Του Ανδρέα Μαρολαχάκη*
Στην γειτονιά μας, στην αλάνα που παίζαμε, τα "καμένα" όπως τα έλεγαν, (δεν ξέρω για ποιο λόγο), ίσως παλαιότερα να είχε καεί η περιοχή. Τα καμένα ήταν ένας ανοιχτός χώρος, που ξεκινούσε από την εκκλησία του Αγ. Βλάση και έφθανε μέχρι την εκκλησία της Κυριώτισσας ή τον Αγ. Σάββα όπως ήταν η δεύτερη ονομασία της. Σε αυτόν το χώρο, όταν έκλειναν στ' σχολεία, μαζευόμασταν καθημερινά, πρωί και απόγευμα για να παίξουμε τα διάφορα παιχνίδια. Κάποια από αυτά, τα παίζαμε με τα κορίτσια της γειτονιάς και μερικά μόνο με αγόρια. Ήταν μια εποχή που εκτός από μία φτηνή μπάλα, που μπορούσαμε να έχουμε στην διάθεση μας, τίποτε άλλο δεν υπήρχε για να το χρησιμοποιήσουμε σαν βοηθητικό μέσο των παιχνιδιών μας.
\Με απλά υλικά, που είχαμε στην διάθεση μας, δημιουργούσαμε ένα πλήθος ομαδικών αθλοπαιδιών και διασκεδάζαμε. Μερικά από αυτά όπως τα θυμάμαι, είναι τα γνωστά σε όλους μας, το κρυφτό και το κυνηγητό που δεν είχαν ιδιαίτερους κανόνες και τα παίζαμε ανελλιπώς με μεγάλη επιτυχία. Από τα πιο σπάνια και πολύπλοκα παιχνίδια ήταν το "τζαμί", οι βασικοί κανόνες ήταν οι εξής.
Χωριζόμασταν σε δύο μικτές ομάδες, αγοριών και κοριτσιών. Μαζεύαμε σπασμένα κεραμίδια, τόσα όσα ήταν και τα μέλη της κάθε ομάδας, τα τοποθετούσαμε το ένα πάνω στο άλλο και δημιουργούσαμε μια κατασκευή, που την ονομάζαμε "τζαμί". Οι δύο αρχηγοί της κάθε ομάδας από απόσταση λίγων μέτρων, τοποθετούσαν εναλλάξ τα παπούτσια τους μύτη με φτέρνα, έτσι ώστε κάποιος από τους δύο να πατήσει το παπούτσι του άλλου. Αυτός που θα πατούσε το παπούτσι του αντιπάλου του ήταν νικητής και η ομάδα του ξεκινούσε ......
...το παιχνίδι. Κάθε ομάδα προσπαθούσε, με μια μικρή μπάλα να κτυπήσει το τζαμί και να ρίξει τα κεραμίδια στο έδαφος. Η ομάδα που θα το κατάφερνε ήταν αρχικά η κερδισμένη, η άλλη ομάδα προσπαθούσε με την μπάλα να πετύχει κάποιον από την αντίπαλη ομάδα. Όταν κτυπούσε, η μπάλα κάποιον και στην συνέχεια αυτή έπεφτε στο έδαφος, η ομάδα που είχε καταφέρει το κτύπημα έβαζε ένα κεραμίδι στην βάση προσπαθώντας έτσι να ξανακτίσει το τζαμί. Αυτός που είχε κτυπηθεί έβγαινε εκτός παιχνιδιού. Αν όμως κατά την προσπάθεια να κτυπήσει κάποιος τον αντίπαλο, αυτός κατόρθωνε να πιάσει την μπάλα πριν ακουμπήσει στο έδαφος, αυτομάτως η ομάδα κέρδιζε πλεονέκτημα και αφαιρούσε ένα κεραμίδι από την κατασκευή του τζαμιού ή έβαζε στο παιχνίδι κάποιον που είχε βγει εκτός. Το ίδιο πλεονέκτημα είχε αν η μπάλα κτυπούσε κάποιον και πριν ακουμπήσει το έδαφος κάποιος από τη ίδια κάποιος από την ομάδα του την έπιανε. Με αυτόν τον τρόπο η μειονεκτούσα ομάδα θα έπρεπε να κτυπήσει τους αντιπάλους, τόσες φορές όσα και τα κεραμίδια για να νικήσει. Όταν τα κατάφερνε, το παιγνίδι ξεκινούσε από την αρχή. Αυτό γινόταν μέχρι να βαρεθουμε ή για κάποιο λόγο να μαλώσουμε. Μπορεί σήμερα να φαίνεται σαν κάτι το αφελές, αλλά εμείς τότε διασκεδάζαμε.
Ένα άλλο από τα αγαπημένα μας, ήταν η "μακριά γαϊδούρα". Φαντάζομαι πως στην σημερινή εποχή καμία μητέρα, δεν θα επέτρεπε το παιδί να το παίξει. Οι βασικοί κανόνες ήταν οι εξής. Χωριζόμασταν σε δύο ομάδες, αποφεύγαμε βασικά να λαμβάνουν μέρος σε αυτό κορίτσια, χωρίς όμως να είναι βασικός κανόνας. Μετά από κλήρωση, η μια ομάδα έβαζε ένα μέλος της να ακουμπήσει την πλάτη του σε κάποιο τοίχο, αυτό το λέγαμε μαξιλάρι.. Στο άνοιγμα των ποδιών του, ο πρώτος από την ομάδα έβαζε το κεφάλι του, ο επόμενος έβαζε το κεφάλι του, πίσω ανάμεσα στα πόδια του πρώτου και αυτό συνεχιζόταν με όλα τα μέλη της ομάδας. Με αυτό τον τρόπο δημιουγούσαμε ένα είδος συρμού κάτι σαν τρενάκι. Φροντίζαμε πάντα τους πιο αδύνατους, να τους βάζουμε στις πρώτες θέσεις και τους πιο γεροδεμένους στις μεσαίες και πίσω θέσεις. Τα μέλη της δεύτερης ομάδας, ένα – ένα έπαιρνε φόρα και κάνοντας το καλύτερο δυνατό άλμα, προσγειωνόταν πάνω στην πλάτη κάποιου από την πρώτη ομάδα. Πρώτοι πηδούσαν, οι πιο αλτικοί και οι πιο γεροδεμένοι της ομάδας. Όσο πιο μακριά πηδούσε ο πρώτος έδινε χώρο στους επόμενους για να πηδήξουν και να γαντζωθούν πάνω στις πλάτες της πρώτης ομάδας. Βασικός κανόνας ήταν να μη ακουμπήσουν τα πόδια κανενός της δεύτερης ομάδας στο έδαφος Όταν κατάφερναν να πηδήξουν όλα τα μέλη της Β’ομάδας, με ένα λογοπαίγνιο που διέφερε από γειτονιά σε γειτονιά, προκαλούσανε την πρώτη ομάδα να βρει πόσα δάκτυλα έδειχνε ο αρχηγός της ομάδας. Αν τα έβρισκαν, άλλαζαν θέση οι ομάδες, αν όχι συνέχιζαν με τον ίδιο τρόπο. Φυσικά αυτοί που πηδούσαν καθόλου δεν νοιαζόταν για την σφοδρότητα της προσγείωσης και αν θα πονέσει αυτός που θα τους δεχόταν στην πλάτη του. Συχνά στην πλάτη ενός ατόμου της Α΄ομάδας τύχαινε να προσγειωθούν και δύο και τρία άτομα. Σε αυτή την περίπτωση το άτομο που δεχόταν την πίεση έπρεπε να αντέξει και να μην πέσει. Σε αντίθετη περίπτωση η Α΄ομάδα δεχόταν τα χλεύη και τις ειρωνείες της αντιπάλου και θεωρούταν χαμένη. Οπότε όπως ήταν φυσικό, υπήρχαν αντιπαραθέσεις, αντιδικίες και λογομαχίες ανάμεσα στις δύο ομάδες. Τις περισσότερες φορές γυρνούσαμε στο σπίτι μας με μώλωπες, συχνά με γδαρσίματα και θα έπρεπε να εξηγήσουμε στους γονείς μας, την μάλλον αξιοθρήνητη κατάσταση μας. Όταν οι εξηγήσεις δεν ήταν αρκετές, ακολουθούσαν οι ανάλογες τιμωρίες, χωρίς αυτό καθόλου να μας πτοεί και την επομένη συνεχίζαμε στο ίδιο μοτίβο.
Ένα άλλο δημοφιλές παιχνίδι ήταν το τσιλίκ τσιμάκ, δεν γνωρίζω με βεβαιότητα τι ακριβώς σημαίνει, αλλά ξέρω πως στα Τούρκικα τσιλίκ είναι το ξύλο ή το ραβδί. Αυτό ήταν ένα τελείως ατομικό παιγνίδι. Οι βασικοί κανόνες του, ήταν οι παρακάτω.. Βάζαμε δύο μεσαίες σε μέγεθος πέτρες σε απόσταση δέκα πέντε πόνων απόσταση μεταξύ τους. Πάνω τους τοποθετούσαμε ένα κλαδί, σαν να δημιουργούσε κάτι σαν γέφυρα ανάμεσα στις δύο πέτρες. Ο ένας από τους αντιπάλους με ένα ραβδί μήκους περίπου ενός μέτρου, κτυπούσε το κλαδάκι με όση δύναμη μπορούσε για να το απομακρύνει όσο πιο μακριά μπορούσε. Ο αντίπαλος με ένα ίδιο ραβδί προσπαθούσε να σηκώσει από το έδαφος το κλαδί και να το κτυπήσει με το ραβδί, έτσι ώστε να το πάει, όσο πιο κοντά στις πέτρες μπορούσε. Σε περίπτωση που κάποιος από τους αντιπάλους τίναζε το κλαδί στο αέρα και ο αντίπαλος το έπιανε, είχε το δικαίωμα να το πετάξει, όσο πιο μακριά μπορούσε. Έτσι άρχιζε από την αρχή να προσπαθεί να φέρει το κλαδί κοντά στις πέτρες και μάλιστα στην τελική φάση, να αγγίξει μία από αυτές. Νικητής ήτανε αυτός που έκανε τις λιγότερες προσπάθειες. Αυτά ήταν μερικά από τα παιγνίδια που είχαμε στην διάθεση μας και διασκεδάζαμε καθημερινά και ανέξοδα. Όλα αυτά διαταράχτηκαν και μας φάνηκαν ασήμαντα και επουσιώδη όταν μια μέρα ένα παιδί της γειτονιάς μας έφερε ένα ποδήλατο. Βασικά δεν ήταν ποδήλατο σχεδιασμένο για παιδιά, αλλά για μεγάλους. Το χρησιμοποιούσε ο πατέρας του παιδιού, σαν μεταφορικό μέσο στην δουλειά του και τα απογεύματα που δεν το χρειαζόταν, το έφερνε το γειτονόπουλο στα καμένα. Στην ηλικία των οκτώ χρόνων που ήμουν, αυτό φάνταζε σαν κάτι εξωπραγματικό, καθώς εκείνη την εποχή ακόμα και τα ποδήλατα ήταν κάτι σπάνιο στην περιοχή μας. Είχε στο πίσω φτερό μια οριζόντια πινακίδα με τον αριθμό κυκλοφορίας και στο μπροστινό μια όμοια κάθετη. Σήμερα όσο κι αν φαίνεται περίεργο αυτό, τότε υπήρχε σχετική νομοθεσία που το προέβλεπε. Φυσικά το ποδήλατο ήταν μια γερή χοντροκομμένη κατασκευή, ψηλό για τα μέτρα μας και ήταν αδύνατο να ανεβούμε επάνω του. Ωστόσο αυτό δεν μας εμπόδιζε να ανεβαίνουμε και να ισορροπούμε πάνω στο ένα πεντάλ κρατώντας με δύναμη το τιμόνι, χρησιμοποιούσαμε την υψομετρική διαφορά του εδάφους και το ποδήλατο διέσχιζε κατά μήκος τα καμένα. Τις περισσότερες φορές, μας σταματούσε ο τοίχος του σπιτιού του κυρίου Σωτήρη Μπινιόλα ή ο τοίχος της εκκλησίας του Αγ. Βλάση. Φυσικά αυτό γινόταν με πάταγο, συνήθως πέφταμε στο έδαφος και θεωρούσαμε τον εαυτό μας τυχερό, αν δεν μας πλάκωνε (που συνήθως αυτό γινόταν) το ποδήλατο. Οι μώλωπες τα γδαρσίματα και οι αιμορραγίες, ήταν πλέον καθημερινότητα. Ψάχναμε να βρούμε δικαιολογίες για την άθλια εμφάνιση μας, καθώς οι γονείς μας δεν μπορούσαν να καταλάβουν τους λόγους της κατάντιας μας.
Σε λίγο καιρό προχωρήσαμε στο επόμενο στάδιο, μια απλή ισορροπία στο πεντάλ του ποδηλάτου δεν ήταν αρκετή για μας. Ο αδελφός μου ο Στέφανος, είχε την έμπνευση, κόντρα στις μέχρι τότε συνήθειες, έβαλε πόδι του να πατάει στο αριστερό πεντάλ, το άλλο με μια πραγματικά ακροβατική κίνηση το πέρασε ανάμεσα από το τρίγωνο που σχημάτιζε ο σκελετός του ποδηλάτου και άγγιξε οριακά , το δεξί πεντάλ. Με αυτό τον ανορθόδοξο τρόπο, κάνοντας αυτό που λέγαμε μεσοπεταλιά, του έδινε κίνηση χωρίς να έχει ανάγκη την κλίση του εδάφους. Αυτό στην αρχή μας εξέπληξε αλλά σε λίγο όλοι το δοκιμάσαμε, ασχέτως της επιτυχίας που είχε ο καθένας. Σταδιακά εξελιχθήκαμε και είχαμε έστω και για λίγο τον έλεγχο του ποδηλάτου, καταφέρνοντας να κάνουμε διάφορους ελιγμούς, χωρίς όμως να καταφέρνουμε πάντα να αποφεύγουμε τις συγκρούσεις και τις σφοδρές πτώσεις. Σε αυτές τις περιπτώσεις επειδή το πόδι μας ήταν περασμένο ανάμεσα στον σκελετό του ποδηλάτου και συγχρόνως κρατούσαμε με το σώμα μας σαν αντίβαρο για να επιτύχουμε την καλύτερη δυνατή ισορροπία, όταν πέφταμε δεν γλυτώναμε τους μώλωπες και τα γδαρσίματα. Έτσι το παιγνίδι μας είχε εξελίχθη, ωστόσο κανείς μας δεν τόλμησε να ανέβει πάνω στην σέλα, εξ άλλου τα πόδια μας σε καμία περίπτωση δε θα έφθαναν στα πεντάλ. Με εξαίρεση το γειτονόπουλο που κατείχε το ποδήλατο, το οποίο ήταν κατά τρία χρόνια μεγαλύτερος, ψηλότερος και είχε την ευκαιρία αν τον κρατούσε κάποιος από πίσω, καταφέρει να οδηγεί υποφερτά. Μετά από πολλές δοκιμές καταφέραμε να συγχρονιστούμε αρκετά καλά, έτσι εγώ κρατούσα το ποδήλατο από την σχάρα που είχε στερεωμένη στην πίσω ρόδα, λίγους πόντους πιο χαμηλή από την σέλα, μέχρι να πάρει μια κάποια σχετική φόρα και να κινηθεί το ποδήλατο με τον αναβάτη. Το τέλος της διαδρομής, ήταν συνήθως η ανώμαλη πτώση. Αλλά αυτό δεν μας φόβιζε καθώς πάντα βρίσκαμε τρόπο να πηδάμε λίγο πριν, γλυτώνοντας τα χειρότερα. Καθώς κρατούσα την σχάρα για να ανέβει, μόλις ξεκίνησε το ποδήλατο να κινείται, μου ήρθε η έμπνευση και πήδηξα πάνω στην σχάρα, έτσι για λίγο βρεθήκαμε δύο αναβάτες. Τι κι αν τελικά πέσαμε, τι κι αν κτυπήσαμε, για μας αυτό, ήταν ένα κατόρθωμα. Το γεγονός που λόγω σωματικών προσόντων κυρίως, αυτός κατάφερνε να οδηγεί έστω και υποτυπωδώς το ποδήλατο. Εμείς οι υπόλοιποι είχαμε αρκεστεί να οδηγούμε με αυτόν τον ιδιότυπο τρόπο, συχνά πυκνά πέφταμε. Οι πτώσεις όμως και οι τραυματισμοί ήταν σοβαρότεροι από τις άλλες φορές, γιατί δυσκολευόμασταν να βγάλουμε τα πόδια μας από το τρίγωνο του σκελετού. Έτσι εκτός από τις εκδορές είχαμε και στραμπουλήγματα των ποδιών μας. Φυσικά αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από τους γονείς μας και μας απαγόρεψαν να παίζουμε με το ποδήλατο. Καμία όμως απειλή και κανενός είδους τιμωρία δεν ήταν ικανή, να μας κρατήσει μακριά από το καινούργιο μας παιγνίδι. Για πρώτη φορά στην γειτονιά παίζαμε με κάτι διαφορετικό από τα συγκεκριμένα μας, παιγνίδια και αυτό κανείς μας δεν ήθελε να αλλάξει. Σε λίγο όμως άλλαξαν τα δεδομένα, το εν λόγω γειτονόπουλο άρχισε να μας λέει, πως το ποδήλατο χρειαζόταν την μια φορά σαμπρέλες, την άλλη τα λάστιχα ήθελαν άλλαγμα, πυκνά συχνά, τα φρένα δε λειτουργούσαν. Για όλα αυτά χρειαζόταν χρήματα, για να τα επιδιορθώσει, που όμως δεν τα είχε. Αυτό φυσικά μας έφερε προ διλήματος, γιατί το ποδήλατο μας είχε γίνει απαραίτητο. Πολύ σύντομα αποφασίσαμε από κοινού όλοι, να του δίνουμε όλο το χαρτζιλίκι μας για να επιδιορθώσει τις βλάβες ( οι οποίες ποτέ δεν τελείωναν) έτσι ώστε να μπορούμε να το έχουμε στην διάθεση μας. Έτσι καταντήσαμε να τον πληρώνουμε καθημερινά είτε είχε βλάβες να επιδιορθώσει είτε όχι. Φθάσαμε στο σημείο να πληρώνουμε κυριολεκτικά την κάθε βόλτα που κάναμε με το ποδήλατο. Αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από τους γονείς μας, οι οποίοι στην αρχή προσπάθησαν να μας νουθετήσουν με συμβουλές και παραδείγματα. Δεν άργησαν να περάσουν στις τιμωρίες και τις απαγορεύσεις, όταν είδαν πως τα λόγια δεν είχαν αποτέλεσμα σε εμάς. Αφού οι πατεράδες μας συνεννοήθηκαν μεταξύ τους, μας επισήμαναν να μη κάνουμε παρέα τελικά, με το συγκεκριμένο άτομο. Στην αρχή οι επισημάνσεις ουδόλως μας άγγιξαν και συνεχίσαμε τα ίδια, με τους ίδιους ρυθμούς. Οι γονείς όμως όλων μας, είχαν συνεννοηθεί και μόλις κάποιος έβλεπε κάποιον από μας, να ασχολούμαστε με το ποδήλατο, πληροφορούσαν τον αντίστοιχο γονέα και οι τιμωρίες ήταν ανάλογες.
Έτσι σταδιακά όλοι μας, είχαμε απομακρυνθεί από αυτή την διασκέδαση και στραφήκαμε στην παλιά μας ρουτίνα. Όμως τα πράγματα δεν τελείωσαν εδώ, το γειτονόπουλο έκρινε πως με χρειαζότανε, γιατί ίσως κρατούσα αρκετά σταθερά το ποδήλατο, έτσι ώστε να καταφέρνει με άνεση να ανεβαίνει και να το οδηγεί. Έτσι μου πρότεινε και εγώ δέχτηκα να συναντιόμαστε σε άλλες περιοχές. Αυτό εύκολα το καταφέρναμε γιατί οι γειτονιές ήταν σχετικά απομονωμένες και ποτέ κανείς δεν μας γνώρισε και εμείς ξεσαλώναμε χωρίς να μας ενοχλεί κανείς.
Ήταν Κυριακή όταν σε μια από τις εξορμήσεις μας, αποφασίσαμε να πάμε στο γήπεδο, παρ’ όλο που κανείς μας δεν ήταν οπαδός του παδοσφαίρου. Αφού τελικά δεν καταφέραμε να μπούμε να δούμε τον ποδοσφαιρικό αγώνα, καθώς δεν είχαμε χρήματα για το εισιτήριο. Έτσι αρκεστήκαμε να προσπαθούμε να ανέβουμε στο ποδήλατο, εκμεταλλευόμενοι την κατηφόρα που υπήρχε στο πίσω μέρος του γηπέδου. Τι κι αν πέσαμε αρκετές φορές, τι κι αν το γόνατα μας αιμορραγούσαν, τι κι αν οι σκόνες κάλυπταν τα ρούχα και τα μέλη μας, εμείς επιμέναμε να κάνουμε αυτό που μας άρεσε. Δεν θυμάμαι πόσες φορές επαναλάβαμε την ίδια διαδικασία, αλλά η τελευταία μου έμεινε αξέχαστη. Καθώς ο φίλος μου ανέβηκε στην σέλα, εγώ αφού τον έσπρωξα λίγο για να πάρει φόρα, πήδηξα όπως και τις άλλες φορές στην σχάρα. Μόνο που δεν είχα υπολογίσει καλά στο σάλτο μου και το πίσω μέρος του ποδιού μου καρφώθηκε με δύναμη στη λαμαρίνα του αριθμού κυκλοφορίας. Η κοφτερή λαμαρίνα έσκισε και καρφώθηκε βαθιά στην σάρκα του ποδιού μου, ο πόνος ήταν ανυπόφορος, παρ’ όλες τις κραυγές μου, ο αναβάτης δεν με κατάλαβε ή λόγω της υψομετρικής διαφοράς δεν ήταν σε θέση να ελέγξει το όχημα και εγώ καρφωμένος επάνω στην λαμαρίνα ακολουθούσα ανεξέλεγκτα την πορεία του. Φυσικά με την φορά που είχε, η λαμαρίνα της πινακίδας μου έκανε ακόμη μεγαλύτερη ζημιά στο πόδι μου. Στο τέλος του δρόμου και αφού σταματήσαμε στον τοίχο ενός σπιτιού, το πόδι μου ελευθερώθηκε και έπεσα στο χώμα αιμορραγώντας. Περίοικοι μας συμμάζεψαν και περιποιηθήκαν υποτυπωδώς το τραύμα μου και με οδήγησαν στο σπίτι μου. Η μητέρα μου μόλις αντιλήφθηκε τα αίματα και το μέγεθος της πληγής μου πανικοβλήθηκε μη δυνάμενη να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Ευτυχώς στο σπίτι ήταν ο Θείος μου ο Αντώνης, που με οδήγησε σε μια ιδιωτική κλινική που βρισκόταν στην πλατεία ωρολογίου εκεί ακριβώς που σήμερα είναι ο παιδότοπος "μικρός πρίγκιπας". Εκεί εκτός από τα δώδεκα ράμματα που μου έκαναν, αναγκάστηκα να νοσηλευτώ για μία βδομάδα περίπου σε αυτή την κλινική.
Όταν τελικά πήρα εξιτήριο στην γειτονιά είχα το όνομα του πιο άτακτου παιδιού και με είχαν σαν παράδειγμα προς αποφυγή.
Στην γειτονιά μας, στην αλάνα που παίζαμε, τα "καμένα" όπως τα έλεγαν, (δεν ξέρω για ποιο λόγο), ίσως παλαιότερα να είχε καεί η περιοχή. Τα καμένα ήταν ένας ανοιχτός χώρος, που ξεκινούσε από την εκκλησία του Αγ. Βλάση και έφθανε μέχρι την εκκλησία της Κυριώτισσας ή τον Αγ. Σάββα όπως ήταν η δεύτερη ονομασία της. Σε αυτόν το χώρο, όταν έκλειναν στ' σχολεία, μαζευόμασταν καθημερινά, πρωί και απόγευμα για να παίξουμε τα διάφορα παιχνίδια. Κάποια από αυτά, τα παίζαμε με τα κορίτσια της γειτονιάς και μερικά μόνο με αγόρια. Ήταν μια εποχή που εκτός από μία φτηνή μπάλα, που μπορούσαμε να έχουμε στην διάθεση μας, τίποτε άλλο δεν υπήρχε για να το χρησιμοποιήσουμε σαν βοηθητικό μέσο των παιχνιδιών μας.
\Με απλά υλικά, που είχαμε στην διάθεση μας, δημιουργούσαμε ένα πλήθος ομαδικών αθλοπαιδιών και διασκεδάζαμε. Μερικά από αυτά όπως τα θυμάμαι, είναι τα γνωστά σε όλους μας, το κρυφτό και το κυνηγητό που δεν είχαν ιδιαίτερους κανόνες και τα παίζαμε ανελλιπώς με μεγάλη επιτυχία. Από τα πιο σπάνια και πολύπλοκα παιχνίδια ήταν το "τζαμί", οι βασικοί κανόνες ήταν οι εξής.
Χωριζόμασταν σε δύο μικτές ομάδες, αγοριών και κοριτσιών. Μαζεύαμε σπασμένα κεραμίδια, τόσα όσα ήταν και τα μέλη της κάθε ομάδας, τα τοποθετούσαμε το ένα πάνω στο άλλο και δημιουργούσαμε μια κατασκευή, που την ονομάζαμε "τζαμί". Οι δύο αρχηγοί της κάθε ομάδας από απόσταση λίγων μέτρων, τοποθετούσαν εναλλάξ τα παπούτσια τους μύτη με φτέρνα, έτσι ώστε κάποιος από τους δύο να πατήσει το παπούτσι του άλλου. Αυτός που θα πατούσε το παπούτσι του αντιπάλου του ήταν νικητής και η ομάδα του ξεκινούσε ......
...το παιχνίδι. Κάθε ομάδα προσπαθούσε, με μια μικρή μπάλα να κτυπήσει το τζαμί και να ρίξει τα κεραμίδια στο έδαφος. Η ομάδα που θα το κατάφερνε ήταν αρχικά η κερδισμένη, η άλλη ομάδα προσπαθούσε με την μπάλα να πετύχει κάποιον από την αντίπαλη ομάδα. Όταν κτυπούσε, η μπάλα κάποιον και στην συνέχεια αυτή έπεφτε στο έδαφος, η ομάδα που είχε καταφέρει το κτύπημα έβαζε ένα κεραμίδι στην βάση προσπαθώντας έτσι να ξανακτίσει το τζαμί. Αυτός που είχε κτυπηθεί έβγαινε εκτός παιχνιδιού. Αν όμως κατά την προσπάθεια να κτυπήσει κάποιος τον αντίπαλο, αυτός κατόρθωνε να πιάσει την μπάλα πριν ακουμπήσει στο έδαφος, αυτομάτως η ομάδα κέρδιζε πλεονέκτημα και αφαιρούσε ένα κεραμίδι από την κατασκευή του τζαμιού ή έβαζε στο παιχνίδι κάποιον που είχε βγει εκτός. Το ίδιο πλεονέκτημα είχε αν η μπάλα κτυπούσε κάποιον και πριν ακουμπήσει το έδαφος κάποιος από τη ίδια κάποιος από την ομάδα του την έπιανε. Με αυτόν τον τρόπο η μειονεκτούσα ομάδα θα έπρεπε να κτυπήσει τους αντιπάλους, τόσες φορές όσα και τα κεραμίδια για να νικήσει. Όταν τα κατάφερνε, το παιγνίδι ξεκινούσε από την αρχή. Αυτό γινόταν μέχρι να βαρεθουμε ή για κάποιο λόγο να μαλώσουμε. Μπορεί σήμερα να φαίνεται σαν κάτι το αφελές, αλλά εμείς τότε διασκεδάζαμε.
Ένα άλλο από τα αγαπημένα μας, ήταν η "μακριά γαϊδούρα". Φαντάζομαι πως στην σημερινή εποχή καμία μητέρα, δεν θα επέτρεπε το παιδί να το παίξει. Οι βασικοί κανόνες ήταν οι εξής. Χωριζόμασταν σε δύο ομάδες, αποφεύγαμε βασικά να λαμβάνουν μέρος σε αυτό κορίτσια, χωρίς όμως να είναι βασικός κανόνας. Μετά από κλήρωση, η μια ομάδα έβαζε ένα μέλος της να ακουμπήσει την πλάτη του σε κάποιο τοίχο, αυτό το λέγαμε μαξιλάρι.. Στο άνοιγμα των ποδιών του, ο πρώτος από την ομάδα έβαζε το κεφάλι του, ο επόμενος έβαζε το κεφάλι του, πίσω ανάμεσα στα πόδια του πρώτου και αυτό συνεχιζόταν με όλα τα μέλη της ομάδας. Με αυτό τον τρόπο δημιουγούσαμε ένα είδος συρμού κάτι σαν τρενάκι. Φροντίζαμε πάντα τους πιο αδύνατους, να τους βάζουμε στις πρώτες θέσεις και τους πιο γεροδεμένους στις μεσαίες και πίσω θέσεις. Τα μέλη της δεύτερης ομάδας, ένα – ένα έπαιρνε φόρα και κάνοντας το καλύτερο δυνατό άλμα, προσγειωνόταν πάνω στην πλάτη κάποιου από την πρώτη ομάδα. Πρώτοι πηδούσαν, οι πιο αλτικοί και οι πιο γεροδεμένοι της ομάδας. Όσο πιο μακριά πηδούσε ο πρώτος έδινε χώρο στους επόμενους για να πηδήξουν και να γαντζωθούν πάνω στις πλάτες της πρώτης ομάδας. Βασικός κανόνας ήταν να μη ακουμπήσουν τα πόδια κανενός της δεύτερης ομάδας στο έδαφος Όταν κατάφερναν να πηδήξουν όλα τα μέλη της Β’ομάδας, με ένα λογοπαίγνιο που διέφερε από γειτονιά σε γειτονιά, προκαλούσανε την πρώτη ομάδα να βρει πόσα δάκτυλα έδειχνε ο αρχηγός της ομάδας. Αν τα έβρισκαν, άλλαζαν θέση οι ομάδες, αν όχι συνέχιζαν με τον ίδιο τρόπο. Φυσικά αυτοί που πηδούσαν καθόλου δεν νοιαζόταν για την σφοδρότητα της προσγείωσης και αν θα πονέσει αυτός που θα τους δεχόταν στην πλάτη του. Συχνά στην πλάτη ενός ατόμου της Α΄ομάδας τύχαινε να προσγειωθούν και δύο και τρία άτομα. Σε αυτή την περίπτωση το άτομο που δεχόταν την πίεση έπρεπε να αντέξει και να μην πέσει. Σε αντίθετη περίπτωση η Α΄ομάδα δεχόταν τα χλεύη και τις ειρωνείες της αντιπάλου και θεωρούταν χαμένη. Οπότε όπως ήταν φυσικό, υπήρχαν αντιπαραθέσεις, αντιδικίες και λογομαχίες ανάμεσα στις δύο ομάδες. Τις περισσότερες φορές γυρνούσαμε στο σπίτι μας με μώλωπες, συχνά με γδαρσίματα και θα έπρεπε να εξηγήσουμε στους γονείς μας, την μάλλον αξιοθρήνητη κατάσταση μας. Όταν οι εξηγήσεις δεν ήταν αρκετές, ακολουθούσαν οι ανάλογες τιμωρίες, χωρίς αυτό καθόλου να μας πτοεί και την επομένη συνεχίζαμε στο ίδιο μοτίβο.
Ένα άλλο δημοφιλές παιχνίδι ήταν το τσιλίκ τσιμάκ, δεν γνωρίζω με βεβαιότητα τι ακριβώς σημαίνει, αλλά ξέρω πως στα Τούρκικα τσιλίκ είναι το ξύλο ή το ραβδί. Αυτό ήταν ένα τελείως ατομικό παιγνίδι. Οι βασικοί κανόνες του, ήταν οι παρακάτω.. Βάζαμε δύο μεσαίες σε μέγεθος πέτρες σε απόσταση δέκα πέντε πόνων απόσταση μεταξύ τους. Πάνω τους τοποθετούσαμε ένα κλαδί, σαν να δημιουργούσε κάτι σαν γέφυρα ανάμεσα στις δύο πέτρες. Ο ένας από τους αντιπάλους με ένα ραβδί μήκους περίπου ενός μέτρου, κτυπούσε το κλαδάκι με όση δύναμη μπορούσε για να το απομακρύνει όσο πιο μακριά μπορούσε. Ο αντίπαλος με ένα ίδιο ραβδί προσπαθούσε να σηκώσει από το έδαφος το κλαδί και να το κτυπήσει με το ραβδί, έτσι ώστε να το πάει, όσο πιο κοντά στις πέτρες μπορούσε. Σε περίπτωση που κάποιος από τους αντιπάλους τίναζε το κλαδί στο αέρα και ο αντίπαλος το έπιανε, είχε το δικαίωμα να το πετάξει, όσο πιο μακριά μπορούσε. Έτσι άρχιζε από την αρχή να προσπαθεί να φέρει το κλαδί κοντά στις πέτρες και μάλιστα στην τελική φάση, να αγγίξει μία από αυτές. Νικητής ήτανε αυτός που έκανε τις λιγότερες προσπάθειες. Αυτά ήταν μερικά από τα παιγνίδια που είχαμε στην διάθεση μας και διασκεδάζαμε καθημερινά και ανέξοδα. Όλα αυτά διαταράχτηκαν και μας φάνηκαν ασήμαντα και επουσιώδη όταν μια μέρα ένα παιδί της γειτονιάς μας έφερε ένα ποδήλατο. Βασικά δεν ήταν ποδήλατο σχεδιασμένο για παιδιά, αλλά για μεγάλους. Το χρησιμοποιούσε ο πατέρας του παιδιού, σαν μεταφορικό μέσο στην δουλειά του και τα απογεύματα που δεν το χρειαζόταν, το έφερνε το γειτονόπουλο στα καμένα. Στην ηλικία των οκτώ χρόνων που ήμουν, αυτό φάνταζε σαν κάτι εξωπραγματικό, καθώς εκείνη την εποχή ακόμα και τα ποδήλατα ήταν κάτι σπάνιο στην περιοχή μας. Είχε στο πίσω φτερό μια οριζόντια πινακίδα με τον αριθμό κυκλοφορίας και στο μπροστινό μια όμοια κάθετη. Σήμερα όσο κι αν φαίνεται περίεργο αυτό, τότε υπήρχε σχετική νομοθεσία που το προέβλεπε. Φυσικά το ποδήλατο ήταν μια γερή χοντροκομμένη κατασκευή, ψηλό για τα μέτρα μας και ήταν αδύνατο να ανεβούμε επάνω του. Ωστόσο αυτό δεν μας εμπόδιζε να ανεβαίνουμε και να ισορροπούμε πάνω στο ένα πεντάλ κρατώντας με δύναμη το τιμόνι, χρησιμοποιούσαμε την υψομετρική διαφορά του εδάφους και το ποδήλατο διέσχιζε κατά μήκος τα καμένα. Τις περισσότερες φορές, μας σταματούσε ο τοίχος του σπιτιού του κυρίου Σωτήρη Μπινιόλα ή ο τοίχος της εκκλησίας του Αγ. Βλάση. Φυσικά αυτό γινόταν με πάταγο, συνήθως πέφταμε στο έδαφος και θεωρούσαμε τον εαυτό μας τυχερό, αν δεν μας πλάκωνε (που συνήθως αυτό γινόταν) το ποδήλατο. Οι μώλωπες τα γδαρσίματα και οι αιμορραγίες, ήταν πλέον καθημερινότητα. Ψάχναμε να βρούμε δικαιολογίες για την άθλια εμφάνιση μας, καθώς οι γονείς μας δεν μπορούσαν να καταλάβουν τους λόγους της κατάντιας μας.
Σε λίγο καιρό προχωρήσαμε στο επόμενο στάδιο, μια απλή ισορροπία στο πεντάλ του ποδηλάτου δεν ήταν αρκετή για μας. Ο αδελφός μου ο Στέφανος, είχε την έμπνευση, κόντρα στις μέχρι τότε συνήθειες, έβαλε πόδι του να πατάει στο αριστερό πεντάλ, το άλλο με μια πραγματικά ακροβατική κίνηση το πέρασε ανάμεσα από το τρίγωνο που σχημάτιζε ο σκελετός του ποδηλάτου και άγγιξε οριακά , το δεξί πεντάλ. Με αυτό τον ανορθόδοξο τρόπο, κάνοντας αυτό που λέγαμε μεσοπεταλιά, του έδινε κίνηση χωρίς να έχει ανάγκη την κλίση του εδάφους. Αυτό στην αρχή μας εξέπληξε αλλά σε λίγο όλοι το δοκιμάσαμε, ασχέτως της επιτυχίας που είχε ο καθένας. Σταδιακά εξελιχθήκαμε και είχαμε έστω και για λίγο τον έλεγχο του ποδηλάτου, καταφέρνοντας να κάνουμε διάφορους ελιγμούς, χωρίς όμως να καταφέρνουμε πάντα να αποφεύγουμε τις συγκρούσεις και τις σφοδρές πτώσεις. Σε αυτές τις περιπτώσεις επειδή το πόδι μας ήταν περασμένο ανάμεσα στον σκελετό του ποδηλάτου και συγχρόνως κρατούσαμε με το σώμα μας σαν αντίβαρο για να επιτύχουμε την καλύτερη δυνατή ισορροπία, όταν πέφταμε δεν γλυτώναμε τους μώλωπες και τα γδαρσίματα. Έτσι το παιγνίδι μας είχε εξελίχθη, ωστόσο κανείς μας δεν τόλμησε να ανέβει πάνω στην σέλα, εξ άλλου τα πόδια μας σε καμία περίπτωση δε θα έφθαναν στα πεντάλ. Με εξαίρεση το γειτονόπουλο που κατείχε το ποδήλατο, το οποίο ήταν κατά τρία χρόνια μεγαλύτερος, ψηλότερος και είχε την ευκαιρία αν τον κρατούσε κάποιος από πίσω, καταφέρει να οδηγεί υποφερτά. Μετά από πολλές δοκιμές καταφέραμε να συγχρονιστούμε αρκετά καλά, έτσι εγώ κρατούσα το ποδήλατο από την σχάρα που είχε στερεωμένη στην πίσω ρόδα, λίγους πόντους πιο χαμηλή από την σέλα, μέχρι να πάρει μια κάποια σχετική φόρα και να κινηθεί το ποδήλατο με τον αναβάτη. Το τέλος της διαδρομής, ήταν συνήθως η ανώμαλη πτώση. Αλλά αυτό δεν μας φόβιζε καθώς πάντα βρίσκαμε τρόπο να πηδάμε λίγο πριν, γλυτώνοντας τα χειρότερα. Καθώς κρατούσα την σχάρα για να ανέβει, μόλις ξεκίνησε το ποδήλατο να κινείται, μου ήρθε η έμπνευση και πήδηξα πάνω στην σχάρα, έτσι για λίγο βρεθήκαμε δύο αναβάτες. Τι κι αν τελικά πέσαμε, τι κι αν κτυπήσαμε, για μας αυτό, ήταν ένα κατόρθωμα. Το γεγονός που λόγω σωματικών προσόντων κυρίως, αυτός κατάφερνε να οδηγεί έστω και υποτυπωδώς το ποδήλατο. Εμείς οι υπόλοιποι είχαμε αρκεστεί να οδηγούμε με αυτόν τον ιδιότυπο τρόπο, συχνά πυκνά πέφταμε. Οι πτώσεις όμως και οι τραυματισμοί ήταν σοβαρότεροι από τις άλλες φορές, γιατί δυσκολευόμασταν να βγάλουμε τα πόδια μας από το τρίγωνο του σκελετού. Έτσι εκτός από τις εκδορές είχαμε και στραμπουλήγματα των ποδιών μας. Φυσικά αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από τους γονείς μας και μας απαγόρεψαν να παίζουμε με το ποδήλατο. Καμία όμως απειλή και κανενός είδους τιμωρία δεν ήταν ικανή, να μας κρατήσει μακριά από το καινούργιο μας παιγνίδι. Για πρώτη φορά στην γειτονιά παίζαμε με κάτι διαφορετικό από τα συγκεκριμένα μας, παιγνίδια και αυτό κανείς μας δεν ήθελε να αλλάξει. Σε λίγο όμως άλλαξαν τα δεδομένα, το εν λόγω γειτονόπουλο άρχισε να μας λέει, πως το ποδήλατο χρειαζόταν την μια φορά σαμπρέλες, την άλλη τα λάστιχα ήθελαν άλλαγμα, πυκνά συχνά, τα φρένα δε λειτουργούσαν. Για όλα αυτά χρειαζόταν χρήματα, για να τα επιδιορθώσει, που όμως δεν τα είχε. Αυτό φυσικά μας έφερε προ διλήματος, γιατί το ποδήλατο μας είχε γίνει απαραίτητο. Πολύ σύντομα αποφασίσαμε από κοινού όλοι, να του δίνουμε όλο το χαρτζιλίκι μας για να επιδιορθώσει τις βλάβες ( οι οποίες ποτέ δεν τελείωναν) έτσι ώστε να μπορούμε να το έχουμε στην διάθεση μας. Έτσι καταντήσαμε να τον πληρώνουμε καθημερινά είτε είχε βλάβες να επιδιορθώσει είτε όχι. Φθάσαμε στο σημείο να πληρώνουμε κυριολεκτικά την κάθε βόλτα που κάναμε με το ποδήλατο. Αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από τους γονείς μας, οι οποίοι στην αρχή προσπάθησαν να μας νουθετήσουν με συμβουλές και παραδείγματα. Δεν άργησαν να περάσουν στις τιμωρίες και τις απαγορεύσεις, όταν είδαν πως τα λόγια δεν είχαν αποτέλεσμα σε εμάς. Αφού οι πατεράδες μας συνεννοήθηκαν μεταξύ τους, μας επισήμαναν να μη κάνουμε παρέα τελικά, με το συγκεκριμένο άτομο. Στην αρχή οι επισημάνσεις ουδόλως μας άγγιξαν και συνεχίσαμε τα ίδια, με τους ίδιους ρυθμούς. Οι γονείς όμως όλων μας, είχαν συνεννοηθεί και μόλις κάποιος έβλεπε κάποιον από μας, να ασχολούμαστε με το ποδήλατο, πληροφορούσαν τον αντίστοιχο γονέα και οι τιμωρίες ήταν ανάλογες.
Έτσι σταδιακά όλοι μας, είχαμε απομακρυνθεί από αυτή την διασκέδαση και στραφήκαμε στην παλιά μας ρουτίνα. Όμως τα πράγματα δεν τελείωσαν εδώ, το γειτονόπουλο έκρινε πως με χρειαζότανε, γιατί ίσως κρατούσα αρκετά σταθερά το ποδήλατο, έτσι ώστε να καταφέρνει με άνεση να ανεβαίνει και να το οδηγεί. Έτσι μου πρότεινε και εγώ δέχτηκα να συναντιόμαστε σε άλλες περιοχές. Αυτό εύκολα το καταφέρναμε γιατί οι γειτονιές ήταν σχετικά απομονωμένες και ποτέ κανείς δεν μας γνώρισε και εμείς ξεσαλώναμε χωρίς να μας ενοχλεί κανείς.
Ήταν Κυριακή όταν σε μια από τις εξορμήσεις μας, αποφασίσαμε να πάμε στο γήπεδο, παρ’ όλο που κανείς μας δεν ήταν οπαδός του παδοσφαίρου. Αφού τελικά δεν καταφέραμε να μπούμε να δούμε τον ποδοσφαιρικό αγώνα, καθώς δεν είχαμε χρήματα για το εισιτήριο. Έτσι αρκεστήκαμε να προσπαθούμε να ανέβουμε στο ποδήλατο, εκμεταλλευόμενοι την κατηφόρα που υπήρχε στο πίσω μέρος του γηπέδου. Τι κι αν πέσαμε αρκετές φορές, τι κι αν το γόνατα μας αιμορραγούσαν, τι κι αν οι σκόνες κάλυπταν τα ρούχα και τα μέλη μας, εμείς επιμέναμε να κάνουμε αυτό που μας άρεσε. Δεν θυμάμαι πόσες φορές επαναλάβαμε την ίδια διαδικασία, αλλά η τελευταία μου έμεινε αξέχαστη. Καθώς ο φίλος μου ανέβηκε στην σέλα, εγώ αφού τον έσπρωξα λίγο για να πάρει φόρα, πήδηξα όπως και τις άλλες φορές στην σχάρα. Μόνο που δεν είχα υπολογίσει καλά στο σάλτο μου και το πίσω μέρος του ποδιού μου καρφώθηκε με δύναμη στη λαμαρίνα του αριθμού κυκλοφορίας. Η κοφτερή λαμαρίνα έσκισε και καρφώθηκε βαθιά στην σάρκα του ποδιού μου, ο πόνος ήταν ανυπόφορος, παρ’ όλες τις κραυγές μου, ο αναβάτης δεν με κατάλαβε ή λόγω της υψομετρικής διαφοράς δεν ήταν σε θέση να ελέγξει το όχημα και εγώ καρφωμένος επάνω στην λαμαρίνα ακολουθούσα ανεξέλεγκτα την πορεία του. Φυσικά με την φορά που είχε, η λαμαρίνα της πινακίδας μου έκανε ακόμη μεγαλύτερη ζημιά στο πόδι μου. Στο τέλος του δρόμου και αφού σταματήσαμε στον τοίχο ενός σπιτιού, το πόδι μου ελευθερώθηκε και έπεσα στο χώμα αιμορραγώντας. Περίοικοι μας συμμάζεψαν και περιποιηθήκαν υποτυπωδώς το τραύμα μου και με οδήγησαν στο σπίτι μου. Η μητέρα μου μόλις αντιλήφθηκε τα αίματα και το μέγεθος της πληγής μου πανικοβλήθηκε μη δυνάμενη να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Ευτυχώς στο σπίτι ήταν ο Θείος μου ο Αντώνης, που με οδήγησε σε μια ιδιωτική κλινική που βρισκόταν στην πλατεία ωρολογίου εκεί ακριβώς που σήμερα είναι ο παιδότοπος "μικρός πρίγκιπας". Εκεί εκτός από τα δώδεκα ράμματα που μου έκαναν, αναγκάστηκα να νοσηλευτώ για μία βδομάδα περίπου σε αυτή την κλινική.
Όταν τελικά πήρα εξιτήριο στην γειτονιά είχα το όνομα του πιο άτακτου παιδιού και με είχαν σαν παράδειγμα προς αποφυγή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου