Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
Ζούσαμε σε μια εποχή, που κύριο χαρακτηριστικό της ήταν η έλλειψη δημοκρατίας. Ήμασταν η άτυχη γενιά, που σε όλη τη διάρκεια της σχολικής μας εκπαίδευσης, δεν γνωρίσαμε στην πράξη τι ακριβώς ήταν οι εκλογές. Ακούγαμε σποραδικά, από χαμηλόφωνες συζητήσεις των μεγαλυτέρων, για τα πολιτικά κόμματα, που υπήρχαν πριν από το τρέχον καθεστώς και είχαμε μια ομιχλώδη άποψη ( και μόνο θεωρητική) για τη δημοκρατία και τη λειτουργία της. Γενικά είχαμε «μεσάνυχτα» από πολιτική κι ελάχιστα γνωρίζαμε για τα κέντρα των αποφάσεων κι ακόμη λιγότερα για το τι συνέβαινε έξω από τη χώρα μας.
Τότε (όπως πολύ αργότερα μάθαμε) έγινε πανευρωπαϊκός αποκλεισμός της χώρας σε ότι αφορούσε τις εισαγωγές κρέατος. Αυτό έγινε, για να δείξουν οι Ευρωπαίοι την αντίθεσή τους στο καθεστώς της χούντας. Ένας περίεργος υπουργός εμπορίου τότε έδωσε σε δικούς του ανθρώπους άδειες εισαγωγής κρέατος από τρίτες χώρες, γιατί είχε αρχίσει να γίνεται αισθητή η έλλειψή του. Γέμισε η αγορά λοιπόν με φθηνό σχετικά κρέας, μόνο που πολύ γρήγορα αποδείχτηκε ,πως τα εισαγόμενα κρέατα ήταν σάπια και καμία άλλη χώρα δεν τα εισήγαγε. Φυσικά, στον πανικό που ακολούθησε, η κυβέρνηση απάντησε με σπασμωδικές κινήσεις, προσπαθώντας να στρέψει τις διατροφικές μας προτιμήσεις σε άλλα, εγχώριας παραγωγής κρέατα.
Ξαφνικά η τηλεόραση (όλα τα κανάλια ήταν κρατικά) πλημμύρισε με κάτι διαφημίσεις, για το πόσο υγιεινό ήταν το κρέας του κοτόπουλου. Το αποκορύφωμα ήταν, ότι μας διαφήμιζαν ......
....το κρέας κουνελιών σε μια εποχή που δεν υπήρχαν οι σχετικές μονάδες εκτροφής τους. Ήταν στην ουσία μια διαφήμιση, που δεν ήταν δυνατόν να έχει αποτελέσματα. Στα χωριά, λίγο πολύ, ήταν εύκολο να βρει κάποιος κουνέλι για να το μαγειρέψει, γιατί τα περισσότερα νοικοκυριά τα εκτρέφανε μαζί με άλλα οικόσιτα ζώα. Στις πόλεις όμως ήταν αδύνατο να βρεθεί ποσότητα ικανή να καλύψει τις ανάγκες όλου του πληθυσμού. Είναι αλήθεια πως αυτό το είδος κρέατος μου άρεσε (και μου αρέσει ακόμα) και δεν παρέλειπα, όταν κάποιος φίλος με φιλοξενούσε στο χωριό του, να ζητήσω φορτικά να το έχουμε στο τραπέζι.
Οι διαφημίσεις έπαιζαν κάθε μέρα, αλλά στην αγορά κουνελίσιο κρέας ήταν αδύνατο να βρεις και σταδιακά άρχισε να παρατηρείται έλλειψη όλων των ειδών κρέατος. Εμείς δεν αντιληφθήκαμε το πρόβλημα, γιατί ούτε ψωνίζαμε, ούτε μας ένοιαζε ιδιαίτερα το τι θα είχε για φαγητό το τραπέζι μας. Προφανώς όμως οι ελλείψεις ήταν υπαρκτές και η κυβέρνηση συνέχισε να κάνει σπασμωδικές κινήσεις, προσπαθώντας να βγει απ’ το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει.
Τότε ακούστηκε για πρώτη φορά μια εξωφρενική είδηση. Πρώτα κυκλοφόρησε σαν φήμη κι έτυχε της ανάλογης «καζούρας». Αργότερα όμως από στόμα σε στόμα επιβεβαιωνόταν και στο τέλος ήμασταν σίγουροι πως δεν ήταν αστείο. Οι τοπικές αρχές άρχισαν να ψάχνουν κάποιο μαγαζί (εστιατόριο ή ταβέρνα ) που θα δεχόταν να σερβίρει κρέας γαϊδουριού, το οποίο προόριζαν σαν εναλλακτική λύση στη γενική έλλειψη . Στην αρχή αυτή η πρόταση ακούστηκε εξωφρενική κι απραγματοποίητη. Γενικά όλοι σχεδόν οι κάτοικοι της περιοχής είχαν καλή γνώμη για το συμπαθές υποζύγιο και θα ήταν δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να πραγματοποιηθεί ένα τέτοιο εγχείρημα.
Οι τοπικές αρχές όμως άρχισαν να προπαγανδίζουν με σύστημα τα οφέλη που θα είχε η κατανάλωση τέτοιου είδους κρέατος. Μας έλεγαν πως είναι το πιο καθαρό ζώο, τρώει μόνο χορτάρι, το δε νερό που πίνει πρέπει να είναι απόλυτα καθαρό (σε αντίθεση με τους χοίρους, που έτρωγαν κάθε είδους βρωμιά και ακαθαρσία). Το δε κρέας του περιέχει ελάχιστη ποσότητα λίπους, σε αντίθεση με τ’ άλλα ζώα, που το λίπος τους ήταν περίσσιο κι επικίνδυνο για την υγεία μας. Κάτι τέτοια μας έλεγαν κι επισήμως κανείς δεν βγήκε να μας πει κάτι αντίθετο (αν και σε πηγαδάκια όλο και κάτι ακούγαμε, χωρίς όμως να λάβει ποτέ κάποια δημοσιότητα). Όλα αυτά τ’ ακούγαμε για δύο, απ’ ότι θυμάμαι, βδομάδες και είχαν γίνει συχνό θέμα συζητήσεων, χωρίς όμως να μας περνάει απ’ το μυαλό μας ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να υλοποιηθεί. Θεωρούσαμε απίθανο να βρεθεί κάποιο μαγαζί, που θα σέρβιρε τέτοιου είδους κρέας.
Όμως τελικά …βρέθηκε. Μια ταβέρνα, που ήταν στην παραλία κοντά στο γήπεδο, συμφώνησε να το κάνει(κάποιοι έλεγαν πως πιέστηκε γι αυτό). Έτσι καθόρισαν να υλοποιήσουν τα σχέδιά τους μια Κυριακή απόγευμα. Βρήκαν ένα πώλο απ’ την Αγ. Ειρήνη, τον έσφαξαν και τεμάχισαν το κρέας του ανάλογα με τις γαστρονομικές τους ανάγκες και συνήθειες. Εκείνο το απόγευμα της Κυριακής οι αρχές φρόντισαν κανένα άλλο κέντρο εστίασης να μην είναι ανοιχτό, εκτός απ’ το συγκεκριμένο . Κάποιοι τολμηροί, κάτοικοι και μαθητές της περιοχής, είχαν δηλώσει ευθαρσώς ότι όχι μόνο θα πήγαιναν, αλλά θα γινόντουσαν και φανατικοί υποστηρικτές αυτής της πρωτόγνωρης γαστρονομικής απόλαυσης. Ο Γιάννης είχε ταχτεί ανοικτά εναντίον αυτής της προσπάθειας κι όπου γύριζε και του έκαναν κουβέντα γι αυτό έλεγε με αηδία:
«Μα ήντα κουζουλάδες είναι τούτες; Τους όνους θα φάμε;» Συνόδευε τα λόγια του με ανάλογες χειρονομίες και μορφασμούς, για να δείξει την πλήρη αντίθεσή του. Αλλά ήταν η απόλυτη μειοψηφία, γιατί κανείς δεν τολμούσε ανοιχτά να πάει κόντρα στις αρχές. Εγώ ταλαντευόμουν ανάμεσα στην αγάπη μου για τα ζώα ( ειδικά για τα συμπαθή αυτά τετράποδα) και στην αναταραχή που είχε δημιουργηθεί μ’ αυτή τη διατροφική καινοτομία. Έτσι δεν πήρα θέση στη διαμάχη και παρ’ όλο που μερικοί φίλοι και συμμαθητές μού πρότειναν να πάμε στην εν λόγω ταβέρνα νωρίς, γιατί αργότερα δεν θα βρίσκαμε τραπέζι, το απέφυγα εντέχνως.
Αργά ,απόγευμα της συγκεκριμένης Κυριακής, οι δρόμοι της Κισσάμου ήταν μάλλον έρημοι. Για την ακρίβεια λιγοστοί κάτοικοι ήταν έξω. Ίσως γιατί δεν υπήρχε η δυνατότητα να πάει κάποιος εναλλακτικά σε κάποιο άλλο μαγαζί, καθώς ακόμη και τα καφενεία ήταν κλειστά. Αρχικά περπάτησα άσκοπα ψάχνοντας να βρω κάποιον απ’ την παρέα μας, γρήγορα όμως απογοητεύτηκα, αφού όλοι ήταν εξαφανισμένοι. Πέρασα απ’ το σπίτι του Πσιπσή και, πετώντας πετραδάκια στο παράθυρό του, τον ειδοποίησα να βγει. Βγήκε αλαφιασμένος. Με ρώτησε τι συμβαίνει και του εξήγησα ότι όλα τα μαγαζιά ήταν κλειστά. Με κοίταξε ερωτηματικά κι αναγκάστηκα να του πω για ποιον λόγο. Δεν είμαι σε θέση να πω αν το ήξερε εκ των προτέρων (μάλλον αυτό θα ήταν το πιθανότερο) όμως άρχισε να γελάει και να κάνει κοροϊδευτικά σχόλια. Αμέσως μετά ρώτησε πότε και ποιοί θα πάμε στην ταβέρνα για ένα πρωτότυπο τσιμπούσι. Εγώ τον κοίταξα ξαφνιασμένος, γιατί μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν μου είχε περάσει απ’ το μυαλό ότι θα μπορούσα να πάω στη συγκεκριμένη ταβέρνα αυτή την κρίσιμη μέρα. Χωρίς καν να το σκεφτώ αρνήθηκα την πρότασή του, αυτός όμως απτόητος μου δήλωσε ότι θα πάει ότι και να γίνει. Με άφησε σύξυλο κι απομακρύνθηκε ψάχνοντας γι άλλους, με τους οποίους θα έκανε αυτή τη γευστική εξερεύνηση. Τελικά βρήκε την παρέα που επιθυμούσε. Τον Σπύρο Τ…….. ,τον Μιχάλη Μ…….., τον Γιάννη Τ…….., και τον Κωστή τον Α……..
Όλοι μαζί κατηφόρισαν προς την παραλία, μπήκαν με θάρρος στην ταβέρνα και κατέλαβαν ένα κεντρικό τραπέζι. Σε λίγο όλα τα τραπέζια είχαν καταληφθεί απ’ όσους κατοίκους της περιοχής δεν είχαν κανένα ενδοιασμό για το κρέας που θα τους προσφέρανε ή ακόμη το έκαναν για «χαβαλέ». Το γεγονός ήταν πως ,εκτός από το φαγητό, τα ποτά (όπως συνηθίζεται στα κρητικά γλέντια) κυκλοφορούσαν σε μεγάλες ποσότητες και γρήγορα μια υπέρμετρη ευθυμία κατέλαβε τους θαμώνες. Πιθανόν να ξέχασαν τι ακριβώς έτρωγαν ή μπορεί και να τους άρεσε τελικά αυτή η πρωτόγνωρη γεύση. Το σίγουρο ήταν, πως οι φίλοι μου διασκέδαζαν κι απολάμβαναν ένα αναπάντεχο φαγοπότι. Εξ άλλου είναι γνωστό, πως οι Κρητικοί το μόνο που χρειάζονται για να διασκεδάσουν είναι καλή παρέα, καλό φαγητό και μπόλικο αλκοόλ. Όλα αυτά τα είχαν στη διάθεσή τους και δεν χρειαζόντουσαν άλλο λόγο για να νιώσουν καλά.
Το ίδιο διάστημα περιπλανιόμουν άσκοπα στους δρόμους της πόλης ελπίζοντας να βρω κάτι ενδιαφέρον. Αφού μάταια αναζήτησα τον Γιάννη (αργότερα μου είπε ο αθεόφοβος, πως είχε επωφεληθεί από την παρουσία ενός ζευγαριού δημοσίων υπαλλήλων στη συγκεκριμένη ταβέρνα κι αυτός βρήκε την ευκαιρία να καμακώσει την κόρη τους), μόνος μου τελικά, αποφάσισα «να διαβώ τον Ρουβίκωνα» και κατηφόρισα προς την ταβέρνα. Τα τραγούδια και η φασαρία που έκαναν οι θαμώνες ακουγόντουσαν από μακριά κι αυτό μ’ έκανε διστακτικό. Μέσα διέκρινα ένα ετερόκλιτο πλήθος να διασκεδάζει αμέριμνο, χωρίς κανείς να μου δίνει την παραμικρή σημασία. Στο βάθος της αίθουσας διέκρινα τον καθηγητή των μαθηματικών, που τώρα πλέον είχε δικό του φροντιστήριο, να μασουλάει αμέριμνος τα εδέσματα που είχε μπροστά του.
Με το που μπήκα μέσα η παλιοπαρέα άρχισε τα πειράγματα με τόση ένταση και πάθος, που στο τέλος νόμισα πως με γιουχάρουν. Μέσα σε καπνούς, τσίκνες και φασαρία τους πλησίασα και κάθισα στο τραπέζι τους. Είχαν καταναλώσει τα πάντα και στο τραπέζι το μόνο που έβλεπες ήταν ποτήρια με αλκοόλ, αποτσίγαρα στα τασάκια και τσιγάρα στα χέρια τους. Αμέσως ο Πσιπσής φώναξε τον ταβερνιάρη και του ζήτησε να μου σερβίρει τον «επίδικο» μεζέ. Αυτός άρχισε κάποιες δικαιολογίες του τύπου: «Μα είναι αργά, δεν έμεινε τίποτα, τα φάγατε όλα κλπ». Αυτό δεν πτόησε καθόλου τον φίλο μου, που του είπε επιτακτικά: «Να φέρεις αυτό που φύλαξες για σένα, αλλιώς δε πληρώνουμε τον λογαριασμό». Αυτή η απειλή ήταν αρκετή για τον ιδιοκτήτη. Αμέσως έφερε ένα πιάτο κρέας με μακαρόνια για συμπλήρωμα και με φανερή δυσαρέσκεια το άφησε επιδεικτικά μπροστά μου. Κοίταξα με προσοχή το περιεχόμενο του πιάτου. Το κρέας είχε βαθύ σκούρο χρώμα, σχεδόν πλησίαζε το μαύρο, και τα μακαρόνια ήταν περιχυμένα με μια επίσης σκούρου χρώματος σάλτα. Η όλη εμφάνιση με απογοήτευσε. Διστακτικά έπιασα το πιρούνι κι άρχισα να σκαλίζω το πιάτο, χωρίς να επιχειρώ να δοκιμάσω το φαγητό. Αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από την «τσακαλοπαρέα» κι άρχισε ένα δούλεμα, που σε λίγο η έντασή του κόντεψε να ξεφύγει απ’ τα λεκτικά σχόλια. Επιστρατεύοντας όλο μου το κουράγιο, έκοψα ένα κομμάτι κρέας και προσπάθησα να το βάλω στο στόμα μου. Όταν όμως το πιρούνι έφτασε στο ύψος του προσώπου μου, νόμιζα πως είδα τα υγρά μεγάλα μάτια του πώλου να με κοιτάζουν και το άφησα αποφασιστικά πάλι στο πιάτο μου. Αυτό ήταν αρκετό για να ξεσαλώσουν οι φίλοι μου. Μάλιστα τους ακολούθησαν και οι υπόλοιποι που αντιλήφτηκαν το συμβάν κι αμέσως έγινα ο στόχος των κοροϊδευτικών επιφωνημάτων τους. Δεν αντέδρασα καθόλου. Προτίμησα να μείνω παθητικά αδιάφορος, για να μην οξύνω περισσότερο την εις βάρος μου κατάσταση. Σχόλια του τύπου: «Είσαι κότα», «Μην κάνεις τη πάπια, ρε», «Φάνου άντρας, ρε», κυριαρχούσαν στην ατμόσφαιρα κι όλα απευθύνονταν σε μένα. Αφού άντεξα τον καταιγισμό των κοσμητικών επιθέτων χωρίς να αντιδράσω, άρχισα να σκέφτομαι, πως μάλλον ήταν κακή απόφαση η επίσκεψή μου σ’ αυτόν τον χώρο.
Στην ίδια εκδήλωση είχαν έρθει και κάποιοι «επίσημοι» απ’ τα Χανιά, οι οποίοι, μόλις μάθανε τι ποιότητας κρέας θα σερβιριζόταν, άρχισαν να ζητάνε εναλλακτικές λύσεις, που όμως δεν υπήρχαν. Απ’ τη δύσκολη θέση τους έβγαλε ο ταβερνιάρης ο οποίος τους πρότεινε να φάνε λουκάνικα, πράγμα που ευχαρίστως το δέχτηκαν όλοι τους. Τα βρήκανε μάλιστα πολύ νόστιμα και πικάντικα, αφού τα τίμησαν δεόντως και τρώγανε αποκλειστικά αυτό το έδεσμα. Στο τέλος, όταν πληροφορηθήκανε ότι ήταν παρασκευασμένα από γαϊδουρινό κρέας, παραγεμισμένο σε έντερα απ’ το ίδιο ζώο, «σαλτάρανε». Στο πρόσωπό τους κυριάρχησε ένα απαλό πράσινο χρώμα κι έτρεχαν όλοι τους έξω στην αυλή και στις καλαμιές. Εγώ ευτυχώς δεν έφτασα σ’ αυτό το σημείο, αλλά αξιοπρεπώς δέχτηκα στωϊκά τα πειράγματα των φίλων μου και στο τέλος αποχώρησα νηστικός.
Την επομένη στο σχολείο άρχισαν τα πειράγματα εναντίον των γαϊδουροφάγων, γιατί τώρα αυτοί ήταν μειοψηφία κι όλοι οι άλλοι ξεσάλωναν εναντίον τους. Στο πλατύσκαλο της κεντρικής εισόδου ο συμπαθής υψηλόσωμος φιλόλογος περίμενε τον ομόλογό του συνάδελφο, ο οποίος ήταν κοντόσωμος, έως μετρίου αναστήματος. Μόλις τον αντίκρισε, τον υποδέχτηκε με γκαρίσματα. Το ότι είχε οργανώσει και ανάλογη χορωδία από μαθητές κρυμμένους πίσω από τις πόρτες, ελέγχεται ως ανακριβής πληροφορία.
Στην αίθουσα της Στ΄ πρακτικού οι δύο σειρές των θρανίων ακουμπούσαν στους τοίχους αφήνοντας ένα διάδρομο στη μέση. Ο ευτραφής καθηγητής της φυσικής, μόλις μπήκε στη τάξη, ζήτησε να μάθει ποιοί απ’ τους μαθητές του ήταν στην επίδικη ταβέρνα. Μόλις ενημερώθηκε, με σοβαροφάνεια, απαίτησε όλοι τους να καθίσουν απ’ τη μέσα μεριά των θρανίων και ν’ ακουμπούν στον τοίχο. Όταν ρωτήθηκε για ποιό λόγο, έδωσε την εξής απάντηση:
«Για να μη μπορούν να μας τσινήσουν (κλωτσήσουν)» ,φοβούμενος δήθεν πιθανές παρενέργειες. Όπως ήταν επόμενο, μέσα στην τάξη έγινε το «έλα να δεις» και μόνο μάθημα δεν έγινε.
Ο Σπύρος από τους πρώτους γαϊδουροφάγους, δεχόταν τα πειράγματα των κοριτσιών (ιδίως της Κατίνας) . Φουρκισμένος γι αυτό, επεχείρησε να καθίσει δίπλα στο Γιάννη, που για πρώτη φορά κρατούσε ένα βιβλίο και προσπαθούσε να συγκεντρωθεί σ’ αυτό που διάβαζε. Με που τον πλησίασε, ο Γιάννης σηκώθηκε γρήγορα κι έφυγε μακριά του, δήθεν πανικόβλητος. Στην προσπάθειά του ν’ απομακρυνθεί γρήγορα, αναποδογύρισε ένα θρανίο και δύο καρέκλες.
«Μα ήντα έπαθες»; Τον ρώτησε ο Σπύρος, απορημένος.
«Μείνε μακριά μου! Φοβάμαι μην αρχίσεις να τσινάς (κλωτσάς)», ήταν η απάντηση του Γιάννη, που πνίγηκε από τα γέλια του συνόλου των συμμαθητών. Για έναν άλλο συμμαθητή, που ήταν γιος παπά, έβγαλαν μια μαντινάδα.
«Γιαννάκη εσύ που τόλμησες τον όνο να τον φας, δεν σε γλιτώνει τίποτα, ούτε ο μπαμπάς σου ο παπάς».
Ο καημένος, αν και είχε μεγάλη αίσθηση του χιούμορ, τελικά δεν ήξερε που να κρυφτεί. Τις επόμενες μέρες έπρεπε να κάνουμε κάποιες πρόβες στην αυλή για κάποια επικείμενη παρέλαση. Όλη η τάξη προσπαθούσε να κάνει το καλύτερο δυνατό, με εξαίρεση τον Γιάννη και τον Φώτη, που ως συνήθως (δεν μπορώ να καταλάβω πώς) είχαν πάρει απαλλαγή απ’ την εκδήλωση. Καθισμένοι σ’ ένα θρανίο μπροστά απ’ το κλειστό γυμναστήριο έβγαζαν ρίμες, σατίριζαν και κορόιδευαν όλους, όσους είχαν την ατυχία να φάνε πώλο.
Τελικά όλοι οι γαϊδουροφάγοι μαθητές από θύτες ( εννοώ πως μας πείραζαν πριν για την ατολμία μας) κατάντησαν θύματα σε τέτοιο μεγάλο βαθμό, που στο τέλος άρχισα να τους λυπάμαι κιόλας
Ζούσαμε σε μια εποχή, που κύριο χαρακτηριστικό της ήταν η έλλειψη δημοκρατίας. Ήμασταν η άτυχη γενιά, που σε όλη τη διάρκεια της σχολικής μας εκπαίδευσης, δεν γνωρίσαμε στην πράξη τι ακριβώς ήταν οι εκλογές. Ακούγαμε σποραδικά, από χαμηλόφωνες συζητήσεις των μεγαλυτέρων, για τα πολιτικά κόμματα, που υπήρχαν πριν από το τρέχον καθεστώς και είχαμε μια ομιχλώδη άποψη ( και μόνο θεωρητική) για τη δημοκρατία και τη λειτουργία της. Γενικά είχαμε «μεσάνυχτα» από πολιτική κι ελάχιστα γνωρίζαμε για τα κέντρα των αποφάσεων κι ακόμη λιγότερα για το τι συνέβαινε έξω από τη χώρα μας.
Τότε (όπως πολύ αργότερα μάθαμε) έγινε πανευρωπαϊκός αποκλεισμός της χώρας σε ότι αφορούσε τις εισαγωγές κρέατος. Αυτό έγινε, για να δείξουν οι Ευρωπαίοι την αντίθεσή τους στο καθεστώς της χούντας. Ένας περίεργος υπουργός εμπορίου τότε έδωσε σε δικούς του ανθρώπους άδειες εισαγωγής κρέατος από τρίτες χώρες, γιατί είχε αρχίσει να γίνεται αισθητή η έλλειψή του. Γέμισε η αγορά λοιπόν με φθηνό σχετικά κρέας, μόνο που πολύ γρήγορα αποδείχτηκε ,πως τα εισαγόμενα κρέατα ήταν σάπια και καμία άλλη χώρα δεν τα εισήγαγε. Φυσικά, στον πανικό που ακολούθησε, η κυβέρνηση απάντησε με σπασμωδικές κινήσεις, προσπαθώντας να στρέψει τις διατροφικές μας προτιμήσεις σε άλλα, εγχώριας παραγωγής κρέατα.
Ξαφνικά η τηλεόραση (όλα τα κανάλια ήταν κρατικά) πλημμύρισε με κάτι διαφημίσεις, για το πόσο υγιεινό ήταν το κρέας του κοτόπουλου. Το αποκορύφωμα ήταν, ότι μας διαφήμιζαν ......
....το κρέας κουνελιών σε μια εποχή που δεν υπήρχαν οι σχετικές μονάδες εκτροφής τους. Ήταν στην ουσία μια διαφήμιση, που δεν ήταν δυνατόν να έχει αποτελέσματα. Στα χωριά, λίγο πολύ, ήταν εύκολο να βρει κάποιος κουνέλι για να το μαγειρέψει, γιατί τα περισσότερα νοικοκυριά τα εκτρέφανε μαζί με άλλα οικόσιτα ζώα. Στις πόλεις όμως ήταν αδύνατο να βρεθεί ποσότητα ικανή να καλύψει τις ανάγκες όλου του πληθυσμού. Είναι αλήθεια πως αυτό το είδος κρέατος μου άρεσε (και μου αρέσει ακόμα) και δεν παρέλειπα, όταν κάποιος φίλος με φιλοξενούσε στο χωριό του, να ζητήσω φορτικά να το έχουμε στο τραπέζι.
Οι διαφημίσεις έπαιζαν κάθε μέρα, αλλά στην αγορά κουνελίσιο κρέας ήταν αδύνατο να βρεις και σταδιακά άρχισε να παρατηρείται έλλειψη όλων των ειδών κρέατος. Εμείς δεν αντιληφθήκαμε το πρόβλημα, γιατί ούτε ψωνίζαμε, ούτε μας ένοιαζε ιδιαίτερα το τι θα είχε για φαγητό το τραπέζι μας. Προφανώς όμως οι ελλείψεις ήταν υπαρκτές και η κυβέρνηση συνέχισε να κάνει σπασμωδικές κινήσεις, προσπαθώντας να βγει απ’ το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει.
Τότε ακούστηκε για πρώτη φορά μια εξωφρενική είδηση. Πρώτα κυκλοφόρησε σαν φήμη κι έτυχε της ανάλογης «καζούρας». Αργότερα όμως από στόμα σε στόμα επιβεβαιωνόταν και στο τέλος ήμασταν σίγουροι πως δεν ήταν αστείο. Οι τοπικές αρχές άρχισαν να ψάχνουν κάποιο μαγαζί (εστιατόριο ή ταβέρνα ) που θα δεχόταν να σερβίρει κρέας γαϊδουριού, το οποίο προόριζαν σαν εναλλακτική λύση στη γενική έλλειψη . Στην αρχή αυτή η πρόταση ακούστηκε εξωφρενική κι απραγματοποίητη. Γενικά όλοι σχεδόν οι κάτοικοι της περιοχής είχαν καλή γνώμη για το συμπαθές υποζύγιο και θα ήταν δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να πραγματοποιηθεί ένα τέτοιο εγχείρημα.
Οι τοπικές αρχές όμως άρχισαν να προπαγανδίζουν με σύστημα τα οφέλη που θα είχε η κατανάλωση τέτοιου είδους κρέατος. Μας έλεγαν πως είναι το πιο καθαρό ζώο, τρώει μόνο χορτάρι, το δε νερό που πίνει πρέπει να είναι απόλυτα καθαρό (σε αντίθεση με τους χοίρους, που έτρωγαν κάθε είδους βρωμιά και ακαθαρσία). Το δε κρέας του περιέχει ελάχιστη ποσότητα λίπους, σε αντίθεση με τ’ άλλα ζώα, που το λίπος τους ήταν περίσσιο κι επικίνδυνο για την υγεία μας. Κάτι τέτοια μας έλεγαν κι επισήμως κανείς δεν βγήκε να μας πει κάτι αντίθετο (αν και σε πηγαδάκια όλο και κάτι ακούγαμε, χωρίς όμως να λάβει ποτέ κάποια δημοσιότητα). Όλα αυτά τ’ ακούγαμε για δύο, απ’ ότι θυμάμαι, βδομάδες και είχαν γίνει συχνό θέμα συζητήσεων, χωρίς όμως να μας περνάει απ’ το μυαλό μας ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να υλοποιηθεί. Θεωρούσαμε απίθανο να βρεθεί κάποιο μαγαζί, που θα σέρβιρε τέτοιου είδους κρέας.
Όμως τελικά …βρέθηκε. Μια ταβέρνα, που ήταν στην παραλία κοντά στο γήπεδο, συμφώνησε να το κάνει(κάποιοι έλεγαν πως πιέστηκε γι αυτό). Έτσι καθόρισαν να υλοποιήσουν τα σχέδιά τους μια Κυριακή απόγευμα. Βρήκαν ένα πώλο απ’ την Αγ. Ειρήνη, τον έσφαξαν και τεμάχισαν το κρέας του ανάλογα με τις γαστρονομικές τους ανάγκες και συνήθειες. Εκείνο το απόγευμα της Κυριακής οι αρχές φρόντισαν κανένα άλλο κέντρο εστίασης να μην είναι ανοιχτό, εκτός απ’ το συγκεκριμένο . Κάποιοι τολμηροί, κάτοικοι και μαθητές της περιοχής, είχαν δηλώσει ευθαρσώς ότι όχι μόνο θα πήγαιναν, αλλά θα γινόντουσαν και φανατικοί υποστηρικτές αυτής της πρωτόγνωρης γαστρονομικής απόλαυσης. Ο Γιάννης είχε ταχτεί ανοικτά εναντίον αυτής της προσπάθειας κι όπου γύριζε και του έκαναν κουβέντα γι αυτό έλεγε με αηδία:
«Μα ήντα κουζουλάδες είναι τούτες; Τους όνους θα φάμε;» Συνόδευε τα λόγια του με ανάλογες χειρονομίες και μορφασμούς, για να δείξει την πλήρη αντίθεσή του. Αλλά ήταν η απόλυτη μειοψηφία, γιατί κανείς δεν τολμούσε ανοιχτά να πάει κόντρα στις αρχές. Εγώ ταλαντευόμουν ανάμεσα στην αγάπη μου για τα ζώα ( ειδικά για τα συμπαθή αυτά τετράποδα) και στην αναταραχή που είχε δημιουργηθεί μ’ αυτή τη διατροφική καινοτομία. Έτσι δεν πήρα θέση στη διαμάχη και παρ’ όλο που μερικοί φίλοι και συμμαθητές μού πρότειναν να πάμε στην εν λόγω ταβέρνα νωρίς, γιατί αργότερα δεν θα βρίσκαμε τραπέζι, το απέφυγα εντέχνως.
Αργά ,απόγευμα της συγκεκριμένης Κυριακής, οι δρόμοι της Κισσάμου ήταν μάλλον έρημοι. Για την ακρίβεια λιγοστοί κάτοικοι ήταν έξω. Ίσως γιατί δεν υπήρχε η δυνατότητα να πάει κάποιος εναλλακτικά σε κάποιο άλλο μαγαζί, καθώς ακόμη και τα καφενεία ήταν κλειστά. Αρχικά περπάτησα άσκοπα ψάχνοντας να βρω κάποιον απ’ την παρέα μας, γρήγορα όμως απογοητεύτηκα, αφού όλοι ήταν εξαφανισμένοι. Πέρασα απ’ το σπίτι του Πσιπσή και, πετώντας πετραδάκια στο παράθυρό του, τον ειδοποίησα να βγει. Βγήκε αλαφιασμένος. Με ρώτησε τι συμβαίνει και του εξήγησα ότι όλα τα μαγαζιά ήταν κλειστά. Με κοίταξε ερωτηματικά κι αναγκάστηκα να του πω για ποιον λόγο. Δεν είμαι σε θέση να πω αν το ήξερε εκ των προτέρων (μάλλον αυτό θα ήταν το πιθανότερο) όμως άρχισε να γελάει και να κάνει κοροϊδευτικά σχόλια. Αμέσως μετά ρώτησε πότε και ποιοί θα πάμε στην ταβέρνα για ένα πρωτότυπο τσιμπούσι. Εγώ τον κοίταξα ξαφνιασμένος, γιατί μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν μου είχε περάσει απ’ το μυαλό ότι θα μπορούσα να πάω στη συγκεκριμένη ταβέρνα αυτή την κρίσιμη μέρα. Χωρίς καν να το σκεφτώ αρνήθηκα την πρότασή του, αυτός όμως απτόητος μου δήλωσε ότι θα πάει ότι και να γίνει. Με άφησε σύξυλο κι απομακρύνθηκε ψάχνοντας γι άλλους, με τους οποίους θα έκανε αυτή τη γευστική εξερεύνηση. Τελικά βρήκε την παρέα που επιθυμούσε. Τον Σπύρο Τ…….. ,τον Μιχάλη Μ…….., τον Γιάννη Τ…….., και τον Κωστή τον Α……..
Όλοι μαζί κατηφόρισαν προς την παραλία, μπήκαν με θάρρος στην ταβέρνα και κατέλαβαν ένα κεντρικό τραπέζι. Σε λίγο όλα τα τραπέζια είχαν καταληφθεί απ’ όσους κατοίκους της περιοχής δεν είχαν κανένα ενδοιασμό για το κρέας που θα τους προσφέρανε ή ακόμη το έκαναν για «χαβαλέ». Το γεγονός ήταν πως ,εκτός από το φαγητό, τα ποτά (όπως συνηθίζεται στα κρητικά γλέντια) κυκλοφορούσαν σε μεγάλες ποσότητες και γρήγορα μια υπέρμετρη ευθυμία κατέλαβε τους θαμώνες. Πιθανόν να ξέχασαν τι ακριβώς έτρωγαν ή μπορεί και να τους άρεσε τελικά αυτή η πρωτόγνωρη γεύση. Το σίγουρο ήταν, πως οι φίλοι μου διασκέδαζαν κι απολάμβαναν ένα αναπάντεχο φαγοπότι. Εξ άλλου είναι γνωστό, πως οι Κρητικοί το μόνο που χρειάζονται για να διασκεδάσουν είναι καλή παρέα, καλό φαγητό και μπόλικο αλκοόλ. Όλα αυτά τα είχαν στη διάθεσή τους και δεν χρειαζόντουσαν άλλο λόγο για να νιώσουν καλά.
Το ίδιο διάστημα περιπλανιόμουν άσκοπα στους δρόμους της πόλης ελπίζοντας να βρω κάτι ενδιαφέρον. Αφού μάταια αναζήτησα τον Γιάννη (αργότερα μου είπε ο αθεόφοβος, πως είχε επωφεληθεί από την παρουσία ενός ζευγαριού δημοσίων υπαλλήλων στη συγκεκριμένη ταβέρνα κι αυτός βρήκε την ευκαιρία να καμακώσει την κόρη τους), μόνος μου τελικά, αποφάσισα «να διαβώ τον Ρουβίκωνα» και κατηφόρισα προς την ταβέρνα. Τα τραγούδια και η φασαρία που έκαναν οι θαμώνες ακουγόντουσαν από μακριά κι αυτό μ’ έκανε διστακτικό. Μέσα διέκρινα ένα ετερόκλιτο πλήθος να διασκεδάζει αμέριμνο, χωρίς κανείς να μου δίνει την παραμικρή σημασία. Στο βάθος της αίθουσας διέκρινα τον καθηγητή των μαθηματικών, που τώρα πλέον είχε δικό του φροντιστήριο, να μασουλάει αμέριμνος τα εδέσματα που είχε μπροστά του.
Με το που μπήκα μέσα η παλιοπαρέα άρχισε τα πειράγματα με τόση ένταση και πάθος, που στο τέλος νόμισα πως με γιουχάρουν. Μέσα σε καπνούς, τσίκνες και φασαρία τους πλησίασα και κάθισα στο τραπέζι τους. Είχαν καταναλώσει τα πάντα και στο τραπέζι το μόνο που έβλεπες ήταν ποτήρια με αλκοόλ, αποτσίγαρα στα τασάκια και τσιγάρα στα χέρια τους. Αμέσως ο Πσιπσής φώναξε τον ταβερνιάρη και του ζήτησε να μου σερβίρει τον «επίδικο» μεζέ. Αυτός άρχισε κάποιες δικαιολογίες του τύπου: «Μα είναι αργά, δεν έμεινε τίποτα, τα φάγατε όλα κλπ». Αυτό δεν πτόησε καθόλου τον φίλο μου, που του είπε επιτακτικά: «Να φέρεις αυτό που φύλαξες για σένα, αλλιώς δε πληρώνουμε τον λογαριασμό». Αυτή η απειλή ήταν αρκετή για τον ιδιοκτήτη. Αμέσως έφερε ένα πιάτο κρέας με μακαρόνια για συμπλήρωμα και με φανερή δυσαρέσκεια το άφησε επιδεικτικά μπροστά μου. Κοίταξα με προσοχή το περιεχόμενο του πιάτου. Το κρέας είχε βαθύ σκούρο χρώμα, σχεδόν πλησίαζε το μαύρο, και τα μακαρόνια ήταν περιχυμένα με μια επίσης σκούρου χρώματος σάλτα. Η όλη εμφάνιση με απογοήτευσε. Διστακτικά έπιασα το πιρούνι κι άρχισα να σκαλίζω το πιάτο, χωρίς να επιχειρώ να δοκιμάσω το φαγητό. Αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από την «τσακαλοπαρέα» κι άρχισε ένα δούλεμα, που σε λίγο η έντασή του κόντεψε να ξεφύγει απ’ τα λεκτικά σχόλια. Επιστρατεύοντας όλο μου το κουράγιο, έκοψα ένα κομμάτι κρέας και προσπάθησα να το βάλω στο στόμα μου. Όταν όμως το πιρούνι έφτασε στο ύψος του προσώπου μου, νόμιζα πως είδα τα υγρά μεγάλα μάτια του πώλου να με κοιτάζουν και το άφησα αποφασιστικά πάλι στο πιάτο μου. Αυτό ήταν αρκετό για να ξεσαλώσουν οι φίλοι μου. Μάλιστα τους ακολούθησαν και οι υπόλοιποι που αντιλήφτηκαν το συμβάν κι αμέσως έγινα ο στόχος των κοροϊδευτικών επιφωνημάτων τους. Δεν αντέδρασα καθόλου. Προτίμησα να μείνω παθητικά αδιάφορος, για να μην οξύνω περισσότερο την εις βάρος μου κατάσταση. Σχόλια του τύπου: «Είσαι κότα», «Μην κάνεις τη πάπια, ρε», «Φάνου άντρας, ρε», κυριαρχούσαν στην ατμόσφαιρα κι όλα απευθύνονταν σε μένα. Αφού άντεξα τον καταιγισμό των κοσμητικών επιθέτων χωρίς να αντιδράσω, άρχισα να σκέφτομαι, πως μάλλον ήταν κακή απόφαση η επίσκεψή μου σ’ αυτόν τον χώρο.
Στην ίδια εκδήλωση είχαν έρθει και κάποιοι «επίσημοι» απ’ τα Χανιά, οι οποίοι, μόλις μάθανε τι ποιότητας κρέας θα σερβιριζόταν, άρχισαν να ζητάνε εναλλακτικές λύσεις, που όμως δεν υπήρχαν. Απ’ τη δύσκολη θέση τους έβγαλε ο ταβερνιάρης ο οποίος τους πρότεινε να φάνε λουκάνικα, πράγμα που ευχαρίστως το δέχτηκαν όλοι τους. Τα βρήκανε μάλιστα πολύ νόστιμα και πικάντικα, αφού τα τίμησαν δεόντως και τρώγανε αποκλειστικά αυτό το έδεσμα. Στο τέλος, όταν πληροφορηθήκανε ότι ήταν παρασκευασμένα από γαϊδουρινό κρέας, παραγεμισμένο σε έντερα απ’ το ίδιο ζώο, «σαλτάρανε». Στο πρόσωπό τους κυριάρχησε ένα απαλό πράσινο χρώμα κι έτρεχαν όλοι τους έξω στην αυλή και στις καλαμιές. Εγώ ευτυχώς δεν έφτασα σ’ αυτό το σημείο, αλλά αξιοπρεπώς δέχτηκα στωϊκά τα πειράγματα των φίλων μου και στο τέλος αποχώρησα νηστικός.
Την επομένη στο σχολείο άρχισαν τα πειράγματα εναντίον των γαϊδουροφάγων, γιατί τώρα αυτοί ήταν μειοψηφία κι όλοι οι άλλοι ξεσάλωναν εναντίον τους. Στο πλατύσκαλο της κεντρικής εισόδου ο συμπαθής υψηλόσωμος φιλόλογος περίμενε τον ομόλογό του συνάδελφο, ο οποίος ήταν κοντόσωμος, έως μετρίου αναστήματος. Μόλις τον αντίκρισε, τον υποδέχτηκε με γκαρίσματα. Το ότι είχε οργανώσει και ανάλογη χορωδία από μαθητές κρυμμένους πίσω από τις πόρτες, ελέγχεται ως ανακριβής πληροφορία.
Στην αίθουσα της Στ΄ πρακτικού οι δύο σειρές των θρανίων ακουμπούσαν στους τοίχους αφήνοντας ένα διάδρομο στη μέση. Ο ευτραφής καθηγητής της φυσικής, μόλις μπήκε στη τάξη, ζήτησε να μάθει ποιοί απ’ τους μαθητές του ήταν στην επίδικη ταβέρνα. Μόλις ενημερώθηκε, με σοβαροφάνεια, απαίτησε όλοι τους να καθίσουν απ’ τη μέσα μεριά των θρανίων και ν’ ακουμπούν στον τοίχο. Όταν ρωτήθηκε για ποιό λόγο, έδωσε την εξής απάντηση:
«Για να μη μπορούν να μας τσινήσουν (κλωτσήσουν)» ,φοβούμενος δήθεν πιθανές παρενέργειες. Όπως ήταν επόμενο, μέσα στην τάξη έγινε το «έλα να δεις» και μόνο μάθημα δεν έγινε.
Ο Σπύρος από τους πρώτους γαϊδουροφάγους, δεχόταν τα πειράγματα των κοριτσιών (ιδίως της Κατίνας) . Φουρκισμένος γι αυτό, επεχείρησε να καθίσει δίπλα στο Γιάννη, που για πρώτη φορά κρατούσε ένα βιβλίο και προσπαθούσε να συγκεντρωθεί σ’ αυτό που διάβαζε. Με που τον πλησίασε, ο Γιάννης σηκώθηκε γρήγορα κι έφυγε μακριά του, δήθεν πανικόβλητος. Στην προσπάθειά του ν’ απομακρυνθεί γρήγορα, αναποδογύρισε ένα θρανίο και δύο καρέκλες.
«Μα ήντα έπαθες»; Τον ρώτησε ο Σπύρος, απορημένος.
«Μείνε μακριά μου! Φοβάμαι μην αρχίσεις να τσινάς (κλωτσάς)», ήταν η απάντηση του Γιάννη, που πνίγηκε από τα γέλια του συνόλου των συμμαθητών. Για έναν άλλο συμμαθητή, που ήταν γιος παπά, έβγαλαν μια μαντινάδα.
«Γιαννάκη εσύ που τόλμησες τον όνο να τον φας, δεν σε γλιτώνει τίποτα, ούτε ο μπαμπάς σου ο παπάς».
Ο καημένος, αν και είχε μεγάλη αίσθηση του χιούμορ, τελικά δεν ήξερε που να κρυφτεί. Τις επόμενες μέρες έπρεπε να κάνουμε κάποιες πρόβες στην αυλή για κάποια επικείμενη παρέλαση. Όλη η τάξη προσπαθούσε να κάνει το καλύτερο δυνατό, με εξαίρεση τον Γιάννη και τον Φώτη, που ως συνήθως (δεν μπορώ να καταλάβω πώς) είχαν πάρει απαλλαγή απ’ την εκδήλωση. Καθισμένοι σ’ ένα θρανίο μπροστά απ’ το κλειστό γυμναστήριο έβγαζαν ρίμες, σατίριζαν και κορόιδευαν όλους, όσους είχαν την ατυχία να φάνε πώλο.
Τελικά όλοι οι γαϊδουροφάγοι μαθητές από θύτες ( εννοώ πως μας πείραζαν πριν για την ατολμία μας) κατάντησαν θύματα σε τέτοιο μεγάλο βαθμό, που στο τέλος άρχισα να τους λυπάμαι κιόλας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου