματή. Οι γανωματήδες περνούσαν τακτικά απ' την περιοχή μας, συνήθως άνοιξη και λίγο πριν το Πάσχα. Δουλειά τους ήταν να καθαρίζουν τα μπρούτζινασκεύη (τέτοια ήταν συνήθως όλα τότε) από τις διάφορες οξειδώσεις (μαυρίσματα) και να τα επαλείφουν με λιωμένο καλάι. Τα έκαναν να μοιάζουν με καινούργια! Μαζί τους είχαν και μια κατασκευή από ένα τροχό με πετάλι (στα μάτια μου φάνταζε σαν ζάντα ποδηλάτου) και μ' αυτή ακόνιζαν τα μαχαίρια όλων σχεδόν των νοικοκυριών. Όταν ακουμπούσε ο ακονιστής το μαχαίρι ή το ψαλίδι πάνω στον τροχό που γύριζε καθώς αυτός πατούσε το πετάλι, πετάγονταν σπίθες φωτιάς και στα μάτια μου φάνταζε σαν βεγγαλικό. Στη συνοικία μας ζούσαν πολίτες με διαφορετική καταγωγή, όμως ζούσαν αρμονικά και σπανίως υπήρχαν εντάσεις και φασαρίες. Σε λίγα σχετικά τετραγωνικά κατοικούσαν Πόντιοι, Βλάχοι, Μικρασιάτες κλπ. Από την εποχή που ήμουν μικρός και μετά είχαν αρχίσει να γίνονται μικτοί γάμοι και ν' ανακατεύονται τα ήθη και τα έθιμα. Σαν παράδειγμα έχω τη μάνα μου, που αν και βλάχα παντρεύτηκε τον πατέρα μου που ήταν απ' την Κρήτη. Εντύπωση μου έκαναν οι βλάχες γυναίκες, που επέμεναν να ντύνονται με την παραδοσιακή βλάχικη φορεσιά. Βέβαια αυτές ήταν κάποιας ηλικίας ενώ οι νεώτερες, όπως η μητέρα μου, φορούσαν τα ρούχα που έλεγαν τότε ευρωπαϊκά. Η γιαγιά μου όμως (μητέρα της μάνας μου) φορούσε τη χαρακτηριστική μαύρη φορεσιά που φορούσαν οι βλάχες χήρες. Για τις γυναίκες που δεν πενθούσαν υπήρχαν στολές σε σκούρα μπλε απόχρωση ή και σε καφέ. Πολλοί απ' τους βλαχόφωνους, επειδή στο σπίτι τους και σε κάθε ευκαιρία μιλούσαν τη γλώσσα τους, δυσκολεύονταν να εκφραστούν στα Ελληνικά. Όχι ότι δεν γνώριζαν τη γλώσσα, αλλά είχαν μια κάποια δυσχέρεια στην έκφραση. Πολύ περισσότερο οι μεγάλοι στην ηλικία άνθρωποι δυσκολεύονταν στον γραπτό λόγο. Βέβαια το ίδιο συνέβαινε και στις υπόλοιπες ράτσες, με αποτέλεσμα η μάνα μου, που είχε τελειώσει μ' επιτυχία την Ε΄ γυμνασίου, να γίνει η γραμματέας της γειτονιάς μας. Η ταχυδρομική υπηρεσία εκείνης της εποχής ήταν υποτυπώδης, καθώς στα περισσότερα σπίτια δεν υπήρχε αριθμός και ο ταχυδρόμος, όταν δεν γνώριζε τα σπίτια κάποιων οικογενειών, άφηνε την αλληλογραφία στο μπακάλικο μας και σε πρώτη ευκαιρία την έδιναν στους κατόχους οι γονείς μου. Πολλές (ίσως και όλες) οικογένειες είχαν παιδιά κι αδέλφια στο εξωτερικό, που εργάζονταν σαν μετανάστες. Η μητέρα μου ήταν απ' τα λίγα άτομα που θα μπορούσε ν' αντιγράψει στοιχειωδώς μια διεύθυνση με λατινική γραφή. Πολλές ηλικιωμένες γυναίκες της υπαγόρευαν τις επιστολές που ήθελαν να γράψουν στους συγγενείς τους και ζητούσαν να τους διαβάζει και να τους εξηγεί τις απαντήσεις τους. Μια απ' τις γυναίκες της γειτονιάς μας, βλάχικης καταγωγής, ήταν η κ. Ελεονώρα. Ήταν αρκετά μεγαλύτερη απ' τη μητέρα μου, αλλά πολύ μικρότερη απ' τη γιαγιά μου, ήταν δηλαδή σε μια ηλικία που μου ήταν δύσκολο εκείνη την εποχή να την προσδιορίσω ακριβώς. Έμενε λίγα μέτρα πιο κάτω απ' το μαγαζί μας και, εκτός από πελάτισσα, είχε καλές σχέσεις τόσο με τη γιαγιά μου όσο και με τη μητέρα μου. Όσες φορές συναντιόνταν,μιλούσαν εγκάρδια γι αρκετή ώρα, αλλά η συζήτηση γινόταν στη βλάχικη γλώσσα που εγώ δεν τη μιλούσα ή μάλλον καταλάβαινα ελάχιστες λέξεις. Η κυρία Ελεονώρα ήταν χήρα. Είχε δύο κόρες, την Κορνηλία και τη Βερόνα κι έναν γιο, τον Τέλη. Οι κόρες της ήταν μεγαλύτερες απ' τον Τέλη, ο οποίος μόλις είχε τελειώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις κι έψαχνε επίμονα για μια υποφερτή δουλειά, για να υποστηρίξει σαν ο μόνος προστάτης την οικογένεια του. Το να βρεις δουλειά εκείνα τα χρόνια ήταν μάλλον πολύ δύσκολο. Άκουγα, χωρίς να καταλαβαίνω, τον φούρναρη να συζητά με τον πατέρα μου και να λένε πως και για να βρεις δουλειά σαν εργάτης στην οικοδομή, θα έπρεπε να έχεις συστατικό σημείωμα απ' τον βουλευτή. Η οικογένεια της κ. Ελεονώραςψώνιζε απ' το μπακάλικο μας με πίστωση. Δηλαδή τα ψώνια που έκαναν σε καθημερινή βάση, ή όποτε είχαν ανάγκη, τα έγραφε ο πατέρας μου σ' ένα μεγάλο τεφτέρι σημειώνοντας την ημερομηνία, τα είδη που αγόραζαν και το ανάλογο κόστος. Την ίδια εγγραφή έκαναν σ' ένα μικρό τεφτεράκι που το κρατούσε η οικογένεια που ψώνιζε με πίστωση κι όσες φορές έφερνε χρήματα ενημέρωνε αναλόγως και τα δυο βιβλία. Αυτό βέβαια γινόταν σχεδόν με όλες τις οικογένειες της περιοχής. Ήταν δύσκολα εκείνα τα χρόνια και η φτώχεια ήταν σαν μια αρρώστια αναπόφευκτη, κάτι σαν επιδημία. 
Ο Τέλης ήταν ένας ψηλός, όμορφος νέος με κόκκινα μάγουλα και είχε περίπου τα τριπλάσια χρόνια από μένα. Ήταν σοβαρός κι εργατικός και δεν παρέλειπε να πληρώνει τα χρέη της οικογένειας και να φροντίζει για τις ανάγκες της. Οι αδελφές του δούλευαν σαν μοδίστρες, μα τα χρήματα που έβγαζαν ήταν λιγοστά και με μέρος αυτών των χρημάτων φρόντιζαν να κάνουν την προίκα τους, γιατί για τα δεδομένα της εποχής ήταν μάλλον γεροντοκόρες κι αυτό ήταν ντροπή για μια κοπέλα τότε. Ο Τέλης αποφάσισε να πάει στη Δυτική Γερμανία σαν εργάτης, γιατί στον τόπο μας έλεγε πως δεν είχε κανένα μέλλον. Παρά τις αντιρρήσεις της μάνας του στο τέλος έφυγε, αφού χαιρέτησε όλη τη γειτονιά. Θυμάμαι σαν να ήταν σήμερα τη μάνα του και τις αδερφές του να τον ξεπροβοδίζουν διασχίζοντας όλη τη συνοικία, μέχρι να φτάσουν στον σταθμό των λεωφορείων. Όταν οι τρεις γυναίκες γύρισαν, ήταν εμφανώς κλαμένες και με λυγμούς καταριόνταν την ξενιτιά. Εγώ τότε παρακολουθούσα αμίλητος, εξ άλλου η συζήτηση γινόταν στα βλάχικα και εγώ μόνο λίγες λέξεις καταλάβαινα. Ο Τέλης βρήκε καλή δουλειά, όπως άκουγα να λένε κι έστελνε χρήματα στην οικογένεια του με τα οποία βελτίωσαν τις συνθήκες ζωής τους και στο τέλος κατάφεραν να παντρευτούν οι δυο αδερφές. Αυτός ήρθε και στους δυο γάμους των αδερφών του. Ήταν εμφανώς καλοντυμένος, αλλά είχε χάσει το κόκκινο χρώμα που είχε στα μάγουλα του. «Φταίει που δεν τον βλέπει ο ήλιος», άκουσα να λένε και τότε έμαθα ότι ο ήλιος στη Γερμανία ήταν λιγοστός σε σχέση με τον τόπο μας. Ο Τέλης έφυγε πάλι για τη Γερμανία και η κυρία Ελεονώρα έμεινε μόνη της, γιατί τα κορίτσια της είχαν κάνει δικές τους οικογένειες κι έμεναν σχετικά μακριά απ' τη γειτονιά μας. Η ρουτίνα στη ζωή της και αυτό που με λαχτάρα περίμενε ήταν το γράμμα του Τέλη. Ο γιος της συνέχισε να δουλεύει και να προκόβει στην ξενιτιά, χωρίς να ξεχνά τη μάνα του. Της έστελνε τακτικά επιστολές με τα νέα του επισυνάπτοντας πάντα γερμανικά χαρτονομίσματα, τα οποία εύκολα τα εξαργύρωνε η μάνα του. Περιοδικά άκουγα τη γιαγιά μου και τη μάνα μου να μιλάνε για τον Τέλη και να λένε «Μπόνο φιτσόρλου», δηλαδή καλό παιδί. Η κυρία Ελεονώρα κάθε φορά που την ειδοποιούσε η μητέρα μου ( συνήθως με μένα) ότι ήρθε γράμμα απ' τον γιο της, έβαζε την Κυριακάτικη φορεσιά της και περπατώντας περήφανα ερχόταν στο μαγαζί μας, να της διαβάσει η μάνα μου το γράμμα, να το συζητήσουν με τη γιαγιά μου και να υπαγορεύσει την απάντηση της. Όλα αυτά είχαν γίνει ρουτίνα και είχα πάψει ν' ασχολούμαι με αυτά δίνοντας περισσότερη βάση στα παιγνίδια και στις σκανταλιές με τους φίλους μου. Μου έχει μείνει όμως ανεξίτηλη στο μυαλό μου η εικόνα της κ. Ελεονώρας ν' ανεβαίνει καλοντυμένη με περηφάνια την ανηφόρα απ' το στενό σοκάκι προς το σπίτι μας. Όποτε την έβλεπα ντυμένη έτσι, ήξερα πως είχε γράμμα απ' τον Τέλη. Είχε γίνει κάτι σαν γιορτή γι αυτήν η κάθε άφιξη επιστολής απ' τον γιο της και φρόντιζε να το γιορτάζει ντυμένη και στολισμένη με τα καλά της. 
Μια μέρα, λίγο πριν το μεσημέρι, έφτασα στο μπακάλικο και είδα τη μητέρα μου να κρατά ένα γράμμα στα χέρια της με πολλά γραμματόσημα και ξένα γράμματα και πολλές σφραγίδες. Αφού το περιεργάστηκε για λίγο, με μια αποφασιστική κίνηση το άνοιξε. Αυτό με παραξένεψε, η μητέρα μου δεν συνήθιζε να είναι αδιάκριτη. Την είδα να διαβάζει λίγες γραμμές κι αμέσως να χλομιάζει και να τρέμουν τα χείλη της. Η γιαγιά μου που εμφανίστηκε εκείνη τη στιγμή τη ρώτησε τι έχει. Η μάνα μου της έδειξε το γράμμα. «Από την πρεσβεία της Γερμανίας της είπε. Τέλης...mouri!» Κι αμέσως δάκρυα κύλησαν από τα μάτια. Η γιαγιά μου άρχισε να μουρμουρίζει έναν θρήνο στη βλάχικη γλώσσα, που ήξερα πολύ καλά πως τον έλεγαν στους θανάτους. 
Ξαφνιασμένος, μην τολμώντας να ρωτήσω οτιδήποτε κοίταξα προς το βάθος του δρόμου. Είδα την κ. Ελεονώρα ντυμένη στα καλά της ν' ανηφορίζει προς το μαγαζί μας.....

Σάββατο 30 Μαρτίου 2024

ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ ΘΗΤΕΙΑΣ

Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
Όλοι παρουσιάζονται μια φορά για κατάταξη στον στρατό. Εγώ είχα την ατυχία να παρουσιαστώ και να καταταγώ δύο φορές. Κατά τη δεύτερη κατάταξη υπηρέτησα κανονικά τη θητεία μου, αν και είχα αρκετές περιπέτειες και ευτράπελα που μόνο στον στρατό μπορούν να συμβούν.
Είχε όμως προηγηθεί τρία χρόνια πριν και μια άλλη κατάταξη, η οποία (αν και βραχύβια) μου έμεινε αξέχαστη.
Αν και σπουδαστής στα ΤΕΙ Λάρισας, δεν είχα μεριμνήσει έγκαιρα το ζήτημα της αναβολής μου στον στρατό. Και σαν «κεραυνό εν αιθρία» έλαβα το χαρτί της κατάταξης μου. Στην αρχή δεν το πίστεψα και νόμιζα πως κάποιος μου έκανε φάρσα. Μια επίσκεψη μου στο αρμόδιο στρατολογικό γραφείο μ' έπεισε πως το χαρτί ήταν γνήσιο. Ο αρμόδιος αξιωματικός μου εξήγησε πως δεν μπορούσα να κάνω χρήση της φοιτητικής μου ιδιότητας, γιατί ήμουν εκπρόθεσμος. Με συμβούλεψε να παρουσιαστώ στο κέντρο εκπαίδευσης, γιατί αλλιώς θα ήμουν ανυπότακτος μ' όλες τις συνέπειες κι εκεί να καταθέσω όλα τα δικαιολογητικά που αποδείκνυαν τη σπουδαστική μου ιδιότητα, καθώς κι ένα πιστοποιητικό απ' τη γραμματεία της σχολής, που να έλεγε πως παρακολουθούσα ανελλιπώς τα μαθήματα της σχολής μου.
Όταν το πήρα απόφαση πως θα έπρεπε τελικά να οδεύσω στην Τρίπολη και στο 11ο σύνταγμα πεζικού, μάζεψα τ' απαιτούμενα έγγραφα και ήμουν έτοιμος για το ταξίδι. Την παραμονή της αναχώρησης μου απ' τη Λάρισα οι συμφοιτητές μου οργάνωσαν πάρτι αποχαιρετισμού σε κεντρική ντίσκο της πόλης. Τα πειράγματα που δέχτηκα απ' όλους σχεδόν είναι αδύνατον να τα θυμηθώ όλα. Μου έλεγαν: «Θα σε κουρέψουν με την ψιλή» κι εγώ ανασήκωνα πικραμένος τους ώμους μου. Τα μαλλιά μου, σύμφωνα με την μόδα της εποχής, ήταν αρκετά μακριά όπως και όλων σχεδόν των σπουδαστών. «Θα σου ξυρίσουν το μουστάκι», συνέχιζαν τα πειράγματα. «Αυτό αποκλείεται», τους είπα και χάιδεψα το «μογγολικό» μουστάκι που με υπερηφάνεια χάιδευα σε κάθε ευκαιρία. Τα γέλια που ακολούθησαν σε συνδυασμό με τα ποικίλα πειράγματα με πείσμωσαν και χωρίς καν να το σκεφτώ τους είπα: «Μπορεί να με κουρέψουν, αλλά το μουστάκι θα μείνει ως έχει»! Μέσα σε γέλια ο πανύψηλος φίλος μου από την Καβάλα είπε με στόμφο: «Αυτό το εκλαμβάνουμε σαν δήλωση και θα περιμένουμε να σε δούμε, όταν γυρίσεις, με το μουστάκι σου απείραχτο». Αυτό έγινε δεχτό με νέα γέλια απ' όλους κι εγώ αναρωτιόμουν μήπως έκανα κάποιο λάθος με την υπερβολική αισιοδοξία μου.
Τα χαράματα πήγα στον σιδηροδρομικό σταθμό Λάρισας συνοδευόμενος από πολλούς φίλους, οι οποίοι με συγκίνησαν γιατί (εκτός απ' τα πειράγματα τους) μου έδιναν λίγα απ' τα ελάχιστα χρήματα που είχε ο καθένας λέγοντας: « Ε! Τώρα φαντάρος πας! Τα έχεις ανάγκη». Άυπνος και ζαλισμένος μπήκα στο τρένο γι Αθήνα και από εκεί πήρα το ανάλογο για Τρίπολη. Το ταξίδι με το τρένο της Πελοποννήσου ήταν μια αξέχαστη εμπειρία. Οι ταλαντώσεις της αυτοκινητάμαξας πάνω στις ράγες, που είχαν στηθεί πριν από ένα αιώνα και πλέον, ήταν απίστευτες. Υπήρχαν στιγμές που νόμιζα πως θα άδειαζα όλο το περιεχόμενο του στομαχιού μου. Παρατήρησα πως όλοι σχεδόν οι επιβάτες είχαν περίπου την ίδια αίσθηση με μένα και παρηγορήθηκα. Σ' όλο το ταξίδι σκεφτόμουν κι έκανα νοερά πρόβες για το τι θ' αντιμετώπιζα και το πώς θ' αντιδρούσα. Αυτό γρήγορα μου έφτιαξε τη διάθεση και γεμάτος αυτοπεποίθηση αποβιβάστηκα στην Τρίπολη. Έχοντας μια τσάντα με τ' απολύτως απαραίτητα και ντυμένος ελαφρά κάθισα σ' ένα περίεργο μαγαζί που συνδύαζε καφετέρια και σουβλατζίδικο έξω από την πύλη του στρατοπέδου για έναν τελευταίο καφέ σαν πολίτης, όπως με είχαν συμβουλέψει οι φίλοι μου το προηγούμενο βράδυ. Παρήγγειλα φραπέ με παγωτό, όπως ήταν η μόδα της εποχής και βάλθηκα να παίζω με το καλαμάκι, κοιτάζοντας με δέος προς την είσοδο του 11ου συντάγματος. Γύρω μου όλα τα τραπέζια τα είχαν καταλάβει υποψήφιοι φαντάροι σαν εμένα που δεν τολμούσαν να κάνουν το επόμενο βήμα. Στην είσοδο και με μεγάλα γράμματα υπήρχε ένα πανό που έγραφε «ΝΕΟΣΥΛΛΕΚΤΟΙ ΤΟ 11ο ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΠΕΖΙΚΟΥ ΣΑΣ ΚΑΛΟΣΩΡΙΖΕΙ» Βλέπαμε κάποιους πιο τολμηρούς από μας να πλησιάζουν διστακτικά τον σκοπό, να του δείχνουν το χαρτί κατάταξης κι ακολούθως να χάνονται απ' τα μάτια μας καθώς έμπαιναν στο εσωτερικό του στρατοπέδου. «Καλύτερα να μπούμε μετά το μεσημέρι, όταν θα έχει τελειώσει η υπηρεσία των αξιωματικών και θα έχουν φύγει για τα σπίτια τους», άκουσα κάποιον να λέει. Μου φάνηκε λογικό κι αποφάσισα να κάνω το ίδιο. Όταν είδαμε πλήθος αυτοκινήτων με τους αξιωματικούς μέσα και αρκετούς πεζούς ντυμένους με φόρμες εκστρατείας να φεύγουν, καταλάβαμε πως πλησίαζε η «καταραμένη» ώρα. Αφού πλήρωσα τον καφέ μου, με διστακτικά βήματα πλησίασα την πύλη. Τότε συνέβη ένα γεγονός που δεν θα το ξεχάσω ποτέ! Μπροστά βάδιζε τρεκλίζοντας ένας άνδρα μεγαλύτερος σε ηλικία από μένα, εύσωμος (σχεδόν χοντρός) με μαύρο παντελόνι κι έντονα κόκκινο πουκάμισο. Στα χέρια του κρατούσε μια μποτίλια μ' ένα άχρωμο υγρό, αλκοόλ προφανώς και κάθε τόσο το έφερνε στα χείλη και «κατέβαζε» μεγάλες γουλιές. Δύο μέτρα πριν τον σκοπό κτύπησε με δύναμη το μπουκάλι στον τσιμεντένιο διάδρομο και το έσπασε χύνοντας κάτω όλο το περιεχόμενο. Κρατώντας τη σπασμένη μποτίλια απ' τον λαιμό της με το δεξί χέρι κτύπησε με δύναμη το εσωτερικό του αριστερού του βραχίονα. Ένας πίδακας αίματος πετάχτηκε με δύναμη απ' το τραυματισμένο χέρι του και πιτσίλισε τον ίδιο κι όσους ήταν κοντά του. «Εγώ δεν υπηρετώ τον κωλοστρατό σας», είπε κι άρχισε να τραγουδάει ένα περιθωριακό ρεμπέτικο τραγούδι που μιλούσε για χασίσια, αδιαφορώντας για την αιμορραγία του χεριού του.
Ο σκοπός σοκαρισμένος ούρλιαζε μέχρι να έρθει ο αξιωματικός υπηρεσίας (ένας δόκιμος) που φρίκαρε μόλις είδε τον τραυματία. Την κατάσταση την έσωσε ένας ανθυπασπιστής, που ψύχραιμα έδωσε εντολές να τον πάνε στο νοσοκομείο φρουρούμενο και να καθαρίσουν τον χώρο απ' τα αίματα.
Σοκαρισμένος έδωσα τα χαρτιά μου στον σκοπό, που ήταν στην ίδια κατάσταση με μένα. Αυτός αμίλητος τα πήρε και μου έκανε νόημα να περάσω στη διπλανή αίθουσα. Μέσα υπήρχαν καρέκλες στις οποίες κάθονταν νεοσύλλεκτοι και κάποιοι ένστολοι φαντάροι τους κούρευαν, αυτό που μας έλεγαν στο σχολείο «εν χρω». Με το που κάθισα, ο φαντάρος που θα με κούρευε μου έδειξε στο βάθος μια προχειροφτιαγμένη πινακίδα που έλεγε «ΜΑΥΡΟΙ ΘΑ ΠΗΞΕΤΕ». Με τελείως πεσμένο το ηθικό κάθισα στην καρέκλα του «κουρέα», ο οποίος με μια αρχαία χειροκίνητη μηχανή κουρέματος έκανε ότι μπορούσε για να κάνει το κούρεμα μου επώδυνο. Αφού άφησε μπόλικες τούφες τριχών, τελειώνοντας ακούμπησε τη μηχανή του στο περήφανο μουστάκι μου. Σαν να ξύπνησα από λήθαργο, τίναξα το χέρι μου και μπλόκαρα το δικό του. Ξαφνιασμένος ούρλιαξε: «Τι έγινε ψάρακλα; Τσαμπουκάς είσαι;» Σαν να ήταν σε άσκηση, όλοι σχεδόν οι κουρείς στρατιώτες έπεσαν πάνω μου και με κτυπούσαν όπου και όσο μπορούσαν. Με γλύτωσε ο αξιωματικός υπηρεσίας, ο οποίος έδωσε εντολή να με βάλουν στο κρατητήριο. Με το μόνο που θα μπορούσα να συγκρίνω το κρατητήριο ήταν οι Τούρκικες φυλακές που είχα δει πρόσφατα στην ταινία «Το εξπρές του μεσονυκτίου». Πλήρης αναρχία μέσα, βρώμα και δυσωδία. Οι παλιοί φυλακισμένοι έκαναν στα πάντα κουμάντο και απαιτούσαν απ' του νέους τα πάντα. Υπήρχε αυστηρά δομημένη ιεραρχία, στην οποία επικρατούσε η ισχύς του δυνατότερου. Απογοητευμένος κατάλαβα πως θα έπρεπε ν' αγωνιστώ για να επιβιώσω. Ένιωσα ένα χέρι να με πιάνει απ' τον ώμο και κάποιον να λέει: «Σειρά, τι κρύβεις στις τσέπες σου;» Γύρισα αγριεμένος για να δω τον Τάκη Κ….. ,συναθλητή μου στη ΧΑΝΘ στα χρόνια που έμενα στη Θεσσαλονίκη. Χαρισματικός αθλητής στην πάλη και στην άρση βαρών. «Σειράαα!!» φώναξε έκπληκτος μόλις με γνώρισε «εσύ εδώ;» Ο Τάκης λόγω ρώμης και τεχνικής ήταν ο κουμανταδόρος της φυλακής, οπότε γλίτωσα απ' τα δυσκολότερα. Το βράδυ ήταν ότι χειρότερο πέρασα στη ζωή μου. Στο κρατητήριο δεν υπήρχε νερό ούτε ηλεκτρισμός. Στον χώρο κατάκλισης θα έπρεπε να μπει κάποιος σκυφτός αρχικά και μόνο έρποντας στη συνέχεια. Δεν υπήρχαν κρεβάτια αλλά βρώμικα στρωσίδια πεταμένα στο πάτωμα πάνω στα οποία κοιμόντουσαν οι έγκλειστοι !   Με μεταλλικά κουτιά από μπογιά παπουτσιών και την προσθήκη μιας κλωστής οι φυλακισμένοι είχαν φτιάξει λυχνάρια με τα οποία φώτιζαν αμυδρά τον χώρο. Το φαγητό το οποίο μας πρόσφεραν ήταν από κάθε άποψη απαίσιο. Ήταν αυτό που λένε στον στρατό «μπλουμ». Δηλαδή όλα τα υλικά έπλεαν μέσα σ' ένα ακαθόριστο σκούρο υγρό, που φιλόδοξα οι παρασκευαστές του το ονόμαζαν σάλτσα. Μου ήταν αδύνατο έστω και να δοκιμάσω κάποιο τέτοιο παρασκεύασμα και προτιμούσα να μείνω πεινασμένος.
Την ίδια εποχή υπηρετούσε στην Τρίπολη τη θητεία του ο ξάδερφος μου ο Άκης (οι μανάδες μας αδελφές) κι ήταν στους παραμένοντες, δηλαδή κατά κάποιο τρόπο παλιοσειρά . Η μάνα μου τον είχε ειδοποιήσει για την εκεί παρουσία μου και μ' έψαχνε από την πρώτη μέρα. Στο τέλος απελπισμένος, αφού δεν με βρήκε σε κανένα λόχο από τα δύο τάγματα, ήρθε να ελέγξει και το κρατητήριο. Εκεί με βρήκε να λιάζομαι έχοντας ακουμπήσει την πλάτη μου σ' ένα τοίχο και με τα πόδια μου τεντωμένα στο τσιμεντένιο δάπεδο της φυλακής. Ήμουν δηλαδή σε μια θέση που απολάμβανα τον ήλιο λες και βρισκόμουν σε κάποια παραλία. Χάρηκε όταν με είδε, αλλά σίγουρα χάρηκα εγώ πιο πολύ. Μ' ενημέρωσε ότι ένας παιδικός μου φίλος και γείτονας, ο Πέτρος, υπηρετούσε σαν αξιωματικός στο 11ο σύνταγμα, μόνο που βρισκόταν στο νοσοκομείο για μια μικροεπέμβαση. Ο Πέτρος, μόλις έμαθε από τον Άκη την παρουσία μου στο στρατόπεδο, έδωσε εντολή να με παρουσιάσουν μπροστά του. Όταν μπήκαν στη φυλακή δύο οπλίτες μ' έναν υπαξιωματικό, για να με οδηγήσουν στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν ο φίλος και γείτονας μου, ένιωσα κάποια ανασφάλεια, γιατί κανείς δεν μου εξήγησε πού με οδηγούν. Με οδήγησαν σ' ένα μονόκλινο δωμάτιο του στρατιωτικού νοσοκομείου κι έμεινα άφωνος όταν αντίκρισα τον Πέτρο. Αυτός δεν είχε καμιά σχέση με τον έφηβο που είχα δει πριν λίγα χρόνια. Τώρα ήταν άντρας κοντοκουρεμένος μ' ένα τεράστιο μουστάκι. Με μια επιβλητική φωνή έδιωξε τους συνοδούς μου και μετά με χαιρέτισε εγκάρδια. Παρά τη χαρά μου, κοίταζα με βουλιμία το υπόλοιπο του γεύματος που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι του θαλάμου. Είχα τρεις μέρες να φάω και η πείνα μου δεν πέρασε απαρατήρητη απ' τον φίλο μου, που χαμογελώντας μου πρόσφερε τα φρούτα του και την κομπόστα που δεν είχε προλάβει να φάει. Έτσι για πρώτη φορά μέσα σε τρεις μέρες πήρα το πρώτο μου γεύμα στον στρατό. Έφαγα με βουλιμία κομπόστα, ροδάκινο και φράουλες με σαντιγί. Αφού αργότερα συζητήσαμε το πρόβλημα μου, μου είπε μ' ένα πονηρό χαμόγελο: «Θα φροντίσω να πάρεις αναβολή, αν καταφέρεις να με νικήσεις στο πινγκ πονγκ». Εκείνη τη στιγμή δεν κατάλαβα ότι με πείραζε και σε λίγο στην αίθουσα του εντευκτηρίου βρεθήκαμε αντίπαλοι στην επιτραπέζια αντισφαίριση. Ο αγώνας για μένα φάνταζε σαν τελικός παγκοσμίου κυπέλλου. Έπαιζα σαν αφιονισμένος και δεν τον άφησα σε καμία περίπτωση να διεκδικήσει έστω και για λίγο τη νίκη. Μετά τη νίκη μου, αφού συνεννοήθηκε με κάποιους στρατιωτικούς γιατρούς του νοσοκομείου, πήρα τελικά αναβολή από τη στράτευση για λόγους υγείας. Αφού χαιρέτησα τον Πέτρο και τον Άκη, έφυγα χωρίς να κοιτάξω πίσω μου έστω και για λίγο το στρατόπεδο.
Επέστρεψα στη Λάρισα στις σπουδές μου και γι αρκετές μέρες ήμουν δακτυλοδεικτούμενος απ' όλους σχεδόν τους μακρυμάλληδες φοιτητές. Με το μακρύ μουστάκι μου και κουρεμένος με την ψιλή έμοιαζα πιο πολύ με Μογγόλο του Τζένγκις Χαν παρά με σπουδαστή.
Αυτές οι τρεις μέρες μου έμειναν αξέχαστες! Όταν αργότερα υπηρέτησα κανονικά τη θητεία μου, μ' έκπληξη είδα πως αυτές οι τρεις μέρες είχαν αφαιρεθεί από το σύνολο της υποχρεωτικής μου.

Κυριακή 24 Μαρτίου 2024

ΧΟΧΛΙΟΙ & ΠΑΞΙΜΑΔΙΑ

Μια ιστορία μεταξύ Κισάμου και Βεροίας!!!
Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
Ήταν τα πρώτα Χριστούγεννα που θα περνούσα μακριά απ' τους δικούς μου. Βρισκόμουν ήδη απ' τις αρχές του σχολικού έτους στην Κρήτη, στο οικοτροφείο της μητρόπολης Κισσάμου και Σελίνου. Το να επιστρέψω στη γενέτειρα μου για τις διακοπές των Χριστουγέννων φάνταζε στο μυαλό μου δύσκολο έως αδύνατον. Στις παραμέτρους που υπολόγιζα ήταν κατ’ αρχήν το κόστος του ταξιδιού (η απόσταση ήταν τεράστια για τα δεδομένα της εποχής και δεν υπήρχε συγχρονισμός στις συγκοινωνίες που θα έπρεπε να χρησιμοποιήσω). Εκτός του πλοίου που θα με πήγαινε μέχρι τον Πειραιά, θα έπρεπε να χρησιμοποιήσω τον ηλεκτρικό, για να πάω μέχρι την Αθήνα, από εκεί να πάω με αστική συγκοινωνία μέχρι τον σταθμό υπεραστικών λεωφορείων κι από εκεί, αν ήμουν τυχερός, θα έπαιρνα το λεωφορείο κατ’ ευθείαν για Βέροια. Όλα αυτά και μόνο που τα σκεφτόμουν, φάνταζαν αδύνατον να πραγματοποιηθούν. Εκείνη την εποχή ήταν σχεδόν αδύνατον να πραγματοποιήσει ένας έφηβος 15 χρονών (τόσο ήμουν τότε) ένα τέτοιο ταξίδι. Με μια μελαγχολία να με τυλίγει καθώς είχα ήδη νοσταλγήσει την ιδιαίτερη μου πατρίδα και με μια βεβαιότητα ότι θα ήταν αδύνατη η πραγματοποίηση αυτού του φιλόδοξου ταξιδιού, σκεπτόμουν με φρίκη εναλλακτικές λύσεις για το πώς θα περάσω τις διακοπές των Χριστουγέννων. Με τη σκέψη μου να είναι γεμάτη απ' τις αναμνήσεις που είχα με φίλους απ' τη Μακεδονία και χωρίς (ακόμα) να έχω συνδεθεί αρκετά με τους νέους φίλους που αποκτούσα σταδιακά στην Κρήτη, ένιωθα μια αβεβαιότητα να με κυριεύει. Όσο πλησίαζε η ημερομηνία που θα έκλειναν τα σχολεία, γινόμουν όλο και πιο νευρικός, όλο και πιο απότομος δημιουργώντας μια δυσάρεστη έκπληξη σ' όλους αυτούς με τους οποίους συναναστρεφόμουν. Ώσπου ένα απόγευμα με κάλεσαν στο γραφείο του οικοτροφείου για μια τηλεφωνική συνδιάλεξη. Στο τηλέφωνο ήταν η μητέρα μου, η οποία μέσα στ' άλλα μου τόνισε πως με περίμενε οπωσδήποτε για να γιορτάσουμε μαζί τα Χριστούγεννα και μου είπε πως μου έστειλε γι αυτόν τον σκοπό ένα χρηματικό ποσό που φάνταζε τεράστιο τότε. Με τις σημερινές ισοτιμίες μόλις και μετά βίας θα ξεπερνούσε τα εννέα ευρώ, αλλά εκείνη την εποχή έφτανε με το παραπάνω για τα εισιτήρια και για «καλή ζωή».
Αφού ξόδεψα αρκετά χρήματα για δώρα, με ειδοποίησε ο πατέρας μου να περάσω απ' τον αδερφό του και τη μητέρα του, (τη γιαγιά μου δηλαδή) που είχαν κάτι να μου δώσουν γι αυτόν. Πήγα λοιπόν κι όταν αποχαιρέτησα φίλους και συγγενείς, παρέλαβα δύο σχετικά μεγάλες σακούλες απ' τη γιαγιά μου και τον θείο μου και χωρίς άλλες περιττές αποσκευές μπήκα στο πλοίο για Πειραιά. Μέτρησα τα χρήματα που μου είχαν περισσέψει και είδα ότι ήταν περίπου 650 δραχμές, υπέρ αρκετά για το κόστος των υπολοίπων εισιτηρίων, μάλιστα υπολόγισα ότι θα μου περίσσευαν χρήματα και για τη Βέροια. Ανυπόμονος έφτασα αρκετά νωρίς στο πλοίο και μάλιστα βρήκα κρεβάτι στα κοινόχρηστα, που ήταν ελεύθερα χωρίς χρέωση. Τακτοποίησα στη θέση μου τις σακούλες που ήταν πεσκέσια για τον πατέρα μου. Ο θείος μου (φούρναρης το επάγγελμα) του έστελνε ντόπια παξιμάδια, που εγώ δεν καταδεχόμουν ούτε να τα δοκιμάσω και η γιαγιά μου του έστελνε μια τεράστια σακούλα με χοχλιούς (σαλιγκάρια) που η ίδια είχε μαζέψει απ' την ύπαιθρο. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, που σημειωτέον ήταν βράδυ, κοιμήθηκα με τα ρούχα στο κρεβάτι που είχα την τύχη να βρω, για να είμαι ξεκούραστος στο υπόλοιπο του ταξιδιού.
Ξύπνησα έντρομος την επομένη το πρωί απ΄ τον εκκωφαντικό θόρυβο που έκανε η άγκυρα καθώς το πλοίο «έδενε» και τις συνομιλίες των επιβατών που μόλις κι αυτοί είχαν ξυπνήσει. Αποβιβάστηκα κρατώντας τα δώρα του πατέρα μου και ένα μικρό σακίδιο με τα απολύτως απαραίτητα ατομικά μου είδη. Με το που βγήκα στο λιμάνι ένιωσα σαν χαμένος. Ήταν η πρώτη φορά που βρισκόμουν σε μια τόσο μεγάλη πόλη μόνος. Άλλες φορές που είχα βρεθεί πάλι στο μεγάλο λιμάνι ήμουν με τη συνοδεία της μητέρας μου ή κάποιου άλλου συγγενή. Αφού με κατατόπισαν, πήγα στον σταθμό του ηλεκτρικού και… τρόμαξα απ' την πολυκοσμία. Τρένα έρχονταν κι έφευγαν γεμάτα από πλήθος επιβατών, που όλοι τους βιαστικοί πήγαιναν σε πολλές και διαφορετικές κατευθύνσεις. Σ' όλα τα γκισέ υπήρχαν ουρές ατόμων που έβγαζαν εισιτήρια αφήνοντας κάποια κέρματα. Εκεί ένιωσα αβέβαιος, δεν ήξερα για ποιον σταθμό να βγάλω εισιτήριο. Όσους ρώτησα μου απάντησαν βιαστικοί πως, για να φτάσω στον σταθμό υπεραστικών λεωφορείων, θα έπρεπε ν' αλλάξω δύο τουλάχιστον κατευθύνσεις και μια ακόμη αστική συγκοινωνία. Απογοητευμένος απ' τις απαντήσεις όσων ρώτησα και με τη σιγουριά του ατόμου που του περισσεύουν (χα χα ) τα χρήματα αποφάσισα να πάρω ταξί για τον προορισμό μου. Η διαδρομή μού φάνηκε τεράστια με τον οδηγό να σταματάει σε κάθε φανάρι που ήταν κόκκινο και να στρίβει διαρκώς για ν' αποφύγει όπως μου είπε την κίνηση. Πλήρωσα το κόμιστρο στο ταξί, αλλά τα χρήματα που μου ζήτησε ο ταξιτζής ήταν μάλλον υπερβολικά. Αυτό μ' έκανε ν' αναρωτηθώ αν με θεώρησε (και με το δίκιο του) για «βλαχαδερό» κι έκανε επίτηδες βόλτες για ν' ανεβάσει την ταρίφα. Μη μπορώντας ν' αποδείξω κάτι για αυτό (ούτε και είχα διάθεση) τον πλήρωσα και πήγα προς το ταμείο του ΚΤΕΛ Ημαθίας.
Μ' έκπληξη κατάλαβα τότε πως είχα στην τσέπη μου 110,5 δραχμές, ενώ χρειαζόμουν για να πάω στον προορισμό μου 120. Έψαξα με προσοχή τις τσέπες μου ελπίζοντας πως κάπου θα είχα και τα υπόλοιπα χρήματα. Του κάκου! Δεν βρήκα τίποτα! Έλειπε, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, ακριβώς ένα πεντακοσάρικο, το οποίο δεν είχα σίγουρα ξοδέψει. Η μόνη εξήγηση ήταν ότι το έχασα το βράδυ στο κρεβάτι του πλοίου που είχα κοιμηθεί με τα ρούχα μου. Όταν ξύπνησα το πρωί, δεν πρόσεξα αν κάτι είχε πέσει απ' τις τσέπες μου. Βγήκα απ' το γραφείο του ΚΤΕΛ, άφησα τα πράγματα μου δίπλα στην είσοδο κι άρχισα να σκέφτομαι πώς θα έβρισκα τα λιγοστά χρήματα που μου έλειπαν. Εκείνη τη στιγμή είδα τον ταξιτζή που με είχε μεταφέρει να περιμένει πελάτη στην ουρά με τα ταξί. Τον πλησίασα διστακτικά και του ζήτησα τις 9,5 δραχμές που χρειαζόμουν για να συνεχίσω το ταξίδι μου. Απογοητεύτηκα απ' την αντίδραση του! Ούτε λίγο, ούτε πολύ μ' έδιωξε κακήν κακώς. Απομακρύνθηκα με σκυμμένο κεφάλι, ταραγμένος, χωρίς να ξέρω τι να κάνω. Μετά από λίγη ώρα στο διπλανό μαγαζί, που πουλούσε γλυκά και είδη ταξιδίου, είδα έναν ιερέα να ψωνίζει διάφορα γλυκά κι αναμνηστικά. Τον πλησίασα, του έδειξα τη μαθητική μου ταυτότητα, του εξήγησα ότι έμενα στο εκκλησιαστικό οικοτροφείο Κισσάμου και του ζήτησα να με βοηθήσει. Με κοίταξε αδιάφορα και μου είπε πως δεν έχει ψιλά. Ένιωσα το έδαφος να τρέμει κάτω απ' τα πόδια μου κι έφυγα ντροπιασμένος. Σκέφτηκα σαν επόμενη λύση να περιμένω κοντά στον σταθμό της Βέροιας με την ελπίδα να δω κάποιον γνωστό μου που πιθανώς θα με βοηθούσε. Εκείνη την εποχή δύο λεωφορεία την ημέρα έρχονταν απ' τη Βέροια στις 15.00 και στις 22.00. Τις δύο επόμενες ημέρες ήμουν καθισμένος στο παγκάκι που υπήρχε δίπλα στον χώρο στάθμευσης ή έκανα μικρές βόλτες περιμένοντας να βρω κάποιο γνώριμο πρόσωπο. Οι ελπίδες μου μειώνονταν όσο περνούσαν οι ώρες, ενώ η πείνα μου είχε αντιστρόφως αυξηθεί. Μην τολμώντας να ξοδέψω έστω και μία δραχμή απ' το απόθεμα μου, έκανα υπομονή και πεινούσα στωικά. Σαν αναλαμπή μού ήρθε μια ιδέα και πλησίασα τον ταμία του ΚΤΕΛ και του εξήγησα το πρόβλημα μου. Του είπα πως ήμουν ανιψιός του προέδρου των λεωφορειούχων οδηγών της Βέροιας και του ζήτησα να με βοηθήσει. Αν και γνώριζε τον θείο μου, αρνήθηκε να με βοηθήσει. Με το μέλλον μου τελείως ζοφερό και την πείνα μου να καλπάζει αποφάσισα να βρέξω στη δημόσια βρύση δυο παξιμάδια και βάλθηκα να τα μασουλάω σκέτα. Δεν ξέρω αν έφταιγε η πείνα μου ή αν όντως τα παξιμάδια ήταν νόστιμα, εκείνη τη στιγμή τα βρήκα εξαιρετικά και αναρωτιόμουν γιατί δεν τα είχα δοκιμάσει όσο ήμουν στην Κρήτη. Ενώ μασουλούσα αμέριμνος και μ' ευχαρίστηση τα βρεγμένα παξιμάδια κι ενώ αναρωτιόμουν πώς θα ήταν η γεύση τους συνοδεία γραβιέρας ή ακόμη και με ελιές , άκουσα μια γυναικεία φωνή να φωνάζει: «Παναγία μου!! Τι είναι αυτά;» γύρισα και κοίταξα προς την κατεύθυνση που έδειχνε και με φρίκη είδα τα σαλιγκάρια που μου έδωσε η γιαγιά μου να έχουν βγει απ' τη σακούλα και να σουλατσάρουν στο τσιμεντένιο πεζοδρόμιο. Παράτησα βιαστικά το γεύμα μου κι άρχισα να μαζεύω τους δραπέτες και ν' ασφαλίζω καλά τη σακούλα. Όπως μου εξήγησε αργότερα ο πατέρας μου, η γιαγιά ξέχασε να βάλει στη σακούλα λίγο αλεύρι για να έχουν να φάνε τα σαλιγκάρια κι αυτά βγήκαν προς αναζήτηση τροφής.
Αφού πέρασε άλλη μια μέρα χωρίς να καταφέρω να βρω μια λύση στο πρόβλημα μου, μπήκα αποφασιστικά πάλι στο γκισέ του ΚΤΕΛ και ρώτησα τον ταμία που με κοίταζε καχύποπτα μέχρι που θα μπορούσα να πάω με 110,5 δραχμές. Αυτός, αφού συμβουλεύτηκε τις καταστάσεις, μου απάντησε πως τα χρήματα έφταναν μέχρι την Αλεξάνδρεια, μια πόλη 28 χιλιόμετρα απ' τον προορισμό μου. Μου έκοψε εισιτήριο και μ' επιβίβασε στο δρομολόγιο για Έδεσσα, χωρίς να παραλείψει να δώσει τις χειρότερες πληροφορίες στον εισπράκτορα για το άτομο μου. Σ' όλο το ταξίδι ο οδηγός κι ο βοηθός του μου έκαναν παρατηρήσεις και πρόσεχαν μην τυχόν και κάνω καμιά δολιοφθορά στο όχημα τους και μου μιλούσαν σαν να ήμουν ο Βερνάρδος (ληστής τραπεζών της εποχής). Τελικά έφτασα στην Αλεξάνδρεια και χωρίς δυσκολία κατάφερα να φτάσω στο σπίτι μου και ησύχασε η οικογένεια μου, που για μέρες δεν είχε νέα μου.
Όσες φορές τα επόμενα χρόνια ταξίδευα προς Αθήνα ή από Αθήνα προς Βέροια έβλεπα με δυσφορία τον ταμία να κάνει αμέριμνος τη δουλειά του στο γκισέ και θυμόμουν την περιπέτεια μου.
Πέρασαν περίπου 30 χρόνια και σαν επιχειρηματίας, ενώ βρισκόμουν στην Αθήνα, χρειάστηκε να πάω στην αποθήκη του ΚΤΕΛ Βέροιας, για να παραλάβω ένα δεματάκι που μου έστειλαν απ' την επιχείρηση μου. Ήταν ώρα αιχμής και στο γραφείο υπήρχαν πολλοί ταξιδιώτες όλων των ηλικιών.
Αμέσως κυριάρχησε στο μυαλό μου η εφηβική μου περιπέτεια και χαμογέλασα πικρά. Ο ταμίας το αντιλήφθηκε και με ρώτησε γιατί γελάω. Του διηγήθηκα όλη την ιστορία και μου είπε με στόμφο: «Αποκλείεται να μη σε βοήθησα! Εγώ βοηθάω όλο τον κόσμο»
«Κι όμως, με άφησες αβοήθητο κι ήμουν μικρό παιδί!» Το είπα κι ήθελα να δώσω τέλος στη διαμάχη. Τότε ακούστηκε μια ηλικιωμένη κυρία να λέει δυνατά: «Καλά δεν ντράπηκες ν' αφήσεις αβοήθητο το παιδί;» Οι υπόλοιποι θαμώνες μουρμούριζαν συμφωνώντας μαζί της.
Γέλασα! 
Το παιδί ήμουν εγώ!!!

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2024

Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ

 Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Στη γειτονιά μου, όταν ήμουν μικρός, σε δρομάκι (χωματόδρομο στην πραγματικότητα) υπήρχε ένα κάτασπρο μικρό κτίσμα, που με δυσκολία το έλεγε κάποιος σπίτι. Βασικά είχε κτιστεί σε παλιές εποχές σαν αγροτική καλύβα. Με το πέρασμα των χρόνων η περιοχή είχε αστικοποιηθεί και τελικά αποτελούσε μέρος του αστικού ιστού. Το σπίτι ήταν βαμμένο με αλλεπάλληλες στρώσεις ασβέστη. Και παρ’ όλο που οι τοίχοι σε πολλά σημεία είχαν ξεφλουδίσει κι από κάτω φαίνονταν παλιότερα βαψίματα, διατηρούσαν ένα λευκό χρώμα που αντανακλούσε το φως του ήλιου.
Ο χαρακτηρισμός «σπίτι» ήταν μάλλον υπερβολικός, καθώς όλο το κτίσμα ήταν ελάχιστα τετραγωνικά σε σχήμα παραλληλογράμμου και ήταν ενιαίος χώρος χωρίς διαχωριστικά στο εσωτερικό του. Απλά αμέσως μετά την εξώπορτα, που ήταν φτιαγμένη από παλιές σκεβρωμένες σανίδες με μια μεταλλική μπετούγια, ακριβώς στα αριστερά ήταν ένας τσιμεντένιος νεροχύτης ,που σ' αυτόν γινόταν όλη η λάτρα του σπιτιού. Η βρύση έσταζε μ' ένα εκνευριστικό τέμπο και πολλές φορές έβαζαν ένα παλιό σφουγγάρι από κάτω, για να μειώσουν τον θόρυβο. Ενωμένο σχεδόν με τον νεροχύτη βρισκόταν ένα παλιό τραπέζι, που σίγουρα πριν από χρόνια είχε δει καλύτερες μέρες, με τα τρία πόδια του να καταλήγουν σ' ένα σκάλισμα που έδινε την υποψία ποδιού ενός ζώου, πιθανώς λιονταριού, ενώ το τέταρτο ήταν καρφωμένο με δύο σανίδες, τις οποίες για ασφάλεια τις είχαν κυριολεκτικά μπαντάρει σφικτά με σύρμα. Παρ’ όλα αυτά ήταν πολύ στέρεο τραπέζι κι ανταποκρινόταν στις ανάγκες της οικογένειας, που στην πραγματικότητα είχε κάνει κατάληψη του χώρου κι έμενε αναγκαστικά σ’ αυτόν. Στη μια πλευρά, σ' αυτή που είχε πίσω της τον τοίχο που είχαν το τραπέζι, είχαν τοποθετήσει έναν μακρόστενο πάγκο ( δώρο της ενορίας) και πάνω του στριμώχνονταν τα μικρά παιδιά της οικογένειας, ενώ μερικές ψάθινες καρέκλες εξυπηρετούσαν τα ενήλικα μέλη.
Εκεί έτρωγαν, εκεί τα μικρά παιδιά διάβαζαν κι έγραφαν τα μαθήματα τους. Αυτό χρησιμοποιούσαν για να προετοιμάσουν το φαγητό της ημέρας για όλη την οικογένεια και κυρίως για το άνοιγμα φύλλου για τις πίτες, που ήταν το αγαπημένο έδεσμα των μικρότερων παιδιών. Στη μέση ακριβώς του σπιτιού ένα χρωματιστό παραβάν μοίραζε στα δυο τον χώρο κι από πίσω του ήταν αραδιασμένα ντιβάνια κι ένα διπλό κρεβάτι. Πίσω δηλαδή ήταν αυτό που λέμε η κρεβατοκάμαρα. Η φτώχεια ήταν ολοφάνερη παντού, σ' όλες τις δραστηριότητες αυτής της πολυμελούς οικογένειας. Οι κάτοικοι της γύρω περιοχής προσπαθούσαν να βοηθούν και ν' απαλύνουν τις δυσκολίες τους και σε κάθε περίπτωση έδιναν δουλειά στον μονίμως άνεργο κύριο Αρχιμήδη, αρχηγό της οικογένειας. Οι δουλειές εκείνη την εποχή ήταν ελάχιστες και στην πλειοψηφία τους αγροτικές. Από τα εννιά παιδιά της οικογένειας τα δύο ήταν αγόρια, που φιλότιμα προσπαθούσαν να βοηθήσουν στα οικονομικά προβλήματα που συσσωρεύονταν με διάφορες δουλειές του ποδαριού. Προ πολλού είχαν παρατήσει το σχολείο και σύχναζαν στο κέντρο της πόλης που ήταν η αγορά, για να κάνουν έναντι ελάχιστης αμοιβής τα διάφορα θελήματα που τους ζητούσαν οι κάτοικοι. Συνήθως οι διάφοροι καταστηματάρχες έστελναν στα σπίτια παραγγελίες με τα προϊόντα τους. Τα λίγα κέρματα που κέρδιζαν ανακούφιζαν, έστω και στο ελάχιστο, τη ζωή των μικρότερων αδερφών τους. Ώσπου ο Νίκος, δεύτερος στην ηλικία μετά την Αντιγόνη τη μεγαλύτερη αδερφή του, έπιασε δουλειά σαν μαθητευόμενος μαραγκός. Τα χρήματα που κέρδιζε ήταν σαφώς λιγότερα, αλλά όλοι τον μακάριζαν, γιατί μάθαινε μια χρήσιμη και επικερδή τέχνη. Το τρίτο παιδί της οικογένειας ,ο Δήμος, άφησε σταδιακά τα μικροθελήματα που έκανε στην αγορά και μεγαλόσωμος και δυνατός όπως ήταν έπιασε δουλειά σαν χαμάλης και ξεφόρτωνε τα διάφορα φορτηγά που έφερναν εμπορεύματα στις τοπικές επιχειρήσεις. Τα χρήματα ήταν σαφώς περισσότερα και βοηθούσαν να λυθούν κάποια απ' τα προβλήματα τους. Τ' άλλα κορίτσια παρακολουθούσαν χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία τα μαθήματα στο δημοτικό σχολείο και στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου κι έψαχναν να βρουν ευκαιρία για μια δουλειά ή έστω να για πάνε μαθητευόμενες, να μάθουν κάποια τέχνη. Όλες, εκτός από τη μεγάλη την Αντιγόνη και τη μικρότερη τη Γεωργία που δεν είχε συμπληρώσει ακόμα τα τέσσερα, έλειπαν όλη μέρα απ' το σπίτι. Ευθύνη της Αντιγόνης ήταν η μικρή Γεωργία, την οποία πρόσεχε κι έπαιζε μαζί της. Οι δύο αδερφές είχαν ένα ιδιαίτερο δέσιμο και η μικρή εμπιστευόταν τη μεγάλη της αδερφή σ' ότι της έλεγε. Η Αντιγόνη προσπαθούσε με κάθε τρόπο να κάνει ευτυχισμένη τη Γεωργία και έβρισκε διάφορους τρόπους για να το κάνει αυτό. Η μικρούλα ζητούσε παιγνίδια για ν' απασχολείται, μα δεν υπήρχαν οικονομικές δυνατότητες για κάτι τέτοιο, έτσι η Αντιγόνη προσπαθούσε με κουρέλια και κομμάτια από χάρτινα κουτιά να κατασκευάσει ότι ήταν δυνατό, για να υποκαταστήσει τα παιγνίδια που τόσο έλειπαν στη μικρή της αδερφή. Μια μέρα έχοντας μια καλή έμπνευση και χρησιμοποιώντας μικρά ξύλα, σύρμα και κουρέλια έφτιαξε μια πάνινη κούκλα εντυπωσιάζοντας την αδερφή της. Από τότε τις περισσότερες ώρες έπαιζε κρατώντας την κούκλα στην αγκαλιά της.
Μια μέρα ο Δήμος είδε τη μικρή του αδερφή να παίζει ευτυχισμένη με την κούκλα της και αφού συνεννοήθηκε με την Αντιγόνη, κατασκεύασε με ξύλα και «κόντρα πλακέ» ένα ξύλινο ομοίωμα μιας κούκλας με ανοιχτά χέρια και πόδια. Ζωγράφισε στο κεφάλι γαλάζια μάτια κι ένα χαμόγελο, που έδινε μια χαρούμενη όψη στην κατασκευή. Η Αντιγόνη ανέλαβε να τη ντύσει μ' ένα κόκκινο φόρεμα, αφού πρώτα στερέωσε πάνω στον ξύλινο σκελετό λίγο μαλλί που το είχε πιέσει, δίνοντας έτσι στον σκελετό σχήμα ανθρώπινου σώματος. Στο κεφάλι στερέωσε ένα καπέλο απ' τις άκρες του οποίου έβγαιναν ξανθές μπούκλες. Όταν την παρουσίασαν στη Γεωργία, είδαν ευχαριστημένοι πως η μικρούλα είχε γουρλώσει τα μάτια από την έκπληξη που ένιωθε εκείνη τη στιγμή. Εκείνη ήταν ίσως η πιο ευτυχισμένη στιγμή της Γεωργίας! Έπαιρνε την κούκλα στην αγκαλιά της, την τάιζε, της μιλούσε, την κοίμιζε και σπανίως τη μάλωνε. Η κούκλα είχε γίνει αναπόσπαστο μέρος της μικρούλας. Μ' αυτήν ξυπνούσε και μ' αυτήν κοιμόταν. Σ' όλη την γειτονιά δεν υπήρχε κανένα παιδί πιο ευτυχισμένο απ' τη Γεωργία.
Τότε ήρθε η προξενιά. Κάποιος μακρινός συγγενής της οικογένειας είδε την Αντιγόνη σε φωτογραφία, του άρεσε κι αμέσως έβαλε μια κοινή συγγενή τους να μεσολαβήσει σαν προξενήτρα και να ζητήσει την Αντιγόνη σε γάμο. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα! Ο υποψήφιος γαμπρός έμενε στην Αμερική κι αυτό λειτουργούσε ανασταλτικά. Οι γονείς κι όλη η οικογένεια τρόμαζαν στην ιδέα ότι η Αντιγόνη θα έφευγε τόσο μακριά. Η προξενήτρα (που της είχε τάξει ο υποψήφιος γαμπρός «δωράκια») ήταν αυτό που λέμε «καπάτσα» και πες, πες και με βασικό επιχείρημα πως ο γαμπρός θα βοηθούσε οικονομικά όλη την οικογένεια, κατάφερε τελικά να τους πείσει και να δεχτούν. Η ίδια η Αντιγόνη δεν είχε άποψη και μάλλον την τρόμαζε η ιδέα ν' αποχωριστεί τους δικούς της. Μέσα σ' όλα ήταν και η απόσταση! Είχε μάθει πως το πλοίο ήθελε πάνω κάτω 45 μέρες για να φτάσει στον προορισμό του. Μόλις άρχισαν οι ετοιμασίες για το επικείμενο ταξίδι της Αντιγόνης, μια θλίψη κι ένας εκνευρισμός επικρατούσε σ' όλους. Τότε κατάλαβε και η Γεωργία ότι η αδελφή της έφευγε ίσως για πάντα και δεν ξεκολλούσε από τη φούστα της. Την αγκάλιαζε και δεν την άφηνε να κάνει ούτε βήμα μόνη της. Όσο κι αν προσπαθούσαν να την ηρεμήσουν, δεν τα κατάφερναν. Η μικρούλα σε μια στιγμή απελπισίας πέταξε την ήδη ταλαιπωρημένη κούκλα της με δύναμη στο πάτωμα, με αποτέλεσμα η κούκλα να σπάσει. Ένα σπαραχτικό κλάμα τράνταζε το αδύναμο σώμα του κοριτσιού, που έκανε τους πάντες να φοβηθούν. Η Αντιγόνη την πήρε αγκαλιά κι άρχισε να της μιλάει προστατευτικά, προσπαθώντας να την ηρεμήσει. Ανάμεσα στ' άλλα της είπε: «Μη στεναχωριέσαι, γλυκιά μου! Θα σου φέρω εγώ απ' την Αμερική, όταν γυρίσω, μια κούκλα που θα έχει πολλά φορέματα και θα κλείνει τα μάτια της όταν κοιμάται». Η μικρούλα σταμάτησε προς στιγμήν το κλάμα και ρώτησε με σπασμένη φωνή: «Και θα μιλάει;» «Ναι, κορίτσι μου, και θα μιλάει», απάντησε η Αντιγόνη. Τις υπόλοιπες μέρες μέχρι το υπερατλαντικό ταξίδι της Αντιγόνης, όλοι έβλεπαν τις δύο αδελφές αγκαλιασμένες να κάνουν περιπάτους στον χωματόδρομο της γειτονιάς τους και να μιλάνε χαμηλόφωνα. Η μικρούλα ρωτούσε και η μεγάλη έγνεφε καταφατικά με το κεφάλι της.
Η Αντιγόνη έφυγε. Έστειλε φωτογραφίες απ' τον γάμο, που τις τοποθέτησαν σ' ένα άλμπουμ και τις έδειχναν με καμάρι σε όλους. Τα χρόνια πέρασαν! Έκανε οικογένεια στην Αμερική, αλλά οι καιροί ήταν δύσκολοι και δεν μπορούσε να κάνει το ταξίδι της επιστροφής στην πατρίδα. Τ' αδέλφια της στην πατρίδα βρήκαν τον δρόμο τους, παντρεύτηκαν, έκαναν τις δικές τους οικογένειες και με αλληλογραφία μάθαινε τα νέα τους. Η Γεωργία της έγραψε κάνα δυο φορές και προσπάθησε να της θυμίσει την υπόσχεση της χωρίς ακρότητες. Με γράμμα έμαθε πως οι γονείς της «έφυγαν» και τότε ένιωσε ένα κενό μέσα της. Κάθε φορά που αποφάσιζε να ταξιδέψει προς την πατρίδα της κάποιος αστάθμητος παράγοντας έμπαινε εμπόδιο και το ανέβαλε για την επομένη χρονιά, χωρίς ποτέ να καταφέρει να κάνει το ταξίδι.
Μια μέρα της ανακοίνωσε η μεγάλη της εγγονή, που είχε και τ' όνομα της, πως θα ταξίδευε στην Ελλάδα και θα επισκεπτόταν τους συγγενείς της γιαγιάς της. Τρελάθηκε απ' τη χαρά της! Πήγε αμέσως στην αγορά και ψώνισε διάφορα δώρα για όλους. Στα χέρια της εγγονής έβαλε ένα πακέτο και της είπε να το δώσει στα χέρια της Γεωργίας, της μικρότερης αδελφής της.
«Τι έχει γιαγιά το πακέτο;» ρώτησε με αφέλεια η εγγονή της.
«Μια κούκλα», της απάντησε.
«Κούκλα; Μα δεν είναι μεγάλη η αδελφή σου για να της στείλεις κούκλα;»
Η Αντιγόνη δεν μίλησε, απλά της έδωσε το πακέτο και της είπε να το δώσει η ίδια στην Γεωργία.
Η εγγονή της Αντιγόνης έφτασε στην πατρίδα και μοίρασε τα δώρα σε όλους. Τελευταία άφησε τη Γεωργία και περίμενε με περιέργεια να δει την αντίδραση της. Η Γεωργία, μεγάλη γυναίκα με εγγόνια πλέον, πήρε το πακέτο, το άνοιξε και δάκρυα άρχισαν να κυλούν απ' τα μάτια της μόλις είδε το περιεχόμενο του πακέτου. Πήρε στην αγκαλιά της την κούκλα και μπρος στα έκπληκτα μάτια όλων άρχισε να τη νανουρίζει.
Την επομένη άργησε να ξυπνήσει και η κόρη της την βρήκε αγκαλιά με την κούκλα. 
Είχε "φύγει".

Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2023

ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΚΙΣΑΜΟ

Πριν διατυπώσω μερικές σκέψεις μου, που τις θεωρώ μάλλον επίκαιρες, θα ήθελα να δηλώσω πως θεωρώ τον εαυτό μου ΜΗ «κομματικό» και σε καμία περίπτωση «απολιτίκ». Βέβαια δεν με εκφράζει ( πλέον) κανένα κόμμα και κανενός είδους σχηματισμός. Είχα αποφασίσει να μην ασχοληθώ (ξανά) με τα προβλήματα και τις δυσκολίες που συναντώ στην καθημερινότητα μου κυκλοφορώντας στην πόλη της Κισσάμου. Μια πόλη που σε καμία περίπτωση δεν είναι φιλική με τους πολίτες της. Στην πραγματικότητα τις περισσότερες φορές είναι εχθρική σε όποιον έχει αποφασίσει να ζει ή να κινείται μέσα στα όρια της. Είναι φανερό πως οι περισσότεροι άνθρωποι δεν νοιάζονται για την αλήθεια και το σωστό, τους νοιάζει όμως να μην τους χαλάς το ψέμα στο οποίο έχουν συνηθίσει να ζουν, γιατί τελικά τους βολεύει. Έτσι αρνούνται να «δουν» τα στραβά και τ' ανάποδα μιας πόλης, μόνο και μόνο γιατί από αυτά τα στραβά βολεύονται περιστασιακά με μια κοντόφθαλμη λογική, που πολλαπλασιάζει την κάθε λογής ασυδοσία. Φυσικά υπάρχουν και πολίτες που έχουν τη στοιχειώδη λογική (δεν χρειάζεται και κάτι περισσότερο) που τα βλέπουν τα στραβά και τ' ανάποδα, αλλά στον βωμό της συγγένειας, της φιλίας και της κουμπαριάς κλείνουν απλά τα μάτια, μόνο και μόνο για να μη δυσαρεστήσουν κάποια απ' τις παραπάνω ομάδες στις οποίες πιθανώς ανήκουν ή έχουν μ' αυτές κάποια σχέση. 
Αν εξαιρέσεις δυο τρεις κεντρικούς δρόμους, πουθενά στους υπόλοιπους δεν υπάρχει πεζοδρόμιο. Δεν υπάρχει δηλαδή σε όλο το μήκος τους! Σε μερικούς δρόμους υπάρχουν μικρά τμήματα με πεζοδρόμια, που διακόπτονται ξαφνικά από σκάλες ή σκαλοπάτια που εφάπτονται της ασφάλτου, αφήνοντας τους πεζούς στο έλεος των παντός είδους οδηγών τροχοφόρων. Αν κατηφορίσει κάποιος την οδό Αγαμέμνονος, με εξαίρεση ένα πολύ μικρό τμήμα πεζοδρομίου, όλος ο υπόλοιπος δρόμος ανήκει αποκλειστικά στα τροχοφόρα. Να λάβουμε υπ´ όψιν ότι σ' αυτόν τον δρόμο σχεδόν εφάπτεται η πιο όμορφη και πολυσύχναστη παραλία της πόλης, σ' αυτόν υπάρχουν τα ΚΤΕΛ, τα ΕΠΑΛ, αρκετά ξενοδοχεία και μεγάλο πλήθος επιχειρήσεων. Καταλαβαίνει κανείς πως, εκτός από το μεγάλο πλήθος των τροχοφόρων, συνωστίζεται και ικανός αριθμός πεζών. Αναρωτιέμαι για την περίπτωση που κάποιος μαθητής του ΕΠΑΛ ή ταξιδιώτης με το ΚΤΕΛ, ακόμη κι ένας πελάτης των τόσων επιχειρήσεων βρεθεί με κινητικά προβλήματα. 
Πώς θα καταφέρει να διασχίσει αυτόν τον δρόμο διπλής κατεύθυνσης με τα κάθε λογής αυτοκίνητα παρκαρισμένα (κατά παράβαση του σχετικού νόμου) και στις δύο πλευρές του δρόμου; Η ασυδοσία των παραβάσεων του ΚΟΚ, όσο και τα παράνομα παρκαρισμένα τροχοφόρα (πολλές φορές και σε διπλές σειρές) δυσκολεύουν τη ζωή των κατοίκων και κυρίως των επισκεπτών και των τουριστών, που μη γνωρίζοντας την «ντόπια» πραγματικότητα ζουν μέσα σε μια περίεργη ανασφάλεια, μη μπορώντας να αντιληφθούν ποιο είναι το σωστό και το νόμιμο και ποιο όχι. Ο κεντρικός δρόμος (Ομογενών Αμερικής) για. όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού είναι σχεδόν απαγορευμένος δρόμος για τους κατοίκους της πόλης. Όποιος από αυτούς χρειαστεί να τον χρησιμοποιήσει ή να τον διασχίσει κάθετα οδηγώντας θα πρέπει να οπλιστεί με υπομονή και καρτερικότητα, γιατί ένα ατελείωτο κονβόϊ παντός τύπου οχημάτων που περνάει απ' αυτόν με προορισμό «τουριστικούς» παραδείσους δεν του το επιτρέπει. Το πρόβλημα είναι ίδιο και ίσως μεγαλύτερο για τους πεζούς που θα θέλουν να διασχίσουν τον εν λόγω δρόμο. Αναρωτιέμαι, αφού δεν υπάρχει εναλλακτική περιφερειακή διαδρομή, γιατί δεν τοποθετούνται σε δύο ή τρία σημεία του εν λόγω δρόμου φανάρια για να λυθεί έστω και στο ελάχιστο το πρόβλημα! Έγινε λόγος για τη σημαία που έχασαν τα Φαλάσαρνα. 
Δεν μπορώ να πάρω θέση σ' αυτό το θέμα, έχω όμως να επισημάνω κάτι για την αγαπημένη μου παραλία του Μαύρου Μώλου. Παρατήρησα τον Πυργιανό ποταμό από τη γέφυρα της οδού Αγαμέμνονος και κάτω. Η δυσοσμία ήταν αφόρητη και προς στιγμήν ανεξήγητη. Με μια προσεχτική παρατήρηση είδα έναν τεράστιο αγωγό να ρίχνει με μια χαμηλή ροή ένα σχετικά μαύρο, πηκτό υγρό μέσα στα λιγοστά νερά του ποταμού. Η άσχημη οσμή κατά ένα μεγάλο μέρος προερχόταν απ' τα λύματα του αγωγού. Περπατώντας παράλληλα με τον ποταμό παρατήρησα κι άλλους αγωγούς να εκβάλλουν σ' αυτόν περίεργα, ποικιλόχρωμα, βρωμερά υγρά, ενώ στις διπλανές με τον ποταμό τουριστικές επιχειρήσεις οι πελάτες έπαιρναν το πρωϊνό τους. Μέσα στον χορταριασμένο ποταμό (αλήθεια θεωρείται ποταμός ή αγωγός λυμάτων;) είναι πεταμένα σκουπίδια πάσης φύσεως. Με έκπληξη είδα νάϊλον σακούλες και τσουβάλια, τμήματα από ελαιόπανα, σάπια ξύλα, πλαστικά μπουκάλια, άδεια τενεκεδάκια αναψυκτικών κ.α! Διάφορα φυτά και καλάμια φύονται στις όχθες και κάποια σαπίζουν συμβάλλοντας στην όλη πνιγηρή κατάσταση. Βέβαια αυτό βοηθάει στην επιβίωση πλήθους ποντικών,αμφιβίων και κουνουπιών, ενώ μερικές πάπιες και χήνες προσπαθούν να
επιβιώσουν σ' αυτόν τον θλιβερό τόπο. Ο Πυργιανός ποταμός εκβάλλει ( με ελάχιστη ροή ομολογουμένως) δίπλα στον βράχο της Πλάκας, ακριβώς δίπλα από την παραλία του Μαύρου Μώλου, που έχει ακόμη γαλάζια ( ως πότε;) σημαία! Θεωρώ αυτές τις καταστάσεις ντροπή για την πόλη της Κισσάμου.
Ανδρέας Μαρολαχάκης

Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2023

ΟΙ ΠΕΡΣΕΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΚΟΛΠΟΣ ΤΗΣ ΚΙΣΑΜΟΥ!

Πάντα, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, είχα τη συνήθεια, ειδικά τις καλοκαιρινές νύχτες, να παρατηρώ ( στην πραγματικότητα ν' απολαμβάνω) τον έναστρο ουρανό. Αυτή η απόλαυση ήταν εντονότερη, όταν η παρατήρηση γινόταν σε κάποια παραλία έχοντας μέτωπο προς την ανοιχτή θάλασσα. Διάλεγα απόμερες, ακατοίκητες ακτές που σε συνδυασμό με την έλλειψη τεχνητού φωτισμού από τη μια και την ολική χάση του φεγγαριού από την άλλη απολάμβανα ένα σκοτεινό και μάλλον μυστηριακό τοπίο.
Αυτή τη φορά οδήγησα το τζιπ σε μια απόκρημνη κι ερημική ακτή στα δυτικά της Κισάμου. Το μόνο φως που υπήρχε στον ορίζοντα ήταν (εκτός από τα πλευρικά φώτα ενός πλοίου στο βάθος του πελάγους) το χλωμό δανεικό φως των αστεριών και η αντανάκλαση τους στα νερά μιας μάλλον σκοτεινής θάλασσας. Έχοντας παρκάρει το αυτοκίνητο τελείως στην άκρη ενός απότομου γκρεμού, άκουγα το κύμα της θάλασσας να σκάει ρυθμικά αρκετά μέτρα πιο κάτω γλύφοντας μ' έναν ελαφρύ θόρυβο τα βράχια της ακτής.
Μετά από μιά αρκετά ζεστή μέρα, το πελαγίσιο αεράκι περνούσε από τ' ανοιχτά παράθυρα του τζιπ δημιουργώντας μια αρκετά ευχάριστη ατμόσφαιρα. Αφού τακτοποίησα το κάθισμα του αυτοκινήτου έχοντας στη διάθεση μου την αναπαυτικότερη θέση, έβγαλα από το ντουλαπάκι τη σκαλιστή λευκή πίπα που είχα αγοράσει μαζί με τον καπνό κατά την παραμονή μου στην Πόλη των πόλεων και μ' ένα σπίρτο την άναψα. Με μιας η καμπίνα του τζιπ πλημμύρισε από τη μυρουδιά του γλυκερού καπνού και άλλαξε προς το καλύτερο η διάθεση μου.
Παρατηρούσα τον ορίζοντα κοιτώντας ψηλά και βόρεια σαν να περίμενα κάτι σημαντικό. Ρουφώντας τον καπνό ένιωθα όλο και πιο χαλαρός και θεωρούσα τα πάντα που έβλεπα γύρω μου όλο και πιο αξιόλογα. Ακόμη και η πιο ασήμαντη αναλαμπή από τα φώτα κάποιου μακρινού αυτοκινήτου που διέσχιζε τους δρόμους του απέναντι ακρωτηρίου ήταν για μένα άξια προσοχής.
Ωστόσο αυτή η νυχτερινή μου εξόρμηση δεν έγινε για τα μακρινά φώτα τυχαίων αυτοκινήτων ούτε καν για τα πλευρικά φώτα του άγνωστου πλοίου. Ήταν βράδυ της 12ης Αυγούστου και είχα αποφασίσει να δω τα «πεφταστέρια» που τη συγκεκριμένη νύχτα θα έκαναν την εμφάνιση τους. Από νωρίς φρόντισα να πληροφορηθώ τα πάντα ( στο μέτρο του δυνατού) για τις Περσείδες, όπως ήταν μια δεύτερη ονομασία τους.Οι επιστημονικές εξηγήσεις του φαινομένου με άφησαν τελείως αδιάφορο, αν και έμαθα ότι ήταν υπολείμματα ενός κομήτη που ξεκινούσε από τον αστερισμό του Περσέα (από εκεί και η μια από τις ονομασίες τους) και πως μόλις έμπαιναν στην ατμόσφαιρα της γης λόγω της τριβής αναφλέγονταν . Άλλη μια από τις ονομασίες που έδωσαν στο φαινόμενο είναι και «δάκρυα του Αγ. Λαυρεντιου», προφανώς προς τιμήν του Αγίου της καθολικής εκκλησίας, που η μνήμη του για τον μαρτυρικό του θάνατο γιορτάζεται λίγες μέρες νωρίτερα. Αυτά όμως ελάχιστα μ' ενδιέφεραν, γιατί απλά περίμενα το θέαμα του φαινομένου και όχι τις επιστημονικές εξηγήσεις ή τις θρησκευτικές και λαϊκές δοξασίες. Άνοιξα το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου και με μιας μελωδίες από παλιές ροκ μπαλάντες με πλημμύρισαν κι «ανέβασαν» κατακόρυφα τη διάθεση μου. Ακόμη πιο χαλαρός ρουφούσα περιστασιακά τον καπνό μουρμουρίζοντας όσους από τους στίχους θυμόμουν από τα τραγούδια που άκουγα, ενώ προσπαθούσα να θυμηθώ πότε και σε ποιες περιπτώσεις τα είχα πρωτοακούσει. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε από τη στιγμή που ακινητοποίησα το αυτοκίνητο μου σ' αυτό το σημείο, γιατί με τον καπνό και τη μουσική είχα χάσει κάθε έννοια του χρόνου. Πολύ σύντομα έκλεισα τα βλέφαρα μου, γιατί δεν μπορούσα ν' αντέξω το ασήκωτο βάρος τους. Το ελαφρύ αεράκι και το μουρμουρητό από τον ελαφρύ θόρυβο που έκανε το κύμα που «έσκαγε» στα βράχια με νανούριζε και σύντομα βυθίστηκα σ' έναν ύπνο ανεξέλεγκτο.
Δεν κατάλαβα τι ήταν αυτό που με ανάγκασε ν' ανοίξω ξαφνικά τα μάτια μου και για λίγα λεπτά της ώρας να προσπαθώ να προσδιορίσω το που βρισκόμουν, όταν φωτεινές λωρίδες εμφανίστηκαν στον σκοτεινό ουρανό ακριβώς πάνω απ' το πέλαγος. Ο ορίζοντας ακριβώς μπροστά μου έλαμπε, καθώς μια σειρά από πεφταστέρια είχαν κάνει την εμφάνιση τους και προσπαθούσαν μάταια να βουτήξουν στα νερά του πελάγους. Ήταν φανερό πως η λάμψη τους έσβηνε πολύ πριν τελικά δροσιστούν στα νερά του μεγαλύτερου κόλπου της Κρήτης, ενώ κάποια απ' τα πεφταστέρια ήταν μεμονωμένα και διέσχιζαν τον σκοτεινό ουρανό μ' έναν μοναχικό χορό. Υπήρχαν κάποια άλλα που σχημάτιζαν ομάδα κι έπεφταν προς τη θάλασσα με μια μοναδική χορογραφία που με άφηνε άφωνο. Κάποιες ομάδες με πεφταστέρια σχημάτιζαν ευθεία γραμμή σαν να έκαναν επίδειξη στρατιωτικού σχηματισμού και άλλες φορές δημιουργούσαν μια ομάδα κρατώντας σαφείς αποστάσεις μεταξύ τους, σαν να εκτελούσαν συγκεκριμένη χορογραφία ενός ουράνιου μπαλέτου. 
Ασυναίσθητα έπιασα τη φωτογραφική και σχεδόν με μανία φωτογράφιζα κάθε στιγμιότυπο. Η ψηφιακή φωτογραφική μηχανή μου αποτύπωνε τη στιγμιαία φάση των Περσείδων. Παρατήρησα ότι τα υπολείμματα του κομήτη Σουίφτ Ταλτ έμπαιναν στη γήινη ατμόσφαιρα σε χρονική περίοδο ενός λεπτού. Αυτό με ανάγκασε να είμαι σε πλήρη ετοιμότητα απολαμβάνοντας ένα σπάνιο και μοναδικό θέαμα. Είχα παρατηρήσει κι άλλες φορές ανάλογα φαινόμενα, αλλά αυτή τη στιγμή εκεί στην έρημη ακτή της Κισάμου ήμουν βέβαιος πως αυτό το θέαμα αποτελούσε ίσως την κορωνίδα όλων όσων κατά καιρούς είχα απολαύσει.
Το θέαμα όσο περνούσε η ώρα έφθινε και τα πάντα γίνονταν πιο χλωμά, καθώς απ' το απέναντι ακρωτήριο της Σπάθας ξεπρόβαλε το φως του ήλιου.
Άνοιξα τον διακόπτη της μηχανής του αυτοκινήτου μου και ξεκίνησα για τη βάση μου.

Τετάρτη 7 Ιουνίου 2023

ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΣΑΜΟ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑ !


Είναι κάποιες στιγμές που αναρωτιόμαστε αν αυτό που σκεπτόμαστε θα πρέπει τελικά να το εξωτερικεύσουμε ή όχι! 
Χωρίς καμία πολιτική σκοπιμότητα ή υστεροβουλία αποφάσισα να σχολιάσω μερικά από τα στραβά και παράλογα της πόλης της Κισάμου όπως τα είδα στη σύντομη διάρκεια της εκεί παραμονής μου! 
Δεν ξέρω αν η κατάσταση στη οποία έχει περιέλθει η πόλη οφείλεται σε ανικανότητα ή σε αδιαφορία των υπευθύνων !
Σε όλους τους ασφαλτοστρωμένους δρόμους της πόλης υπάρχουν τόσες λακκούβες … που νομίζω πως της αξίζει το προσωνύμιο … η πόλη της «λακκούβας»!
Σε πολλά σημεία πολλών δρόμων έχουν σκάψει μετά την ασφαλτόστρωση για την διενέργεια διαφόρων έργων πχ για ύδρευση, ηλεκτρισμό, οπτικές ίνες κ.α! Φυσικά όλα αυτά είναι αναγκαία να γίνουν… αλλά εξ ίσου αναγκαία είναι και η αποκατάσταση των δρόμων και όχι είτε να χάσκουν  σαν «λαβωματιές» ή και με την πρόχειρη διόρθωση  να εξέχουν και να γίνονται επικίνδυνα για κάθε μοτοσικλετιστή ή ποδηλάτη! Ακόμη και τα αυτοκίνητα που τα συναντούν με κάποια ταχύτητα υπάρχει πιθανότητα να αλλάξουν πορεία λόγω στραβοτιμονιάς με τ' ανάλογα αποτελέσματα ! Στους περισσότερους δρόμους δεν υπάρχει διαγράμμιση αλλά και σ αυτούς που υπάρχει οι γραμμές είναι ξεθωριασμένες που ο οδηγός μόνο υποθετικά θα μπορούσε να αποφασίσει ! Στη οδό Σκαλίδη παρκάρει οποίος θέλει στα αριστερά (κυρίως) Όχι μόνο για να εξυπηρετηθεί  περιστασιακά για κάποια ψώνια, αλλά και για να καλαμπουρίζει με φίλους και γνωστούς ή και να πιει το καφεδάκι του στις παραπλήσιες καφετέριες! Στο ίδιο δρόμο μοτοποδήλατα, μοτοσικλέτες, ποδήλατα και καινούργια ηλεκτρικά πατίνια παραβιάζουν την μονοδρόμηση κατά το «δοκούν»! αυτή την μονοδρόμηση την παραβιάζουν και αυτοκίνητα με το πρόσχημα ότι πρέπει να φορτώσουν ή να ξεφορτώσουν κατι βιαστικό ! Στο ζήτημα της προτεραιότητας στις διασταυρώσεις των δρόμων ισχύει το ανέκδοτο που λέει … ότι προτεραιότητα έχουν κατ' αρχάς οι ντόπιοι, μετά οι σώγαμπροι, ακολουθούν αυτοί που έχουν ντόπια φιλενάδα και τελευταίοι όλοι οι άλλοι
Μηχανάκια που όπως είναι φανερό οδηγούν ανήλικοι ( και πιθανότατα χωρίς άδεια οδήγησής ) διασχίζουν τους δρόμους απο όλες τις κατευθύνσεις και προς όλες τις κατευθύνσεις ! Οι «σούζες» και οι «κόντρες» είναι καθημερινότητα και φυσικά ούτε λόγος για κράνη ! Στην οδό Αγαμέμνωνος καθημερινά γίνονται κόντρες με τους μοτοσικλετιστές να διαγωνίζονται οδηγώντας τις μηχανές στην πίσω ρόδα 
Για διασχίσεις κάθετα την οδό «ηρώων Πολυτεχνείου» έχεις λίγες πιθανότητες παραπάνω από το να κερδίσεις το joker!
Η παραχώρηση προτεραιότητας σε πεζό ή σε κάποιο όχημα γίνεται αντικείμενο χλευασμού από τους οδηγούς που ακολουθούν. 
Από την πλατεία Τζανακάκη αν επιχειρήσει κάποιος να κατέβει προς την θάλασσα από την δεξιά πλευρά η απότομη κλίση του δρόμου το πολύ μικρό πλάτος του δρόμου σε συνδυασμό με τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και της διπλής κατεύθυνσης καθιστά την διέλευση καθαρά ζήτημα τύχης!
Κατεβαίνοντας προς τον παραλιακό δρόμο ανάμεσα στο π. Τελωνείο και μέχρι την παιδική χαρά αποκλείεται κάποιος με αυτοκίνητο να διασχίσει την συγκεκριμένη απόσταση χωρίς να αναγκαστεί να στάσεις και ελιγμούς !
Τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και οι μηχανές καλύπτουν το μεγαλύτερο τμήμα του δρόμου. Η κατάσταση γινεται ακόμη χειρότερη τις νυχτερινές ώρες μετά από την κατανάλωση αλκοόλ εκ μέρους των οδηγών.
Σωλήνες που διοχετεύουν πόσιμο νερό στα σπίτια και στις επιχειρήσεις βρίσκονται στην επιφάνεια του εδάφους με το ήλιο να αλλοιώνει το υλικό και το νερό !  
Στον Μαύρο Μόλο χώρισαν την θάλασσα με σχοινιά για να κάνουν βόλτες νοικιαζόμενα σκάφη στους τουρίστες ! Και όλα αυτά δίπλα στου λουόμενους και να μολύνουν τον κόλπο !
Θυμάμαι πως σαν έφηβος μαζί με τους φίλους μου κολυμπούσανε από τον Μαύρο Μόλο μέχρι την Πλάκα! Αυτό πλέον ειναι αδύνατον να γίνει λόγω των βενζινοκίνητων πλεούμενων!
Ο κίνδυνος ατυχήματος είναι παραπάνω από ορατός 
Το χειρότερο από όλα είναι πως οι πολίτες που δεν συμφωνούν μ' αυτή την κατάσταση σιωπούν και δέχονται παθητικά όλες τις παρατακτικές συμπεριφορές ίσως γιατί δεν θέλουν να πάνε κόντρα στους συμπολίτες τους ίσως και κοιτάνε την «δουλειά» τους και δεν έχουν διάθεση να κοντραριστούν με τους ντόπιους παραβάτες Γιατί ΟΛΟΙ είναι συγγενείς κουμπάροι και φίλοι ! 
Αλλά σαν πολίτης μιας άλλης εποχής … πιστεύω πως το σωστό είναι σωστό και το παραβατικό είναι παραβατικό όποιος και αν το κάνει
Αναρωτιέμαι για τον βαθύ υπνο των Καστελιανών!
Τεράστια αγροτικά αυτοκίνητα με τα λάστιχα τους να εξέχουν αρκετούς πόντους κατα πλάτος σε σχέση με τα φτερά παραβιάζουν τον μισό ΚΟΚ χωρίς να νοιάζεται κανείς! Το να βρεις θέση πάρκινγκ ισοδυναμεί με κερδισμένο λαχείο!  Το να διασχίσεις κάθετα τον κεντρικό δρόμο αν δεν σταματήσει κάποιος ευγενικός οδηγός χρειάζεσαι τύχη ή την βοήθεια κάποιου Αγίου ! Αν χρειαστεί να πάει κανείς με το αυτοκίνητο σε δευτερευούσης σημασίας δρόμους κινδυνεύει να πέσει σε σκάλα οικοδομής που του κλείνει ξαφνικά τον δρόμο και αφήνει περιθώριο να περάσει ένα μικρό ΙΧ και αυτό με προσοχή ! Φυσικά για φορτηγό ούτε λόγος να γίνεται! Λίγο παρακάτω υπάρχει οικοδομή της οποίας η εξώπορτα βγαίνει κατευθείαν στο δρόμο ! Δηλαδή αν βγει κάποιος από το σπίτι πέφτει επάνω σε δρόμο αυτοκινήτων χωρίς να υπάρχει καν  πεζοδρόμιο ! Θέσεις πάρκινγκ νόμιμες ελάχιστες και παραβιάζονται με διπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα των οποίων οι κάτοχοι πίνουν αμέριμνοι το καφεδάκι τους! Αν προσπαθήσει κάποιος με το αυτοκίνητο του να ανέβει από την οδό Γεωργιλάκη προς την πλατεία Τζανακάκη μόνο με τύχη θα το καταφέρει καθώς  στην άκρη της πλατείας και στη αρχή του συγκεκριμένου δρόμου παρκάρουν αυτοκίνητα σε διπλή ακόμη και τριπλή σειρά! Στον ίδιο δρόμο παρκάρουν και στις δυο πλευρές αυτοκόλλητα Παρ' όλο που ο δρόμος είναι διπλής Κατευθύνσεις.  Κανένας σεβασμός για ΑΜΕΑ ή για γυναίκες με μικρά παιδιά. Όλα αυτά συμβαίνουν πριν ακόμη αρχίσει η τουριστική σαιζόν. Όταν αρχίσουν οι επισκέψεις σε Μπάλο, Φαλάσαρνα και Λαφονήσι τα πράγματα γίνονται απείρως δυσκολότερα 
Ανδρέας Μαρολαχάκης

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2022

Η ΣΕΛΗΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΛΑΓΟΣ

Από τις πρώτες μέρες του Αυγούστου, για πρώτη φορά μετά την εμφάνιση της πανδημίας, βρέθηκα στην πόλη των εφηβικών μου χρόνων, την Κίσαμο. Συναντήσεις και επανασυνδέσεις με παλιούς φίλους και συμμαθητές γινόταν σε καθημερινή βάση και σε λίγο έπαψα να αισθάνομαι επισκέπτης κι «αφομοιώθηκα» με τους ντόπιους κι άρχισα να συμπεριφέρομαι σαν τέτοιος. Ελπίζοντας πάντα σε μια συνάντηση που  θα αναβίωνε μνήμες του παρελθόντος! 
 Οι επισκέψεις στις αγαπημένες παραλίες της νιότης μου γινόταν μετά από επιλογή με μοναδικό κριτήριο την «πολυκοσμία». Έτσι σταδιακά διέγραφα απ' τις επιλογές μου κάθε «κοσμοπολίτικη» παραλία κι έψαχνα όλο και πιο απομονωμένες περιοχές χωρίς οργανωμένο «σέρβις» ή έστω με υποτυπώδεις ανέσεις. Ευτυχώς υπάρχουν ακόμη τέτοια μέρη που δεν τα μόλυνε ακόμη η «πανδημία» του τουρισμού και του αλόγιστου κέρδους. Συνήθως βρίσκονται σε σημεία που δεν είναι δυνατή η πρόσβαση με αυτοκίνητο. Εμένα πάντα με γοήτευαν τέτοιες ερημικές τοποθεσίες. Το κυριότερο ήταν ότι,  εκτός απ' τον παφλασμό του κύματος και το ελαφρύ θρόισμα του ανέμου, άλλος θόρυβος δεν αποσπούσε την προσοχή μου.
 Μια απ' τις τοποθεσίες που είχαν πάντα την προτίμηση μου ήταν στ' αριστερά αμέσως μετά τον Μαύρο Μώλο. Η περιοχή έχει πολλά βράχια και δεν είναι προσβάσιμη απ' τον κεντρικό δρόμο. Τα βράχια και οι πέτρες δεν επιτρέπουν στους κολυμβητές να πλησιάσουν και σχεδόν είναι χωρίς κόσμο. Μια πιθανή δίοδος προς αυτό το σημείο είναι να περάσεις πάνω απ' τα βράχια του Μαύρου Μώλου. Η διάταξη των βράχων θυμίζει παλιά προβλήτα και δεν συχνάζουν εκεί λουόμενοι λόγω του κακοτράχαλου εδάφους. Σ' αυτό το σημείο κολυμπούσα τις τελευταίες μέρες και απολάμβανα μια «θαλάσσια» μοναξιά σ' όλο της το μεγαλείο, όταν πληροφορήθηκα απ' τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι η υπερπανσέληνος του οξύρρυγχου ήταν προ των πυλών. Το όνομα που έδωσαν στη πανσέληνο οι ιθαγενείς της Β. Αμερικής  με ξένισε και  προκάλεσε την ειδητική ικανότητά μου κι ανακάλεσε την αλγεινή εντύπωση που είχα βιώσει σαν παιδί πίνοντας το αλήστου μνήμης μουρουνέλαιο. Και μόνο που άκουγα τ' όνομα του «οξύρρυγχου», η γεύση της αηδιαστικής υπερτροφής πλημμύριζε τα γευστικά μου όργανα. Για πρώτη φορά ένιωθα απέχθεια για το εκλαϊκευμένο όνομα μιας πανσελήνου. Συνήθως τα προηγούμενα ονόματα με γοήτευαν και μου δημιουργούσαν  ανάλογους με τ' όνομα συνειρμούς. Έτσι μετά την πανσέληνο του «χιονιού». της «αρκούδας», της «φράουλας» ήρθε η σειρά του «οξύρρυγχου». 
Στην Κίσαμο υπήρχαν πολλές εκδηλώσεις με κύριο θέμα την εν λόγω πανσέληνο.  Όμως η συγκέντρωση μεγάλου πλήθους μού προκαλούσε απογοήτευση για τη συμμετοχή  μου στις διάφορες δράσεις. Ποτέ, μα ποτέ, δεν συμπαθούσα τη συνάθροιση πολλών ατόμων, ακόμα κι αν γινόταν για ένα θέμα που μ' ενδιέφερε. Τελείως αυθόρμητα και χωρίς κανένα προγραμματισμό αργά το βράδυ πέρασα ( με κάποια δυσκολία τ' ομολογώ ) από τα βράχια του Μαύρου Μώλου στην πίσω πλευρά του βραχίονα και βολεύτηκα σχετικά άνετα σ' ένα μικρό σχηματισμό από πέτρες και άμμο! Είχα μαζί μου ένα σακίδιο πλάτης με νερό, λίγο αλκοόλ και τον τουρκικό καπνό που έφερα απ' την Πόλη. Η νύχτα δεν ήταν ιδιαίτερα ζεστή κι ένα ελαφρύ αεράκι με χάιδευε δημιουργώντας μια ευχάριστη αίσθηση. Βολεύτηκα σ' ένα κοίλωμα ανάμεσα σε δυο πέτρες που είχε μπόλικη άμμο στη βάση του κι έβγαλα το περιεχόμενο του σακιδίου και τ' αράδιασα δίπλα μου. Τον άδειο πλέον σάκκο τον χρησιμοποίησα σαν μαξιλάρι ανάμεσα στην πλάτη μου και στην κάθετη πέτρα, έτσι ώστε να είμαι σε όσο το δυνατόν αναπαυτική στάση. Ικανοποιημένος πήρα στα χέρια μου τη σκαλιστή πίπα κι άρχισα να τη γεμίζω μηχανικά με καπνό. Όταν την άναψα, το σκοτάδι με ειχε κυκλώσει και τα μόνα φώτα που έβλεπα ήταν από ένα πλοίο που διέσχιζε το πέλαγος στ' ανοιχτά του κόλπου. Το φεγγάρι «άναψε» ξαφνικά κι από γκρίζος κύκλος έγινε μια έντονα φωτεινή πηγή. Ένας τεράστιος δίσκος που σκορπούσε διακριτικά το κίτρινο-ασημί φως και νικούσε την κυριαρχία της νύχτας. Ένας ελαφρύς κυματισμός ανάγκαζε τη θάλασσα ν' απλώνει περιοδικά ένα δαντελένιο αφρό μ' ένα ελαφρύ, υπόκωφο θρόισμα που ακουγόταν όλο και πιο ευχάριστα. Έτριψα το σπίρτο και για μια στιγμή η φλόγα με θάμπωσε. Άναψα τον καπνό της πίπας και μια βαριά, γλυκερή μυρωδιά με τύλιξε μέσα από ένα αχνογάλαζο σύννεφο. Με δυο γουλιές αλκοόλ τα πάντα έγιναν πιο απλά. Χαλάρωσα τόσο σωματικά, όσο και πνευματικά. Βολεύτηκα όσο πιο αναπαυτικά μπορούσα έχοντας στην πλάτη μου τους βραχώδεις λόφους της Κισάμου και μπροστά μου τον ομώνυμο κόλπο, που τα νερά του χάνονταν στο Κρητικό πέλαγος. Μια βαθιά ρουφηξιά απ' τον καπνό και μια γερή γουλιά απ' το μπουκάλι έκαναν την κατάσταση πολύ καλύτερη. Το μουρμουρητό της θάλασσας σε συνδυασμό με το αεράκι ανάγκασαν τα μάτια μου να κλείσουν και να παραδοθώ στον Μορφέα. Δεν ξέρω για πόση ώρα ήμουν σ' αυτή την κατάσταση, όταν ξαφνικά άνοιξα τα μάτια μου και για λίγες στιγμές προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω που βρισκόμουν. Ο άνεμος είχε περισσότερη ένταση και ο παφλασμός της θάλασσας ήταν λίγο πιο δυνατός. Τέντωσα τα άκρα μου σε μια προσπάθεια να ξεμουδιάσω, πνίγοντας ένα χασμουρητό που αβίαστα προσπαθούσε να μου υπενθυμίσει ότι μάλλον χρειαζόμουν περισσότερο ύπνο. Η ματιά μου σάρωσε τον ορίζοντα κι έμεινα κυριολεκτικά με το στόμα ανοιχτό, χωρίς να μπορώ ν' αρθρώσω την παραμικρή λέξη. Απέναντι μου ο τεράστιος δίσκος της Σελήνης λαμπερός, με έντονη κιτρινωπή ανταύγεια «φιλούσε» τα νερά του κόλπου της Κισάμου! Το θέαμα ήταν εντυπωσιακό και στα μάτια μου φάνταζε σαν να ερωτοτροπούσε το φεγγάρι με τη θάλασσα! Η αντανάκλαση που δημιουργούσε το χλωμό φως του δορυφόρου της γης πάνω στην επιφάνεια του νερού είχε το σχήμα ενός μονοπατιού. Ένα ασημένιο μονοπάτι που έφθανε μέχρι την ακτή! Κοίταζα το θέαμα μαγεμένος με συνειρμούς απ' την εφηβεία να δίνουν άλλη διάσταση στο αγαπημένο μου φυσικό θέαμα. Για μια στιγμή ένιωσα ένα μικρό τσίμπημα ζήλειας, μη μπορώντας να αντέξω την αρμονία της Σελήνης και του πελάγου. Η αίσθηση που είχα εκείνη τη στιγμή ήταν ότι το φεγγάρι «φιλούσε» τη θάλασσα.  
-«Ήμουν σίγουρη ότι θα σ' έβρισκα εδώ», άκουσα μια γνώριμη φωνή που με έκανε να πιάσω ασυναίσθητα την πλατινένια αλυσίδα του αριστερού μου χεριού  «Είδα το τζιπ παρκαρισμένο μπροστά απ' τους βράχους και σκέφτηκα πως θα σε εύρισκα εδώ »!
Ανδρέας Μαρολαχάκης

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2021

ΤΗΝ ΕΛΕΓΑΝ ΕΒΕΛΙΝ (ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΣΑΜΟ)

Είχε μπει για τα καλά ο Μάιος. Με το τέλος του μήνα θα ξεκινούσαν οι κατατακτήριες εξετάσεις της χρονιάς κι όλοι εμείς οι μαθητές (ιδιαίτερα τα λουλούδια) κυριευόμασταν από μια περίεργη νευρικότητα. Χωρίς να υπάρχει κάποια φανερή  αιτία, νιώθαμε μια πίεση, ίσως γιατί όλη τη χρονιά δεν ήμασταν και τόσο συνεπείς στις μαθητικές μας υποχρεώσεις. Αντί να συνετιστούμε και να  υποχρεωθούμε να στρωθούμε στο διάβασμα για να έχουμε μια δεύτερη ευκαιρία και ν' ανταπεξέλθουμε στις επερχόμενες εξετάσεις, εμείς ξεκινούσανε μια σειρά από κοπάνες στις οποίες, λόγω της ζέστης που επικρατούσε, καταλήγαμε στον «Μαύρο Μώλο» και ειδικά στην Πλάκα. Ο βράχος της Πλάκας δέσποζε στην δεξιά πλευρά του «Μαύρου Μώλου» κι όπως μπορεί να καταλάβει κάποιος απ' το όνομά του ήταν επίπεδος και πλατύς, αρκετά μεγάλος σε έκταση κι ελάχιστα πιο ψηλός από τη στάθμη της θάλασσας.
Η Πλάκα είχε γίνει το καταφύγιό μας όταν αποφασίζαμε να κάνουμε κοπάνα για μπάνιο. Απ' τη βόρεια γωνία του βράχου και σε ευθεία γραμμή προς το άνοιγμα του κόλπου σε αρκετή απόσταση απ' την ξηρά είχαμε ανακαλύψει σε μεγάλο βάθος σπασμένα κομμάτια από πήλινα σκεύη και με τη φαντασία μας ονειρευόμασταν ότι ανακαλύψαμε κάποιο αρχαίο ναυάγιο. Προσπαθούσαμε με κάθε μυστικότητα ν' ανασύρουμε απ' τον βυθό όσο πιο πολλά πήλινα θραύσματα και μερικά σχεδόν άθικτα. Προσπαθούσαμε με τις γνώσεις και την εμπειρία που είχαμε να προσδιορίσουμε την προέλευσή τους. Οι θεωρίες στις οποίες είχαμε καταλήξει ξεπερνούσαν κάθε φαντασία και κάλυπταν όλες τις χρονικές περιόδους, χωρίς να μπορούμε να καταλήξουμε κάπου συγκεκριμένα. Σχεδιάζαμε ν' απευθυνθούμε στην αρχαιολογική υπηρεσία και υπολογίζαμε πως ένα μέρος της δημοσιότητας θα έπεφτε πάνω μας. Με τη φαντασία μας να καλπάζει και να ονειρευόμαστε αρχαιολογικές ανακαλύψεις συνεχίζαμε τις καταδύσεις.
Απ' αυτό το όνειρο μάς προσγείωσε απότομα ένας μαθητής μεγαλύτερης τάξης από μας, φοβερός κολυμβητής και δύτης, του οποίου δεν θυμάμαι το όνομα, παρά μόνο το «παρατσούκλι» του. Λόγω της ικανότητάς του στη θάλασσα τον φώναζαν όλοι «μπακαλιάρο». Αυτός ο τόσο απίστευτα καλός κολυμβητής βουτούσε λίγο πιο μέσα προς το άνοιγμα του κόλπου σε σχέση με το σημείο που βουτούσαμε εμείς κι έβγαζε κάτι τεράστια κοχύλια τα οποία όλοι  ζηλεύαμε. Πολύ γρήγορα κατάλαβε τι ακριβώς βγάζαμε εμείς απ' τη θάλασσα κι ήρθε κοντά μας στην Πλάκα και μας γκρέμισε απ' τα όνειρά μας στη σκληρή πραγματικότητα.
-Τα πήλινα θραύσματα που βγάζετε απ' τον κόλπο δεν είναι αρχαία. Πριν λίγα χρόνια βούλιαξε εδώ ένα καΐκι που μετέφερε σταμνιά και διάφορα σκεύη για οικειακή χρήση.
Το έλεγε και μας περιέπαιζε για την αφέλειά μας. Εμείς νιώσαμε τα όνειρά μας να βουλιάζουν σαν το καΐκι που μας περιέγραφε ο «μπακαλιάρος». Πολύ γρήγορα διαπιστώσαμε ότι έλεγε την αλήθεια. Παρ' όλα αυτά η Πλάκα συνέχισε να είναι το λημέρι μας για όλες τις κοπάνες που κάναμε.
Σε μια απ' τις κοπάνες απηυδισμένοι απ' τη ζέστη πήγαμε στην Πλάκα εγώ, ο Πσιπσής, ο Γιώργος Δασκ.... και ο Γιάννης ( σήμερα είναι δικηγόρος). Με το που ανεβήκαμε στον βράχο μας περίμενε μια έκπληξη. Στη μέση της Πλάκας λιαζότανε μια τουρίστρια. Ξαπλωμένη πάνω σε μία πετσέτα χωρίς να φοράει το μαγιό της. Αυτό ήταν κάτι πολύ σπάνιο εκείνη την εποχή, όπως και γενικά οι τουρίστες ήταν ελάχιστοι. Αφού ξεπεράσαμε την έκπληξή μας διαλέξαμε ένα σημείο στ' αριστερά της και προφασιστήκαμε ότι κάναμε ηλιοθεραπεία κι εμείς. Στις κρυφές ματιές που ρίχναμε αντιληφθήκαμε πολύ γρήγορα ότι δεν νοιαζόταν καθόλου για την παρουσία μας. Συνέχιζε απτόητη να διαβάζει το περιοδικό της και ν' αλλάζει θέση κάθε τόσο στην πετσέτα της. Εμείς όμως μόνο ήρεμοι δεν ήμασταν. Έγινε αμέσως το κύριο θέμα της συζήτησής μας. Τελικά αποφασίσαμε να την πλησιάσουμε και να πιάσουμε κουβέντα μαζί της. Το δύσκολο ήταν το θάρρος και τα αγγλικά! Εγώ είχα το θάρρος, αλλά από αγγλικά λίγα πράγματα. Ίσως ήταν απ' τις λίγες φορές που βλαστήμισα για τις κοπάνες και τις μαγκιές που έκανα στο μάθημα των αγγλικών.
Ο Πσιπσής κούνησε ελαφρά το κεφάλι του κάνοντας συγχρόνως μια αρνητική γκριμάτσα. Με αυτό τον τρόπο αποστασιοποιήθηκε χωρίς καν να μιλήσει.
Ο Γιάννης, που ήταν εξπέρ στα αγγλικά, δεν τολμούσε να πάει και να της μιλήσει. Κάποια στιγμή αποφάσισα να την πλησιάσω και να της μιλήσω με τα Βλαχοαγγλικά μου. Δεν θυμάμαι τι ακριβώς της είπα. Αυτή με κοίταξε, χαμογέλασε κι άπλωσε το χέρι της κι έπιασε το δικό μου. Πολύ γρήγορα κατάλαβα ότι το χέρι μου το ήθελε για να τη βοηθήσω να σηκωθεί. Μόλις σηκώθηκε, μάζεψε τα πράγματά της χωρίς να πει τίποτα, έριξε πάνω στο κορμί της ένα διαφανές παρεό κι αναχώρησε απ' την Πλάκα. Ακόμη θυμάμαι την περίσσεια χάρη με την οποία απομακρυνόταν από μας τους παρείσακτους, ενώ το σώμα της διαγραφόταν με το διαφανές ρούχο να μην κρύβει ούτε το ελάχιστο. Αργότερα έμαθα ότι την έλεγαν Έβελιν κι ήταν απ' τον Καναδά.
Ανδρέας Μαρολαχάκης
Φωτο Ανυφαντάκης