Ο Γιαννάκης φόρτωσε στο γάιδαρο δυο ασκάκια λάδι και πήγε στο Καστέλλι και το πούλησε. Ίσαμε να κάμει τα ψούνια του πήγε κι έδεσε τον γάιδαρο σ΄ένα ανοικτό χωράφι που είδε να' χουν κι άλλοι δεμένα τα γαϊδούρια και τα μουλάρια τους Σαν τελείωσε τα ψούνια του πήγε να πάρει το γάιδαρο απο το χωράφι, να φορτώσει τα ψούνια του και να φύγει για τα Εννιά Χωριά.
Φόρτωσε καβαλίκεψε κι έφυγε. Είχε περάσει τα μεσόστρατα και σαν έβγαινε ένα δύσκολο αναβόλεμα στα Σταυρακάκια, πέζεψε για να περάσει την κακοτοπιά.Μια στιγμή στάθηκε το κουρασμένο ζώο να κάμει το ψιλό του και τότε ο Γιαννάκης πρόσεξε τη φυλετική διαφορά κι άρχισε να μονολογεί:
-Λώμπης μ αλλάξανε το γάιδαρο!! Κιανείς κλέφτης κιανείς άτιμος μου την κατάφερε τούτη να.
Μα για να βεβαιωθεί πιο πολύ κοίταξε το σωμάρι και τα σκοινιά. Τα ολόιδια. Ο κλέφτης δεν τα πήρε, ως φαίνεται το δικό του δηλαδή της γαϊδάρας του ήταν καλύτερα. Έτσι άρχισε μέσα του να γεννάται μια αμφιβολία, μήπως το ζώο που του δώσε ο ξάδελφος του δεν ήταν γάιδαρος αλλά γαϊδούρα. Σκέφτηκε πάλι το ελάττωμά του και μονολόγησε:
- Ποιος είναι
- Εγώ Ξάδελφε, πόρισε ξάδελφε να με φτύσεις, να με σφακελώσεις να με.... γάιδαρο μουδωσες, γαϊδούρα σου σου φέρνω.
- Ήντα πες ξάδελφε;
Τρεις μέρες γυρεύανε στο Καστέλλι και στα γύρω χωριά το γάιδαρο, σέρνοντας μαζί τους την γαϊδάρα, μα του κάκου. Άνθρωπος δε βρέθηκε να τους δώσει καμιά χρήσιμη πληροφορία. Στο Δραπανιά μάλιστα τους πήραν και στο ψιλό, πειράχτηκε ο Γιαννάκης και παρ ολίγο να γενεί καβγάς. Καβάλα στην γαϊδάρα γύρισαν στο χωριό.
Πέρασαν δυο μήνες ακόμη. Το φούσκωμα της κοιλιάς μεγάλωσε Καλέστηκε ο ειδικός του χωριού κι εβεβαίωσε την εγκυμοσύνη. Η γαϊδάρα τώρα ανάπαψη και περιποίηση, έπρεπε να καλογεννήσει. Ο Γιωργάκης ακούστηκε να λέει.
- Σαν το τυχερό κι άλλο δεν είναι. Μόνο να καλογεννήσει.
Δεκέμβριος 1949
Φόρτωσε καβαλίκεψε κι έφυγε. Είχε περάσει τα μεσόστρατα και σαν έβγαινε ένα δύσκολο αναβόλεμα στα Σταυρακάκια, πέζεψε για να περάσει την κακοτοπιά.Μια στιγμή στάθηκε το κουρασμένο ζώο να κάμει το ψιλό του και τότε ο Γιαννάκης πρόσεξε τη φυλετική διαφορά κι άρχισε να μονολογεί:
Μα για να βεβαιωθεί πιο πολύ κοίταξε το σωμάρι και τα σκοινιά. Τα ολόιδια. Ο κλέφτης δεν τα πήρε, ως φαίνεται το δικό του δηλαδή της γαϊδάρας του ήταν καλύτερα. Έτσι άρχισε μέσα του να γεννάται μια αμφιβολία, μήπως το ζώο που του δώσε ο ξάδελφος του δεν ήταν γάιδαρος αλλά γαϊδούρα. Σκέφτηκε πάλι το ελάττωμά του και μονολόγησε:
- Ποιος είναι
- Εγώ Ξάδελφε, πόρισε ξάδελφε να με φτύσεις, να με σφακελώσεις να με.... γάιδαρο μουδωσες, γαϊδούρα σου σου φέρνω.
- Ήντα πες ξάδελφε;
- Σαν το τυχερό κι άλλο δεν είναι. Μόνο να καλογεννήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου