Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Η πόλη (για την ακρίβεια κωμόπολη) ήταν ασήμαντη, χωρίς να υπάρχει κάτι που να την κάνει να ξεχωρίζει. Ήταν ένα φτωχικό μέρος που οι κάτοικοι του επιβίωναν στο σύνολο τους με δυσκολία. Δεν υπήρχαν φυσικοί πόροι και λόγω της ελάχιστης δημόσιας συγκοινωνίας δεν υπήρχε σταθερή επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο. Οι ελάχιστες τοπικές παραγωγές (κυρίως λάδι, κρασί και λαχανικά) ήταν σε ποσότητα όσες μπορούσαν να καταναλώσουν οι κάτοικοι της πόλης, οπότε δεν υπήρχε καμιά περίπτωση (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) να επωφεληθούν εμπορικά απ' αυτές. Ακόμα και οι ψαράδες πολύ δύσκολα μπορούσαν να διαθέσουν εκτός της πόλης την ψαριά τους. Η πόλη ήταν κτισμένη κοντά σε μια βραχώδη ακτή μ' ένα ανοιχτό κόλπο που ελάχιστα προστάτευε την παραλία όταν ο καιρός ήταν αγριεμένος. Απ' οποιοδήποτε σημείο της στεριάς όμως θα μπορούσε κάποιος να δει στ' ανοιχτά του κόλπου πλοία της ακτογραμμής να διασχίζουν το πέλαγος πλέοντας αδιάφορα προς τον προορισμό τους. Οι νέοι ονειρεύονταν να πετύχουν μια ευκαιρία για ν' αποδράσουν απ' τον τόπο τους κι έβλεπαν τα πλοία σαν μέσο διαφυγής. Οι περισσότεροι όμως ήξεραν πως αυτό ήταν σχεδόν αδύνατο και πως μόνο να ονειρεύονται μπορούσαν. Οι πιθανότητες ν' αποδράσουν απ' τον τόπο τους ήταν ελάχιστες έως ανύπαρκτες.
Σ' ένα σπίτι με θέα στο πέλαγος και με μια αρκετά μεγάλη αυλή ζούσε η κα Μυρσίνη με τον μοναχογιό της τον Ζαφείρη. Η κα Μυρσίνη ήταν χήρα και όλη της την προσοχή την είχε αφιερώσει στο μεγάλωμα του γιου της. Από τα λίγα κτήματα που τους είχε αφήσει ο μακαρίτης ο άντρας της κατόρθωναν να ζουν απλά και φτωχικά. Ο Ζαφείρης, παρακούοντας για πρώτη φορά τη μητέρα του, αποφάσισε να παρακολουθήσει σαν εσώκλειστος μια σχολή εμποροπλοιάρχων στην πρωτεύουσα του νομού. Σαν άριστος μαθητής που ήταν κατάφερε να πάρει μια υποτροφία και να σπουδάσει χωρίς να επιβαρύνει τη μητέρα του με τα έξοδα των σπουδών του. Η Μυρσίνη ήταν αντίθετη με τις σπουδές του γιου της, γιατί ήξερε πολύ καλά πως η εξάσκηση του επαγγέλματος του θα ήταν μακριά της. Ωστόσο ποτέ δεν έφερε πραγματικά αντίρρηση στα σχέδια του γιου της. Παρ’ όλο που φοβόταν τον χωρισμό, έκανε ότι μπορούσε για τον διευκολύνει να πραγματοποιήσει τα όνειρα του. Η αγωνία της και οι φόβοι της άρχισαν να την ξεπερνούν όταν ο Ζαφείρης, σύμφωνα με το πρόγραμμα της σχολής του, άρχισε τα εκπαιδευτικά ταξίδια. Αυτά τα ταξίδια ήταν προγραμματισμένα σύμφωνα με τις εντολές του αρμόδιου υπουργείου. Αρχικά ήταν στα κοντινά νησιά και στις όμορες ακτές. Κάθε φορά όμως απομακρύνονταν όλο και περισσότερο, έτσι ώστε οι σπουδαστές να κάνουν την πρακτική τους και ν' αποκτήσουν μια κάποια εμπειρία. Κάθε φορά που ο γιος της της ανακοίνωνε επικείμενο ταξίδι, η καρδιά της Μυρσίνης φτερούγιζε απ' την αγωνία της, αλλά ποτέ δεν είπε τίποτα ούτε κι έφερε κάποια σημαντική αντίρρηση.
Όλα όμως ήταν τελείως διαφορετικά όταν ο Ζαφείρης της ανακοίνωσε το πρώτο του μεγάλο ταξίδι, ένα ταξίδι που έβγαινε απ' τη Μεσόγειο με προορισμό την Ιαπωνία. Οι φόβοι της μεγάλωσαν, όταν σε ερώτηση που έκανε στον δάσκαλο έμαθε πού βρίσκεται η Ιαπωνία και πόσες θάλασσες θα έπρεπε να διασχίσει ο γιος της μέχρι να φτάσει στον προορισμό του. Το απόγευμα που ο Ζαφείρης θα έφευγε με το πλοίο της γραμμής για τον Πειραιά η Μυρσίνη είχε στηθεί στην ακρογιαλιά και περίμενε μέχρι να δει το πλοίο να περνά μπροστά απ' τον κόλπο. Στεκόταν ακίνητη με το μαντήλι της να προστατεύει τα μαλλιά της απ' τον άνεμο και την υγρασία. Όταν εμφανίστηκε στο βάθος του ορίζοντα, έλυσε το κεφαλομάντηλο της, το έπιασε με το δεξί της χέρι και άρχισε να το κουνάει πάνω απ' το κεφάλι της. Όποιος την έβλεπε από πίσω, έβλεπε μια γυναικεία φιγούρα ντυμένη στα μαύρα να χαιρετάει απεγνωσμένα το πλοίο που απομακρυνόταν στον ορίζοντα. Απ' το πλοίο ήταν αδύνατο να τη δει κάποιος, όμως αυτή ήταν σίγουρη πως ο γιος της την έβλεπε και ανταπέδιδε τον χαιρετισμό.
Το ταξίδι κράτησε μήνες! Κάθε τόσο ο Ζαφείρης έστελνε γράμματα με νέα του, η Μυρσίνη όμως δεν ήταν σε θέση να τα διαβάσει, γιατί ήταν τελείως αναλφάβητη και γι αυτό κατέφευγε στη συνδρομή συντοπιτών της που μπορούσαν να διαβάσουν και να γράψουν την απάντηση της. Το πρώτο ταξίδι συνεχίστηκε με το επόμενο και το επόμενο μ' ένα ακόμη, με τη Μυρσίνη ν' αγναντεύει μάταια το πέλαγος, αν και ήξερε πως ο Ζαφείρης ήταν σε άλλες θάλασσες, μακρινές. Ώσπου ένα πρωινό, χωρίς καμιά ειδοποίηση, εμφανίστηκε στην αυλή του σπιτιού της φορτωμένος με δώρα. Η Μυρσίνη νόμιζε πως ονειρευόταν και τσιμπούσε το χέρι της μπας και ξυπνήσει. Η ευτυχία ξεχείλισε όταν βεβαιώθηκε πως ο επισκέπτης ήταν ο θαλασσοδαρμένος γιος της. Δεν έδωσε καμιά σημασία στα δώρα που της έφερε, της ήταν αρκετό να τον χαϊδεύει και να τον αγκαλιάζει. Τρελάθηκε απ' τη χαρά της όταν της είπε πως θα έμενε για μήνες μαζί της, γιατί το πλοίο είχε μπει σε καρνάγιο για επισκευές. Τους μήνες που έμεινε μαζί της ο Ζαφείρης φρόντισε με μαστόρους που έφερε απ' την πόλη να επισκευάσει και να επεκτείνει το σπίτι τους. Τι κι αν η μάνα του έλεγε πως δεν χρειάζεται! Αυτός μ' επιμονή έφτιαξε σχεδόν απ' την αρχή το σπίτι και πρόσθεσε έναν όροφο πάνω απ' το ισόγειο διαμέρισμα που έμεναν. Το εξόπλισε με τις καλύτερες ηλεκτρικές συσκευές κι έφυγε για το επόμενο μπάρκο.
Για τη Μυρσίνη ξεκίνησε πάλι μια νέα εποχή με αβεβαιότητα και προσμονή. Έταζε στον Άι Νικόλα κι άναβε λαμπάδες να είναι καλοτάξιδος ο γιος της. Όλη της η καθημερινότητα στροβιλιζόταν γύρω απ' τον Ζαφείρη και τα ταξίδια του.
Τότε ήταν που γνωρίστηκα με τη Μυρσίνη. Μόλις είχα διοριστεί σαν νηπιαγωγός στη μικρή πόλη κι έψαχνα εναγωνίως σπίτι για να στεγαστώ κατά τη διάρκεια της σχολικής περιόδου. Ήταν πολύ δύσκολο, γιατί δεν υπήρχαν διαθέσιμα σπίτια προς ενοικίαση. Με τη μεσολάβηση του δασκάλου γνωρίστηκα με τη Μυρσίνη και συμφώνησε να με φιλοξενήσει μέχρι να καταφέρω να τακτοποιηθώ. Η συμβίωση μου μαζί της θεωρώ ότι ήταν ότι καλύτερο θα μπορούσε να μου τύχει. Απ' την αρχή με αντιμετώπισε σαν να ήμουν μέλος της οικογένειας της και μου συμπεριφερόταν ανάλογα. Μαζί παίρναμε πρωινό, μαγείρευε και για τις δυο μας και κυρίως τ' απογεύματα που ήμουν ελεύθερη κουβεντιάζαμε για κάθε ασήμαντο και σημαντικό που θα μπορούσε να μας απασχολεί. Με συγκίνηση άκουσα την ιστορία της ζωής της κι αμέσως διέκρινα την αδυναμία που είχε στον γιο της. Τακτικά την συνόδευα στο εκκλησάκι του Άι Νικόλα και την παρακολουθούσα ν' ανάβει τα καντήλια και να προσεύχεται. Σταδιακά είχαμε δεθεί τόσο που βλέπαμε η μια τα προβλήματα της άλλης σαν να ήταν δικά μας. Η Μυρσίνη φρόντιζε τα οικιακά κι εγώ είχα αναλάβει τις εξωτερικές δουλειές. Εγώ κανόνιζα για τις αγορές, παρελάμβανα την αλληλογραφία και κυρίως της διάβαζα τα γράμματα που της έστελνε ο Ζαφείρης κι απαντούσα σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις της. Ήταν φορές που της διάβαζα τα γραφόμενα του γιου της ξανά και ξανά και μετά σχολιάζαμε κάθε πρόταση και την αναλύαμε. Με αυτό τον τρόπο είχα μπει στην ψυχοσύνθεση της κι άρχιζα να δένομαι μαζί της. Κάποια στιγμή σε μια στιγμή ενθουσιασμού μου είπε: «Εσένα θα σε κάνω νύφη μου!» Γέλασα και το θεώρησα αστείο. Όμως η Μυρσίνη σοβαρολογούσε!
Παρά τις αντιρρήσεις μου, τελικά υποχώρησα κι έγραψα σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις της την πρόταση που μου έκανε. Ο Ζαφείρης απάντησε χιουμοριστικά κι έγραψε: «Οι θαλασσινοί είναι παντρεμένοι με τη θάλασσα».
Από τότε σε κάθε επιστολή υπήρχε εκατέρωθεν κάποιο σκωπτικό σχόλιο, που στο τέλος έγινε ρουτίνα. Κάποια μέρα, αφού παρέλαβα την αλληλογραφία,μετά από πολύ σκέψη αγόρασα έναν λεπτομερή παγκόσμιο άτλαντα με χάρτες, φωτογραφίες και περιληπτικές αναφορές για την περιοχή που γινόταν αναφορά. Ήταν την ίδια εποχή που τα γράμματα του Ζαφείρη έρχονταν δακτυλογραφημένα εξ αιτίας ενός μικροατυχήματος (όπως μας έγραψε) που είχε στο δεξί του χέρι. Η ρουτίνα της κοινής ζωής μας συνεχίστηκε με τους ίδιους ρυθμούς με τη Μυρσίνη να περιμένει την επίσκεψη του Ζαφείρη και να τον ρωτάει συνεχώς γι αυτό.
Μια μέρα ήρθε ο δάσκαλος στην αίθουσα και μου ανακοίνωσε πως η συγκάτοικος μου είχε «φύγει»! Αλαφιασμένη έτρεξα αμέσως στο σπίτι. Την είχαν τοποθετήσει στο κέντρο του σαλονιού και γύρω της οι γειτόνισσες την έκλαιγαν.
Χωρίς να μπορέσω να σταματήσω τα δάκρυα μου, έσκυψα από πάνω της, την αγκάλιασα και της ψιθύρισα δίπλα στο αυτί της: «Συγχώρεσε με! Δεν άντεχα να σου πω την αλήθεια! Πήγαινε στο καλό, καλή μου, ο Ζαφείρης σε περιμένει! Θα είστε μαζί πλέον, δεν θα χωρίζετε ποτέ πια!»
Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα αν τα δάκρυα μου ήταν για τη Μυρσίνη ή και για τον Ζαφείρη που δεν γνώρισα.
Η πόλη (για την ακρίβεια κωμόπολη) ήταν ασήμαντη, χωρίς να υπάρχει κάτι που να την κάνει να ξεχωρίζει. Ήταν ένα φτωχικό μέρος που οι κάτοικοι του επιβίωναν στο σύνολο τους με δυσκολία. Δεν υπήρχαν φυσικοί πόροι και λόγω της ελάχιστης δημόσιας συγκοινωνίας δεν υπήρχε σταθερή επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο. Οι ελάχιστες τοπικές παραγωγές (κυρίως λάδι, κρασί και λαχανικά) ήταν σε ποσότητα όσες μπορούσαν να καταναλώσουν οι κάτοικοι της πόλης, οπότε δεν υπήρχε καμιά περίπτωση (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) να επωφεληθούν εμπορικά απ' αυτές. Ακόμα και οι ψαράδες πολύ δύσκολα μπορούσαν να διαθέσουν εκτός της πόλης την ψαριά τους. Η πόλη ήταν κτισμένη κοντά σε μια βραχώδη ακτή μ' ένα ανοιχτό κόλπο που ελάχιστα προστάτευε την παραλία όταν ο καιρός ήταν αγριεμένος. Απ' οποιοδήποτε σημείο της στεριάς όμως θα μπορούσε κάποιος να δει στ' ανοιχτά του κόλπου πλοία της ακτογραμμής να διασχίζουν το πέλαγος πλέοντας αδιάφορα προς τον προορισμό τους. Οι νέοι ονειρεύονταν να πετύχουν μια ευκαιρία για ν' αποδράσουν απ' τον τόπο τους κι έβλεπαν τα πλοία σαν μέσο διαφυγής. Οι περισσότεροι όμως ήξεραν πως αυτό ήταν σχεδόν αδύνατο και πως μόνο να ονειρεύονται μπορούσαν. Οι πιθανότητες ν' αποδράσουν απ' τον τόπο τους ήταν ελάχιστες έως ανύπαρκτες.
Σ' ένα σπίτι με θέα στο πέλαγος και με μια αρκετά μεγάλη αυλή ζούσε η κα Μυρσίνη με τον μοναχογιό της τον Ζαφείρη. Η κα Μυρσίνη ήταν χήρα και όλη της την προσοχή την είχε αφιερώσει στο μεγάλωμα του γιου της. Από τα λίγα κτήματα που τους είχε αφήσει ο μακαρίτης ο άντρας της κατόρθωναν να ζουν απλά και φτωχικά. Ο Ζαφείρης, παρακούοντας για πρώτη φορά τη μητέρα του, αποφάσισε να παρακολουθήσει σαν εσώκλειστος μια σχολή εμποροπλοιάρχων στην πρωτεύουσα του νομού. Σαν άριστος μαθητής που ήταν κατάφερε να πάρει μια υποτροφία και να σπουδάσει χωρίς να επιβαρύνει τη μητέρα του με τα έξοδα των σπουδών του. Η Μυρσίνη ήταν αντίθετη με τις σπουδές του γιου της, γιατί ήξερε πολύ καλά πως η εξάσκηση του επαγγέλματος του θα ήταν μακριά της. Ωστόσο ποτέ δεν έφερε πραγματικά αντίρρηση στα σχέδια του γιου της. Παρ’ όλο που φοβόταν τον χωρισμό, έκανε ότι μπορούσε για τον διευκολύνει να πραγματοποιήσει τα όνειρα του. Η αγωνία της και οι φόβοι της άρχισαν να την ξεπερνούν όταν ο Ζαφείρης, σύμφωνα με το πρόγραμμα της σχολής του, άρχισε τα εκπαιδευτικά ταξίδια. Αυτά τα ταξίδια ήταν προγραμματισμένα σύμφωνα με τις εντολές του αρμόδιου υπουργείου. Αρχικά ήταν στα κοντινά νησιά και στις όμορες ακτές. Κάθε φορά όμως απομακρύνονταν όλο και περισσότερο, έτσι ώστε οι σπουδαστές να κάνουν την πρακτική τους και ν' αποκτήσουν μια κάποια εμπειρία. Κάθε φορά που ο γιος της της ανακοίνωνε επικείμενο ταξίδι, η καρδιά της Μυρσίνης φτερούγιζε απ' την αγωνία της, αλλά ποτέ δεν είπε τίποτα ούτε κι έφερε κάποια σημαντική αντίρρηση.
Όλα όμως ήταν τελείως διαφορετικά όταν ο Ζαφείρης της ανακοίνωσε το πρώτο του μεγάλο ταξίδι, ένα ταξίδι που έβγαινε απ' τη Μεσόγειο με προορισμό την Ιαπωνία. Οι φόβοι της μεγάλωσαν, όταν σε ερώτηση που έκανε στον δάσκαλο έμαθε πού βρίσκεται η Ιαπωνία και πόσες θάλασσες θα έπρεπε να διασχίσει ο γιος της μέχρι να φτάσει στον προορισμό του. Το απόγευμα που ο Ζαφείρης θα έφευγε με το πλοίο της γραμμής για τον Πειραιά η Μυρσίνη είχε στηθεί στην ακρογιαλιά και περίμενε μέχρι να δει το πλοίο να περνά μπροστά απ' τον κόλπο. Στεκόταν ακίνητη με το μαντήλι της να προστατεύει τα μαλλιά της απ' τον άνεμο και την υγρασία. Όταν εμφανίστηκε στο βάθος του ορίζοντα, έλυσε το κεφαλομάντηλο της, το έπιασε με το δεξί της χέρι και άρχισε να το κουνάει πάνω απ' το κεφάλι της. Όποιος την έβλεπε από πίσω, έβλεπε μια γυναικεία φιγούρα ντυμένη στα μαύρα να χαιρετάει απεγνωσμένα το πλοίο που απομακρυνόταν στον ορίζοντα. Απ' το πλοίο ήταν αδύνατο να τη δει κάποιος, όμως αυτή ήταν σίγουρη πως ο γιος της την έβλεπε και ανταπέδιδε τον χαιρετισμό.
Το ταξίδι κράτησε μήνες! Κάθε τόσο ο Ζαφείρης έστελνε γράμματα με νέα του, η Μυρσίνη όμως δεν ήταν σε θέση να τα διαβάσει, γιατί ήταν τελείως αναλφάβητη και γι αυτό κατέφευγε στη συνδρομή συντοπιτών της που μπορούσαν να διαβάσουν και να γράψουν την απάντηση της. Το πρώτο ταξίδι συνεχίστηκε με το επόμενο και το επόμενο μ' ένα ακόμη, με τη Μυρσίνη ν' αγναντεύει μάταια το πέλαγος, αν και ήξερε πως ο Ζαφείρης ήταν σε άλλες θάλασσες, μακρινές. Ώσπου ένα πρωινό, χωρίς καμιά ειδοποίηση, εμφανίστηκε στην αυλή του σπιτιού της φορτωμένος με δώρα. Η Μυρσίνη νόμιζε πως ονειρευόταν και τσιμπούσε το χέρι της μπας και ξυπνήσει. Η ευτυχία ξεχείλισε όταν βεβαιώθηκε πως ο επισκέπτης ήταν ο θαλασσοδαρμένος γιος της. Δεν έδωσε καμιά σημασία στα δώρα που της έφερε, της ήταν αρκετό να τον χαϊδεύει και να τον αγκαλιάζει. Τρελάθηκε απ' τη χαρά της όταν της είπε πως θα έμενε για μήνες μαζί της, γιατί το πλοίο είχε μπει σε καρνάγιο για επισκευές. Τους μήνες που έμεινε μαζί της ο Ζαφείρης φρόντισε με μαστόρους που έφερε απ' την πόλη να επισκευάσει και να επεκτείνει το σπίτι τους. Τι κι αν η μάνα του έλεγε πως δεν χρειάζεται! Αυτός μ' επιμονή έφτιαξε σχεδόν απ' την αρχή το σπίτι και πρόσθεσε έναν όροφο πάνω απ' το ισόγειο διαμέρισμα που έμεναν. Το εξόπλισε με τις καλύτερες ηλεκτρικές συσκευές κι έφυγε για το επόμενο μπάρκο.
Για τη Μυρσίνη ξεκίνησε πάλι μια νέα εποχή με αβεβαιότητα και προσμονή. Έταζε στον Άι Νικόλα κι άναβε λαμπάδες να είναι καλοτάξιδος ο γιος της. Όλη της η καθημερινότητα στροβιλιζόταν γύρω απ' τον Ζαφείρη και τα ταξίδια του.
Τότε ήταν που γνωρίστηκα με τη Μυρσίνη. Μόλις είχα διοριστεί σαν νηπιαγωγός στη μικρή πόλη κι έψαχνα εναγωνίως σπίτι για να στεγαστώ κατά τη διάρκεια της σχολικής περιόδου. Ήταν πολύ δύσκολο, γιατί δεν υπήρχαν διαθέσιμα σπίτια προς ενοικίαση. Με τη μεσολάβηση του δασκάλου γνωρίστηκα με τη Μυρσίνη και συμφώνησε να με φιλοξενήσει μέχρι να καταφέρω να τακτοποιηθώ. Η συμβίωση μου μαζί της θεωρώ ότι ήταν ότι καλύτερο θα μπορούσε να μου τύχει. Απ' την αρχή με αντιμετώπισε σαν να ήμουν μέλος της οικογένειας της και μου συμπεριφερόταν ανάλογα. Μαζί παίρναμε πρωινό, μαγείρευε και για τις δυο μας και κυρίως τ' απογεύματα που ήμουν ελεύθερη κουβεντιάζαμε για κάθε ασήμαντο και σημαντικό που θα μπορούσε να μας απασχολεί. Με συγκίνηση άκουσα την ιστορία της ζωής της κι αμέσως διέκρινα την αδυναμία που είχε στον γιο της. Τακτικά την συνόδευα στο εκκλησάκι του Άι Νικόλα και την παρακολουθούσα ν' ανάβει τα καντήλια και να προσεύχεται. Σταδιακά είχαμε δεθεί τόσο που βλέπαμε η μια τα προβλήματα της άλλης σαν να ήταν δικά μας. Η Μυρσίνη φρόντιζε τα οικιακά κι εγώ είχα αναλάβει τις εξωτερικές δουλειές. Εγώ κανόνιζα για τις αγορές, παρελάμβανα την αλληλογραφία και κυρίως της διάβαζα τα γράμματα που της έστελνε ο Ζαφείρης κι απαντούσα σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις της. Ήταν φορές που της διάβαζα τα γραφόμενα του γιου της ξανά και ξανά και μετά σχολιάζαμε κάθε πρόταση και την αναλύαμε. Με αυτό τον τρόπο είχα μπει στην ψυχοσύνθεση της κι άρχιζα να δένομαι μαζί της. Κάποια στιγμή σε μια στιγμή ενθουσιασμού μου είπε: «Εσένα θα σε κάνω νύφη μου!» Γέλασα και το θεώρησα αστείο. Όμως η Μυρσίνη σοβαρολογούσε!
Παρά τις αντιρρήσεις μου, τελικά υποχώρησα κι έγραψα σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις της την πρόταση που μου έκανε. Ο Ζαφείρης απάντησε χιουμοριστικά κι έγραψε: «Οι θαλασσινοί είναι παντρεμένοι με τη θάλασσα».
Από τότε σε κάθε επιστολή υπήρχε εκατέρωθεν κάποιο σκωπτικό σχόλιο, που στο τέλος έγινε ρουτίνα. Κάποια μέρα, αφού παρέλαβα την αλληλογραφία,μετά από πολύ σκέψη αγόρασα έναν λεπτομερή παγκόσμιο άτλαντα με χάρτες, φωτογραφίες και περιληπτικές αναφορές για την περιοχή που γινόταν αναφορά. Ήταν την ίδια εποχή που τα γράμματα του Ζαφείρη έρχονταν δακτυλογραφημένα εξ αιτίας ενός μικροατυχήματος (όπως μας έγραψε) που είχε στο δεξί του χέρι. Η ρουτίνα της κοινής ζωής μας συνεχίστηκε με τους ίδιους ρυθμούς με τη Μυρσίνη να περιμένει την επίσκεψη του Ζαφείρη και να τον ρωτάει συνεχώς γι αυτό.
Μια μέρα ήρθε ο δάσκαλος στην αίθουσα και μου ανακοίνωσε πως η συγκάτοικος μου είχε «φύγει»! Αλαφιασμένη έτρεξα αμέσως στο σπίτι. Την είχαν τοποθετήσει στο κέντρο του σαλονιού και γύρω της οι γειτόνισσες την έκλαιγαν.
Χωρίς να μπορέσω να σταματήσω τα δάκρυα μου, έσκυψα από πάνω της, την αγκάλιασα και της ψιθύρισα δίπλα στο αυτί της: «Συγχώρεσε με! Δεν άντεχα να σου πω την αλήθεια! Πήγαινε στο καλό, καλή μου, ο Ζαφείρης σε περιμένει! Θα είστε μαζί πλέον, δεν θα χωρίζετε ποτέ πια!»
Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα αν τα δάκρυα μου ήταν για τη Μυρσίνη ή και για τον Ζαφείρη που δεν γνώρισα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου