Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.






Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου 2017

ΤΟ ΑΔΕΝΔΡΟ

Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Το καλοκαίρι που είχα γίνει πλέον οχτώ χρόνων, είχε ιδιαίτερη σημασία για μένα. Ήταν τότε που θα έκανα  για πρώτη φορά, ένα μακρινό για τότε ταξίδι. Από τις διακοπές του Πάσχα άκουγα για μια κουμπαριά που θα έκανε ο πατέρας μου, με τον γείτονα μας τον κύριο Νίκο. Όσες φορές ρωτούσα την μητέρα μου τι ακριβώς, είναι η κουμπαριά, λάμβανα αόριστες απαντήσεις του τύπου … είσαι μικρός, δεν θα καταλάβεις ή όταν μεγαλώσεις θα σου εξηγήσω. Έτσι στο μυαλό μου η "κουμπαριά" ήταν κάτι το ανεξήγητο και το ομιχλώδες. Στις προσπάθειες που έκανα να μάθω την ερμηνεία της λέξης, δεν τα κατάφερα καθώς οι συνομήλικοι μου είχαν την ίδια άγνοια με μένα.
   Από κάποιον, λίγο μεγαλύτερο μου πληροφορήθηκα ότι είχε σχέση με τον γάμο κάποιου ζευγαριού, χωρίς στην ουσία κι αυτός να μπορέσει να με διαφωτίσει αρκετά. Ακούγοντας κάποια συζήτηση, του κυρίου Νίκου με τους γονείς μου άκουσα πως η τελετή  θα γινόταν στο χωριό της νύφης στο Άδενδρο. Από ότι κατάλαβα, οι καλεσμένοι του γαμπρού και του κουμπάρου, θα έπρεπε να ταξιδέψουν  την ημέρα του γάμου σε αυτό το χωριό. Εγώ ποτέ δεν είχα ξανακούσει, για χωριό με τέτοιο όνομα και στις ερωτήσεις που έκανα δεν έπαιρνα ικανοποιητικές απαντήσεις. Κανείς δεν ήξερε να μου πει κάτι, ίσως γιατί κανείς δεν το ήξερε. Αυτό όμως εμένα μου έγινε έμμονη ιδέα και προσπαθούσα με κάθε τρόπο να μάθω τα πάντα για αυτό.
  Σε πρώτη φάση σκέφτηκα να το βρω στον χάρτη, έτσι σε κάποιο διάλειμμα του σχολείου, εγώ δεν βγήκα στην αυλή, αλλά παρέμεινα στην τάξη. Πλησίασα τον χάρτη του νομού Ημαθίας που ήταν κρεμασμένος δίπλα στον μαύρο πίνακα. Έψαχνα ....
...με επιμονή να το βρω, αλλά όσο προσεχτικά κι αν κοίταζα δεν κατάφερα να το δω. Μάλλον θα είναι ασήμαντο και δεν θα το έχει ο χάρτης σκέφτηκα, παρ’ όλα αυτές τις σκέψεις μου, επέμενα να το ψάχνω σε κάθε διάλειμμα της τάξης μου.  Αυτό όπως ήταν φυσικό, δεν πέρασε απαρατήρητο από τον δάσκαλο μας, έτσι όταν εγώ έμεινα μέσα στην αίθουσα για την περιήγηση μου στον χάρτη, με πλησίασε και με ρώτησε τι ακριβώς ψάχνω. Όταν του εξήγησα τον λόγο, χαμογέλασε και μου είπε να περάσω έξω από την τάξη. Εγώ αναγκάστηκα να υπακούσω και τα επόμενα λεπτά ήμουν στην αυλή του σχολείου και έπαιζα με τους φίλους μου. Το είχα πάρει απόφαση πλέον πως δεν θα μάθαινα τίποτα το συγκεκριμένο, για αυτό το παράξενο χωριό και συμβιβάστηκα με αυτή τη ιδέα.
 Την επόμενη ώρα και ενώ είχαμε στο σχολικό πρόγραμμα το μάθημα της ιστορίας, είδαμε παραξενεμένοι τον δάσκαλο μας να μπαίνει στην αίθουσα κρατώντας στο δεξί του χέρι διπλωμένο ένα χάρτη. Τον στερέωσε πάνω στον πίνακα, με φώναξε να σηκωθώ, μου έδωσε ένα ξύλινο χάρακα που είχε πάντα στην έδρα και μου ζήτησε να βρω το Άδενδρο. Με την πρώτη ματιά κατάλαβα πως ο χάρτης απεικόνιζε τον νομό Θεσσαλονίκης. Πολύ γρήγορα βρήκα το συγκεκριμένο χωριό, βρισκόταν στην άκρη του νομού και πολύ κοντά στον νομό Ημαθίας. Στις ερωτήσεις που μου έκανε ο δάσκαλος, απάντησα πολύ εύκολα, γιατί ο χάρτης ήταν πολύ κατατοπιστικός, έτσι είδα πως ήταν κτισμένο ανάμεσα σε δύο ποταμούς τον Λουδία και τον Αξιό. Οι διακεκομμένες κόκκινες γραμμές που περνούσαν πάνω από την κουκίδα του ονόματος του, έδειχνε καθαρά πως το διέσχιζε σιδηρόδρομος. Οι δευτερεύουσες γραμμές του οδικού δικτύου, μας πληροφορούσε πως οι δρόμοι δεν ήταν κεντρικοί και πιθανώς χωματόδρομοι. 
 Στην συνέχεια αφού κάθισα στην θέση μου, άκουγα γοητευμένος, τον δάσκαλο, να μας αναφέρει ότι σχετικό ήξερε με την περιοχή. Έτσι έμαθα πως το όνομα του ήταν μετάφραση του ονόματος που είχε επί τουρκοκρατίας και σήμαινε "χέρσα περιοχή". Λόγω των δύο ποταμών που το περιέβαλλαν ήταν τόπος σχεδόν βαλτώδης, οι κάτοικοι ήταν ντόπιοι αυτόχθονες, και αργότερα προτάθηκαν ομάδες Βλάχων κτηνοτρόφων, που ήρθαν από την Πίνδο ζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωής ενώ πολύ αργότερα, με την ανταλλαγή των πληθυσμών εγκαταστάθηκαν μικρασιάτες και πόντιοι. Οι κάτοικοι ασχολούταν με αγροτικές εργασίες και κτηνοτροφία.
 Το μεσημέρι αφού σχολάσαμε, έφθασα στο σπίτι, ήμουν σίγουρος πως ήξερα για το Άδενδρο πιο πολλά από τον καθένα στην γειτονιά. Σε κάθε ανάλογη συζήτηση δεν έχανα την ευκαιρία να επιδεικνύω τις γνώσεις μου, αλλά γρήγορα κατάλαβα πως κανείς από τους μεγάλους δεν μου έδινε σημασία.
Όταν σε κάποια συγκέντρωση ο πατέρας μου, με τον κύριο Νίκο τον θείο μου Αντώνη, και την μητέρα μου, κουβέντιαζαν με ποιο μέσο, θα ήταν καλύτερα να πάνε οι καλεσμένοι στον γάμο, πετάχτηκα χωρίς να με ρωτήσει κανείς και πρότεινα να πάμε με το τραίνο. Με κοίταξαν ξαφνιασμένοι και αμέσως άρχισαν να γελάνε με την πρόταση που τους έκανα. Αυτό με ενόχλησε ιδιαίτερα και θυμομένος αποφάσισα να μη τους συμβουλέψω ξανά. Γρήγορα κατέληξαν στο να νοικιάσουν ένα λεωφορείο, για να τους μεταφέρει, έτσι ώστε μετά την τελετή και το γλέντι να επιστρέψουμε με αυτό στη Νέροια. Ακούγοντας την απόφαση τους, γοητεύτηκα με την ιδέα, ότι θα είχαμε στην διάθεση μας ένα λεωφορείο.  Με την φαντασία μου, έβλεπα τα καινούργια κοντομούρικα  ψηλά λεωφορεία, που μόλις είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν  και ήμουν σίγουρος πως ένα από αυτά θα μας μετέφερε στον τόπο του προορισμού μας.
  Την συγκεκριμένη μέρα, φορώντας τα καλά μας ρούχα, ξεκινήσαμε από το σπίτι προς την μητρόπολη, εκεί που  ήταν σταθμευμένο το λεωφορείο. Εκεί άρχισαν να έρχονται όλοι οι συγγενείς και φίλοι, που ήταν καλεσμένοι στον γάμο. Όταν έφθασα στον χώρο στάθμευσης, απογοητεύτηκα, αντί για το καινούριο λεωφορείο που φανταζόμουν πως θα είχαμε στην διάθεση μας, υπήρχε ένα παλιό μακρομούρικο με χώρο στην οροφή και στο πίσω μέρος για τις αποσκευές. Ήταν από τα τελευταία που κυκλοφορούσαν ακόμα στον νομό και τα χρησιμοποιούσαν ακόμα για τις διαδρομές που υπήρχαν χωματόδρομοι. Γρήγορα ξεπέρασα την απογοήτευση μου, μόλις είδα πως ο οδηγός μας θα ήταν ο ξάδερφος της μητέρας μου ο Δημήτρης, που μου είχε μια κάποια σχετική αδυναμία. Αφου φορτώσαμε στην μπαγαζιέρα της οροφής τα δέματα με τις μπομπονιέρες και τις λαμπάδες του γάμου, μαζί με ότι άλλες αποσκευές είχαμε, επιβιβαστήκαμε στο αυτοκίνητο. Τα καθίσματα ήταν άθλια, μερικά σχισμένα, έτσι ώστε να χάσκουν σφουγγάρια και ελατήρια, ενώ σε άλλα είχαν τοποθετήσει κομμάτια από σκληρό ύφασμα για να καλύψουν τα ελαττώματα τους. Κανείς από ότι κατάλαβα δεν έδωσε την παραμικρή σημασία, στην ποιότητα του μεταφορικού μέσου, κάθισαν όλοι ανάλογα με τις προτιμήσεις τους.  Μαζί με τους ενήλικες καλεσμένους υπήρχαν και πολλά παιδιά της ηλικίας μου, θυμάμαι τον ξάδερφο μου τον Άκη με τις αδερφές του, τον Αργυράκο, τον Μανώλη, τον Μάκη καθώς και τα αδέλφια μου. Εγώ όμως ήμουν ο πιο ευνοημένος από όλους, καθώς ο θείος μου ο Δημήτρης, μου επέτρεψε να καθίσω στο σπαστό κάθισμα που υπήρχε δίπλα στον οδηγό. Έτσι είχα την άνεση να παρακολουθώ εύκολα από αυτή την θέση τα πάντα εντός και εκτός του λεωφορείου.
 Αφού σχετικά εύκολα διασχίσαμε το ασφαλτωμένο κομμάτι της διαδρομής, μπήκαμε σε ένα άθλιο χωματόδρομο, με λακκούβες και διάσπαρτες πέτρες κατά μήκος και πλάτος. Πολλές από τις λακκούβες ήταν γεμάτες νερό, από την υπερχείλιση των καναλιών που υπήρχαν στην δεξιά πλευρά του δρόμου. Από την μια ο χωματόδρομος, από την άλλη οι λακκούβες, ανάγκαζαν τον θείο Δημήτρη να οδηγεί αργά και προσεχτικά. Έτσι δεν αιφνιδιάστηκε όταν σε μια στροφή του δρόμου εμφανίστηκε μια ομάδα ανδρών και με ένα σχοινί μας έκλεισε τον δρόμο. Εγώ ξαφνιασμένος γούρλωσα τα μάτια μου, απορώντας με την εξέλιξη του ταξιδιού. Μπορώ να πω πως οι περισσότεροι επιβάτες είχαν εκπλαγεί ίσως όσο και εγώ, αλλά κάποιοι από αυτούς γελούσαν και από τις σποραδικές  φράσεις που άκουγα και μπόρεσα να καταλάβω ήταν πως ήταν κάποιο ντόπιο έθιμο. Όντως αφού η ομάδα των ανδρών μας έφραξε τελείως τον δρόμο μπαίνοντας όλοι τους μπροστά από το αυτοκίνητο, άρχιζαν να ζητούν χρήματα για να μας αφήσουν να περάσουμε.  
 Αφού ο πατέρας μου σαν κουμπάρος όσο και ο γαμπρός, έδωσαν χρήματα, τόσα για να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις τους, τελικά ελευθέρωσαν  τον δρόμο και συνεχίσαμε την πορεία μας προς το χωριό. Μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση τα σπίτια, που ήταν όλα μονοκατοικίες με μεγάλες αυλές και βοηθητικούς χώρους με στάβλους και αποθήκες. Γύρω από τα σπίτια υπήρχαν λαχανόκηποι ενώ τριγύριζαν ελεύθερες, στις αυλές κότες, πάπιες, γαλοπούλες καθώς που και που και μερικές κατσίκες.   
Από την τελετή στην εκκλησία ελάχιστα θυμάμαι, πιθανόν να τα συγχέω και με άλλες τελετές που παραβρέθηκα και ίσως δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία. Αμέσως μετά την τελετή ακολούθησε γλέντι στο πατρικό σπίτι της νύφης. Στην αυλή είχαν τοποθετήσει πάνω σε καβαλέτα, τάβλες με τραπεζομάντιλα και καρέκλες περιφεριακά, για να καθίσουν οι καλεσμένοι. Στην άκρη είχαν τοποθετήσει μια πρόχειρη εξέδρα, για τους μουσικούς που έπαιζαν στην διαπασών, κάποια άγνωστα σε μένα τραγούδια. Το γλέντι γινόταν νωρίς το απόγευμα, γιατί θα έπρεπε να επιστρέψουμε έγκαιρα στην Βέροια. Εμάς τα παιδιά, καθόλου δεν μας ενδιέφερε το γλέντι, τα τραγούδια και τα φαγητά των μεγάλων. Γρήγορα ενωθήκαμε  με τους συνομήλικους μας, του χωριού και αρχίσαμε να ξεσαλώνουμε στην τεράστια αυλή του σπιτιού. Παίζαμε τους κλέφτες κι αστυνόμους αφού χωρίστηκαν οι ομάδες με τοπικά κριτήρια.  Σε  λίγο όμως άρχισαν οι συγκρούσεις και οι καυγάδες, για τελείως ασήμαντες αφορμές που σήμερα δεν θυμάμαι. Στις φιλονικίες μας, έδωσαν τέλος, οι μεγάλοι αφού μας μάλωσαν σε έντονο ύφος. Άλλοι από μας κάθισαν στο τραπέζι και άλλοι τριγύριζαν άσκοπα εδώ και εκεί. Εγώ με τον ξάδερφο μου, τον Άκη αποφασίσαμε  να "εξερευνήσουμε" την αυλή. Όλα μας φαίνονταν καινούρια και παράξενα, στο πίσω μέρος του σπιτιού ήταν η αποθήκη, μέσα στην οποία έβαζαν τα αγροτικά τους εργαλεία με  τις αναγκαίες ζωοτροφές. Πίσω από την αποθήκη, ήταν ένας περιφραγμένος χώρος για τα οικόσιτα ζώα, παρ’ όλο που η περίφραξη δεν ήταν αποτελεσματική για τις κότες, μέσα στην περίφραξη υπήρχαν εκτός από τις κότες, πάπιες, χήνες, γαλοπούλες δύο κατσίκες και τρία πρόβατα. Ακριβώς στην άκρη του φράκτη, είχαν ειδικές ξύλινες κοπάνες με τις οποίες πότιζαν τα ζώα. Εκεί που τελείωνε η περίφραξη άρχιζε ένα κανάλι με βρώμικο θολό νερό, ενώ στις όχθες του, φύοταν άναρχα καλάμια και βούρλα που έδιναν μια εξωτική εικόνα.
Δίπλα στο κανάλι και μέσα στο οικόπεδο ήταν ένα πηγάδι με περίεργο σχήμα, που εμείς πρώτη φορά βλέπαμε. Περιμετρικά από το στόμιο του πηγαδιού είχαν κτίσει με πέτρες ένα κυκλικό προστατευτικό τοίχο, ύψους ενός περίπου μέτρου. Στην άκρη του πηγαδιού υπήρχε μια ιδιόμορφη κατασκευή, που βοηθούσε στην ανέλκυση του νερού από το πηγάδι. Ένα μακρύ ξύλινο δοκάρι, που στην άκρη του είχε δεμένο ένα σχοινί μήκους τεσσάρων μέτρων με ένα κουβά. Ήταν στηριγμένο σε μία ξύλινη κατασκευή στο ένα τέταρτο, περίπου του μήκους του. Ακριβώς στην άλλη άκρη, πάνω στο δοκάρι ήταν δεμένη μία πέτρα, που λειτουργούσε σαν μοχλός με αντίβαρο σε σχέση με τον κουβά. Όπως μας έδειξε ένας από τους καινούργιους φίλους μας, με μια απλή κίνηση βύθιζε τον κουβά μέσα στο πηγάδι, αυτός βούλιαζε , γέμιζε νερό και με την βοήθεια του αντίβαρου έβγαζε πολύ εύκολα νερό και γέμιζε τις κοπάνες για να πιούν τα ζώα. Η ευκολία με την οποία έβγαζαν το νερό, μας γοήτεψε, εξ άλλου ήταν πρώτη φορά για μας που είδαμε τέτοιο πηγάδι και ο τρόπος εξαγωγής μας φάνηκε ιδιαίτερα εύκολος. Επόμενο ήταν να ικανοποιήσουμε την περιέργεια μας και να δοκιμάσουμε και εμείς την χρήση του μοχλού. Πολύ εύκολα κρατώντας την άκρη του δοκαριού το τραβήξαμε, μέχρι ο κουβάς να κατεβεί, μέσα στο πηγάδι και να γεμίσει με νερό.  Πολύ εύκολα αφήσαμε χαλαρά τον μοχλό να ανεβάσει τον κουβά μέχρι να έρθει στο ύψος του προστατευτικού τοίχου του πηγαδιού. Τότε ο Άκης έπιασε με ευκολία τον κουβά και τον άδειασε στην πρώτη  κοπάνα, τόσο αδέξια μου τα απόνερα, μας πιτσίλησαν και λέρωσαν τα γιορτινά μας ρούχα. Χωρίς να δώσουμε καθόλου σημασία σε αυτή την λεπτομέρεια συνεχίσαμε την ίδια διαδικασία βγάζοντας νερό από το πηγάδι και να το ρίχνουμε στις κοπάνες. Ήταν για μας μια πρωτόγνωρη διασκέδαση, για αυτό συνεχίσαμε για αρκετή ώρα χαλαρά να το θεωρούμε σαν ένα καινούργιο παιχνίδι. Κάποια στιγμή ο Άκης ζήτησε να αλλάξουμε θέσεις και να βυθίσει αυτός τον κουβά στο πηγάδι και εγώ να τον πιάσω όταν γεμίσει.  Θεώρησα λογική την απαίτηση του, έτσι αμέσως αλλάξαμε θέσεις, ο Άκης με κάποια προσπάθεια βύθισε στο πηγάδι τον κουβά, αλλά δεν ξέρω για ποιο λόγο ο κουβάς τελικά δεν βυθίστηκε και παρέμεινε άδειος στην επιφάνεια του νερού. Αυτό δεν το αντιλήφθηκε ούτε ο Άκης, ούτε όμως και εγώ, έτσι καθώς ο ξάδελφος μου, χαλάρωνε σταδιακά την πίεση που εξασκούσε στον μοχλό του πηγαδιού, έγινε το ανεπάντεχο. Δεν ξέρω αν ο λόγος, ήταν ότι δεν γέμισε με νερό ο κουβάς ή ότι ο Άκης δεν έβαλε αρκετή δύναμη, το αποτέλεσμα ήταν πως το αντίβαρο λειτούργησε και το δοκάρι ξέφυγε από τα χέρια του και τον κτύπησε με δύναμη στο σαγόνι. Το κτύπημα ήταν τόσο ο δυνατό που τον πέταξε στο κανάλι, εγώ ξαφνιάστηκα που για λίγα λεπτά έμεινα αποσβολωμένος μη μπορώντας να κάνω το παραμικρό. Γρήγορα συνήλθα και έτρεξα στην όχθη του καναλιού, για να τον βοηθήσω, έφθασα στην άκρη του καναλιού και άπλωσα το χέρι μου, να πιάσω τον πανικόβλητο ξάδερφό μου που πάλευε με τα λασπόνερα. Στην βιασύνη μου να τον πλησιάσω, δεν πρόσεξα την λασπώδη όχθη, έτσι, χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα μέσα στο κανάλι καταπίνοντας με αηδία τα βρώμικα λασπόνερα. Ενώ τα πόδια μου είχαν κολλήσει στον βυθό του καναλιού, εγώ κουνούσα με δύναμη τα χέρια μου πανικόβλητος, καθώς προσπαθούσα να βγω στην όχθη. Ποτέ δεν κατάλαβα αν μας είδε κάποιος ή οι φωνές μας ξεσήκωσαν τους πάντες, γεγονός είναι πως κάποιος ντόπιος μπήκε μέσα στα νερά και μας έβγαλε στην ασφάλεια της αυλής. Θυμάμαι τις κραυγές της μάνας μου και της θείας μου της Στέλλας, όταν μας είδαν, εγώ ήμουν μάλλον σε καλύτερη κατάσταση από τον ξάδερφο μου, καθώς αντιλαμβανόμουν τα πάντα, ενώ ο Άκης ήταν σχεδόν λιπόθυμος.
Γρήγορα  συνήλθε και αυτός και τότε άρχισαν οι ερωτήσεις …
Ευτυχώς δεν επέμειναν γιατί ήμασταν σε αξιοθρήνητη θέση με του ρούχα μας και τα κορμιά μας γεμάτα λάσπη, να βρωμάμε  χειρότερα και από τα ζώα της αυλής.
Μετά από την περιπέτεια μας, ακολούθησε η εξευτελιστική διαδικασία του καθαρισμού μας. Εκεί στο ίδιο πηγάδι που ήταν η αιτία της συμφοράς μας, μας έγδυσαν και με το νερό που έβγαζαν μας έπλυναν μπροστά στα μάτια όλων. Παρ’ όλο που το νερό ήταν κρύο, εμείς δεν τολμήσαμε να διαμαρτυρηθούμε, αντίθετα λουφάξαμε και δεχόμασταν αδιαμαρτύρητα τις περιποιήσεις και τα πειράγματα των φίλων μας, καθώς μας έβλεπαν γδυτούς. Φυσικά δεν έλειψαν και οι απώλειες, είχαμε χάσει τα παπούτσια μας, στον βυθό του καναλιού και παρ’ όλες τις προσπάθειες των ντόπιων δεν τα βρήκαμε. Όπως ήταν επόμενο το γλέντι διαλύθηκε και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής προς την Βέροια. Μέσα στο λεωφορείο ήμασταν σκεπασμένοι με κάτι πετσέτες και σεντόνια ξυπόλυτοι και σε όλη την διαδρομή δεχόμασταν τα πειράγματα μικρών και μεγάλων. Το γεγονός ήταν πως γλυτώσαμε τα χειρότερα και τελικά οι φοβισμένοι γονείς μας περιορίστηκαν σε συμβουλές και δεν μας τιμώρησαν. Αν και λίγες μέρες αργότερα σε μια αταξία που έκανε ο Άκης η θεία Στέλλα θυμήθηκε και την περιπέτεια μας στο κανάλι και του τις "έβρεξε" και για αυτό.
 Στα χρόνια που ακολούθησαν κάθε φορά που έβλεπα τον κουμπάρο τον Νίκο ή την γυναίκα του την Χρύσα, αυτόματα σκεπτόμουν το Άδενδρο και μελαγχολούσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: