Η βεντέτα στη σύγχρονη ορεινή κεντρική Κρήτη
Του Άρη Τσαντηρόπουλου
Βρισκόμαστε στα τέλη του 19ου αιώνα όταν ο Μανόλης Βλαστός, σε κατάσταση μέθης, σκοτώνει έναν συγχωριανό του καφετζή από το γένος των Καλημέρηδων, επειδή θεωρεί προσβολή το κλείσιμο του καφενείου την ώρα που ο ίδιος και η παρέα του πηγαίνουν εκεί για να συνεχίσουν την οινοποσία τους. «Κι αυτός, ο Βλαστομανόλης επήενε και τράβηξε μία ανεποδιά τσι πόρτας και πήενε μέσα και λέει: "γιατί μωρέ έκλεισες την πόρτα, χρωστώ σου;" Κι έσυρε το μαχαίρι και τόνε σκότωσε εκεί που έστεκε στο τεζιάκι». Τότε ο αδελφός του Μανόλη Βλαστού, ο Σήφης, αφού έλεγξε το χώρο, διέβλεψε δηλαδή ότι εξαιτίας του φονικού ή θα κινδύνευε η ζωή του ή θα αναγκαζόταν να εγκληματήσει αν έμενε στο χωριό, έφυγε και εγκαταστάθηκε ως σώγαμπρος σε χωριό του Μέσα Μυλοποτάμου. Εκεί όμως σκοτώνει κάποιον Μαντά, ανθυπασπιστή του στρατού, για τα κομματικά. Η οικογένεια των Μαντάδων όμως, διχασμένη και αποδυναμωμένη από κάποια εσωτερικά φονικά, δεν θέλησε να ανοίξει μέτωπο με τον δράστη. Ετσι, για να αμβλύνουν τη σύγκρουση επιλέγουν τη στρατηγική των επιγαμιών. Δύο Μαντάδες παντρεύονται Βλαστοπούλες. Ωστόσο η μνήμη του χυμένου αίματος δεν σβήνει με το συμπεθεριό αφού, πέρα από την «προσφορά γυναίκας» και την «αποδοχή» της από την αντίπαλη συγγενειακή ομάδα, υπάρχει και το ζήτημα της καθημερινής στενής συμβίωσης της γυναίκας αυτής με την οικογένεια του "εχθρού".....
Του Άρη Τσαντηρόπουλου
Βρισκόμαστε στα τέλη του 19ου αιώνα όταν ο Μανόλης Βλαστός, σε κατάσταση μέθης, σκοτώνει έναν συγχωριανό του καφετζή από το γένος των Καλημέρηδων, επειδή θεωρεί προσβολή το κλείσιμο του καφενείου την ώρα που ο ίδιος και η παρέα του πηγαίνουν εκεί για να συνεχίσουν την οινοποσία τους. «Κι αυτός, ο Βλαστομανόλης επήενε και τράβηξε μία ανεποδιά τσι πόρτας και πήενε μέσα και λέει: "γιατί μωρέ έκλεισες την πόρτα, χρωστώ σου;" Κι έσυρε το μαχαίρι και τόνε σκότωσε εκεί που έστεκε στο τεζιάκι». Τότε ο αδελφός του Μανόλη Βλαστού, ο Σήφης, αφού έλεγξε το χώρο, διέβλεψε δηλαδή ότι εξαιτίας του φονικού ή θα κινδύνευε η ζωή του ή θα αναγκαζόταν να εγκληματήσει αν έμενε στο χωριό, έφυγε και εγκαταστάθηκε ως σώγαμπρος σε χωριό του Μέσα Μυλοποτάμου. Εκεί όμως σκοτώνει κάποιον Μαντά, ανθυπασπιστή του στρατού, για τα κομματικά. Η οικογένεια των Μαντάδων όμως, διχασμένη και αποδυναμωμένη από κάποια εσωτερικά φονικά, δεν θέλησε να ανοίξει μέτωπο με τον δράστη. Ετσι, για να αμβλύνουν τη σύγκρουση επιλέγουν τη στρατηγική των επιγαμιών. Δύο Μαντάδες παντρεύονται Βλαστοπούλες. Ωστόσο η μνήμη του χυμένου αίματος δεν σβήνει με το συμπεθεριό αφού, πέρα από την «προσφορά γυναίκας» και την «αποδοχή» της από την αντίπαλη συγγενειακή ομάδα, υπάρχει και το ζήτημα της καθημερινής στενής συμβίωσης της γυναίκας αυτής με την οικογένεια του "εχθρού".....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου