Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.






Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ


Ένα αφιέρωμα στο χωριό που αργοσβήνει
Γράφει η Ευτυχία Δεσποτάκη -Πευκιανάκη


Με τη Χρυσοπηγή Σητείας που παλιά λεγόταν Ρουκάκα συνδέομαι εξ αγχιστείας. Είναι το χωριό καταγωγής του συζύγου μου, με τον οποίο την εποχή της νιότης και των σπουδών σε ουδέτερο έδαφος γνωριστήκαμε και συνδεθήκαμε έτσι ώστε  η Ρουκάκα να γίνει και για μένα και για τα παιδιά μας το χωριό μας.
Εγώ κατάγομαι από την Κίσαμο, μικρή κωμόπολη του νομού Χανίων. Από μικρή είχα κάποια σχέση με χωριό γιατί οι γονείς μου καταγόταν από τα Εννιά χωριά της Κισάμου (Ιναχώριον) σήμερα, ο πατέρας από την Τζιτζιφιά, ανατολικά της Βάθης και η μητέρα από τη Λίμνη, δίπλα στο Έλος. Μου άρεσε, όταν ήμουν μικρή και πηγαίναμε στο χωριό, πότε στο ένα πότε στο άλλο. Υπήρχε και στα δυο κάποια περιουσία. Μου άρεσε πιο πολύ στην Τζιτζιφιά, γιατί εκεί υπήρχε  δικό μας σπίτι και μέναμε, το παλιό σπίτι του παππού, ερείπιο σήμερα δυστυχώς.
Μετά τη βαρετή για μένα επίσκεψη στην περιουσία επισκεπτόμαστε συγγενείς, συμπαθείς θείες και θείους, και άλλους. Όμως ούτε στο ένα χωριό ,ούτε στο άλλο υπήρχε παππούς και γιαγιά. Γενικά δεν είχα κάτι να με δένει έντονα συναισθηματικά! 
Δεν γνώρισα δυστυχώς ούτε παππού, ούτε γιαγιά από κανένα γονιό και ήταν κάτι που με λυπούσε στην παιδική μου ηλικία και στην εποχή της ωριμότητας, πια, βλέπω απαραίτητο αυτό το ρόλο για το παιδί, όταν παίζεται σωστά. Ομολογώ ότι ζήλευα τα άλλα παιδιά, όταν ανάφεραν τη γιαγιά ή τον παππού τους! 
Η Ρουκάκα, .......
........λοιπόν και ο κόσμος της είχε όλα τα στοιχεία πιά για μένα, που έλειπαν από τα δικά μου χωριά και είχα την τύχη να τα ζήσω μετά το γάμο, μέσα από τη ζωή των παιδιών μου. Από το 197… ανελλιπώς. Χριστούγεννα, Πάσχα, Καλοκαίρι, κάποιες φορές και Απόκριες, πολλές μέρες τις περνούσαμε οικογενειακώς στο χωριό.
Στη Ρουκάκα ήταν οι ρίζες: ο παππούς και η γιαγιά. Εκεί συναντιόμαστε και με τα άλλα  αδέρφια, που ερχόταν και αυτά από αλλού. Τις ίδιες μέρες και για τους ίδιους λόγους το χωριό  ζωντάνευε πιο πολύ. Ερχόταν όλοι με τα παιδιά τους
 Ο παππούς  και η γιαγιά, ακμαιότατοι, τότε, περίπου αιωνόβιοι σήμερα με τις ελιές τους ,τα αμπέλια τους, τον κήπο τους και το μικρότερο κηπούλι με το πηγάδι, τα οπωρικά τους και το ζωικό τους βασίλειο. Οι κατσίκες, με τα κατσικάκια τους, τα πουλάκια, οι κότες, οι κούβοι, τα κουνέλια και ο γάιδαρος! Όλος αυτός ο θαυμαστός κόσμος, έδωσε στα παιδιά μας την καλύτερη βιωματική μελέτη περιβάλλοντος, καθώς όλο στριφογύριζαν γύρω από τη γιαγιά, πότε ταίζοντας τα κουνέλια, και τα πουλιά, πότε πηγαίνοντας βόλτα τους κούβους να φάνε χαλικάκια, πότε πηγαίνοντας στον κήπο να ποτίσουν ,πότε ζυμώνοντας τυροπιτάκια και πότε απλώνοντας τον τραχανά. Αργά το βραδάκι, που γύριζε ο παππούς με το γάιδαρο,  είχαν και τη χαρά μιας γαιδουροκαβαλαρίας  ,μέχρι να έρθει η ώρα για το άρμεγμα των κατσικών. Ένα σύννεφο σκίαζε τη χαρά όλου αυτού του κόσμου. Ήταν, όταν το πρωί του Μ.Σαββάτου έλειπαν τα κατσικάκια , που τόσο είχαν παίξει μαζί τους, τις προηγούμενες μέρες. Προσπαθούσαμε να τα πείσομε, ότι ο Λαμπράκης που τα πήρε θα τα πάει κάπου να μεγαλώσουν σε κοπάδι και θα μας έφερνε άλλο κρέας για το Πάσχα…Κύριος ρυθμιστής σε όλα η γιαγιά, με τάξη και κουμάντο που δύσκολα θα παραβιάζαμε την οργάνωση της. Εξ άλλου,είχε για όλα φροντίσει τόσο σωστά. Τα είχε όλα στη «σειρά ντως», όπως έλεγε.΄Ηταν όμορφα τις γιορτές στη Ρουκάκα, απλά, ταπεινά, γνήσια.
Το Πάσχα: από την περιφορά του Επιτάφιου σε όλα τα σπίτια, μέχρι την Ανάσταση στην Πάνω  Παναγία, τη  Μεσοσπορίτισσα, την Δεύτερη Ανάσταση και την επίσκεψη στους κεκοιμημένους, στον Άη –Γιώργη, τον Εσπερινό  της Αγάπης, στην Κάτω Παναγία, τη Ζωοδόχο πηγή, στον Πλάτανο και την περιφορά της Ανάστασης σε όλο το χωριό με τη συνοδεία σχεδόν όλων των χωριανών μεγάλων και παιδιών.
Όταν βρισκόμαστε στο χωριό στις 6 Αυγούστου, τη Μεταμόρφωση τη γιορτάζαμε στον Αφέντη Χριστό, όπως, ονομάζουν οι Ρουκακιανοί το εκκλησάκι της μεταμόρφωσης στο παλιό χωριό. Και ομολογώ ότι είναι τόσο  περιεκτική αυτή η προσωνυμία. Η εορτή του Αφέντη Χριστού έκλεινε το βράδυ με γλέντι στον πλάτανο έξω από το σχολείο. Ωραίες βραδιές με όμορφες Στειακές κονδυλιές και ωραίους ανθρώπους να τραγουδούν και να χορεύουν. Και ύστερα  της Παναγίας, το Πάσχα του καλοκαιριού, όλοι στα Διχαλά εκεί κάτω από τον πρίνο, όλοι οι χωριανοί και οι παραθεριστές, προσκυνητές στη Μεγαλόχαρη να ανταλλάσσουν ευχές και κεράσματα. Και ύστερα έπρεπε όλοι να κατεβούμε από κάτω στο νερό όπου ολοδρόσερη σε ξεδίψαζε η βρύση με το τρεχούμενο νερό.
Τα βράδια του Αυγούστου πάντα κατεβαίναμε στον Πλάτανο, πότε στο ένα καφενείο, πότε στο άλλο όπου σχηματιζότανε όμορφες παρέες με κουβέντες, χωρατά και, που συχνά κατέληγαν σε μικρά γλεντάκια, μιας και πολλοί έπαιζαν στο χωριό, βιολί και με την πρώτη παρακίνηση πήγαιναν και το έφερναν από  το σπίτι και άρχιζαν το παίξιμο. Και τα παιδιά να παίζουν, να τρέχουν με τα ποδήλατα τους και να απολαμβάνουν την ελευθερία του καλοκαιριού. 
Και όταν δεν γινόταν τα παραπάνω, με μια βόλτα παρακάτω, κάποιους θα συναντούσες, καθισμένους στις αυλές, κάποιες κουβέντες θα αντάλλαζες στα όρθια Αλλά η ώρα περνούσε, ευχάριστα και με μια επίσκεψη, σε συγγενικά ή φιλικά σπίτια, στης Σωσώς, στης  Σοφίας, στης Μόσχας, στης  Βιτορίας, στης Αντιγόνης, στης Γεωργίας, στης  Κλαίρης, στης Μαίρης…..   
Το βασικό κεφάλαιο της Ρουκάκας, οι άνθρωποι της, ευγενικοί, ήπιοι χωρίς υπερβολές, χαρακτηριστικό όλων των ετεοκρήτων Ανατολικών σε σχέση με τους δωρικότερους Δυτικούς κρητικούς, σιγά σιγά έγιναν και δικοί μου χωριανοί. Όλους και όλες  και αυτούς που έχουν φύγει, τους θυμάμαι με ιδιαίτερα συναισθήματα. Γειτόνισσες  που καλωσόριζαν και χαριεντίζονταν με τα μικρά και πιάναμε συχνά κουβέντα. Μου άρεσαν οι ευχές, που έδιδαν αυθόρμητα, τόσο  ακριβείς και φιλοσοφημένες κατά περίσταση. Αρραβωνιασμένοι, όταν βγήκαμε στο χωριό η ευχή ήταν «να ζήσετε και καλές ξετέλεψες» αργότερα όταν ήμουν έγκυος  οι γυναίκες έκλειναν το σχόλιό τους με την ευχή «γλυκειάν ελευθεριά». Η ευχή για το νεογέννητο ,ποτέ δεν είχε σχόλιο για το φύλο  του παιδιού, αλλά ευχόταν στους γονείς: «να σας ζήσει και καλήν ανατροφή», ή άλλες φορές πάλι καθώς  βγαίναμε για να πάμε κάπου η  συνήθης ευχή από τις γειτόνισσες, χωρίς να γίνονται αδιάκριτες, ήταν «καλοστρατιά». Το ίδιο θυμάμαι σε κάθε γιορτινό τραπέζι ο παππούς να εύχεται με την επίκληση ανάλογα με την εορτή: Βοήθεια μας ο γεννηθείς Χριστός, Βοήθεια μας ο Αναστάς Κύριος. Αλλά και το γλωσσικό ιδίωμα περιέχει θαυμάσιες και ακριβείς εκφράσεις, που και σήμερα όλοι μας και τα παιδιά, αναφέρουν
Μέσα από τη ζωή του χωριού και των χωριανών και τις διηγήσεις τους  μπορούσες να διδαχτείς όλη τη μικροιστορία της πατρίδας, που τελικά συνθέτει τη μεγάλη ιστορία, από πολιτική, κοινωνική και οικονομική άποψη.
Ο παππούς ο Αντρέας είναι τραυματίας του Αλβανικού πολέμου
Μέσα από τις επαναλαμβανόμενες διηγήσεις του για την πορεία προς το μέτωπο,τα παιδιά μας μάθαιναν την ιστορία και μεις βεβαιωνόμαστε για το ποια είναι η μοίρα των αθώων. Η γιαγιά πάλι διηγείται, πόσα έχει ζήσει, τα λεφτά, που με κόπο μάζεψε και τα έχασε στην κατοχή, πώς την έκλεψε ο παππούς  πόσοι έχουν κυβερνήσει, βασιλιάδες και άλλοι πρωθυπουργοί, όλοι ίδιοι είναι  καταλήγει. Αλλά συμπληρώνει ,όπως και να το κάνομε η ζωή είναι καλύτερη τώρα και το τεκμηριώνει με δυνατά επιχειρήματα, από την προσωπική της ζωή. Και άλλες πολλές ήταν οι ιστορίες  για φαντάσματα, για την αγία επιστολή, τους τούρκους, πότε κοντά στη φωτιά το χειμώνα, πότε στο μικρό μπαλκονάκι κάτω από τα άστρα το καλοκαίρι και πότε κάτω από τον ίσκιο της αιωνόβιας μουριάς της αυλής.
Μέρες πριν άρχιζαν οι προετοιμασίες της αναχώρησης μας. Έπρεπε να ετοιμαστούν τα πράγματα που θα παίρναμε από το χωριό. Το αυτοκίνητο φορτωνόταν, κοτόπουλα, κουνέλια, πατάτες, κρεμμύδια μυζήθρα, τραχανάς, ανεβατά κουλουράκια, αυγά, στειακά καλλιτσουνάκια, κηπευτικά ,σουλτανί  σταφύλι, σταφίδες, αμύγδαλα, αχλάδια από το Μπέμπονα ρακί, κρασί, όλα τα καλά του θεού και την ώρα της αναχώρησης ένα μικρό χαρτζιλίκι για τα παιδιά…….
Τόση ήταν η χαρά των παιδιών όταν ήταν μικρά, για τοχωριό που κάποτε φεύγοντας εκφράστηκε το πιο μεγάλο τότε, αυθόρμητα «μαμά ευτυχώς που πήρες τον μπαμπά κι έχομε ένα τόσο όμορφο χωριό.
Όλα αυτά για σαράντα και πλέον χρόνια σε μας τα έδωσε το χωριό Ρουκάκα. Το χωριό με τη φύση του, τους Αγίους του και τους ανθρώπους του. Βιώματα  αξίες, αναμνήσεις, πλούτο ζωής και πιστεύω σε κάθε ένα είτε λίγο είτε πολύ τα έχει δώσει το χωριό του.
Τα χρόνια πέρασαν, περνώντας τα παιδιά στην εφηβεία περιορίστηκαν οι μέρες  της παραμονής, ύστερα οι σπουδές, άλλα ενδιαφέροντα πια, ύστερα οι δικές τους οικογένειες.
Ωστόσο οι ωραίες αναμνήσεις συνοδεύουν πάντα. Μόνο καλά έχομε να θυμόμαστε από το χωριό. Τύχη αγαθή που ζήσαμε μέρες σε αυτό και πήραμε από τον όποιο πολιτισμό του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: