Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
Έχετε προσπαθήσει να αρνηθείτε να πιείτε τσικουδιά, που σας προσφέρουν Κρητικοί; Δοκιμάσατε να ξεφύγετε από μια πρόποση που κάνουν Κρητικοί, σηκώνοντας τα ποτήρια γεμάτα, με το άχρωμο αλκοόλ της πατρίδας τους; Σας έχει τύχει ν’ αδειάζουν το περιεχόμενο του ποτηριού τους, με μια απότομη κίνηση, πλαταγίζοντας μ’ ευχαρίστηση τη γλώσσα τους και να σε κοιτάνε στα μάτια, περιμένοντας να κάνεις κι εσύ το ίδιο; Κι εσύ απελπισμένος, να ψάχνεις εναγωνίως μάταια δικαιολογίες, για ν’ αποφύγεις αυτή τη δοκιμασία;
Μόνο αν σας έχει συμβεί κάτι από όλα αυτά, θα με καταλάβετε. Σήκωσα το ποτήρι μου στο ύψος του προσώπου και αφού μουρμούρισα περίπου τα τυπικά λόγια της ίδιας πρόποσης, που είχαν κάνει οι δυο φίλοι μου, άδειασα το περιεχόμενό του μέσα μου. Το υγρό κύλισε αργά «καίγοντας» τη στοματική μου κοιλότητα αρχικά, τσουρουφλίζοντας το λαρύγγι μου και τον οισοφάγο στη συνέχεια, για να καταλήξει στο στομάχι μου, εδραιώνοντας μια περίεργη ζεστασιά. Κούνησα με ανακούφιση το κεφάλι μου, που ξεπέρασα τη δοκιμασία και άφησα το ποτήρι στο τραπέζι, περήφανος που δεν έδειξα καμιά αδυναμία και κανείς από τους δυο δεν κατάλαβε, τη δυσκολία της κατάποσης του Kρητικού προϊόντος. Πριν προλάβω να συνέλθω από τη δοκιμασία γέμισαν ξανά τα ποτήρια, ξεστόμισαν μια νέα ευχή και συγχρονισμένα τα άδειασαν ενώ με κοίταζαν περιμένοντας τη δική μου σειρά. Μην τολμώντας να κάνω κάτι διαφορετικό, άδειασα το ποτήρι μου με μια απότομη κίνηση νιώθοντας τα ίδια συμπτώματα με την πρώτη φορά και προσπαθώντας να κρύψω κάποια δάκρια που κυλούσαν ανεξέλεγκτα, καθώς το αψύ υγρό γλιστρούσε μέσα στο σώμα μου. Αυτή η ιεροτελεστία συνεχίστηκε γι αρκετή ώρα, χωρίς να μπορώ να πω με σιγουριά πόσα ποτήρια κατανάλωσα.
Βρισκόμασταν στο μεγάλο μπαλκόνι του σπιτιού μου, που έχει θέα προς το δάσος. Ακριβώς έξω από την περίφραξη του σπιτιού, υπάρχει ένας δασικός δρόμος κι αμέσως μετά ξεκινά το λαγκάδι, τόσο πυκνό που δεν σου αφήνει περιθώρια να διακρίνεις σε βάθος δυο τριών μέτρων, στο εσωτερικό του. Αυτό είχε γοητεύσει και τους δυο επισκέπτες, που σαν έμπειροι κυνηγοί, έβλεπαν ότι γενικά το «δάσος μου», ευνοούσε τις πιθανότητες να κυνηγήσουν θηράματα όπως τα αγριογούρουνα, πράγμα που δεν είχαν τη δυνατότητα να το καταφέρουν στην πατρίδα τους, αφού εκεί αγριογούρουνα δεν υπάρχουν.
Το μεσημέρι της ίδιας μέρας, είχα υποδεχτεί στη Βέροια, τον φίλο μου από την εφηβεία τον Φώτη μαζί με τον φίλο του τον Μάνο. Φανατικοί και οι δυο με το κυνήγι και παρ’ όλο που ήρθαν γι άλλο λόγο στην περιοχή μας, είχαμε.......
Έχετε προσπαθήσει να αρνηθείτε να πιείτε τσικουδιά, που σας προσφέρουν Κρητικοί; Δοκιμάσατε να ξεφύγετε από μια πρόποση που κάνουν Κρητικοί, σηκώνοντας τα ποτήρια γεμάτα, με το άχρωμο αλκοόλ της πατρίδας τους; Σας έχει τύχει ν’ αδειάζουν το περιεχόμενο του ποτηριού τους, με μια απότομη κίνηση, πλαταγίζοντας μ’ ευχαρίστηση τη γλώσσα τους και να σε κοιτάνε στα μάτια, περιμένοντας να κάνεις κι εσύ το ίδιο; Κι εσύ απελπισμένος, να ψάχνεις εναγωνίως μάταια δικαιολογίες, για ν’ αποφύγεις αυτή τη δοκιμασία;
Μόνο αν σας έχει συμβεί κάτι από όλα αυτά, θα με καταλάβετε. Σήκωσα το ποτήρι μου στο ύψος του προσώπου και αφού μουρμούρισα περίπου τα τυπικά λόγια της ίδιας πρόποσης, που είχαν κάνει οι δυο φίλοι μου, άδειασα το περιεχόμενό του μέσα μου. Το υγρό κύλισε αργά «καίγοντας» τη στοματική μου κοιλότητα αρχικά, τσουρουφλίζοντας το λαρύγγι μου και τον οισοφάγο στη συνέχεια, για να καταλήξει στο στομάχι μου, εδραιώνοντας μια περίεργη ζεστασιά. Κούνησα με ανακούφιση το κεφάλι μου, που ξεπέρασα τη δοκιμασία και άφησα το ποτήρι στο τραπέζι, περήφανος που δεν έδειξα καμιά αδυναμία και κανείς από τους δυο δεν κατάλαβε, τη δυσκολία της κατάποσης του Kρητικού προϊόντος. Πριν προλάβω να συνέλθω από τη δοκιμασία γέμισαν ξανά τα ποτήρια, ξεστόμισαν μια νέα ευχή και συγχρονισμένα τα άδειασαν ενώ με κοίταζαν περιμένοντας τη δική μου σειρά. Μην τολμώντας να κάνω κάτι διαφορετικό, άδειασα το ποτήρι μου με μια απότομη κίνηση νιώθοντας τα ίδια συμπτώματα με την πρώτη φορά και προσπαθώντας να κρύψω κάποια δάκρια που κυλούσαν ανεξέλεγκτα, καθώς το αψύ υγρό γλιστρούσε μέσα στο σώμα μου. Αυτή η ιεροτελεστία συνεχίστηκε γι αρκετή ώρα, χωρίς να μπορώ να πω με σιγουριά πόσα ποτήρια κατανάλωσα.
Βρισκόμασταν στο μεγάλο μπαλκόνι του σπιτιού μου, που έχει θέα προς το δάσος. Ακριβώς έξω από την περίφραξη του σπιτιού, υπάρχει ένας δασικός δρόμος κι αμέσως μετά ξεκινά το λαγκάδι, τόσο πυκνό που δεν σου αφήνει περιθώρια να διακρίνεις σε βάθος δυο τριών μέτρων, στο εσωτερικό του. Αυτό είχε γοητεύσει και τους δυο επισκέπτες, που σαν έμπειροι κυνηγοί, έβλεπαν ότι γενικά το «δάσος μου», ευνοούσε τις πιθανότητες να κυνηγήσουν θηράματα όπως τα αγριογούρουνα, πράγμα που δεν είχαν τη δυνατότητα να το καταφέρουν στην πατρίδα τους, αφού εκεί αγριογούρουνα δεν υπάρχουν.
Το μεσημέρι της ίδιας μέρας, είχα υποδεχτεί στη Βέροια, τον φίλο μου από την εφηβεία τον Φώτη μαζί με τον φίλο του τον Μάνο. Φανατικοί και οι δυο με το κυνήγι και παρ’ όλο που ήρθαν γι άλλο λόγο στην περιοχή μας, είχαμε.......