Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Εκεί… προς το τέλος της εφηβείας μας, λίγο πριν τελειώσουμε, το εξατάξιο γυμνάσιο στην Κίσαμο, ο καθένας μας προσπαθούσε να διαχειριστεί τα συναισθήματα του, με διαφορετικό τρόπο. Το βασικό μας πρόβλημα τότε ήταν ο εφηβικός έρωτας. Πάνω σε αυτό τον τομέα ήμασταν τελείως άπειροι, και οι όποιες γνώσεις μας, βασιζόταν, στις διηγήσεις μεγαλύτερων, οι οποίες δεν ήταν σε καμία περίπτωση, πλέον κατάλληλες για την ενημέρωση μας. Ζούσαμε σε ένα περιβάλλον πολύ συντηρητικό, που ο βασικός κανόνας ήταν το «απαγορεύεται» ή για την ακρίβεια το "ό,τι δεν επιτρέπεται… απαγορεύεται". Με αυτούς τους κανόνες ήταν αδύνατο να μπορέσει κάποιος έφηβος της εποχής, να εκδηλώσει τα συναισθήματα του για μια κοπέλα, με φυσιολογικό τρόπο. Φυσικά αυτό ήταν ένα τελείως προσωπικό θέμα και ο καθένας εκδηλωνόταν ή όχι, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του.
Ο πιο συνηθισμένος τρόπος, για να προσεγγίσει ένας έφηβος μια κοπέλα, ήταν οι «περασάδες» μπροστά από το σπίτι της ή μπροστά από κάποιο άλλο μέρος, που σύχναζε αυτή. Ο ενδιαφερόμενος όμως, σε αυτή τη βόλτα συνήθως έπαιρνε μαζί και τους κολλητούς του. Αυτό γινόταν για να δώσει μια εγκυρότητα σ’ αυτή την «επιχείρηση» και να θολώσει τα νερά σε περίπτωση που γινόταν αντιληπτός απ’ τους οικείους της κοπέλας που τον ενδιέφερε. Βέβαια εκτός των άλλων έπαιρνε και κουράγιο απ’ την παρουσία των φίλων του και στις περισσότερες περιπτώσεις έκανε και τον «μάγκα» καθώς αισθανόταν πιο «άνδρας» με τη παρουσία τους.
Ένας άλλος τρόπος προσέγγισης του ....
..αντίθετου φίλου και ο πιο συνηθισμένος, ήταν, να βρει ένα αγόρι το κουράγιο, και να γράψει ένα γράμμα προς την καλή του, που μέσα θα ανέλυε όσο πιο παραστατικά μπορούσε, τα αισθήματα του. Βέβαια αυτό είχε τα μειονεκτήματα του, γιατί, όπως μάθαμε στο μάθημα των λατινικών «scripta manent». Δηλαδή, υπήρχε πάντα ο κίνδυνος, το κορίτσι να μην ενδιαφέρεται για αυτόν και να επιδεικνύει το γραπτό σε φίλες της, σαν τρόπαιο, με το ανάλογο «ρεζιλίκι» του ενδιαφερόμενου. Πολλά αγόρια (και όχι μόνο) είχαν πάθει ανάλογες νίλες και έτσι οι πιο πολλοί απόφευγαν αυτό τον επικίνδυνο τρόπο, για να πλησιάσουν το αντίθετο φύλο.
Άλλος τρόπος, ο πιο ενδεδειγμένος κατά την γνώμη μου, ήταν να πλησιάσει κάποιος το κορίτσι και να του εξομολογηθεί τον έρωτα του κατευθείαν. Σίγουρα αυτός ο τρόπος ήταν ο πιο άμεσος, πιο απλός και δεν υπήρχε μάρτυρας σε περίπτωση αποτυχίας. Το μόνο δύσκολο σε αυτή την περίπτωση, ήταν η ευκαιρία, να βρεθεί κάποιος αρκετά κοντά, στην ενδιαφερόμενη και να έχει χρόνο για να διατυπώσει τις σκέψεις του. Αυτή η πιθανότητα μπορούσε ευκολότερα να συμβεί, εφ όσον και οι δύο ενδιαφερόμενοι ήταν μαθητές του γυμνασίου, οπότε θα μπορούσαν να έχουν την ευκαιρία, να βρεθούν στη διάρκεια του διαλλείματος ή σε κάποια κενή ώρα. Φυσικά, οι εκδρομές έδιναν τις περισσότερες δυνατότητες, για μια τέτοια περίπτωση. Υπήρχε όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα. Στις εκδρομές λάμβαναν μέρος όλοι οι μαθητές, οπότε υπήρχαν πάρα πολλά αδιάκριτα μάτια, που σάρωναν κάθε ύποπτη κίνηση και συναναστροφή. Η πιο μεγάλη δυσκολία στις εκδρομές, ήταν οι καθηγητές, καθώς όλοι τους ήταν σε ετοιμότητα, σαν άγρυπνοι φρουροί της ηθικής. Μιας ηθικής που ήταν φτιαγμένη στα πρότυπα κάποιων συντηρητικών ενηλίκων και σύμφωνα με αρχές, που σε καμία περίπτωση δεν περιλάμβανε τα δικά μας “θέλω”. Θυμάμαι μια περίπτωση, που κάποιος καθηγητής, εισηγήθηκε την αποβολή δύο κοριτσιών, με τη δικαιολογία ότι ενώ αυτός τις είχε απαγορέψει να κάνουν παρέα, αυτές (άκουσον, άκουσον) τόλμησαν σε μια εκδρομή, να μιλάνε καθισμένες σε ένα βραχάκι. Όπως καταλαβαίνει κάποιος, μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ήταν πολύ δύσκολο να λειτουργήσει, κάποιος ερωτευμένος και να ελπίζει σε θετικά αποτελέσματα.
Κάποιοι πιο «προχωρημένοι» νεαροί, είχαν φθάσει σ’ ένα στάδιο πιο τολμηρό. Για να δείξουν το ενδιαφέρον τους σε κάποιο κορίτσι, οργάνωναν αυτοσχέδιες χορωδίες και αργά τα βράδια πλησίαζαν το σπίτι της καλής τους και έκαναν, μια συνήθως κακόφωνη, καντάδα. Όμως και έτσι υπήρχαν προβλήματα, γιατί ενοχοποιούνταν συνήθως η κοπελιά και της δημιουργούσαν προβλήματα, με την οικογένεια της. Ασχέτως αν η ίδια δεν συμφωνούσε σε αυτό το ενδιαφέρον, εκ μέρους του αγοριού, συνήθως αυτή «πλήρωνε τη νύφη». Πολλές φορές οι γονείς της ή ακόμη και κάποιοι γείτονες, ενοχλημένοι που τους χάλασαν την ησυχία, ειδοποιούσαν την αστυνομία, για να μαζέψει, αυτούς τους νεαρούς, με τις καλλιτεχνικές ανησυχίες. Τότε συνέβαινε το εξής περίεργο: Οι αστυνομικοί, με το που ξεκινούσαν απ’ το αστυνομικό τμήμα με το περιπολικό, έβαζαν στη διαπασών την σειρήνα και οι νεαροί είχαν αρκετό χρόνο στην διάθεση τους να εξαφανιστούν. Προφανώς, επειδή και οι αστυνομικοί ήταν νέοι (είχαν ελάχιστη διαφορά ηλικίας από μας) με αυτό τον τρόπο, φρόντιζαν να ειδοποιούν για την άφιξη τους. Βέβαια αυτό είχε και άλλο παράπλευρο αποτέλεσμα… Όσοι απ’ τους γείτονες δεν είχαν αντιληφθεί την χορωδία των νεαρών, ξυπνούσαν έντρομοι απ’ το ουρλιαχτό των περιπολικών, γιατί εκείνη την εποχή δεν υπήρχε μεγάλη εγκληματικότητα και υποψιαζόντουσαν πάντα τα χειρότερα. Αυτό είχε σαν αντίκτυπο, στη γειτονιά που συνέβαινε το γεγονός, να υπάρχει μια νευρικότητα και όλοι να ψάχνουν να βρουν την «πέτρα του σκανδάλου». Οι υποψίες, δεν έπεφταν πάντα στην συγκεκριμένη κοπελιά, για την οποία γινόταν η καντάδα, αλλά σε όλες τις γειτονοπούλες που είχαν την κατάλληλη ηλικία, ώστε να κεντρίσουν την προσοχή των νεαρών. Έτσι είτε επειδή πραγματικά οι περίοικοι ενοχλούνταν, είτε επειδή κάποιοι από αυτούς είχαν κόρη στην κατάλληλη ηλικία, υπήρχε μια νευρικότητα κι ένας αναβρασμός, για αυτό το θέμα, στις περιοχές που γινόντουσαν αυτές οι καντάδες.
Εγώ, έζησα κάποιες τέτοιες περίεργες καταστάσεις, όταν ο φίλος μου και συμμαθητής, ο Γιάννης, ήταν ερωτευμένος μ’ ένα κορίτσι, που για κακή του τύχη, δεν πήγαινε στο σχολείο, οπότε οι πιθανότητες να την προσεγγίσει ήταν ελάχιστες. Έτσι μοιραία, για να τονίσει το ενδιαφέρον του, κατέφυγε στη μέθοδο της καντάδας. Κάθε φορά που ένιωθε την ανάγκη, να εκδηλώσει το ενδιαφέρον του για αυτή, με ξεσήκωνε μαζί με άλλους φίλους και κακοποιούσαμε, κάθε ρομαντικό τραγούδι που γνωρίζαμε. Δεν θυμάμαι πόσες φορές φαλτσάραμε νυχτιάτικα, μέχρι να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι θα έπρεπε να πάρουμε στην παρέα μας και μερικούς καλλίφωνους. Μετά από σκέψη και αφού ο Σπύρος (γνωστός για τις επιδόσεις του στο τραγούδι) αρνήθηκε κατηγορηματικά να μας συνδράμει, καταλήξαμε να ζητήσουμε την βοήθεια του Δημητρού Κ., που η φωνή του ήταν υποφερτή και του Λευτέρη Α., του συγκάτοικου του Σπύρου, που πραγματικά είχε αρκετά καλή φωνή και ήταν και τσαχπίνης, οπότε θα μας συντρόφευε.
Αλλά, υπήρχε ένα πρόβλημα, εκείνο το διάστημα. Εγώ και ο Λευτέρης ήμασταν μαλωμένοι και όχι απλά δεν μου μιλούσε, αλλά με απέφευγε επιδεικτικά, με ένα τελείως απαξιωτικό τρόπο. Φυσικά, είχε δίκιο για αυτή την συμπεριφορά, καθώς εγώ έφταιγα για την παρεξήγηση μας. Η μόδα τότε, για μας τα αγόρια, επέβαλε τα μακριά μαλλιά, πράγμα που ήταν δύσκολο για τους μαθητές του γυμνασίου, καθώς ένας παράλογος έλεγχος της κόμης μας, δεν επέτρεπε καμία παρέκκλιση στο μήκος, πέραν του επιτρεπτού. Εμείς, καταφεύγαμε σε διάφορα τεχνάσματα, για να αποφύγουμε το τακτικό κούρεμα. Συνηθίζαμε, όταν χτενιζόμασταν, να πασαλείβουμε τα μαλλιά μας με χυμό λεμονιού, που ανάγκαζε τα μαλλιά, να είναι σχεδόν κολλημένα στο κεφάλι μας, δίνοντας την εντύπωση, πως δεν ήταν αρκετά μακριά ή οι πιο μοντέρνοι έβαζαν μπριγιαντίνη και μάλιστα την εξέλιξη της, την μπρίλ κριμ (οι παλαιότεροι θα θυμούνται την ανάλογη διαφήμιση).
Εκείνες τις μέρες, λίγο μετά τις διακοπές του Πάσχα, μόλις είχα γυρίσει από την Βέροια. Μαζί μου είχα φέρει έναν αναπτήρα, παρ’ όλο που δεν κάπνιζα, που είχε το σχήμα, ενός ανοιχτού σπιρτόκουτου. Μόλις πίεζες τις άκρες του, έβγαζε φλόγα και μπορούσες να ανάψεις ότι ήθελες. Εμένα, δεν με ενδιέφερε να ανάψω οτιδήποτε, δεν φρόντισα να ρυθμίσω, την ένταση της φλόγας και έτσι σε κάθε πίεση, έβγαινε μια φωτεινή δέσμη φωτιάς, που διαρκούσε, όσο πατούσα τα άκρα του αναπτήρα. Πολλοί από τους φίλους μου, ιδιαίτερα οι καπνιστές, ήθελαν να τον έχουν στην κατοχή τους, αλλά εγώ πεισματικά αρνιόμουν, να τους τον παραχωρήσω και όποτε μου έκανε κέφι, δεν παρέλειπα να τον ανάβω.
Στην τελευταία τάξη στο κλασικό, η πλειοψηφία των μαθητών ήταν κορίτσια. Σε σύνολο πενήντα τεσσάρων μαθητών, μόνο έντεκα ήμασταν αγόρια. Στη διάταξη των θρανίων, τα αγόρια καθόμασταν στη δεξιά πλευρά της αίθουσας και στις άλλες δύο σειρές, που ήταν και μεγαλύτερες, καθόντουσαν τα κορίτσια. Εγώ είχα πιάσει το τελευταίο θρανίο, με την καρέκλα μου να είναι στην εσωτερική μεριά, ακριβώς κολλητά με τον τοίχο. Δίπλα μου καθόταν ο Μιχάλης (καλό λουλούδι κι αυτός) και ακριβώς μπροστά μου, ο Λευτέρης, με τον Αντώνη. Η αλήθεια είναι, πως ποτέ δεν κατάλαβα, πώς κατάφερε ο Λευτέρης, να κάθεται στο προτελευταίο κάθισμα, καθώς, μόνο ψηλό δεν μπορούσε να τον πει κανείς. Πάντως, έτσι μικρόσωμος που ήταν, τον βόλευε αυτό το κάθισμα, γιατί μπορούσε πολύ εύκολα, να κρύβεται απ’ τους καθηγητές και να μη δίνει στόχο. Μ’ αυτόν τον τρόπο, περνούσε σχεδόν απαρατήρητος και σε περίπτωση κάποιου πρόχειρου διαγωνίσματος, είχε πολλές δυνατότητες να αντιγράψει, χωρίς να γίνεται αντιληπτός.
Εκείνη την ημέρα, οι περισσότεροι από μας μέσα στην τάξη, βαριόμασταν, καθώς η καθηγήτρια των αγγλικών, έκανε επανάληψη στην αγγλική γραμματική, κάτι που μας άφηνε παγερά αδιάφορους και με τα μάτια καρφωμένα, στους λεπτοδείκτες του ρολογιού μας, περιμέναμε να ακούσουμε το κουδούνι και να ορμήσουμε, έξω στο προαύλιο. Η μονότονη φωνή της καθηγήτριας, επαναλάμβανε την ενεργητική φωνή της αγγλικής γραμματικής κι εμείς εκεί στα τελευταία θρανία, με μια παθητική στάση, με το ζόρι κρατούσαμε ανοιχτά τα μάτια μας. Ο Μιχάλης δίπλα μου, κάτι μουρμούριζε για το χρόνο που κυλούσε αργά, εγώ έπαιζα με τον αναπτήρα μου, κρυμμένος πίσω απ’ τις πλάτες των δύο μπροστινών μου. Κάποια στιγμή, ο Λευτέρης, ο οποίος μόλις είχε προφανώς ξυπνήσει, χασμουρήθηκε και τέντωσε το κορμί του, γέρνοντας το κεφάλι του προς τα πίσω. Εκείνη τη στιγμή, εγώ, ασυναίσθητα (έτσι τουλάχιστον θέλω να πιστεύω) πίεσα τις άκρες του αναπτήρα μου. Αμέσως, μια μεγάλη γλώσσα φωτιάς, πετάχτηκε απ’ το στόμιο του και …χάιδεψε τα σγουρά μαλλιά του Λευτέρη. Μόνο που τα μαλλιά του, ήταν βουτηγμένα στη μπριγιαντίνη, δηλαδή ουσιαστικά στο λάδι, ένα υλικό που από μόνο του ήταν πολύ εύφλεκτο και σε συνδυασμό με τα κατσαρά μαλλιά του συμμαθητή μας, είχε σχεδόν εκρηκτικά αποτελέσματα. Φωτιά τύλιξε το πίσω τριχωτό της κεφαλής του φίλου μας, με ένα τσιριχτό θόρυβο και μια απαίσια μυρωδιά γέμισε την ατμόσφαιρα. Αστραπιαία ο Μιχάλης και ο πανικόβλητος Αντώνης, κτυπούσαν, τον αποσβολωμένο Λευτέρη, με τις παλάμες τους και ένα τετράδιο, προσπαθώντας να σβήσουν τη φωτιά και να περιορίσουν το κακό. Αυτός, αφού γρήγορα ξεπέρασε την αρχική του έκπληξη, με έναν απίθανο «πήδο», απ' την εσωτερική πλευρά που καθότανε, βρέθηκε στο μέσο του διαδρόμου της αίθουσας, ενώ τον συνόδευαν, οι τρομαγμένες φωνές των κοριτσιών. Η καθηγήτρια, έκπληκτη τον είδε να κρατάει με τις παλάμες του, το πίσω μέρος του κεφαλιού του και να βρίζει μέσα από τα δόντια του.
«Τι συμβαίνει παιδί μου Λευτέρη;» ακούστηκε απορημένη να ρωτάει η καθηγήτρια. «Τρελάθηκες; Τι κάνεις;» Αυτός, αφού έβγαλε μια κραυγή απόγνωσης, γύρισε και με κοίταξε με θυμό, μη πιστεύοντας, σε αυτό που του είχε συμβεί. Φώναξε με δύναμη.
«Αίσχος!» Αυτή απορημένη το ρώτησε:
«Τι αίσχος παιδί μου;» Ο Λευτέρης, ταλαντεύτηκε για λίγο, για το αν θα έπρεπε να με καταδώσει, τελικά όμως, υπερίσχυσε ο άγραφος νόμος της τάξης, πως δεν καταγγέλλουμε ποτέ ένα συμμαθητή μας, στους καθηγητές. Μετα επανέλαβε με οργή.
«Αίσχος κυρία, μόνο αυτό σας λέω, ΑΙΣΧΟΣ!». Οι τελευταίες του λέξεις, πνίγηκαν από τα γέλια των συμμαθητών μας, που μόλις τότε κατάλαβαν τι έγινε κι απ’ το κουδούνισμα που δήλωνε το τέλος του μαθήματος. Όλοι μας, ορμήσαμε προς την έξοδο, χωρίς να περιμένουμε την άδεια απ’ την καθηγήτρια, παρασύροντας μαζί μας και το θύμα της απερισκεψίας μου. Έξω στο προαύλιο, τον περικυκλώσαμε, άλλοι για να τον παρηγορήσουν και άλλοι να τον περιπαίξουν. Εγώ, τον πλησίασα, με διάθεση να του εξηγήσω, ότι ήταν απλά ένα ατύχημα κι ότι από μια κακιά στιγμή, συνέβη αυτό το γεγονός. Αυτός, μου γύρισε περιφρονητικά την πλάτη και από κείνη την στιγμή, όσες φορές κι αν προσπάθησα να τον πλησιάσω, με περιφρονούσε (δικαίως κατά την γνώμη μου) και απαξιούσε να μου μιλήσει. Την ίδια μέρα, πέταξα τον αναπτήρα, για τον οποίο τόσο καμάρωνα στη θάλασσα, αλλά αυτό δεν μπορούσε να διορθώσει τη σχέση μου, με τον «καψαλισμένο».
Όταν ο Γιάννης, μου ζήτησε να τον συνοδεύσω στην νυχτερινή του εξόρμηση και πρότεινε να πάρουμε και τον Λευτεράκη μαζί μας, του θύμισα, πόσο τεταμένες ήταν οι μεταξύ μας σχέσεις. Αυτός όμως επέμενε, να τον προσκαλέσουμε και αποφασίσαμε να πάμε να τον βρούμε στο σπίτι του. Μια βραδινή ανοιξιάτικη βροχή, άρχισε να πέφτει την ώρα που φθάσαμε, στο δωματιάκι του φίλου μας. Όσο κι αν προσπαθούσαμε να τον πείσουμε, να συμμετάσχει στη χορωδία μας, αυτός έφερνε κάποιες αστείες δικαιολογίες, ενώ εμένα, με κοίταζε μάλλον με σχετικά ήπιο τρόπο. Τελευταία δικαιολογία του, ήταν πως βρέχει και δεν ήθελε να κρυώσει. Αυτό όμως το λύσαμε, καθώς του δώσαμε ένα περίεργο, τεράστιο μαύρο αδιάβροχο, που μόλις το φόρεσε και τέντωσε τα χέρια του, έμοιαζε με τεράστια νυχτερίδα.
Αυτό μας έφτιαξε τη διάθεση και αργά το βράδυ, με γέλια και τραγούδια, φθάσαμε στη γειτονιά, που επιθυμούσε να κάνουμε την καντάδα. Ο Γιάννης επικεφαλής, ο οποίος, πρέπει να επισημάνω, ότι ήταν ακραίος στις συμπεριφορές του, όταν ήταν ερωτευμένος. Ενώ εμείς του κάκου προσπαθούσαμε να συντονίσουμε τις φωνές μας, για ένα υποφερτό αποτέλεσμα, αυτός με οδοντογλυφίδες που είχε μαζί του, μπλόκαρε, όλα τα εξωτερικά ηλεκτρικά κουδούνια των σπιτιών, που προσπερνούσαμε και σε συνδυασμό με τις φάλτσες φωνές μας, ένα πανδαιμόνιο κυριαρχούσε στην περιοχή. Φώτα άρχισαν να ανάβουν, αγουροξυπνημένες φωνές ακούγονταν, μέσα στην νύχτα και οι βρισιές διαδεχόταν η μία την άλλη. Εμείς επιταχύναμε τον βηματισμό μας, ανάμεσα στις σκιές, φοβούμενοι τα χειρότερα.
Από ένα σπίτι, πετάχτηκε ένας τύπος με τα σώβρακα, φαλακρός με μουστάκι και με ένα δίκαννο που είχε στα χέρια του, άρχισε να πυροβολεί στον αέρα. Έντρομοι και χωρίς ίχνος ντροπής, τραπήκαμε σε άταχτη φυγή, γιατί καταλάβαμε ότι τα περιθώρια είχαν στενέψει και μάλλον θα έπρεπε να κόψουμε τις μαγκιές. Στο πανικό μας, δεν βλέπαμε προς τα πού πηγαίναμε και όπως ήταν φυσικό είχαμε αρκετά ατυχήματα. Ο Λευτέρης, με το αδιάβροχο να ανεμίζει σαν μπέρτα και η σκιά του να μοιάζει εξωπραγματική, έτρεχε ασταμάτητος, αλλάζοντας συνεχώς κατεύθυνση. Αυτό τρόμαξε ίσως τον Δημητρό, που πανικόβλητος, δεν πρόσεξε ένα λάκκο με ασβέστη… και μ’ ένα πήδο βρέθηκε μέσα. Δεν ξέρω ποιος αντιλήφτηκε πρώτος το ατύχημα του, πάντως μερικοί από μας, με συντονισμένες κινήσεις τον απελευθερώσαμε και τραβώντας τον απ’ το σακάκι του, εξαφανιστήκαμε προς την άλλη άκρη της πόλης.
Εκεί, όσο πιο ήσυχα μπορούσαμε, μπήκαμε σε μιαν αυλή και με νερό από μια «τουλούμπα», προσπαθούσαμε να ξεπλύνουμε τον ασβέστη, απ’ τα ρούχα του Δημητρού. Όμως ήδη το παντελόνι του από μαύρο, πήρε ένα θαμπό υποπράσινο χρώμα. Στη βιασύνη μας για να τον ξεπλύνουμε, ο Γιάννης με τον Λευτέρη, πήραν έναν κάδο γεμάτο με νερό, που βρήκανε εκεί δίπλα και τον άδειασαν πάνω στον ασβέστη, που ήδη έκαιγε τον φίλο μας. Μόνο που, πολύ αργότερα, απ’ την οσμή που ανέδιναν τα ρούχα του, καταλάβαμε πως τον κάδο, τον χρησιμοποιούσαν για να ποτίζουν τα οικόσιτα γουρούνια, που είχαν στην αυλή. Φυσικά, η γκρίνια του Δημητρού, έγινε δικαίως, ανυπόφορη και δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι, για να τον καθησυχάσουμε. Τότε ακούσαμε απ’ τον Γιάννη κάτι πολύ ακραίο. Ο τύπος που βγήκε με το δίκαννο και πυροβολούσε, ήταν ο πατέρας της κοπελιάς του και του είχε μηνύσει πως αν ξανάκανε καντάδα, θα του έριχνε. Αλλά ο φίλος μας, δεν έλεγε να βάλει μυαλό, ούτε καμία απειλή ήταν ικανή να τον συνετίσει. Αυτή η νυχτερινή μας εξόρμηση, δεν ήταν η τελευταία, καθώς μετά από λίγο καιρό αρχίσαμε πάλι τα ίδια, με πιο ήπιους τρόπους όμως.
Εκεί… προς το τέλος της εφηβείας μας, λίγο πριν τελειώσουμε, το εξατάξιο γυμνάσιο στην Κίσαμο, ο καθένας μας προσπαθούσε να διαχειριστεί τα συναισθήματα του, με διαφορετικό τρόπο. Το βασικό μας πρόβλημα τότε ήταν ο εφηβικός έρωτας. Πάνω σε αυτό τον τομέα ήμασταν τελείως άπειροι, και οι όποιες γνώσεις μας, βασιζόταν, στις διηγήσεις μεγαλύτερων, οι οποίες δεν ήταν σε καμία περίπτωση, πλέον κατάλληλες για την ενημέρωση μας. Ζούσαμε σε ένα περιβάλλον πολύ συντηρητικό, που ο βασικός κανόνας ήταν το «απαγορεύεται» ή για την ακρίβεια το "ό,τι δεν επιτρέπεται… απαγορεύεται". Με αυτούς τους κανόνες ήταν αδύνατο να μπορέσει κάποιος έφηβος της εποχής, να εκδηλώσει τα συναισθήματα του για μια κοπέλα, με φυσιολογικό τρόπο. Φυσικά αυτό ήταν ένα τελείως προσωπικό θέμα και ο καθένας εκδηλωνόταν ή όχι, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του.
Ο πιο συνηθισμένος τρόπος, για να προσεγγίσει ένας έφηβος μια κοπέλα, ήταν οι «περασάδες» μπροστά από το σπίτι της ή μπροστά από κάποιο άλλο μέρος, που σύχναζε αυτή. Ο ενδιαφερόμενος όμως, σε αυτή τη βόλτα συνήθως έπαιρνε μαζί και τους κολλητούς του. Αυτό γινόταν για να δώσει μια εγκυρότητα σ’ αυτή την «επιχείρηση» και να θολώσει τα νερά σε περίπτωση που γινόταν αντιληπτός απ’ τους οικείους της κοπέλας που τον ενδιέφερε. Βέβαια εκτός των άλλων έπαιρνε και κουράγιο απ’ την παρουσία των φίλων του και στις περισσότερες περιπτώσεις έκανε και τον «μάγκα» καθώς αισθανόταν πιο «άνδρας» με τη παρουσία τους.
..αντίθετου φίλου και ο πιο συνηθισμένος, ήταν, να βρει ένα αγόρι το κουράγιο, και να γράψει ένα γράμμα προς την καλή του, που μέσα θα ανέλυε όσο πιο παραστατικά μπορούσε, τα αισθήματα του. Βέβαια αυτό είχε τα μειονεκτήματα του, γιατί, όπως μάθαμε στο μάθημα των λατινικών «scripta manent». Δηλαδή, υπήρχε πάντα ο κίνδυνος, το κορίτσι να μην ενδιαφέρεται για αυτόν και να επιδεικνύει το γραπτό σε φίλες της, σαν τρόπαιο, με το ανάλογο «ρεζιλίκι» του ενδιαφερόμενου. Πολλά αγόρια (και όχι μόνο) είχαν πάθει ανάλογες νίλες και έτσι οι πιο πολλοί απόφευγαν αυτό τον επικίνδυνο τρόπο, για να πλησιάσουν το αντίθετο φύλο.
Άλλος τρόπος, ο πιο ενδεδειγμένος κατά την γνώμη μου, ήταν να πλησιάσει κάποιος το κορίτσι και να του εξομολογηθεί τον έρωτα του κατευθείαν. Σίγουρα αυτός ο τρόπος ήταν ο πιο άμεσος, πιο απλός και δεν υπήρχε μάρτυρας σε περίπτωση αποτυχίας. Το μόνο δύσκολο σε αυτή την περίπτωση, ήταν η ευκαιρία, να βρεθεί κάποιος αρκετά κοντά, στην ενδιαφερόμενη και να έχει χρόνο για να διατυπώσει τις σκέψεις του. Αυτή η πιθανότητα μπορούσε ευκολότερα να συμβεί, εφ όσον και οι δύο ενδιαφερόμενοι ήταν μαθητές του γυμνασίου, οπότε θα μπορούσαν να έχουν την ευκαιρία, να βρεθούν στη διάρκεια του διαλλείματος ή σε κάποια κενή ώρα. Φυσικά, οι εκδρομές έδιναν τις περισσότερες δυνατότητες, για μια τέτοια περίπτωση. Υπήρχε όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα. Στις εκδρομές λάμβαναν μέρος όλοι οι μαθητές, οπότε υπήρχαν πάρα πολλά αδιάκριτα μάτια, που σάρωναν κάθε ύποπτη κίνηση και συναναστροφή. Η πιο μεγάλη δυσκολία στις εκδρομές, ήταν οι καθηγητές, καθώς όλοι τους ήταν σε ετοιμότητα, σαν άγρυπνοι φρουροί της ηθικής. Μιας ηθικής που ήταν φτιαγμένη στα πρότυπα κάποιων συντηρητικών ενηλίκων και σύμφωνα με αρχές, που σε καμία περίπτωση δεν περιλάμβανε τα δικά μας “θέλω”. Θυμάμαι μια περίπτωση, που κάποιος καθηγητής, εισηγήθηκε την αποβολή δύο κοριτσιών, με τη δικαιολογία ότι ενώ αυτός τις είχε απαγορέψει να κάνουν παρέα, αυτές (άκουσον, άκουσον) τόλμησαν σε μια εκδρομή, να μιλάνε καθισμένες σε ένα βραχάκι. Όπως καταλαβαίνει κάποιος, μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ήταν πολύ δύσκολο να λειτουργήσει, κάποιος ερωτευμένος και να ελπίζει σε θετικά αποτελέσματα.
Κάποιοι πιο «προχωρημένοι» νεαροί, είχαν φθάσει σ’ ένα στάδιο πιο τολμηρό. Για να δείξουν το ενδιαφέρον τους σε κάποιο κορίτσι, οργάνωναν αυτοσχέδιες χορωδίες και αργά τα βράδια πλησίαζαν το σπίτι της καλής τους και έκαναν, μια συνήθως κακόφωνη, καντάδα. Όμως και έτσι υπήρχαν προβλήματα, γιατί ενοχοποιούνταν συνήθως η κοπελιά και της δημιουργούσαν προβλήματα, με την οικογένεια της. Ασχέτως αν η ίδια δεν συμφωνούσε σε αυτό το ενδιαφέρον, εκ μέρους του αγοριού, συνήθως αυτή «πλήρωνε τη νύφη». Πολλές φορές οι γονείς της ή ακόμη και κάποιοι γείτονες, ενοχλημένοι που τους χάλασαν την ησυχία, ειδοποιούσαν την αστυνομία, για να μαζέψει, αυτούς τους νεαρούς, με τις καλλιτεχνικές ανησυχίες. Τότε συνέβαινε το εξής περίεργο: Οι αστυνομικοί, με το που ξεκινούσαν απ’ το αστυνομικό τμήμα με το περιπολικό, έβαζαν στη διαπασών την σειρήνα και οι νεαροί είχαν αρκετό χρόνο στην διάθεση τους να εξαφανιστούν. Προφανώς, επειδή και οι αστυνομικοί ήταν νέοι (είχαν ελάχιστη διαφορά ηλικίας από μας) με αυτό τον τρόπο, φρόντιζαν να ειδοποιούν για την άφιξη τους. Βέβαια αυτό είχε και άλλο παράπλευρο αποτέλεσμα… Όσοι απ’ τους γείτονες δεν είχαν αντιληφθεί την χορωδία των νεαρών, ξυπνούσαν έντρομοι απ’ το ουρλιαχτό των περιπολικών, γιατί εκείνη την εποχή δεν υπήρχε μεγάλη εγκληματικότητα και υποψιαζόντουσαν πάντα τα χειρότερα. Αυτό είχε σαν αντίκτυπο, στη γειτονιά που συνέβαινε το γεγονός, να υπάρχει μια νευρικότητα και όλοι να ψάχνουν να βρουν την «πέτρα του σκανδάλου». Οι υποψίες, δεν έπεφταν πάντα στην συγκεκριμένη κοπελιά, για την οποία γινόταν η καντάδα, αλλά σε όλες τις γειτονοπούλες που είχαν την κατάλληλη ηλικία, ώστε να κεντρίσουν την προσοχή των νεαρών. Έτσι είτε επειδή πραγματικά οι περίοικοι ενοχλούνταν, είτε επειδή κάποιοι από αυτούς είχαν κόρη στην κατάλληλη ηλικία, υπήρχε μια νευρικότητα κι ένας αναβρασμός, για αυτό το θέμα, στις περιοχές που γινόντουσαν αυτές οι καντάδες.
Εγώ, έζησα κάποιες τέτοιες περίεργες καταστάσεις, όταν ο φίλος μου και συμμαθητής, ο Γιάννης, ήταν ερωτευμένος μ’ ένα κορίτσι, που για κακή του τύχη, δεν πήγαινε στο σχολείο, οπότε οι πιθανότητες να την προσεγγίσει ήταν ελάχιστες. Έτσι μοιραία, για να τονίσει το ενδιαφέρον του, κατέφυγε στη μέθοδο της καντάδας. Κάθε φορά που ένιωθε την ανάγκη, να εκδηλώσει το ενδιαφέρον του για αυτή, με ξεσήκωνε μαζί με άλλους φίλους και κακοποιούσαμε, κάθε ρομαντικό τραγούδι που γνωρίζαμε. Δεν θυμάμαι πόσες φορές φαλτσάραμε νυχτιάτικα, μέχρι να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι θα έπρεπε να πάρουμε στην παρέα μας και μερικούς καλλίφωνους. Μετά από σκέψη και αφού ο Σπύρος (γνωστός για τις επιδόσεις του στο τραγούδι) αρνήθηκε κατηγορηματικά να μας συνδράμει, καταλήξαμε να ζητήσουμε την βοήθεια του Δημητρού Κ., που η φωνή του ήταν υποφερτή και του Λευτέρη Α., του συγκάτοικου του Σπύρου, που πραγματικά είχε αρκετά καλή φωνή και ήταν και τσαχπίνης, οπότε θα μας συντρόφευε.
Αλλά, υπήρχε ένα πρόβλημα, εκείνο το διάστημα. Εγώ και ο Λευτέρης ήμασταν μαλωμένοι και όχι απλά δεν μου μιλούσε, αλλά με απέφευγε επιδεικτικά, με ένα τελείως απαξιωτικό τρόπο. Φυσικά, είχε δίκιο για αυτή την συμπεριφορά, καθώς εγώ έφταιγα για την παρεξήγηση μας. Η μόδα τότε, για μας τα αγόρια, επέβαλε τα μακριά μαλλιά, πράγμα που ήταν δύσκολο για τους μαθητές του γυμνασίου, καθώς ένας παράλογος έλεγχος της κόμης μας, δεν επέτρεπε καμία παρέκκλιση στο μήκος, πέραν του επιτρεπτού. Εμείς, καταφεύγαμε σε διάφορα τεχνάσματα, για να αποφύγουμε το τακτικό κούρεμα. Συνηθίζαμε, όταν χτενιζόμασταν, να πασαλείβουμε τα μαλλιά μας με χυμό λεμονιού, που ανάγκαζε τα μαλλιά, να είναι σχεδόν κολλημένα στο κεφάλι μας, δίνοντας την εντύπωση, πως δεν ήταν αρκετά μακριά ή οι πιο μοντέρνοι έβαζαν μπριγιαντίνη και μάλιστα την εξέλιξη της, την μπρίλ κριμ (οι παλαιότεροι θα θυμούνται την ανάλογη διαφήμιση).
Εκείνες τις μέρες, λίγο μετά τις διακοπές του Πάσχα, μόλις είχα γυρίσει από την Βέροια. Μαζί μου είχα φέρει έναν αναπτήρα, παρ’ όλο που δεν κάπνιζα, που είχε το σχήμα, ενός ανοιχτού σπιρτόκουτου. Μόλις πίεζες τις άκρες του, έβγαζε φλόγα και μπορούσες να ανάψεις ότι ήθελες. Εμένα, δεν με ενδιέφερε να ανάψω οτιδήποτε, δεν φρόντισα να ρυθμίσω, την ένταση της φλόγας και έτσι σε κάθε πίεση, έβγαινε μια φωτεινή δέσμη φωτιάς, που διαρκούσε, όσο πατούσα τα άκρα του αναπτήρα. Πολλοί από τους φίλους μου, ιδιαίτερα οι καπνιστές, ήθελαν να τον έχουν στην κατοχή τους, αλλά εγώ πεισματικά αρνιόμουν, να τους τον παραχωρήσω και όποτε μου έκανε κέφι, δεν παρέλειπα να τον ανάβω.
Στην τελευταία τάξη στο κλασικό, η πλειοψηφία των μαθητών ήταν κορίτσια. Σε σύνολο πενήντα τεσσάρων μαθητών, μόνο έντεκα ήμασταν αγόρια. Στη διάταξη των θρανίων, τα αγόρια καθόμασταν στη δεξιά πλευρά της αίθουσας και στις άλλες δύο σειρές, που ήταν και μεγαλύτερες, καθόντουσαν τα κορίτσια. Εγώ είχα πιάσει το τελευταίο θρανίο, με την καρέκλα μου να είναι στην εσωτερική μεριά, ακριβώς κολλητά με τον τοίχο. Δίπλα μου καθόταν ο Μιχάλης (καλό λουλούδι κι αυτός) και ακριβώς μπροστά μου, ο Λευτέρης, με τον Αντώνη. Η αλήθεια είναι, πως ποτέ δεν κατάλαβα, πώς κατάφερε ο Λευτέρης, να κάθεται στο προτελευταίο κάθισμα, καθώς, μόνο ψηλό δεν μπορούσε να τον πει κανείς. Πάντως, έτσι μικρόσωμος που ήταν, τον βόλευε αυτό το κάθισμα, γιατί μπορούσε πολύ εύκολα, να κρύβεται απ’ τους καθηγητές και να μη δίνει στόχο. Μ’ αυτόν τον τρόπο, περνούσε σχεδόν απαρατήρητος και σε περίπτωση κάποιου πρόχειρου διαγωνίσματος, είχε πολλές δυνατότητες να αντιγράψει, χωρίς να γίνεται αντιληπτός.
Εκείνη την ημέρα, οι περισσότεροι από μας μέσα στην τάξη, βαριόμασταν, καθώς η καθηγήτρια των αγγλικών, έκανε επανάληψη στην αγγλική γραμματική, κάτι που μας άφηνε παγερά αδιάφορους και με τα μάτια καρφωμένα, στους λεπτοδείκτες του ρολογιού μας, περιμέναμε να ακούσουμε το κουδούνι και να ορμήσουμε, έξω στο προαύλιο. Η μονότονη φωνή της καθηγήτριας, επαναλάμβανε την ενεργητική φωνή της αγγλικής γραμματικής κι εμείς εκεί στα τελευταία θρανία, με μια παθητική στάση, με το ζόρι κρατούσαμε ανοιχτά τα μάτια μας. Ο Μιχάλης δίπλα μου, κάτι μουρμούριζε για το χρόνο που κυλούσε αργά, εγώ έπαιζα με τον αναπτήρα μου, κρυμμένος πίσω απ’ τις πλάτες των δύο μπροστινών μου. Κάποια στιγμή, ο Λευτέρης, ο οποίος μόλις είχε προφανώς ξυπνήσει, χασμουρήθηκε και τέντωσε το κορμί του, γέρνοντας το κεφάλι του προς τα πίσω. Εκείνη τη στιγμή, εγώ, ασυναίσθητα (έτσι τουλάχιστον θέλω να πιστεύω) πίεσα τις άκρες του αναπτήρα μου. Αμέσως, μια μεγάλη γλώσσα φωτιάς, πετάχτηκε απ’ το στόμιο του και …χάιδεψε τα σγουρά μαλλιά του Λευτέρη. Μόνο που τα μαλλιά του, ήταν βουτηγμένα στη μπριγιαντίνη, δηλαδή ουσιαστικά στο λάδι, ένα υλικό που από μόνο του ήταν πολύ εύφλεκτο και σε συνδυασμό με τα κατσαρά μαλλιά του συμμαθητή μας, είχε σχεδόν εκρηκτικά αποτελέσματα. Φωτιά τύλιξε το πίσω τριχωτό της κεφαλής του φίλου μας, με ένα τσιριχτό θόρυβο και μια απαίσια μυρωδιά γέμισε την ατμόσφαιρα. Αστραπιαία ο Μιχάλης και ο πανικόβλητος Αντώνης, κτυπούσαν, τον αποσβολωμένο Λευτέρη, με τις παλάμες τους και ένα τετράδιο, προσπαθώντας να σβήσουν τη φωτιά και να περιορίσουν το κακό. Αυτός, αφού γρήγορα ξεπέρασε την αρχική του έκπληξη, με έναν απίθανο «πήδο», απ' την εσωτερική πλευρά που καθότανε, βρέθηκε στο μέσο του διαδρόμου της αίθουσας, ενώ τον συνόδευαν, οι τρομαγμένες φωνές των κοριτσιών. Η καθηγήτρια, έκπληκτη τον είδε να κρατάει με τις παλάμες του, το πίσω μέρος του κεφαλιού του και να βρίζει μέσα από τα δόντια του.
«Τι συμβαίνει παιδί μου Λευτέρη;» ακούστηκε απορημένη να ρωτάει η καθηγήτρια. «Τρελάθηκες; Τι κάνεις;» Αυτός, αφού έβγαλε μια κραυγή απόγνωσης, γύρισε και με κοίταξε με θυμό, μη πιστεύοντας, σε αυτό που του είχε συμβεί. Φώναξε με δύναμη.
«Αίσχος!» Αυτή απορημένη το ρώτησε:
«Τι αίσχος παιδί μου;» Ο Λευτέρης, ταλαντεύτηκε για λίγο, για το αν θα έπρεπε να με καταδώσει, τελικά όμως, υπερίσχυσε ο άγραφος νόμος της τάξης, πως δεν καταγγέλλουμε ποτέ ένα συμμαθητή μας, στους καθηγητές. Μετα επανέλαβε με οργή.
«Αίσχος κυρία, μόνο αυτό σας λέω, ΑΙΣΧΟΣ!». Οι τελευταίες του λέξεις, πνίγηκαν από τα γέλια των συμμαθητών μας, που μόλις τότε κατάλαβαν τι έγινε κι απ’ το κουδούνισμα που δήλωνε το τέλος του μαθήματος. Όλοι μας, ορμήσαμε προς την έξοδο, χωρίς να περιμένουμε την άδεια απ’ την καθηγήτρια, παρασύροντας μαζί μας και το θύμα της απερισκεψίας μου. Έξω στο προαύλιο, τον περικυκλώσαμε, άλλοι για να τον παρηγορήσουν και άλλοι να τον περιπαίξουν. Εγώ, τον πλησίασα, με διάθεση να του εξηγήσω, ότι ήταν απλά ένα ατύχημα κι ότι από μια κακιά στιγμή, συνέβη αυτό το γεγονός. Αυτός, μου γύρισε περιφρονητικά την πλάτη και από κείνη την στιγμή, όσες φορές κι αν προσπάθησα να τον πλησιάσω, με περιφρονούσε (δικαίως κατά την γνώμη μου) και απαξιούσε να μου μιλήσει. Την ίδια μέρα, πέταξα τον αναπτήρα, για τον οποίο τόσο καμάρωνα στη θάλασσα, αλλά αυτό δεν μπορούσε να διορθώσει τη σχέση μου, με τον «καψαλισμένο».
Όταν ο Γιάννης, μου ζήτησε να τον συνοδεύσω στην νυχτερινή του εξόρμηση και πρότεινε να πάρουμε και τον Λευτεράκη μαζί μας, του θύμισα, πόσο τεταμένες ήταν οι μεταξύ μας σχέσεις. Αυτός όμως επέμενε, να τον προσκαλέσουμε και αποφασίσαμε να πάμε να τον βρούμε στο σπίτι του. Μια βραδινή ανοιξιάτικη βροχή, άρχισε να πέφτει την ώρα που φθάσαμε, στο δωματιάκι του φίλου μας. Όσο κι αν προσπαθούσαμε να τον πείσουμε, να συμμετάσχει στη χορωδία μας, αυτός έφερνε κάποιες αστείες δικαιολογίες, ενώ εμένα, με κοίταζε μάλλον με σχετικά ήπιο τρόπο. Τελευταία δικαιολογία του, ήταν πως βρέχει και δεν ήθελε να κρυώσει. Αυτό όμως το λύσαμε, καθώς του δώσαμε ένα περίεργο, τεράστιο μαύρο αδιάβροχο, που μόλις το φόρεσε και τέντωσε τα χέρια του, έμοιαζε με τεράστια νυχτερίδα.
Αυτό μας έφτιαξε τη διάθεση και αργά το βράδυ, με γέλια και τραγούδια, φθάσαμε στη γειτονιά, που επιθυμούσε να κάνουμε την καντάδα. Ο Γιάννης επικεφαλής, ο οποίος, πρέπει να επισημάνω, ότι ήταν ακραίος στις συμπεριφορές του, όταν ήταν ερωτευμένος. Ενώ εμείς του κάκου προσπαθούσαμε να συντονίσουμε τις φωνές μας, για ένα υποφερτό αποτέλεσμα, αυτός με οδοντογλυφίδες που είχε μαζί του, μπλόκαρε, όλα τα εξωτερικά ηλεκτρικά κουδούνια των σπιτιών, που προσπερνούσαμε και σε συνδυασμό με τις φάλτσες φωνές μας, ένα πανδαιμόνιο κυριαρχούσε στην περιοχή. Φώτα άρχισαν να ανάβουν, αγουροξυπνημένες φωνές ακούγονταν, μέσα στην νύχτα και οι βρισιές διαδεχόταν η μία την άλλη. Εμείς επιταχύναμε τον βηματισμό μας, ανάμεσα στις σκιές, φοβούμενοι τα χειρότερα.
Από ένα σπίτι, πετάχτηκε ένας τύπος με τα σώβρακα, φαλακρός με μουστάκι και με ένα δίκαννο που είχε στα χέρια του, άρχισε να πυροβολεί στον αέρα. Έντρομοι και χωρίς ίχνος ντροπής, τραπήκαμε σε άταχτη φυγή, γιατί καταλάβαμε ότι τα περιθώρια είχαν στενέψει και μάλλον θα έπρεπε να κόψουμε τις μαγκιές. Στο πανικό μας, δεν βλέπαμε προς τα πού πηγαίναμε και όπως ήταν φυσικό είχαμε αρκετά ατυχήματα. Ο Λευτέρης, με το αδιάβροχο να ανεμίζει σαν μπέρτα και η σκιά του να μοιάζει εξωπραγματική, έτρεχε ασταμάτητος, αλλάζοντας συνεχώς κατεύθυνση. Αυτό τρόμαξε ίσως τον Δημητρό, που πανικόβλητος, δεν πρόσεξε ένα λάκκο με ασβέστη… και μ’ ένα πήδο βρέθηκε μέσα. Δεν ξέρω ποιος αντιλήφτηκε πρώτος το ατύχημα του, πάντως μερικοί από μας, με συντονισμένες κινήσεις τον απελευθερώσαμε και τραβώντας τον απ’ το σακάκι του, εξαφανιστήκαμε προς την άλλη άκρη της πόλης.
Εκεί, όσο πιο ήσυχα μπορούσαμε, μπήκαμε σε μιαν αυλή και με νερό από μια «τουλούμπα», προσπαθούσαμε να ξεπλύνουμε τον ασβέστη, απ’ τα ρούχα του Δημητρού. Όμως ήδη το παντελόνι του από μαύρο, πήρε ένα θαμπό υποπράσινο χρώμα. Στη βιασύνη μας για να τον ξεπλύνουμε, ο Γιάννης με τον Λευτέρη, πήραν έναν κάδο γεμάτο με νερό, που βρήκανε εκεί δίπλα και τον άδειασαν πάνω στον ασβέστη, που ήδη έκαιγε τον φίλο μας. Μόνο που, πολύ αργότερα, απ’ την οσμή που ανέδιναν τα ρούχα του, καταλάβαμε πως τον κάδο, τον χρησιμοποιούσαν για να ποτίζουν τα οικόσιτα γουρούνια, που είχαν στην αυλή. Φυσικά, η γκρίνια του Δημητρού, έγινε δικαίως, ανυπόφορη και δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι, για να τον καθησυχάσουμε. Τότε ακούσαμε απ’ τον Γιάννη κάτι πολύ ακραίο. Ο τύπος που βγήκε με το δίκαννο και πυροβολούσε, ήταν ο πατέρας της κοπελιάς του και του είχε μηνύσει πως αν ξανάκανε καντάδα, θα του έριχνε. Αλλά ο φίλος μας, δεν έλεγε να βάλει μυαλό, ούτε καμία απειλή ήταν ικανή να τον συνετίσει. Αυτή η νυχτερινή μας εξόρμηση, δεν ήταν η τελευταία, καθώς μετά από λίγο καιρό αρχίσαμε πάλι τα ίδια, με πιο ήπιους τρόπους όμως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου