Του Γ. Μ. Σηφάκη
Το παρακάτω απόσπασμα που δημοσιεύουμε είναι από την εισήγηση του κ. Γ. Μ. Σηφάκη με τίτλο “Προβλήματα έκδοσης των δημοτικών τραγουδιών” που έγινε στο πλαίσιο της Ζ’ επιστημονικής συνάντησης με θέμα “Εκδοτικά και ερμηνευτικά ζητήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας”( Θεσσαλονίκη 1998).
“…Πρόκειται για το κρητικό «ριζίτικο» τραγούδι «Πότε θα κάμει ξαστεριά», που έγινε γνωστό σε όλη την Ελλάδα, ιδίως στα αστικά κέντρα, τα χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Το παράδειγμα αυτό, πρέπει να πω, είναι μάλλον ακραίο (αλλά γι’ αυτό ίσως διδακτικότερο), διότι η μορφή που έχει πάρει το τραγούδι (από το γύρισμα του αιώνα ίσως ή λίγο νωρίτερα και εξής) είναι προβληματική — μολονότι βέβαια νομιμοποιείται από την ίδια της την επικράτηση. Από την άλλη μεριά, υπάρχουν .........
......καταγραμμένες παραλλαγές νοηματικά ομαλότερες, που μας επιτρέπουν να διακρίνουμε τα στάδια εξέλιξης του τραγουδιού, επομένως και να αποκαταστήσομε μιαν παλαιότερη και «ορθότερη» (έστω και εντός εισαγωγικών) μορφή του.
Παραθέτω εδώ μια παραλλαγή που κατέγραψε ο Δημήτριος Πετρόπουλος το 1953 στους Λάκκους της Κυδωνιάς (του Νομού Χανίων)[1], που συμπίπτει λίγο πολύ με την κοινή μορφή με την οποία διαδόθηκε το τραγούδι στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και τις αρχές της δεκαετίας του ’70:
1. Πότε θα κάμει ξεστεριά, πότε θα φλεβαρίσει,
να πάρω το ντουφέκι μου, την όμορφη πατρόνα,
να κατεβώ στον Ομαλό, στη στράτα τω Μουσούρω,
να κάμω μάνες δίχως γιους, γυναίκες χωρίς άντρες,
να κάμω και μωρά παιδιά να ‘ναι δίχως μανάδες,
να κλαιν τη νύχτα για νερό και την αυγή για γάλα
και τ’ αποδιαφωτίσματα για την καημένη μάνα.
Για τους νέους που τραγουδούσαν το τραγούδι αυτό τον καιρό της Επταετίας, άνοιξη και ξαστεριά σήμαινε εξέγερση κατά της δικτατορίας, όταν σαν άλλοι κλέφτες από τα βουνά θα κατέβαιναν να εξοντώσουν τους εχθρούς της δημοκρατίας και του λαού, άνδρες και γυναίκες εξίσου. Αυτό είναι το παράλληλο νόημα που αποκτά ένα τραγούδι από τα ειδικά κοινωνικά του συμφραζόμενα τον καιρό που τραγουδιέται (performative meaning, κατά τον όρο της ανθρωπολογίας).
Πώς όμως θα καταλάβαιναν το ίδιο αυτό τραγούδι οι “Ριζίτες”, οι κάτοικοι των ορεινών χωριών των Χανιών, ας πούμε, στο γύρισμα του αιώνα – η πρώτη εκδεδομένη παραλλαγή του τραγουδιού βρίσκεται ήδη στη συλλογή του Αντωνίου Γιανναράκι, που βγήκε το 1876[2] -; Το παραπάνω κείμενο δεν δίνει καθόλου ικανοποιητικό νόημα. Πού διαχειμάζει ο κλέφτης ή αντάρτης που περιμένει την άνοιξη; «Για να μπορεί να κατεβεί στον Ομαλό», παρατηρεί ο Samuel Baud-Bovy στο μεγάλο έργο του για τα τραγούδια της δυτικής Κρήτης[3], «θα έπρεπε να έχει περάσει τον χειμώνα χαμένος μέσα στα χιόνια των Λευκών Ορέων». Ο Ομαλός είναι το γνωστό οροπέδιο της δυτικής Κρήτης, που βρίσκεται πιο ψηλά από όλα τα γύρω χωριά, σε υψόμετρο 1050 μέτρων. Ένα μέρος του οροπεδίου καλλιεργείται και παράγει σιτάρι και κριθάρι, γράφει ο Νικήστρατος Καλομενόπουλος στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, «συνάμα δε παρέχει εκτεταμένος και παχείας νομάς εις τα από των παρακειμένων επαρχιών Σελίνου και Κυδωνιάς ανερχόμενα κατά το θέρος παμπληθή ποίμνια. [...] Αμα τη επελεύσει του χειμώνος το οροπέδιον τούτο καλύπτεται υπό χιόνων πολλών μέτρων ύψους, ούτως ώστε η εν χειμώνι εις αυτό διαμονή ανθρώπων και ζώων καθίσταται αδύνατος. Κατοικείται μόνον από του έαρος μέχρι του φθινοπώρου υπό των από Σελίνου και Κυδωνιάς ανερχομένων γεωργών και ποιμένων, ων οι οικίσκοι είναι εκτισμένοι κατά μήκος του αρκτικού και του μεσημβρινού αυτού χείλους»[4].
Εν όψει των δεδομένων αυτών, δεν νομίζω πως υπάρχει αμφιβολία ότι η ορθή γραφή είναι «και ν’ ανεβώ στον Ομαλό», που τη συναντούμε στην παραλλαγή Γιανναράκι και άλλες, εκδεδομένες και ανέκδοτες, αντί του να «κατεβώ» της παραπάνω παραλλαγής. Ολόκληρη η παραλλαγή Γιανναράκι έχει ως εξής[5]:
2. Πότες να κάμει ξεστεριά, πότες να φλεβαρίσει,
να πάρω το τουφέκι μου, το περδικόπανό μου,
και ν’ ανεβώ στον Ομαλό, στη στράτα τω Μουσουρω,
να κάμω μάνες δίχως γιους, γυναίκες δίχως άντρες;
Το κείμενο τούτο λύνει ένα πρόβλημα, αλλά θέτει άλλα μεγαλύτερα. Ποιους απειλεί να σκοτώσει αυτή τη φορά ο ένοπλος αντάρτης ανεβαίνοντας στον Ομαλό; «Στις κρητικές επαναστάσεις», γράφει ο Baud-Bovy, «ο Ομαλός ήταν πάντα το καταφύγιο των κατοίκων των ριζών, όταν τους κυνηγούσαν από τα χωριά τους τα στρατεύματα του σουλτάνου. Δεν θα μπορούσε, λοιπόν, ποτέ να λεχθεί για τους Λακκιώτες ότι θα ανέβαιναν στον Ομαλό για να αιματοκυλίσουν τους εχθρούς τους• έπρεπε να κατεβούν για να ρίχτουν απάνω τους, πράγμα που ίσως εξηγεί, παρά τον παραλογισμό που συνεπάγεται, την αντικατάσταση του “και ν’ ανεβώ” από το “να κατεβώ στον Ομαλό”» (αυτ., σημ. 3).
Ακόμη, η «πατρόνα», στον δεύτερο στίχο, έχει γίνει τώρα «περδικόπανο». Η πατρόνα, όπως σημειώνει ο Πετρόπουλος υπομνηματίζοντας το τραγούδι που κατέγραψε σε αποστολή της Ακαδημίας Αθηνών το 1953, «κατά πληροφορίας πολλών γερόντων που ρωτήσαμε στα χωριά, [...] είναι η παλάσκα, η φυσιγγιοθήκη και όχι είδος όπλου»[6]. Η πατρόνα, λοιπόν, είναι κι αυτή όργανο του πολέμου• αλλά το περδικόπανο της παραλλαγής Γιανναράκι; Ο εκδότης επιχειρεί μιαν ερμηνεία της λέξης στο λεξιλόγιο της συλλογής του, που δεν είναι και τόσο πειστική. Εκλαμβάνει δηλαδή το περδικόπανο ως απλολογία του αμάρτυρου περδικοκόπανο (το οποίο θεωρεί σύνθετο από τις λέξεις πέρδικα και κόπανο, και το ερμηνεύει ως «Beiname der Flinte», παρωνύμιο του τουφεκιού ή του δίκαννου (τι ήταν όμως το περδικόπανο θα το δούμε λίγο παρακάτω). Ο καλός φιλόλογος προσπαθεί να σώσει έτσι το πολεμικό νόημα του στίχου, αλλά τι γίνεται με το νόημα του τραγουδιού, στο οποίο μάλιστα δίνει τον τίτλο «Το πεθυμιό»; Λαχταρά λοιπόν ένας παλικαράς τον ερχομό της άνοιξης, για να βγει στον Ομαλό και ν’ αρχίσει να σκοτώνει άλλους παλικαράδες σαν κι αυτόν;
Μολονότι ο Αντώνιος Γιανναράκις ήξερε τα ήθη των κατοίκων των Λευκών Ορέων πολύ καλύτερα από μένα, όπως ήξερε και άλλα τραγούδια του ίδιου γενικού τύπου, με τα οποία ο τραγουδιστής εκφράζει μιαν όχι ρεαλιστική ή εκπληρώσιμη επιθυμία (π.χ. «να ‘χεν η γης πατήματα κι ο ουρανός κερκέλια…», «Χριστέ μου, και να κάτεχα ποιο μήνα θ’ αποθάνω…», «Χριστέ, και να κατέβαινε βρύση απού τη μαδάρα…», κ.τ.λ.), το βάρβαρο ήθος του τραγουδιού σ’ αυτήν τη μορφή ήταν προφανώς ανυπόφορο ακόμη και για τους ίδιους τους Ριζίτες, εξού και η διόρθωση του «και ν’ ανεβώ» σε «να κατεβώ», οπότε το τραγούδι αλλάζει νόημα (έστω κι αν αυτό έρχεται σε αντίθεση με την ανθρωπογεωγραφία του βουνού). Σύμφωνα με σχόλιο του Πετρόπουλου, «το τραγούδι, λένε [δηλαδή οι πληροφοριοδότες του από τους Λάκκους], υπαινίσσεται τους χαΐνηδες [αντάρτες] των Λευκών Ορέων που περίμεναν να βρουν την κατάλληλη ευκαιρία να κατεβούν στον Ομαλό, για να εκδικηθούν τους Τούρκους». Η αλλαγή αυτή διευκολύνθηκε από άλλα τραγούδια με πολεμικό περιεχόμενο, όπως εκείνο του «αράθυμου» Γιάννη, που λαχταρά να κράξουν οι πετεινοί και να ξημερώσει, για
3. να κατεβώ στον πόλεμο, να πολεμήσω πάλι,
να κάμω μάνες δίχως γιους, γυναίκες δίχως άντρες.[7]
Πριν όμως επιχειρήσομε τη δική μας αποκατάσταση, πρέπει να δούμε μερικά ακόμα τραγούδια από τη συλλογή του Γιανναράκι, που θα μας βοηθήσουν να καταλάβομε καλύτερα το δικό μας. Γιατί ισχύει κι εδώ ό,τι ακριβώς ισχύει για τα αρχαία και τα βυζαντινά κείμενα: Αν δεν τα καταλαβαίνει κανείς καλά, δεν μπορεί να τα εκδώσει. Και τα παραδοσιακά κείμενα δεν τα καταλαβαίνει κανείς μόνα τους και ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, αν δεν τα συσχετίσει αναμεταξύ τους και δεν κατανοήσει τους σημασιακούς τους κώδικες και το ποιητικό νόημα των τυπικών τους στίχων[8]. Ιδού πρώτα ένα τραγούδι πολύ όμοιο με την «Ξαστεριά», που μοιάζει σαν επιβίωμα από μια παλαιότερη εποχή, πριν από τα πυροβόλα όπλα:
4. Το πεθυμιό
Χριστέ, να ζωνόμουν σπαθί και να ’πιανα κοντάρι,
να πρόβαινα στον Ομαλό, στη στράτα τω Μουσούρω,
να σύρω τ’ αργυρό σπαθί και το χρυσό κοντάρι
να κάμω μάνες δίχως γιους, γυναίκες δίχως άντρες,
να κάμω και μωρά παιδιά με δίχως τσι μανάδες.[9]
Το τραγούδι αυτό έχει ακριβώς το ίδιο νόημα με την «Ξαστεριά», αλλά, ακόμη κι αν απηχεί μια παλαιότερη μορφή του ίδιου τραγουδιού[10], πρέπει να το εκδώσομε χωριστά, όπως το κάνει και ο Γιανναράκις. Είναι επίσης δείγμα του ίδιου πολεμόχαρου ήθους, γι’ αυτό ο εκδότης δικαιολογημένα του έχει δώσει και τον ίδιο τίτλο, «Το πεθυμιό».
Ιδού τώρα κι ένα τραγούδι με κάπως μυστηριώδες περιεχόμενο, που ίσως μας βοηθήσει να διεισδύσομε στη νοοτροπία των ορεσίβιων χωρικών και ποιμένων των Λευκών Ορέων.
5. Που θε να βγει στον Ομαλό, να ‘ν’ αναγυρισμένος.
Λακκιώτ’ ας κάμει σύντεκνο και Σφακιανό κουμπάρο
κι Αγιορηνιώτ’ αδερφοχτό, Πανηχωρίτη φίλο·
τότες να βγει στον Ομαλό, να ‘ν’ αναγυρισμένος.[11]
«Αναγυρισμένος» σημαίνει ταξιδεμένος, κοσμογυρισμένος κατά Γιανναράκι, έστω κι αν ο κόσμος του τραγουδιού αποτελείται από τα χωριά γύρω από το οροπέδιο. Γιατί όμως πρέπει να φτιάξει κανείς τόσες κουμπαριές και φιλίες πριν ξεμυτίσει στον Ομαλό; Ασφαλώς όχι μόνο για να έχει συντροφιά στις αποσπερίδες του καλοκαιριού, αλλά προφανώς γιατί το ανέβασμα στο οροπέδιο εγκυμονεί, ή πάντως εγκυμονούσε, κινδύνους. Και οι κίνδυνοι αυτοί, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι, είχαν σχέση με δύο αιτίες για τις οποίες τα κρητικά βουνά είναι διαβόητα, τη ζωοκλοπή και τη βεντέτα[12]. Αν προσθέσομε σ’ αυτές και τις διεκδικήσεις καλλιεργήσιμης γης και βοσκοτόπων, μπορούμε να φανταστούμε γιατί το οροπέδιο ήταν και πεδίο ανταγωνισμών, επίδειξης όπλων και παλικαριάς, και ενίοτε αιματηρών συγκρούσεων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον από αυτήν τη σκοπιά παρουσιάζει το τραγούδι υπ’ αρ. 8 (σ. 6) της συλλογής Γιανναράκι:
6. Μωρέ κοπέλια Σφακιανά, όσα ‘στεν των αρμάτω,
πιάστε τα και γρακήξετε στον Ομαρό να πάμε,
κι εκάμαν πάλι φονικόν οι γι-Αρχοντομουσούροι[13] ·
το Γιάνναρη σκοτώσασιν, τον νιον τον παινεμένο[14] .
Από αυτό όμως το επίπεδο της κοινωνικής ζωής, που αντικατοπτρίζεται σε πολλά ριζίτικα τραγούδια εμπνευσμένα από τη ζωή των βοσκών και των κυνηγών, ίσαμε την υποτιθέμενη πολεμόχαρη επιθυμία του ήρωα του τραγουδιού μας να ανεβεί στον Ομαλό, για ν’ αρχίσει τους φόνους, υπάρχει μεγάλη απόσταση – όσο κι αν υποθέσουμε ότι λειτουργεί εδώ η συνηθισμένη εξιδανικευτική υπερβολή του δημοτικού τραγουδιού.
Τη λύση του προβλήματος θα τη βρούμε σε άλλες λιγότερο διαδεδομένες παραλλαγές του τραγουδιού μας, αλλά πιο μπροστά να σταθούμε για λίγο στη λέξη «περδικόπανο», που δεν σημαίνει το τουφέκι ή τον τσιφτέ, όπως νόμιζε ο Γιανναράκις, αλλά ήταν ένα από τα σύνεργα του κυνηγιού της πέρδικας. Παραθέτω και πάλι από το σχετικό λήμμα, «Περδικοπάνι», της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας: «Μέσον προς προσέλκυσιν υπό του ενεδρεύοντος κυνηγού των ορεινών περδίκων [...]. Αποτελείται εκ τεταμένου υφάσματος εμβαδού πλέον του τετραγωνικού μέτρου και πως μείζονος καθ’ ύψος του αναστήματος του κυνηγού [...] και συνίσταται εκ λευκών και ερυθρών τετραγωνιδίων, εναλλάξ συνερραμμένων. Το ύφασμα τούτο τείνεται κατά τας πλευράς διά ξύλινου ή συρμάτινου πλαισιώματος και προσαρτάται από του μέσου επί κοντού αιχμηρού εις το κάτω άκρον, ίνα εν ανάγκη δύναται να εμπήγνυται και εις το έδαφος [...]. Επί του περδικοπανίου τούτου διανοίγονται τρεις οπαί, ων αι δύο χρησιμεύουσι διά να βλέπη ο κυνηγός και η τρίτη διά να διαπερά ούτος την κάννην του κυνηγετικού του όπλου [,..]. Το μέσον τούτο απαγορεύεται υπό των κειμένων περί θήρας εν Ελλάδι διατάξεων». Αυτά έγραφε το 1932 ο Φ. Δ. Γεωργαντάς[15] (αλλά αμφιβάλλω βέβαια αν τα περί απαγορεύσεως του εν λόγω επινοήματος ήταν ποτέ γνωστά στο οροπέδιο του Ομαλού).
Εν πάση περιπτώσει, ο στίχος «να πάρω το τουφέκι μου, το περδικόπανό μου» σημαίνει (ως ποιητικό «σημείο») να πάω να κυνηγήσω πέρδικες, όχι ανθρώπους. Ανθρώπους, εξάλλου, στα δημοτικά μας τραγούδια κυνήγα μόνο ο Χάρος[16]. Οι στίχοι πάλι για τα μωρά χωρίς μανάδες, όπως αυτοί της παραλλαγής Πετρόπουλου (παράδειγμα 1) προέρχονται από τα τραγούδια του Χάρου και του κάτω κόσμου, που αποτελούν μεγάλη κατηγορία τραγουδιών σε όλες τις ελληνόφωνες περιοχές. Αντιγράφω από ένα σχετικό τραγούδι της συλλογής Γιανναράκι:
7. Στον ουρανό χορεύγουνε, στον Νάδη γάμο κάνου
κι εμπέψαν κι εκαλέσανε ούλους τσι πρικαμένους.
Χριστέ, να μ’ εκαλιούσανε κι εμέ τον πρικαμένο,
……………………………………………………………………….
να ιδώ τσι νιους πώς κείτουνται, τσ’ άγγουρους πώς κοιμούνται,
να ιδώ και τα μωρά παιδιά πώς κάνου δίχως μάνα·
τη νύχτ’ αν κλαίνε για βυζί και την αυγή για γάλα
και τ’ αποδιαφωτίσματα για την καημένη μάνα[17].
Μια σύγκριση των τριών τελευταίων στίχων του παραδείγματος αυτού με τους αντίστοιχους στίχους του παραδείγματος 1 δείχνει αμέσως μέσα σε ποιο ποιητικό περιβάλλον δημιουργήθηκαν και πόσο βάρβαρα, κυριολεκτικά, διασκευάστηκαν, για να ενταχθούν σε έναν νέο σημασιακό συσχετισμό στην «Ξαστεριά»[18], όπου πάντως είχαν λαμπρή σταδιοδρομία, όπως δείχνουν αρκετές παραλλαγές[19].
Για να ανακεφαλαιώσουμε, αν δεχτούμε ως ορθότερες τις γραφές της παλαιότερης από τις παραλλαγές μας (παράδειγμα 2), δηλαδή «περδικόπανο», «και ν’ ανεβώ» αντί «πατρόνα» και «να κατεβώ», τότε είμαστε υποχρεωμένοι να υποθέσουμε ότι η παραλλαγή Γιανναράκι δεν δίνει ικανοποιητικό νόημα, επειδή είναι λειψή. Ξέρομε άλλωστε ότι τα τραγούδια σχεδόν ποτέ δεν τράγουδιούνται ολόκληρα, γι’ αυτό δεν είναι δύσκολο να ξεχαστούν ορισμένοι στίχοι· ενώ προσθήκη στίχων γίνεται κατά κανόνα με συμφυρμούς, ενίοτε με έκδηλα τα σημάδια της συγκόλλησης (πράγμα που νομίζω ότι έχει γίνει με τους τελευταίους στίχους για τα μωρά, που μόλις είδαμε).
Ευτυχώς, υπάρχουν και παραλλαγές που παραδίδουν το τραγούδι μας πλήρες. Που δεν είναι δηλαδή άλλα τραγούδια, με περισσότερους στίχους και διαφορετικό νόημα, αλλά, πιστεύω, παραλλαγές της «Ξαστεριάς» στην πλήρη μορφή της, στη μορφή ακριβώς που πρέπει να συμπεριληφθεί στον θησαυρό του δημοτικού τραγουδιού (όταν υπάρξει). Οι άλλες, οι ομολογουμένως γνωστότερες, παραλλαγές έχουν θέση μόνο σε ένα αρχείο ή βάση δεδομένων, όπου μπαίνουν τα πάντα, τραγούδια και παραλλαγές, χωρίς εξαιρέσεις, χωρίς ερμηνείες, χωρίς αξιολογήσεις.
Παραλλαγές, λοιπόν, της πληρέστερης μορφής του τραγουδιού μού είναι γνωστές τρεις. Η πρώτη είναι δημοσιευμένη στο βιβλίο του Παύλου Βλαστού Ο γάμος εν Κρήτη, που τυπώθηκε στην Αθήνα το 1893[20], η δεύτερη (από τα Σφακιά) δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ελληνικά Γράμματα το 1929[21] και η τρίτη δημοσιεύθηκε λίγο αργότερα στην Ιστορία της Κρήτης του Παναγιώτη Κ. Κριάρη, που εκδόθηκε σε τρεις τόμους από το 1930 ως το 1935[22]. Για να μη σας κουράσω, δεν θα σας δώσω χωριστά τα κείμενα των παραλλαγών αυτών (που παρουσιάζουν πολύ μικρές γλωσσικές διαφορές η μια από την άλλη), αλλά το τελικό κείμενο με κριτικό υπόμνημα, που άλλωστε συμπίπτει με την παραλλαγή Βλαστού.
8. Το πεθύμιο
Πότε να κάμει ξεστεριά, πότε να φλεβαρίαει,
να πάρω το τουφέκι μου, το περδικόπανό μου,
και ν’ ανεβώ στον Ομαλό, στη στράτα τω Μουσούρω,
να στέσω το καλύβι μου στον καθαρόν αέρα,
και πότε λίγο χαμηλά να κάνω μια σπεράδα[23],
να βρω δικούς κι αδερφοχτούς ψωμί, κρασί, να φέρουν
κι α λάχει οχθρός, να παίζομε σημάδι με σημάδι,
να κάμω μάνες δίχως γιους, γυναίκες δίχως άντρες,
κι ας κάμω και την αγαπώ τα μαύρα να φορέσει.
1 να κάμει Γιάνναράκις[24], Βλαστός[25], Βιάννος[26]: θα κάμει Βουτετάκης[27] κτλ. // 2 το περδικόπανο μου Γιανναράκις, Βλαστός, Ελλ. Γράμματα[28]: την όμορφη πατρόνα Βουτετάκης κτλ. // 4-7 παραδίδονται από Βλαστό, Ελλ. Γράμματα, Κριάρη[29], παραλείπονται από Γιανναράκι κτλ. // 6 αδερφοχτούς Βλαστός, Κριάρης: αδερφοχτούς Ελλ. Γράμματα // 7 παίζομε Βλαστός, Κριάρης: παίξομε Ελλ. Γράμματα // μετά τον στ.8 Βουτετάκης, Βιάννος, νεότεροι, προσθέτουν τους στίχους:
να κάμω και μωρά παιδιά να ‘ναι δίχως μανάδες,
να κλαιν τη νύχτα για βυζί και την αυγή για γάλα
και τ’ αποδιαφωτίαματα για την καημένη μάνα.
9 Βλαστός, Ελλ. Γράμματα, Κριάρης : παραλείπεται από Γιανναράκι κτλ,
Απαλλαγμένο από παραλογισμούς και την πολεμόχαρη μανία του επίδοξου «χαΐνη», όπως τον ονομάζει ένας από τους πληροφοριοδότες που υπαγόρευσε το τραγούδι στην E. Ludeke το 1936[30], το τραγούδι τώρα λάμπει από αρχοντιά, αγάπη για τη ζωή στο βουνό, και διάθεση για παιγνίδι, είτε πρόκειται για το κυνήγι της πέρδικας είτε για σοβαρή μονομαχία, που θα μπορούσε να καταλήξει και στον θάνατο του παλικαριού, που εκφράζει με το τραγούδι τούτο την προσμονή της άνοιξης και της επιστροφής του στην ιδιόμορφη ζωή του οροπεδίου[31].
Θα ήθελα ακόμη, εν είδει επιλόγου, να αναφερθώ σε δυο ζητήματα. Το πρώτο έχει να κάμει με το παράδειγμα 4 και τη μορφή που πρέπει να είχε το τραγούδι αυτό, πριν εξομοιωθεί προς το παράδειγμα 1. Μολονότι δεν θα ήταν αδύνατο να το «συμπληρώσομε» με βάση τις παραλλαγές του παραδείγματος 7 (ο στίχος 7 τότε θα γινόταν «κι α λάχει οχτρός, να παίζομε κοντάρι με κοντάρι»), αυτό θα ισοδυναμούσε με δραστική επέμβαση στο κείμενο, που δεν τη θεωρώ επιτρεπτή.
Το δεύτερο ζήτημα είναι γιατί η συντομευμένη, πολεμική, παραλλαγή εξετόπισε ουσιαστικά την πληρέστερη; Εδώ μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνομε. Παραδείγματος χάριν, μπορεί, σε μιαν από τις πολλές συγκρούσεις χριστιανών και μουσουλμάνων στην Κρήτη, το τραγούδι να πήρε πολεμικό χαρακτήρα (με σχετικές αλλαγές και κυρίως παραλείψεις στίχων), και αυτό το πρόσθετο και περιστασιακό νόημα να παγιώθηκε ύστερα από πολλές επαναλήψεις και βαθμιαία να εξετόπισε το αρχικό νόημα, με αποτέλεσμα η «κυνηγετική», ας την πούμε, παραλλαγή να ακούγεται όλο και σπανιότερα σε σχέση με την πολεμική. Στη μεταμόρφωση του τραγουδιού, ωστόσο, θα συνετέλεσε ασφαλώς και η μουσική.
Η συμβολή του Βaud-Bovy εδώ είναι αληθινά πολύτιμη. Έχοντας καταγράψει, μελετήσει και ταξινομήσει όλες τις μελωδίες των ριζίτικων τραγουδιών, ο μεγάλος Ελβετός εθνομουσικολόγος δεν δυσκολεύτηκε να διακρίνει ότι η μελωδία του τραγουδιού μας είναι συμπίλημα παραδοσιακών και νεοτερικών, δυτικοευρωπαϊκών στοιχείων. Από το ένα μέρος, η μουσική στροφή ακολουθεί τον παραδοσιακό τύπο των τριών ημιστιχίων, ενώ, από το άλλο, η μελωδία του τραγουδιού «κατέχει μοναδική θέση ανάμεσα στα τραγούδια της δυτικής Κρήτης», αφού είναι η μόνη που ακολουθεί τη μείζονα κλίμακα της δυτικής μουσικής. Το τραγούδι μας, εξάλλου, εμφανίζει μιαν εξαιρετικά κανονική ρυθμική αγωγή, πράγμα που επιτρέπει να τραγουδιέται και σαν εμβατήριο. Επισημαίνοντας, επιπλέον, ορισμένα περάσματα της μελωδίας που εμφανίζονται κατά κανόνα σε τραγούδια πατριωτικά και πολεμικά («αρχίζοντας από την Μασσαλιώτιδα»), ο Βaud-Bovy συμπεραίνει ότι το τραγούδι έχει διασκευασθεί από κάποιον γνώστη της ευρωπαϊκής μουσικής· και επειδή η μελωδία του δεν συμπεριλαμβάνεται στις μουσικές ανθολογίες των Σιγάλα και Βλαστού[32], που συνέλεξαν το υλικό τους μεταξύ των ετών 1860 και 1870, καταλήγει στο ότι η συγκρότηση της πρέπει να έγινε όχι πριν από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα[33].
Από τα ίδια χρόνια προέρχονται οι παλαιότερες καταγραφές των στίχων του τραγουδιού, η πλήρης, όπως υποστηρίζω, παραλλαγή Βλαστού (δηλαδή το παράδειγμα και η παραλλαγή Γϊανναράκι (παράδειγμα 2), που δεν παρουσιάζει ακόμα προσμίξεις, διατηρεί τους τύπους «και ν’ ανεβώ» και «περδικόπανο», αλλά έχοντας περιορισθεί σε τέσσερις στίχους μόνο βρίσκεται ήδη στην πορεία μεταμόρφωσης του τραγουδιού από κυνηγετικό σε πολεμικό. Απεναντίας, το παράδειγμα 4, αφενός, διασώζει στοιχεία μιας εποχής παλαιότερης από τα πυροβόλα όπλα, αφετέρου, έχει ήδη εντελώς πολεμικό χαρακτήρα και τον στίχο «να κάμω και μωρά παιδιά με δίχως τσι μανάδες», που πιστεύω, μαζί με τον Baud-Bovy, ότι έχει προέλθει από τραγούδια του Χάρου (πρβ. το παράδειγμα 7).
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ
ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΩΝ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΡΕΘΥΜΝΟ.
ΠΗΓΗ
Το παρακάτω απόσπασμα που δημοσιεύουμε είναι από την εισήγηση του κ. Γ. Μ. Σηφάκη με τίτλο “Προβλήματα έκδοσης των δημοτικών τραγουδιών” που έγινε στο πλαίσιο της Ζ’ επιστημονικής συνάντησης με θέμα “Εκδοτικά και ερμηνευτικά ζητήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας”( Θεσσαλονίκη 1998).
“…Πρόκειται για το κρητικό «ριζίτικο» τραγούδι «Πότε θα κάμει ξαστεριά», που έγινε γνωστό σε όλη την Ελλάδα, ιδίως στα αστικά κέντρα, τα χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Το παράδειγμα αυτό, πρέπει να πω, είναι μάλλον ακραίο (αλλά γι’ αυτό ίσως διδακτικότερο), διότι η μορφή που έχει πάρει το τραγούδι (από το γύρισμα του αιώνα ίσως ή λίγο νωρίτερα και εξής) είναι προβληματική — μολονότι βέβαια νομιμοποιείται από την ίδια της την επικράτηση. Από την άλλη μεριά, υπάρχουν .........
......καταγραμμένες παραλλαγές νοηματικά ομαλότερες, που μας επιτρέπουν να διακρίνουμε τα στάδια εξέλιξης του τραγουδιού, επομένως και να αποκαταστήσομε μιαν παλαιότερη και «ορθότερη» (έστω και εντός εισαγωγικών) μορφή του.
Παραθέτω εδώ μια παραλλαγή που κατέγραψε ο Δημήτριος Πετρόπουλος το 1953 στους Λάκκους της Κυδωνιάς (του Νομού Χανίων)[1], που συμπίπτει λίγο πολύ με την κοινή μορφή με την οποία διαδόθηκε το τραγούδι στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και τις αρχές της δεκαετίας του ’70:
1. Πότε θα κάμει ξεστεριά, πότε θα φλεβαρίσει,
να πάρω το ντουφέκι μου, την όμορφη πατρόνα,
να κατεβώ στον Ομαλό, στη στράτα τω Μουσούρω,
να κάμω μάνες δίχως γιους, γυναίκες χωρίς άντρες,
να κάμω και μωρά παιδιά να ‘ναι δίχως μανάδες,
να κλαιν τη νύχτα για νερό και την αυγή για γάλα
και τ’ αποδιαφωτίσματα για την καημένη μάνα.
Για τους νέους που τραγουδούσαν το τραγούδι αυτό τον καιρό της Επταετίας, άνοιξη και ξαστεριά σήμαινε εξέγερση κατά της δικτατορίας, όταν σαν άλλοι κλέφτες από τα βουνά θα κατέβαιναν να εξοντώσουν τους εχθρούς της δημοκρατίας και του λαού, άνδρες και γυναίκες εξίσου. Αυτό είναι το παράλληλο νόημα που αποκτά ένα τραγούδι από τα ειδικά κοινωνικά του συμφραζόμενα τον καιρό που τραγουδιέται (performative meaning, κατά τον όρο της ανθρωπολογίας).
Πώς όμως θα καταλάβαιναν το ίδιο αυτό τραγούδι οι “Ριζίτες”, οι κάτοικοι των ορεινών χωριών των Χανιών, ας πούμε, στο γύρισμα του αιώνα – η πρώτη εκδεδομένη παραλλαγή του τραγουδιού βρίσκεται ήδη στη συλλογή του Αντωνίου Γιανναράκι, που βγήκε το 1876[2] -; Το παραπάνω κείμενο δεν δίνει καθόλου ικανοποιητικό νόημα. Πού διαχειμάζει ο κλέφτης ή αντάρτης που περιμένει την άνοιξη; «Για να μπορεί να κατεβεί στον Ομαλό», παρατηρεί ο Samuel Baud-Bovy στο μεγάλο έργο του για τα τραγούδια της δυτικής Κρήτης[3], «θα έπρεπε να έχει περάσει τον χειμώνα χαμένος μέσα στα χιόνια των Λευκών Ορέων». Ο Ομαλός είναι το γνωστό οροπέδιο της δυτικής Κρήτης, που βρίσκεται πιο ψηλά από όλα τα γύρω χωριά, σε υψόμετρο 1050 μέτρων. Ένα μέρος του οροπεδίου καλλιεργείται και παράγει σιτάρι και κριθάρι, γράφει ο Νικήστρατος Καλομενόπουλος στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, «συνάμα δε παρέχει εκτεταμένος και παχείας νομάς εις τα από των παρακειμένων επαρχιών Σελίνου και Κυδωνιάς ανερχόμενα κατά το θέρος παμπληθή ποίμνια. [...] Αμα τη επελεύσει του χειμώνος το οροπέδιον τούτο καλύπτεται υπό χιόνων πολλών μέτρων ύψους, ούτως ώστε η εν χειμώνι εις αυτό διαμονή ανθρώπων και ζώων καθίσταται αδύνατος. Κατοικείται μόνον από του έαρος μέχρι του φθινοπώρου υπό των από Σελίνου και Κυδωνιάς ανερχομένων γεωργών και ποιμένων, ων οι οικίσκοι είναι εκτισμένοι κατά μήκος του αρκτικού και του μεσημβρινού αυτού χείλους»[4].
Εν όψει των δεδομένων αυτών, δεν νομίζω πως υπάρχει αμφιβολία ότι η ορθή γραφή είναι «και ν’ ανεβώ στον Ομαλό», που τη συναντούμε στην παραλλαγή Γιανναράκι και άλλες, εκδεδομένες και ανέκδοτες, αντί του να «κατεβώ» της παραπάνω παραλλαγής. Ολόκληρη η παραλλαγή Γιανναράκι έχει ως εξής[5]:
2. Πότες να κάμει ξεστεριά, πότες να φλεβαρίσει,
να πάρω το τουφέκι μου, το περδικόπανό μου,
και ν’ ανεβώ στον Ομαλό, στη στράτα τω Μουσουρω,
να κάμω μάνες δίχως γιους, γυναίκες δίχως άντρες;
Το κείμενο τούτο λύνει ένα πρόβλημα, αλλά θέτει άλλα μεγαλύτερα. Ποιους απειλεί να σκοτώσει αυτή τη φορά ο ένοπλος αντάρτης ανεβαίνοντας στον Ομαλό; «Στις κρητικές επαναστάσεις», γράφει ο Baud-Bovy, «ο Ομαλός ήταν πάντα το καταφύγιο των κατοίκων των ριζών, όταν τους κυνηγούσαν από τα χωριά τους τα στρατεύματα του σουλτάνου. Δεν θα μπορούσε, λοιπόν, ποτέ να λεχθεί για τους Λακκιώτες ότι θα ανέβαιναν στον Ομαλό για να αιματοκυλίσουν τους εχθρούς τους• έπρεπε να κατεβούν για να ρίχτουν απάνω τους, πράγμα που ίσως εξηγεί, παρά τον παραλογισμό που συνεπάγεται, την αντικατάσταση του “και ν’ ανεβώ” από το “να κατεβώ στον Ομαλό”» (αυτ., σημ. 3).
Ακόμη, η «πατρόνα», στον δεύτερο στίχο, έχει γίνει τώρα «περδικόπανο». Η πατρόνα, όπως σημειώνει ο Πετρόπουλος υπομνηματίζοντας το τραγούδι που κατέγραψε σε αποστολή της Ακαδημίας Αθηνών το 1953, «κατά πληροφορίας πολλών γερόντων που ρωτήσαμε στα χωριά, [...] είναι η παλάσκα, η φυσιγγιοθήκη και όχι είδος όπλου»[6]. Η πατρόνα, λοιπόν, είναι κι αυτή όργανο του πολέμου• αλλά το περδικόπανο της παραλλαγής Γιανναράκι; Ο εκδότης επιχειρεί μιαν ερμηνεία της λέξης στο λεξιλόγιο της συλλογής του, που δεν είναι και τόσο πειστική. Εκλαμβάνει δηλαδή το περδικόπανο ως απλολογία του αμάρτυρου περδικοκόπανο (το οποίο θεωρεί σύνθετο από τις λέξεις πέρδικα και κόπανο, και το ερμηνεύει ως «Beiname der Flinte», παρωνύμιο του τουφεκιού ή του δίκαννου (τι ήταν όμως το περδικόπανο θα το δούμε λίγο παρακάτω). Ο καλός φιλόλογος προσπαθεί να σώσει έτσι το πολεμικό νόημα του στίχου, αλλά τι γίνεται με το νόημα του τραγουδιού, στο οποίο μάλιστα δίνει τον τίτλο «Το πεθυμιό»; Λαχταρά λοιπόν ένας παλικαράς τον ερχομό της άνοιξης, για να βγει στον Ομαλό και ν’ αρχίσει να σκοτώνει άλλους παλικαράδες σαν κι αυτόν;
Μολονότι ο Αντώνιος Γιανναράκις ήξερε τα ήθη των κατοίκων των Λευκών Ορέων πολύ καλύτερα από μένα, όπως ήξερε και άλλα τραγούδια του ίδιου γενικού τύπου, με τα οποία ο τραγουδιστής εκφράζει μιαν όχι ρεαλιστική ή εκπληρώσιμη επιθυμία (π.χ. «να ‘χεν η γης πατήματα κι ο ουρανός κερκέλια…», «Χριστέ μου, και να κάτεχα ποιο μήνα θ’ αποθάνω…», «Χριστέ, και να κατέβαινε βρύση απού τη μαδάρα…», κ.τ.λ.), το βάρβαρο ήθος του τραγουδιού σ’ αυτήν τη μορφή ήταν προφανώς ανυπόφορο ακόμη και για τους ίδιους τους Ριζίτες, εξού και η διόρθωση του «και ν’ ανεβώ» σε «να κατεβώ», οπότε το τραγούδι αλλάζει νόημα (έστω κι αν αυτό έρχεται σε αντίθεση με την ανθρωπογεωγραφία του βουνού). Σύμφωνα με σχόλιο του Πετρόπουλου, «το τραγούδι, λένε [δηλαδή οι πληροφοριοδότες του από τους Λάκκους], υπαινίσσεται τους χαΐνηδες [αντάρτες] των Λευκών Ορέων που περίμεναν να βρουν την κατάλληλη ευκαιρία να κατεβούν στον Ομαλό, για να εκδικηθούν τους Τούρκους». Η αλλαγή αυτή διευκολύνθηκε από άλλα τραγούδια με πολεμικό περιεχόμενο, όπως εκείνο του «αράθυμου» Γιάννη, που λαχταρά να κράξουν οι πετεινοί και να ξημερώσει, για
3. να κατεβώ στον πόλεμο, να πολεμήσω πάλι,
να κάμω μάνες δίχως γιους, γυναίκες δίχως άντρες.[7]
Πριν όμως επιχειρήσομε τη δική μας αποκατάσταση, πρέπει να δούμε μερικά ακόμα τραγούδια από τη συλλογή του Γιανναράκι, που θα μας βοηθήσουν να καταλάβομε καλύτερα το δικό μας. Γιατί ισχύει κι εδώ ό,τι ακριβώς ισχύει για τα αρχαία και τα βυζαντινά κείμενα: Αν δεν τα καταλαβαίνει κανείς καλά, δεν μπορεί να τα εκδώσει. Και τα παραδοσιακά κείμενα δεν τα καταλαβαίνει κανείς μόνα τους και ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, αν δεν τα συσχετίσει αναμεταξύ τους και δεν κατανοήσει τους σημασιακούς τους κώδικες και το ποιητικό νόημα των τυπικών τους στίχων[8]. Ιδού πρώτα ένα τραγούδι πολύ όμοιο με την «Ξαστεριά», που μοιάζει σαν επιβίωμα από μια παλαιότερη εποχή, πριν από τα πυροβόλα όπλα:
4. Το πεθυμιό
Χριστέ, να ζωνόμουν σπαθί και να ’πιανα κοντάρι,
να πρόβαινα στον Ομαλό, στη στράτα τω Μουσούρω,
να σύρω τ’ αργυρό σπαθί και το χρυσό κοντάρι
να κάμω μάνες δίχως γιους, γυναίκες δίχως άντρες,
να κάμω και μωρά παιδιά με δίχως τσι μανάδες.[9]
Το τραγούδι αυτό έχει ακριβώς το ίδιο νόημα με την «Ξαστεριά», αλλά, ακόμη κι αν απηχεί μια παλαιότερη μορφή του ίδιου τραγουδιού[10], πρέπει να το εκδώσομε χωριστά, όπως το κάνει και ο Γιανναράκις. Είναι επίσης δείγμα του ίδιου πολεμόχαρου ήθους, γι’ αυτό ο εκδότης δικαιολογημένα του έχει δώσει και τον ίδιο τίτλο, «Το πεθυμιό».
Ιδού τώρα κι ένα τραγούδι με κάπως μυστηριώδες περιεχόμενο, που ίσως μας βοηθήσει να διεισδύσομε στη νοοτροπία των ορεσίβιων χωρικών και ποιμένων των Λευκών Ορέων.
5. Που θε να βγει στον Ομαλό, να ‘ν’ αναγυρισμένος.
Λακκιώτ’ ας κάμει σύντεκνο και Σφακιανό κουμπάρο
κι Αγιορηνιώτ’ αδερφοχτό, Πανηχωρίτη φίλο·
τότες να βγει στον Ομαλό, να ‘ν’ αναγυρισμένος.[11]
«Αναγυρισμένος» σημαίνει ταξιδεμένος, κοσμογυρισμένος κατά Γιανναράκι, έστω κι αν ο κόσμος του τραγουδιού αποτελείται από τα χωριά γύρω από το οροπέδιο. Γιατί όμως πρέπει να φτιάξει κανείς τόσες κουμπαριές και φιλίες πριν ξεμυτίσει στον Ομαλό; Ασφαλώς όχι μόνο για να έχει συντροφιά στις αποσπερίδες του καλοκαιριού, αλλά προφανώς γιατί το ανέβασμα στο οροπέδιο εγκυμονεί, ή πάντως εγκυμονούσε, κινδύνους. Και οι κίνδυνοι αυτοί, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι, είχαν σχέση με δύο αιτίες για τις οποίες τα κρητικά βουνά είναι διαβόητα, τη ζωοκλοπή και τη βεντέτα[12]. Αν προσθέσομε σ’ αυτές και τις διεκδικήσεις καλλιεργήσιμης γης και βοσκοτόπων, μπορούμε να φανταστούμε γιατί το οροπέδιο ήταν και πεδίο ανταγωνισμών, επίδειξης όπλων και παλικαριάς, και ενίοτε αιματηρών συγκρούσεων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον από αυτήν τη σκοπιά παρουσιάζει το τραγούδι υπ’ αρ. 8 (σ. 6) της συλλογής Γιανναράκι:
6. Μωρέ κοπέλια Σφακιανά, όσα ‘στεν των αρμάτω,
πιάστε τα και γρακήξετε στον Ομαρό να πάμε,
κι εκάμαν πάλι φονικόν οι γι-Αρχοντομουσούροι[13] ·
το Γιάνναρη σκοτώσασιν, τον νιον τον παινεμένο[14] .
Από αυτό όμως το επίπεδο της κοινωνικής ζωής, που αντικατοπτρίζεται σε πολλά ριζίτικα τραγούδια εμπνευσμένα από τη ζωή των βοσκών και των κυνηγών, ίσαμε την υποτιθέμενη πολεμόχαρη επιθυμία του ήρωα του τραγουδιού μας να ανεβεί στον Ομαλό, για ν’ αρχίσει τους φόνους, υπάρχει μεγάλη απόσταση – όσο κι αν υποθέσουμε ότι λειτουργεί εδώ η συνηθισμένη εξιδανικευτική υπερβολή του δημοτικού τραγουδιού.
Τη λύση του προβλήματος θα τη βρούμε σε άλλες λιγότερο διαδεδομένες παραλλαγές του τραγουδιού μας, αλλά πιο μπροστά να σταθούμε για λίγο στη λέξη «περδικόπανο», που δεν σημαίνει το τουφέκι ή τον τσιφτέ, όπως νόμιζε ο Γιανναράκις, αλλά ήταν ένα από τα σύνεργα του κυνηγιού της πέρδικας. Παραθέτω και πάλι από το σχετικό λήμμα, «Περδικοπάνι», της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας: «Μέσον προς προσέλκυσιν υπό του ενεδρεύοντος κυνηγού των ορεινών περδίκων [...]. Αποτελείται εκ τεταμένου υφάσματος εμβαδού πλέον του τετραγωνικού μέτρου και πως μείζονος καθ’ ύψος του αναστήματος του κυνηγού [...] και συνίσταται εκ λευκών και ερυθρών τετραγωνιδίων, εναλλάξ συνερραμμένων. Το ύφασμα τούτο τείνεται κατά τας πλευράς διά ξύλινου ή συρμάτινου πλαισιώματος και προσαρτάται από του μέσου επί κοντού αιχμηρού εις το κάτω άκρον, ίνα εν ανάγκη δύναται να εμπήγνυται και εις το έδαφος [...]. Επί του περδικοπανίου τούτου διανοίγονται τρεις οπαί, ων αι δύο χρησιμεύουσι διά να βλέπη ο κυνηγός και η τρίτη διά να διαπερά ούτος την κάννην του κυνηγετικού του όπλου [,..]. Το μέσον τούτο απαγορεύεται υπό των κειμένων περί θήρας εν Ελλάδι διατάξεων». Αυτά έγραφε το 1932 ο Φ. Δ. Γεωργαντάς[15] (αλλά αμφιβάλλω βέβαια αν τα περί απαγορεύσεως του εν λόγω επινοήματος ήταν ποτέ γνωστά στο οροπέδιο του Ομαλού).
Εν πάση περιπτώσει, ο στίχος «να πάρω το τουφέκι μου, το περδικόπανό μου» σημαίνει (ως ποιητικό «σημείο») να πάω να κυνηγήσω πέρδικες, όχι ανθρώπους. Ανθρώπους, εξάλλου, στα δημοτικά μας τραγούδια κυνήγα μόνο ο Χάρος[16]. Οι στίχοι πάλι για τα μωρά χωρίς μανάδες, όπως αυτοί της παραλλαγής Πετρόπουλου (παράδειγμα 1) προέρχονται από τα τραγούδια του Χάρου και του κάτω κόσμου, που αποτελούν μεγάλη κατηγορία τραγουδιών σε όλες τις ελληνόφωνες περιοχές. Αντιγράφω από ένα σχετικό τραγούδι της συλλογής Γιανναράκι:
7. Στον ουρανό χορεύγουνε, στον Νάδη γάμο κάνου
κι εμπέψαν κι εκαλέσανε ούλους τσι πρικαμένους.
Χριστέ, να μ’ εκαλιούσανε κι εμέ τον πρικαμένο,
……………………………………………………………………….
να ιδώ τσι νιους πώς κείτουνται, τσ’ άγγουρους πώς κοιμούνται,
να ιδώ και τα μωρά παιδιά πώς κάνου δίχως μάνα·
τη νύχτ’ αν κλαίνε για βυζί και την αυγή για γάλα
και τ’ αποδιαφωτίσματα για την καημένη μάνα[17].
Μια σύγκριση των τριών τελευταίων στίχων του παραδείγματος αυτού με τους αντίστοιχους στίχους του παραδείγματος 1 δείχνει αμέσως μέσα σε ποιο ποιητικό περιβάλλον δημιουργήθηκαν και πόσο βάρβαρα, κυριολεκτικά, διασκευάστηκαν, για να ενταχθούν σε έναν νέο σημασιακό συσχετισμό στην «Ξαστεριά»[18], όπου πάντως είχαν λαμπρή σταδιοδρομία, όπως δείχνουν αρκετές παραλλαγές[19].
Για να ανακεφαλαιώσουμε, αν δεχτούμε ως ορθότερες τις γραφές της παλαιότερης από τις παραλλαγές μας (παράδειγμα 2), δηλαδή «περδικόπανο», «και ν’ ανεβώ» αντί «πατρόνα» και «να κατεβώ», τότε είμαστε υποχρεωμένοι να υποθέσουμε ότι η παραλλαγή Γιανναράκι δεν δίνει ικανοποιητικό νόημα, επειδή είναι λειψή. Ξέρομε άλλωστε ότι τα τραγούδια σχεδόν ποτέ δεν τράγουδιούνται ολόκληρα, γι’ αυτό δεν είναι δύσκολο να ξεχαστούν ορισμένοι στίχοι· ενώ προσθήκη στίχων γίνεται κατά κανόνα με συμφυρμούς, ενίοτε με έκδηλα τα σημάδια της συγκόλλησης (πράγμα που νομίζω ότι έχει γίνει με τους τελευταίους στίχους για τα μωρά, που μόλις είδαμε).
Ευτυχώς, υπάρχουν και παραλλαγές που παραδίδουν το τραγούδι μας πλήρες. Που δεν είναι δηλαδή άλλα τραγούδια, με περισσότερους στίχους και διαφορετικό νόημα, αλλά, πιστεύω, παραλλαγές της «Ξαστεριάς» στην πλήρη μορφή της, στη μορφή ακριβώς που πρέπει να συμπεριληφθεί στον θησαυρό του δημοτικού τραγουδιού (όταν υπάρξει). Οι άλλες, οι ομολογουμένως γνωστότερες, παραλλαγές έχουν θέση μόνο σε ένα αρχείο ή βάση δεδομένων, όπου μπαίνουν τα πάντα, τραγούδια και παραλλαγές, χωρίς εξαιρέσεις, χωρίς ερμηνείες, χωρίς αξιολογήσεις.
Παραλλαγές, λοιπόν, της πληρέστερης μορφής του τραγουδιού μού είναι γνωστές τρεις. Η πρώτη είναι δημοσιευμένη στο βιβλίο του Παύλου Βλαστού Ο γάμος εν Κρήτη, που τυπώθηκε στην Αθήνα το 1893[20], η δεύτερη (από τα Σφακιά) δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ελληνικά Γράμματα το 1929[21] και η τρίτη δημοσιεύθηκε λίγο αργότερα στην Ιστορία της Κρήτης του Παναγιώτη Κ. Κριάρη, που εκδόθηκε σε τρεις τόμους από το 1930 ως το 1935[22]. Για να μη σας κουράσω, δεν θα σας δώσω χωριστά τα κείμενα των παραλλαγών αυτών (που παρουσιάζουν πολύ μικρές γλωσσικές διαφορές η μια από την άλλη), αλλά το τελικό κείμενο με κριτικό υπόμνημα, που άλλωστε συμπίπτει με την παραλλαγή Βλαστού.
8. Το πεθύμιο
Πότε να κάμει ξεστεριά, πότε να φλεβαρίαει,
να πάρω το τουφέκι μου, το περδικόπανό μου,
και ν’ ανεβώ στον Ομαλό, στη στράτα τω Μουσούρω,
να στέσω το καλύβι μου στον καθαρόν αέρα,
και πότε λίγο χαμηλά να κάνω μια σπεράδα[23],
να βρω δικούς κι αδερφοχτούς ψωμί, κρασί, να φέρουν
κι α λάχει οχθρός, να παίζομε σημάδι με σημάδι,
να κάμω μάνες δίχως γιους, γυναίκες δίχως άντρες,
κι ας κάμω και την αγαπώ τα μαύρα να φορέσει.
1 να κάμει Γιάνναράκις[24], Βλαστός[25], Βιάννος[26]: θα κάμει Βουτετάκης[27] κτλ. // 2 το περδικόπανο μου Γιανναράκις, Βλαστός, Ελλ. Γράμματα[28]: την όμορφη πατρόνα Βουτετάκης κτλ. // 4-7 παραδίδονται από Βλαστό, Ελλ. Γράμματα, Κριάρη[29], παραλείπονται από Γιανναράκι κτλ. // 6 αδερφοχτούς Βλαστός, Κριάρης: αδερφοχτούς Ελλ. Γράμματα // 7 παίζομε Βλαστός, Κριάρης: παίξομε Ελλ. Γράμματα // μετά τον στ.8 Βουτετάκης, Βιάννος, νεότεροι, προσθέτουν τους στίχους:
να κάμω και μωρά παιδιά να ‘ναι δίχως μανάδες,
να κλαιν τη νύχτα για βυζί και την αυγή για γάλα
και τ’ αποδιαφωτίαματα για την καημένη μάνα.
9 Βλαστός, Ελλ. Γράμματα, Κριάρης : παραλείπεται από Γιανναράκι κτλ,
Απαλλαγμένο από παραλογισμούς και την πολεμόχαρη μανία του επίδοξου «χαΐνη», όπως τον ονομάζει ένας από τους πληροφοριοδότες που υπαγόρευσε το τραγούδι στην E. Ludeke το 1936[30], το τραγούδι τώρα λάμπει από αρχοντιά, αγάπη για τη ζωή στο βουνό, και διάθεση για παιγνίδι, είτε πρόκειται για το κυνήγι της πέρδικας είτε για σοβαρή μονομαχία, που θα μπορούσε να καταλήξει και στον θάνατο του παλικαριού, που εκφράζει με το τραγούδι τούτο την προσμονή της άνοιξης και της επιστροφής του στην ιδιόμορφη ζωή του οροπεδίου[31].
Θα ήθελα ακόμη, εν είδει επιλόγου, να αναφερθώ σε δυο ζητήματα. Το πρώτο έχει να κάμει με το παράδειγμα 4 και τη μορφή που πρέπει να είχε το τραγούδι αυτό, πριν εξομοιωθεί προς το παράδειγμα 1. Μολονότι δεν θα ήταν αδύνατο να το «συμπληρώσομε» με βάση τις παραλλαγές του παραδείγματος 7 (ο στίχος 7 τότε θα γινόταν «κι α λάχει οχτρός, να παίζομε κοντάρι με κοντάρι»), αυτό θα ισοδυναμούσε με δραστική επέμβαση στο κείμενο, που δεν τη θεωρώ επιτρεπτή.
Το δεύτερο ζήτημα είναι γιατί η συντομευμένη, πολεμική, παραλλαγή εξετόπισε ουσιαστικά την πληρέστερη; Εδώ μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνομε. Παραδείγματος χάριν, μπορεί, σε μιαν από τις πολλές συγκρούσεις χριστιανών και μουσουλμάνων στην Κρήτη, το τραγούδι να πήρε πολεμικό χαρακτήρα (με σχετικές αλλαγές και κυρίως παραλείψεις στίχων), και αυτό το πρόσθετο και περιστασιακό νόημα να παγιώθηκε ύστερα από πολλές επαναλήψεις και βαθμιαία να εξετόπισε το αρχικό νόημα, με αποτέλεσμα η «κυνηγετική», ας την πούμε, παραλλαγή να ακούγεται όλο και σπανιότερα σε σχέση με την πολεμική. Στη μεταμόρφωση του τραγουδιού, ωστόσο, θα συνετέλεσε ασφαλώς και η μουσική.
Η συμβολή του Βaud-Bovy εδώ είναι αληθινά πολύτιμη. Έχοντας καταγράψει, μελετήσει και ταξινομήσει όλες τις μελωδίες των ριζίτικων τραγουδιών, ο μεγάλος Ελβετός εθνομουσικολόγος δεν δυσκολεύτηκε να διακρίνει ότι η μελωδία του τραγουδιού μας είναι συμπίλημα παραδοσιακών και νεοτερικών, δυτικοευρωπαϊκών στοιχείων. Από το ένα μέρος, η μουσική στροφή ακολουθεί τον παραδοσιακό τύπο των τριών ημιστιχίων, ενώ, από το άλλο, η μελωδία του τραγουδιού «κατέχει μοναδική θέση ανάμεσα στα τραγούδια της δυτικής Κρήτης», αφού είναι η μόνη που ακολουθεί τη μείζονα κλίμακα της δυτικής μουσικής. Το τραγούδι μας, εξάλλου, εμφανίζει μιαν εξαιρετικά κανονική ρυθμική αγωγή, πράγμα που επιτρέπει να τραγουδιέται και σαν εμβατήριο. Επισημαίνοντας, επιπλέον, ορισμένα περάσματα της μελωδίας που εμφανίζονται κατά κανόνα σε τραγούδια πατριωτικά και πολεμικά («αρχίζοντας από την Μασσαλιώτιδα»), ο Βaud-Bovy συμπεραίνει ότι το τραγούδι έχει διασκευασθεί από κάποιον γνώστη της ευρωπαϊκής μουσικής· και επειδή η μελωδία του δεν συμπεριλαμβάνεται στις μουσικές ανθολογίες των Σιγάλα και Βλαστού[32], που συνέλεξαν το υλικό τους μεταξύ των ετών 1860 και 1870, καταλήγει στο ότι η συγκρότηση της πρέπει να έγινε όχι πριν από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα[33].
Από τα ίδια χρόνια προέρχονται οι παλαιότερες καταγραφές των στίχων του τραγουδιού, η πλήρης, όπως υποστηρίζω, παραλλαγή Βλαστού (δηλαδή το παράδειγμα και η παραλλαγή Γϊανναράκι (παράδειγμα 2), που δεν παρουσιάζει ακόμα προσμίξεις, διατηρεί τους τύπους «και ν’ ανεβώ» και «περδικόπανο», αλλά έχοντας περιορισθεί σε τέσσερις στίχους μόνο βρίσκεται ήδη στην πορεία μεταμόρφωσης του τραγουδιού από κυνηγετικό σε πολεμικό. Απεναντίας, το παράδειγμα 4, αφενός, διασώζει στοιχεία μιας εποχής παλαιότερης από τα πυροβόλα όπλα, αφετέρου, έχει ήδη εντελώς πολεμικό χαρακτήρα και τον στίχο «να κάμω και μωρά παιδιά με δίχως τσι μανάδες», που πιστεύω, μαζί με τον Baud-Bovy, ότι έχει προέλθει από τραγούδια του Χάρου (πρβ. το παράδειγμα 7).
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ
ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΩΝ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΡΕΘΥΜΝΟ.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου