Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.






Δευτέρα 7 Αυγούστου 2017

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ

Του Ανδρέα Μαρολαχάκη* από το βιβλίο του "ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΚΟΣΟΥΛΙ"
- Στην γειτονιά μας, όταν ήμουν περίπου οκτώ χρονών, ήρθε μια οικογένεια και νοίκιασε σπίτι, στην πάροδο Ιεραρχών. Η οικογένεια είχε τρία παιδιά, ένα κορίτσι που πήγαινε στις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου, που όσο κι αν προσπάθησα, δεν μπόρεσα να θυμηθώ το όνομα της. Τα δύο αγόρια, ο Περικλής και ο Γιάννης ήταν μεγαλύτερα από μένα. Ο Περικλής, δέκα πέντε περίπου χρονών, και δούλευε στους μπαξέδες. Τον βλέπαμε, να περνάει από τη γειτονιά καβάλα σε ένα άλογο σαμαρωμένο. Δεξιά και αριστερά στο σαμάρι είχε κρεμασμένα δύο τεράστια κοφίνια. Όλη μέρα ο Περικλής γυρνούσε από γειτονιά σε γειτονιά, έψαχνε σπίτια που είχαν στάβλους και τα καθάριζε από την κοπριά. Τότε τα μισά και παραπάνω ίσως σπίτια είχαν ζώα, άλογα, γαϊδούρια, γελάδες, κατσίκες, πρόβατα κότες κλπ. Μάζευε την κοπριά στα κοφίνια και μετά την μετέφερε στον μπαξέ του αφεντικού του, την στοίβαζε, δημιουργώντας ένα μικρό βουναλάκι. Ο ήλιος την ξέραινε και μετά από μερικές μέρες την χρησιμοποιούσαν για να λιπάνουν τους μπαξέδες. Ο Γιάννης είχε τελειώσει το δημοτικό σχολείο και δούλευε περιστασιακά, όπου έβρισκε δουλειά. Συνήθως δούλευε στον φούρνο της γειτονιάς μας, κάνοντας τα μικροθελήματα του φούρναρη. Μια από τις βασικές υποχρεώσεις του ήταν να μετράει τα κουλούρια στους κουλουράδες και μετά να δίνει λογαριασμό στο αφεντικό του.
Ο πατέρας τους δούλευε σαν μηχανικός, σε κάποια εταιρία και στα μάτια μας, έμοιαζε σαν κάτι το μυθικό, γιατί ο μηχανικός και γενικά οι μηχανές ήταν άγνωστα πράγματα για μας. Μετά από λίγο χρονικό διάστημα πάψαμε να βλέπουμε τον πατέρα τους, στην γειτονιά.  Από τα μισόλογα  των γυναικών  της γειτονιάς, γιατί απόφευγαν να μιλήσουν μπροστά σε παιδιά, καταλάβαμε ότι ο πατέρας τους, εγκατέλειψε την οικογένεια του. Σταδιακά η οικογένεια τους άρχισε να έχει οικονομικά προβλήματα και ίσως αυτός να ήταν ένας από τους λόγους που ο Γιάννης δε συνέχισε το σχολείο. Τα δύο αγόρια έγιναν οι αλήτες της γειτονιάς, με δεδομένο, ότι δεν υπήρχε ο φόβος του πατέρα, ....
.....κανείς δεν μπορούσε να τα συμμαζέψει. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα έγιναν οι μάγκες της περιοχής. Κάπνιζαν, έβριζαν, πείραζαν τα κορίτσια και σε καθημερινή βάση, κορόιδευαν όλους εμάς τους υπόλοιπους, που ήμασταν σχετικά υπάκουοι και είχαμε κάποιες οικογενειακές αρχές. Οι πατεράδες μας, γενικά, δεν μας άφηναν να κάνουμε παρέα μαζί τους και ιδιαίτερα με τον Γιάννη.
Εμάς όμως, μας γοήτευε ο τρόπος ζωής του Γιάννη, αν και μας έκλεβε όταν παίζαμε μπίλιες, μας ξεγελούσε και στο τέλος, μας έπαιρνε την  μπάλα με την οποία παίζαμε όλοι μαζί. Μας άρεσε να τον ακούμε να περιγράφει τις κινηματογραφικές ταινίες, που έβλεπε λαθραία στον θερινό σινεμά ανεβασμένος σε δένδρα που ήταν δίπλα από τον περίβολο του κινηματογράφου. 
Επειδή στην γειτονιά υπήρχε πάντα ο φόβος να μας δει κάποιος, να κάνουμε παρέα με τον Γιάννη, πηγαίναμε στο προαύλιο του 1ου δημοτικού σχολείου και εκεί παίζαμε ανενόχλητοι. Εκεί ξεσαλώναμε, παίζαμε μπάλα, χωρίς να μας νοιάζει αν θα σπάσουμε κανένα τζάμι, μα το σπουδαιότερο ήταν πως δεν μας ενοχλούσε κανείς. Όταν θέλαμε να κάνουμε καμιά σκανδαλιά, μαζευόμασταν πίσω από τα αποχωρητήρια αρρένων, εκεί υπήρχε  μία στέρνα που έφθανε περίπου στο ύψος, του στήθους μου και ήταν μονίμως γεμάτη νερό, καθώς οι τρεις βρύσες που υπήρχαν εκεί, ήταν πάντα ανοιχτές, με το νερό να τρέχει και να φεύγει από την υπερχείλιση που υπήρχε για αυτό τον λόγο.
Το καλοκαίρι μας άρεσε, να βουτάμε το κεφάλι μας στο νερό της στέρνας για να δροσιστούμε. Το καλύτερο μας ήταν, όταν παίρναμε τα άδεια πλαστικά μπουκάλια, της χλωρίνης που ήδη είχε χρησιμοποιήσει ή μητέρα μας.  Ανοίγαμε μια τρύπα στο καπάκι, τα γεμίζαμε νερό  και μετά στα χέρια μας γινόταν όπλα, καθώς όταν τα πιέζαμε, ένας πίδακας νερού εκτοξευόταν εναντίον του αντιπάλου μας.
Έτσι ο νεροπόλεμος, ήταν στην ημερήσια διάταξη και η καλύτερη μας διασκέδαση για όλο το καλοκαίρι. Καταβρέχαμε ο ένας το άλλον, χωριζόμαστε σε αντίπαλες ομάδες και γινόμασταν μούσκεμα προσπαθώντας να νικήσουμε την αντίπαλη ομάδα. Όταν γυρνούσαμε βρεγμένοι, στο σπίτι συνήθως τις «τρώγαμε», αλλά αυτό δεν μας πτοούσε καθόλου. Εμείς την επομένη θα κάναμε και πάλι το ίδιο. Όσα μέτρα κι αν έπαιρναν οι δικοί μας, όσο ξύλο κι αν τρώγαμε, εμείς ήμασταν πάντα συνεπείς  στο ραντεβού μας με τον νεροπόλεμο.
Μια μέρα, και ενώ εξελισσόταν οι υγρές αψιμαχίες μας, εμφανίστηκε ο Γιάννης, κρατώντας στο χέρι του κάτι που στα μάτια φάνταζε εξωπραγματικό. Αμέσως, σταματήσαμε κάθε δραστηριότητα και τον κυκλώσαμε γεμάτοι δυσπιστία και περιέργεια. Στο χέρι του κρατούσε ένα πιστόλι ή για την ακρίβεια ένα νεροπίστολο, που στη εμφάνιση δεν διέφερε σε τίποτα, από ένα αληθινό πιστόλι, σύμφωνα με τις παραστάσεις που είχαμε από τον κινηματογράφο, γιατί αληθινό πιστόλι δεν είχε δει κανείς μας. Έμοιαζε με τα πιστόλια που χρησιμοποιούσανε οι κάου μπόιδες στις ταινίες. Το στριφογύριζε με μαεστρία, το έπαιζε αλλάζοντας, κάθε φορά χέρι και πιέζοντας την σκανδάλη πεταγόταν με ορμή ένας πίδακας νερού. Κάθε τόσο, το έστρεφε εναντίον σε κάποιον από μας, οπότε δεχόμασταν με ορμή ένα λεπτό πίδακα νερού που μας μούσκευε. Το νεροπίστολο του Γιάννη δεν είχε καμία σχέση με τα χονδροκομμένα μπουκάλια, που εμείς χρησιμοποιούσαμε σαν όπλα και η ακρίβεια του, όταν στόχευε κάποιον, ήταν κάτι το μοναδικό. Όλοι μας, είχαμε γοητευτεί με το καινούριο απόκτημα του, και θέλαμε να το αγγίξουμε, να το χρησιμοποιήσουμε, νομίζαμε πως με αυτό στην κατοχή μας, περνούσαμε σε άλλη διάσταση, γινόμασταν αυτόματα ήρωες του κινηματογράφου. Αυτός μας το έδινε, αλλά ζητώντας πάντα κάτι για αντάλλαγμα. Έτσι εμείς πιάναμε στα χέρια μας το νεροπίστολο και δεν μας ένοιαζε καθόλου που οι σοκολάτες ή τα παγωτά που είχαμε για τον εαυτό μας κατέληγαν στον ιδιοκτήτη του πιστολιού. Ο Γιάννης αμέσως έγινε ο αδιαφιλονίκητος αρχηγός μας. Κάναμε ότι αυτός ήθελε και όποτε του έκανε κέφι. Κανείς μας ποτέ δε διαμαρτυρήθηκε, απλά μας άρεσε να έχουμε την εύνοια του και να ανήκουμε στη συμμορία του.
Με απαίτηση του, κάναμε επιδρομές στα γειτονικά περιβόλια και κλέβαμε διάφορα φρούτα, σύμφωνα με τις υποδείξεις και την όρεξη του. Φυσικά αυτά είχαν και τις ανάλογες συνέπειες, κάποιοι που μας έβλεπαν, το μετέφεραν στους δικούς μας και άρχιζαν οι ανακρίσεις και οι τιμωρίες. Τίποτα όμως δεν ήταν ικανό να μας αποτρέψει από το απογευματινό ραντεβού στο σχολείο για ένα νεροπόλεμο και ένα σωρό άλλες σκανδαλιές, σύμφωνα με τις οδηγίες του Γιάννη.
Ένα απόγευμα, μας συγκέντρωσε στην στέρνα με τις βρύσες, πίσω από τα αποχωρητήρια των αγοριών. Μας μιλούσε για τους σκληρούς άνδρες, έπαιζε στα χέρια του το νεροπίστολο και μας εξηγούσε τις σκληρές στάσεις που θα έπρεπε να κρατάν, οι άνδρες, για να τους σέβονται οι υπόλοιποι. Κάποια στιγμή, έβγαλε από την πίσω τσέπη του παντελονιού του, ένα τσαλακωμένο πακέτο τσιγάρα, μάρκας άρωμα. Χωρίς να μας πει τίποτα, έπιασε ένα τσιγάρο από το πακέτο, με τα χείλη του, χωρίς να χρησιμοποιήσει τα χέρια του. Το άναψε, ρούφηξε λαίμαργα τον καπνό και με ένα σφύριγμα απόλαυσης τον άφησε να βγει από τα ρουθούνια του. Τον κοιτάζαμε σαν μαγεμένοι, για όλους μας το κάπνισμα ήταν απαγορευμένο, ήταν μια συνήθεια κακή, όπως έλεγαν όλοι και μόνο οι μεγάλοι μπορούσαν να καπνίζουν. Ο Γιάννης εκείνη την στιγμή, στα μάτια μας, περνούσε στο πάνθεον των ηρώων.  Άναψε ένα δεύτερο τσιγάρο και μας το έδωσε, για να καπνίσουμε όλοι από λίγο, με την σειρά μας. Το τσιγάρο άλλαζε χέρια και ο καθένας μας τραβούσε μια ρουφηξιά και το έδινε στον επόμενο. Τελευταίος στην σειρά ήμουν εγώ, το πήρα στα χέρια μου ρούφηξα ελαφρά τον καπνό, αηδίασα, κάνοντας προσπάθεια, να μη με καταλάβουν οι άλλοι, έκρυψα με δυσκολία τα δάκρια, που μου ερχόταν αυθόρμητα, άπλωσα το χέρι μου να δώσω το τσιγάρο στον επόμενο.  Εκείνη την στιγμή πήρε τον λόγο ο Γιάννης και μας είπε.
