Υπήρξε μια εποχή στη ζωή μου που ήμουν απλός παρατηρητής γεγονότων και καταστάσεων που συνέβαιναν γύρω μου, χωρίς να μπορώ να επέμβω ή έστω απλά να εισακουστώ σε περίπτωση που είχα διαφορετική άποψη. Ήταν τότε που οι δυο δρόμοι που τέμνονταν μπροστά στο μπακάλικο που διατηρούσε η οικογένεια μου ήταν ακόμη λιθόστρωτοι. «Καλντερίμι» τους ονόμαζαν όσοι χρησιμοποιούσαν ακόμη τούρκικες λέξεις στην καθημερινότητα τους. Στην πραγματικότητα ήταν δυο στενά δρομάκια στρωμένα με ακατέργαστα βότσαλα από τους ποταμούς της περιοχής. Αυτές οι ποταμίσιες πέτρες ήταν βαλμένες με τέτοιο τρόπο, που από δεξιά προς τ' αριστερά και από τ' αριστερά προς τα δεξιά είχαν κλίση προς το κέντρο και προς τα κάτω, για να διευκολύνουν τη ροή των ομβρίων υδάτων. Στο σημείο που τέμνονταν οι δυο δρόμοι υπήρχε μια μεταλλική σχάρα απ' την οποία ξεκινούσε η υπόνομος ροή των νερών. Σ αυτούς τους δρόμους βασικά κυκλοφορούσαν υποζύγια (κυρίως γαϊδούρια και μουλάρια και σπανίως άλογα) που με αυτά οι αγρότες (κυρίως) μετέφεραν τα προϊόντα τους. Για τους επαγγελματίες της περιοχής τα μικροδέματα απ' το εμπορικό κέντρο τα μετέφερε ο χαμάλης με τη χαρακτηριστική ένρινη φωνή και με το ομηρικό όνομα Οδυσσέας. Τα εμπορεύματα που ήταν βαρύτερα ή και περισσότερα τα μετέφεραν δίτροχα κάρα με μικρόσωμα άλογα που κινούνταν εύκολα στα στενοσόκακα της γειτονιάς μας. Σε περίπτωση που σπανίως έμπαιναν σ' αυτούς τους δρόμους κάποια αυτοκίνητα, λόγω της δεδομένης κατάστασης των δρόμων, αυτά περνούσαν με χαμηλή ταχύτητα και εμείς όλα τα παιδιά, τσακαλαρία μας έλεγαν (δεν ξέρω ή δεν μπορώ να θυμηθώ τον λόγο) τρέχαμε με αλαλαγμούς πίσω τους. Χαρακτηριστικές φιγούρες εκείνης της εποχής στη συνοικία μας ήταν οι πλανόδιοι μανάβηδες (συνήθως οι ίδιοι ήταν και παραγωγοί) που φόρτωναν τη σοδειά τους σε κοφίνια στερεωμένα πάνω σε μικρόσωμα γαϊδουράκια, περνούσαν από κάθε γειτονιά και διαλαλούσαν με διαπεραστικές φωνές τα προϊόντα τους. Μια άλλη εικόνα που με γοήτευε ήταν αυτή του γανωματή. Οι γανωματήδες περνούσαν τακτικά απ' την περιοχή μας, συνήθως άνοιξη και λίγο πριν το Πάσχα. Δουλειά τους ήταν να καθαρίζουν τα μπρούτζινασκεύη (τέτοια ήταν συνήθως όλα τότε) από τις διάφορες οξειδώσεις (μαυρίσματα) και να τα επαλείφουν με λιωμένο καλάι. Τα έκαναν να μοιάζουν με καινούργια! Μαζί τους είχαν και μια κατασκευή από ένα τροχό με πετάλι (στα μάτια μου φάνταζε σαν ζάντα ποδηλάτου) και μ' αυτή ακόνιζαν τα μαχαίρια όλων σχεδόν των νοικοκυριών. Όταν ακουμπούσε ο ακονιστής το μαχαίρι ή το ψαλίδι πάνω στον τροχό που γύριζε καθώς αυτός πατούσε το πετάλι, πετάγονταν σπίθες φωτιάς και στα μάτια μου φάνταζε σαν βεγγαλικό. Στη συνοικία μας ζούσαν πολίτες με διαφορετική καταγωγή, όμως ζούσαν αρμονικά και σπανίως υπήρχαν εντάσεις και φασαρίες. Σε λίγα σχετικά τετραγωνικά κατοικούσαν Πόντιοι, Βλάχοι, Μικρασιάτες κλπ. Από την εποχή που ήμουν μικρός και μετά είχαν αρχίσει να γίνονται μικτοί γάμοι και ν' ανακατεύονται τα ήθη και τα έθιμα. Σαν παράδειγμα έχω τη μάνα μου, που αν και βλάχα παντρεύτηκε τον πατέρα μου που ήταν απ' την Κρήτη. Εντύπωση μου έκαναν οι βλάχες γυναίκες, που επέμεναν να ντύνονται με την παραδοσιακή βλάχικη φορεσιά. Βέβαια αυτές ήταν κάποιας ηλικίας ενώ οι νεώτερες, όπως η μητέρα μου, φορούσαν τα ρούχα που έλεγαν τότε ευρωπαϊκά. Η γιαγιά μου όμως (μητέρα της μάνας μου) φορούσε τη χαρακτηριστική μαύρη φορεσιά που φορούσαν οι βλάχες χήρες. Για τις γυναίκες που δεν πενθούσαν υπήρχαν στολές σε σκούρα μπλε απόχρωση ή και σε καφέ. Πολλοί απ' τους βλαχόφωνους, επειδή στο σπίτι τους και σε κάθε ευκαιρία μιλούσαν τη γλώσσα τους, δυσκολεύονταν να εκφραστούν στα Ελληνικά. Όχι ότι δεν γνώριζαν τη γλώσσα, αλλά είχαν μια κάποια δυσχέρεια στην έκφραση. Πολύ περισσότερο οι μεγάλοι στην ηλικία άνθρωποι δυσκολεύονταν στον γραπτό λόγο. Βέβαια το ίδιο συνέβαινε και στις υπόλοιπες ράτσες, με αποτέλεσμα η μάνα μου, που είχε τελειώσει μ' επιτυχία την Ε΄ γυμνασίου, να γίνει η γραμματέας της γειτονιάς μας. Η ταχυδρομική υπηρεσία εκείνης της εποχής ήταν υποτυπώδης, καθώς στα περισσότερα σπίτια δεν υπήρχε αριθμός και ο ταχυδρόμος, όταν δεν γνώριζε τα σπίτια κάποιων οικογενειών, άφηνε την αλληλογραφία στο μπακάλικο μας και σε πρώτη ευκαιρία την έδιναν στους κατόχους οι γονείς μου. Πολλές (ίσως και όλες) οικογένειες είχαν παιδιά κι αδέλφια στο εξωτερικό, που εργάζονταν σαν μετανάστες. Η μητέρα μου ήταν απ' τα λίγα άτομα που θα μπορούσε ν' αντιγράψει στοιχειωδώς μια διεύθυνση με λατινική γραφή. Πολλές ηλικιωμένες γυναίκες της υπαγόρευαν τις επιστολές που ήθελαν να γράψουν στους συγγενείς τους και ζητούσαν να τους διαβάζει και να τους εξηγεί τις απαντήσεις τους. Μια απ' τις γυναίκες της γειτονιάς μας, βλάχικης καταγωγής, ήταν η κ. Ελεονώρα. Ήταν αρκετά μεγαλύτερη απ' τη μητέρα μου, αλλά πολύ μικρότερη απ' τη γιαγιά μου, ήταν δηλαδή σε μια ηλικία που μου ήταν δύσκολο εκείνη την εποχή να την προσδιορίσω ακριβώς. Έμενε λίγα μέτρα πιο κάτω απ' το μαγαζί μας και, εκτός από πελάτισσα, είχε καλές σχέσεις τόσο με τη γιαγιά μου όσο και με τη μητέρα μου. Όσες φορές συναντιόνταν,μιλούσαν εγκάρδια γι αρκετή ώρα, αλλά η συζήτηση γινόταν στη βλάχικη γλώσσα που εγώ δεν τη μιλούσα ή μάλλον καταλάβαινα ελάχιστες λέξεις. Η κυρία Ελεονώρα ήταν χήρα. Είχε δύο κόρες, την Κορνηλία και τη Βερόνα κι έναν γιο, τον Τέλη. Οι κόρες της ήταν μεγαλύτερες απ' τον Τέλη, ο οποίος μόλις είχε τελειώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις κι έψαχνε επίμονα για μια υποφερτή δουλειά, για να υποστηρίξει σαν ο μόνος προστάτης την οικογένεια του. Το να βρεις δουλειά εκείνα τα χρόνια ήταν μάλλον πολύ δύσκολο. Άκουγα, χωρίς να καταλαβαίνω, τον φούρναρη να συζητά με τον πατέρα μου και να λένε πως και για να βρεις δουλειά σαν εργάτης στην οικοδομή, θα έπρεπε να έχεις συστατικό σημείωμα απ' τον βουλευτή. Η οικογένεια της κ. Ελεονώραςψώνιζε απ' το μπακάλικο μας με πίστωση. Δηλαδή τα ψώνια που έκαναν σε καθημερινή βάση, ή όποτε είχαν ανάγκη, τα έγραφε ο πατέρας μου σ' ένα μεγάλο τεφτέρι σημειώνοντας την ημερομηνία, τα είδη που αγόραζαν και το ανάλογο κόστος. Την ίδια εγγραφή έκαναν σ' ένα μικρό τεφτεράκι που το κρατούσε η οικογένεια που ψώνιζε με πίστωση κι όσες φορές έφερνε χρήματα ενημέρωνε αναλόγως και τα δυο βιβλία. Αυτό βέβαια γινόταν σχεδόν με όλες τις οικογένειες της περιοχής. Ήταν δύσκολα εκείνα τα χρόνια και η φτώχεια ήταν σαν μια αρρώστια αναπόφευκτη, κάτι σαν επιδημία.
Ο Τέλης ήταν ένας ψηλός, όμορφος νέος με κόκκινα μάγουλα και είχε περίπου τα τριπλάσια χρόνια από μένα. Ήταν σοβαρός κι εργατικός και δεν παρέλειπε να πληρώνει τα χρέη της οικογένειας και να φροντίζει για τις ανάγκες της. Οι αδελφές του δούλευαν σαν μοδίστρες, μα τα χρήματα που έβγαζαν ήταν λιγοστά και με μέρος αυτών των χρημάτων φρόντιζαν να κάνουν την προίκα τους, γιατί για τα δεδομένα της εποχής ήταν μάλλον γεροντοκόρες κι αυτό ήταν ντροπή για μια κοπέλα τότε. Ο Τέλης αποφάσισε να πάει στη Δυτική Γερμανία σαν εργάτης, γιατί στον τόπο μας έλεγε πως δεν είχε κανένα μέλλον. Παρά τις αντιρρήσεις της μάνας του στο τέλος έφυγε, αφού χαιρέτησε όλη τη γειτονιά. Θυμάμαι σαν να ήταν σήμερα τη μάνα του και τις αδερφές του να τον ξεπροβοδίζουν διασχίζοντας όλη τη συνοικία, μέχρι να φτάσουν στον σταθμό των λεωφορείων. Όταν οι τρεις γυναίκες γύρισαν, ήταν εμφανώς κλαμένες και με λυγμούς καταριόνταν την ξενιτιά. Εγώ τότε παρακολουθούσα αμίλητος, εξ άλλου η συζήτηση γινόταν στα βλάχικα και εγώ μόνο λίγες λέξεις καταλάβαινα. Ο Τέλης βρήκε καλή δουλειά, όπως άκουγα να λένε κι έστελνε χρήματα στην οικογένεια του με τα οποία βελτίωσαν τις συνθήκες ζωής τους και στο τέλος κατάφεραν να παντρευτούν οι δυο αδερφές. Αυτός ήρθε και στους δυο γάμους των αδερφών του. Ήταν εμφανώς καλοντυμένος, αλλά είχε χάσει το κόκκινο χρώμα που είχε στα μάγουλα του. «Φταίει που δεν τον βλέπει ο ήλιος», άκουσα να λένε και τότε έμαθα ότι ο ήλιος στη Γερμανία ήταν λιγοστός σε σχέση με τον τόπο μας. Ο Τέλης έφυγε πάλι για τη Γερμανία και η κυρία Ελεονώρα έμεινε μόνη της, γιατί τα κορίτσια της είχαν κάνει δικές τους οικογένειες κι έμεναν σχετικά μακριά απ' τη γειτονιά μας. Η ρουτίνα στη ζωή της και αυτό που με λαχτάρα περίμενε ήταν το γράμμα του Τέλη. Ο γιος της συνέχισε να δουλεύει και να προκόβει στην ξενιτιά, χωρίς να ξεχνά τη μάνα του. Της έστελνε τακτικά επιστολές με τα νέα του επισυνάπτοντας πάντα γερμανικά χαρτονομίσματα, τα οποία εύκολα τα εξαργύρωνε η μάνα του. Περιοδικά άκουγα τη γιαγιά μου και τη μάνα μου να μιλάνε για τον Τέλη και να λένε «Μπόνο φιτσόρλου», δηλαδή καλό παιδί. Η κυρία Ελεονώρα κάθε φορά που την ειδοποιούσε η μητέρα μου ( συνήθως με μένα) ότι ήρθε γράμμα απ' τον γιο της, έβαζε την Κυριακάτικη φορεσιά της και περπατώντας περήφανα ερχόταν στο μαγαζί μας, να της διαβάσει η μάνα μου το γράμμα, να το συζητήσουν με τη γιαγιά μου και να υπαγορεύσει την απάντηση της. Όλα αυτά είχαν γίνει ρουτίνα και είχα πάψει ν' ασχολούμαι με αυτά δίνοντας περισσότερη βάση στα παιγνίδια και στις σκανταλιές με τους φίλους μου. Μου έχει μείνει όμως ανεξίτηλη στο μυαλό μου η εικόνα της κ. Ελεονώρας ν' ανεβαίνει καλοντυμένη με περηφάνια την ανηφόρα απ' το στενό σοκάκι προς το σπίτι μας. Όποτε την έβλεπα ντυμένη έτσι, ήξερα πως είχε γράμμα απ' τον Τέλη. Είχε γίνει κάτι σαν γιορτή γι αυτήν η κάθε άφιξη επιστολής απ' τον γιο της και φρόντιζε να το γιορτάζει ντυμένη και στολισμένη με τα καλά της.
Μια μέρα, λίγο πριν το μεσημέρι, έφτασα στο μπακάλικο και είδα τη μητέρα μου να κρατά ένα γράμμα στα χέρια της με πολλά γραμματόσημα και ξένα γράμματα και πολλές σφραγίδες. Αφού το περιεργάστηκε για λίγο, με μια αποφασιστική κίνηση το άνοιξε. Αυτό με παραξένεψε, η μητέρα μου δεν συνήθιζε να είναι αδιάκριτη. Την είδα να διαβάζει λίγες γραμμές κι αμέσως να χλομιάζει και να τρέμουν τα χείλη της. Η γιαγιά μου που εμφανίστηκε εκείνη τη στιγμή τη ρώτησε τι έχει. Η μάνα μου της έδειξε το γράμμα. «Από την πρεσβεία της Γερμανίας της είπε. Τέλης...mouri!» Κι αμέσως δάκρυα κύλησαν από τα μάτια. Η γιαγιά μου άρχισε να μουρμουρίζει έναν θρήνο στη βλάχικη γλώσσα, που ήξερα πολύ καλά πως τον έλεγαν στους θανάτους.
Ξαφνιασμένος, μην τολμώντας να ρωτήσω οτιδήποτε κοίταξα προς το βάθος του δρόμου. Είδα την κ. Ελεονώρα ντυμένη στα καλά της ν' ανηφορίζει προς το μαγαζί μας.....
Ο Τέλης ήταν ένας ψηλός, όμορφος νέος με κόκκινα μάγουλα και είχε περίπου τα τριπλάσια χρόνια από μένα. Ήταν σοβαρός κι εργατικός και δεν παρέλειπε να πληρώνει τα χρέη της οικογένειας και να φροντίζει για τις ανάγκες της. Οι αδελφές του δούλευαν σαν μοδίστρες, μα τα χρήματα που έβγαζαν ήταν λιγοστά και με μέρος αυτών των χρημάτων φρόντιζαν να κάνουν την προίκα τους, γιατί για τα δεδομένα της εποχής ήταν μάλλον γεροντοκόρες κι αυτό ήταν ντροπή για μια κοπέλα τότε. Ο Τέλης αποφάσισε να πάει στη Δυτική Γερμανία σαν εργάτης, γιατί στον τόπο μας έλεγε πως δεν είχε κανένα μέλλον. Παρά τις αντιρρήσεις της μάνας του στο τέλος έφυγε, αφού χαιρέτησε όλη τη γειτονιά. Θυμάμαι σαν να ήταν σήμερα τη μάνα του και τις αδερφές του να τον ξεπροβοδίζουν διασχίζοντας όλη τη συνοικία, μέχρι να φτάσουν στον σταθμό των λεωφορείων. Όταν οι τρεις γυναίκες γύρισαν, ήταν εμφανώς κλαμένες και με λυγμούς καταριόνταν την ξενιτιά. Εγώ τότε παρακολουθούσα αμίλητος, εξ άλλου η συζήτηση γινόταν στα βλάχικα και εγώ μόνο λίγες λέξεις καταλάβαινα. Ο Τέλης βρήκε καλή δουλειά, όπως άκουγα να λένε κι έστελνε χρήματα στην οικογένεια του με τα οποία βελτίωσαν τις συνθήκες ζωής τους και στο τέλος κατάφεραν να παντρευτούν οι δυο αδερφές. Αυτός ήρθε και στους δυο γάμους των αδερφών του. Ήταν εμφανώς καλοντυμένος, αλλά είχε χάσει το κόκκινο χρώμα που είχε στα μάγουλα του. «Φταίει που δεν τον βλέπει ο ήλιος», άκουσα να λένε και τότε έμαθα ότι ο ήλιος στη Γερμανία ήταν λιγοστός σε σχέση με τον τόπο μας. Ο Τέλης έφυγε πάλι για τη Γερμανία και η κυρία Ελεονώρα έμεινε μόνη της, γιατί τα κορίτσια της είχαν κάνει δικές τους οικογένειες κι έμεναν σχετικά μακριά απ' τη γειτονιά μας. Η ρουτίνα στη ζωή της και αυτό που με λαχτάρα περίμενε ήταν το γράμμα του Τέλη. Ο γιος της συνέχισε να δουλεύει και να προκόβει στην ξενιτιά, χωρίς να ξεχνά τη μάνα του. Της έστελνε τακτικά επιστολές με τα νέα του επισυνάπτοντας πάντα γερμανικά χαρτονομίσματα, τα οποία εύκολα τα εξαργύρωνε η μάνα του. Περιοδικά άκουγα τη γιαγιά μου και τη μάνα μου να μιλάνε για τον Τέλη και να λένε «Μπόνο φιτσόρλου», δηλαδή καλό παιδί. Η κυρία Ελεονώρα κάθε φορά που την ειδοποιούσε η μητέρα μου ( συνήθως με μένα) ότι ήρθε γράμμα απ' τον γιο της, έβαζε την Κυριακάτικη φορεσιά της και περπατώντας περήφανα ερχόταν στο μαγαζί μας, να της διαβάσει η μάνα μου το γράμμα, να το συζητήσουν με τη γιαγιά μου και να υπαγορεύσει την απάντηση της. Όλα αυτά είχαν γίνει ρουτίνα και είχα πάψει ν' ασχολούμαι με αυτά δίνοντας περισσότερη βάση στα παιγνίδια και στις σκανταλιές με τους φίλους μου. Μου έχει μείνει όμως ανεξίτηλη στο μυαλό μου η εικόνα της κ. Ελεονώρας ν' ανεβαίνει καλοντυμένη με περηφάνια την ανηφόρα απ' το στενό σοκάκι προς το σπίτι μας. Όποτε την έβλεπα ντυμένη έτσι, ήξερα πως είχε γράμμα απ' τον Τέλη. Είχε γίνει κάτι σαν γιορτή γι αυτήν η κάθε άφιξη επιστολής απ' τον γιο της και φρόντιζε να το γιορτάζει ντυμένη και στολισμένη με τα καλά της.
Μια μέρα, λίγο πριν το μεσημέρι, έφτασα στο μπακάλικο και είδα τη μητέρα μου να κρατά ένα γράμμα στα χέρια της με πολλά γραμματόσημα και ξένα γράμματα και πολλές σφραγίδες. Αφού το περιεργάστηκε για λίγο, με μια αποφασιστική κίνηση το άνοιξε. Αυτό με παραξένεψε, η μητέρα μου δεν συνήθιζε να είναι αδιάκριτη. Την είδα να διαβάζει λίγες γραμμές κι αμέσως να χλομιάζει και να τρέμουν τα χείλη της. Η γιαγιά μου που εμφανίστηκε εκείνη τη στιγμή τη ρώτησε τι έχει. Η μάνα μου της έδειξε το γράμμα. «Από την πρεσβεία της Γερμανίας της είπε. Τέλης...mouri!» Κι αμέσως δάκρυα κύλησαν από τα μάτια. Η γιαγιά μου άρχισε να μουρμουρίζει έναν θρήνο στη βλάχικη γλώσσα, που ήξερα πολύ καλά πως τον έλεγαν στους θανάτους.
Ξαφνιασμένος, μην τολμώντας να ρωτήσω οτιδήποτε κοίταξα προς το βάθος του δρόμου. Είδα την κ. Ελεονώρα ντυμένη στα καλά της ν' ανηφορίζει προς το μαγαζί μας.....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου