"Έφυγε η γιαγιά η Άννα"
Έφυγε προ ολίγων ημερών η γιαγιά η Άννα. Στα 96 της χρόνια. Λίγο πριν η μετά τη Μικρασιατική καταστροφή προσδιόριζε τη γέννηση της, μιας και ο πατέρας της είχε πάει στρατιώτης στο μικρασιατικό πόλεμο. Η ταυτότητα έγραφε το 1920. Το Ορεινό, Σητείας ήταν ο τόπος καταγωγής της. Πολυμελής οικογένεια, οχτώ παιδιά και δύσκολοι καιροί, αν και ο πατέρας της αγροφύλακας, εξασφάλιζε με τα κηπικά του και το κυνήγι του τα προς το ζην. Έμαθε λίγα γράμματα του Δημοτικού σχολείου.
Έφηβη μεταναστεύει στην κοντινή Γεράπετρα (Ιεράπετρα), όπου για κάποια χρόνια εργάζεται στο σπίτι ενός γιατρού βοηθώντας στις δουλειές του σπιτιού και που η αφεντικίνα της την αγαπούσε, έλεγε...
Σε λίγο ο πόλεμος του 40, οι Γερμανοί και ο βομβαρδισμός της Γεράπετρας, η κατοχή. Όλα ρημάζονται. Χάνεται και το κομπόδεμα που είχε μαζέψει. Μόνη σωτηρία η επιστροφή στο χωριό όπου φέρνει και τα αφεντικά να σωθούν από την πείνα, και που δεν ξέχασαν ποτέ αυτή την ευεργεσία. Ο γιατρός ανταπέδωσε στη γιαγιά, όταν τον χρειάστηκε ύστερα από πολλά χρόνια, εκείνο το ψωμί της κατοχής…..
Ύστερα τα αδέρφια παίρνουν καθένα το δρόμο της φυγής για αναζήτηση καλύτερης τύχης. Εκείνη αποφασίζει να παντρευτεί τον παππού Αντρέα, που της προτείνουν, ανάπηρο του Αλβανικού πολέμου. Ήταν μια λύση αποκατάστασης. Έτσι έρχεται νύφη πια στη Ρουκάκα –Χρυσοπηγή, όπου και πρέπει να ριζώσει. Ούτε εδώ τα πράγματα είναι ρόδινα, καθώς βρίσκεται μέσα σε μια πολυμελή οικογένεια. Δυναμική, ολιγόλογη και αποφασιστική παίρνει τη ζωή στα χέρια της και με τον άντρα της οργανώνει το δικό της νοικοκυριό. Αξιοποιεί τη σύνταξη. Αποκτά σπίτι, ελιές και αμπέλια. Εργατική με μια λογική να πρυτανεύει του συναισθήματος αφοσιώνεται στην οικογένεια της και την ανατροφή των παιδιών της. «Κάνει το κουμάντο της»,όπως συχνά μας έλεγε. Είχε αρχές και πρόγραμμα, που δύσκολα είναι αλήθεια μπορούσαμε να το παραβιάσομε. «Τα πράγματα πρέπει να έχουν τη σειρά ντως» ήταν το αξίωμα της.. Αξιώνεται και απολαμβάνει σπουδές παιδιών γάμους, εγγόνια, γάμους εγγονιών δισέγγονα. Ο παππούς πάντα από κοντά να εκτελεί και να βοηθά, άξιος δουλευτής, παρά την αδυναμία του. Είχε τη δικιά της ξεκάθαρη και ανεπιτήδευτη κοσμοθεωρία «Αλίμονο αν δεν έχεις μυαλό να φροντίσεις τη ζωή σου όπως εσύ μπορείς τι να σου κάνουν οι πολιτικοί, όλους τους έζησα, δε γίνονται όσα τάζουν» όμως ζει καλύτερα ο κόσμος σήμερα, ήταν η άποψη της.
Μοναχική, δεν είχε πολλές συναναστροφές, καθισμένη στο μπαλκονάκι της την καλοκαιρία και δίπλα στη σόμπα και την τηλεόραση της το χειμώνα περνούσε τον ελεύθερο χρόνο της. Ολιγόλεπτη ήταν η κουβέντα της με τις γειτόνισσες, όταν συναντιόταν έξω από την αυλή, κάτω από τη μουριά ή λίγο παρακάτω κάτω από τον ευκάλυπτο, όπου όλες περίμεναν τον ψωμά, ή τον ψαρά ή τον έμπορα, που μόλις είχε ακουστεί το μεγάφωνο του να διαλαλεί, για να ψωνίσουν.
Ωστόσο είχε τον τρόπο της να εκτιμά και να βοηθά όταν ήξερε ότι κάπου υπάρχει ανάγκη. Και στο ύστατο κατευόδιο της φάνηκε πόσο όλοι οι χωριανοί της την εκτιμούσαν.
Οι μέρες των καλοκαιρινών διακοπών και των εορτών που περνούσαμε μαζί της ήταν για τα εγγόνια της, ένα πανηγύρι ξενοιασιάς και γνώσης ενός κόσμου φυσικού και γνήσιου, ένα μέγιστο μάθημα εκεί ανάμεσα στο ζωικό της βασίλειο, με τις κότες, τους κούβους, τα κουνέλια, τα κατσικάκια, το γάιδαρο, στο κηπούλι με το πηγάδι, στο αμπέλι,στο πάνω σπίτι το καταδικό της, απλώνοντας τον τραχανά, ζυμώνοντας στο σοφρά τα καλιτσούνια, μαγειρεύοντας στην κουζίνα της και ακούγοντας ιστορίες ατέλειωτες για τη ζωή της, για τις περιπέτειες και τα παθήματα του παππού, που πάντα τα διακωμωδούσε για να διασκεδάζουν τα εγγόνια
Και όταν φεύγαμε μέρες ετοίμαζε του κόσμου τα καλά να φορτώσομε το αυτοκίνητο και να φύγομε.
Πριν τέσσερα χρόνια, έφυγε ο παππούς. Ώριμη και η ίδια αναγκάζεται να αφήσει το χωριό και το νοικοκυριό της και έρχεται κοντά στα παιδιά της. Αυτός ήταν ο πρώτος θάνατος της.
Από τότε παραιτείται και περνά στη σιωπή, στην ελάχιστη δράση. Δεν ζητά τίποτε, δεν παραπονιέται για τίποτα. «Ότι μου φέρετε είναι καλό, τώρα είστε εσείς αφεντικά», λέει
Ένα την απασχολεί πως δε θα είναι βάρος στα παιδιά και πως θα τα καταφέρει να φύγει όρθια και αυτάρκης και αυτή είναι η τελευταία φράση της προσευχής που ακούγαμε να ψιθυρίζει κάθε πρωί και βράδυ.
Τύχη αγαθή εκείνο το πρωινό του Σαββάτου σηκώθηκε, ετοιμάστηκε υποβοηθούμενη κάθισε στον καναπέ, ήπιε το λίγο γάλα της, το χαπάκι της και αφού ένοιωσε μια ολιγόλεπτη δυσφορία, σιωπηλή έφυγε..
Εμείς την ευχαριστούμε για όλα που μας έδωσε και που με τη στάση ζωής της ομόρφυνε για δεκαετίες τον μικρόκοσμο μας. Πολύτιμη η αύρα της για το νου και το αίμα των παιδιών μας, γέμισε δάκρυα τα μάτια των εγγονιών της, που αποχαιρετώντας την της φώναξαν δυνατά «ευχαριστώ γιαγιά για τα όμορφα χρόνια που μας χάρισες»
Μακαρία η οδός που πορεύεται η γιαγιά. Ας πορεύεται στο φως .
Ευτ. Δεσποτάκη- Πευκιανάκη
Έφυγε προ ολίγων ημερών η γιαγιά η Άννα. Στα 96 της χρόνια. Λίγο πριν η μετά τη Μικρασιατική καταστροφή προσδιόριζε τη γέννηση της, μιας και ο πατέρας της είχε πάει στρατιώτης στο μικρασιατικό πόλεμο. Η ταυτότητα έγραφε το 1920. Το Ορεινό, Σητείας ήταν ο τόπος καταγωγής της. Πολυμελής οικογένεια, οχτώ παιδιά και δύσκολοι καιροί, αν και ο πατέρας της αγροφύλακας, εξασφάλιζε με τα κηπικά του και το κυνήγι του τα προς το ζην. Έμαθε λίγα γράμματα του Δημοτικού σχολείου.
Έφηβη μεταναστεύει στην κοντινή Γεράπετρα (Ιεράπετρα), όπου για κάποια χρόνια εργάζεται στο σπίτι ενός γιατρού βοηθώντας στις δουλειές του σπιτιού και που η αφεντικίνα της την αγαπούσε, έλεγε...
Σε λίγο ο πόλεμος του 40, οι Γερμανοί και ο βομβαρδισμός της Γεράπετρας, η κατοχή. Όλα ρημάζονται. Χάνεται και το κομπόδεμα που είχε μαζέψει. Μόνη σωτηρία η επιστροφή στο χωριό όπου φέρνει και τα αφεντικά να σωθούν από την πείνα, και που δεν ξέχασαν ποτέ αυτή την ευεργεσία. Ο γιατρός ανταπέδωσε στη γιαγιά, όταν τον χρειάστηκε ύστερα από πολλά χρόνια, εκείνο το ψωμί της κατοχής…..
Ύστερα τα αδέρφια παίρνουν καθένα το δρόμο της φυγής για αναζήτηση καλύτερης τύχης. Εκείνη αποφασίζει να παντρευτεί τον παππού Αντρέα, που της προτείνουν, ανάπηρο του Αλβανικού πολέμου. Ήταν μια λύση αποκατάστασης. Έτσι έρχεται νύφη πια στη Ρουκάκα –Χρυσοπηγή, όπου και πρέπει να ριζώσει. Ούτε εδώ τα πράγματα είναι ρόδινα, καθώς βρίσκεται μέσα σε μια πολυμελή οικογένεια. Δυναμική, ολιγόλογη και αποφασιστική παίρνει τη ζωή στα χέρια της και με τον άντρα της οργανώνει το δικό της νοικοκυριό. Αξιοποιεί τη σύνταξη. Αποκτά σπίτι, ελιές και αμπέλια. Εργατική με μια λογική να πρυτανεύει του συναισθήματος αφοσιώνεται στην οικογένεια της και την ανατροφή των παιδιών της. «Κάνει το κουμάντο της»,όπως συχνά μας έλεγε. Είχε αρχές και πρόγραμμα, που δύσκολα είναι αλήθεια μπορούσαμε να το παραβιάσομε. «Τα πράγματα πρέπει να έχουν τη σειρά ντως» ήταν το αξίωμα της.. Αξιώνεται και απολαμβάνει σπουδές παιδιών γάμους, εγγόνια, γάμους εγγονιών δισέγγονα. Ο παππούς πάντα από κοντά να εκτελεί και να βοηθά, άξιος δουλευτής, παρά την αδυναμία του. Είχε τη δικιά της ξεκάθαρη και ανεπιτήδευτη κοσμοθεωρία «Αλίμονο αν δεν έχεις μυαλό να φροντίσεις τη ζωή σου όπως εσύ μπορείς τι να σου κάνουν οι πολιτικοί, όλους τους έζησα, δε γίνονται όσα τάζουν» όμως ζει καλύτερα ο κόσμος σήμερα, ήταν η άποψη της.
Μοναχική, δεν είχε πολλές συναναστροφές, καθισμένη στο μπαλκονάκι της την καλοκαιρία και δίπλα στη σόμπα και την τηλεόραση της το χειμώνα περνούσε τον ελεύθερο χρόνο της. Ολιγόλεπτη ήταν η κουβέντα της με τις γειτόνισσες, όταν συναντιόταν έξω από την αυλή, κάτω από τη μουριά ή λίγο παρακάτω κάτω από τον ευκάλυπτο, όπου όλες περίμεναν τον ψωμά, ή τον ψαρά ή τον έμπορα, που μόλις είχε ακουστεί το μεγάφωνο του να διαλαλεί, για να ψωνίσουν.
Ωστόσο είχε τον τρόπο της να εκτιμά και να βοηθά όταν ήξερε ότι κάπου υπάρχει ανάγκη. Και στο ύστατο κατευόδιο της φάνηκε πόσο όλοι οι χωριανοί της την εκτιμούσαν.
Οι μέρες των καλοκαιρινών διακοπών και των εορτών που περνούσαμε μαζί της ήταν για τα εγγόνια της, ένα πανηγύρι ξενοιασιάς και γνώσης ενός κόσμου φυσικού και γνήσιου, ένα μέγιστο μάθημα εκεί ανάμεσα στο ζωικό της βασίλειο, με τις κότες, τους κούβους, τα κουνέλια, τα κατσικάκια, το γάιδαρο, στο κηπούλι με το πηγάδι, στο αμπέλι,στο πάνω σπίτι το καταδικό της, απλώνοντας τον τραχανά, ζυμώνοντας στο σοφρά τα καλιτσούνια, μαγειρεύοντας στην κουζίνα της και ακούγοντας ιστορίες ατέλειωτες για τη ζωή της, για τις περιπέτειες και τα παθήματα του παππού, που πάντα τα διακωμωδούσε για να διασκεδάζουν τα εγγόνια
Και όταν φεύγαμε μέρες ετοίμαζε του κόσμου τα καλά να φορτώσομε το αυτοκίνητο και να φύγομε.
Πριν τέσσερα χρόνια, έφυγε ο παππούς. Ώριμη και η ίδια αναγκάζεται να αφήσει το χωριό και το νοικοκυριό της και έρχεται κοντά στα παιδιά της. Αυτός ήταν ο πρώτος θάνατος της.
Από τότε παραιτείται και περνά στη σιωπή, στην ελάχιστη δράση. Δεν ζητά τίποτε, δεν παραπονιέται για τίποτα. «Ότι μου φέρετε είναι καλό, τώρα είστε εσείς αφεντικά», λέει
Ένα την απασχολεί πως δε θα είναι βάρος στα παιδιά και πως θα τα καταφέρει να φύγει όρθια και αυτάρκης και αυτή είναι η τελευταία φράση της προσευχής που ακούγαμε να ψιθυρίζει κάθε πρωί και βράδυ.
Τύχη αγαθή εκείνο το πρωινό του Σαββάτου σηκώθηκε, ετοιμάστηκε υποβοηθούμενη κάθισε στον καναπέ, ήπιε το λίγο γάλα της, το χαπάκι της και αφού ένοιωσε μια ολιγόλεπτη δυσφορία, σιωπηλή έφυγε..
Εμείς την ευχαριστούμε για όλα που μας έδωσε και που με τη στάση ζωής της ομόρφυνε για δεκαετίες τον μικρόκοσμο μας. Πολύτιμη η αύρα της για το νου και το αίμα των παιδιών μας, γέμισε δάκρυα τα μάτια των εγγονιών της, που αποχαιρετώντας την της φώναξαν δυνατά «ευχαριστώ γιαγιά για τα όμορφα χρόνια που μας χάρισες»
Μακαρία η οδός που πορεύεται η γιαγιά. Ας πορεύεται στο φως .
Ευτ. Δεσποτάκη- Πευκιανάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου