Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.






Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΡΟΛΑΧΑΚΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΡΟΛΑΧΑΚΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2020

Η ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ

Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
Έχετε προσπαθήσει να αρνηθείτε να πιείτε τσικουδιά, που σας προσφέρουν Κρητικοί; Δοκιμάσατε να ξεφύγετε από μια πρόποση που κάνουν Κρητικοί, σηκώνοντας τα ποτήρια γεμάτα, με το άχρωμο αλκοόλ της πατρίδας τους; Σας έχει τύχει ν’ αδειάζουν το περιεχόμενο του ποτηριού τους, με μια απότομη κίνηση, πλαταγίζοντας μ’ ευχαρίστηση τη γλώσσα τους και να σε κοιτάνε στα μάτια, περιμένοντας να κάνεις κι εσύ το ίδιο; Κι εσύ απελπισμένος, να ψάχνεις εναγωνίως μάταια  δικαιολογίες, για ν’ αποφύγεις αυτή τη δοκιμασία;
     Μόνο αν σας έχει συμβεί κάτι από όλα αυτά, θα με καταλάβετε. Σήκωσα το ποτήρι μου στο ύψος του προσώπου και αφού μουρμούρισα περίπου τα τυπικά λόγια της ίδιας πρόποσης, που είχαν κάνει οι δυο φίλοι μου, άδειασα το περιεχόμενό του μέσα μου. Το υγρό κύλισε αργά «καίγοντας» τη στοματική μου κοιλότητα αρχικά, τσουρουφλίζοντας το λαρύγγι μου και τον οισοφάγο στη συνέχεια, για να καταλήξει στο στομάχι μου, εδραιώνοντας μια περίεργη ζεστασιά. Κούνησα με ανακούφιση το κεφάλι μου, που ξεπέρασα τη δοκιμασία και άφησα το ποτήρι στο τραπέζι, περήφανος που δεν έδειξα καμιά αδυναμία και κανείς από τους δυο δεν κατάλαβε, τη δυσκολία της κατάποσης του Kρητικού προϊόντος. Πριν προλάβω να συνέλθω από τη δοκιμασία γέμισαν ξανά τα ποτήρια, ξεστόμισαν μια νέα ευχή και συγχρονισμένα τα άδειασαν ενώ με κοίταζαν περιμένοντας τη δική μου σειρά. Μην τολμώντας να κάνω κάτι διαφορετικό, άδειασα το ποτήρι μου με μια απότομη κίνηση νιώθοντας  τα ίδια συμπτώματα με την πρώτη φορά και προσπαθώντας να κρύψω κάποια δάκρια που κυλούσαν ανεξέλεγκτα, καθώς το αψύ υγρό γλιστρούσε μέσα στο σώμα μου.  Αυτή η ιεροτελεστία συνεχίστηκε γι αρκετή ώρα, χωρίς να μπορώ να πω με σιγουριά πόσα ποτήρια κατανάλωσα.
     Βρισκόμασταν στο μεγάλο μπαλκόνι του σπιτιού μου, που έχει θέα προς το δάσος. Ακριβώς έξω από την περίφραξη του σπιτιού, υπάρχει ένας δασικός δρόμος κι αμέσως μετά ξεκινά το λαγκάδι, τόσο πυκνό που δεν σου αφήνει περιθώρια να διακρίνεις σε βάθος δυο τριών μέτρων, στο εσωτερικό του. Αυτό είχε γοητεύσει και τους δυο επισκέπτες, που σαν έμπειροι κυνηγοί, έβλεπαν ότι γενικά το «δάσος μου», ευνοούσε τις πιθανότητες να κυνηγήσουν θηράματα όπως τα αγριογούρουνα, πράγμα που δεν είχαν τη δυνατότητα να το καταφέρουν στην πατρίδα τους, αφού εκεί αγριογούρουνα δεν υπάρχουν.
     Το μεσημέρι της ίδιας μέρας, είχα υποδεχτεί στη Βέροια, τον φίλο μου από την εφηβεία τον Φώτη μαζί με τον φίλο του τον Μάνο. Φανατικοί και οι δυο με το κυνήγι και παρ’ όλο που ήρθαν γι άλλο λόγο στην περιοχή μας, είχαμε.......

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2019

ΓΙΟΡΤΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΣΤΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ

Ιστορίες από την Κίσαμο.
Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Άκουγα βαριεστημένος όλες τις προτάσεις, χωρίς ενδιαφέρον...
     «Θα πρέπει να μείνεις εδώ μέχρι την τελευταία στιγμή», μου είπε ο κ. Βαγγέλης. «Ίσως να μην προφτάσεις να είσαι έγκαιρα στο σπίτι σου. Το πιθανότερο είναι να ταξιδεύεις τις γιορτινές ημέρες». Μου μιλούσε σκεφτικός, χωρίς να με κοιτάζει στα μάτια. Σαν να αισθανόταν κάποιο είδος ενοχής για την πρόταση που μόλις μου είχε κάνει. Αυτή η πρόταση μου δημιουργούσε κάποιο προβληματισμό, γιατί θα έπρεπε ν’ αναθεωρήσω σχέδια και αποφάσεις, που ήδη είχαν δρομολογηθεί.
     Δεν το σκέφτηκα ιδιαίτερα. Πολύ γρήγορα, χωρίς να σταθμίσω όλους τους παράγοντες, αποφάσισα ν’ ακολουθήσω την προτροπή του. Φυσικά υπήρχε ένας και μοναδικός λόγος, που κατά κάποιο τρόπο με ανάγκαζε να συμφωνήσω μαζί του. Αυτός ο λόγος ήταν το Χριστουγεννιάτικο θεατρικό έργο, που είχαμε με πολύ κόπο ετοιμάσει.
     Απ’ τον Νοέμβριο, είχαμε αρχίσει να ψάχνουμε για το θεατρικό έργο, που θα έπρεπε να ετοιμάσουμε. Αυτό ήταν καθαρά στα «καθήκοντα» του κ. Βαγγέλη, που εκτός απ’ τις καλλιτεχνικές ανησυχίες που είχε, ήταν ο πλέον κατάλληλος να επιλέξει και να σκηνοθετήσει το ανάλογο έργο. Παρ’ όλο που ζούσαμε σ’ ένα αυταρχικό καθεστώς, εμείς στο οικοτροφείο κανονίζαμε τα πάντα με δημοκρατικές διαδικασίες. Ακόμη και το προεδρείο του, το αναδείκνυαν εκλογές μεταξύ όλων των τροφίμων του ιδρύματος, ενώ στην υπόλοιπη κοινωνία τα πάντα στην τοπική ιεραρχία, από την κατώτερη έως την ανώτατη διαβάθμιση, ήταν αποτελέσματα διορισμών της «εθνοσωτηρίου» κυβέρνησης.
     Εκείνο το διάστημα, ήμουν πρόεδρος του οικοτροφείου (ακόμη αναρωτιέμαι γιατί με ψήφισαν τα παιδιά) και μοιραία ανακατευόμουν, σ’ όλες τις αθλητικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις του ιδρύματος. Ο κ. Βαγγέλης ήταν ένας απ’ τους διευθυντές του ιδρύματος των αρρένων και υπεύθυνος για τα παιδιά της τεχνικής σχολής, που ήταν περισσότερα και πιο ατίθασα. Ερωτευμένος με την μελλοντική σύζυγο του, που τότε ήταν αντίστοιχα διευθύντρια του οικοτροφείου θηλέων, είχαν αναπτύξει μεταξύ τους ένα άτυπο ανταγωνισμό σ’ ότι αφορούσε τις κοινές εκδηλώσεις.
     Δεν θυμάμαι ποιος είχε την ιδέα, ......

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2019

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΣΑΜΟ

Δ' ΤΑΞΗ ΠΡΑΚΤΙΚΟΥ
Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
Στη Δ΄ τάξη αποφάσισα να πάω στο πρακτικό. Έτσι, χωρίς καμιά ιδιαίτερη σκέψη. Ήταν μια εποχή που κανείς δεν «έμπαινε» στον κόπο να μας καθοδηγήσει και να μας εξηγήσει τις δυνατότητες της κάθε κατεύθυνσης. Βέβαια οφείλω να ομολογήσω πως ο καθηγητής των μαθηματικών που είχα στην προηγούμενη τάξη, μου είχε πει σε ανύποπτο χρόνο ότι η θέση μου δεν ήταν στο «κλασσικό». Πιθανόν να με επηρέασε, αλλά η απόφαση νομίζω πως ήταν αποκλειστικά δική μου. Η επιλογή έγινε χωρίς επαγγελματικά κριτήρια για το μέλλον μου ή τις δυνατότητές μου σαν μαθητή, αλλά ακολουθώντας μια απλή παρόρμηση της στιγμής.
Η αίθουσα στην οποία μαθητεύαμε ήταν η πιο παράξενη του σχολείου. Είχε σχήμα παραλληλογράμμου με την μια μεγάλη του πλευρά, τη βόρεια, να έχει στερεωμένο ένα τεράστιο πίνακα κι ακριβώς δίπλα να βρίσκεται η έδρα του καθηγητή τοποθετημένη πάνω σε μια ξύλινη εξέδρα. Πάνω στην έδρα εφαπτόταν το πρώτο από μια σειρά πέντε θρανίων, τα οποία είχαν καταλάβει τα δέκα κορίτσια της τάξης μας. Το τελευταίο θρανίο της σειράς ήταν κολλημένο στον νότιο τοίχο της αίθουσας.
Ο Νίκος, δεύτερος από τα δεξιά με τα γυαλιά
     Δίπλα στη σειρά των κοριτσιών υπήρχαν τρεις σειρές θρανίων, με τέσσερα θρανία κάθε μια, στα οποία στριμωχνόμασταν είκοσι επτά αγόρια. Φυσικά τα θρανία ήταν ξύλινα και παλιά απ’ τις πολλές χρήσεις (ποιος ξέρει πόσες γενεές μαθητών τα είχαν χρησιμοποιήσει πριν από μας). Όπως γίνεται φανερό σε τρία απ’ αυτά καθόντουσαν τρία αγόρια. Το παράξενο αυτής της αίθουσας δεν σταματούσε εδώ. Δίπλα στην τελευταία σειρά των θρανίων υπήρχε ένας στενός διάδρομος, που οδηγούσε στην πόρτα μιας άλλης αίθουσας στην οποία έκανε μάθημα ένα τμήμα της Β΄ τάξης.
     Αυτό και μόνο σαν γεγονός δημιουργούσε μια ιδιαιτερότητα, γιατί θα έπρεπε να περιμένουμε να μπουν όλοι οι μαθητές της γειτονικής αίθουσας καθώς κι ο καθηγητής που τους έκανε μάθημα, για να ξεκινήσει φυσιολογικά η δική μας διδασκαλία. Δεν ήταν λίγες οι φορές (το αντίθετο θα έλεγα) που κάποιος αργοπορημένος μαθητής από δίπλα, διέκοπτε τη ροή του δικού μας μαθήματος, για να διασχίσει τον μικρό διάδρομο και να πάει στη διπλανή αίθουσα. Αυτό μπορεί να φαίνεται εκ πρώτης όψεως εκνευριστικό, εμάς όμως μας βόλευε, γιατί για λίγα λεπτά χανόταν συνήθως η συνοχή της εξέτασης κάποιων μαθητών και σπανίως της παράδοσης.
Κορίτσια του Πρακτικού 
     Υπήρχε όμως κι ένα άλλο πρόβλημα με την διάταξη των θρανίων στην πλευρά των αγοριών. Αυτοί που καθόντουσαν στα πρώτα θρανία ήταν πολύ κοντά στον τεράστιο πίνακα και η οπτική γωνία τούς δυσκόλευε πάρα πολύ. Κάτι τέτοιο στη σημερινή εποχή θα το θεωρούσαν όλοι απαράδεκτο κι αντιπαιδαγωγικό, τότε όμως κανείς απ’ τους μαθητές δεν διαμαρτυρήθηκε. Επίσης κανείς απ’ τους καθηγητές δεν αναφέρθηκε ποτέ σ’ όλα αυτά τα προβλήματα. Εγώ καθόμουν στο τελευταίο θρανίο της δεύτερης σειράς απ’ τη μεριά των αγοριών μαζί με τον Νίκο, τον οποίο ήταν η μοναδική χρονιά που είχα σαν συμμαθητή στην ίδια αίθουσα. Ήταν πανύψηλος (με ξεπερνούσε τουλάχιστον ένα κεφάλι) κι ήταν μακράν ο καλύτερος μαθητής της τάξης, ακολουθούμενος από δυο απ’ τους έξι Γιώργηδες που είχαμε σαν συμμαθητές.
     Ο Νίκος διάβαζε πάρα πολύ κι αδιαφορούσε τελείως για τη γυμναστική και τον αθλητισμό. Ήταν δηλαδή το ακριβώς αντίθετο από μένα, που διάβαζα ελάχιστα και αφιέρωνα πολύ χρόνο στη γυμναστική και τον αθλητισμό. Είχαμε όμως και μερικά κοινά σημεία. Ήμασταν κι οι δυο απίστευτα άτακτοι, μόνο που την πλήρωνα τις περισσότερες φορές εγώ. Ενώ αυτός πετούσε κιμωλίες (συνήθως προς την πλευρά των κοριτσιών) σχεδόν πάντα υποπτευόταν εμένα, γιατί αυτός κατάφερνε να έχει ένα αδιάφορο και γαλήνιο ύφος, ενώ όταν έκανε κάποια αταξία καμωνόταν πως σκούπιζε τα μυωπικά του γυαλιά με τον καφέ πλαστικό σκελετό. Εκτός αυτού κανείς απ’ τους συμμαθητές μας και κυρίως απ’ τους καθηγητές δεν μπορούσε να διανοηθεί πως ο Νίκος ήταν σε τέτοιο βαθμό άτακτος, γιατί τον συνόδευε η «ετικέτα» του πολύ καλού μαθητή, ενώ σ’ εμένα είχαν κολλήσει αυτή του «απροσάρμοστου».
Διμοιρίτης ο Γιώργος Τ. Πίσω του εγώ
     Όταν μια φορά αγανάκτησα και διαμαρτυρήθηκα έντονα σε μια καθηγήτρια, ότι ήμουν αθώος για κάποια συγκεκριμένη παράβαση που είχε γίνει μέσα στην τάξη, αυτή μου απάντησε επιτιμητικά: «Ντροπή σου Ανδρέα, θέλεις να πιστέψω ότι είσαι αθώος κι ότι το έκανε ο Νίκος;» Η απάντησή της με άφησε κυριολεκτικά άναυδο και μ’ ανοιχτό το στόμα, ενώ ο διπλανός μου είχε μια στάση σαν να φορούσε φωτοστέφανο. Τότε κατάλαβα ότι οι «ετικέτες» και τα στερεότυπα που είχαν για μας θα μας ακολουθούσαν για πάντα.
     Μας ένωνε όμως και κάτι άλλο. Μόνο εμείς οι δυο ......

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2019

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΣΑΜΟ

Ο ΦΩΤΗΣ 
Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
Ανέβηκα στο πίσω κάθισμα της DKW μοτοσυκλέτας, σφίγγοντας στα χέρια μου μια σκουρόχρωμη, σχεδόν μαύρη, πέτρα. Ο οδηγός μάρσαρε τη μηχανή και μ’ ένα σπινάρισμα ξεκίνησε με θόρυβο, τινάζοντας σκόνες και χαλίκια στο προαύλιο του σχολείου. Διασχίσαμε την πλαϊνή αυλή και φτάσαμε στη μόνιμα ανοιχτή εξώπορτα του σχολείου. Εκεί μ’ ένα απότομο φρενάρισμα ο Φώτης (αυτός οδηγούσε) ακινητοποίησε το όχημα. Ισορρόπησε πατώντας με το αριστερό του πόδι στο έδαφος κι άπλωσε το χέρι του, χωρίς να πει τίποτα και κυρίως χωρίς να γυρίσει το σώμα του ή το κεφάλι του προς τα πίσω. Εγώ, αφού κρατήθηκα με το αριστερό μου χέρι απ’ τον ιμάντα της σέλας, με το δεξί μου του έδωσα την πέτρα που κρατούσα. Αυτός την πήρε και με μια απότομη κίνηση την πέταξε πάνω απ’ το κεφάλι του. Κάτι μουρμούρισε (ίσως γλίτωσα, ίσως δεν πρόκειται να με ξαναδείτε) και με μια απότομη γκαζιά, σήκωσε τη μηχανή στην πίσω της ρόδα, κάνοντας μια εντυπωσιακή σούζα κι έτσι βγήκαμε με ταχύτητα στον δρόμο. Έσφιξα με δύναμη τα δόντια μου, ενώ το χέρι μου κόντεψε να σπάσει τον ιμάντα. Παρ’ όλο που εμπιστευόμουν την οδηγητική ικανότητα του φίλου μου, ο φόβος απ’ τις νευρικές κινήσεις της οδήγησης και οι απότομοι ελιγμοί, προξένησαν ένα φόβο κι ένα σφίξιμο στο στομάχι μου.
     Λίγο πριν, μαζί με άλλους συμμαθητές μας, περιμέναμε στο προαύλιο του σχολείου ν’ αναρτηθούν οι πίνακες των επιτυχόντων στις επαναληπτικές εξετάσεις του Σεπτεμβρίου. Κάποιοι από μας αγωνιούσαν για τ’ αποτελέσματα, ενώ άλλοι ήταν τελείως αδιάφοροι, είτε γιατί ήταν σίγουροι για την επιτυχία τους, είτε για την αποτυχία τους. Υπήρχαν όμως και μερικοί που είχαν τις αμφιβολίες τους ανάμεικτες μ’ ελπίδες για επιτυχία. Ο Φώτης ανήκε στην τελευταία κατηγορία, έχοντας ένα άγχος και μια νευρικότητα για τ’ αποτελέσματα. Όπως ήταν φυσικό, είχαμε σχηματίσει «πηγαδάκια», σχολιάζοντας όλες τις πιθανότητες των αποτελεσμάτων. Σε ανύποπτο χρόνο, μας ξεκαθάρισε πως σε περίπτωση που περάσει το μάθημα… θα ρίξει «μαύρη πέτρα» πίσω του.
     Τελικά τα αποτελέσματα των εξετάσεων ήταν θετικά, τόσο γι αυτόν όσο και για μένα. Ικανοποιημένοι, αφού κουβεντιάσαμε λιγάκι με τους υπόλοιπους συμμαθητές, δώσαμε ραντεβού για το βράδυ στο σπίτι της Κατίνας, η οποία είχε θριαμβεύσει στις εξετάσεις, σπάζοντας όλα τα ρεκόρ. Είχε καταφέρει να περάσει και τα δέκα μαθήματα που είχε αποτύχει στις εξετάσεις του Ιουνίου. Χαρούμενη για το κατόρθωμά της, αλλά και γι άλλους προσωπικούς λόγους, μας κάλεσε το ίδιο βράδυ σ’ ένα κρητικό τραπέζωμα. Φυσικά υπήρχαν και κάποιοι που δεν ήταν ευχαριστημένοι μ’ αυτό που είδαν στους πίνακες και κάθε άλλο παρά χαρούμενοι ήταν. Μπροστά όμως στην προσωπική μας επιτυχία, ελάχιστα μας απασχόλησε η αποτυχία τους. Ο Γιάννης είχε αποχωρήσει νευριασμένος με τ’ αποτελέσματα κι έτσι ο Φώτης μου ζήτησε να τον συνοδεύσω σαν συνεπιβάτης στη μοτοσυκλέτα του. Πριν ξεκινήσουμε, έσκυψε, πήρε απ’ το έδαφος μια πέτρα και μου την έβαλε στο χέρι. Έκπληκτος κατάλαβα ότι ο φίλος μου τα εννοούσε αυτά που έλεγε περί «μαύρης πέτρας».
  Σ’ όλη τη διάρκεια της σχολικής μας διαδρομής, αποτελούσε αχώριστο δίδυμο με τον Γιάννη. Μαζί σκαρφίζονταν όλες τις διαολιές κι επέβαλλαν την άποψή τους σ’ όλες τις εξτρίμ καταστάσεις που βιώναμε στην τάξη. Απίστευτες είναι οι πλάκες που έκαναν οι δυο τους σ’ όλους μας, χωρίς να αντιμετωπίσουν σχεδόν ποτέ καμία αντίδραση. Στην περίπτωση της γαιδουροφαγίας, η καζούρα που αντιμετώπισαν, τόσο ο Σπύρος όσο και το παπαδοπαίδι, ήταν απίστευτη. Είχαν φτάσει σε σημείο να κάνουν σατυρικές μαντινάδες, τις οποίες τραγουδούσαν.........

Τρίτη 30 Απριλίου 2019

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΣΑΜΟ

Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΜΟΥ 
Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Ήταν μια περίεργη εποχή στο οικοτροφείο, λίγο μετά απ’ την τοποθέτηση του Σεβασμιότατου Ειρηναίου ως έξαρχου Δυτ. Γερμανίας. Η θέση του μητροπολίτη χήρευε και υπήρχε μια αναστάτωση στη λειτουργία του ιδρύματος. Χωρίς την παρουσία του όλα έμοιαζαν αβέβαια. Εμείς τα παιδιά δεν καταλαβαίναμε πολλά πράγματα από πολιτική και σκοπιμότητες. Απλά βλέπαμε τα γεγονότα να μας προσπερνούν, χωρίς να είμαστε σε θέση να λάβουμε ενεργά μέρος σ’ αυτά. Νιώθαμε σαν θεατές ενός κινηματογραφικού έργου, το οποίο δεν μας άρεσε, αλλά είχαμε την υποχρέωση, παρά τη θέλησή μας, να το παρακολουθήσουμε.
     Διάδοχη κατάσταση δεν υπήρξε. Πώς θα ήταν δυνατό άραγε να υπάρχει; Όλοι νιώθαμε την έλλειψή του, ανήμποροι να διαχειριστούμε το γεγονός. Εκτός από εμάς ήταν φανερό πως ούτε οι ενήλικες μπορούσαν να δώσουν κάποια λύση, τέτοια ώστε, η απουσία του να είναι ανώδυνη. Ξαφνικά νιώσαμε πιο φτωχοί και πιο ευάλωτοι σ’ όλη την καθημερινότητά μας. Δεν ξέρω αν οι διευθυντές ένιωθαν πίεση απ’ την απουσία του, αλλά μέσα σε λίγες μέρες όλα είχαν αλλάξει. Οι ίδιοι που πριν λίγες μέρες διαχειριζόταν τα πάντα με σχετική ευκολία και η συνολική λειτουργία του οικοτροφείου ήταν αρκετά καλή, ξαφνικά μετέφεραν την πίεση και την αβεβαιότητα που ένιωθαν σε μας. Απαιτούσαν να έχουμε κατανόηση και να συγκλίνουμε στο γεγονός με μια καθαρά εκκλησιαστική θεώρηση, που εμείς ήταν αδύνατο να καταλάβουμε και κυρίως να εφαρμόσουμε. Αμέσως μετά απ’ την αποχώρηση του ιεράρχη κι αφού άρχισε να γίνεται ορατό ότι δεν υπήρχε περίπτωση επιστροφής του στην παρούσα φάση, κάποιες αλλαγές έγιναν σταδιακά στη ζωή των οικότροφων. Οι κανονισμοί του ιδρύματος άρχισαν να ερμηνεύονται απ’ τους διευθυντές κατά το δοκούν και συνήθως όχι προς όφελος των παιδιών. Κανείς τους δεν κοίταζε τα αίτια μιας πράξης, αλλά επικεντρωνόταν αυστηρά στο γεγονός και η μόνη λύση ήταν η τιμωρία, όχι για σωφρονισμό, αλλά για τον παραδειγματισμό και τον εκφοβισμό των υπολοίπων μαθητών.
     Πρέπει να παραδεχτώ πως οι οικότροφοι στο σύνολό μας ήμασταν ατίθασοι και πολύ δύσκολα θα μπορούσε κάποιος χωρίς προσωπικότητα να μας βάλει σε καλούπια. Η πλειοψηφία των παιδιών ήταν μαθητές της ...

Τετάρτη 17 Απριλίου 2019

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΣΑΜΟ

Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Είχαμε φτάσει στην τελευταία τάξη του γυμνασίου, αλλά αρνούμασταν να δεχτούμε, πως πλησίαζε το τέλος των μαθητικών μας χρόνων. Με την εφηβεία να κυριαρχεί σε κάθε στιγμή της ζωής μας, σκαρφιζόμασταν όλο και κάποια καινούργια «κουζουλάδα», έτσι για να ικανοποιήσουμε το εφηβικό μας «εγώ» και κυρίως να πάμε κόντρα στο τοπικό κατεστημένο, που έθετε άτυπους κανόνες συμπεριφοράς καθοριστικούς, αλίμονο, για το τι έπρεπε να κάνουμε και τι όχι. Στην παλιοπαρέα των «λουλουδιών» είχε μπει ένα νέο μέλος, που ήρθε στην πόλη μας τον χειμώνα του 1973. Πολλοί απ’ τους συμμαθητές μου τον ήξεραν, γιατί πήγαιναν μαζί στο δημοτικό. Όταν η καθηγήτριά μας απ’ τη Μακεδονία, τον έβαλε να καθίσει στην πρώτη θέση και μας τον παρουσίασε με δύο λόγια, ακούστηκε απ’ το βάθος της αίθουσας μια αργόσυρτη φωνή: «Μήπως είναι και γιoς παπά;» Ο νέος συμμαθητής γύρισε ξαφνιασμένος, για ν’ αντικρύσει τον Γιάννη τον Ρ. κι αμέσως να τον χαιρετήσει. Είχαν κοινή διαδρομή στο δημοτικό κι αμέσως έδεσαν κι έκαναν παρέα.
     Εγώ, στην αρχή, τον αντιμετώπισα μ’ επιφυλακτικότητα, που έφτανε στα όρια της δυσπιστίας. Χωρίς να έχω κανένα λόγο, τον απέφευγα και δεν ήθελα πολλές επαφές μαζί του. Τα μόνα που ήξερα γι αυτόν, ήταν πως ήρθε εσπευσμένα, εγκαταλείποντας το σχολείο του στην Αθήνα κι ότι ο πατέρας του ήταν ιερωμένος. Αυτό το τελευταίο με ξένιζε κι είχα την πεποίθηση ότι θα ήταν ένα καλομαθημένο, θεοσεβούμενο και υπάκουο παιδί.
     Έπεσα πανηγυρικά έξω σ’ όλες τις προβλέψεις που έκανα, για τον καινούργιο συμμαθητή μας. Ο Γιάννης Τ., όπως ήταν το όνομα του, με διέψευσε απ’ τις πρώτες κιόλας εβδομάδες. Μετά από λίγες μέρες προσαρμογής, άρχισε να ξεθαρρεύει και να συναγωνίζεται όλους μας στις διάφορες «μαγκιές» και «τρέλες» που κάναμε. Επιβεβαίωσε με τον καλύτερο τρόπο την παροιμία που έλεγε: «Παιδί παππά, διαόλου εγγόνι». Σε μερικά πράγματα έμοιαζε με μένα. Η οικογένειά του τον είχε στείλει στην Κίσαμο μόνο του και βρήκε καταφύγιο σε μια θεία του, η οποία ήταν αδύνατο να τον ελέγξει. Έγινε τακτικότατος θαμώνας στο καφενεδάκι του Σήφη, χωρίς να νοιάζεται για τις πιθανές εις βάρος του επιπτώσεις.
     Κάθε Σάββατο, που ο Σπύρος και ο Λευτέρης πήγαιναν στα χωριά τους, εμείς επωφελούμασταν απ’ την απουσία τους και κάναμε «λημέρι» το δωμάτιο που νοίκιαζαν. Εκεί, στο τεράστιο μπαλκόνι, παίζαμε χαρτιά, πίναμε ρακί και καπνίζαμε τα τσιγάρα που μας προμήθευαν ο Πσιπσής κι ο Γιάννης, γιατί αυτοί είχαν τη δυνατότητα και την ευχέρεια να διαθέτουν τσιγάρα κάθε μέρα. Εγώ, παρ’ όλο που δεν κάπνιζα, γιατί με αηδίαζε ο καπνός, κι έπινα ελάχιστα, ένιωθα άνετα μαζί τους, γιατί ήταν φίλοι μου και σ’ ό,τι κι αν έκαναν, είχαν την έγκρισή μου και τη συμπαράστασή μου.
     Ένα διάστημα μας έπιασε μια μανία να χαρτοπαίζουμε. Αφού ήταν σχεδόν αδύνατο να παίξουμε σε κάποιο καφενείο, γιατί ο νόμος .....

Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2019

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΝΩΛΗΣ

Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στην Κίσαμο, είχα ελάχιστες έως μηδενικές επαφές, με τους ενήλικους κατοίκους. Δεν ξέρω για ποιο λόγο συνέβη αυτό, αλλά είναι γεγονός, πως ελάχιστους γνώρισα. Ίσως δεν το επέτρεπε το νεαρό της ηλικίας μου ή πιθανόν να μην έτυχε να τους γνωρίσω. Αν εξαιρέσουμε τους καθηγητές και τους διευθυντές του οικοτροφείου, που ερχόμουν αναγκαστικά σε καθημερινή επαφή μαζί τους, ο μόνος που θα μπορούσα να πω ότι γνώρισα, ήταν ο κύριος Μανώλης.
     Τον γνώρισα τυχαία, μια μέρα, που πήγα ν’ αλλάξω ένα τάλιρο σε ψιλά, για να παίξω με τον Πσιπσή ποδοσφαιράκι. Διατηρούσε στο πίσω μέρος του καφενείου του, ένα υποτυπώδες σφαιριστήριο, που το αποτελούσαν εκείνη την εποχή, αποκλειστικά οι ξύλινες κατασκευές, με τα ποδοσφαιράκια. Για να παίξουμε ένα παιχνίδι, έπρεπε να βάλουμε στην ανάλογη σχισμή, ένα δίδραχμο. Όταν του έδωσα το τάλιρο, αυτός μου έδωσε τρία δίδραχμα. Τον κοίταξα ερωτηματικά, γιατί μου έδινε μια δραχμή παραπάνω. Με κοίταξε χαμογελώντας και μου έκανε νόημα, να πάω στο πίσω μέρος και να συνεχίσω τη διασκέδασή μου. Μπορεί αυτό σήμερα να φαίνεται ασήμαντο, αλλά τότε για μας, ήταν μισό παιχνίδι παραπάνω. Όταν έδειξα στον φίλο μου τα τρία δίδραχμα, χαμογέλασε κι αυτός ικανοποιημένος, λέγοντας:
     «Ιντα περίμενες ρε; Αυτός είναι ο κύριος Μανώλης!»
 Αυτή ήταν η πρώτη μου γνωριμία, με τον πατέρα του Γιάννη, σε μια εποχή, που δεν είχα ιδιαίτερες σχέσεις μαζί του, καθώς υπήρχε δυσπιστία ανάμεσά μας, εξ αιτίας του αγεφύρωτου χάσματος, που υπήρχε, ανάμεσα στους κλασσικάριους και τους πρακτικάριους. Αισθάνθηκα απαίσια, όταν ο κύριος Μανώλης μας συνέλαβε, εμένα και τον Πσιπσή, «επ’ αυτοφώρω», να έχουμε παραβιάσει την ασφάλεια, που είχε ο κερματοδέκτης και να παίζουμε συνεχόμενα, το αγαπημένο παιχνίδι των εφήβων εκείνης της εποχής. Με μια πατέντα του φίλου μου, είχαμε βάλει ένα είδος μοχλού και κρατούσαμε ανοικτό το έμβολο, που συγκρατούσε τα μπαλάκια. Χωρίς να μας πει οτιδήποτε, απλά έβγαλε τον μοχλό και μας άφησε να συνεχίσουμε, το παιχνίδι μας. Εμείς όμως ήδη νιώθαμε απαίσια, όχι για την απάτη που του κάναμε, αλλά γιατί μας έπιασε και δεν μας μάλωσε καν.
     Γι αρκετό καιρό, έπαψα να συχνάζω στο καφενείο, γιατί ντρεπόμουν να τον αντικρύσω. Αλλά, επειδή, ήταν το ένα απ’ τα δυο σημεία της πόλης, που τα αναψυκτικά ήταν πολύ φτηνά κι ο καφές σχεδόν τζάμπα, αναγκάστηκα, να βάλω κατά μέρος τις τύψεις μου και να ξαναγίνω θαμώνας του. Πολλές φορές, όταν καταλάβαινε πως μου έλειπαν τα χρήματα, έφερνε στο τραπέζι που καθόμουν, το αγαπημένο μου αναψυκτικό, το μπιράλ, και το άφηνε μπροστά μου, χωρίς να το έχω παραγγείλει. Όταν τον κοίταζα με απορία, αυτός μου χαμογελούσε και μου έλεγε:
     «Αυτό είναι κερασμένο από μένα» κι έφευγε πριν καν προλάβω να τον ευχαριστήσω. Αυτό δεν συνέβη μόνο μια φορά, γιατί συνήθως ήμουν χωρίς χρήματα ή δεν μπορούσα να τα διαθέσω γι αναψυκτικά.
     Μ’ αυτόν τον τρόπο, είχα αποκτήσει.......

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2019

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΣΑΜΟ

"Αντώνης ο μικρόσωμος συμμαθητής μας"
Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
Μικρόσωμος, ξανθός, γαλανομάτης. Ένας τελείως χαμηλών τόνων συμμαθητής, που στην αρχή περνούσε απαρατήρητος, χωρίς να έχει καμιά συμμετοχή στα «τεκταινόμενα» της τάξης. Τον προλάβαμε στην Ε΄ γυμνασίου, όπου αυτός «πάτησε φρένο» και μας περίμενε. Παρ’ όλο που ήταν μικρόσωμος και στην ουσία, τουλάχιστον στην αρχή, δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις με κανένα μας, κατάφερνε να ελίσσεται ανάμεσά μας και κατάφερνε να κάθεται στα τελευταία θρανία. Το αναφέρω αυτό, γιατί τα τελευταία θρανία ήταν δικό μας προνόμιο. Δηλαδή εκεί καθόταν η παλιοπαρέα με μια δυο προσθαφαιρέσεις.
     Δεν ξέρω πως τα κατάφερε και πλασαρίστηκε στην επίζηλη προτελευταία θέση, αφήνοντας άλλους, όπως τον Γιάννη και τον Φώτη, να περιορίζονται σε θρανία που η θέση τους ήταν ορατή απ’ την έδρα του καθηγητή. Ο μεν Φώτης μπορεί να είχε λόγους να κάθεται σχετικά μπροστά. Είχε άμεση οπτική επαφή με το κορίτσι που τον ενδιέφερε. Ποτέ δεν κατάλαβα όμως γιατί ο Γιάννης κάθισε μαζί του και δεν διεκδίκησε μια απ’ τις πιο πίσω θέσεις. Εγώ πάλι είχα το μυαλό μου αλλού, εκτός της αίθουσας, οπότε καταλάμβανα μονίμως την τελευταία θέση.

 Δεν θυμάμαι ο Αντώνης να σήκωσε ποτέ το χέρι του, για να πει κάτι στην τάξη ή να σηκωθεί εθελοντικά σε κάποιο μάθημα. Σίγουρα ήταν μέτριος μαθητής γενικά, αλλά σε μερικά μαθήματα, όπως η ιστορία, ήταν παραπάνω από καλός. Το σύστημά του ήταν να περνάει απαρατήρητος, όσο το δυνατό σε μεγαλύτερο βαθμό. Σ’ αυτό μπορώ να πω ότι είχε μεγάλο ταλέντο. Ήταν πάρα πολλές οι φορές, που αναρωτιόμουν αν ήταν παρών στην αίθουσα ή είχε κάνει κάποια κοπάνα. Όταν τον άκουγα, καθόταν ακριβώς μπροστά μου, να μουρμουρίζει τη σωστή απάντηση, σε κάποια ερώτηση καθηγητή, κι αυτό γινόταν συχνά, έμενα έκπληκτος, τόσο για τις γνώσεις του, όσο και για την τακτική του, να μη συμμετέχει στο μάθημα. Σε ερώτηση μου γιατί το κάνει αυτό, .....

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΣΑΜΟ

ΓΙΟΡΤΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΣΤΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ ΑΡΡΕΝΩΝ ΚΑΣΤΕΛΙΟΥ ΚΙΣΑΜΟΥ( ΠΡΙΝ ΑΠΟ 48 ΧΡΟΝΙΑ)
Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
« Θα πρέπει να μείνεις εδώ μέχρι την τελευταία στιγμή», μου είπε ο κ. Βαγγέλης. « Ίσως να μην προφτάσεις να είσαι έγκαιρα στο σπίτι σου. Το πιθανότερο είναι να ταξιδεύεις τις γιορτινές ημέρες». Μου μιλούσε σκεφτικός, χωρίς να με κοιτάζει στα μάτια. Σαν να αισθανόταν κάποιο είδος ενοχής για την πρόταση που μόλις μου είχε κάνει. Φυσικά αυτή η πρόταση μου δημιουργούσε κάποιο προβληματισμό, γιατί θα έπρεπε ν’ αναθεωρήσω σχέδια και αποφάσεις, που ήδη είχαν δρομολογηθεί.
Δεν το σκέφτηκα ιδιαίτερα. Πολύ γρήγορα, χωρίς να σταθμίσω όλους τους παράγοντες, αποφάσισα ν’ ακολουθήσω την προτροπή του. Φυσικά υπήρχε ένας και μοναδικός λόγος, που κατά κάποιο τρόπο με ανάγκαζε να συμφωνήσω μαζί του. Αυτός ο λόγος ήταν το Χριστουγεννιάτικο θεατρικό έργο, που είχαμε με πολύ κόπο ετοιμάσει.
Απ’ τον Νοέμβριο είχαμε αρχίσει να ψάχνουμε για το θεατρικό έργο, που θα έπρεπε να ετοιμάσουμε. Βασικά αυτό ήταν καθαρά στα «καθήκοντα» του κ. Βαγγέλη, που εκτός απ’ τις καλλιτεχνικές ανησυχίες που είχε, ήταν ο πλέον κατάλληλος να επιλέξει και να σκηνοθετήσει το ανάλογο έργο. Παρ’ όλο που ζούσαμε σ’ ένα αυταρχικό καθεστώς, εμείς στο οικοτροφείο κανονίζαμε τα πάντα με δημοκρατικές διαδικασίες. Ακόμη και το προεδρείο του, το αναδείκνυαν εκλογές μεταξύ όλων των τροφίμων του ιδρύματος. Ενώ στην υπόλοιπη κοινωνία τα πάντα στην τοπική ιεραρχία, από την κατώτερη έως την ανώτατη διαβάθμιση, ήταν αποτελέσματα διορισμών της «εθνοσωτηρίου» κυβέρνησης. Εκείνο το διάστημα ήμουν πρόεδρος του οικοτροφείου (ακόμη αναρωτιέμαι γιατί με ψήφισαν τα παιδιά) και μοιραία ανακατευόμουν σ’ όλες τις αθλητικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις του ιδρύματος. Ο κ. Βαγγέλης ήταν ένας απ’ τους διευθυντές του ιδρύματος των αρρένων και υπεύθυνος για τα παιδιά της τεχνικής σχολής, που ήταν περισσότερα και πιο ατίθασα.[... ]
Δεν θυμάμαι ποιος είχε την ιδέα να γιορτάσουμε μαζί με το τμήμα των θηλέων τα επερχόμενα Χριστούγεννα, αλλά αυτό δημιούργησε ένα ισχυρό κίνητρο μεταξύ όλων των τροφίμων για το ποιο τμήμα θα παρουσιάσει το καλύτερο καλλιτεχνικό πρόγραμμα. Παρ’ όλο που εμένα αυτού του είδους οι εκδηλώσεις με άφηναν μάλλον αδιάφορο, ίσως γιατί τα ενδιαφέροντά μου ήταν εκτός του οικοτροφείου, η θέση μου σαν προέδρου με υποχρέωνε κατά ....

Πέμπτη 16 Αυγούστου 2018

ΟΤΑΝ ΕΦΑΓΑΝ ΓΑΙΔΑΡΟ ΣΤΗΝ ΚΙΣΑΜΟ

 Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
Ζούσαμε σε μια εποχή, που κύριο χαρακτηριστικό της ήταν η έλλειψη δημοκρατίας. Ήμασταν η άτυχη γενιά, που σε όλη τη διάρκεια της σχολικής μας εκπαίδευσης, δεν γνωρίσαμε στην πράξη τι ακριβώς ήταν οι εκλογές. Ακούγαμε σποραδικά, από χαμηλόφωνες συζητήσεις των μεγαλυτέρων, για τα πολιτικά κόμματα, που υπήρχαν πριν από το τρέχον καθεστώς και είχαμε μια ομιχλώδη άποψη ( και μόνο θεωρητική) για τη δημοκρατία και τη λειτουργία της. Γενικά είχαμε «μεσάνυχτα» από πολιτική κι ελάχιστα γνωρίζαμε για τα κέντρα των αποφάσεων κι ακόμη λιγότερα για το τι συνέβαινε έξω από τη χώρα μας.
Τότε (όπως πολύ αργότερα μάθαμε) έγινε πανευρωπαϊκός αποκλεισμός της χώρας σε ότι αφορούσε τις εισαγωγές κρέατος. Αυτό έγινε, για να δείξουν οι Ευρωπαίοι την αντίθεσή τους στο καθεστώς της χούντας. Ένας περίεργος υπουργός εμπορίου τότε έδωσε σε δικούς του ανθρώπους άδειες εισαγωγής κρέατος από τρίτες χώρες, γιατί είχε αρχίσει να γίνεται αισθητή η έλλειψή του. Γέμισε η αγορά λοιπόν με φθηνό σχετικά κρέας, μόνο που πολύ γρήγορα αποδείχτηκε ,πως τα εισαγόμενα κρέατα ήταν σάπια και καμία άλλη χώρα δεν τα εισήγαγε. Φυσικά, στον πανικό που ακολούθησε, η κυβέρνηση απάντησε με σπασμωδικές κινήσεις, προσπαθώντας να στρέψει τις διατροφικές μας προτιμήσεις σε άλλα, εγχώριας παραγωγής κρέατα.
 Ξαφνικά η τηλεόραση (όλα τα κανάλια ήταν κρατικά) πλημμύρισε με κάτι διαφημίσεις, για το πόσο υγιεινό ήταν το κρέας του κοτόπουλου. Το αποκορύφωμα ήταν, ότι μας διαφήμιζαν ......

Τετάρτη 25 Ιουλίου 2018

ΠΣΙΠΣΗΣ (ΨΙΨΗΣ)

Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
 Μερικά πράγματα είναι αδύνατο να τα ξεχάσεις. Μπορεί να τα έχεις «θάψει» σε μια άκρη του μυαλού σου και να νομίζεις ότι βρίσκονται εκεί αδρανοποιημένα, χωρίς όμως αυτά να έχουν διαγραφεί ποτέ απ’ τη μνήμη σου. Μόλις σου δοθεί το κατάλληλο ερέθισμα ξεχύνονται σαν ορμητικό ποτάμι με μια ανεξάντλητη ροή, που τελικά νομίζεις ότι τα ξαναζείς. Νόμιζα πως τον ξέχασα, πουθενά στο μυαλό μου δεν υπήρχε αναφορά της ύπαρξής του. Για χρόνια ολόκληρα τίποτα δεν σηματοδοτούσε ότι κάποτε ήμασταν φίλοι, ότι είχαμε συνυπάρξει στα  χρόνια της εφηβείας μας. Είχα φτάσει στο σημείο να πιστεύω πως δεν είχε υπάρξει ποτέ, σαν ο κύκλος της ζωής του ποτέ να μην άγγιξε ούτε στο ελάχιστο κάτι απ’ τη ζωή μου. Λάθος!  Μεγάλο λάθος αυτή η άποψη!  Στην ουσία οι ζωές μας θυμίζουν την εικόνα δυο τεμνόμενων βένιων διαγραμμάτων με κοινό σύνολο τα χρόνια της εφηβείας μας.
Πρώτη φορά τον είδα (δηλαδή στην ουσία τότε τον πρόσεξα) στο πλατύσκαλο της κυρίας εισόδου του σχολείου μας. Εκείνη την ημέρα στον αυλόγυρο του γυμνασίου είχε έρθει ένας άγνωστος σε μας πλανόδιος φωτογράφος και προσπαθούσε να πείσει όσους απ’ τους μαθητές μπορούσε να βγουν μια αναμνηστική φωτογραφία. Ανάμεσα στα επιχειρήματα που χρησιμοποιούσε για να καταφέρει να μας πείσει ήταν ότι ο ίδιος ήταν μεγάλος καλλιτέχνης του είδους. Αυτή την έκφραση την χρησιμοποιούσε όλο και πιο συχνά και κάποιοι απ’ τους μαθητές ενέδωσαν κι άρχισαν να φωτογραφίζονται. Εκείνη τη στιγμή, κι ενώ αναρωτιόμουν τι θα έπρεπε να κάνω πάνω σ’ αυτό το θέμα, άκουσα μια φωνή να λέει με πολύ χιούμορ:
« Κύριε φωτογράφε, καλλιτέχνης είσαι ή ερασιτέχνης;» 
Τα γέλια που ακολούθησαν .....

Σάββατο 21 Ιουλίου 2018

ΚΡΗΤΙΚΟ ΓΛΕΝΤΙ ΣΤΑ ΧΑΙΡΕΘΙΑΝΑ

Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
«Τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί μ’ ένα κρητικό γλέντι», μου έλεγε πολλές φορές ο φίλος μου ο Γιάννης. Αυτή τη φράση την επαναλάμβανε σε κάθε ευκαιρία και προσπαθούσε να μου εξηγήσει σε θεωρητική βάση όλες τις πιθανές περιπτώσεις, που θα συναντούσε κάποιος σε μια τέτοια διασκέδαση. Εγώ τον άκουγα υπομονετικά χωρίς καμιά διάθεση να του φέρω έστω και την παραμικρή αντίρρηση. Σίγουρα δεν συμφωνούσα με τα λεγόμενά του, γιατί είχαμε τελείως διαφορετικές απόψεις πάνω στο θέμα της διασκέδασης. Μου φαινόταν τελείως αδιανόητο ότι θα μπορούσα να διασκεδάσω τρώγοντας απίστευτες ποσότητες φαγητού με μια τεράστια ποικιλία λιπαρών και πίνοντας αλκοόλ χωρίς κανένα μέτρο, ενώ η κρητική μουσική θα ήταν το κύριο άκουσμά μας. Εκείνη την εποχή η διατροφή μου ήταν μάλλον λιτή και προσεγμένη εξ αιτίας των αθλητικών μου δραστηριοτήτων. Εξ άλλου η παραμονή μου στο οικοτροφείο με είχε κάνει λιτοδίαιτο και ελάχιστα ενδιαφερόμουν για ποικιλία εδεσμάτων και ποτών. Τα ποτά ήταν κάτι που πάντα απεχθανόμουν. Έτσι με απωθούσε η σκέψη ότι θα υπήρχε κρασοκατάνυξη. Η κρητική μουσική (απαραίτητη συνοδεία σ’ ένα κρητικό γλέντι) ήταν άλλο ένα «αρνητικό» στοιχείο, που μ’ έκανε να δυσπιστώ στα λεγόμενα του φίλου μου και κυριολεκτικά ν’ αμφιβάλω για το είδος της διασκέδασης που μου πρότεινε.
Έτσι εντέχνως απέφευγα κάθε  πρόταση για ένα τέτοιο γλέντι, αλλά τελικά ήταν μάλλον αναπόφευκτο να το ζήσω. Κάποια μέρα του Δεκέμβρη αποφασίσαμε να πάμε στα Χαιρεθιανά, ένα μικρό χωριό σχετικά κοντά στην Κίσαμο,  για τη γιορτή του φίλου μας του Σπύρου. Ο Σπύρος είχε την ευγένεια να μας καλέσει στο σπίτι του, αλλά εμείς το παρακάναμε όταν μαζευτήκαμε καμιά δεκαριά άτομα, όλα αγόρια, (δεν υπήρχε καμία  περίπτωση να έρθουν μαζί μας κορίτσια) αποφασισμένοι να τιμήσουμε τη γιορτή του φίλου μας. Κάναμε ένα ......

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2018

ΚΙΣΑΜΟΣ (η πρώτη επαφή)

Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης

Πάντα μου άρεσαν τα ταξίδια. Ποτέ δεν έχανα την ευκαιρία να συμμετάσχω με άλλους σ’ ένα ταξίδι ή ακόμη και να το πραγματοποιήσω μόνος μου. Μόλις το αποφάσιζα πρώτη μου δουλειά ήταν να ενημερωθώ από φίλους ή γνωστούς για τον τόπο του προορισμού. Πολλές φορές κατέφευγα σε ταξιδιωτικούς οδηγούς για επί πλέον πληροφορίες  για όλα τα σημαντικά κι ασήμαντα, που πιθανόν αφορούσαν την περιοχή που θα επισκεπτόμουν. Έτσι ήμουν ενήμερος για τη γεωγραφία, τη μορφολογία, την ιστορία ακόμη και τη μυθολογία της περιοχής. Ήξερα εκ των προτέρων τα μνημεία κι ότι άλλο αξιοσημείωτο θα έπρεπε να επισκεφτώ. Σ’ αυτές τις εξορμήσεις μου δεν παρέλειπα να θαυμάζω τις φυσικές ομορφιές και τα ιδιαίτερα τοπία που πιθανώς συναντούσα. Μ’ αυτόν τον τρόπο δεν έχανα χρόνο στις αναζητήσεις αλλά πήγαινα κατευθείαν στους χώρους που θα έπρεπε να δω. Σε περίπτωση που είχα συγγενείς ή οικογενειακούς φίλους, φρόντιζα να μάθω τους βαθμούς συγγένειας και  φιλικών σχέσεων με τους ανθρώπους που θα συναντούσα.

Ένα ταξίδι που θα έκανα στην αρχή της εφηβείας μου στην Κρήτη με άφηνε παγερά αδιάφορο και το αντιμετώπιζα μάλλον μ’ εχθρική διάθεση. Για αυτό δεν φρόντισα να μάθω το παραμικρό για τον τόπο, που τελικά θα πήγαινα και θα έμενα για ένα χρόνο. Αυτό ήταν γιατί είχε αποφασιστεί απ’ τους γονείς μου χωρίς τη δική μου συναίνεση ή, για την ακρίβεια, έγινε με τη δική μου ανοχή. Στο σχολείο στη Βέροια ήμουν μαθητής πάνω του μετρίου, ίσως θα μπορούσα να πω και καλός, αν και δε μου άρεσε ιδιαίτερα να διαβάζω τα μαθήματά μου.
Τότε ήταν που με μερικούς φίλους αποφασίσαμε να φτιάξουμε ένα μουσικό συγκρότημα, με το οποίο θα παίζαμε pop μουσική. Αυτό στην αρχή ξεκίνησε δειλά σαν ένα χόμπι, έτσι για να κάνουμε το κέφι μας, αλλά όσο περνούσε ο καιρός αφιερώναμε όλο και πιο πολύ χρόνο στα μουσικά μας «θέλω» κλέβοντας χρόνο απ’ τα μαθήματά μας. Αυτό δεν άργησε να γίνει αντιληπτό απ’ τη μητέρα μου, η οποία έκανε αδίκως πάρα πολλές προσπάθειες για να με συνεφέρει. Όταν κατάλαβε πως δε μπορούσε να το διαχειριστεί μόνη της, κατέφυγε στα μεγάλα «μέσα» δηλαδή στον πατέρα μου. Παραδόξως ο πατέρας μου .....

Σάββατο 16 Ιουνίου 2018

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΣΑΜΟ

ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ - ΦΡΟΝΤΗΣΤΗΡΙΑ - ΚΑΙ ΠΡΟΠΟΝΗΣΕΙΣ
Γράφει ο Αντρέας Μαρολαχάκης
Είχαμε φτάσει πλέον στην τελευταία τάξη του γυμνασίου και οι περισσότεροι από μας μόλις τότε αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε πως ένας κύκλος της ζωής μας «έκλεινε», ενώ παράλληλα «άνοιγε» ένας καινούργιος. Αυτός ο νέος κύκλος μας άγχωνε, γιατί παρ’ όλες τις συμβουλές καθηγητών και γενικά των μεγαλυτέρων γι ακαδημαϊκή μόρφωση και πορεία, εμείς (οι περισσότεροι τουλάχιστον) νιώθαμε μια αβεβαιότητα και μια σύγχυση να μας καταλαμβάνει σε τέτοιο βαθμό, που μας αποπροσανατόλιζε τελείως. Ξέραμε πολύ καλά πως έπρεπε να διαλέξουμε με προσοχή το επόμενό μας βήμα στη ζωή κι αυτό μας έβρισκε απροετοίμαστους. Βέβαια υπήρχαν και κάποιοι που, από πολύ καιρό πριν, είχαν αποφασίσει κι είχαν κατασταλάξει στο τι θα έκαναν στη ζωή τους και μεθοδικά προχωρούσαν στο επόμενό τους βήμα για την πραγματοποίηση του ονείρου τους.  Αυτοί ήταν οι λεγόμενοι σπασίκλες από μας τους υπόλοιπους (που ήμασταν και η συντριπτική πλειοψηφία) και ήταν φυσικά οι καλύτεροι μαθητές. Ήταν αυτοί που από τις μικρές τάξεις είχαν  αποφασίσει τι κλάδο θ’ ακολουθούσαν.
Εμείς οι υπόλοιποι, όσοι δηλαδή δεν πάλευαν για ν’ αποφύγουν τους  βαθμούς κάτω της βάσης, δεν είχαμε αποφασίσει αν και πού θα δίναμε εξετάσεις για τις ανώτερες και ανώτατες σχολές. Κάποιοι παρακολουθούσαν φροντιστήρια για να περιορίσουν τις αδυναμίες τους σε κάποια μαθήματα, ακόμη (και γιατί όχι) ν’ αποκτήσουν κάποιο πλεονέκτημα έναντι των άλλων στις εξετάσεις του γυμνασίου. Αν εξαιρέσουμε το φροντιστήριο των μαθηματικών, που είχε ιδρύσει τότε ο παραιτηθείς καθηγητής μας, όλα τα’ άλλα ήταν παράνομα και λειτουργούσαν κρυφά. Τα είχαν δημιουργήσει στην πλειονότητά τους καθηγητές του σχολείου μας, ......

Τρίτη 5 Ιουνίου 2018

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΣΑΜΟ

ΜΠΑΛΟΣ
Γράφει ο Αντρέας Μαρολαχάκης
Πλησίαζε το Πάσχα. Το τελευταίο Πάσχα των εφηβικών μου χρόνων. Ήξερα πολύ καλά πως ήταν η τελευταία μου ευκαιρία να γνωρίσω τα ήθη και τα έθιμα αυτής της γιορτής, στην Κρήτη. Αποφάσισα να μην πάω για τις πασχαλινές διακοπές του σχολείου στη Βέροια και να μείνω στην Κίσαμο, όπου είχα ήδη αρκετές προσκλήσεις για φιλοξενία από φίλους και συμμαθητές. Λίγο πριν κλείσουν τα σχολεία άρχισε μια συζήτηση με τον Γιάννη και τον Αντώνη απ’ τα Μεσόγεια για μια εκδρομή, που θα μπορούσαμε να κάνουμε σε μια απομακρυσμένη κι έρημη περιοχή. Εγώ δεν ήμουν ιδιαίτερα ενθουσιασμένος μ’ αυτήν την προοπτική. Ο Γιάννης όμως επέμενε τόσο πολύ κι αυτό με εντυπωσίασε, γιατί δεν με είχε συνηθίσει να φέρεται έτσι. Αναρωτιόμουν τους λόγους μια τέτοιας επιμονής, όμως  το μυαλό μου ήταν κολλημένο αλλού και δεν έδινα ιδιαίτερη σημασία σε τίποτα. Ίσως την απάθεια που έδειχνα ,στην ουσία ήταν πραγματική, να τη πήραν για συμφωνία οι φίλοι μου  κι άρχισαν πυρετωδώς να οργανώνουν τις λεπτομέρειες της εκδρομής. Εγώ δεν είχα τίποτα, εκτός απ’ την παρουσία μου, να προσφέρω στις ετοιμασίες της εκδρομής, γιατί ζούσα μόνος μου σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο της πόλης και γι αυτό δεν θα μπορούσα να συνεισφέρω σε τρόφιμα και προμήθειες. Απ’
ότι κατάλαβα, αυτό δεν ήταν πρόβλημα γι αυτούς, καθώς φρόντιζαν για όλες τις λεπτομέρειες χωρίς τη δική μου συμβολή.  Τους άκουγα με απάθεια να πληροφορούν τους υπόλοιπους συμμαθητές μας για την εξόρμηση και τους πρότειναν να έλθουν μαζί μας. Με έκπληξη αντιλήφτηκα πως αρκετοί ήθελαν να έρθουν μαζί μας και το συζητούσαν σοβαρά. Τελικά μερικοί λόγω των γιορτών, επειδή ίσως θεωρούσαν το Πάσχα οικογενειακή γιορτή, απέφυγαν τη πρόσκληση. Πάντως μαζευτήκαμε μια ομάδα που την αποτελούσαμε εγώ, ο Γιάννης Ρ, ο Αντώνης Σ, ο Λευτέρης Α, ο Δημήτρης Κ ( όλοι συμμαθητές) ο Δημήτρης Ξ…. ο οποίος είχε αποφοιτήσει απ’ το γυμνάσιο την προηγούμενη χρονιά και τρεις εξωσχολικοί απ’ τον Πλάτανο που δεν μπορώ να θυμηθώ τα ονόματά τους.
Ξεκινήσαμε τη Μ. Δευτέρα 24 Απριλίου....

Σάββατο 2 Ιουνίου 2018

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΣΑΜΟ

Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Εκεί… προς το τέλος της εφηβείας μας, λίγο πριν τελειώσουμε, το εξατάξιο γυμνάσιο στην Κίσαμο, ο καθένας μας προσπαθούσε να διαχειριστεί τα συναισθήματα του, με διαφορετικό τρόπο. Το βασικό μας πρόβλημα τότε ήταν ο εφηβικός έρωτας. Πάνω σε αυτό τον τομέα ήμασταν τελείως άπειροι, και οι όποιες γνώσεις μας, βασιζόταν, στις διηγήσεις μεγαλύτερων, οι οποίες δεν ήταν σε καμία περίπτωση, πλέον κατάλληλες για την ενημέρωση μας. Ζούσαμε σε ένα περιβάλλον πολύ συντηρητικό, που ο βασικός κανόνας ήταν το «απαγορεύεται» ή για την ακρίβεια το "ό,τι δεν επιτρέπεται… απαγορεύεται". Με αυτούς τους κανόνες ήταν αδύνατο να μπορέσει κάποιος έφηβος της εποχής, να εκδηλώσει τα συναισθήματα του για μια κοπέλα, με φυσιολογικό τρόπο. Φυσικά αυτό ήταν ένα τελείως προσωπικό θέμα και ο καθένας εκδηλωνόταν ή όχι, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του.
  Ο πιο συνηθισμένος τρόπος, για να προσεγγίσει ένας έφηβος μια κοπέλα, ήταν οι «περασάδες» μπροστά από το σπίτι της ή μπροστά από κάποιο άλλο μέρος, που σύχναζε αυτή. Ο ενδιαφερόμενος όμως, σε αυτή τη βόλτα συνήθως έπαιρνε μαζί και τους κολλητούς του. Αυτό γινόταν για να δώσει μια εγκυρότητα σ’ αυτή την «επιχείρηση» και να θολώσει τα νερά σε περίπτωση που γινόταν αντιληπτός απ’ τους οικείους της κοπέλας που τον ενδιέφερε. Βέβαια εκτός των άλλων έπαιρνε και κουράγιο απ’ την παρουσία των φίλων του και στις περισσότερες περιπτώσεις έκανε και τον «μάγκα» καθώς αισθανόταν πιο «άνδρας» με τη παρουσία τους.
 Ένας άλλος τρόπος προσέγγισης του ....

Παρασκευή 13 Απριλίου 2018

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΣΑΜΟ

 ΕΚΔΡΟΜΕΣ – ΝΟΠΗΓΕΙΑ - ΦΑΛΑΣΑΡΝΑ
Γράφει ο Αντρέας Μαρολαχάκης
Καμία φάση της ζωής μας δεν μπορεί να συγκριθεί με την εφηβεία. Νομίζω πως τότε έχουμε μια αποφασιστικότητα και μια ορμή, χωρίς την απαιτούμενη σοβαρότητα και περίσκεψη. Έτσι επαναστατούμε με το παραμικρό και κάνουμε πράγματα, χωρίς να λάβουμε προφυλάξεις ή να υπολογίσουμε τις πιθανές  συνέπειες. Φυσικά είναι η εποχή των πρώτων σκιρτημάτων και των Πλατωνικών (συνήθως) ερώτων. Αυτό που στη σημερινή εποχή, θεωρείται φυσιολογικό και αποδεκτό, τότε ήταν απαράδεκτο και στη κυριολεξία «ταμπού».  Τίποτα δεν ήταν χειρότερο για ένα έφηβο, (αγόρι ή κορίτσι) από το να κατηγορηθεί δικαίως ή αδίκως για κάποιο ερωτικό σκίρτημα. Αμέσως τους στοχοτοχοποιούσαν και τους έβαζαν στο περιθώριο της κοινωνικής αποδοχής. Έτσι χωρίς κανένα σοβαρό λόγο πολλά αγόρια και ιδίως κορίτσια, γινόταν βορά κουτσομπολιών, στο μικρόκοσμο της επαρχιακής κοινωνίας.  Μάλιστα υπήρχε και ένας μικρός κώδικας στο «καθωσπρεπισμού», που δήθεν υπό τύπο συμβουλών, υποδείκνυαν εμμέσως με ποιους δεν θα έπρεπε κάποιος να κάνει παρέα, αν ήθελε να θεωρείται «καλό παιδί». Πάνω σε αυτό έχω προσωπική εμπειρία, καθώς λίγο μετά την άφιξη μου στην Κίσαμο, που υπόδειξαν εμμέσως πλην σαφώς, να αποφεύγω να κάνω παρέα με ένα συγκεκριμένο κορίτσι και ένα αγόρι. Αυτό που θυμάμαι από τον εαυτό μου, είναι ότι τουλάχιστον τότε, ήμουν ατίθασος και αντιδρούσα αρνητικά σε κάθε ή τουλάχιστον στις περισσότερες συμβουλές. Με το συγκεκριμένο  αγόρι όπως και με το κορίτσι γίναμε φίλοι και η φιλία μας συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Παρ’ όλο που με αρκετούς καθηγητές είχαμε καλή σχέση, υπήρχαν κάποιοι από αυτούς, που προσπαθούσαν πάντα να βρουν κάτι εις βάρος μας και να εισηγηθούν την ανάλογη τιμωρία. Ένας από τους καθηγητές μας (πανύψηλος), ενώ όλοι τον θεωρούσαν απρόσιτο και αυστηρό, συνήθιζε να παίζει μαζί μας βόλεϊ και εκμεταλλευόμενος τα τεράστια χέρια του, πολύ εύκολα «κάρφωνε» την μπάλα στο αντίπαλο τερέν. Κάθε φορά που είχε μια επιτυχημένη βολή ........