Τον τουρκικό στρατό της Κρήτης αποτελούσαν δύο κυρίως τάξεις γενιτσάρων, οι αυτοκρατορικοί γενίτσαροι (kapu-kulu) και οι εντόπιοι γενίτσαροι, οι λεγόμενοι
γερλήδες (yerli yeniceri)
Ο αρχηγός των αυτοκρατορικών γενιτσάρων είχε τον τίτλο του «Γενιτσάρ-αγασί», ενώ των γερλήδων του «Γερλή-αγασί». Η διοικητική ιεραρχία στα γενιτσαρικά τάγματα ήταν ιδιαίτερα περίπλοκη. Στον Χάνδακα υπήρχαν πέντε τάγματα ή ορντάδες αυτοκρατορικών γενιτσάρων, που το καθένα είχε δύναμη 5000 ανδρών, και 28 οντζάκια (στρατώνες) γερλήδων γενιτσάρων. Στην πόλη των Χανίων, υπήρχαν τρεις ορντάδες (τάγματα) Γιανίτσαρων. Βέβαια ο αριθμός των ορντάδων δεν ήταν πάντα σταθερός σε όλες τις εποχές. Σε μια έκθεση του 1783 αναφέρεται ότι στα Χανιά υπήρχαν 3600 γενίτσαροι, χωρισμένοι σε πέντε ορντάδες και ότι στην πόλη υπηρετούσαν 1200 γερλήδες και 1150 στρατιώτες του πεζικού.
Η κατάσταση αυτή διατηρήθηκε σχεδόν αμετάβλητη ως το 1826, όταν ο σουλτάνος Μαχμούτ διέλυσε τα γενιτσαρικά τάγματα σε όλη την αυτοκρατορία του.
Ο θεσμός των Γενίτσαρων καθιερώθηκε το 1227 μ.Χ. από τον σουλτάνο Οχράν, με εισήγηση του μεγάλου βεζίρη Καρά Χαλίλ Τσεντερλή.
Το όνομα Γενίτσαρος είναι σύνθεση των τούρκικων λέξεων «Γενί» και «Τσερί» που στα ελληνικά σημαίνουν Γενί = νέος, Τσερί = στρατός, δηλαδή νέος στρατός.
Το στρατιωτικό σώμα των Γενίτσαρων το συγκροτούσαν, στην αρχή της ίδρυσής του, μόνο παιδιά χριστιανών (Ελλήνων, Σέρβων, Βουλγάρων, Ούγγρων, Αυστριακών), δηλαδή από παιδιά χριστιανικών λαών, αδιακρίτως δόγματος, που βρίσκονταν στην κυριαρχία της απέραντης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πολύ αργότερα, στα Γιανιτσαρικά Τάγματα, κατατάσσονταν και παιδιά μουσουλμάνων.
Τα παιδιά των χριστιανών στρατολογούνταν με τη βία. Εξισλαμίζονταν και εκπαιδεύονταν στρατιωτικά. Το παιδομάζωμα των παιδιών των χριστιανών στηριζόταν σε επιταγή του Ιερού Νόμου των μουσουλμάνων.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, κάθε παιδί αρσενικό, οποιασδήποτε φυλής της γης, γεννιέται, από τη φύση, υποχρεωτικά «Κιουλούν Μελβουδούν Άλ Φιτρέτ ούλ Ισλάμ», δηλαδή γεννιέται μουσουλμάνος. Το μουσουλμανικό κράτος αναλαμβάνει την ιερή υποχρέωση να λάβει πρόνοια για τη «σωτηρία της ψυχής του».
Για να πραγματοποιηθεί «η σωτηρία της ψυχής» του μικρού αυτού παιδιού, έχει υποχρέωση το μουσουλμανικό κράτος να το πάρει υπό την προστασία του, απομακρύνοντάς το ακόμη και με τη βία από τους γονείς του, και να το αναθρέψει σύμφωνα με τις επιταγές του Κορανίου.
Η παραπάνω θεωρία, που ανέπτυξε και διέδωσε στον μουσουλμανικό κόσμο ο Ιμάμης του Ικονίου τον 13ο αιώνα, δημιούργησε το παιδομάζωμα.
Τα παιδιά που στρατολογούνταν κάθε χρόνο μαθήτευαν σε ειδικές σχολές στην Κωνσταντινούπολη. Η προγραμματισμένη ανατροφή και εκπαίδευση, που έπαιρναν στις σχολές αυτές, δημιουργούσε στις ψυχές τους θρησκευτικό μουσουλμανικό ακατασίγαστο φανατισμό και τυφλή υπακοή στον μοναδικό τους αφέντη, τον σουλτάνο.
Με την πάροδο του χρόνου, η αυστηρότητα της εκλογής των ανήλικων παιδιών, της ανατροφής και εκπαίδευσής τους χαλαρώθηκε. Στα τέλη του 17ου και ιδιαίτερα από τα μέσα του 18ου αιώνα, Γενίτσαρος μπορούσε να γίνει κάθε νεαρός μουσουλμάνος, ακόμη και ενήλικος.
Οι γενίτσαροι ήταν αρχικά άγαμοι. Ο κανόνας αγαμίας τηρούνταν αυστηρά μέχρι το 15ο αιώνα., οπότε άρχισε να παραβιάζεται.
Κάθε Γενίτσαρος κατατασσόταν σ’ έναν από τους ορντάδες (τάγματα) και ορκιζόταν στο Ιερό Καζάνι του Ορντά. Το καζάνι αυτό ήταν το καζάνι όπου παρασκευαζόταν το φαγητό των Γενιτσάρων. Κάθε ορντάς είχε ένα καζάνι. Ό,τι συμβολίζει, σήμερα, η σημαία κάθε κράτους, συμβόλιζε για κάθε Γενίτσαρο το καζάνι του ορντά, όπου ήταν καταταγμένος. Το ιερό αυτό σύμβολο το μετέφερε στις πορείες και εκστρατείες επίλεκτη φρουρά του ορντά και πάντοτε προπορευόταν.
Ως μέλος του ορντά ο νέος Γενίτσαρος είχε υποχρέωση να πληρώνει στον αρχηγό του ορντά (Γιανιτσάραγα) ένα χρηματικό ποσό κάθε χρόνο και αμέσως αποκτούσε το δικαίωμα, στο Μπαϊράμι να παίρνει από το Ιερό Καζάνι του ορντά μια κουταλιά πιλάφι και να συντρώγει με τους άλλους Γενίτσαρους του ίδιου ορντά.
Το καζάνι του ορντά είχε τέτοια ιερότητα, ώστε δημιουργήθηκε άγραφος μα και ακατάλυτος θεσμός, σύμφωνα με τον οποίο αν ένας θανατοποινίτης, οποιασδήποτε φυλής και θρησκείας κατόρθωνε να πλησιάσει το καζάνι και να το ακουμπήσει με το χέρι του, αμέσως του χαριζόταν η ποινή και κανείς, ούτε άτομο ούτε κρατικός λειτουργός ούτε και αυτός ακόμη ο σουλτάνος, δεν μπορούσε, ποτέ πια, να τον τιμωρήσει ή και να τον ενοχλήσει. Ο τυχερός αυτός κατάδικος προστατευόταν από τους Γενίτσαρους.
Το πλύσιμο και το γάνωμα του καζανιού γινόταν με ειδική τελετή. Επίσης ειδική τελετή γινόταν όταν ένας ορντάς αποκτούσε για πρώτη φορά καζάνι. Η μεγαλύτερη ύβρις, η μεγαλύτερη προσβολή για τους Γιανίτσαρους ενός ορντά, ήταν να χάσουν το καζάνι ή να πέσει αυτό στα χέρια του εχθρού.
Ο αρχηγός του ορντά (Γιανιτσάραγας) είχε τον τίτλο του αγά και ασκούσε απεριόριστη εξουσία σε όλα τα μέλη του ορντά.
Ο Ι. Δ. Μουρέλλος αναφέρει, επίσης, πως οι Γενίτσαροι του Ηρακλείου υιοθέτησαν το έμβλημα του θρησκευτικού τάγματος των Μπεκτασίδων (1668-9;), στο οποίο ανήκαν, το διπλό πέλεκυ.
P. De Bonneval-M. Dumas