«Παιδιά, λέω να παίξουμε ένα παιχνίδι». Πριν προλάβουμε να πούμε οτιδήποτε, δεν μας άφησε  κανένα περιθώριο, να αντιδράσουμε ή να αρνηθούμε (για ποιο λόγο άλλωστε) συνέχισε να μας εξηγεί, το πώς θα παίξουμε το παιγνίδι που είχε στο μυαλό του.
« Ξεκινάμε από τον Ανδρέα, θα τραβήξει μια δυνατή ρουφηξιά από το τσιγάρο, ενώ συγχρόνως θα μας πει μια φράση… θα πει ιιιιιιι ένας παπάς, αυτός που θα το πει, δυνατότερα θα κερδίσει και θα έχει στα χέρια του όλο το απόγευμα το νεροπίστολο».  Μας άρεσε η ιδέα, όλοι μας συμφωνήσαμε, εμένα μου φάνηκε ευκαιρία, να κερδίσω για να έχω στην κατοχή μου το νεροπίστολο όλο το απόγευμα.  Έπιασα με μια αποφασιστική κίνηση το τσιγάρο, το έφερα στα χείλη μου και ρούφηξα με δύναμη τον καπνό φωνάζοντας συγχρόνως «ιιιιιι ένας παπάς».
Αυτό που ένιωσα εκείνη την στιγμή ήταν πρωτόγνωρο και απερίγραπτο. Ο καπνός μπήκε με ορμή στα πνευμόνια μου και μια φωτιά με τύλιξε, άρχισα να βήχω με μανία, τα μάτια μου δάκρυζαν ασταμάτητα και νόμισα πως πήραν φωτιά τα πνευμόνια μου.  Σε μια ύστατη προσπάθεια να σβήσω την φωτιά, βούτηξα το κεφάλι μου μέσα στην στέρνα. Το νερό μπήκε με ορμή στο στόμα μου και τότε κινδύνεψα στα αλήθεια, έβγαλα το κεφάλι μου, από το νερό προσπαθώντας να πάρω γρήγορες ανάσες. Αυτό είχε σαν συνέπεια, να με πιάσει ακατάσχετος βήχας και να κάνω αρκετή ώρα να ηρεμήσω. Τότε αντιλήφτηκα πως όλοι οι φίλοι μου γελούσαν ασταμάτητα με το πάθημα μου, είχαν πέσει κυριολεκτικά κάτω και κρατούσαν την κοιλιά τους από τα γέλια.  Ντροπιασμένος, με αργά βήματα και με όση αξιοπρέπεια μπορούσα να δείξω, απομακρύνθηκα από το σχολείο.
Η φάρσα που μου σκάρωσε ο Γιάννης μου έμεινε αξέχαστη, μπορεί όλοι οι άλλοι να γελούσαν με το πάθημα μου και εγώ να είχα θυμώσει, αλλά υπήρξε και ένα καλό για μένα σ’ αυτή την υπόθεση. Εκείνη η στιγμή που ρούφηξα τον καπνό του τσιγάρου, ήταν και η τελευταία. Ποτέ μα ποτέ δεν δοκίμασα να καπνίσω, η ανάμνηση του παθήματος μου ήταν τόση έντονη που λειτουργούσε αποτρεπτικά.
Δεν ξέρω, μετά από τόσα χρόνια, τι απέγινε ο Γιάννης.  Εγώ τώρα που το σκέπτομαι και χαμογελάω, νιώθω ευγνωμοσύνη για τον Γιάννη και την φάρσα που μου έκανε.   Έχω την πεποίθηση ότι δεν κάπνισα λόγω αυτής της φάρσας.
*Ο Ανδρέας γεννήθηκε στη Βέροια και στο Καστέλι ήρθε το 1969!
Έμεινε τρία χρόνια στο οικοτροφείο της Μητρόπολης τελειώνοντας το εξατάξιο γυμνάσιο Καστελίου το 1974!
Σπούδασε τουριστικές επιχειρήσεις και το εμπόριο παιδικών ρούχων, φυσικά έχει πολλούς φίλους εδώ και έρχεται τακτικά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: