Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.





Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2017

ΤΟ ΠΑΤΙΝΙ

Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Η εφευρετικότητα μας, όσο αφορούσε τα διάφορα παιγνίδια, δεν είχε τέλος. Σε κάθε περίπτωση προσαρμοζόμασταν, στα νέα δεδομένα και αρπάζαμε κάθε ευκαιρία για κάτι νέο. Πολλά παιγνίδια μας καθήλωναν και μας δημιουργούσαν μια περίεργη εξάρτυση, κολλούσαμε δηλαδή με αυτά χωρίς να υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος. Ακόμη και τώρα που το σκέπτομαι δεν μπορώ να δώσω μια εξήγηση που να με ικανοποιεί. Ίσως να ακολουθούσαμε μια άτυπη μόδα, χωρίς να μας την επιβάλει κανείς και χωρίς καμία προβολή. Θυμάμαι, πως για ένα διάστημα είχαμε κολλήσει με τις σβούρες. Σε όποιο σημείο της αλάνας και να κοίταζες, έβλεπες ομάδες παιδιών να διαγωνίζονται στο ρίξιμο της σβούρας. Η σβούρα ήτα μια ξύλινη κωνοειδής κατασκευή, θύμιζε πάρα πολύ το βαρίδιο που χρησίμευε, σαν βαρίδιο, στο νήμα της στάθμης. Καλύτερα θα μπορούσαμε να την περιγράψουμε σαν κυλινδρική ξύλινη σφήνα, που το κάτω μέρος της, γινόταν αιχμηρό και είχε προσαρμοσμένη μια μεταλλική ακίδα, συνήθως ένα είδος πρόκας. Το επάνω της, τμήμα το πιο φαρδύ είχε στερεωμένο ένα μικρό χερούλι. Σε απόσταση τριών τετάρτων από το κάτω μέρος προς το πάνω είχε χαραγμένο ..
......ένα αυλάκι, ρηχό αλλά ορατό. Πολλές από τις σβούρες είχαν το φυσικό χρώμα του ξύλου, εμποτισμένες ίσως με κάποιο  άχρωμο βερνίκι, άλλες πάλι ήταν βαμμένες σε διάφορα χρώματα, μονόχρωμες ή πολύχρωμες. Ακόμη υπήρχαν και οι πιο περίτεχνες, που είχαν πάνω τους ζωγραφισμένα διάφορα σχέδια ή μικροσκοπικές παραστάσεις. Αυτές τις τελευταίες, τις θεωρούσαμε πιο πολύτιμες, καθώς όταν στροβιλίζονταν τα σχέδια αλλοιωνόταν, ξεγελώντας την ικανότητα του ματιού να συλλάβει την πραγματικότητα και να τα  βλέπουμε σαν απόκοσμες παραστάσεις.
   Για να επιτύχουμε την περιστροφή της σβούρας, τυλίγαμε, με προσοχή από κάτω προς τα πάνω ένα λεπτό φυτίλι (θυμάμαι κάποια μεγαλύτερα παιδιά πως έλεγαν πως το καλύτερο ήταν το νήμα που χρησιμοποιούσαν για το παραγάδι) την άλλη άκρη την τύλιγαν στον αντίχειρα και στο δείκτη. Μετά με ένα τίναγμα, έριχναν με δύναμη και τέχνη την σβούρα στο έδαφος ή στο τσιμέντο, με αποτέλεσμα αυτή να στροβιλιζόταν. Όσο πιο πολύ ώρα κρατούσε αυτός ο στροβιλισμός κάποιας σβούρας, ό κάτοχος του ήταν ο άτυπος νικητής.
   Είχαμε ένα ιδιαίτερο παιγνίδι με τις σβούρες, σε αυτό διαγωνιζόταν δύο άτομα συνήθως, χωρίς να αποκλείεται να ήταν και περισσότερα. Χαράζαμε  ένα κύκλο στο έδαφος, με διάμετρο περίπου δέκα πέντε εκατοστά. Μετά, από απόσταση πέντε μέτρων, που την σηματοδοτούσε μια γραμμή, που κάναμε στο έδαφος, εκσφενδόνιζε ο ένας την σβούρα του,  φροντίζοντας να κάνει την περιστροφή της μέσα στον κύκλο. Ο ανταγωνιστής του, με την σειρά του έκανε το ίδιο, έτσι οι δύο σβούρες στροβιλιζόταν μέσα στον κύκλο, όταν σε κάποια φάση συγκρουόταν και μία από τις δύο έβγαινε από την περιφέρεια του κύκλου, ο κάτοχος της, έχανε την σβούρα του. Την οποία έπαιρνε σαν λάφυρο, ο άλλος που τον θεωρούσαμε νικητή. Υπήρχαν πολλά παιδιά που είχαν γίνει δεξιοτέχνες στην εκσφενδόνιση της σβούρας, σε τέτοιο σημείο που οι τσέπες τους ήταν συνεχώς φουσκωμένες από τα λάφυρα που κέρδιζαν. Εγώ δυστυχώς, δεν διέθετα τέτοια ικανότητα, έτσι ήμουν συνεχώς, από τους χαμένους και του αιωνίως δυσαρεστημένους. Φυσικά, η αλλαγή του ιδιοκτήτη της σβούρας, δεν γινόταν πάντα με ειρηνικό τρόπο, τις περισσότερες φορές υπήρχαν αντιδικίες και διενέξεις που πολλές φορές, κατέληγαν σε καυγάδες.  Συνήθως οι παρατηρητές του παιγνιδιού, έπαιρναν ο καθένας το μέρος του κολλητού του και τελικά καταλήγαμε σε συμπλοκές, όχι πάντα αναίμακτες. Φυσικά αυτό, δεν ήταν κάτι καινούργιο στις μεταξύ μας σχέσεις. Το αντίθετο μάλιστα, ήταν  κανόνας, στο να παραβιάζουμε τους κανόνες που εμείς οι ίδιοι βάζαμε.
   Ένα απόγευμα, καθώς παρακολουθούσα μια τέτοια μονομαχία, ήμουν απορροφημένος τόσο πολύ, ώστε στην αρχή δεν πρόσεξα τον παράξενο θόρυβο, που γινόταν όλο και πιο έντονος σχεδόν τρομακτικός. Αμέσως όλοι μας, εγκαταλείψαμε κάθε ασχολία και τρέξαμε προς την πηγή του θορύβου. Σε λίγο, από την στροφή του δρόμου φάνηκε ένα παιδί, άγνωστο σε μας, από άλλη γειτονιά, να κατεβαίνει την κατηφόρα του δρόμου, πάνω σε ένα πατήνι με ρόδες από ρουλεμάν. Ισορροπούσε τέλεια, εκμεταλλευόμενος την υψομετρική διαφορά του δρόμου, ανέπτυσσε ταχύτητα με τα ρουλεμάν να κάνουν αυτό τον τρομερό θόρυβο. Τον κοιτάζαμε έκπληκτοι στην αρχή, με θαυμασμό στην συνέχεια, αλλά πολύ γρήγορα τα συναισθήματα μας, μετατράπηκαν σε ζήλεια. Ζηλεύαμε αυτό το άγνωστο σε μας αγόρι, γιατί είχε στην διάθεση του, ένα τέτοιο μέσο. Με μιας ξεχάσαμε τις σβούρες,  τους ανταγωνισμούς, τις φιλονικίες και μαζευτήκαμε όλοι μας γύρω από το πατήνι με τον ιδιοκτήτη του. Το συγκεκριμένο παιδί είχε κάποιον γνωστό ή συγγενή στην γειτονιά μας, δεν θυμάμαι ακριβώς τι και έμεινε για λίγο στην παρέα μας. Όση ώρα έμεινε μαζί μας, εμείς περιεργαζόμασταν την κατασκευή, ενώ του κάναμε διάφορες ερωτήσεις, χωρίς να αποφεύγουμε και τις παρατηρήσεις. Το αγόρι απαντούσε πρόθυμα, χωρίς να θυμώνει με τα αγενή σχόλια μας, όσο δηκτικά κι αν ήταν. Εγώ είχα τόσο πολύ γοητευτεί, που δεν ξεκολλούσα τα μάτια μου  από το πατίνι, παρατηρώντας με προσοχή την ποιότητα  κατασκευής του,  καθώς και τον τρόπο με τον οποίο ήταν συνδεδεμένα τα ρουλεμάν πάνω στις σανίδες. Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε το κάθετο σανίδι που το χρησιμοποιούσε σαν τιμόνι, καθώς και η συνδεσμολογία του με το οριζόντιο σανίδι. Στις ερωτήσεις που κάναμε το αγόρι μας απαντούσε με προθυμία, αλλά εγώ όταν άκουσα το κόστος των υλικών, απογοητεύτηκα. Ήταν τόσο μεγάλο, που για τα οικονομικά μας, εκείνης της εποχής φαινόταν, σαν ένα όνειρο απραγματοποίητο.
   Παρόλη την απογοήτευση μου, στο μυαλό μου είχε καρφωθεί η ιδέα να κατασκευάσω, αυτό το περίεργο για μένα όχημα. Άρχισα να σκέφτομαι τρόπους εξοικονόμησης χρημάτων για τα έξοδα της εν λόγω κατασκευής. Το να κάνω οικονομία και να μαζέψω από το χαρτζιλίκι μου, ούτε κατά διάνοια δεν περνούσε από το μυαλό μου. Δεν ήμουν διαθετημένος να στερηθώ, τις μικροαπολαύσεις, που  είχα την ευκαιρία να χαίρομαι, με τα λίγα χρήματα που μου έδινε ο πατέρας μου. Δεν άργησα να βρω λύση στο πρόβλημα που με βασάνιζε.
   Εκείνη την εποχή, πολλά παιδιά της ηλικίας μου και λίγο μεγαλύτερα έβγαζαν κάποια χρήματα καρφώνοντας πάτους για τελάρα.  Τότε δεν υπήρχαν οι αυτόματες μηχανές για μια τέτοια συναρμολόγηση και τα πάντα τα κάνανε χειρονακτικά. Υπήρχαν στην Βέροια μερικές μικροεπιχειρήσεις, οι κορδέλες όπως τις λέγαμε, που ασχολούταν με αυτό το αντικείμενο. Θυμάμαι πως η μια στεγαζόταν, στο τζαμί Μεντρεσέ, μια άλλη στεγαζόταν στο οθωμανικό λουτρό και μία τρίτη στεγαζόταν, λίγο μετά τους λαδομύλους, στα δεξιά πριν φτάσουμε στο γήπεδο του μπάσκετ. 
Αυτές  οι επιχειρήσεις, πλήρωναν μία δεκάρα για κάθε πάτο που τους παραδίδαμε. Θεωρητικά τα χρήματα ήταν αρκετά, υπολογίζοντας ότι θα καρφώναμε, εκατό τουλάχιστον πάτους την ημέρα, το δεκάρικο φάνταζε υπερβολικά μεγάλο ποσό, ως αμοιβή για μια τέτοια εργασία. Εγώ διάλεξα την τρίτη επιχείρηση γιατί με βόλευε, καθώς ήταν πολύ κοντά στο πρώτο δημοτικό σχολείο,  όσο και στο σπίτι μου.
   Την πρώτη μέρα, που <έπιασα> δουλειά εκεί, ήμουν μάλλον σφιγμένος ή για να ακριβολογώ ήμουν δισταχτικός, γιατί δεν ήξερα τι θα συναντήσω. Όλοι όμως οι φόβοι εξαφανίστηκαν, από τα πρώτα κιόλας λεπτά που άρχισα να δουλεύω. Η βασική και μοναδική μου δουλειά ήταν να συναρμολογώ και να <καρφώνω> πάτους για τα τελάρα. Με το που παρουσιάστηκα, ένας υπάλληλος την επιχείρησης, μου έδωσε μια κατασκευή, κάτι σαν καλούπι. Αυτό ήταν ένα ξύλινο σχεδόν τετράγωνο κατασκεύασμα, θύμιζε πολύ τον ταβλά των κουλουρτζήδων.  Είχε στην βάση του αυλάκια, που χωρούσαν ακριβώς,  τα πηχάκια που χρειαζόντουσαν για τους πάτους. Δηλαδή είχε πέντε αυλάκια 65Χ4 πόντους, που έμπαιναν οριζόντια και δύο κάθετα 2Χ40 πόντους. Σε αυτά τα αυλάκια εφαρμόζαμε τα ανάλογα πηχάκια, παίρναμε τα καρφιά από ένα κασελάκι που μας είχαν δώσει και με το σφυρί τα καρφώναμε. Σε κάθε ένωση των οριζόντιων με τα κάθετα πηχάκια βάζαμε δύο καρφιά. Στην ουσία βάζαμε  είκοσι καρφάκια  για να ολοκληρωθεί η κατασκευή ενός πάτου. Ο συγκεκριμένος υπάλληλος μας έδειξε πώς να καρφώνουμε, από πού να παίρνουμε την ξυλεία και που να στοιβάζουμε τους πάτους που τελειώναμε. Στην ουσία,  ο καθένας από μας, τους έβαζε δίπλα του και μόλις τελείωνε την βάρδια του, αν και δεν υπήρχε συγκεκριμένο ωράριο,  τους παρέδιδε στον υπεύθυνο, ο οποίος αφού τους μετρούσε τον πλήρωνε αναλόγως.
    Μου φάνηκε μάλλον εύκολη δουλειά, επικερδής και κυρίως επειδή μου έδινε την δυνατότητα να δουλεύω όσο θέλω ή για την ακρίβεια όσο άντεχα και μπορούσα. Αφού στην αρχή κάρφωσα διστακτικά τα πρώτα καρφιά, μετά από λίγο ανέβασα ρυθμούς καθώς εξοικειώθηκα με το αντικείμενο. Φυσικά δεν έλειψαν τα μικροατυχήματα, καθώς το σφυρί εκτός από τα καρφιά προσγειωνόταν με αρκετή δύναμη, μερικές φορές και στα δάκτυλα μου. Εγώ όμως, δεν έδινα ιδιαίτερη σημασία σε αυτά και προσπαθούσα να έχω την όσο δυνατόν μεγαλύτερη απόδοση στην δουλειά μου. Αυτό όμως ήταν δίκοπο μαχαίρι, γιατί ο υπεύθυνος υπάλληλος ήρθε και μου έκανε παρατηρήσεις σε έντονο ύφος, επειδή στην βιασύνη μου πολλά από τα καρφιά δεν ήταν καρφωμένα σωστά, αλλά στραβά. Κατάλαβα ότι η βιασύνη, δεν θα με βοηθούσε, έτσι συνέχισα να δουλεύω πιο προσεχτικά. Η μεγαλύτερη απόδοση δεν σήμαινε αναγκαστικά και το ποιοτικότερο αποτέλεσμα. Φυσικά το όριο των εκατό πάτων, δεν μπορούσα να το πλησιάσω σε καμία περίπτωση, όσο κι αν δούλευα. Οι συνθήκες μέσα στη οποίες δουλεύαμε, δεν ήταν  οι πλέον ιδανικές, γιατί στον διπλανό χώρο δούλευαν ασταμάτητα οι πριονοκορδέλες. Αυτές τεμάχιζαν τους κορμούς των δένδρων τμηματικά, με μία σειρά παραγωγής, τέτοια ώστε να φθάσουν στο τέλος  στα πηχάκια, που ήταν αναγκαία στην δουλειά μας. Φυσικά η ατμόσφαιρα και ο περιβάλλον χώρος είχε τόσο πριονίδι που με δυσκολία αναπνέαμε. Για τα ρούχα μας, δεν το συζητάμε, σε λίγη μόνο ώρα το πριονίδι τα είχε καλύψει σε τέτοιο βαθμό, που δεν ξεχώριζες  καν το χρώμα τους. Το χειρότερο από όλα όμως, ήταν όταν το πριονίδι κολλούσε από τον ιδρώτα μας, στο σώμα και στα μαλλιά μας. Εμείς τότε δεν ήμασταν σε θέση να αξιολογήσουμε ,την όλη κατάσταση, έτσι μόλις τελειώναμε, βγαίναμε από τον χώρο της εργασίας μας και απλώς τινάζαμε τα ρούχα μας βοηθώντας ο ένας τον άλλον. Φυσικά αυτό το ξεσκόνισμα, δεν γινόταν με σχολαστικότητα και επιμέλεια, αλλά απλά αρκούμασταν σε μια επιφανειακή καθαριότητα, που στην ουσία δεν βοηθούσε και πολύ στο να βελτιωθεί η εμφάνιση μας.  
   Αυτό φυσικά δεν πέρασε απαρατήρητο από την μητέρα μου, που μόλις με είδε άρχισε να με κατσαδιάζει, απαιτώντας να μάθει τους λόγους, αυτής της άθλιας εμφάνισης μου. Στην αρχή σκέφτηκα να αποφύγω να πω την αλήθεια, αλλά μόλις είδα τον πατέρα μου να με κοιτάζει αυστηρά, τους τα είπα όλα. Ο πατέρας μου, με κοίταξε για λίγο αμίλητος και μετά με άφησε στην … μουρμούρα της μητέρας μου. Αφού έβγαλα τα ρούχα μου, ακούγοντας τον εξάψαλμο, μπήκα στο μπάνιο για να ξεκολλήσω το πριονίδι από το σώμα μου. 
     Συνέχισα να πηγαίνω στην κορδέλα κάθε μέρα, αφού προηγουμένως άλλαζα ρούχα και φρόντιζα να φοράω καπέλο ή έδενα ένα μαντίλι που κάλυπτε όλη την επιφάνεια του κεφαλιού μου. Αυτό συνεχίστηκε για αρκετές μέρες και η όλη διαδικασία έγινε κάτι σαν ρουτίνα για μένα. Κάποια μέρα όμως, πέρασε τυχαία ο πατέρας μου από την κορδέλα,  είδε που δούλευα, με τις απαράδεκτες συνθήκες, που επικρατούσαν στον χώρο της εργασίας μας  και μου απαγόρεψε να ξαναπάω. Αυτό δεν με ενόχλησε καθόλου, γιατί ήδη είχα μαζέψει τα χρήματα που χρειαζόμουν, για την αγορά των εξαρτημάτων.
   Λίγο μετά από την σημερινή πλατεία πλατάνων στον παράλληλο δρόμο με την οδό κεντρικής στο ύψος του <καραβάν σεράι>  υπήρχε ένα μηχανουργείο.  Δεν θυμάμαι ακριβώς το αντικείμενο της εργασίας του, πάντως μέσα υπήρχαν πολλά εξαρτήματα μηχανών διαλυμένα και τρεις υπάλληλοι δούλευαν πυρετωδώς να συναρμολογήσουν κάποια από αυτά. Πλησίασα με θάρρος, το αφεντικό και ζήτησα να αγοράσω, αν είχε δύο ρουλεμάν. Με ρώτησε για ποιο λόγο τα ήθελα. Όταν του εξήγησα, πήγε στο πίσω μέρος του μαγαζιού, έβγαλε από ένα ξύλινο κιβώτιο δύο ρουλεμάν και μου τα έδωσε. Τον ρώτησα για την τιμή που ήθελε… όταν που την είπε ξαφνιάστηκα, ήταν πολύ πιο φθηνά από ότι υπολόγιζα. Με γρήγορες κινήσεις έβγαλα από την τσέπη τα χρήματα,  φοβούμενος μην τυχόν μετανιώσει και του τα έδωσα. Αυτός γελώντας τα πήρε, πριν όμως φύγω μου έδωσε ακόμη δύο ρουλεμάν, όταν τον κοίταξα ερωτηματικά; « για να έχεις ρεζέρβα» μου απάντησε και μου έκανε νόημα να φύγω. Έφυγα τρέχοντας για το σπίτι, όπου τα έκρυψα, για να είμαι σίγουρος πως δεν θα μου τα πάρει κανείς.
    Το δεύτερο σκέλος της αναζήτησης μου, ήταν και το πιο δύσκολο. Έψαχνα να βρω τα σιδεράκια όπως τα λέγαμε. Αυτά ήταν δύο ασύμμετρες σιδερένιες λάμες, πάχους τριών εκατοστών και ή μία μήκους περίπου, δώδεκα εκατοστών, ενώ η άλλη λίγο μικρότερη.  Στα άκρα τους, σχημάτιζαν ορθή γωνία, με την μικρή πλευρά τους, μήκους  περίπου τριών πόντων. Στις μικρές πλευρές τους, έπρεπε να έχουν από μια τρύπα, μικρή ώστε να χωρά ένα σιδεράκι που θα έπαιζε τον ρόλο του πίρου σύνδεσης. Με αυτό τον τρόπο το πατίνι θα είχε την δυνατότητα να στρίβει και να κάνει ελιγμούς, σύμφωνα με την επιθυμία του οδηγού. Όπου κι αν έψαξα, σε όλη την Βέροια, ήταν αδύνατο να τα βρω. Στο τέλος απελπισμένος, στράφηκα για βοήθεια στον πατέρα μου, του εξήγησα τι ακριβώς έψαχνα και τον ρώτησα από που θα μπορούσα να τα αγοράσω. Με κοίταξε για λίγο αμίλητος , μετά μου είπε πω θα το σκεπτόταν και θα μου απαντούσε. Εγώ παρά την διαβεβαίωση του, δεν ήμουν καθόλου σίγουρος,  ότι θα ασχολείτο έστω και λίγο με το πρόβλημα μου.  Τελικά  όλες οι αμφιβολίες μου εξαφανίστηκαν, καθώς  μετά από δύο μέρες, μου έφερε τα σιδεράκια που ζητούσα.
Γεμάτος χαρά τα πήρα στα χέρια μου, τα περιεργάστηκα, κοιτώντας τα με ιδιαίτερη προσοχή, μέχρι να πειστώ ότι ήταν αυτά που ζητούσα. Τον ρώτησα για το κόστος τους,  αυτός με κοίταξε ξαφνιασμένος , γέλασε και μου έκανε νόημα να φύγω. Χωρίς να περιμένω να μου το ξαναπεί, έφυγα με φούρια, προς την αυλή μας, έτοιμος πλέον να κατασκευάσω το πατίνι μου.
   Εκείνη την εποχή η οικογένεια μου, έκτιζε τον επάνω όροφο στο σπίτι μας και εκεί υπήρχε αρκετή ξυλεία που περίσσευε. Βρήκα δύο σανίδες, από ψευδόκασες, τις κατέβασα στην αυλή και αφού με ένα μέτρο σημείωσα τις αποστάσεις που ήθελα, πήρα ένα χειροκίνητο πριόνι, με πολύ κόπο τις τεμάχισα. Το δύσκολο ήταν, να κάνω στα σανίδια, ανοίγματα για στερεώσω τα ρουλεμάν. Παρά επιμονή μου κι αφού έκοψα, σε τρία διαφορετικά σημεία τις παλάμες μου, πείστηκα πως δεν είχα την ικανότητα για να τα καταφέρω. Αμέσως το μυαλό μου, άρχισε να επεξεργάζεται διάφορες πιθανές λύσεις. Κατάλαβα πως έπρεπε να στραφώ σε επαγγελματίες του είδους, αν τελικά θα ήθελα να τελειώσω αυτό που  τόσο πολύ επιθυμούσα.
    Στην γειτονιά μας είχαμε δύο μαραγκούς, ο ένας ο κος Σταύρος, είχε το εργαστήριο του, απέναντι από το οθωμανικό λουτρό. Ο άλλος, ο κος Παντελής, το είχε στο τέλος  της οδού Π. Ιωακείμ, λίγο πριν το ποταμάκι, που κινούσε την ρόδα των λαδομύλων. Αποφασιστικά πήγα πρώτα στον κο Σταύρο, του εξήγησα τι ήθελα, αυτός αφού κούνησε το κεφάλι του αρνητικά, με έδιωξε, λέγοντας πως δεν είχε χρόνο για παιγνίδια.  Παρ’ όλο που απογοητεύτηκα λίγο, κατηφόρισα την οδό Περδίκα και την Π. Ιωακείμ και έφθασα στο ξυλουργείο του κου Παντελή, ελπίζοντας μια καλύτερη αντιμετώπιση. Αυτός, αφού με άκουσε με προσοχή, γέλασε και μου είπε να του φέρω τα σανίδια, μαζί με τα εξαρτήματα που είχα συγκεντρώσει. Σε λίγο έπέστρεψα μαζί με τον αδερφό μου, κουβαλώντας τα σανίδια, τα ρουλεμάν και τα σιδεράκια. Ο κος Παντελής πήρε στα χέρια του τα σανίδια, τα περιεργάστηκε και … τα πέταξε σε μια γωνιά. Πήρε δύο άλλα σανίδια, φάρδους είκοσι πέντε εκατοστών, με ένα μέτρο τα μέτρησε και τα έκοψε στο ύψος που ήθελε, με τον τροχό του. Μετά με την πλάνη του, τα έξυσε , μέχρι που έγιναν τελείως λεία.  Πολύ εύκολα, πάλι με τον τροχό, αφού μέτρησε την διάμετρο των ρουλεμάν, έκοψε και αφαίρεσε το ανάλογο ξύλο και από τις δύο σανίδες. Μετά πήρε την μία και αφού υπολόγισε το ύψος μου, βίδωσε στο επάνω μέρος ένα λεπτό δοκαράκι για να  χρησιμεύει σαν χερούλι τιμονιού.  Στερέωσε στο άνοιγμα που είχε δημιουργήσει, στην άκρη της σανίδας, το ένα ρουλεμάν, ενώ στο εσωτερικό της βίδωσε το μεγαλύτερο από τα σιδεράκια. Έπιασε την άλλη σανίδα, την ένωσε με μια άλλη μικρότερη σε σχήμα γάμα, την στερέωσε βάζοντας σαν κόντρες δύο πηχάκια. Στερέωσε το πίσω ρουλεμάν και βίδωσε το μικρότερο σιδεράκι στο εξωτερικό της μικρής κάθετης σανίδας. Ένωσε τα δύο τμήματα με τον πίρο και το πατίνι ήταν έτοιμο. Πήγα να το πιάσω, αλλά ο μαραγκός, κούνησε το κεφάλι του αρνητικά, τον κοίταξα με απορία, αλλά αυτός απτόητος το έβαλε πάνω στον πάγκο του και κάρφωσε, ένα κομμάτι από σόλα παπουτσιού δίπλα στο πίσω ρουλεμάν. Αμέσως κατάλαβα πως το πατίνι μου, μόλις είχε αποκτήσει φρένο. Μετά πήρε ένα πινέλο και με γρήγορες κινήσεις το έβαψε με ένα σκούρο καφέ χρώματος, βερνίκι. Μόλις στέγνωσε, μου το έδωσε και απαίτησε να το δοκιμάσω, με προσοχή στον δρόμο που κατέβαινε παράλληλα με το ποταμάκι μπροστά από το μαγαζί του.  Πράγμα και το οποίο έκανα. Η πρώτη βόλτα με το πατίνι, μου έμεινε αξέχαστη, καθώς με την ώθηση που έδινα με το αριστερό μου πόδι, αυτό κυλούσε με ταχύτητα, σε αυτό βοηθούσε και η υψομετρική διαφορά του δρόμου. Άκουσα τον κο Παντελή να φωνάζει «φρένο, πάτα φρένο» πράγμα που έκανα και το όχημα μου, μείωσε σταδιακά ταχύτητα ώσπου σταμάτησε. Εγώ έπλεα σε πελάγη ευτυχίας, μου φαινόταν απίστευτο, ότι είχα στην κατοχή μου, κάτι τόσο όμορφο και λειτουργικό. Πλησίασα τον κο Παντελή, τον ευχαρίστησα και τον ρώτησα πόσο θα έπρεπε να πληρώσω για την όλη κατασκευή. Αυτός γέλασε δυνατά και μου έκανε νόημα να φύγω. Εγώ πήρα στα χέρια μου το πατίνι τρέχοντας, προς την αλάνα, με τον αδερφό μου, να με ακολουθεί. Εκεί ήταν αρκετά παιδιά, που εκείνη την ώρα, έπαιζαν με τις σβούρες τους. Μόλις όμως, είδαν τι κρατούσα στα χέρια μου, τις παράτησαν, με πλησίασαν και άρχισαν να ρωτάνε, σχεδόν όλοι μαζί, διάφορα.  Πράγμα, που μου ήταν αδύνατο να απαντήσω σε όλους. Εξ άλλου δεν χρειαζόταν, μια απλή επίδειξη με το πατίνι, ήταν αρκετή να απαντήσει σε όλες τους, τις απορίες.  Έτσι ανέβηκα πάνω του, έδωσα ώθηση σπρώχνοντας με το αριστερό μου πόδι και αυτό κύλησε ομαλά με εμένα πάνω του σαν οδηγό, κάνοντας ένα απίστευτα δυνατό θόρυβο. Όλοι με κοίταζαν με θαυμασμό και ζητούσαν να κάνουν μία βόλτα με αυτό.  Ενώ στην αρχή, όλοι ήταν ικανοποιημένοι με μια μικρή βόλτα, γρήγορα άρχισαν οι αντιδικίες για το ποιος είχε σειρά και πόσο θα διαρκούσε η κάθε βόλτα. Όταν κατάλαβα πως η κατάσταση ξέφευγε από κάθε έλεγχο, το πήρα και με τον αδερφό μου τον Στέφανο, το πήγαμε στην αυλή του σπιτιού μας. Εκεί στην στενή και λίγων μέτρων μήκους αυλή, κάναμε εναλλάξ , με το πατίνι τις βόλτες μας. Μπορεί εμάς ο θόρυβος να μη μας ενοχλούσε, το αντίθετο θα έλεγα μάλιστα, αλλά ενοχλούσε τους γείτονες και ιδιαίτερα τον πατέρα μου, που δεν μπορούσε να δουλέψει στο μπακάλικο. Αμέσως ήρθε και μας απαγόρεψε, να παίζουμε με αυτό στην αυλή.  Εμείς τότε, λόγω ηλικίας ίσως, δεν καταλαβαίναμε τους λόγους της απαγόρευσης και το θεωρούσαμε σαν ένα είδος τιμωρίας και όλο αυτό μας έκανε να νιώθουμε μειονεκτικά. Φυσικά οι τιμωρίες και οι απειλές δεν ήταν δυνατό να με κρατήσουν μακριά, από την καινούργια, αγαπημένη μου ασχολία. Πολύ γρήγορα βρήκα την λύση στο πρόβλημα μου. Αποφάσισα να αλλάζω στέκια, έτσι κάθε φορά πήγαινα σε διαφορετική γειτονιά και πριν προλάβουν να μου πουν τίποτα ή να μου κάνουν παρατηρήσεις,  εγώ έκανα μια δυό διαδρομές με το πατίνι μου και αμέσως έφευγα, για την επόμενη γειτονιά. Αυτό το κόλπο, λειτούργησε με επιτυχία, εγώ έκανα το κέφι μου, χωρίς να ενοχλώ ιδιαίτερα κανένα ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Το μόνο αδύνατο σημείο, ήταν ότι σε αυτές τις εξορμήσεις μου, ήμουν μόνος μου, καθώς κανείς ούτε ο αδερφός μου, δεν δεχόταν να με συνοδεύσει. Αυτό στην αρχή με ενόχλησε, αλλά στο τέλος, συνήθισα σε αυτή την κατάσταση και δεν με ένοιαζε καθόλου.
   Ένα μεσημέρι βρέθηκα στον κεντρικό δρόμο, λίγο πιο πάνω από την μητρόπολη. Στο πεζοδρόμιο μπροστά, από την εκκλησία του Παντοκράτορος. Εκεί, μόλις είχαν στρώσει το πεζοδρόμιο, με κάτι καινούργιες τετράγωνες πλάκες, εκρού χρώματος. Μεταξύ τους είχαν αρμούς διαστολής, φάρδους περίπου δύο πόντων. Δοκίμασα να κάνω μια βόλτα πάνω στο πεζοδρόμιο και έμεινα έκπληκτος με την απόδοση που είχε το πατίνι. Κυλούσε με ευκολία, επιτάχυνε από την ώθηση του ποδιού μου, όπως και από την κατηφόρα. Το κυριότερο από όλα όμως ήταν ο θόρυβος, κάθε φορά που κάποιο από τα ρουλεμάν περνούσε τους αρμούς, ακουγόταν ένας πιο έντονος και ιδιαίτερος ήχος. Αυτό μαζί με τον συνηθισμένο θόρυβο του πατινιού, δημιουργούσε ένα πανδαιμόνιο, που με γοήτευε πάρα πολύ. Ήταν ίσως πρώτη φορά που ένιωθα τόση ικανοποίηση, καθώς ο θόρυβος και η ταχύτητα με την οποία διέσχιζα κατά μήκος το πεζοδρόμιο με έκαναν να νιώθω μια πρωτόγνωρη χαρά. Η ξεγνοιασιά μου, διακόπηκε μάλλον κάπως απότομα. Στην μέση του πεζοδρομίου είχε σταματήσει ένας χωροφύλακας με απλωμένα χέρια και εγώ με δυσκολία πρόλαβα να πατήσω φρένο. Τελικά σταμάτησα λίγα εκατοστά, πριν πατήσω τα παπούτσια του. Με κοιτούσε αγριεμένος, με τα μάτια του γουρλωμένα και άρχισε να μου λέει κάτι που δεν καταλάβαινα. Εγώ ένιωσα τον φόβο να με τυλίγει, καθώς εκείνη την εποχή τα όργανα του νόμου δεν είχαν καμία σχέση με τα σημερινά. Συνήθως ήταν αγενείς και προσπαθούσαν να επιβληθούν με τον φόβο που ενέπνεε η στολή.
   Με υποχρέωσε να πάρω το πατίνι μου στα χέρια και να τον ακολουθήσω. Διασχίσαμε όλη την οδό μητροπόλεως, με όλους τους περαστικούς να μας κοιτούν περίεργα, ενώ εγώ βρισκόμουν στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Ένιωθα πως όλοι όσοι κυκλοφορούσαν (και δεν ήταν λίγοι) στον δρόμο, με κοίταζαν επικριτικά και αυτό με έκανε να νιώθω ακόμη χειρότερα. Αφού στρίψαμε αριστερά στο ύψος του νοσοκομείου, φθάσαμε στο κτίριο της χωροφυλακής που ήταν απέναντι από την εκκλησία του Αγ. Ιωάννη. Το διοικητήριο ήταν ένα παλιό διώροφο κτίριο, με πράσινα πατζούρια.  Αφού ανεβήκαμε μερικά σκαλοπάτια, φθάσαμε σε ένα φαρδύ διάδρομο που είχε στην δεξιά πλευρά, ένα φυλάκιο με ένα σκοπό. Στη αριστερή πλευρά είχε δύο τρία ξύλινα παγκάκια, ενώ απέναντι διαγωνίως, είχε διάφορες πόρτες με πινακίδες, που έγραφαν τι ακριβώς ήταν το κάθε γραφείο. Θυμάμαι το ένα έγραφε <διοικητής>, άλλο <αξιωματικός υπηρεσίας>, ένα άλλο <γραμματεία> αλλά εκείνο που κυριολεκτικά με τρομοκράτησε, ήταν αυτό στο βάθος του διαδρόμου που έγραφε <κρατητήριο>. Ο χωροφύλακας μου είπε με άγρια φωνή να καθίσω σε ένα παγκάκι, ενώ αυτός πήγε προς την γραμματεία. Υπάκουσα αμίλητος, με τον φόβο να με τυλίγει. Κοίταξα στο διπλανό παγκάκι και αμέσως ανατρίχιασα, εκεί καθόταν ένας νεαρός που τον ήξερα πολύ καλά. Για την ακρίβεια γνώριζα, πως ήταν ο <αλήτης> της Βέροιας, τον φώναζαν  <Αλεπού> και ήταν υπεύθυνος για κάθε αλητεία που συνέβαινε στην πόλη μας ή τουλάχιστον έτσι έλεγαν.  Ένιωσα τον λαιμό μου, να κλείνει από ένα κόμπο, που ανεβοκατέβαινε, ανάλογα με τον ρυθμό της αναπνοής μου. Λίγο έλειψε να βάλω τα κλάματα, στο μυαλό μου ήρθα διάφορες ιστορίες που έλεγαν κατά καιρούς οι μεγάλοι, για τα ποντίκια που ζούσαν στο κρατητήριο της χωροφυλακής και πόσο πεινασμένα ήταν. Συγκρατήθηκα όμως γιατί ήμουν βέβαιος, πως δεν είχα κάνει τίποτα επιλήψιμο και σίγουρα κάποιο λάθος θα είχε κάνει ο χωροφύλακας με μένα. Ήρθε κοντά μου ένας άλλος κύριος με πολιτικά και με αδιάφορη φωνή, με ρώτησε το όνομα μου, το όνομα του πατέρα μου και τι δουλειά κάνει. Κομπιάζοντας και με χαμηλή φωνή, του έδωσα όλες τις πληροφορίες που μου ζήτησε. Με ρώτησε αν είχαμε τηλέφωνο, του απάντησα αρνητικά, αλλά του είπα πως τηλέφωνο είχε ο φούρνος που ήταν απέναντι από το μπακάλικο μας. Το νούμερο του τηλεφώνου το θυμάμαι ακόμη και τώρα, που πέρασαν τόσα χρόνια, ήταν 612. Τότε τα τηλεφωνικά νούμερα στην πόλη μας ήταν τριψήφια. Χωρίς να μου δώσει καμία εξήγηση, έκανε μεταβολή και μπήκε στο γραφείο του. Εκείνη την στιγμή ένιωθα απαίσια, κοίταζα τον <Αλεπού> και πίστευα πως με είχαν κατατάξει στην ίδια κατηγορία με αυτόν. Σηκώθηκα, πλησίασα τον σκοπό του φυλακίου και ζήτησα να πάω στην τουαλέτα, μου έδειξε με τα μάτια του, μια σκάλα που οδηγούσε λίγο πιο κάτω από το επίπεδο που ήμασταν. Κατέβηκα τα τέσσερα πέντε σκαλιά και άνοιξα μια πόρτα, το μετάνιωσα αμέσως, η βρώμα ήταν ανυπόφορη, αλλά έκανα υπομονή γιατί ή ανάγκη μου ήταν επιτακτική. Ανέβηκα πάλι επάνω, την στιγμή που δύο χωροφύλακες έκαναν σωματικό έλεγχο στον <Αλεπού> και μετά να τον οδηγούν, με σπρωξιές, προς το κρατητήριο. Πάγωσα από τον φόβο μου, εκείνη την στιγμή πίστευα πως και η δική μου κατάληξη θα ήταν ίδια. Κάθισα στο παγκάκι, με θλιβερές σκέψεις να με βασανίζουν, απομονωμένος, καθώς κανένας δεν μου έλεγε τίποτα, μα και εγώ δεν είχα κουράγιο να ρωτήσω. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε όταν  είδα τον πατέρα μου να μπαίνει βιαστικός, με είδε και αυτός χωρίς να μου πει τίποτα. Πήγε πρώτα στην γραμματεία και αμέσως μετά με ένα συνοδό, μπήκε στο γραφείο του διοικητή. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε ώσπου να βγει ο πατέρας μου, από το γραφείο του διοικητή, τον είδα να ανοίγει την πόρτα και αναθάρρησα, αυτός όμως, μου  έκανε νόημα να μπω στο γραφείο και … ένιωσα τα πόδια μου να κόβονται. Με αργά βήματα πλησίασα και μπήκα μέσα. Ο διοικητής της χωροφυλακής ένας άνδρας λίγο μεγαλύτερος, στην ηλικία, από τον πατέρα μου, άρχισε να μου εξηγεί, πόσο ανόητη ήταν η ενέργεια μου να κάνω βόλτες με το πατίνι, μεσημεριάτικα στο κέντρο της Βέροιας. Μιλούσε αργά, με δυνατή φωνή, ενώ κάθε τόσο έστριβε το τεράστιο μουστάκι του και αυτό στα μάτια μου τον έκανε ακόμη πιο τρομακτικό.
     Πολλοί από τους κατοίκους, όπως μου είπε, είχαν τηλεφωνήσει και έκαναν παράπονα για μένα. Είπε κι άλλα πολλά, που δεν τα θυμάμαι, βασικά τότε ένιωσα μια ανακούφιση, που δεν πέρασε απαρατήρητη, γιατί κατάλαβα πως θα την γλύτωνα με ένα κατσάδιασμα. Τον άκουσα υπομονετικά και υποσχέθηκα, όλα όσα μου ζήτησε. Στο τέλος, μας είπε να φύγουμε, εγώ βγήκα αμέσως και έτρεξα προς το παγκάκι που είχα αφήσει το πατίνι μου. Μόλις το έπιασα στα χέρια μου, άκουσα, τον διοικητή, να μου φωνάζει να το αφήσω, γιατί το είχαν κατασχέσει. Δεν κατάλαβα το νόημα της λέξης, αλλά ήμουν σίγουρος πως σήμαινε κάτι κακό για μένα. Κοίταξα τον πατέρα μου με προσδοκία, αυτός μου έκανε νόημα και βγήκαμε από το κτίριο της χωροφυλακής. Σε όλο τον δρόμο δεν μου είπε τίποτα, προχωρούσε με γρήγορο βηματισμό, που μάταια εγώ προσπαθούσα συγχρονιστώ μαζί του. Φθάσαμε στην γειτονιά και έκπληκτος είδα πως αρκετοί γείτονες μαζί με την μητέρα μου και τον φούρναρη, είχαν σχηματίσει ένα πηγαδάκι συζητώντας. Μόλις μας είδαν σταμάτησαν τις κουβέντες και με κοίταζαν ( τουλάχιστον έτσι νόμισα) επιτιμητικά. Η μητέρα μου με αγκάλιασε και με οδήγησε γρήγορα μέσα στο σπίτι μας, εγώ αμέσως κατάλαβα πως την "γλίτωσα". Δεν ξέρω τι ακριβώς, είπε ο πατέρας μου στους γείτονες, μα ούτε και με ένοιαζε. Η μητέρα μου, χωρίς να με καλοπιάσει, μου είπε ήρεμα πως δεν  ήταν δυνατό να διασκεδάζω, ενοχλώντας τους άλλους. Μετά από ερώτηση μου, μου εξήγησε τι σημαίνει η λέξη κατάσχω και εγώ έπεσα σε μελαγχολία.
   Τις επόμενες μέρες στην αλάνα, αρχικά τα παιδιά με αποφεύγανε υπακούοντας, στις εντολές των γονιών τους, αλλά αυτό κράτησε για πολύ λίγο. Σε λίγες μέρες οι σχέσεις μου με τα άλλα παιδιά επανήλθαν στα φυσιολογικά επίπεδα. Για ένα παράδοξο και ανεξήγητο λόγο, κάθε φορά που έβλεπα τους φίλους μου, να παίζουν με τις σβούρες, εγώ θυμόμουν το πατίνι μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: