ΕΚΔΡΟΜΕΣ – ΝΟΠΗΓΕΙΑ - ΦΑΛΑΣΑΡΝΑ
Γράφει ο Αντρέας Μαρολαχάκης
Καμία φάση της ζωής μας δεν μπορεί να συγκριθεί με την εφηβεία. Νομίζω πως τότε έχουμε μια αποφασιστικότητα και μια ορμή, χωρίς την απαιτούμενη σοβαρότητα και περίσκεψη. Έτσι επαναστατούμε με το παραμικρό και κάνουμε πράγματα, χωρίς να λάβουμε προφυλάξεις ή να υπολογίσουμε τις πιθανές συνέπειες. Φυσικά είναι η εποχή των πρώτων σκιρτημάτων και των Πλατωνικών (συνήθως) ερώτων. Αυτό που στη σημερινή εποχή, θεωρείται φυσιολογικό και αποδεκτό, τότε ήταν απαράδεκτο και στη κυριολεξία «ταμπού». Τίποτα δεν ήταν χειρότερο για ένα έφηβο, (αγόρι ή κορίτσι) από το να κατηγορηθεί δικαίως ή αδίκως για κάποιο ερωτικό σκίρτημα. Αμέσως τους στοχοτοχοποιούσαν και τους έβαζαν στο περιθώριο της κοινωνικής αποδοχής. Έτσι χωρίς κανένα σοβαρό λόγο πολλά αγόρια και ιδίως κορίτσια, γινόταν βορά κουτσομπολιών, στο μικρόκοσμο της επαρχιακής κοινωνίας. Μάλιστα υπήρχε και ένας μικρός κώδικας στο «καθωσπρεπισμού», που δήθεν υπό τύπο συμβουλών, υποδείκνυαν εμμέσως με ποιους δεν θα έπρεπε κάποιος να κάνει παρέα, αν ήθελε να θεωρείται «καλό παιδί». Πάνω σε αυτό έχω προσωπική εμπειρία, καθώς λίγο μετά την άφιξη μου στην Κίσαμο, που υπόδειξαν εμμέσως πλην σαφώς, να αποφεύγω να κάνω παρέα με ένα συγκεκριμένο κορίτσι και ένα αγόρι. Αυτό που θυμάμαι από τον εαυτό μου, είναι ότι τουλάχιστον τότε, ήμουν ατίθασος και αντιδρούσα αρνητικά σε κάθε ή τουλάχιστον στις περισσότερες συμβουλές. Με το συγκεκριμένο αγόρι όπως και με το κορίτσι γίναμε φίλοι και η φιλία μας συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Παρ’ όλο που με αρκετούς καθηγητές είχαμε καλή σχέση, υπήρχαν κάποιοι από αυτούς, που προσπαθούσαν πάντα να βρουν κάτι εις βάρος μας και να εισηγηθούν την ανάλογη τιμωρία. Ένας από τους καθηγητές μας (πανύψηλος), ενώ όλοι τον θεωρούσαν απρόσιτο και αυστηρό, συνήθιζε να παίζει μαζί μας βόλεϊ και εκμεταλλευόμενος τα τεράστια χέρια του, πολύ εύκολα «κάρφωνε» την μπάλα στο αντίπαλο τερέν. Κάθε φορά που είχε μια επιτυχημένη βολή ........
........(αυτό γινόταν τακτικά) φώναζε χαρούμενος «φλόοοκος», επαναλαμβάνοντας την φράση από την γνωστή διαφήμιση της εποχής. Στο τέλος αυτή η λέξη έγινε το αγαπημένο σλόγκαν, μεταξύ όλων των μαθητών του γυμνασίου και δε παραλείπαμε να την επαναλάβουμε σε κάθε ανάλογη περίπτωση. Αυτός όμως και ο γυμναστής αποτελούσαν (για μας) την φωτεινή εξαίρεση, καθώς τους περισσότερους δεν τολμούσαμε, να ούτε να τους πούμε μια απλή καλημέρα.
Εκείνη την εποχή ήμασταν στη τελευταία τάξη και προσπαθούσαμε με διάφορους ευφάνταστους τρόπους, να μαζέψουμε χρήματα για τη πενθήμερη εκδρομή, που ελπίζαμε πως θα κάναμε στο τέλος της σχολικής χρονιάς. Παραμονές των γιορτών ζωγραφίζαμε κάρτες με τις ανάλογες ευχές Χριστούγεννα – Πάσχα) και τις πουλούσαμε στους ενδιαφερόμενους. Αυτό τότε ήταν κάτι πρωτοποριακό και είχε μεγάλη επιτυχία. Τόση που στο τέλος έγινα καταπιεστικός καθώς απαιτούσα (από τα κορίτσια κυρίως) αυξημένη παραγωγή. Άλλες επικερδείς εκδηλώσεις που μας απέφεραν έσοδα, ήταν τα κάλαντα, λαχνοί μέχρι και παράνομο Προπο είχαμε στήσει για να μαζέψουμε χρήματα. Όλα αυτά φυσικά αδίκως, γιατί βρισκόμασταν δύο χρόνια μετά το τραγικό δυστύχημα της Γεωργιούπολης και είχαν απαγορευτεί όλες οι μαθητικές εκδρομές πανελληνίως. Τότε δημιουργήθηκε ένα θέμα με τα χρήματα που είχαμε συγκεντρώσει και ήταν αρκετά, για τα τότε δεδομένα. Οι καθηγητές, μας ζήτησαν να τους τα δώσουμε, για να δημιουργηθεί μια βιβλιοθήκη για το σχολείο, πράγμα που εμείς και μόνο που το σκεπτόμασταν ανατριχιάζαμε. Υπήρχαν κάποιες πιέσεις από συγκεκριμένο καθηγητή, να τους παραδώσουμε τα χρήματα, μάλιστα με τελείως άγαρμπο τρόπο προσπάθησε να απειλήσει εμένα και τον Γιώργο (μαθητή του πρακτικού). Αυτό μας πείσμωσε ακόμη πιο πολύ και αγνοήσαμε κάθε τι που μας είπε. Ορισμένοι όμως από τους μαθητές, όταν έμαθαν για τις απειλές, έχασαν το ενδιαφέρον τους, προφασιζόμενοι διαβάσματα και φροντιστήρια.
Αποφασίσαμε, οι υπόλοιποι να πάμε μόνοι μας εκδρομή, χωρίς τη συνοδεία καθηγητών και γενικά ενηλίκων. Αυτό τότε μας φάνηκε μια πάρα πολύ καλή ιδέα και όσο τη συζητούσαμε βρίσκαμε, πως αυτό ήταν ότι καλύτερο θα μπορούσαμε να κάνουμε. Αμέσως αφού συμφωνήσαμε μεταξύ μας, (η αλήθεια είναι πως δεν υπήρχε ομοφωνία) με βασικό πυρήνα μερικούς μαθητές της ΣΤ΄ κλασικού αρχίσαμε να οργανώνουμε την εκδρομή μας. Χωρίς καν να αποφασίσουμε τον προορισμό μας, προσπαθήσαμε να συμφωνήσουμε με το τοπικό ΚΤΕΛ να μας διαθέσει ένα λεωφορείο, να το χρησιμοποιήσουμε ως μεταφορικό μέσο. Εκεί ξαφνιαστήκαμε, γιατί όπως μας δήλωσε ο υπεύθυνος διαχειριστής δεν υπήρχε κανένα ελεύθερο όχημα για μας. Από μισόλογα και μια πληροφορία, που μας έδωσε ο συμμαθητής μας, του πρακτικού ο Μανώλης, μάθαμε πως η έλλειψη των λεωφορείων ξεκινούσε από το σχολείο. Κανείς μας όμως, δεν ήθελε να παραδεχτεί πως είχαμε ηττηθεί. Προσπαθήσαμε να βρούμε λύση στα Χανιά, αλλά και από εκεί μας πληροφόρησαν, πως δεν υπήρχαν διαθέσιμα μεταφορικά μέσα για μας.
Τότε αποφασίσαμε, να πάμε κάπου εδώ κοντά, μια ημερήσια εκδρομή και ζητήσαμε από τους συμμαθητές μας, να δηλώσουν ποιοι θα επιθυμούσαν να συμμετέχουν σε αυτή τη μικρή περιπέτεια. Από το τμήμα μου ήταν οι περισσότεροι, από τους τελικά συμμετέχοντες, ενώ από το άλλο τμήμα (δυστυχώς για μένα ειδικά) δέχτηκαν να έρθουν μόνο ο Κωστής, ο Γιώργος και ο Μανώλης. Σε συνεννόηση με τα κορίτσια, αποφασίσαμε πως έπρεπε να μαγειρέψουν διάφορα φαγητά, που θα καταναλώναμε στον τελικό μας προορισμό. Μου έδωσαν καταστάσεις για τα υλικά που θα ήθελαν για την παρασκευή των εδεσμάτων και εγώ με τον Γιάννη φροντίσαμε για την αγορά τους. Καθώς ήμουν ο ταμίας, έδωσα απλόχερα χρήματα, για την αγορά αναψυκτικών, ποτών και ότι άλλο χρειαζόταν. Με υπόδειξη του Γιάννη, θα πηγαίναμε τελικά στη Παναγία τη Μυρτιδιώτισσα στη Χώνη στα Νοπήγεια. Σε ένα πανέμορφο γραφικό εκκλησάκι κοντά στη παραλία.
Τη συγκεκριμένη ώρα, μια Κυριακή, αμέσως μετά τη συγκέντρωση μας, νοικιάσαμε κάθε διαθέσιμο αγοραίο ταξί που υπήρχε στην πόλη, φορτώσαμε τις προμήθειες μας και ξεκινήσαμε. Δεν θυμάμαι πόσες διαδρομές κάναμε, αλλά τελικά αρκετά άτομα χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω τον ακριβή αριθμό, φθάσαμε και κατασκηνώσαμε δίπλα στο εκκλησάκι. Μαζί μας ήταν και η μητέρα της φίλης μου, της Νατάσας που με τη παρουσία της έδινε κάποιο άλλοθι νομιμότητας. Όχι βέβαια πως το είχαμε ανάγκη αυτό, αλλά έτσι για το «onore» και την «έξωθεν καλή μαρτυρία». Μαζί μας είχαμε ένα φορητό μαγνητόφωνο και αμέσως αρχίσαμε τον χορό και τα τραγούδια, δηλαδή οι άλλοι, γιατί εγώ δεν τα κατάφερνα ούτε στο ένα ούτε στο άλλο. Για ποιο λόγο άλλωστε; Σε αυτή την εκδρομή ήμουν ο μόνος (κι ας μη το έδειχνα), καθώς έλλειπε από εκεί αυτό που ήθελα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά εκείνη την στιγμή που όλοι ήταν χαρούμενοι και διασκεδάζανε, εγώ ήμουν ανικανοποίητος.
Μαζί μας, (δεν θυμάμαι γιατί) έμεινε και ένας ταξιτζής, ο Ορέστης με το όχημα του και διασκέδαζε σαν να ήταν κάποιος από εμάς. Τα φαγητά και τα ποτά ήταν άφθονα, γιατί οι κοπελιές εκτός από τα υλικά που αγοράσαμε, είχαν φέρει από το σπίτι τους κι άλλα εδέσματα και γλυκά. Αφού καταναλώσαμε υπερβολικές ποσότητες φαγητού και ποτών, κάποιος ζήτησε καφέ. Αυτό ήταν κάτι που δεν είχαμε προβλέψει, αλλά χωρίς να πτοηθούμε, στείλαμε τον Ορέστη στο καφενείο που διατηρούσε ο πατέρας του Μανώλη και έφερε υλικά και σύνεργα. Αφού απολαύσαμε τα καφεδάκια μας , κάποιος ζήτησε μια τράπουλα για να παίξουμε χαρτιά. Πάλι με τον ίδιο τρόπο, στείλαμε τον ταξιτζή να πραγματοποιήσει κι αυτή μας την επιθυμία. Φυσικά τον πληρώναμε για τα δρομολόγια που έκανε και προσπαθούσαμε με κάθε τρόπο να ξοδέψουμε όλα τα χρήματα, που με τόσο κόπο είχαμε μαζέψει. Αυτό φυσικά ήταν εντελώς αδύνατο, γιατί τα χρήματα ήταν πάρα πολλά και οι απαιτήσεις τόσο των συμμαθητών μου, όσο και του ταξιτζή δεν ήταν αρκετές για αυτό. Αφού ικανοποιήσαμε κάθε λογική και παράλογη μας επιθυμία, αποφασίσαμε κάποια στιγμή αργά το απόγευμα να επιστρέψουμε στην βάση μας. Την μεταφορά μας, την ανέλαβε φυσικά ο Ορέστης, φρόντισε μάλιστα να πάει τον καθένα στο χωριό του, με το αζημίωτο φυσικά, γιατί (όπως είπε πολύ αργότερα κάποιος) λεφτά υπήρχαν.
Την επομένη, χωρίς να έχω ξεκουραστεί, αγουροξυπνημένος μπήκα στην αυλή του σχολείου μαζί με τον φίλο μου τον Γιάννη, ο οποίος ήταν ίσως η μόνη φορά που ερχόταν για μάθημα από την πρώτη ώρα. Στην μέση του προαυλίου, μας συνάντησε ο επιτηρητής καθηγητής και μας ρώτησε αν καταφέραμε να πραγματοποιήσουμε την εκδρομή μας. Όταν του απάντησα καταφατικά ξαφνιάστηκε και μας ρώτησε αν ξοδέψαμε τα χρήματα.
«Όσο πιο πολλά μπορέσαμε» απάντησε εριστικά ο Γιάννης, «κάλλιο έχω να τα κάψω παρά να τα δώσω για να κάμετε εσείς βιβλιοθήκη». Ο καθηγητής μας κοίταξε παραξενεμένος, αλλά είπε με περίεργο και Σιβυλλικό τρόπο : «και πολύ καλά θα κάμετε»!!!
Εγώ επειδή είχα φοβηθεί τον εκρηκτικό χαρακτήρα του Γιάννη, τον τράβηξα με τρόπο προς την αίθουσα που στεγαζόταν η τάξη μας. Εκεί ήδη είχαν φθάσει αρκετά από τα παιδιά και μιλούσαν για επικείμενη τιμωρία μας. Η περιρρέουσα απειλή, ήταν αρκετή για να κάνει τους περισσότερους από εμάς επιφυλακτικούς και αρκετούς να είναι τουλάχιστον μελαγχολικοί.
Τελικά όμως δεν συνέβη τίποτα, από όσα φοβόμασταν, αντίθετα μας πρότειναν από τη διεύθυνση του σχολείου, αν θέλαμε να πραγματοποιήσουμε μια ημερήσια εκδρομή στα Φαλάσαρνα με τη παρουσία κάποιων καθηγητών. Οι πιο υποψιασμένοι από μας, καταλάβαμε πως αυτός ήταν κάποιος τρόπος να μας καλοπιάσουν, αλλά υπήρχαν πολλοί από τους συμμαθητές μας (ιδίως αυτοί που δεν συμμετείχαν στην πρώτη εκδρομή) που έβλεπαν θετικά αυτή τη πρόταση. Ο βασικός πυρήνας των φίλων μου, είχαν την άποψη πως μας έριχναν στάχτη στα μάτια. Όμως κανείς, δεν μπορούσε να το πει με σιγουριά, αλλά και είχαμε καμία διάθεση να αρνηθούμε αυτή τη προσφορά. Τελικά η εκδρομή έγινε, σε αυτήν έλαβαν όσοι από τους μαθητές των τριών τελευταίων τάξεων ήθελαν να συμμετάσχουν. Από τους καθηγητές θυμάμαι τον γυμναστή, που δέχθηκε να μας συνοδέψει, αλλά εγώ και πάλι δεν ήμουν ικανοποιημένος εξ αιτίας της θεωρίας των «καλών παιδιών». Μιας θεωρεία που ποτέ μου δεν κατάλαβα και που ποτέ δεν μπόρεσα να εξηγήσω, ίσως γιατί ποτέ δεν θα ήταν δυνατό να γίνω αποδέκτης μιας τέτοιας θεωρίας. Πάντως είναι γεγονός πως αυτή την φορά ήρθαν περισσότεροι συμμαθητές σε αυτή την εκδρομή, ακόμη και από τους «σπασίκλες» του πρακτικού. Εγώ επειδή ίσως δεν ήμουν ικανοποιημένος, ίσως γιατί κάτι μου έλειπε, «ξέκοψα» από την συνηθισμένη μου παρέα, ενώ αυτοί βρήκαν καταφύγιο σε μια σπηλιά, εγώ μάταια έψαχνα να βρω κάτι να με γεμίζει. Τελικά κόλλησα σε μια παρέα «πρακτικαρέων». Οι οποίοι είχαν μια ήπια συμπερηφορά για τα γούστα μου. Αργότερα τα γεγονότα που ακολούθησαν με τις ιστορίες από την σπηλιά, που πήραν διαστάσεις μύθου και επειδή εγώ δεν είχα προσωπική αντίληψη στο τι έγινε εκεί, δεν παίρνω θέση. Όποτε όμως ρωτούσα να μου πουν, οι εκδοχές που άκουγα ήταν πάντα διαφορετικές και πολλές φορές αντικρουόμενες. Προφανώς είχαν συνεννοηθεί οι φίλοι μου, να μη μου πουν τίποτα αφήνοντας με σε άγνοια. Για μένα αυτή η εκδρομή ήταν ίσως η πιο ξενέρωτη και η πιο αδιάφορη από όλες που έχω κάνει και για αυτό δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα από αυτή. Τελικά η μέρα πέρασε χωρίς κάτι το αξιοσημείωτο, με την επιστροφή μας στη πόλη να σημαίνει και το τέλος της σχολικής χρονιάς.
Λίγο πριν τις εξετάσεις του Ιουνίου παραδώσαμε τα υπόλοιπα χρήματα στον σύλλογο των καθηγητών, χωρίς να έχουμε λόγο στο πως και που θα διατεθούν. Αυτό είναι ένα γεγονός που κανείς μας, δεν ξεπέρασε και κάθε φορά που συναντιόμαστε οι παλιοί συμμαθητές, απορούμε πως τελικά οι καθηγητές κατάφεραν και μας «δούλεψαν»
Η μόνη εξήγηση που μπορώ να δώσω τώρα μετά από χρόνια, είναι ότι είχαμε κουραστεί από τις πιέσεις και τις απειλές, σε συνδυασμό με τις εξετάσεις, τελικά ενδώσαμε και εγώ παρέδωσα το ταμείο.
Το ότι το σύνολο των μαθητών που έλαβαν μέρος στην πρώτη εκδρομή, έμειναν μετεξεταστέοι, μάλλον θα πρόκειται για σύμπτωση. Πρωταθλητής σε αυτό τον τομέα ήταν … ποιος άλλος φυσικά ο Γιάννης που έμεινε στάσιμος σε δώδεκα μαθήματα. Το ακολουθούσε σε απόσταση αναπνοής η Κατίνα με δέκα μαθήματα. Φυσικά δεν ξέρω αν αυτό ήταν τιμωρία η φυσιολογική πορεία των γεγονότων ή αν κάποιοι έβαλαν το «χεράκι» τους σε αυτό. Τώρα μετά από τόσα χρόνια νομίζω πως η εκδρομή στα Νοπήγεια είχε και τα «απόνερα» της.
Μετά από χρόνια που το συζητάμε, κανείς μας, δεν μετάνιωσε για την στάση που αρχικά κρατήσαμε. Αντίθετα μετανιώνουμε που παραδώσαμε τα χρήματα.
Γράφει ο Αντρέας Μαρολαχάκης
Καμία φάση της ζωής μας δεν μπορεί να συγκριθεί με την εφηβεία. Νομίζω πως τότε έχουμε μια αποφασιστικότητα και μια ορμή, χωρίς την απαιτούμενη σοβαρότητα και περίσκεψη. Έτσι επαναστατούμε με το παραμικρό και κάνουμε πράγματα, χωρίς να λάβουμε προφυλάξεις ή να υπολογίσουμε τις πιθανές συνέπειες. Φυσικά είναι η εποχή των πρώτων σκιρτημάτων και των Πλατωνικών (συνήθως) ερώτων. Αυτό που στη σημερινή εποχή, θεωρείται φυσιολογικό και αποδεκτό, τότε ήταν απαράδεκτο και στη κυριολεξία «ταμπού». Τίποτα δεν ήταν χειρότερο για ένα έφηβο, (αγόρι ή κορίτσι) από το να κατηγορηθεί δικαίως ή αδίκως για κάποιο ερωτικό σκίρτημα. Αμέσως τους στοχοτοχοποιούσαν και τους έβαζαν στο περιθώριο της κοινωνικής αποδοχής. Έτσι χωρίς κανένα σοβαρό λόγο πολλά αγόρια και ιδίως κορίτσια, γινόταν βορά κουτσομπολιών, στο μικρόκοσμο της επαρχιακής κοινωνίας. Μάλιστα υπήρχε και ένας μικρός κώδικας στο «καθωσπρεπισμού», που δήθεν υπό τύπο συμβουλών, υποδείκνυαν εμμέσως με ποιους δεν θα έπρεπε κάποιος να κάνει παρέα, αν ήθελε να θεωρείται «καλό παιδί». Πάνω σε αυτό έχω προσωπική εμπειρία, καθώς λίγο μετά την άφιξη μου στην Κίσαμο, που υπόδειξαν εμμέσως πλην σαφώς, να αποφεύγω να κάνω παρέα με ένα συγκεκριμένο κορίτσι και ένα αγόρι. Αυτό που θυμάμαι από τον εαυτό μου, είναι ότι τουλάχιστον τότε, ήμουν ατίθασος και αντιδρούσα αρνητικά σε κάθε ή τουλάχιστον στις περισσότερες συμβουλές. Με το συγκεκριμένο αγόρι όπως και με το κορίτσι γίναμε φίλοι και η φιλία μας συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
........(αυτό γινόταν τακτικά) φώναζε χαρούμενος «φλόοοκος», επαναλαμβάνοντας την φράση από την γνωστή διαφήμιση της εποχής. Στο τέλος αυτή η λέξη έγινε το αγαπημένο σλόγκαν, μεταξύ όλων των μαθητών του γυμνασίου και δε παραλείπαμε να την επαναλάβουμε σε κάθε ανάλογη περίπτωση. Αυτός όμως και ο γυμναστής αποτελούσαν (για μας) την φωτεινή εξαίρεση, καθώς τους περισσότερους δεν τολμούσαμε, να ούτε να τους πούμε μια απλή καλημέρα.
Εκείνη την εποχή ήμασταν στη τελευταία τάξη και προσπαθούσαμε με διάφορους ευφάνταστους τρόπους, να μαζέψουμε χρήματα για τη πενθήμερη εκδρομή, που ελπίζαμε πως θα κάναμε στο τέλος της σχολικής χρονιάς. Παραμονές των γιορτών ζωγραφίζαμε κάρτες με τις ανάλογες ευχές Χριστούγεννα – Πάσχα) και τις πουλούσαμε στους ενδιαφερόμενους. Αυτό τότε ήταν κάτι πρωτοποριακό και είχε μεγάλη επιτυχία. Τόση που στο τέλος έγινα καταπιεστικός καθώς απαιτούσα (από τα κορίτσια κυρίως) αυξημένη παραγωγή. Άλλες επικερδείς εκδηλώσεις που μας απέφεραν έσοδα, ήταν τα κάλαντα, λαχνοί μέχρι και παράνομο Προπο είχαμε στήσει για να μαζέψουμε χρήματα. Όλα αυτά φυσικά αδίκως, γιατί βρισκόμασταν δύο χρόνια μετά το τραγικό δυστύχημα της Γεωργιούπολης και είχαν απαγορευτεί όλες οι μαθητικές εκδρομές πανελληνίως. Τότε δημιουργήθηκε ένα θέμα με τα χρήματα που είχαμε συγκεντρώσει και ήταν αρκετά, για τα τότε δεδομένα. Οι καθηγητές, μας ζήτησαν να τους τα δώσουμε, για να δημιουργηθεί μια βιβλιοθήκη για το σχολείο, πράγμα που εμείς και μόνο που το σκεπτόμασταν ανατριχιάζαμε. Υπήρχαν κάποιες πιέσεις από συγκεκριμένο καθηγητή, να τους παραδώσουμε τα χρήματα, μάλιστα με τελείως άγαρμπο τρόπο προσπάθησε να απειλήσει εμένα και τον Γιώργο (μαθητή του πρακτικού). Αυτό μας πείσμωσε ακόμη πιο πολύ και αγνοήσαμε κάθε τι που μας είπε. Ορισμένοι όμως από τους μαθητές, όταν έμαθαν για τις απειλές, έχασαν το ενδιαφέρον τους, προφασιζόμενοι διαβάσματα και φροντιστήρια.
Αποφασίσαμε, οι υπόλοιποι να πάμε μόνοι μας εκδρομή, χωρίς τη συνοδεία καθηγητών και γενικά ενηλίκων. Αυτό τότε μας φάνηκε μια πάρα πολύ καλή ιδέα και όσο τη συζητούσαμε βρίσκαμε, πως αυτό ήταν ότι καλύτερο θα μπορούσαμε να κάνουμε. Αμέσως αφού συμφωνήσαμε μεταξύ μας, (η αλήθεια είναι πως δεν υπήρχε ομοφωνία) με βασικό πυρήνα μερικούς μαθητές της ΣΤ΄ κλασικού αρχίσαμε να οργανώνουμε την εκδρομή μας. Χωρίς καν να αποφασίσουμε τον προορισμό μας, προσπαθήσαμε να συμφωνήσουμε με το τοπικό ΚΤΕΛ να μας διαθέσει ένα λεωφορείο, να το χρησιμοποιήσουμε ως μεταφορικό μέσο. Εκεί ξαφνιαστήκαμε, γιατί όπως μας δήλωσε ο υπεύθυνος διαχειριστής δεν υπήρχε κανένα ελεύθερο όχημα για μας. Από μισόλογα και μια πληροφορία, που μας έδωσε ο συμμαθητής μας, του πρακτικού ο Μανώλης, μάθαμε πως η έλλειψη των λεωφορείων ξεκινούσε από το σχολείο. Κανείς μας όμως, δεν ήθελε να παραδεχτεί πως είχαμε ηττηθεί. Προσπαθήσαμε να βρούμε λύση στα Χανιά, αλλά και από εκεί μας πληροφόρησαν, πως δεν υπήρχαν διαθέσιμα μεταφορικά μέσα για μας.
Τότε αποφασίσαμε, να πάμε κάπου εδώ κοντά, μια ημερήσια εκδρομή και ζητήσαμε από τους συμμαθητές μας, να δηλώσουν ποιοι θα επιθυμούσαν να συμμετέχουν σε αυτή τη μικρή περιπέτεια. Από το τμήμα μου ήταν οι περισσότεροι, από τους τελικά συμμετέχοντες, ενώ από το άλλο τμήμα (δυστυχώς για μένα ειδικά) δέχτηκαν να έρθουν μόνο ο Κωστής, ο Γιώργος και ο Μανώλης. Σε συνεννόηση με τα κορίτσια, αποφασίσαμε πως έπρεπε να μαγειρέψουν διάφορα φαγητά, που θα καταναλώναμε στον τελικό μας προορισμό. Μου έδωσαν καταστάσεις για τα υλικά που θα ήθελαν για την παρασκευή των εδεσμάτων και εγώ με τον Γιάννη φροντίσαμε για την αγορά τους. Καθώς ήμουν ο ταμίας, έδωσα απλόχερα χρήματα, για την αγορά αναψυκτικών, ποτών και ότι άλλο χρειαζόταν. Με υπόδειξη του Γιάννη, θα πηγαίναμε τελικά στη Παναγία τη Μυρτιδιώτισσα στη Χώνη στα Νοπήγεια. Σε ένα πανέμορφο γραφικό εκκλησάκι κοντά στη παραλία.
Τη συγκεκριμένη ώρα, μια Κυριακή, αμέσως μετά τη συγκέντρωση μας, νοικιάσαμε κάθε διαθέσιμο αγοραίο ταξί που υπήρχε στην πόλη, φορτώσαμε τις προμήθειες μας και ξεκινήσαμε. Δεν θυμάμαι πόσες διαδρομές κάναμε, αλλά τελικά αρκετά άτομα χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω τον ακριβή αριθμό, φθάσαμε και κατασκηνώσαμε δίπλα στο εκκλησάκι. Μαζί μας ήταν και η μητέρα της φίλης μου, της Νατάσας που με τη παρουσία της έδινε κάποιο άλλοθι νομιμότητας. Όχι βέβαια πως το είχαμε ανάγκη αυτό, αλλά έτσι για το «onore» και την «έξωθεν καλή μαρτυρία». Μαζί μας είχαμε ένα φορητό μαγνητόφωνο και αμέσως αρχίσαμε τον χορό και τα τραγούδια, δηλαδή οι άλλοι, γιατί εγώ δεν τα κατάφερνα ούτε στο ένα ούτε στο άλλο. Για ποιο λόγο άλλωστε; Σε αυτή την εκδρομή ήμουν ο μόνος (κι ας μη το έδειχνα), καθώς έλλειπε από εκεί αυτό που ήθελα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά εκείνη την στιγμή που όλοι ήταν χαρούμενοι και διασκεδάζανε, εγώ ήμουν ανικανοποίητος.
Μαζί μας, (δεν θυμάμαι γιατί) έμεινε και ένας ταξιτζής, ο Ορέστης με το όχημα του και διασκέδαζε σαν να ήταν κάποιος από εμάς. Τα φαγητά και τα ποτά ήταν άφθονα, γιατί οι κοπελιές εκτός από τα υλικά που αγοράσαμε, είχαν φέρει από το σπίτι τους κι άλλα εδέσματα και γλυκά. Αφού καταναλώσαμε υπερβολικές ποσότητες φαγητού και ποτών, κάποιος ζήτησε καφέ. Αυτό ήταν κάτι που δεν είχαμε προβλέψει, αλλά χωρίς να πτοηθούμε, στείλαμε τον Ορέστη στο καφενείο που διατηρούσε ο πατέρας του Μανώλη και έφερε υλικά και σύνεργα. Αφού απολαύσαμε τα καφεδάκια μας , κάποιος ζήτησε μια τράπουλα για να παίξουμε χαρτιά. Πάλι με τον ίδιο τρόπο, στείλαμε τον ταξιτζή να πραγματοποιήσει κι αυτή μας την επιθυμία. Φυσικά τον πληρώναμε για τα δρομολόγια που έκανε και προσπαθούσαμε με κάθε τρόπο να ξοδέψουμε όλα τα χρήματα, που με τόσο κόπο είχαμε μαζέψει. Αυτό φυσικά ήταν εντελώς αδύνατο, γιατί τα χρήματα ήταν πάρα πολλά και οι απαιτήσεις τόσο των συμμαθητών μου, όσο και του ταξιτζή δεν ήταν αρκετές για αυτό. Αφού ικανοποιήσαμε κάθε λογική και παράλογη μας επιθυμία, αποφασίσαμε κάποια στιγμή αργά το απόγευμα να επιστρέψουμε στην βάση μας. Την μεταφορά μας, την ανέλαβε φυσικά ο Ορέστης, φρόντισε μάλιστα να πάει τον καθένα στο χωριό του, με το αζημίωτο φυσικά, γιατί (όπως είπε πολύ αργότερα κάποιος) λεφτά υπήρχαν.
Την επομένη, χωρίς να έχω ξεκουραστεί, αγουροξυπνημένος μπήκα στην αυλή του σχολείου μαζί με τον φίλο μου τον Γιάννη, ο οποίος ήταν ίσως η μόνη φορά που ερχόταν για μάθημα από την πρώτη ώρα. Στην μέση του προαυλίου, μας συνάντησε ο επιτηρητής καθηγητής και μας ρώτησε αν καταφέραμε να πραγματοποιήσουμε την εκδρομή μας. Όταν του απάντησα καταφατικά ξαφνιάστηκε και μας ρώτησε αν ξοδέψαμε τα χρήματα.
«Όσο πιο πολλά μπορέσαμε» απάντησε εριστικά ο Γιάννης, «κάλλιο έχω να τα κάψω παρά να τα δώσω για να κάμετε εσείς βιβλιοθήκη». Ο καθηγητής μας κοίταξε παραξενεμένος, αλλά είπε με περίεργο και Σιβυλλικό τρόπο : «και πολύ καλά θα κάμετε»!!!
Εγώ επειδή είχα φοβηθεί τον εκρηκτικό χαρακτήρα του Γιάννη, τον τράβηξα με τρόπο προς την αίθουσα που στεγαζόταν η τάξη μας. Εκεί ήδη είχαν φθάσει αρκετά από τα παιδιά και μιλούσαν για επικείμενη τιμωρία μας. Η περιρρέουσα απειλή, ήταν αρκετή για να κάνει τους περισσότερους από εμάς επιφυλακτικούς και αρκετούς να είναι τουλάχιστον μελαγχολικοί.
Τελικά όμως δεν συνέβη τίποτα, από όσα φοβόμασταν, αντίθετα μας πρότειναν από τη διεύθυνση του σχολείου, αν θέλαμε να πραγματοποιήσουμε μια ημερήσια εκδρομή στα Φαλάσαρνα με τη παρουσία κάποιων καθηγητών. Οι πιο υποψιασμένοι από μας, καταλάβαμε πως αυτός ήταν κάποιος τρόπος να μας καλοπιάσουν, αλλά υπήρχαν πολλοί από τους συμμαθητές μας (ιδίως αυτοί που δεν συμμετείχαν στην πρώτη εκδρομή) που έβλεπαν θετικά αυτή τη πρόταση. Ο βασικός πυρήνας των φίλων μου, είχαν την άποψη πως μας έριχναν στάχτη στα μάτια. Όμως κανείς, δεν μπορούσε να το πει με σιγουριά, αλλά και είχαμε καμία διάθεση να αρνηθούμε αυτή τη προσφορά. Τελικά η εκδρομή έγινε, σε αυτήν έλαβαν όσοι από τους μαθητές των τριών τελευταίων τάξεων ήθελαν να συμμετάσχουν. Από τους καθηγητές θυμάμαι τον γυμναστή, που δέχθηκε να μας συνοδέψει, αλλά εγώ και πάλι δεν ήμουν ικανοποιημένος εξ αιτίας της θεωρίας των «καλών παιδιών». Μιας θεωρεία που ποτέ μου δεν κατάλαβα και που ποτέ δεν μπόρεσα να εξηγήσω, ίσως γιατί ποτέ δεν θα ήταν δυνατό να γίνω αποδέκτης μιας τέτοιας θεωρίας. Πάντως είναι γεγονός πως αυτή την φορά ήρθαν περισσότεροι συμμαθητές σε αυτή την εκδρομή, ακόμη και από τους «σπασίκλες» του πρακτικού. Εγώ επειδή ίσως δεν ήμουν ικανοποιημένος, ίσως γιατί κάτι μου έλειπε, «ξέκοψα» από την συνηθισμένη μου παρέα, ενώ αυτοί βρήκαν καταφύγιο σε μια σπηλιά, εγώ μάταια έψαχνα να βρω κάτι να με γεμίζει. Τελικά κόλλησα σε μια παρέα «πρακτικαρέων». Οι οποίοι είχαν μια ήπια συμπερηφορά για τα γούστα μου. Αργότερα τα γεγονότα που ακολούθησαν με τις ιστορίες από την σπηλιά, που πήραν διαστάσεις μύθου και επειδή εγώ δεν είχα προσωπική αντίληψη στο τι έγινε εκεί, δεν παίρνω θέση. Όποτε όμως ρωτούσα να μου πουν, οι εκδοχές που άκουγα ήταν πάντα διαφορετικές και πολλές φορές αντικρουόμενες. Προφανώς είχαν συνεννοηθεί οι φίλοι μου, να μη μου πουν τίποτα αφήνοντας με σε άγνοια. Για μένα αυτή η εκδρομή ήταν ίσως η πιο ξενέρωτη και η πιο αδιάφορη από όλες που έχω κάνει και για αυτό δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα από αυτή. Τελικά η μέρα πέρασε χωρίς κάτι το αξιοσημείωτο, με την επιστροφή μας στη πόλη να σημαίνει και το τέλος της σχολικής χρονιάς.
Λίγο πριν τις εξετάσεις του Ιουνίου παραδώσαμε τα υπόλοιπα χρήματα στον σύλλογο των καθηγητών, χωρίς να έχουμε λόγο στο πως και που θα διατεθούν. Αυτό είναι ένα γεγονός που κανείς μας, δεν ξεπέρασε και κάθε φορά που συναντιόμαστε οι παλιοί συμμαθητές, απορούμε πως τελικά οι καθηγητές κατάφεραν και μας «δούλεψαν»
Η μόνη εξήγηση που μπορώ να δώσω τώρα μετά από χρόνια, είναι ότι είχαμε κουραστεί από τις πιέσεις και τις απειλές, σε συνδυασμό με τις εξετάσεις, τελικά ενδώσαμε και εγώ παρέδωσα το ταμείο.
Το ότι το σύνολο των μαθητών που έλαβαν μέρος στην πρώτη εκδρομή, έμειναν μετεξεταστέοι, μάλλον θα πρόκειται για σύμπτωση. Πρωταθλητής σε αυτό τον τομέα ήταν … ποιος άλλος φυσικά ο Γιάννης που έμεινε στάσιμος σε δώδεκα μαθήματα. Το ακολουθούσε σε απόσταση αναπνοής η Κατίνα με δέκα μαθήματα. Φυσικά δεν ξέρω αν αυτό ήταν τιμωρία η φυσιολογική πορεία των γεγονότων ή αν κάποιοι έβαλαν το «χεράκι» τους σε αυτό. Τώρα μετά από τόσα χρόνια νομίζω πως η εκδρομή στα Νοπήγεια είχε και τα «απόνερα» της.
Μετά από χρόνια που το συζητάμε, κανείς μας, δεν μετάνιωσε για την στάση που αρχικά κρατήσαμε. Αντίθετα μετανιώνουμε που παραδώσαμε τα χρήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου