Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.






Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 200 ΧΡΟΝΙΑ ΝΕΩΤΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 200 ΧΡΟΝΙΑ ΝΕΩΤΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2021

200 ΧΡΟΝΙΑ ΝΕΩΤΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ

Μετά το άδοξο τέλος της Επανάστασης του 1821 στην Κρήτη, και την παρολίγον εμφύλια σύρραξη, φαίνεται καθαρά οτι σημασία όπως και σήμερα παίζει το αρχηγιλίκι. Δυστυχώς η Κρήτη θα μπορούσε να είναι ελεύθερη απο τότε και αυτό φάνηκε τα πρώτα χρόνια όπου δεν υπήρχε αντίσταση απο τους Τούρκους. Όλα αυτά σήμερα που μας φαντάζουν λίγο άγνωστα κάποιοι προσπαθούν να τα εκμεταλλευτούν και να παρουσιάσουν οτι οι αγώνες και η θυσίες έγιναν μόνο απ αυτούς. Αντίθετα εμείς οι Κισαμίτες, τότε αλλά και τώρα, απλά ακολουθούμε και παρακολουθούμε τα γεγονότα και δεν παρεμβαίνουμε ενώ όπως φαίνεται υπάρχουν στοιχεία και θα μπορούσαμε να τα εκμεταλλευτούμε. 
Στο τέλος της ιστορίας του ο Γιάννη Ανδρουλάκης γράφει για αυτά τα γεγονότα που μας στέρησαν την ελευθερία το 1821 και ήρθε σχεδόν μετά από ένα αιώνα.
- Ύστερα από τις επιτυχίες των Τουρκοαιγυπτίων υπό τον Χουσεΐν, ούτε ο Αρμοστής Τομπάζης, αλλά ούτε οι Σφακιανοί, οι οποίοι πάντα μέχρι τότε ήταν οι μαχιμότεροι των Κρητών, ξεπέρασαν τις περιστάσεις.
Οι Σφακιανοί με τον Ρούσο Βουρδουμπά, στις κρίσιμες αυτές περιστάσεις προσπαθούσαν να διασφαλίσουν από τον Αρμοστή τα προνόμια, τα οποία είχαν αποσπάσει με αγώνες από τους κατά καιρούς κατακτητές, για να συνεχίσουν τον αγώνα. Ο Ρούσος Βουρδουμπάς απαιτούσε  την αρχιστρατηγία, άλλως απειλούσε, ότι η επαρχία του θα προσκυνούσε.
Δεν μπορούσαν να εννοήσουν οι Σφακιανοί, ότι τα προνόμια και η ατέλεια, καθώς και η φαινομενική αυτονομία σε τίποτε άλλο δεν αποσκοπούσε, παρά στη διάσπαση της ενότητας του Ελληνισμού, περί του οποίου δεσμού μέχρι τότε συγκεχυμένη εικόνα, όπως προκύπτει από τα γεγονότα, είχαν.
Εξ άλλου, και το ίδιο το πολίτευμα, που ψήφισαν στην Αρκούδαινα Ρεθύμνης, δεν επέτρεπε τουλάχιστον θεωρητικά την αφαίρεση αυτής της εξουσίας από τον Αρμοστή.
Ο Τομπάζης πάλι ήταν μεν καλοκάγαθος, αλλά παρέμενε ένας ναυτικός-έμπορος, ο οποίος πάνω στο ελαφρό καράβι του, κατά τον Γρηγ. Παπαδοπετράκη, διακινδύνευε επί του ασφαλούς. Δεν ήταν στην εμπειρία του η διεξαγωγή αγώνα στην στεριά. Δεν κατόρθωσε να συγκεντρώσει τις ελληνικές δυνάμεις όλης της Κρήτης αθρόες και να εξουδετερώσει σε δύσβατα μέρη τον αντίπαλο, εκεί, όπου ούτε το πυροβολικό, αλλά και το ιππικό θα μπορούσε να μην ήταν αποτελεσματικό.
Πέραν, όμως, από τις ευθύνες όλων στην Κρήτη, και η Κεντρική Διοίκηση της Ελλάδος δεν διέθετε ούτε πραότητα, αλλά ούτε και εθνική επάρκεια: από το 1823 έως το 1824 η Πελοπόννησος δεν είχε πειραχθεί από τους εχθρούς, όμως και ο Θ. Κολοκοτρώνης και οι νησιώτες προσπαθούσαν να αλληλοεξουδετερωθούν, και το ναυτικό της Ελλάδος είχε περιπέσει σε αδράνεια. Οι κινήσεις και οι παρασκευές του εθνικού στόλου είχαν φτάσει στο χαμηλότερο επίπεδο και οι ιδιωτικοί πόροι των νησιών είχαν εξαντληθεί.
Έτσι ανενόχλητα εκτελέστηκε η συμφωνία της αυτοκρατορίας με τον Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου για την υπαγωγή δηλαδή της Κρήτης στην κυριαρχία του δεύτερου.
Αν και νικούσαν λοιπόν οι Ελληνες στην Κρήτη αρκετές φορές τους Τούρκους δεν κατέστη δυνατόν να αξιοποιηθούν οι επιτυχίες τους.

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2021

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΕΙΡΑΤΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΓΡΑΜΒΟΥΣΑ

Είναι γεγονός οτι μετά την δεύτερη επιτυχημένη εκπόρθηση του φρουρίου της Γραμβούσας τον Αύγουστο του 1825 στο νησί μαζεύτηκαν κάθε καρυδιάς καρύδι, όχι μόνο απο την Κρήτη, αλλά και απο την Ελλάδα. Τρεις χιλιάδες άτομα (3.000) βρέθηκαν να ζουν σε ένα μικρό νησάκι, δίχως τα τα αναγκαία, έτσι σε λίγο καιρό η μόνη πηγή επισιτισμού ήταν οι καταδρομικές εξορμήσεις, όπου με τα λάφυρα που αποκόμιζαν απο τις τουρκοκρατούμενες περιοχές προσπαθούσαν να συντηρήσουν τον πληθυσμό του νησιού.
Γράφει στην Ιστορία του ο Γιάννης Ανδρουλάκης για το γεγονός αυτό αλλά και το τέλος που είχαν αυτές οι καταδρομικές (πειρατικές) ενέργειες.
- Οπωσδήποτε, το πρόβλημα του επισιτισμού, όσων είχαν συνοικισθεί στην Γραμπούσα, ήταν οξύτατο. Μικροί και μεγάλοι και ιδιαίτερα τα παιδιά υπέφεραν από την έλλειψη τροφίμων. Η επιτακτική ανάγκη για την εφεύρεση των αναγκαίων εξέτρεψε μερικούς οπλαρχηγούς, με την συνέργεια Ψαριανών και Κασίων ναυτικών στην πειρατεία.
Οχι μόνο οι παραθαλάσσιες περιοχές, που ήταν κοντά στην ακτίνα δράσεως των πειρατικών καραβιών, νησιά Αιγαίου και Πελοπόννησος, υπέφεραν, αλλά και ξένα παραπλέοντα πλοία βιάζονταν.
Η όλη αυτή έκτροπη κατάσταση δυσφήμισε το ελληνικό οχυρό. Οι ανταποκριτές των Μ. Δυνάμεων, οι εκθέσεις των ναυάρχων εξόγκωναν τα γεγονότα, με απώτερο σκοπό την διευκόλυνση των σχεδίων εκείνων, που απέκλειαν την ενσωμάτωση της Κρήτης στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος.
Η Κεντρική Διοίκηση απέστειλε τον ναύαρχο Κόχραν να ελέγξει την κατάσταση και να κατάσχει τα πειρατικά πλοιάρια. Ο ναύαρχος, όμως, προέβηκε μόνο σε συμβουλές προς τους πρώτους της καταστάσεως και απήλθε. Τούτο ερμηνεύθηκε από τους εν λόγω ως αδιαφορία και έτσι η πειρατεία συνεχίστηκε.
Αργότερα, όταν η Αγγλική φρεγάτα Σίβυλλα προσπάθησε να κανονιοβολήσει το φρούριο, οι πειρατές έστρεψαν 40 κανόνια εναντίον της, τόσα διέθετε το φρούριο, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 40 άνθρωποι από το πλήρωμα του αγγλικού πολεμικού. Τον Ιανουάριο του 1828 κατέπλευσαν στην Γραμπούσα 20 αγγλικά και γαλλικά πολεμικά με τους ναυάρχους Στέϊνς και Ρεβερσή. Η ελληνική φρουρά παρέδωσε το φρούριο, οι πειρατές απέδρασαν και τα πειρατικά κατασχέθηκαν.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος είχε πρόσφατα αφιχθεί στην Ελλάδα, αφού έμαθε τα όσα είχαν συμβεί, απέστειλε τον φιλέλληνα Άγγλο Ούρκουαρδ και παρέλαβε το φρούριο από τους παραπάνω ναυάρχους. Μία ημέρα, όμως, ενώ κατέβαινε από το φρούριο στην παραλία ο Ούρκουαρδ, σηκώθηκε ξαφνικός σίφουνας και αποσπάσθηκαν οροφές από τα παραπήγματα, μία δε κατέπεσε στην κεφαλή του Άγγλου και τον σκότωσε. Αυτό το τυχαίο γεγονός εκλήφθηκε ως εγκληματική ενέργεια και δόθηκε η αφορμή στον Άγγλο ναύαρχο να καταλάβει το φρούριο και να εκδιώξει οπλίτες και αμάχους.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας συγκρότησε δικαστήριο στο Ναύπλιο και άλλους από  τους ένοχους Κρήτες καταδίκασε σε θάνατο και άλλους σε εξορία.
Ένοχοι για πειρατεία κρίθηκαν οι παρακάτω:
Μαρτιμιανός Περράκης
Ιάκ. Σκανδάλης
Εμμ. Δεικτάκης ή Αρετάς
Εμμ. Δεικτάκης ή ο Σπανός
Εμμ. Κουβαρίτης
Γ. Λούπης
Π. Καλαϊτζάκης
Παπαγρηγοράκης ή Δαμιανός
Ιω. Δρακονιανός
Αρτ. Αδαμάκης
Μαρκουλής Ρενιέρης
Ν. Γλυμίδης
Κ. Κουφάκης
Ιάκ. Κουμής
Γ. Σταματάκης
Αυτοί που καταδικάσθηκαν σε θάνατο, δεν ήταν δυνατόν να συλληφθούν. Ο Καποδίστριας, ύστερα από πιέσεις που δέχθηκε, μετέτρεψε την θανατική ποινή σε χρηματική.
Τον Νοέμβριο του 1830 παραδόθηκε η Γραμπούσα στον Μ. Αλή της Αιγύπτου.





Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2021

ΜΕΤΑΞΥ ΣΟΒΑΡΟΥ ΚΑΙ ΑΣΤΕΙΟΥ

Συνάντηση στην Ο.Α. Κρήτης παρουσία του διευθυντή της κ. Ζορμπά, με θέμα τη συνεργασία και το συντονισμό των δήμων Κισσάμου και Πλατανιά, με οτι αφορά στις εκδηλώσεις για τα 200 χρόνια απο την Ελληνική Επανάσταση. Στην συνάντηση παραβρέθηκαν εκτός του κ Ζορμπά ο αντιδήμαρχος Κισάμου κ. Χαχλάκης η αντιδήμαρχος Πλατανιά κα Ασπασία Λουπάκη και ο  Θοδωρής Παρασκάκης.

Μπράβο και μιας και οι συνεργασίες είναι όλο και περισσότερες, ευχή όλων μας είναι να δούμε κάποτε να ενώνονται και οι δυο δήμοι που είναι στα εδάφη της επαρχίας Κισάμου. Εξάλλου έτσι και αλλιώς ο Πλατανιάς ήδη έβαλε πόδι στον κόλπο της Κισάμου, ξεδιψά απο δικά μας νερά, τι δυσκολο να μετονομάσει και το δημαρχείο του σε Δήμο ευρύτερης Κισάμου... στο μέλλον βέβαια. Θεωρώ οτι θα πάμε πολύ καλύτερα απ' ότι πάμε τα τελευταία χρόνια, εμείς, μονάχοι μας, που βγάζουμε τα ματάκια μας με το παραμικρό και δυστυχώς δεν μπορούμε να συνεργαστούμε αλλά και να συνεννοηθούμε εντός.. με τίποτα.
 Όπως ακούω, γιατί εγώ ξέρω όπως και άλλοι, δεν χωρά και σύγκριση ανάμεσα στο δυναμικό τους ενός δήμου με τον άλλου. Εμείς είμαστε κλάσεις ανώτεροι... μεταξύ σοβαρού και αστείου!!!

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2021

Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΓΕΩΡΓΙΛΑΔΩΝ

Στη ρίζα της Δυτικής πλευράς της γιγάντιας λεπίδας του Ακρωτηρίου Σπάθα στην παραλία του όμορφου κόλπου της Κισάμου απλώνεται ήσυχο και απόμερο το μικρό χωρίο Νοπήγια, περίφημο για τα πολλά του νερά και την περίεργη, για τον προσανατολισμό της πανάρχαια εκκλησία του Αι Γιώργη.
Τα Νοπήγια τους πρώτους χρόνους της κατάκτησης της Κρήτης απο τους Τούρκους, ήταν αποκλειστικά σχεδόν κτήμα, της μεγάλης οικογένειας των Γεωργιλάδων. Στον καιρό των Βενετών κι’ ακόμα παλιότερα, τα Νοπήγια τα εξουσίαζαν οι Άρχοντες Γιωργιλάδες, που η γενιά τους έσερνε από τους Αρχοντόπουλους, τους Ψαρομήλιγκες. Διαφέντευαν, οι Γεωργιλάδες, την περιφέρεια με περίσσια φρόνηση και δικαιοσύνη και γι' αυτό είχαν πάντα την αγάπη και την εκτίμηση των κατοίκων της περιφέρειας και ακόμα τον σεβασμό από τούς καταχτητές.
Το αρχοντικό του γέρο-Γεωγιλά, με τους πέντε, καλά ανδρειωμένους, γιους του και την μονάκριβη, μοσχαναθρεμμένη, θυγατέρα του την Μαριγώ, ήταν ξακουστό σ' όλη την Κίσαμο, για τα πλούτη του, την αρχοντιά του και ξεχωριστά για την πανώρια αρχοντοπούλα Μαριγώ.
Η Μυριγώ, ένα ολοζώντανο σφακολούλουδο με το πανώριο βεργολυγερό κορμί της, έμοιαζε της Νεράιδας του παραμυθιού. Η φρονιμάδα της, τα κάλλη και τα πολλά της χαρίσματα, θαμάζονταν και τα διαλαλούσαν καθημερινά.
Λένε, πώς τόση σαγηνευτική ήταν η ομορφιά της, που στο πέρασμα της, τα πρόβατα και τ' άλλα  ζωντανά παραμέριζαν κι’ έστεκαν και την κοιτούσαν με θαυμασμό!! Σαν καθόταν πάλι στ' αργαλειό να φαίνει, έβλεπε κανένας ζωντανεμένη την ωραία εικόνα που συνθέτουν οι στίχοι του γνωστού ριζίτικου τραγουδιού:
"Μαλαματένιος αργαλειός και φιλντισένιο χτένι
και ένα κορμί αγγελικό κάθεται και υφαίνει."

Ο γέρος Γεωργιλάς και τα πέντε ανδρειωμένα αδέλφια της, την είχαν κρυφό καμάρι, μα και μεγάλο καημό.Οι καιροί ήταν ανάποδοι. Οι Τούρκοι καταχτητές γίνονταν περισσότερο άπληστοι και απάνθρωποι. Χωρίς αφορμή ρήμαζαν τους Χριστιανούς της Κρήτης. Καθημερινά σκλάβωναν, βασάνιζαν, σκότωναν. Κανενός Χριστιανού η ζωή, η τιμή και η περιουσία δεν είχε καμιά ασφάλεια. Γι αυτό οι Γεωργιλάδες φοβούνταν για την αγαπημένη τους Μαριγώ και σκέπτονταν να την παντρέψουν και ακόμα, διπλασίασαν την επαγρύπνηση τους για την τιμήν και την ασφάλεια της.
Τον ίδιο καιρό στο Καστέλλι ήταν στρατιωτικός διοικητής, αρχηγός των Τούρκων της Κισάμου, ο ξακουσμένος για την λεβεντιά του και την παλληκάρια του, Εμίν Ασλάν Εφένδης. Οι ομόθρησκοι του τον έλεγαν λιοντάρι για την μεγάλη του ανδρεία και την δύναμη του.
Το ακόρεστο πάθος του Εμίν Ασλάν Εφένδη ήταν ο πόλεμος το κρασί και οι γυναίκες. Το χαρέμι του ήταν κιόλας ονομαστό σε όλη την περιφέρεια. Ο Εμίν Ασλάν άκουσε και αυτός για την ομορφιά της αρχοντοπούλας Μαριγώς και αμέσως σκέφτηκε να την κάμει δική του. Αλλά τα πράγματα δεν ήταν ευκολα γιατί έμαθε ωστόσο και γα την παλληκάρια των 5 αδελφών της, αλλά και για τους πολλούς και αφοσιωμένους φίλους -μέχρι θανάτου-που είχε η οικογένεια των Γεωργιλάδων. Σκέφτηκε τότε να ενεργήσει με δόλο για να πετύχει σίγουρα το σκοπό του. Παντού και πάντα, είναι γνωστό, πως η δύναμη του καταχτητή αυξάνει με την υποστήριξη των κατακτημένων. Μα στην Κρήτη, ποτές οι κατακτητές δεν βρήκαν υποστήριξη από τους Κρητικούς. Μα πάλι, αλήθεια είναι πώς και στον ομορφότερο και καθαρότερο κήπο του κόσμου βγαίνουν και σέρνονται στην επιφάνεια τα σιχαμερότερα σκουλήκια, Και από τους μεγάλους και ηρωικούς λαούς, βγαίνουν ομοιώματα ανθρώπων που έχουν όλες τις ιδιότητες των σκουληκιών της γης. Άνθρωποι με δούλου ψυχή, με αισθήματα κτήνους και περπατησιά ερπετού, βρίσκονται πάντα ν' αποτελέσουν την εξαίρεση και να λερώσουν με τα καμώματα τους τον τόπο που τους γέννησε. Για ένα κομμάτι ψωμί, για λίγο χρυσάφι ή για καλοπέραση, πάντα βρέθηκαν υπάνθρωποι να υπηρετήσουν τον καταχτητή.
Ένα τέτοιο περίτριμμα των Ελλήνων της Κισάμου αποτελούσε, την εποχή εκείνη που ιστορούμε και ο Μανωλογιώργης. Γεννήθηκε Χριστιανός και Έλληνας, μα στάθηκε οχτρός της Αγίας πίστης και προδότης της  πατρίδας του. Ο Μανωλογιώργης, την παραπάνω εποχή, ήταν το δεξί χέρι των Τούρκων της Κισάμου. Αυτόν κάλεσε ο Εμίν Ασλάν για να συμβουλευτεί. Του εμπιστεύτηκε τον σκοπό του και ο Μανωλογιώργης μετά χαράς δέχτηκε να παραδώσει σαν άλλος Ιούδας την κόρη ενός τιμημένου χριστιανού στις κτηνώδεις ορέξεις του Τούρκου. Την άλλη μέρα κιόλας ξεκίνησε απο το Καστέλι για τα Νοπήγια. Οι Νοπηγιανοί τον είδαν με τρόμο στο χωριό τους, αισθανόταν πως κάτι κακό θα τους δημιουργούσε και τον παραφύλαγαν με περίσκεψη. 
Ο Μανωλογιώργης έμεινε μια βδομάδα στα Νοπήγια χωρίς να φανερωθεί ο σκοπός της επίσκεψης του. Ύστερα γύρισε στο Καστέλι και χωρίς να χασομερήσει πήγε στο κονάκι του Εμίν Ασλάν Εφένδη. Ο Αφέντης υποδέχτηκε τον δούλο με χαρά κάθισαν διπλοπόδιδες πάνω στο μαλακό χαλί και αμέσως ο Μανωλογιώργης άρχισε να διηγιέται: Πως κάθε πρωί τρεις απο τους πέντε γιους του γέρο Γεωργιλά φεύγουν απο το χωριό για τα πρόβατα και τα χωράφια τους. Παραμένουν στο χωριό δυο για τις δουλειές του σπιτιού και για να προφυλάξουν την Μαριγώ. Ο γέρο Γεωργιλάς πάντα ξημερώματα καβάλα στ' άλογο του ξεκινά για να επιβλέψει τα κτήματα του. Ύστερα σταμάτησε λίγο το πρόσωπο του μόρφασε σατανικά και άρχισε να λέει στο αφέντη, με ποιο τρόπο πρέπει να ενεργήσει για να μπορέσει να αρπάξει την πανώρια κόρη.
Ο Εμίν Ασλάν άκουσε με προσοχή όλα όσα του είπε ο Ιούδας και βρήκε το σχέδιο καλό, έτριψε τα χέρια του απο χαρά και έδωσε μια χούφτα "άσπρα" για τις πληροφορίες. Ο Μανωλογιώργης τρύπωσε τα άσπρα στο στήθος έκαμε πολλές ντεμενάδες και σύρθηκε σαν το σκουλήκι της γης για το σπίτι του. Πέρασαν μέρες, τα Νοπήγια ξέχασαν την επίσκεψη του προδότη. Ένα πρωινό που η γαλήνη και η ησυχία βασίλευε στο χωριό, ακούστηκε ξαφνικά ποδοβολητό αλόγων, που έκαμε τους σκύλους να ουρλιάξουν. Τρεις Τούρκοι καβαλάρηδες φάνηκαν στο χωριό, τα άλογα τους κάλπαζαν και σήκωναν σύννεφο την σκόνη, και αφού έφτασαν στο αρχοντικό του γέρο Γεωργιλά ξεπέζεψαν.
Στ' άκουσμα του ποδοβολητού η Μαριγώ πετάχτηκε στο παράθυρο μα μόλις αντίκρουσε τους Τούρκους σύρθηκε πάλι μέσα. Τα δυο αδέλφια της έκλεισαν βιαστικά την αυλόπορτα, άρπαξαν τα τουφέκια τους και στάθηκαν πίσω απο τα παραθύρια του σπιτιού, έτοιμοι να υπερασπιστούν ζωή τιμή και περιουσία.
Μα οι Τούρκοι ήταν ήρεμοι. Ο Εμίν Ασλάν Εφένδης, ο ένας απο τους τρεις, αντιλήφθηκε πίσω απο το παραθύρι το ένα Γεωργιλά. Τον κάλεσε με καλό τρόπο και του είπε πως θέλουν νερό και λίγο κριθάρι για τ' άλογα τους γιατί έρχονται απο μακρυά και θέλουν να ξεκουραστούν λίγο, για να συνεχίσουν την πορεία τους προς το Καστέλι.
Ο ευγενικός τρόπος που μίλησε ο Τούρκος αλλά και ο ασήμαντος αριθμός τους, έκαμε τους Γεωργιλάδες να πιστέψουν οτι δεν ήρθαν για κακό σκοπό. Αμέσως κατέβηκαν και άνοιξαν την αυλόπορτα και έμπασαν μέσα τους Τούρκους. Σαν μπήκαν μέσα και έδεσαν τα άλογα χίμηξαν σαν πεινασμένοι λύκοι και κατάκοψαν με τα μεγάλα γιαταγάνια τους τους δυο Γιωργιλάδες. Ύστερα με γρηγοράδα μπήκαν στο σπίτι και πριν καταλάβει η Μαριγώ τι γίνηκε στην αυλή, βρέθηκε σηκωμένη σαν φτερό στα δυνατά χέρια του Εμίν Ασλάν, που μάταια φώναζε βοήθεια.
Τ' άλλα τρία αδέλφια και ο γέρο Γεωργιλάς έφτασαν αργότερα στο αιματοβαμμένο σπίτι. Θρήνος και οδυρμός για τον άδικο χαμό των δυο παλικαριών, φωνές πόνου και αναστεναγμοί για την αρπαγή της Μαριγώς. Το χωρίο με περίσσια θλίψη συντρόφεψε τους νεκρούς στην εκκλησία. Ο γέρο παπά Στυλιανός με δάκρυα στα μάτια διάβασε τη νεκρώσιμη ακολουθία και ύστερα άνοιξε η γη για να δεχτεί τα κορμιά των αδικοσκοτωμένων.
Μα τότες τη στιγμή εκείνη τη μεγάλη και ιερή που η γη δέχεται τους νεκρούς στην αγκαλιά της, τότες που ο άνθρωπος φεύγει ολότελα απο τη γη για την παντοτινή του κατοικία, τότες ο γέρο Γεργιλάς σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και με πατριαρχική μεγαλοπρέπεια αντάξια ενός άρχοντα είπε με σταθερή φωνή.
- "Να μη βρεθεί γη να μας θέσει πριν εκδικηθούμε τους αδικοσκοτωμένους και την αρπαγή της Μαριγώς". Οι τρεις γιοι του με μιας σήκωσαν τα χέρια πάνω απο τον τάφο και είπαν "Αμήν". Μαζί τους και όλοι οι άντρες και οι γυναίκες του χωριού επανέλαβαν το "Αμήν".
Στο Καστέλι την ίδια παραπάνω στιγμή, έφτασαν οι τρεις Τούρκοι, ξεπέζεψαν στο κονάκι, και ο ίδιος ο Εφένδη σήκωσε στα χέρια του τη Μαριγώ και την ανέβασε στο πάνω πάτωμα του σπιτιού, στο χαρεμπλίκι. Εκεί την ξάπλωσε μισαναίσθητη πάνω σ΄ένα ντιβάνι, κι αμέσως έκραξε την πιστή του γριά σκλάβα και τις έδωσε διαταγές. Σε λίγο η γριά σκλάβα μαζί με τις νεώτερες δούλες έφερε πολύτιμα φορέματα απο μετάξι της ανατολής και απο βελούδο της Γαλλίας, έφεραν μυρωδικά, στολίδια απο χρυσάφι και έστρωσαν ένα σοφρά γεμάτο απο γλυκά, εκλεκτά σερμπέτια και χίλιες δυο λιχουδιές. Σε λίγο αποχώρησε ο Εμίν Ασλάν απο την κάμαρα και η γριά σκλάβα αμέσως έδιωξε τις δούλες και έμεινε μονάχη με τη Μαριγώ και της λέει.
- Θέλημα του Αλλάχ είναι κόρη μου να γίνεις γυναίκα του ξακουστού Εφένδη! Τα παραπάνω λόγια πέρασαν σαν μαχαίρι στο κορμί της Μαριγώ που ανατρίχιαξε...και κατάλαβε τι την περίμενε. Ανασηκώθηκε κοίταξε με το βλέμμα της γύρω -γύρω και σε μια στιγμή πετάχτηκε απο το ντιβάνι και στάθηκε όρθια, με γρηγοράδα αγριμιού έτρεξε στο ανοικτό παράθυρο και πριν προλάβει η σκλάβα να φωνάξει, χωρίς δισταγμό, έπεσε στην πλακοστρωμένη αυλή και σκορπίστηκε.
Η Μαριγώ τώρα βρίσκεται μακρυά, στους ουρανούς, συντροφιασμένη με τα αγαπημένα και αδικοσκοτωμένα αδέλφια της. Η υπέροχη θυσία της Μαριγώς συγκίνησε βαθιά τους Χριστιανούς. Ξεχωριστά συγκίνησε τον τιμημένο της πατέρα και τα ζωντανά αδέλφια της που σε κάθε στιγμή, η μεγάλη θυσία της, τους θύμιζε τον όρκο τους.
Πέρασε καιρός το Μπαϊράμι έφτασε. Το βράδυ της μεγάλης γιορτής των μουσουλμάνων στο κονάκι του Εμίν Ασλάν στο Καστέλι γινόταν μεγάλο γλέντι. Από το πρωί της ημέρας εκείνης άρχισαν να  βροντούν τα νταούλια και να αντηχούν αλαλαγμοί και τα τραγούδια των Τούρκων. Το γλυκό κρασί της Κισάμου είχε ξεφρενιάσει τους καλεσμένους, και μέσα στο κονάκι το όργιο είχε φτάσει στο αποκορύφωμα. Όσο η νύχτα προχωρούσε τόσο και οι καλεσμένοι αποκτηνωνόνταν. Τα μεσάνυχτα το κρασί είχε δαμάσει τα τουρκικά κτήνη. Την ίδια ώρα τρεις άντρες αρματωμένοι γλιστρούσαν σαν σκιές στους δρόμους τους Καστελλιού. Στάθηκαν σ' ένα σπίτι κοντά στο κονάκι, χτύπησαν την πόρτα. Σε λίγο μια φωνή ακούστηκε μέσα απο το σπίτι. 
-Ποιος είναι τέτοια ώρα
-Άνοιξε μ' έστειλε ο Εφένδης, ανταποκρίθηκαν
-Μετά χαράς, απάντησαν απο το σπίτι, και στο άνοιγμα της πόρτας πρόβαλε η σατανική σιλουέτα του Μανωλογιώργη. Ένα σιδερένιο χέρι άρπαξε τον λαιμό του για να μην φωνάξει και αμέσως οι δυο άλλοι άνδρες με ένα σκοινί τον έδεσαν χειροπόδαρα, ύστερα ένας απο τους τρεις τον σήκωσε αναμάσκαλα και άρχισαν να προχωρούν προς το κονάκι του Εφένδη. Οι τρεις αρματωμένοι πέρασαν την πλακοστρωμένη αυλή μπήκαν στο σπίτι και ανέβηκαν σιγανά και αθόρυβα στο πάνω πάτωμα. Εκεί πάνω στα χαλιά βρισκόταν ξαπλωμένος αναίσθητος απο το κρασί ο Εφένδης και γύρω του οι σκλάβες αλλά και οι ξακουστοί καλεσμένοι του.
Αμέσως οι Γεωργιλάδες τον άρπαξαν και πριν συνέλθει τον πετσόκοψαν με τα μαχαίρια τους. Δίπλα στο πτώμα του τοποθέτησαν ζωντανό και δεμένο τον προδότη. Ύστερα έδωσαν φωτιά στις τέσσερις γωνίες του σπιτιού και τρεχάτοι έφυγαν. Το κονάκι του ξακουστού Εμίν Ασλάν Εφένδη καιγόταν μαζί με αυτόν και τον προδότη και αλλά και οι επιφανείς καλεσμένους του.

Το παραπάνω δράμα που η οικογένεια των Γεωργιλάδων το τοποθετεί στα μέσα του 18ου αιώνα οι Τούρκοι καταδίωξαν και εκτόπισαν απο τα Νοπήγια τους Γεωργιλάδες. Από τους τρεις γιους του γέρο Γεωργιλά, ενός χάθηκαν τα ίχνη, ο δεύτερος εγκαταστάθηκε στο Κούνενι και ο τρίτος στα Σφακιά. Αργότερα οι δυο γιοί του τελευταίου εγκαταστάθηκαν στον Βάμο και δημιούργησαν την γνωστή ηρωική οικογένεια των Γεωργιλάδων του Αποκόρωνα. Στην επανάσταση του '21 η οικογένεια των Γεωργιλάδων ανέδειξε αληθινούς ήρωες. Τον Κωνσταντή ή Γεωργιλοκωνσταντή απο το Κούνενι (Βάθη) και τον Γιώργη Γεωργιλά απο τον Βάμο. Ο Γεωργιλοκωνσταντής πολέμησε στην Πελοπόννησο και αργότερα το 1825 έγινε αρχηγός των Χαίνηδων της Κισάμου. 
Ι.Δ. ΤΣΙΒΗΣ

Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2021

ΤΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΜΕΤΑ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΛΗΨΗΣ ΤΟΥ ΦΡΟΥΡΙΟΥ ΚΑΣΤΕΛΙΟΥ ΚΙΣΑΜΟΥ

Για την γεγονότα και την παραλίγο εμφύλια σύρραξη που αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή κατά την επανάσταση του 1823-1824 στα Χανιά και στην Κίσαμο γράφει σαν συμπέρασμα στην ιστορία του ο Γιάννης Ανδρουλάκης.
- Για την άσχημη πορεία των γεγονότων στην Κρήτη έχουμε τις πληροφορίες του Κριτοβουλίδη, τη συλλογή εγγράφων του Πρακτίδη και τις αναφορές των Νεοφ. Οικονόμου, Αντωνιάδη, Παρδαλάκη και Αφεντούλιεφ. Σκοπός των λογιών αυτών είναι να διασώσουν τα γεγονότα και πρώτιστα τους εαυτούς τους. Ο Κριτοβουλίδης υπερέβη τα εσκαμμένα και παρέστησε γεγονότα ως πραγματικά, ενώ είναι αμφίβολα καθ’ εαυτά.
Ο Αφεντούλιεφ παρέστησε τους Σφακιανούς ως άρπαγες, κλέπτες, αδικητές και στρεφομένους κατά των συμφερόντων του Κρητικού λαού, και γι’ αυτό ο Παπαδοπετράκης τον εκδικήθηκε στην ιστορία του. 
Η αλήθεια, όμως, απαιτεί να αποδοθεί η ανάλογη δικαιοσύνη προς όλες τις κατευθύνσεις και να υπερασπισθεί το δίκαιον, το οποίο κατανέμει ευθύνες σε όλες τις ηγετικές μερίδες του τόπου, οι οποίες διεκδικούσαν τον τίτλο του πρώτου. Οι επαρχίες της Κρήτης δεν μπορούσαν να διακρίνουν, ότι στην αρχή του αγώνα οι Σφακιανοί, με την πείρα που διέθεταν στα πολεμικά, μπορούσαν να ηγηθούν αποτελεσματικά. Η τάση των καπετανέων των Σφακίων, η οποία εκδηλωνότανε έντονα, δημιούργησε τις αντιδικίες και αντιζηλίες των άλλων επαρχιών. Και ως εκ τούτου ελισσόμενοι από τις πιέσεις των άλλων αναγκάσθηκαν να εισαγάγουν αρχηγούς από την άλλη Ελλάδα, με τον υπολογισμό, ότι έπρεπε να συνδεθεί ο αγώνας, αφ’ ενός της Κρήτης με τις προσπάθειες της λοιπής Ελλάδας, αλλά αφ’ ετέρου και να παίξουν τον ρόλο του πεφωτισμένου Δεσπότη, αχρηστεύοντας διαδοχικά τον ένα μετά τον άλλο Διοικητή.
Οι οπλαρχηγοί των άλλων επαρχιών και ιδιαίτερα των όμορων, Αποκόρωνα και Κυδωνιάς. άφησαν πολλές φορές τους Σφακιανούς αβοήθητους, χωρίς να μπορούμε να διακριβώσουμε τα αίτια: ήταν αντιζηλία, ήταν τα αποτελέσματα της διαίρεσης και της διχόνοιας, ήταν η δυσπιστία προς την πολιτική των Σφακιανών ή ήταν κάτι άλλο, το οποίον θα εξακριβωθεί αργότερα;
Όσον αφορά λόγιους, οι οποίοι προσπάθησαν να διασώσουν το όνομά τους, τα στοιχεία ομιλούν, ότι δεν ήσαν υπεράνω υποψίας: Και αυτό ισχύει και για τον Αντωνιάδη και για τον Νεόφ. Οικονόμο, οι οποίοι διαχειρίστηκαν χρηματικά ποσά του νησιού. Πού βρήκε ο Νεόφ. Οικονόμος 4.800 γρόσια, ποσόν πολύ μεγάλο για την εποχή, και του το αφαίρεσαν τα πληρώματα των Υδραίΐκων πλοίων; Πως ο Πρακτικίδης δανείζει 2.000 γρόσια, ενώ κλαίγεται ότι ήταν φτωχός, αλλά επιτίθεται με μεμψιμοιρία λογίου κατά των Σφακιανών, αποκαλώντας τους συλλήβδην κλέπτες;
Αλλά, και μέσα απ’ αυτή την κοινωνική ατέλεια των Σφακιανών, την οποίαν την είχαν εξ ίσου και οι Μανιάτες, που προήλθε από την φτώχεια του εδάφους και από την προσπάθεια της αυτοσυντήρησης, γεννήθηκε η ικανότητα και η αρετή της κοινοτικής διαχείρισης, την οποίαν διέθεταν οι Σφακιανοί, αλλά οι καπετανέοι των άλλων επαρχιών δεν την αξιοποίησαν.
Γενικά, οι συνθήκες του αγώνα ήταν τότε δύσκολες, οι χαρακτήρες των ανθρώπων αρχαϊκοί, ο δε τρόπος κατανομής της εξουσίας από τον Αφεντούλιεφ μεροληπτικός και παρ’ ολίγον να οδηγούσε τις επαρχίες σε εμφύλια σύγκρουση. Οι σωφρονέστεροι και το όραμα για την εθνική ανόρθωση έσωσαν τα φαινόμενα κατά τον πόλεμο, δηλαδή την ελληνική σχεδία, η οποία εμπειρότερη από προηγουμένως, θα συνεχίσει την προσπάθεια απελευθέρωσης της Κρήτης από την περιοχή της Κισάμου και ιδιαίτερα από το οχυρό φρούριο της Γραμβούσας, το οποίο θα καταστεί πονοκέφαλος για την Τουρκική Διοίκηση.
Ένα πολύ καλό κείμενο για τα γεγονότα αυτής της περιόδου έχει γράψει ο καθηγητής Ιστορίας Απόστολος Δασκαλάκης και μπορείτε να τα διαβάσετε εδώ!
ΠΗΓΗ
Ελληνικό ημερολόγιο, Η Επαρχία Κισάμου μέσα απο την ιστορία της Κρήτης, Γιάννης Ανδρουλάκης

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2021

ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΦΡΟΥΡΙΟΥ ΚΑΣΤΕΛΙΟΥ ΚΙΣΑΜΟΥ 20 ΜΑΙΟΥ 1823

Από την Ιστορία της Κισάμου του Γιάννη Ανδρουλάκη
-Από την ακτή του Δραπανιά μέχρι το φρούριο της Κισάμου η απόσταση είναι πάνω από 5 χλμ. Σ’ αυτήν την απόσταση είχαν παραταχθεί περίπου 5.000 Έλληνες στρατιώτες, οι οποίοι ήταν έτοιμοι να επιτεθούν στο φρούριο, του οποίου μέχρι σήμερα σώζονται σε καλή κατάσταση οι προμαχώνες της ανατολικής πλευράς. Το φρούριο θα μπορούσε να βληθεί απ’ όλες τις πλευρές: από βορρά με καράβια, από την ανατολή και από τα νότια από τα υψώματα της οχυρής θέσης Κουνουπίτσας (μικρός οικισμός).
Όταν παρατάχθηκαν τα κανόνια, ο Εμμ. Τομπάζης, γνωρίζοντας και την δύσκολη και αδύνατη κατάσταση των πολιορκημένων, εξ αιτίας της πανώλης και για να αποφύγει την αιματοχυσία, προσκάλεσε τους αρχηγούς των Τούρκων, τον Εμίν Αγά ή Εμιναγαδάκη και τον Γενιτσάραγα, για να παραδώσουν το φρούριο.
Οι αρχηγοί, πράγματι, των Τούρκων προσήλθαν, και επειδή διαπίστωσαν τη μεγάλη δύναμη των ελληνικών όπλων, ήλθαν σε διαπραγμάτευση με τον Αρμοστή, για την εκκένωση του φρουρίου.
Η απόφαση, που έπρεπε να πάρουν οι Τούρκοι αρχηγοί, ήταν ασφαλώς μεγάλη και η ευθύνη βαριά. Στάθμιζαν τα πράγματα και αμφιταλαντεύονταν. Η σθεναρή στάση, όμως, του Τομπάζη τους πειθανάγκασε να συνθηκολογήσουν και να δεχθούν να αποχωρήσουν από το φρούριο της Κισάμου με τους παρακάτω όρους:
1. Να φύγουν με τα υπάρχοντά τους και με τα όπλα τους για τα Χανιά.
2. Να εξευρεθούν τα καράβια, που θα μετέφεραν στα Χανιά τους Τούρκους, όπως και έγινε.
3. Να αφήσουν ελεύθερες τις ελληνικές οικογένειες, που κρατούσαν στο φρούριο.
4. Να περιέλθει ο οπλισμός και τα παντός είδους εφόδια στα χέρια των Χριστιανών.
Οι ιστορικοί διχάζονται για τον αριθμό των Τούρκων, οι οποίοι απεχώρησαν. Ο Σπυρ. Τρικούπης τους αναβιβάζει σε 1.500, τους οποίους με δική του επιστασία ο Αρμοστής τους επιβίβασε στα καράβια.
Κατά την επιβίβαση παρουσιάστηκαν και τα σχετικά κρούσματα λαφυραγωγήσεως από την πλευρά των Ελλήνων στρατιωτών, αλλά κατέστειλε αποτελεσματικά ο Αρμοστής το φαινόμενο, με έντιμους Έλληνες οπλαρχηγούς. Η απολύμανση και ο εξαγνισμός του χώρου με καύση των νεκρών και αντικειμένων ανατέθηκε σε υπεύθυνους καπετάνιους.
Μια εκατονταρχία υπό τον πεντακοσίαρχο Μαρτιμιανό Περράκη και τον Μιχ. Οικονόμου, από τον Πόρο, εγκαταστάθηκε στο φρούριο. Η Ελληνική Σημαία υψώθηκε στο φρούριο μέσα σε μεγάλη χαρά και συγκίνηση.
Ο Αρμοστής κατακρίθηκε, επειδή δεν κατέστρεψε ολοσχερώς τους Τούρκους του φρουρίου, αλλά τους επέτρεψε να αναχωρήσουν και μάλιστα ένοπλοι. Ισχυρίζονται δε οι ιστορικοί της Κρήτης, όχι πάντα εν αδίκω, ότι οι διασωθέντες ενίσχυσαν την φρουρά των Χανίων και ότι αργότερα στράφηκαν με μεγαλύτερη μανία κατά των Χριστιανών. Ο Τομπάζης ήλπιζε, ότι με την αποστολή των άρρωστων πλέον Τούρκων στα Χανιά, θα επιδείνωνε την κατάσταση των Χανιωτών Τούρκων, οι οποίοι υπέφεραν από έλλειψη νερού, γιατί ο Βασ. Χάλης είχε καταστρέψει τους υδρευτικούς αγωγούς της πόλεως και ότι θα μεταδιδόταν και η επιδημία της πανώλης στον Τουρκικό συνωστιζόμενο πληθυσμό.
Δεν δυνάμεθα να διακριβώσουμε, ποια σκέψη κυριάρχησε στον Αρμοστή. Όμως, δεν δυνάμεθα να κατακρίνουμε την φιλάνθρωπη, σύμφωνα με πολλούς, ενέργειά του, γιατί και ο πόλεμος έχει τους κανόνες και τους νόμους του: και στην περίπτωση αυτή τηρήθηκε ένας στρατιωτικός νόμος, ένα ήθος, το οποίο χαρακτηρίζει τους σύγχρονους τακτικούς στρατούς.
Η φθορά του αντιπάλου, όταν παραδιδότανε, ήταν αδικαιολόγητη και σύμφωνα με το ιπποτικό αίσθημα και πνεύμα των ανθρώπων της εποχής εκείνης, αποτελούσε ηθική παρέκκλιση και ατιμία. Εξ άλλου και στην Πελοπόννησο ο Θ. Κολοκοτρώνης στην άλωση της Τρίπολης άφησε τους Αλβανούς ως γενναίους να απέλθουν με τα όπλα τους. Η ανδρική συμπεριφορά προς ένα γενναίο αντίπαλο και η υψηλοφροσύνη ήταν, τουλάχιστον από την πλευρά των Ελλήνων, συνέπεια εθνικής συμπεριφοράς από την αρχαιότητα.
Η αλληλοεξόντωση των δύο στοιχείων επιτρεπότανε την ώρα της σύγκρουσης. Ιδιαίτερα στο χώρο της Κρήτης οι Τουρκοκρητικοί είχαν κληρονομήσει και την ευρωστία και το ηρωικό ιδεώδες της φυλής: δεν ήταν τυχαίοι άνθρωποι και παρά τις εκτροπές τους δεν έπαυαν, τουλάχιστον, μερικοί από τους αρχηγούς τους να απολαύουν εκτιμήσεως από τους δικούς μας.
Ύστερα, κατά τις αφηγήσεις των παλαιοτέρων, στις συγκρούσεις αναγνωρίζονταν μεταξύ τους και αλληλοπροκαλούνταν, ως ομηρικοί ήρωες, να παίξουν ένα ζευγάρι μπάλες ορθοί και όχι καλυμμένοι.
Πολλοί Χριστιανοί ήταν συγγενείς με τους Τουρκοκρητικούς, ήταν τα αδέλφια, που στις δοκιμασίες της φυλής έχασαν το δρόμο τους. Κάθε είδος επομένως επιμονής των ιστορικών της Κρήτης, όχι βέβαια όλων, για σφάλματα του Αρμοστή, είναι μια σκληρή ορθολογιστική άποψη, η οποία τότε δεν θα μπορούσε να εφαρμοσθεί για τους Τουρκοκρητικούς της Κισάμου.
Για την επανάσταση στην Κρήτη και ιδιαίτερα για την Κίσαμο η παράδοση του φρουρίου είχε τα παρακάτω ευεργετικά αποτελέσματα:
1. Εξασφαλίστηκε ένα νέο λιμάνι, της Κισάμου, για την επικοινωνία με την Πελοπόννησο και αποκαθίσταται η ενότητα του θαλάσσιου χώρου.
2. Το εμπόριο μπορεί να διεξαγάγεται και απ’ αυτό το κέντρο και έτσι αποφεύγονται οι ανεξέλεγκτες καταχρήσεις των δημοσίων προσόδων από τους Σφακιανούς.
3. Απαλλάσσεται η ύπαιθρος της Κισάμου από επικίνδυνους αντιπάλους.
4. Ενισχύεται η θέση και η άποψη των Μεσογειανών οπλαρχηγών για την κατάληψη του φρουρίου της Γραμβούσας.
5. Αναζωογονείται ο αγώνας με αξιόλογους μαχητές και οπλαρχηγούς, οι οποίοι ήταν σεμνοί, σταθεροί και μετρημένοι.

Οι φωτογραφίες είναι απο την εκδηλώσεις αλλά και την αναπαράσταση της κατάληψης του φρουρίου το Μάιο του 1973 με την συμπλήρωση των 150 χρόνων.

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2021

ΟΙ ΚΟΥΛΕΔΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821 ΣΤΗΝ ΚΙΣΑΜΟ

 Αν και οι περισσότεροι κουλέδες -πύργοι- οι Τούρκοι τους έκτισαν μετά την επανάσταση του 1866, η ερεύνα (Κλάδου-Μλέτσα) λέει οτι ως και το 1866 υπήρχαν στην Κρήτη περίπου 60 Κουλέδες, το 1868 ήταν παραπάνω απο 150. Στην Κίσαμο βάση της αναφοράς Αναστασάκη, οι Κουλέδες ήταν 10 πριν την επανάσταση του 1821 και οι οποίοι όλοι πολιορκήθηκαν απο τους οπλαρχηγούς και τους Σωματάρχες της περιόδου εκείνης.
ΚΟΥΛΕΣ ΚΟΥΝΟΥΠΙΤΣΑΣ
Πρώτος Πύργος που πολιορκήθηκε ήταν αυτός των Αφράτων που πολιορκήθηκε απο τους Κανίστο, Μαληκούτση, Παπαδερό και Σκάρο. Αιχμαλωτήσθηκαν 12 Τούρκοι που εστάλησαν στην Ύδρα. Ο Πύργος σώζεται ως και σήμερα και είναι στην ιδιοκτησία Χριστοδουλάκηδων.
Επόμενος Πύργος που δέχτηκε την επίθεση των επαναστατών ήταν στα Γλιμπιλιανά που βρίσκεται στα ανατολικά του χωριού. Στον Πύργο αυτό επειδή δεν ήταν δυνατόν να τον καταλάβουν τον ανατίναξαν το βράδυ βάζοντας ένα βαρέλι πυρίτιδα στα θεμέλια. Συνέλαβαν 4 Τούρκους και 10 σκότωσαν. Στην πολιορκία αυτή έλαβαν μέρος ο Πατσιμίδης, ο Κοτσιφόγιαννης απο τα Νοχιά, ο Κανίστος, ο Διγαλής και ο Νικόλαος Φανδρίδης.
Συνεχίζοντας τις πολιορκίες κατέλαβαν πολύ εύκολα τον μικρό πύργο της Μαραθοκεφάλας μιας και οι Τούρκοι παραδόθηκαν άνευ μάχης. Ο Πύργος αυτός ανήκει σήμερα στην οικογένεια Αλυγιζάκη. Οι αιχμάλωτοι Τούρκοι στάλθηκαν στον Δραπανιά στον καπετάν Μαρτιμιανό που τους αντάλλαξε με Χριστιανούς του φρουρίου του Καστελιού.
Τέταρτος πύργος που πολιορκήθηκε ήταν αυτός της Σπηλιάς* αλλά οι Τούρκοι κατάφεραν να διαφύγουν δίχως μάχη και να πάνε στις Βουκολιές. Το ίδιο έγινε και στον Πύργο στον Άγιο Αντώνιο ο πύργος αυτός ανήκει σήμερα στην οικογένεια Τσοντάκηδων,
Στα Δελιανά* στην Χαρβάτα και στα Ζυμβραγού* οι Τούρκοι παραδόθηκαν και οι Πύργοι χάλασαν ώστε να μην ξαναχρησιμοποιηθούν.
ΚΟΥΛΕΣ ΜΕΣΟΓΕΙΩΝ
Στο Καστέλι ο ένας πύργος ήταν στην στρατηγική θέση Κουνουπίτσα (αλλιώς θα λεγόταν τότε το σημείο μιας και ο Τομπάζη το ονόμασε Κουνουπίτσα το 1823) Στον Πύργο αυτό έγινε μάχη με τους οπλαρχηγούς  Καρεκλά, Μαρτιμανιανό, Χούδαλη, όπου τον κατέλαβαν, το ίδιο έγινε και στον Πύργο των Μεσογείων με τον Κυρίτση και τους αδελφούς Γιώργο και Κωνσταντίνο Γεωργιλάκη να τον πολιορκούν, αναγκάζοντας τους Τούρκους να τον εκκενώσουν νύχτα και να κλειστούν στο φρούριο του Καστελλιού.
Οι περισσότεροι Πύργοι ξαναοικοδομήθηκαν το 1889-90 για να ξαναπολιορκηθούν και να καταστραφούν εντελώς το 1896-1897. 
* Ορισμένοι Πύργοι ήταν και σπίτια των Αγάδων (Μπαιρακαγάσηδων) της περιοχής και οτι ο στρατός ήταν ιδιωτικός για να φυλάει τον Αγά και τα τσιφλίκια απ τις επιδρομές.

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2021

Η ΟΜΑΔΙΚΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΦΕΡΝΕΙ ΠΑΝΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ

Για να καταλάβουμε πως ενεργούν οι άλλοι θα σας αναφέρω μια ιστορία δείχνοντας την ομαδική δουλειά που κάνουν κάποιες άλλες επαρχίες στα πολιτιστικά δρώμενα της περιοχής τους, χρόνια τώρα.
Διαβάζοντας την ιστορία του Γιάννη Μουρέλλου βλέπω ότι η πρώτη σημαία της Επανάστασης στην Κρήτη μάλιστα κατοχυρωμένη και με βασιλικό διάταγμα έγινε στις 24 Μαΐου του 1821, όχι στα Σφακιά που ως και σήμερα κάποιοι πιστεύουν, αλλά στο γειτονικό Ροδάκινο και συγκεκριμένα στον Ιερό ναό του Αγίου Γεωργίου στο Κουρκουλό. Στην περιοχή αυτή του Ρεθύμνου στις 24 Μαΐου 1821 υψώθηκε η πρώτη σημαία της επανάστασης από τον Σεβασμιότατο Ηγούμενο της Μονής Πρέβελη Μελχισεδέκ Τσουδερό. Νωρίτερα πέντε μέρες, στις 19 Μαΐου 1821, ημέρα της εορτής της Αναλήψεως του Κυρίου κρέμασαν στον Πλάτανο της Πλατείας Σπλάντζιας στα Χανιά τον επίσκοπο Κισάμου Μελχισεδέκ και τον Ιεροδιάκονο Καλλίνικο. Ένας άλλος Μελχισεδέκ λοιπόν ύψωσε το λάβαρο της επανάστασης ξεσηκώνοντας το μπαιράκι της επανάστασης στην Κρήτη.
Μάλιστα σκαλίζοντας και λίγο παραπέρα βρήκα και το βασιλικό διάταγμα με υπογραφή 17 Μαΐου 1959 δημοσιευμένο στην εφημερίδα της κυβερνήσεως στο φύλο ΙΙ Α'.
- Επιθυμούντες όπως η επέτειος της υψώσεως της σημαίας της επαναστάσεως λαβούσης χώραν την 24ην Μαΐου 1821 εις τον εν θέση Κουρκουλώ της κοινότητας Ροδακίνου Ρεθύμνης Ιερόν ναόν Αγίου Γεωργίου εορτάζηται ως εμπρέπει εις το ιστορικόν τούτο γεγονός προτάσει του Ημετέρου επί των Εσωτερικών Υπουργού απεφασίσαμεν και διατάσσομεν.
+Ορίζομεν την 24ην Μαίου ως ημέραν τοπικής εορτής εν Ροδακίνω Ρεθύμνης+
Κατά ταύτην θα τελείται εν κωμοπόλει Ροδακινίου δοξολογία εις ανάμνησιν του ιστορικού τούτου γεγονότος.
Αι λεπτομέρειαι της εορτής θα καθορίζονται.......
Εν Αθήναις τη 17 Μαΐου 1959

Φυσικά το παραπάνω γεγονός έπεσε σε αμφισβήτηση αμέσως τον Οκτώβρη του 1959 και με επιστολές τους οι Σφακιανοί δεν αποδέχτηκαν το γεγονός μας και η μόνη περιοχή που θα μπορούσε να σηκώσει σημαία τότε ήταν τα Σφακιά. Δεν θα εξετάσω αν ο Μουρέλλος έγραψε αλήθειες ή ψέματα αλλά μόνο το γεγονός της αμφισβήτησης και η ομαδική προσπάθεια να μην περάσει αυτή η ανύψωση της σημαίας έξω απο τα Σφακιά δείχνει πολλά.... μάλιστα βρήκα και μια επιστολή του συλλόγου Σφακιανών Αθηνάς και Πειραιά που καταλήγει ως εξής για το συγκεκριμένο προεδρικό διάταγμα.
... Δεν υποκλέπτονται οι αγώνες και το αίμα. Νομίζομεν λοιπόν οτι ο σεβασμός της Ιστορίας και των Διαταγμάτων επιβάλλει την ανάκλησιν του διατάγματος (καθιέρωση 17 Μαΐου στο Ροδάκινο έναρξης επανάστασης 1821 στην Κρήτη).
 Και επειδή επί τη ευκαιρία, φρονούμεν και ημείς οτι η Πολιτεία οφείλει να τιμήση ως Εθνικόν γεγονός την κήρυξιν της Επαναστάσεως στην Κρήτη δι ης συμμετέσχεν εις την Εθνική Εξέγερσιν του 1821, παρακαλούμεν συν τη άρσει του ανωτέρου Διατάγματος, υπογραφή αρμοδίως έτερον το οποίον θα καθορίζει ως επέτειον την 29 Μαΐου 1821 και τόπον την Θυμιανήν Παναγά Σφακίων.
Ο Πρόεδρος                           Ο Γραμματέας 
Παπαδάκης Νικόλαος             Μανούσακας Μανούσος   
 
Επίλογος
Από τα Σφακιά, την ιστορική Μόνη της Παναγίας της Θυμιανής -την επονομαζόμενη και ως Αγία Λαύρα της Κρήτης- θα ξεκινήσουν οι εκδηλώσεις στο νησί μας για τον εορτασμό των 200 χρόνων από την κήρυξη της επανάστασης του 1821, στις 6 Ιουνίου του 2021.. παραμερίζοντας και ιστορικούς και διατάγματα.

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021

Η ΠΡΩΤΗ ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ 1821 ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

 Γράφει ο ταξίαρχος Στέλιος Καλλονάς σχετικά με τα τα πρώτα χρόνια της επανάστασης στην Κρήτη που τέλειωσε με τον ποιο αιματηρό τρόπο, το 1824, αν και ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς.
-Η τύχη της επανάστασης φαίνεται οτι είχε κριθεί οριστικά υπέρ των Ελλήνων τον πρώτο χρόνο. Οι μάχες στα Τσικαλαριά, στους Λάκκους, στο Θέρισσο, στην Μαλάξα, αποτελούσαν αναμφισβήτητα απόδειξη της αποφασιστικότητας των Κρητικών να πεθάνουν ή να ζήσουν πια ελεύθεροι. Η προσπάθεια του Χασάν Πασά να καταστείλει την επανάσταση στις Δυτικές επαρχίες αποτυγχάνει, οπότε παραιτείται απο το αρχικό του σχέδιο και στρέφεται τον Αύγουστο προς το Ηράκλειο. Περνά τον Αποκόρωνα το Ρέθυμνο και φτάνει στο Ηράκλειο και κατευθύνεται ανατολικά στρατοπεδεύοντας στο Καστέλι Πεδιάδος, και αν και αποτυγχάνει να εισβάλει αρχικά στο Λασίθι, εντούτοις η επανάσταση χάνεται μιας και υπάρχει κι άλλος φοβερότερος εχθρός εκτός του Χασάν Πασά ... η διχόνοια.
To δρομολόγιο του Χασάν Πασά γεμίζει μετά από το αίμα "και όσα υλικά αγαθά διέφυγον της αρπαγήν των Τουρκαλβανών εξαφανίζονται εις τας φλογας των εμπρησμών. Το σπήλαιον Μιλάτου μεταβάλλεται εις βωμόν εις τον όποιον εθυσιάσθησαν 3.700 κατά το πλείστον γυναικόπαιδα και γέροντες. Ο άδοξος θάνατος του Χασάν πασά, ύστερα από πτώση εκ του αλόγου έφερε επικεφαλής της θηριώδους αυτής Στρατιάς τον Χουσείν Βέη περισσότερον αιμοβόρον του πρώτου, αλλά και δραστηριώτερον και στρατηγικώτερον.
....  Κατά το διάστημα αυτό οι Επαναστάται εις τας Δυτικάς Επαρχίας δια νέων αγώνων εκκαθαρίζουν τας ’Επαρχίας Κισσάμου και Σελίνου και κυριαρχούν εις ολόκληρον την ύπαιθρον των Νομών Χανίων και Ρέθυμνου.
Δυστυχώς εις την Έπανάστασιν της Κρήτης έλειπε ο Ένας, ο Ανώτερος Ηγήτωρ, ο Ικανός να κατευθύνει και να διευθύνει τας πολεμικός ενεργείας, ο με κύρος να επιβάλει τας απόψεις του. Ουδείς προέβλεπε τον κίνδυνον τον οποίον διέτρεχε η Επανάστασις απο τον  Αιγυπτιακόν στρατόν.... Οι αρχηγοί τής επαναστάσεως με τον ακατάλληλον δια την περίστασιν αρμοστήν Εμμ. Τομπάζη συνήλθον εις το χωρίου Αρκούδενα και συνεζήτουν περί πολιτεύματος, βαθμών και διακρίσεων με κίνδυνον ενόπλου ρήξεως μεταξύ των, εάν δεν επεκράτουν οι ψυχραιμότεροι 
Η είδησις όμως της αποβάσεως την 15 Ιουνίου 1823 επτά χιλιάδων νέων δυνάμεων Αιγυπτιακού στρατού εις Ηράκλειον ήτο μαστίγωμα της υπεροψίας των αρχηγών, ράπισμα κατά των μεμψιμοιρούντων επαναστατών και τέλος ξεσκέπασμα της μετριότητος του Αρμοστού. Μ’ αυτά δεν κακίζομεν τους υπέροχους αυτούς άνδρας, διότι δεν είχαν τίποτε άλλο παρά μόνον τα κληρονομικά ελαττώματα τής φυλής μας.....
Έκτοτε ο Χουσεϊν Βέης κινείται αλληλοδιαδοχικώς κατά των επαρχιών της Κρήτης με μικράς πλέον παρενοχλήσεις και παραδίδει τα πάντα εις την σφαγήν, λεηλασίαν και ότι απέμεινε εις τον εμπρησμόν. Την καταστροφικήν αυτήν μανίαν των πιστών του Κορανίου εδοκίμασαν αι επαρχίαι της Μεσσαρας κατά τον Σεπτέμβριον μήνα του 1823, το Αμάρι κατά τον Οκτώβριον και με την σειράν του ο Αγ. Βασίλειος και το Ρέθυμνον. Η θύελλα αυτή της καταστροφής μέχρι τέλους Δεκεμβρίου έφθασε μέχρι τα Κουρνοπατήματα, Αποκορώνου.
Εκείθεν ανέστρεψε προς το Μυλοπόταμον του οποίου κατέστρεψε τα χωριά μέχρις Ανωγείων και Γωνιών. Εις το σπήλαιον του Μελιδονίου 370 ήρωες αρνούνται να παραδοθούν, προετίμησαν ν’ αποθάνουν από ασφυξίαν εκ του δημιουργηθέντος καπνού εις την είσοδον του Σπηλαίου. Εκείθεν ο Χουσεϊν επανέρχεται εις την Επισκοπή Ρεθύμνου διέρχεται τον Αποκόρωνα, και κατά τον μήνα Μάρτιον εισβάλλει εις Σφακιά δια δυνάμεως 26 χιλιάδων ανδρών καταστρέφων ότι πλέον ευρίσκετο όρθιον και φθάνει μέχρι της Σαμαριάς, κατήλθε εις Φραγκοκάστελλον και δια του Αγ. Βασιλείου φθάνει την Τρίτην ημέραν των Παθών  του Κυρίου, ο Πιλάτος αυτός τής Κρήτης, εις τους Αρμένους Αποκορώνου. Την 31 Μαρτίου 1824 εξαπέλυσε τον χείμαρρον της Στρατιάς αυτού κατά τής Επαρχίας Κυδωνιάς και δυτικώτερον κατά των Επαρχιών Κισάμου και Σέλινου, συνεχίζων με μεγαλυτέραν μανίαν τας φρικώδεις σφαγάς, ως είναι η ομαδική σφαγή των 600 είς Έλαφονήσι γυναικοπαιδών.
 Αι Επαρχίαι Κισάμου και Σέλινου δεν εδοκίμασαν μόνον την μανίαν των ορδών του Χουσείν Βέη, άλλ’ υπέστησαν και την εξοντωτικήν καταδίωξιν των θηριωδέστερων Τουρκοκρητικών των συνεπαρχιωτών των.
Η εκστρατεία αυτή του Χουσείν, ως θεομηνία κατέστρεψε ολοκληρωτικώς την Κρήτην, ήτις μετεβλήθη εις ερείπια και ο πληθυσμός ο όποιος διέφυγε το μαχαίρι των σφαγέων αυτών περιεφέρετο εις τα όρη, άστεγος, γυμνός, νηστικός, αποσκελετωμένος και θρηνών την σφαγήν προσφιλών υπάρξεων. Αυτό ήτο το δραματικόν τέλος της πρώτης φάσεως της Επαναστάσεως.

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2021

ΜΙΣΑΗΛ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ

200 χρόνια σύγχρονη Ελλάδα 1821-2021. Σεβόμαστε την Ιστορία μας. Τιμάμε τους ανθρώπους μας, τιμάμε τους ανθρώπους των Επαρχιών μας.

Γεννήθηκε το 1789 στο Μελισσουργιό Κισσάμου. Το 1800 εκάρη μοναχός και διάκονος στη Μονή Θεοτόκου Γωνιάς της Κρήτης. Εκεί ολοκλήρωσε τη βασική του εκπαίδευση. Σπούδασε επίσης στο Φιλολογικό Γυμνάσιο της Σμύρνης με δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Οικονόμο εξ Οικονόμων και κατόπιν χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Από το 1815 έως το 1833 περίπου διακόνησε ως ιερέας και δάσκαλος στις ελληνικές κοινότητες της Ευρώπης, ξεκινώντας από τη Βιέννη, συνεχίζοντας στην Τεργέστη και τελικά στο Μόναχο το 1830. Εκεί παρακολούθησε επίσης μαθήματατα Θεολογίας και Φιλοσοφίας, ως ακροατής. Προηγουμένως, το 1827, βοήθησε να συγκεντρωθούν χρήματα από τους Έλληνες της διασποράς προκειμένου να ιδρυθούν ορφανοτροφεία στην ελεύθερη πλέον Ελλάδα, μετά από παράκληση του Ιωάννη Καποδίστρια. Το 1833 επέστρεψε στην Ελλάδα, μετά από σχετική πρόσκληση του πατέρα του Όθωνα, βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α΄, προκειμένου να διδάξει ελληνική γλώσσα και ιστορία στο γιο του, που μόλις είχε εγκατασταθεί ως βασιλιάς στην Ελλάδα.
Στην Αθήνα δίδαξε επίσης στο Θεολογικό Σχολείο και στο Διδασκαλείο, ενώ το 1837 διορίστηκε διορίστηκε ως ο πρώτος τακτικός καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών στη Δογματική θεολογία, τη Χριστιανική ηθική και την Ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης. Χρημάτισε πρώτος κοσμήτορας της Σχολής το ακαδημαϊκό έτος 1837-1838 και Πρύτανης του Πανεπιστημίου κατά τα έτη 1842-1843 και 1850-1851, ενώ το 1852 ανακηρύχθηκε επίτιμος καθηγητής.
Το 1852 χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Πατρών και Ηλείας. Στις 2 Δεκεμβρίου 1861 εξελέγη Μητροπολίτης Αθηνών, θέση στην οποία παρέμεινε για λίγους μόλις μήνες, έως τον θάνατό του στις 21 Ιουλίου 1862. Ως Μητροπολίτης Αθηνών τέλεσε τα εγκαίνια του Μητροπολιτικού Ναού Αθηνών ενώ έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανέγερση μνημείου για τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄.
Πηγή Βικιπαίδεια, Σταύρος Κελαιδής

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2021

ΤΟ ΜΕΛΑΝΟ ΣΗΜΕΙΟ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΓΡΑΜΒΟΥΣΑ

Μετά την κατάληψη της Γραμβούσας στις 2 Αυγούστου του 1825 στο νησί μαζεύτηκαν πάνω απο 3.000 άτομα μάλιστα όπως αναφέρουν οι ιστορικοί της εποχής -υπήρχε κάθε καρυδιάς καρύδι. Το μικρό αυτό ανεξάρτητο κράτος έγινε το κέντρο της ελεύθερης Κρήτης και σε λίγο καιρό εκτός απο τις οικίες, φτιάχτηκε ναός στο όνομα της Παναγίας, σχολείο για τα παιδιά, στο οποίο δίδασκε ο επίσκοπος Αρδαμερίων Ιγνάτιος, και απέκτησε ένα καλό στόλο καραβιών.
Στην ιστορία της Κισάμου του Γιάννη Ανδρουλάκη ο συγγραφέας αναφέρει οτι στο νησί ... συνέρρεαν απο πολλά μέρη άτομα, ιδιαίτερα από την Κρήτη, αλλά και τυχοδιώκτες από την Ελλάδα.  Η διοίκηση, όμως, της Γραμβούσας δεν φάνηκε ότι ήταν ικανή να επιβάλει τάξη και ηρεμία σ’ ένα χώρο στενό και άγονο, ο οποίος τίποτα δεν παρήγαγε και τα αναγκαία της διατροφής έπρεπε να εξασφαλίζονται από τις προμήθειες της Κεντρικής Διοίκησης ή από καταδρομές. Σ’ ένα μικρό επίσης χώρο, που κατοικείτο από 3.000 άτομα, συνήθως σχολάζοντα, δημιουργούνταν, όπως ήταν εύλογο. προστριβές και μικροδιενέξεις.
Σ’ αυτή την περίπτωση φάνηκε η αφέλεια των Κρητών οπλαρχηγών, αλλά και η πολιτική αδεξιότητα στο να εξουδετερώνουν ή να συμβιβάζουν τις αντιθέσεις μιας τέτοιας συνύπαρξης. Κάποιος από την Χίο εκμεταλλευόμενος την δυσφορία των οπλαρχηγών σχετικά με το ποιος πρώτος κατέλαβε το φρούριο της Γραμπούσας, τεχνιέντως υπεδαύλιζε το μίσος κατά των Σφακιανών, μέχρις ότου μέσα στην αφέλεια, ιδιαίτερα των Κισαμιτών οπλαρχηγών, θίχτηκε ο εγωισμός τους και δεν λειτούργησε η λογική έστρεψαν τα πυροβόλα κατά του οικίσκου των Σφακιανών. εφόνευσαν μια γυναίκα και τον Β. Βερυκάκη, τους υπόλοιπους τους αφόπλισαν
και τους απέστειλαν στα Σφακιά.
Δυστυχώς, σ’ αυτές τις στιγμές δεν βρέθηκε ο μέντορας, που θα κατέστελλε το κακό. Ούτε Σελινιώτης, ούτε Κισαμίτης, αλλά και ούτε Σφακιανός οπλαρχηγός αναδείχθηκε πάνω από τις περιστάσεις. Η Κρήτη, δυστυχώς, όπως και παλαιότερα, ακόμα και στην αρχαιότητα, έτσι και τώρα δεν κατόρθωσε να ανυψώσει ένα πρόσωπο σε Γενικό αρχηγό. Ο εγωισμός, ο επαρχιωτισμός, αλλά και η υπεροψία των Σφακιανών ήταν η αιτία αυτού του φαινομένου.
Η αδυναμία ανάδειξης ενός Γενικού αρχηγού, ύστερα από τον θάνατο του Τσελεπή Δασκαλάκη στην Κάνδανο, το 1802, άνδρα με πολλές ελπίδες γι’ αυτό το αξίωμα, καταδείχθηκε από την αρχή της επαναστάσεως. Η έλλειψη ισχυρής προσωπικότητας παρουσιάστηκε και στην Γραμβούσα, αφού οι οπλαρχηγοί αναζητούσαν αρχηγό από την Ηπειρωτική Ελλάδα. Άλλοι υποδείκνυαν τον Κριεζιώτη και άλλοι τον Μπότσαρη.
Επειδή οι εν λόγω στρατηγοί ζητούσαν να πληρωθούν για τρεις μήνες οι στρατιώτες τους προκαταβολικά, αρνήθηκαν, και ο Ιωάννης Κωλέττης διόρισε έναν κατώτερο αξιωματικό, ονομαζόμενο Λαζόπουλο, για να αναλάβει την διοίκηση της Γραμβούσας.
Επανερχόμενοι στο επεισόδιο με τους Σφακιανούς, πρέπει να πούμε ότι, έστω και εκ των υστέρων, λειτούργησε το αίσθημα του συγκριτισμού και η αρετή της συγγνώμης, και οι Κισαμίτες απέστειλαν τον διαλεκτικό Νεόφ. Οικονόμο στους πρώτους των Σφακίων, για να δώσει συγγνώμη για το επεισόδιο και να πάρει την συνδιαλλαγή για περαιτέρω κοινούς αγώνες. Η υπερηφάνεια, όμως, των Σφακιανών είχε τρωθεί βαθύτατα, διότι αργότερα, αφού οι Γραμπουσιανοί ζήτησαν βοήθεια και κοινή δράση για την αντιμετώπιση του εχθρού, οι καπετανέοι των Σφακίων επετίμησαν τον συνεπαρχιώτη τους Παναγιωτάκη, που κόμιζε την παράκληση, και απάντησαν πικρόχολα, ότι αυτοί που ξαρμάτωσαν τους Σφακιανούς, να τα βγάλουν πέρα με τους Τούρκους. Καταξέσκισαν δε την επιστολή, που κόμιζε ο Αναγνώστης Παναγιωτάκης. Ο προγονικός ομηρικός χαρακτήρας και το πείσμα φάνηκαν και σ’ αυτή την περίπτωση......
 Αυτή η κατάληξη της διένεξης έφερε πολλά κακά στην συνέχεια για την Κρήτη και τον αγώνα για την ελευθερία...και ξαναγύρισε τα πράγματα σε χειρότερη κατάσταση απ ότι ήταν πριν την επανάσταση.

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2021

3 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1823 ΚΑΘΟΛΙΚΟΣ ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΩΝ ΕΠΑΡΧΙΩΝ ΚΙΣΑΜΟΥ ΚΑΙ ΣΕΛΙΝΟΥ

Επειδή είχε καθυστερήσει να εκραγεί η επανάσταση στην Κρήτη, πολλοί γενναίοι άνδρες των δύο επαρχιών είχαν μεταβεί στην αγωνιζόμενη Ελλάδα. Με την έναρξη των εχθροπραξιών στην Κρήτη, με προτροπή του Δημ. Υψηλάντη. αλλά και από φιλοτιμία παρακινούμενοι κατήλθαν στην Κρήτη και στρατολόγησαν και όσους συνεπαρχιώτες τους μπόρεσαν.
Έτσι, το 1822 κατέρχονται οι εννιαχωριανοί Μ. Καθεκλάς και οι αδελφοί Γεωργηλάδες. Στο Σέλινο κατέφθασε και ο καπετάν Φραγκιάς Τσισκάκης, ο οποίος κατάρτισε μόνο μια ομάδα στην αρχή από 60 άνδρες και αντιποιούνταν τους Τούρκους του Σέλινου. Αργότερα, διορίστηκε Γενικός αρχηγός του Σέλινου. Επίσης, ο Ιάκωβος Κουμής, του οποίου οι Τουρκοκρητικοί κατέσφαξαν την οικογένειά του, αναδεικνύεται ένας από τους δυνατότερους και δραστηριότερους αρχηγούς στον αγώνα. 
Η κατάσταση όμως στην Κρήτη εξελίσσεται στο χειρότερο, διότι στις 26 Μαΐου του 1822 φθάνει στη Σούδα Χανίων η πρώτη αρμάδα του Αιγυπτιακού στόλου με στρατό και εφόδια και εντός ολίγου θα καταφθάσει και δεύτερη νηοπομπή με ενισχύσεις σε έμψυχο και άψυχο υλικό. Παρ’ όλα ταύτα μπροστά στον κίνδυνο του γενικού αφανισμού οι Κισαμίτες έγραψαν την πρώτη Ιανουάριου του 1823 προς την Κεντρική Διοίκηση:
«Θα ηξεύρετε, Αρχοντες, Αυθεντάδες μας και κριταί, ότι ευρισκόμενοι εις μεγάλον τρόμον ημέραν και νύκτα και εις κίνδυνον εξ αιτίας του τουρκικού γένους. Κάθε ημέραν μας σκοτώνουν, μας γδύνουν, μας παίρνουν τις γυναίκες μας και δεν ημπορούμε πλέον να βαστούμεν όσα μας κάνουν οι τρομοκράται και αναμένομεν πρώτα βοήθειαν από τον Θεόν και δεύτερον από την πανευγένειάν σας...
Αυτών των σκυλιών των ήλθε γράμμα, ότι πως έρχεται νέο ασκέρι 8 χιλιάδες και έχουν χαρές μεγάλες και μας λέγουν ότι θα μας ξεπαστρέψουν από προσώπου της γης. Το λοιπόν εσυμφωνήσαμεν όλα τα χωριά της Κισάμου και σας γράφομεν να κάμετε δια τον Ιησού Χριστόν τον εσταυρωμένον καμμίαν οικονομίαν πριν να χαθεί τόσος λαός. Εμείς γνωρίζομεν, ότι από λόγου σας θα λάβωμεν την ελευθερίαν μας, ωσάν και τους λοιπούς, μονάχα άρματα θέλομεν και μονετσιά: ξέρετε ότι εις τα χωριά μας βρίσκεται ασκέρι πολεμικόν έως 6 χιλιάδες (δεν μπορώ να αναφέρω όπλα). Το ολιγώτερον και δια τα άρματα, άμα πατήσετε εδώ είναι οι παράδες έτοιμοι...»
Γεώργιος Κουβαρίτης, Γιάννης Δεσποτάκης, Δημ. Αρχοντάκης, Ξηρούχης προεστός, Γιάννης Χαρτζούλης, Αντώνης Μπατιστάκης, Δασκαλογιάννης, Παπά-Μανόλης και Αντ. Μεταξάς
Αρχοντογεωργάκης

Στην επιστολή των Κισαμιτών απάντησε στις 7 Ιανουαρίου του 1823 από το Λουτρό Σφακίων η Καγκελλαρία με την εξής επιστολή:
Τούτο όπου ζητάτε τώρα, αδελφοί, θα το εκάναμεν ημείς από πολύν καιρόν, αλλ’ εδοκιμάσαμεν δύο και τρεις φοράς και δεν εκουνιστήκατε καθόλου πάρεξ ολίγοι τινές. Μας γράφουν και από πολλά χωριά του Σέλινου τα ίδια και χειρότερα. Λοιπόν, αν μπορείτε να συνεννήσθε με πολλήν προσοχήν να μην αφανισθήτε περισσότερον. Θα στείλωμεν και εκεί πάλιν ανθρώπους και ελπίζομεν ότι τώρα όπου τους έκαμαν τόσαις φρικταίς σφαγαίς εις Κακοδίκι, θα κάμωμεν δουλειά διότι φαίνονται τώρα, όπου έπαθον ορεξάτοι να επαναστατήσουν και αυτοί πλέον.
θα σας στείλωμεν δια θαλάσσης χίλια τουφέκια, τα οποία θα παραλάβη ο καπετάν Γιωργάκης Δρακονιανός να τα δώση αυτός εις όσους γνωρίζει πώς θα χρησιμεύσωσιν εις τον αγώνα μας.
Μην αμελείτε τα πράγματα και με φρόνησιν.
Η δύναμις του Τιμίου Σταυρού μαζί σας.
Λουτρόν 7 Ιουνίου του 1823
Η Καγκελλαρία Σφακίων
Χ.Ι. Πωλιουδάκης, Ανδρέας Κριαράς, Σ. Βουρδουμπάς

Όταν το δαιμονικό της πανούκλας άρχισε να κοπάζει, τότε αναλήφθηκε προσπάθεια για να αντιμετωπισθούν και οι Τούρκοι της Κισάμου, οι οποίοι είχαν λάβει εντολή να μην είναι καταπιεστικοί στον χριστιανικό πληθυσμό, μιας και δεν είχε κινηθεί ακόμη.
Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1823 αποφασίστηκε από την Καγκελλαρία Σφακίων κα. τον Νεόφ. Οικονόμο, με κάθε μυστικότητα επίθεση κατά των Τούρκων της Κισάμου. Σε όσα χωριά υπερτερούσαν οι Τούρκοι των Χριστιανών, ειδοποιήθηκαν οι τελευταίοι να καταφύγουν σε χωριά ασφαλέστερα.
Ο Νεόφ. Οικονόμος, προσωρινός Γεν. Διοικητής, προετοίμασε με λόγους και διακηρύξεις, ποια θα έπρεπε να είναι η συμπεριφορά των επαναστατών έναντι των κατοίκων και πώς όφειλε να γίνει με τάξη και δικαιοσύνη η κατανομή των λάφυρων. Εξέδωσε επίσης αυστηρές εντολές, να μην πειραχθούν τα πράγματα και τα υπάρχοντα γενικά των χριστιανικών οικογενειών.
Ειδοποιήθηκαν επίσης οι δυνάμενοι Χριστιανοί, να φέρουν όπλα να συγκεντρωθούν γύρω από τους φυσικούς τους αρχηγούς, για να εξοπλισθούν με όπλα, τα οποία έφερε μαζί του ο Γεν. Έπαρχος.
Οι επαναστάτες στις 3 Φεβρουάριου διάβηκαν τον Ταυρωνίτη χείμαρρο και προσέβαλαν με μεγάλη ταχύτητα τα χωριά της ανατολικής Κισάμου, Μούλετε, Χαρβάτα. Γρυμπιλιανά μέχρι και τα Περιβολάκια. Οι Τούρκοι, έντρομοι, κλείσθηκαν στους Πύργους των Βουκολιών και Πολεμάρχι, όπου και προέβαλαν άμυνα. Παρά τις προσπάθειές τους, οι Χριστιανοί δεν κατόρθωσαν να εκπορθήσουν τα οχυρά των Τούρκων. Κατά τις συγκρούσεις σκοτώθηκε στο Πολεμάρχι ο ηγούμενος του Πρέβελη Μελχισεδέκ και τραυματίστηκε στα χέρια ο αρχηγός Γ. Τσουδερός.
Οι Χριστιανοί χαλάρωσαν την προσπάθειά τους, αφού τράπηκαν σε λαφυραγωγίες, και έτσι οι Τούρκοι βρήκαν καιρό και κατέφυγαν άλλοι στο φρούριο του Καστελλίου Κισάμου και άλλοι στα Χανιά. Το θέαμα της διαρπαγής και λαφυραγωγήσεως ήταν φαιδρό, αλλά και ενδεικτικό της ανέχειας του χριστιανικού πληθυσμού: άρπαζαν ό,τι εύρισκαν: τρόφιμα, λάδι, σκεύη, ρούχα και ό,τι άλλο μπορούσε να θρέψει την οικογένεια του επαναστάτη, το έπαιρνε και απερχότανε, δυστυχώς, στο σπίτι του, αφήνοντας το στρατόπεδο αδύνατο και ακατοχύρωτο.
Η πείνα, οι στερήσεις και η εκμετάλλευση των Χριστιανών από τους Τούρκους προκαλούσε το φαινόμενο αυτό, το οποίο πολλές φορές εξέτρεπε τον αγώνα σε συμφορά των Χριστιανών και όφελος των Τούρκων. Ύστερα απ’ αυτά, ο Νεόφυτος Οικονόμος εγκατέστησε το στρατηγείο του στην Ι.Μ. Γωνιάς, απ' όπου προσπαθούσε να οικονομήσει τον αγώνα: αναγνωρίστηκαν επισήμως πλέον αρχηγοί των Κισαμιτών ο Μαρτιμιανός Περράκης και ο Γεώργιος Δρακονιανός και οπλαρχηγό των Μεσογειανών καθιέρωσε τον Μ. Μαυράκη, έμπειρο ναυτικό, στον οποίον ανέθεσε και την πολιορκία της Γραμβούσας, για να αποκοπεί η επικοινωνία από την θάλασσα των Τούρκων του φρουρίου της Κισάμου με τον κόλπο των Χανίων.
Το φρούριο της Κισάμου, στο οποίον είχαν εγκλειστεί 1.800 Οθωμανοί, αποδεκατιζόμενοι απο την πανώλη, πολιορκείτο στενά απο τους ντόπιους οπλαρχηγούς και τους Σφακιανούς θείο και ανηψιό Πωλιό και Εμμανουήλ Πρωτοπαπαδάκη.
ΠΗΓΗ:Η Κισάμος μέσα απο την Ιστορία της Κρήτης, του Γιάννη Ανδρουλάκη.

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2021

ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ ΚΑΤΩΜΕΡΙΤΩΝ

 Διαβάζοντας την Ιστορία των Σφακίων και το κεφάλαιο Γραμβούσα και Γραμβουσιανοί δεν μπορώ να μην σταθώ στην παρακάτω αναφορά. Μια αναφορά που κοσμεί την σελίδα των Σφακίων φυσικά δίχως να αναφέρει την βιβλιογραφία ή τις πηγές ...
- Μετά την κατάληψη της Γραμβούσας βρήκαν τόπο κατοικίας πάνω από 3000 ψυχές. Ένα γεγονός όμως ήλθε να σκιάξει τον αγώνα, στο φρούριο έμεναν 23 Σφακιανοί μόνο, τους επιτέθηκαν πάνω από 300 κατωμερίτες σκότωσαν μία γυναίκα και τον ήρωα πορθητή Ν. Βερυκάκη και τους υπόλοιπους τους έδιωξαν.
Την κατάσταση έσωσε ο Ν.Οικονόμος ο οποίος τύγχανε μεγάλης  εκτίμησης στα Σφακιά, αυτός με τέσσερις άλλους πήγε στα Σφακιά και τους ανακοίνωσε ότι τουφέκισαν τον πρωτεργάτη και όσοι επιθυμούν μπορούν να γυρίσουν στην Γραμβούσα. Έτσι από ένα άνθρωπο αποφεύχθηκε ο εμφύλιος μα οι  σχέσεις Σφακιανών – Γραμβουσιανών δεν αποκαταστάθηκαν ποτέ.
Οι Γραμβουσιανοί έκαναν μια πολιτική αρχή με όνομα «Διοικητική Επιτροπή Γραμβούσας» και προσκάλεσαν τον Α. Κριαρά να συμμετάσχει όμως αυτός αρνήθηκε, όπως αρνήθηκε και Ν. Οικονόμος ο οποίος δεν ξαναπάτησε στην Γραμβούσα.
Από την άλλη οι Σφακιανοί έκαναν την «Δημογεροντία Σφακίων» για τις πολιτικές υποθέσεις ενώ τα στρατιωτικά είχαν οι καπετάνιοι.
Η παραπάνω πράξη των κατωμεριτών είχε τη ρίζα της στην ζηλοφθονία τους αλλά και στο ότι προσπαθούσαν να βγάλουν από τα αξιώματα τους Σφακιανούς και να τα πάρουν αυτοί. Η περίοδος δεν ήταν και η καλύτερη για την επανάσταση, οι Σφακιανοί ήταν χολωμένοι, και οι κατωμερίτες δεν πολεμούσαν γιατί τους εξυπηρετούσε η λανθάνουσα κατάσταση όπως είχε διαμορφωθεί αφού:
α.  Επικαρπούνταν τα κτήματα των Μουσουλμάνων που είχαν κλεισθεί στα κάστρα.
β.  Δεν ήθελαν αγωνιστές στην περιοχή τους γιατί έπρεπε να τους τρέφουν και πολλές φορές
αυτό γινόταν αφού έπεφταν οι αναγκαίες ξυλιές.
22 Δεκεμβρίου 1826
Ο Κριτοβουλίδης ως μέλος της επιτροπής των Γραμβουσιανών από το  φρούριο του, προσπάθησε να πείσει τους Σφακιανούς να μπουν πάλι στη φωτιά. Την πομπώδη επιστολή μετέφερε ο πεντακοσίαρχος Παναγιωτάκης στα Σφακιά και για το λόγο αυτό κινδύνευσε την διαπόμπευση.
Από την επιστολή του παραπάνω φαίνεται ότι οι Γραμβουσιανοί - κατωμερίτες δεν μπορούσαν να κάνουν μια επαναστατική ενέργεια χωρίς τους Σφακιανούς......
Σχόλια δεν χωρούν αλλά αυτό το κείμενο δεν τιμά κανένα... 


Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2021

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΓΡΑΜΒΟΥΣΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ ΤΡΙΚΟΥΠΗ

Τα γεγονότα της κατάληψη της Γραμβούσας απο τον Σπυρίδωνα Τρικούπη που στον επίλογο του επισημαίνει οτι τα είχε γραμμένα όλα αυτά απο κάποιον που βρέθηκε στην προσπάθεια αυτή και εννοεί τον Ηγούμενο Αναγνώστη Παναγιώτου ή Παναγιωτάκης ή Πω(ο)λίδης..
Εν ώ δε έπασχεν η Ανατολική Ελλάς έχουσα εν κόλποις τον εχθρόν, οι Κρήτες επεχείρησαν ν’ αναζωπυρήσωσι την προ διετίας καθ’ όλην την Κρήτην σβεσθείσαν επανάστασιν, Ιούλιος και λήγοντος του ιουλίου στρατολογηθέντες ως 600 υπό την γενικήν αρχηγίαν του Καλλέργη διεβιβάσθησαν εκ Ναυπλίου εις Μονεμβασίαν, όπου συμπληρωθέντες εις 1300 συναπέπλευσαν εφωδιασμένοι των αναγκαίων επί 18 πλοιαρίων και της Τερψιχώρης, γολέττας του Τομπάζη, ίνα αποβώσιν αίφνης εις τα νοτιοδυτικά παράλια της Κρήτης προς άλωσιν των φρουρίων Γραμβούσης και Κισάμου· αλλ’ επελθούσης θυέλλης, διεσκορπισθήσαν τα πλοιάρια, και δύο ημερονύκτια εθαλασσομάχουν.
Μιχαήλ τις Αρετάς Κρης μετεκόμιζε συνήθως εις τα παράλια ταύτα εκ Πελοποννήσου τρόφιμα προς πώλησιν, και ως εκ τούτου ήτο γνώριμος τω φρουράρχω της Γραμβούσης. Μαθόντες τινές των εις Κύθηρα καταφυγόντων Κρητών τας σχέσεις ταύτας του συμπατριώτου των, τον έπεισαν να τοις χρησιμεύση επ’ αγαθώ της πατρίδος ως κατάσκοπος, και τοιουτοτρόπως εμάνθαναν τα της Γραμβούσης. Κατέπλευσεν ο Αρετάς μια των ημερών εις τα παράλια εκείνα κακώς έχων, επελθούσης επί του διάπλου του τρικυμίας, και διενυκτέρευσε παρά τω γνωστώ του φρουράρχω. Παρατηρήσας δε ότι ολιγώτατοι ήσαν οι φρουροί, ηρώτησε την αιτίαν· ήτο δε η τελευταία ημέρα του μηνός. Ανύποπτος ο φρούραρχος τω είπεν, ότι 60 ήσαν όλοι οι φρουροί και αντηλλάσσοντο κατά μήνα, αλλ’ ούτε ήρχοντο εις το φρούριον ούτε ανεχώρουν όλοι ομού· ότι καθ όσον μεν επλήθυνεν η σελήνη, επλήθυνε και ο αριθμός των φρουρών· καθ’ όσον δε ωλιγόστευεν αύτη, ωλιγόστευε και ο αριθμός αυτών και κατήντα εις 5 ή 6 προ της νεομηνίας.
Μαθόντες ταύτα οι εν Κυθήροις και ιδόντες την 31 τα ελληνικά πλοιάρια θαλασσοπορούντα προς την Κρήτην, απέπλευσαν αυθημερόν, όλοι 17, ηγουμένου του Αναγνώστη Παναγιώτου (*), εξημερώθησαν είς τι παράλιον της Κρήτης, και διέμειναν εκεί αφανείς όλην την ημέραν. Βασιλεύοντος δε του ηλίου ανήχθησαν, και μίαν ώραν πριν φέξη κατευοδώθησαν εις άγιον Σούζον αντικρύ της Γραμβούσης· ημέρας δε γενομένης, αποβάντες είδαν έμπροσθέν των άνθρωπον και παρέκει σκηνήν.
«Τις συ», ηρώτησαν, «και τις η σκηνή;»
«Εγώ είμαι», απεκρίθη ο άνθρωπος, «Χριστιανός, υπηρέτης του φρουράρχου, και επειδή εφάνησαν χθες πλοιάρια, και το φρούριον δεν έχει φύλακας, εφοβήθη ο φρούραρχος, απεβίβασε την γυναίκα του υπό την σκηνήν εκείνην και διέταξε κ’ εμέ να μένω παρ’ αυτή εις υπηρεσίαν της».
«Και διατί δεν έχει φύλακα το φρούριον;» ηρώτησαν εκ νέου οι αποβάντες· «Διότι», απήντησεν ο υπηρέτης, «λήξαντος του μηνός, οι εν τω φρουρίω ανεχώρησαν κατά την συνήθειαν, και οι διάδοχοι των ώρα τη ώρα περιμένονται».
Ακούσαντες ταύτα υπήγαν εις την σκηνήν, και σταθέντες έξωθεν εκαλημέρισαν την εν αυτή γυναίκα και αντεκαλημερίσθησαν.
«Πού είναι ο μπέης;» την ηρώτησαν.
«Αντίπεραν», απήντησεν, «εν Γραμβούση, και μοι παρήγγειλεν, άμα έλθετε» (τους εξέλαβε δε ως τους περιμενομένους φρουρούς) «να σας είπω να πυροβολήσετε δις, και έρχεται και σας παραλαμβάνει».
Επυροβόλησαν δις, και ο φρούραρχος εμβάς εις το πλοιάριόν του και πηδαλιουχών ήρχετο να τους παραλάβη. Πλησιάσας δε και παρατηρήσας ουδένα εγνώρισε των ελθόντων και ήρχισε να υποπτεύη και να τους ερωτά ποιοι ήσαν. «Δεν μας γνωρίζεις;» απεκρίθησαν οι ερωτηθέντες· «ηξεύρεις ότι ο πασάς στέλλει νέους φρουρούς κατά μήνα, τι ερωτάς;» ο φρούραρχος ήλθε πλησιέστερον, και πάλιν διστάζων είπε, «μήπως είσθε Ρωμαίοι;»
«Ω της βλασφημίας!» εφώναξάν τινες αυτών τουρκιστί και ωργισμένοι, «μας έκαμες και Ρωμαίους· φέρε το πλοιάριον σιμά»· οι Κρήτες ούτοι ήσαν ενδεδυμένοι και εξωπλισμένοι ως Τούρκοι, και εκαλούντο ο μεν Αλής, ο δε Χασάνης εις επήκοον του φρουράρχου.
Ο φρούραρχος ελθών πλησιέστερον είπε, «δεν σας γνωρίζω και δεν σας πιστεύω· προσευχηθήτε ως Τούρκοι και τότε σας πιστεύω».
Τότε είς εξ αυτών, ο Ανδρούλης Παχύς, ειδήμων οπωσούν της τουρκικής γλώσσης και ετοιμόλογος, ήρχισε να τουρκολογή θυμού πλήρης ως ολιγωρουμένης της μωαμεθανής πίστεώς του. Απατηθείς ο φρούραρχος απεφάσισε να τους παραλάβη· εν ώ δε έμβαιναν εις το πλοιάριον, είς εξ αυτών παρεπάτησε, και το πλοιάριον έκλινε· «Καϋμένε Γιάννη σα βόδι επάτησες»· τω είπε τότε άλλος εξ απροσεξίας. Ακούσας είς των εν τω πλοιαρίω κωπηλατούντων δύο Τούρκων τον νομιζόμενον Χασάνην καλούμενον Γιάννην, έδραξε την πιστόλαν του. Αλλά προλαβών ο Γιάννης Ρούκουνας τον εμαχαίρωσεν. Ετρόμαξεν ο δειλός φρούραρχος ιδών το γεγονός. «Κάθου ήσυχος μπέη», τω είπαν οι Χριστιανοί, «κυβέρνα και μη φοβήσαι»· αφ’ ού δε έφθασε το πλοιάριον εις το νησίον της Γραμβούσης, κατέβησαν οι απομείναντες εν τω φρουρίω έξ Τούρκοι εις το παράλιον προς αποδοχήν των συναδέλφων· αλλ’ αποβάντες ούτοι τους συνέλαβαν αίφνης όλους. Εφώναξε τότε ο φρούραρχος· «Χριστιανοί, μη μας θανατόνετε και σας παραδίδομεν τα κλειδία». Οι Χριστιανοί αφώπλισαν τους Τούρκους, παρέδωκεν ο φρούραρχος τα κλειδία του φρουρίου, και εν τη μουσουλμανική του απαθεία και αφοσιώσει εις την ειμαρμένην «χαρήτε το», είπεν αταράχως, αποτεινόμενος προς τους Χριστιανούς, «τούτο είναι το θέλημα του θεού». Οι Έλληνες παρέλαβαν το φρούριον και ουδένα των φρουρών εθανάτωσαν. Έφθασαν εν τούτοις αυθημερόν καί τινα πλοιάρια της εκστρατείας και την επαύριον τα λοιπά.
Το δράμα τούτο διεδραματίσθη την 2 αυγούστου. Την αυτήν ημέραν εκυρίευσαν οι Έλληνες και το όλως παρημελημένον και ανεφοδίαστον των αναγκαίων φρούριον της Κισάμου, δραπετευσάντων των φυλασσόντων αυτό.
(*) Επειδή ο κύριος Κρητοβουλίδης λέγει εν σελίδι 331 των υπομνημάτων του, ότι παρεμόρφωσα τα περί ης ο λόγος καταλήψεως της Γραμβούσης, δηλοποιώ εις πίστωσιν ων διηγήθην, ότι είχα προς τοις άλλοις υπ’ όψιν, γράφων ταύτα, και το περί ου προανέφερα και εισέτι ανά χείρας μου ιδιόγραφον υπόμνημα του κυρίου Αναγνώστη Παναγιώτου, όχι κατά τον κύριον Κρητοβουλίδην απόντος αλλά παρόντος επί τη καταλήψει του φρουρίου τούτου και πρωταγωνισθέντος. Το υπόμνημα τούτο διηγείται και τα της επί Τομπάζη αποτυχούσης εφόδου της Γραμβούσης και αλλά συμβάντα. Των δύο τούτων συμπολιτών και υπομνηματιστών η διήγησις εν πολλοίς διαφέρει· προτιμοτέρα δε βεβαίως η του αυτόπτου, του και ως πολιτικού και ως πολεμικού διακριθέντος.
ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ
πηγη