Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
Πάντα μου άρεσαν τα ταξίδια. Ποτέ δεν έχανα την ευκαιρία να συμμετάσχω με άλλους σ’ ένα ταξίδι ή ακόμη και να το πραγματοποιήσω μόνος μου. Μόλις το αποφάσιζα πρώτη μου δουλειά ήταν να ενημερωθώ από φίλους ή γνωστούς για τον τόπο του προορισμού. Πολλές φορές κατέφευγα σε ταξιδιωτικούς οδηγούς για επί πλέον πληροφορίες για όλα τα σημαντικά κι ασήμαντα, που πιθανόν αφορούσαν την περιοχή που θα επισκεπτόμουν. Έτσι ήμουν ενήμερος για τη γεωγραφία, τη μορφολογία, την ιστορία ακόμη και τη μυθολογία της περιοχής. Ήξερα εκ των προτέρων τα μνημεία κι ότι άλλο αξιοσημείωτο θα έπρεπε να επισκεφτώ. Σ’ αυτές τις εξορμήσεις μου δεν παρέλειπα να θαυμάζω τις φυσικές ομορφιές και τα ιδιαίτερα τοπία που πιθανώς συναντούσα. Μ’ αυτόν τον τρόπο δεν έχανα χρόνο στις αναζητήσεις αλλά πήγαινα κατευθείαν στους χώρους που θα έπρεπε να δω. Σε περίπτωση που είχα συγγενείς ή οικογενειακούς φίλους, φρόντιζα να μάθω τους βαθμούς συγγένειας και φιλικών σχέσεων με τους ανθρώπους που θα συναντούσα.
Ένα ταξίδι που θα έκανα στην αρχή της εφηβείας μου στην Κρήτη με άφηνε παγερά αδιάφορο και το αντιμετώπιζα μάλλον μ’ εχθρική διάθεση. Για αυτό δεν φρόντισα να μάθω το παραμικρό για τον τόπο, που τελικά θα πήγαινα και θα έμενα για ένα χρόνο. Αυτό ήταν γιατί είχε αποφασιστεί απ’ τους γονείς μου χωρίς τη δική μου συναίνεση ή, για την ακρίβεια, έγινε με τη δική μου ανοχή. Στο σχολείο στη Βέροια ήμουν μαθητής πάνω του μετρίου, ίσως θα μπορούσα να πω και καλός, αν και δε μου άρεσε ιδιαίτερα να διαβάζω τα μαθήματά μου. Τότε ήταν που με μερικούς φίλους αποφασίσαμε να φτιάξουμε ένα μουσικό συγκρότημα, με το οποίο θα παίζαμε pop μουσική. Αυτό στην αρχή ξεκίνησε δειλά σαν ένα χόμπι, έτσι για να κάνουμε το κέφι μας, αλλά όσο περνούσε ο καιρός αφιερώναμε όλο και πιο πολύ χρόνο στα μουσικά μας «θέλω» κλέβοντας χρόνο απ’ τα μαθήματά μας. Αυτό δεν άργησε να γίνει αντιληπτό απ’ τη μητέρα μου, η οποία έκανε αδίκως πάρα πολλές προσπάθειες για να με συνεφέρει. Όταν κατάλαβε πως δε μπορούσε να το διαχειριστεί μόνη της, κατέφυγε στα μεγάλα «μέσα» δηλαδή στον πατέρα μου. Παραδόξως ο πατέρας μου .....
Πάντα μου άρεσαν τα ταξίδια. Ποτέ δεν έχανα την ευκαιρία να συμμετάσχω με άλλους σ’ ένα ταξίδι ή ακόμη και να το πραγματοποιήσω μόνος μου. Μόλις το αποφάσιζα πρώτη μου δουλειά ήταν να ενημερωθώ από φίλους ή γνωστούς για τον τόπο του προορισμού. Πολλές φορές κατέφευγα σε ταξιδιωτικούς οδηγούς για επί πλέον πληροφορίες για όλα τα σημαντικά κι ασήμαντα, που πιθανόν αφορούσαν την περιοχή που θα επισκεπτόμουν. Έτσι ήμουν ενήμερος για τη γεωγραφία, τη μορφολογία, την ιστορία ακόμη και τη μυθολογία της περιοχής. Ήξερα εκ των προτέρων τα μνημεία κι ότι άλλο αξιοσημείωτο θα έπρεπε να επισκεφτώ. Σ’ αυτές τις εξορμήσεις μου δεν παρέλειπα να θαυμάζω τις φυσικές ομορφιές και τα ιδιαίτερα τοπία που πιθανώς συναντούσα. Μ’ αυτόν τον τρόπο δεν έχανα χρόνο στις αναζητήσεις αλλά πήγαινα κατευθείαν στους χώρους που θα έπρεπε να δω. Σε περίπτωση που είχα συγγενείς ή οικογενειακούς φίλους, φρόντιζα να μάθω τους βαθμούς συγγένειας και φιλικών σχέσεων με τους ανθρώπους που θα συναντούσα.
Ένα ταξίδι που θα έκανα στην αρχή της εφηβείας μου στην Κρήτη με άφηνε παγερά αδιάφορο και το αντιμετώπιζα μάλλον μ’ εχθρική διάθεση. Για αυτό δεν φρόντισα να μάθω το παραμικρό για τον τόπο, που τελικά θα πήγαινα και θα έμενα για ένα χρόνο. Αυτό ήταν γιατί είχε αποφασιστεί απ’ τους γονείς μου χωρίς τη δική μου συναίνεση ή, για την ακρίβεια, έγινε με τη δική μου ανοχή. Στο σχολείο στη Βέροια ήμουν μαθητής πάνω του μετρίου, ίσως θα μπορούσα να πω και καλός, αν και δε μου άρεσε ιδιαίτερα να διαβάζω τα μαθήματά μου. Τότε ήταν που με μερικούς φίλους αποφασίσαμε να φτιάξουμε ένα μουσικό συγκρότημα, με το οποίο θα παίζαμε pop μουσική. Αυτό στην αρχή ξεκίνησε δειλά σαν ένα χόμπι, έτσι για να κάνουμε το κέφι μας, αλλά όσο περνούσε ο καιρός αφιερώναμε όλο και πιο πολύ χρόνο στα μουσικά μας «θέλω» κλέβοντας χρόνο απ’ τα μαθήματά μας. Αυτό δεν άργησε να γίνει αντιληπτό απ’ τη μητέρα μου, η οποία έκανε αδίκως πάρα πολλές προσπάθειες για να με συνεφέρει. Όταν κατάλαβε πως δε μπορούσε να το διαχειριστεί μόνη της, κατέφυγε στα μεγάλα «μέσα» δηλαδή στον πατέρα μου. Παραδόξως ο πατέρας μου .....