Εξαιτίας της διεθνούς κρίσης η στερλίνα έχει χάσει μέχρι στιγμής 30% της περυσινής αξίας της, το ελβετικό φράγκο υποτιμήθηκε κατά 12%, ενώ κλονίστηκε σοβαρά και η σουηδική κορώνα έναντι του ευρώ.
Μπορεί, λοιπόν, εύκολα να φανταστεί κανείς τι περιπέτειες θα είχε η δραχμή αν δεν είχαμε προλάβει να ενταχθούμε στο ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα πριν από δέκα χρόνια. Ανάλογη δοκιμασία θα είχε υποστεί και κατά την κρίση του 2003 με τον πόλεμο στο Ιράκ και ίσως σε άλλες περιπτώσεις διεθνών αναταραχών και αδυναμίας της ελληνικής οικονομίας.
Σήμερα, βέβαια, η πρόταση να φύγουμε από το ευρώ και να έχουμε δικό μας εθνικό νόμισμα ακούγεται μόνο από μερικές ομάδες της Αριστεράς, όμως πριν από δέκα χρόνια την υποστήριζαν πολλοί περισσότεροι ακόμα και στο εσωτερικό των δύο μεγάλων κομμάτων. Ας θυμηθούμε τις οιμωγές ορισμένων «πνευματικών ταγών» ότι η ΟΝΕ θα απειλήσει την εθνική μας ταυτότητα, αλλά και μερικές δήθεν «προοδευτικές» πλατφόρμες που καταδίκαζαν την ευρωπαϊκή σύγκλιση με το επιχείρημα ότι η δραχμή θα μπορούσε να προσαρμόζεται πιο εύκολα στην πίεση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Ξεχνούσαν, βέβαια, πολύ βολικά ότι η υποτίμηση επιφέρει πάντοτε αναδιανομή υπέρ των επιχειρηματικών κερδών και σε βάρος του εισοδήματος των μισθωτών για τους οποίους υποτίθεται ότι ανησυχούσαν!
Εάν είχαν επικρατήσει αυτές οι απόψεις και δεν είχαμε μπει στην ΟΝΕ, οι συνέπειες για την ελληνική οικονομία θα ήταν οδυνηρές. Ακόμα και με τους πιο μέτριους υπολογισμούς, σήμερα το χρέος και τα επιτόκια θα ήταν πολύ ψηλότερα, η δραχμή θα είχε υποτιμηθεί τουλάχιστον δύο φορές, ο πληθωρισμός θα ήταν διπλάσιος και κατά συνέπεια το πραγματικό εισόδημα του ελληνικού νοικοκυριού θα είχε συρρικνωθεί αθροιστικά περίπου κατά 50%. Με απλά λόγια, το ευρώ θα είχε γίνει πεντακοσάρικο.
Όσο λανθασμένη ήταν όμως η αντι-ευρωπαϊκή δαιμονολογία, άλλο τόσο επιβλαβής υπήρξε και η αποχαυνωτική επανάπαυση ότι αρκεί η υιοθέτηση του ευρώ για να εξαλειφθούν ως διά μαγείας τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Τα χαμηλότερα επιτόκια του ευρώ έδωσαν την ευκαιρία στις επιχειρήσεις να επενδύσουν παραγωγικά, αλλά και σε πολλά πιστωτικά ιδρύματα να κερδοσκοπήσουν σε βάρος των πελατών τους. Πολλά νοικοκυριά αξιοποίησαν το ευρώ για να αποκτήσουν σπίτι πληρώνοντας το κόστος του ενοικίου, άλλα όμως ενέδωσαν στη σαγήνη της υπερκατανάλωσης και δανείστηκαν πέρα από τις δυνατότητές τους.
Το πιο δραματικό σύμπτωμα αυτής της συμπεριφοράς είναι η εκτίναξη του Ισοζυγίου Πληρωμών όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και σε όλες τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου που εξίσου απερίσκεπτα ακολούθησαν τον συνδυασμό της δανειακής ευμάρειας με την παραμέληση της παραγωγής. Είδαμε έτσι το εξωτερικό έλλειμμα της Ελλάδας το 2008 να ξεπερνά τα 50 δισ. δολάρια, μακράν το δυσμενέστερο παγκοσμίως, αφού ως ποσοστό του ΑΕΠ φτάνει το 15%! Η ελληνική οικονομία όμως τα τελευταία χρόνια έγινε διπλά ευάλωτη, διότι παράλληλα με το εξωτερικό έλλειμμα επιδεινώθηκε και το δημοσιονομικό πρόβλημα στο εσωτερικό και έτσι τη στιγμή που σε άλλες χώρες το κράτος καλείται να χρηματοδοτήσει αναπτυξιακές πρωτοβουλίες για τη στήριξη της απασχόλησης και την ανόρθωση της ανταγωνιστικότητας, εδώ αδυνατεί να συλλέξει τα απαραίτητα έσοδα και δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να δανειστεί. Μαζί με την Ιταλία, έχουμε φτάσει στην παράδοξη κατάσταση όχι μόνο να μην αξιοποιούμε το πλεονέκτημα του ευρώ για περισσότερη παραγωγή και απασχόληση όπως κάνουν άλλες χώρες, αλλά να πληρώνουμε και το κόστος σαν να είμαστε απέξω.
Το ευρώ μας προφυλάσσει ακόμα από τον κίνδυνο κατάρρευσης, αλλά με την προϋπόθεση ότι θα εγκαταλειφθεί η τακτική του «αυτόματου πιλότου» που κυριάρχησε στην οικονομική πολιτική, θα υπάρξει μια ριζική αναδιάταξη προτεραιοτήτων στην ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα της χώρας και θα εφαρμοστεί μια συνετή και αποτελεσματική δημοσιονομική διαχείριση. Όσο ανθεκτική και να είναι η Κιβωτός στη θύελλα της διεθνούς κρίσης, δεν μπορούμε να συνεχίσουμε χορεύοντας αμέριμνοι στο κατάστρωμα.
*ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΗΣ ΝΙΚΟΣ πρώην Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου