Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.





Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

ΤΟ ΜΑΓΚΑΛΙ

Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Σε καμία φάση της παιδικής μου ηλικίας δεν μπορώ να ισχυριστώ πως ήμουν, αυτό που λένε "ήσυχο" παιδί. Το αντίθετο θα έλεγα… γενικά αν όχι όλοι, οι περισσότεροι με χαρακτήριζαν άτακτο. Κάποιος τότε με είχαν χαρακτηρίσει "απροσάρμοστο", ένα επιθετικό προσδιορισμό, του οποίου εγώ δεν ήξερα την σημασία. Το γεγονός είναι, πως σε όλες τις φάσεις της παιδικής μου ηλικίας, ήμουν άτακτος και δεν "έμπαινα" στα καλούπια, που θα ήθελαν οι γονείς και οι διάφοροι συγγενείς. Σε πολύ μικρή ηλικία, μου συνέβη κάτι, που ίσως ήταν η αιτία να ενεργοποιηθεί πολύ νωρίς η μνήμη μου. Φυσικά κάποια γεγονότα, από αυτά που θα διηγηθώ, δεν τα θυμάμαι, από προσωπική εμπειρία, αλλά από διηγήσεις των μεγάλων, μερικά όμως έχουν μείνει ανεξίτηλα στην μνήμη μου.
  Εκείνη την εποχή μέναμε σε ένα σπίτι που νοίκιαζε η οικογένεια μας, από την κα Σουλτάνα, απέναντι και διαγώνια από την εκκλησία του Αγ. Βλάση. Ήταν μια μονοκατοικία, με ......
.....κεραμίδια και με βασικό υλικό κατασκευής το ξύλο και την πέτρα. Το σπίτι ήταν πάρα πολύ παλιό. Η κύρια είσοδος του, ήταν από ξερό ξύλο καστανιάς δίφυλλη, διακοσμημένη με πλατυκέφαλα καρφιά, αυτά που τότε τα λέγανε γύφτικα. Αμέσως μετά από την πόρτα, υπήρχε ένας διάδρομος στρωμένος με μεσαίου μεγέθους πέτρες, με μια αυλακιά στην μέση για να φεύγουν τα νερά. Στην αριστερή πλευρά υπήρχε το αχούρι, ο χώρος για να σταβλίζουν  κάποιο ζώο, (εκείνη την εποχή τα περισσότερα σπίτια είχαν ζώα, άλογα, γαϊδούρια κλπ) μόνο που η οικογένεια μου, δεν είχε κανενός είδους ζώο, οπότε ήταν άδειο. Στην απέναντι πλευρά είχε δύο δωμάτια που τα χρησιμοποιούσαμε σαν αποθήκες. Στο τέλος του διαδρόμου, αμέσως μετά από τα πλατιά φορούσια της στέγης, ήταν η αυλή του σπιτιού και αυτή λιθόστρωτη, έχοντας δύο δένδρα στην βάση του περίβολου, που ήταν αρκετά ψηλός. Κάτω από τα φορούσια, ξεκινούσε μια ξύλινη σκάλα, που από ότι θυμάμαι έτριζε όταν κάποιος από του ενήλικους, την ανέβαινε. Η σκάλα οδηγούσε σε ένα ανοιχτό χώρο, κατασκευασμένο από ξύλο, κάτι σαν σαλόνι, μόνο που από την μία πλευρά ήταν ανοιχτό και είχε σε εκείνο το σημείο ξύλινα κάγκελα για προστασία. Στο πίσω μέρος αυτού του ιδιότυπου σαλονιού βρισκόταν ένα καναπές, ενώ στο κέντρο, υπήρχε ένα τραπέζι με καρέκλες. Η ανοιχτή πλευρά αυτού του σαλονιού, δεξιά και αριστερά είχε μια ξύλινη κατασκευή, με σανίδες ενωμένες με μεντεσέδες που ανοιγόκλειναν, σαν ακορντεόν. Έτσι όταν είχε καλό καιρό το σαλόνι ήταν ανοιχτό, ενώ όταν είχε κρύο, το κλείναμε και έτσι μετατρεπόταν το σαλόνι, σε πραγματικό δωμάτιο. Στη δεξιά του, πλευρά είχε δύο δωμάτια, ενώ στην αριστερή είχε ένα δωμάτιο, μια μικρή κουζίνα και τουαλέτα. Εκεί μέναμε εγώ με τους γονείς μου, τον αδερφό μου τον Στέφανο που ήταν πολύ μικρός και την γιαγιά μου από την πλευρά της μητέρας μου.
   Τις περισσότερες ώρες της ημέρας οι γονείς μου έλειπαν, καθώς τους απασχολούσε η τροφοδοσία και η διαχείριση, του μπακάλικου που μόλις είχαν ανοίξει. Έτσι μοιραία την ανατροφή την δική μου και του Στέφανου, έπεφτε στα χέρια της γιαγιάς μου. Την γιαγιά μου την θυμάμαι σαν μια μαυροφορεμένη μικρόσωμη γυναίκα, ντυμένη πάντα στα μαύρα, να έχει  με μία επίσης μαύρη μαντίλα κρυμμένα τα μαλλιά της. Όταν με την παιδική μου αφέλεια την ρώτησα κάποια φορά, γιατί φοράει πάντα μαύρα ρούχα, μου απάντησε πως  ήταν χήρα και έτσι έπρεπε να φοράει μαύρα. Εγώ δεν κατάλαβα την έννοια της λέξης, χήρα, αλλά δεν επέμενα για εξηγήσεις. Η γιαγιά μου ήταν υπεύθυνη, να μας ταΐσει, να μας κοιμίσει και γενικά να μας προσέχει. Αυτό θεωρητικά έμοιαζε με εύκολη υπόθεση, γιατί ήμασταν μικρά παιδιά, χωρίς μεγάλες απαιτήσεις. Κανείς όμως δεν μπορούσε να προβλέψει, το ατίθασο του χαρακτήρα μου. Πάντα εύρισκα τρόπους να την βασανίζω, καθώς κρυβόμουν, με απίστευτη ευκολία σε κάποιον από τους τόσους πολλούς χώρους που είχε το σπίτι. Δεν ξέρω γιατί, αλλά με διασκέδαζε, να την ακούω να με φωνάζει και να με ψάχνει με αγωνία. Παρ’ όλες τις συμβουλές και τις παρατηρήσεις της μητέρας μου, εγώ της  έκανα πάρα πολλές λαχτάρες. Ενώ οι γονείς μου, τακτικά με μάλωναν, η γιαγιά μου δεν θυμάμαι, να ύψωσε καν την φωνή της, ότι κι αν της έκανα.
    Βασική πηγή θέρμανσης, του σπιτιού ήταν μια ξυλόσομπα, που όταν δεν αρκούσε σε κάποια δωμάτια βάζαμε ένα μαγκάλι με κάρβουνα, σαν συμπληρωματικό μέσο ζέστης. Το μαγκάλι ήταν μια μπρούτζινη κατασκευή κάτι σαν κυκλικό δοχείο με βάση. Άκουγα πολλές φορές τον πατέρα μου, να λέει πως θα έπρεπε να προσέχουμε πάρα πολύ, με την χρήση του μαγκαλιού, γιατί είναι επικίνδυνο για την υγεία μας. Εγώ προσωπικά δεν ήμουν σε θέση να καταλάβω τι εννοούσε, έτσι κι αλλιώς όμως δεν απευθυνόταν σε μένα, οπότε δεν έδινα καμία σημασία σε αυτά που έλεγε. Στο δωμάτιο των γονιών μου, υπήρχε ένα μεταλλικό κρεβάτι, που σύμφωνα με την μόδα της εποχής, στην κατασκευή του περιλάμβανε λάμες που συνδεόταν  τα κυρίως μέρη του κρεβατιού με σούστες. Ένα από τα αγαπημένα μου, παιγνίδια,  ήταν να χοροπηδάω πάνω στο κρεβάτι και να απολαμβάνω το τίναγμα, που κατάφερνα πηδώντας πάνω στις λάμες με τις σούστες. Καμία παρατήρηση και καμία τιμωρία δεν ήταν δυνατόν να με συνετίσουν. Μόλις έφευγαν οι γονείς μου, εγώ τρύπωνα στο δωμάτιο τους και άρχιζα το αγαπημένο μου παιγνίδι. Η μόνη λύση ήταν να κλειδώσουν το δωμάτιο, πράγμα που έκαναν στο τέλος, έτσι αυτοί ήταν ικανοποιημένοι και εγώ παραπονεμένος.
   Η γιαγιά μου, έδινε την προσοχή της και την φροντίδα της στον Στέφανο που ήταν μικρότερος  και μένα με άφηνε να κινούμαι πιο χαλαρά μέσα στο σπίτι. Μια μέρα και ενώ προσπαθούσε να κοιμίσει τον αδερφό μου, εγώ έκανα όσο μπορούσα μεγαλύτερη φασαρία. Αυτό όμως δεν επέτρεπε στον αδερφό μου να κοιμηθεί. Η γιαγιά μου για να με ξεγελάσει, άνοιξε το υπνοδωμάτιο των γονιών μου να παίξω με το κρεβάτι, συγχρόνως έφερε και έβαλε στο κέντρο του, το μαγκάλι με τα κάρβουνα, φοβούμενη μη κρυώσω. Άφησε για λόγους ασφαλείας, ανοιχτή την πόρτα και πήγε  να ασχοληθεί με τον μικρό. Εγώ απερίσπαστος και χωρίς  έλεγχο από κανένα ενήλικο έκανα τούμπες πάνω στο κρεβάτι. Δοκίμαζα να τις κάνω, με κάθε τρόπο, που μου ερχόταν στο μυαλό. Είχα φθάσει στο σημείο να κάνω ολόκληρες  περιστροφές γύρω από τον εαυτό μου και να πέφτω πάνω στο στρώμα του κρεβατιού, μπρούμυτα ή και με την πλάτη ανάλογα με την δύναμη που έβαζα για αυτό. Κάθε λεπτό που περνούσε δοκίμαζα και κάτι καινούργιο με την φαντασία μου να οργιάζει, πάνω σε αυτό το θέμα. Κάποια στιγμή ανέβηκα στο πίσω κάγκελο του κρεβατιού, ισορρόπησα για λίγο, μετά πήδησα με δύναμη στο κέντρο, τα πόδια μου βούλιαξαν στην ταλάντωση του και εκτινάχτηκα στον αέρα πιο ψηλά από κάθε φορά, έκανα τούμπα και προσγειώθηκα με τα πόδια στην άκρη του. Αυτό με γοήτευσε και το επανέλαβα αρκετές φορές με επιτυχία. Κάθε φορά προσγειωνόμουν διαφορετικά, γιατί είχα χάσει τον έλεγχο των πηδημάτων. Αυτό όμως δεν μου αρκούσε  και έψαχνα διαρκώς, να βρω νέους τρόπους να μεγαλώσω τα άλματα. Παρασυρμένος από τον ενθουσιασμό μου, κάποια στιγμή έβαλα όση δύναμη διέθετα και τράβηξα λίγους πόντους το κρεβάτι, απομακρύνοντας το από τον τοίχο. Έτσι μου δινόταν η ευκαιρία, να ισορροπήσω  πάνω στο κεφαλάρι  του, που ήταν ψηλότερο από το προηγούμενο. Ανέβηκα πάνω του χωρίς δυσκολία, στάθηκα για λίγο ακίνητος, αυτοσυγκεντρώθηκα, λύγισα τα γόνατα μου και πήδηξα. Προσγειώθηκα με δύναμη στο κέντρο, τα ελατήρια , έκαναν μια ταλάντωση και με τίναξαν με δύναμη στον αέρα. Το πήδημα ήταν πολύ πιο δυνατό, από ότι το υπολόγιζα και χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα με τα μούτρα μέσα στο μαγκάλι. Το σοκ της πρόσκρουσης ήταν τόσο δυνατό που δεν έκανα τίποτα άλλο, από το να στρέφω το πρόσωπο μου δεξιά , αριστερά μέσα στα αναμένα κάρβουνα. Καιγόμουν, πονούσα και δεν ήμουν σε θέση να φωνάξω, ούτε να κάνω την παραμικρή κίνηση για να βγάλω το κεφάλι μου από την φωτιά. Η γιαγιά μου, όπως μου διηγήθηκε αργότερα, μύρισε καμένη σάρκα, από το διπλανό δωμάτιο και ήρθε γρήγορα να δει τι συμβαίνει. Αμέσως με άρπαξε στην αγκαλιά της, με έβγαλε από το μαγκάλι και έτρεξε στην κουζίνα. Εκεί στο νεροχύτη ξεκόλλησε,  κυριολεκτικά τα κάρβουνα από το πρόσωπο μου. Εγώ πλέον είχα χάσει τις αισθήσεις μου και αυτό την τρομοκράτησε. Αμέσως έβαλε τις φωνές ζητώντας βοήθεια, η κα Χρυσάνθη, μια γειτόνισσα από δίπλα, έτρεξε για βοήθεια, μαζί με μια από τις κόρες της. Ειδοποίησαν τους γονείς μου, οι οποίοι βιαστικά με οδήγησαν στο νοσοκομείο της Βέροιας.  Το νοσοκομείο τότε βρισκόταν στο τρίστρατο των οδών Μητροπόλεως, Ελιάς και Βενιζέλου. Ήταν ένα παράξενο κοκκινωπό κτίριο, που καμία σχέση στην εμφάνιση, δεν είχε με τα σημερινά νοσοκομεία. Από τις περιγραφές που μου έκαναν αργότερα, μόλις με είδαν οι γιατροί και οι νοσοκόμες που είχαν υπηρεσία, τρόμαξαν με την κατάσταση μου. Αμέσως με έβαλαν στο χειρουργείο και μου έδωσαν τις πρώτες βοήθειες. Συνήλθα και με εγκατέστησαν σε ένα θάλαμο με τρεις ακόμα ασθενείς. Μόνο που αυτοί μετά από λίγο θεραπευόταν και έφευγαν, ενώ εγώ έγινα μόνιμος  κάτοικος του νοσοκομείου για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Ακολούθησε μια σειρά επεμβάσεων και μετά από ένα μήνα σχεδόν, οι γιατροί ήταν σίγουροι ότι είχα χάσει την όραση μου, πράγμα που έκανε την μητέρα μου να πανικοβάλλεται. Στο νοσοκομείο, εργαζόταν μία γειτόνισσα ως νοσοκόμα, η κα Πηγή, η οποία βοηθούσε την μητέρα μου και εμένα όσο μπορούσε. Οι πολλές αλοιφές που χρησιμοποιούσαν για την θεραπεία μου. Αλλά και τα υγρά που απέβαλαν τα εγκαύματα, είχε ως αποτέλεσμα να λερώνει η μητέρα μου τα ρούχα της πολύ συχνά. Για αυτό και αναγκάστηκε να φοράει συνεχώς ποδιές. Οι πολλές ώρες που έμενε μαζί μου, δεν της επέτρεπαν να ασχοληθεί έστω και στοιχειωδώς με το νοικοκυριό του σπιτιού μας. Αυτό το είχε αναλάβει η αδερφή της, η θεία μου η Στέλλα η οποία όταν δεν προλάβαινε να πλύνει τις ποδιές, της μητέρας μου, της έφερνε δικές της. Αυτό συνεχίστηκε για αρκετό χρονικό διάστημα, οι πληγές μου ωστόσο έκλειναν, αλλά όλα τα τεστ, για την όραση μου, έβγαιναν αρνητικά. Συζητούσαν οι γιατροί, για την πιθανότητα κάποιας εγχείρησης στο μέλλον, αλλά αυτό θα έπρεπε να γίνει από ειδικούς γιατρούς. Αυτές οι γνωματεύσεις βύθιζαν σε απόγνωση την οικογένεια μου, καθώς τα μέσα της εποχής και οι οικονομικές δυνατότητες ήταν ελάχιστες. Οι μέρες περνούσαν, οι άλλοι ασθενείς που ερχόταν, θεραπευόταν και έφευγαν, από τον θάλαμο, ενώ εγώ παρέμεινα σαν μόνιμος κάτοικος του. Από την διαμονή μου και την θεραπεία στο νοσοκομείο δεν θυμάμαι πολλά πράγματα, αλλά οι διηγήσεις της μητέρας μου, μου εμφύτευσαν τα γεγονότα, νομίζοντας τελικά, πως είναι δικές μου αναμνήσεις.
  Μια μέρα, δεν ξέρω πόσους μήνες μετά το ατύχημα, είδα την μητέρα μου να μπαίνει στον θάλαμο και την ρώτησα με την παιδική μου αφέλεια.
  «Μαμά η ποδιά της θείας είναι;» είχα καταλάβει (βασικά είχα δει) πως δεν φορούσε την δικιά της ποδιά αλλά της θείας μου της Στέλλας.
Έκπληκτη η μάνα μου από την ερώτηση μου, έτρεξε αμέσως στο γραφείο των γιατρών και τους είπε βιαστικά:
«γιατρέ ο γιος μου βλέπει»
 Αμέσως ήρθαν στον θάλαμο δύο γιατροί, με εξέτασαν, μου έκαναν διάφορες ερωτήσεις και βεβαιώθηκαν πως έβλεπα έστω και λίγο.  Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, που δεν μπορώ να προσδιορίσω πόσο, πήρα εξιτήριο καθώς η όραση μου βελτιώθηκε σημαντικά και τα εγκαύματα μου πήγαιναν πολύ καλύτερα. Στο σπίτι μας, ένιωθα πολύ καλύτερα, ακολουθούσα την θεραπεία που είχαν υποδείξει οι γιατροί και κάθε τόσο επισκεπτόμουν το νοσοκομείο για συμπληρωματικές εξετάσεις. Τα επόμενα χρόνια, οι αλοιφές, τα φάρμακα και οι επισκέψεις στο νοσοκομείο είχαν γίνει για μένα μια ρουτίνα καθημερινότητας. Θυμάμαι μια ευαισθησία που είχα στο πρόσωπο όταν έμενα αρκετή ώρα στον ήλιο, αλλά και τα τραύματα, που με το παραμικρό εμφανιζόταν στο πρόσωπο μου. Μονίμως είχα στο πρόσωπο κάποιο μικρό ή μεγάλο, επίδεσμο. Μια χαρακτηριστική περίπτωση, μου συνέβη όταν πήγαινα στο νηπιαγωγείο, σε κάποια σκανδαλιά που έκανα και η δασκάλα που αγνοούσε το ιστορικό μου, με σκαμπίλισε με αποτέλεσμα να αιμορραγώ στο μάγουλο. Πανικόβλητη, με πήγε στο νοσοκομείο, εκεί με ήξεραν όλοι, με περιποιήθηκαν και της εξήγησαν την κατάσταση μου. Από τότε ότι κι αν έκανα δεν υπήρχε περίπτωση να φάω ξύλο. Τα χρόνια πέρασαν και θεραπεύτηκα τελείως.
    Αυτό που έμεινε από αυτή την περιπέτεια, είναι τρεις ουλές που τις έχω μέχρι σήμερα. Μια σχεδόν αδιόρατη, στα αριστερά λίγο κάτω από την μύτη μου, μια ιδιαίτερα εμφανής κάτω από το δεξί πηγούνι, εκεί ποτέ δεν χρειάστηκε να ξυριστώ και μια ουλή στην βάση του λαιμού μου, που έγινε από το χείλος του μαγκαλιού. Φυσικά απέκτησα και μια απέχθεια για τα μαγκάλια και τα κάρβουνα γενικώς.

Δεν υπάρχουν σχόλια: