Τις ημέρες αυτές, (στις 19 Ιουλίου ακριβώς) συμπληρώνονται 80 χρόνια από την σύγκρουση Συμμαχικών Ναυτικών Μονάδων (Βρετανικού και Αυστραλιανού Ναυτικού) και των Ιταλικών καταδρομικών *GIOVANNI DELLE BANDE NERE*(πάνω) και *BARTOLOMEO COLLEONI* (πάνω) στον Κόλπο τής Κισάμου, δίπλα στο Ακρωτήρι Σπάθα. Αποτέλεσμα, η βύθιση του Iταλικού καταδρομικού, το μοιραίο για εκείνο πρωινό στα νερά τού Κόλπου τής Κισάμου. Με το θέμα αυτό, αλλά και με άλλα θέματα πού αφορούν το Ναυτικό Πόλεμο μεταξύ Συμμαχικού Στόλου και Στόλου τού Άξονα, έχει ασχοληθεί ο αφοσιωμένος ναυτικός ερευνητής Μανώλης Σαριδάκης (γιος των αγαπητών μας Κώστα Σαριδάκη και Χρυσούλας Μιχελιουδάκη, κόρης του Μελισσιανού που είχε το φούρνο στην Αγορά, για να καταλάβουν οι παλαιότεροι) ο οποίος παρουσίασε το θέμα και στο 1ο Συνέδριο για την Ιστορία τής Κισάμου τον Οκτώβριο 2016.
Εκτός από την περιγραφή τής Ναυτικής αυτής σύγκρουσης παρακάτω από τον Μανώλη Σαριδάκη, παρουσιάζονται για πρώτη φορά και οι μοναδικές, συγκλονιστικές, θα λέγαμε, φωτογραφίες, που κάλλιστα θα νομίζαμε ότι παραπέμπουν σε κινηματογραφική ταινία.
Είναι πάντως πραγματικές, τραβηγμένες από τά Συμμαχικά πλοία την ώρα τής Ναυμαχίας και τής βύθισης τού *BARTOLOMEO COLLEONI.* Τις φωτογραφίες ανέσυρε ο Μανώλης μέσα από την σχετική αγγλική και ιταλική βιβλιογραφία. Τον ευχαριστούμε για αυτήν του την προσφορά στην Ιστορία τού Τόπου, πού επιβεβαίωσε άλλη μια φορά, ότι και κατά τον τελευταίο Ναυτικό Πόλεμο, το πέρασμα Κίσαμος-Γραμβούσα-Αντικύθηρα-Κύθηρα υπήρξε κομβικό, όπως συνέβαινε από την Αρχαιότητα και την Ρωμαιοκρατία, το Βυζάντιο, την Αραβική κατάκτηση, τις πειρατικές επιδρομές, την Ενετοκρατία, την Τουρκική κατάκτηση την Επανάσταση του 21 και τις επόμενες Κρητικές Επαναστάσεις καθώς και τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ας ευχηθούμε στον ακούραστο Μανώλη Σαριδάκη κάθε επιτυχία και στις επόμενες ναυτικές έρευνές του, όπως εκείνη πού για καιρό ετοιμάζει τώρα, για την Ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, της οποίας την δημοσίευση περιμένουμε σύντομα.
Κυριάκος Ροδουσάκης
Η αναφορά του Μανώλη Σαριδάκη για την βύθιση του BARTOLOMEO COLLEONI
Το πρωινό της 19ης Ιουλίου 1940, έξω από τον κόλπο της Κισάμου στη δυτική Κρήτη διαδραματίστηκε η δεύτερη ναυτική συμπλοκή μεταξύ του Βρετανικού και του Ιταλικού Ναυτικού, που είχε ως αποτέλεσμα τη βύθιση του ιταλικού καταδρομικού “BARTOLOMEO COLLEONI”. Λίγες ημέρες νωρίτερα στις 7 Ιουλίου στην Αδριατική Θάλασσα είχε γίνει η ναυμαχία της Καλαβρίας η πρώτη ευρείας κλίμακας ναυτική αναμέτρηση των δύο πανίσχυρων στόλων, καθώς σε αυτήν συμμετείχαν και πολεμικά σκάφη μεγάλου εκτοπίσματος. Από το δυσμενές για την Ιταλία αποτέλεσμα των δύο ναυτικών αντιπαραθέσεων καθώς και άλλων συναφών επιχειρήσεων που επακολούθησαν με εξίσου ατυχή κατάληξη, φάνηκε καθαρά η ανεπάρκεια του Ιταλικού Ναυτικού να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις ενός θαλάσσιου αγώνα, και να εκπληρώσει επιτυχώς την αποστολή του στα θαλάσσια μέτωπα της Μεσογείου.
Το “BARTOLOMEO COLLEONI” ανέλαβε υπηρεσία στο Ιταλικό Βασιλικό Ναυτικό στις 10 Φεβρουαρίου του 1932 και με την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο στις 10 Ιουνίου του 1940, συμμετείχε μαζί με το “GIOVANNI DELLE BANDE NERE” στη ΙΙ ναυτική Μοίρα με βάση το Παλέρμο της Σικελίας. Το απόγευμα εκείνης της μέρας τα δύο σκάφη απέπλευσαν από τη βάση τους, με σκοπό τη ναρκοθέτηση του στενού θαλάσσιου .....
.....περάσματος της Μεσσήνης στα ανατολικά της Σικελίας.
Μολονότι η στρατιά των Άλπεων είχε αντιταχθεί σθεναρά στις ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις, η γαλλική στρατιωτική ισχύς αποδείχθηκε ανεπαρκής απέναντι στις πανίσχυρες γερμανικές μεραρχίες, με αποτέλεσμα στα τέλη Ιουνίου η Γαλλία να συνθηκολογήσει. Αμέσως μετά τη γαλλική συνθηκολόγηση τα δύο καταδρομικά αναχώρησαν από το Παλέρμο, με προορισμό το λιμάνι της Αυγούστας στις ανατολικές ακτές της Σικελίας. Μεταξύ 7 και 10 Ιουλίου συμμετείχαν μαζί με άλλα πολεμικά στη συνοδεία μεγάλης νηοπομπής με προορισμό τη Βεγγάζη της Λιβύης.
Η παρουσία του “BARTOLOMEO COLLEONI” και του “GIOVANNI DELLE BANDE NERE” στις ακτές της Λιβύης στα μέσα Ιουλίου αποτέλεσε αφορμή για τη διενέργεια μιας παράτολμης ναυτικής επιχείρησης στο νότιο Αιγαίο, η οποία προτάθηκε και οργανώθηκε από το Ανώτατο Ναυτικό Επιτελείο. Η σχεδιαζόμενη αυτή επιχείρηση αποσκοπούσε στην ανάσχεση των συμμαχικών νηοπομπών που απέπλεαν από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, με προορισμό ελληνικά λιμάνια στρατηγικής σημασίας. Μετά το πέρας της επιχείρησης το σχέδιο προέβλεπε τον κατάπλου των δύο καταδρομικών σε ιταλική ναυτική βάση των Δωδεκανήσων. (Η Λιβύη και τα Δωδεκάνησα είχαν προσαρτηθεί στην Ιταλία κατά τον Ιταλοτουρκικό Πόλεμο του 1911-1912). Σε εφαρμογή του καταρτισθέντος σχεδίου το απόγευμα της 17ης Ιουλίου του 1940 τα δύο ιταλικά σκάφη απέπλευσαν από την Τρίπολη της Λιβύης με κατεύθυνση το Κρητικό πέλαγος, και τελικό προορισμό τη ναυτική βάση στον όρμο Λακί της Λέρου. Στη ναυαρχίδα “GIOVANNI DELLE BANDE NERE” επέβαινε ο Ναύαρχος Ferdinando Casardi. Με βάση το καταρτισθέν χρονοδιάγραμμα τα δύο πολεμικά σκάφη που τελούσαν υπό τις διαταγές του, επρόκειτο να καταπλεύσουν στο Λακί της Λέρου λίγο μετά το μεσημέρι της 19ης Ιουλίου. Ωστόσο για την ίδια εκείνη ημερομηνία ο Διοικητής του βρετανικού στόλου της Μεσογείου Ναύαρχος Andrew Cunningham, είχε προγραμματίσει τη διεξαγωγή ανθυποβρυχιακής έρευνας στο στενό μεταξύ Κάσου και Κρήτης. Η επιχείρηση αυτή είχε ανατεθεί στον 2ο στολίσκο που περιελάμβανε τα βρετανικά αντιτορπιλλικά “HYPERION”, “ILEX”, “HERO” και “HASTY”. Στις 18 Ιουλίου απέπλευσαν από την Αλεξάνδρεια της Αγύπτου το αυστραλιανό καταδρομικό “SYDNEY” και το βρετανικό αντιτορπιλλικό “HAVOCK”, με σκοπό να συνδράμουν τον 2ο στολίσκο και κατόπιν να πλεύσουν προς το Σαρωνικό κόλπο, όπου επρόκειτο εντός ολίγων ημερών να αφιχθεί συμμαχική νηοπομπή από την Αίγυπτο. Την ίδια χρονική στιγμή ένας ακόμη βρετανικός στολίσκος οκτώ αντιτορπιλλικών περιπολούσε στο νότιο Αιγαίο προκειμένου να παράσχει ανθυποβρυχιακή και αντιαεροπορική κάλυψη σε δύο νηοπομπές. Η παρουσία τόσων συμμαχικών σκαφών τη στιγμή που ήταν σε εξέλιξη η ιταλική ναυτική επιχείρηση, καθιστούσε πλέον αναπόφευκτη μία συμπλοκή.
Τα ξημερώματα της 19ης Ιουλίου με σχετικά αίθριο καιρό, και ενώ είχαν ήδη επισημανθεί την προηγούμενη μέρα από αεροσκάφος της Βασιλικής Βρετανικής Αεροπορίας (RAF), τα δύο ιταλικά καταδρομικά πλέοντας με ταχύτητα 25 κόμβων, εισήλθαν στο Κρητικό πέλαγος μεταξύ του στενού των Αντικυθήρων και του ακρωτηρίου της Γραμβούσας. Την ίδια στιγμή το καταδρομικό “SYDNEY” και το αντιτορπιλλικό “HAVOCK” έπλεαν 40 μίλια βόρεια του ακρωτηρίου Σπάθα, στο ύψος περίπου του ακρωτηρίου Μαλέα στην Πελοπόννησο. Περί τις 06:33 π.μ. ο 2ος βρετανικός στολίσκος διέκρινε τα ιταλικά σκάφη από απόσταση 10 μιλίων, και αμέσως εξέπεμψε σήμα για εμφάνιση δύο εχθρικών καταδρομικών που κατευθύνονταν βόρεια. Ο Ιταλός Ναύαρχος Casardi αντικρύζοντας τον στολίσκο των αντιτορπιλλικών και υποθέτοντας ότι επρόκειτο για σκάφη συνοδείας συμμαχικής νηοπομπής, άρχισε καταδίωξη δίνοντας ταυτόχρονα εντολή για αύξηση της ταχύτητας στους 32 κόμβους. Τα ιταλικά καταδρομικά εξαπέλυσαν πυρ εναντίον των πλησιέστερων αντιτορπιλλικών του βρετανικού στολίσκου, ο οποίος προσπαθούσε να διαφύγει προς τα βορειοανατολικά δείχνοντας προς στιγμήν απροθυμία για συμπλοκή. Ωστόσο ανταπέδωσε τα πυρά χωρίς όμως αξιόλογα αποτελέσματα λόγω της μεγάλης απόστασης, ενώ άστοχες ήταν και οι τορπίλλες που εξαπολύθηκαν περί τις 06:43 π.μ. Η ανταλλαγή πυρών διήρκεσε μέχρι τις 06:50 π.μ. οπότε τα τέσσερα αντιτορπιλλικά έχοντας αναπτύξει τη μέγιστη ταχύτητα κατάφεραν να τεθούν εκτός βεληνεκούς των ιταλικών πυροβόλων, καλυπτόμενα από ένα προπέτασμα καπνού. Μολονότι η πορεία των δύο ναυτικών σχηματισμών ήταν συγκλίνουσα, ο σφοδρός κανονιοβολισμός δεν επέφερε τελικά κάποιο καίριο πλήγμα εξαιτίας της μεγάλης απόστασης. Ωστόσο εκείνο το καλοκαιριάτικο πρωϊνό ο διοικητής της ιταλικής ναυτικής Μοίρας είχε κάνει μια τραγική παράλειψη, έχοντας αμελήσει να χρησιμοποιήσει κάποιο από τα τέσσερα αναγνωριστικά υδροπλάνα με τα οποία ήταν εξοπλισμένα τα ιταλικά καταδρομικά, προκειμένου να εποπτεύσει το θαλάσσιο χώρο όπου διεξαγόταν η επιχείρηση. Το στρατηγικό αυτό σφάλμα θα απέβαινε μοιραίο για τη ναυτική δύναμη που διοικούσε, δεδομένου ότι οι καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν ήταν ιδανικές για μια τέτοια εναέρια αναγνωριστική δραστηριότητα. Τα υδροπλάνα αυτά τύπου IMAM Ro 43 Mk I βρίσκονταν σε ειδικά διαμορφωμένο υπόστεγο κάτω από τις γέφυρες των καταδρομικών προφυλαγμένα από δυσμενείς καιρικές συνθήκες, ενώ με έναν ειδικό μηχανισμό καταπέλτη εκσφενδονίζονταν από τις πλώρες των σκαφών.
Ο κυβερνήτης του αυστραλιανού καταδρομικού Πλοίαρχος Collins έχοντας εν τω μεταξύ λάβει το σήμα από τα τέσσερα βρετανικά αντιτορπιλλικά, είχε δώσει εντολή για αλλαγή πορείας και αυξάνοντας σταδιακά ταχύτητα κατηύθυνε το καταδρομικό μαζί με το αντιτορπιλλικό “HAVOCK” προς το σημείο όπου είχε αναφερθεί η παρουσία των δύο ιταλικών καταδρομικών. Στις 07:20 π.μ. τα ιταλικά καταδρομικά εμφανίστηκαν στον ορίζοντα και δέκα λεπτά αργότερα το καταδρομικό “SYDNEY” άνοιξε πυρ εναντίον του προπορευόμενου “GIOVANNI DELLE BANDE NERE” από απόσταση 12.000 μέτρων. Τα πυρά του αυστραλιανού καταδρομικού ήταν ακριβή, και σχεδόν αμέσως έπληξαν την ιταλική ναυαρχίδα κοντά στο σημείο της δεύτερης καπνοδόχου. Αμέσως μετά την αιφνιδιαστική επίθεση η ναυτική συμπλοκή γενικεύθηκε και τα ιταλικά καταδρομικά ανταπέδωσαν τα πυρά, χωρίς να επιφέρουν αξιόλογα αποτελέσματα εξαιτίας της αδυναμίας των σκοπευτών να υπολογίσουν έγκαιρα και με ακρίβεια την ορθή απόσταση. Κατόπιν έκαναν στροφή 90ο προς τα δεξιά εξαπολύοντας πυρ με τα πρυμναία πυροβόλα, καταφέρνοντας αυτή τη φορά να πλήξουν το καταδρομικό “SYDNEY” προκαλώντας ελαφρές ζημιές στη δεύτερη καπνοδόχο. Όμως το αυστραλιανό καταδρομικό συνέχισε ακατάπαυστα τον κανονιοβολισμό, ενώ πολλές από τις οβίδες που εξαπέλυε έπεφταν πολύ κοντά στα εχθρικά σκάφη, τα οποία υποχωρούσαν νοτιοδυτικά καλυπτόμενα από προπέτασμα καπνού. Περί τις 07:38 π.μ. φάνηκε από τα βορειονατολικά και ο 2ος στολίσκος των τεσσάρων βρετανικών αντιτορπιλλικών, τα οποία εντάχθηκαν στο συμμαχικό ναυτικό σχηματισμό και συμμετείχαν στην καταδίωξη. Στις 07:53 π.μ. τα ιταλικά καταδρομικά κατευθύνθηκαν προς το ακρωτήριο Σπάθα καταδιωκόμενα από το “SYDNEY” και το “HAVOCK”, ενώ τα υπόλοιπα τέσσερα αντιτορπιλλικά ακολουθούσαν παραμένοντας εκτός εμβέλειας των ιταλικών πυροβόλων. Μολονότι η προωθητική ισχύς των δύο ιταλικών σκαφών ήταν περιορισμένη σε σχέση με τις εκπληκτικές επιδόσεις προγενέστερων χρονικών περιόδων, εντούτοις η ταχύτητά τους υπερέβαινε τους 32 κόμβους. Επίσης αν και υπερείχαν σε ισχύ πυρός υποχωρούσαν έχοντας περιέλθει σε δεινή θέση, εξαιτίας προβλημάτων πλευστότητας και δυσχερειών στο σύστημα διεύθυνσης πυρός. Το πρόβλημα αυτό εντεινόταν σε συνθήκες μέγιστης ταχύτητας πλεύσης, και οφειλόταν σε τεχνικά σφάλματα κατά τη ναυπήγηση της κλάσης “DI GIUSSANO”. Στις 08:24 μία ώρα περίπου μετά την έναρξη του πυρός, τα σφοδρά πυρά του
καταδρομικού “SYDNEY” έπληξαν το “BARTOLOMEO COLLEONI” που βρισκόταν εντός βεληνεκούς των πυροβόλων του αυστραλιανού καταδρομικού, με αποτέλεσμα να τεθεί εκτός λειτουργίας το σύστημα πηδαλιουχίας. Δύο ακόμη εύστοχες βολές πέτυχαν το ιταλικό καταδρομικό στο μέσον και στη γέφυρα, με αποτέλεσμα να τεθεί εκτός μάχης και να ακινητοποιηθεί σε απόσταση 5 μιλίων από το ακρωτήριο Σπάθα. Έχοντας πλέον απωλέσει τη μαχητική του ικανότητα, το “BARTOLOMEO COLLEONI” έγινε εύκολος στόχος για τα βρετανικά αντιτορπιλλικά, που το πλησίασαν και το σφυροκοπούσαν αδιάκοπα προξενώντας του εκτεταμένες ζημιές στο λεβητοστάσιο και σε τμήματα του επιστέγου. Τα μεγάλα του πυροβόλα των 6 ιντσών είχαν πλέον σιγήσει λόγω απώλειας της ηλεκτρικής ισχύος, όμως οι εναπομείναντες χειριστές των πυροβόλων των 3,9 ιντσών που λειτουργούσαν χειροκίνητα, εξακολουθούσαν να αμύνονται σθεναρά μέχρι που εξαντλήθηκαν τα αποθέματα πυρομαχικών. Στις 08:30 π.μ. ο κυβερνήτης του “BARTOLOMEO COLLEONI” Πλοίαρχος Umberto Novaro έδωσε εντολή εγκατάλειψης του πλοίου, ενώ λίγα λεπτά αργότερα πλησίασαν τα αντιτορπιλλικά “HYPERION” και “ILEX” για να αποτελειώσουν το φλεγόμενο καταδρομικό με τορπίλλες. Το “BARTOLOMEO COLLEONI” έπειτα από λίγο ανατράπηκε και βυθίστηκε. Αμέσως μετά τα αντιτορπιλλικά “HYPERION”, “ILEX” και “HAVOCK”, πλησίασαν στο σημείο του ναυαγίου προκειμένου να γίνει περισυλλογή και διάσωση των ναυαγών. Αρκετοί από αυτούς προσπάθησαν να φθάσουν στις ακτές κολυμπώντας, ωστόσο μόνον επτά κατάφεραν να διασωθούν αφού περισυνελλέγησαν από ένα αλιευτικό σκάφος, το οποίο κατόπιν τους αποβίβασε στην παραλία της Καλυβιανής δίπλα στο σημερινό λιμάνι της Κισάμου. Λίγο αργότερα ένα σμήνος ιταλικών βομβαρδιστικών που είχε απογειωθεί από αεροπορική βάση της Ρόδου, εμφανίστηκε αιφνιδίως στην περιοχή της ναυτικής σύρραξης διενεργώντας σφοδρή επίθεση εναντίον των βρετανικών σκαφών, που αναγκάστηκαν να διακόψουν την επιχείρηση διάσωσης των Ιταλών ναυαγών και να απομακρυνθούν άμεσα από το σημείο του ναυαγίου. Εν τω μεταξύ το καταδρομικό “SYDNEY” μαζί με τα αντιτορπιλλικά “HERO” και “HASTY” συνέχισαν επίμονα την καταδίωξη του έτερου καταδρομικού “GIOVANNI DELLE BANDE NERE”, το οποίο κατάφερε τελικά να διαφύγει νοτιοδυτικά της Κρήτης παρακάμπτοντας τη νησίδα Άγρια Γραμβούσα. Το αυστραλιανό καταδρομικό διέκοψε την άσκοπη καταδίωξη στις 09:26 π.μ. και επέστρεψε μαζί με τα βρετανικά αντιτορπιλλικά στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Από τους εξακόσιους σαράντα τρείς αξιωματικούς και ναύτες μέλη του πληρώματος του “BARTOLOMEO COLLEONI” χάθηκαν εκατόν είκοσι ένας, ενώ τα βρετανικά πλοία κατάφεραν να διασώσουν πεντακόσιους δεκαπέντε. Οκτώ από τους διασωθέντες πέθαναν εν πλώ προς την Αλεξάνδρεια και οι σοροί τους ρίχτηκαν στη θάλασσα, ενώ τα βρετανικά πληρώματα απέδωσαν τις πρέπουσες στρατιωτικές τιμές όπως απαιτεί η ναυτική παράδοση. Τέσσερις ακόμη υπέκυψαν στα τραύματά τους λίγο μετά τον κατάπλου στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, μεταξύ αυτών και ο κυβερνήτης του “BARTOLOMEO COLLEONI” Πλοίαρχος Umberto Novaro. Στην τελετή ενταφιασμού του Ιταλού αξιωματικού παραβρέθηκε ο Πλοίαρχος Collins, μαζί με όλους τους Βρετανούς αξιωματικούς και ναύτες των πλοίων που είχαν λάβει μέρος στη ναυμαχία. Λίγους μήνες μετά το Ιταλικό Ναυτικό υπέστη ένα ακόμη πιο συντριπτικό πλήγμα, όταν την 11η Νοεμβρίου 1940 η βρετανική ναυτική αεροπορία διενήργησε νυκτερινή επιδρομή στο ναύσταθμο του Τάραντα, βυθίζοντας ένα θωρηκτό και προκαλώντας σοβαρές ζημιές σε δύο άλλα ελλιμενισμένα θωρηκτά.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΣΑΡΙΔΑΚΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
• Brescia Maurizio, Mussolini’s Navy, Seaforth Publishing, Λονδίνο 2012
• Gay Franco & Valerio, Bartolomeo Colleoni, Conway Maritime Press Ltd, Λονδίνο 1987
• Whitley M. J., Cruisers of World War Two, Arms & Armour Press Ltd, Λονδίνο 1995
• Norman Friedman, British destroyers from earliest days to the second World War, Seaforth Publishing, Λονδίνο 2009
Εκτός από την περιγραφή τής Ναυτικής αυτής σύγκρουσης παρακάτω από τον Μανώλη Σαριδάκη, παρουσιάζονται για πρώτη φορά και οι μοναδικές, συγκλονιστικές, θα λέγαμε, φωτογραφίες, που κάλλιστα θα νομίζαμε ότι παραπέμπουν σε κινηματογραφική ταινία.
Είναι πάντως πραγματικές, τραβηγμένες από τά Συμμαχικά πλοία την ώρα τής Ναυμαχίας και τής βύθισης τού *BARTOLOMEO COLLEONI.* Τις φωτογραφίες ανέσυρε ο Μανώλης μέσα από την σχετική αγγλική και ιταλική βιβλιογραφία. Τον ευχαριστούμε για αυτήν του την προσφορά στην Ιστορία τού Τόπου, πού επιβεβαίωσε άλλη μια φορά, ότι και κατά τον τελευταίο Ναυτικό Πόλεμο, το πέρασμα Κίσαμος-Γραμβούσα-Αντικύθηρα-Κύθηρα υπήρξε κομβικό, όπως συνέβαινε από την Αρχαιότητα και την Ρωμαιοκρατία, το Βυζάντιο, την Αραβική κατάκτηση, τις πειρατικές επιδρομές, την Ενετοκρατία, την Τουρκική κατάκτηση την Επανάσταση του 21 και τις επόμενες Κρητικές Επαναστάσεις καθώς και τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ας ευχηθούμε στον ακούραστο Μανώλη Σαριδάκη κάθε επιτυχία και στις επόμενες ναυτικές έρευνές του, όπως εκείνη πού για καιρό ετοιμάζει τώρα, για την Ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, της οποίας την δημοσίευση περιμένουμε σύντομα.
Κυριάκος Ροδουσάκης
Η αναφορά του Μανώλη Σαριδάκη για την βύθιση του BARTOLOMEO COLLEONI
Το πρωινό της 19ης Ιουλίου 1940, έξω από τον κόλπο της Κισάμου στη δυτική Κρήτη διαδραματίστηκε η δεύτερη ναυτική συμπλοκή μεταξύ του Βρετανικού και του Ιταλικού Ναυτικού, που είχε ως αποτέλεσμα τη βύθιση του ιταλικού καταδρομικού “BARTOLOMEO COLLEONI”. Λίγες ημέρες νωρίτερα στις 7 Ιουλίου στην Αδριατική Θάλασσα είχε γίνει η ναυμαχία της Καλαβρίας η πρώτη ευρείας κλίμακας ναυτική αναμέτρηση των δύο πανίσχυρων στόλων, καθώς σε αυτήν συμμετείχαν και πολεμικά σκάφη μεγάλου εκτοπίσματος. Από το δυσμενές για την Ιταλία αποτέλεσμα των δύο ναυτικών αντιπαραθέσεων καθώς και άλλων συναφών επιχειρήσεων που επακολούθησαν με εξίσου ατυχή κατάληξη, φάνηκε καθαρά η ανεπάρκεια του Ιταλικού Ναυτικού να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις ενός θαλάσσιου αγώνα, και να εκπληρώσει επιτυχώς την αποστολή του στα θαλάσσια μέτωπα της Μεσογείου.
Το “BARTOLOMEO COLLEONI” ανέλαβε υπηρεσία στο Ιταλικό Βασιλικό Ναυτικό στις 10 Φεβρουαρίου του 1932 και με την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο στις 10 Ιουνίου του 1940, συμμετείχε μαζί με το “GIOVANNI DELLE BANDE NERE” στη ΙΙ ναυτική Μοίρα με βάση το Παλέρμο της Σικελίας. Το απόγευμα εκείνης της μέρας τα δύο σκάφη απέπλευσαν από τη βάση τους, με σκοπό τη ναρκοθέτηση του στενού θαλάσσιου .....
.....περάσματος της Μεσσήνης στα ανατολικά της Σικελίας.
Μολονότι η στρατιά των Άλπεων είχε αντιταχθεί σθεναρά στις ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις, η γαλλική στρατιωτική ισχύς αποδείχθηκε ανεπαρκής απέναντι στις πανίσχυρες γερμανικές μεραρχίες, με αποτέλεσμα στα τέλη Ιουνίου η Γαλλία να συνθηκολογήσει. Αμέσως μετά τη γαλλική συνθηκολόγηση τα δύο καταδρομικά αναχώρησαν από το Παλέρμο, με προορισμό το λιμάνι της Αυγούστας στις ανατολικές ακτές της Σικελίας. Μεταξύ 7 και 10 Ιουλίου συμμετείχαν μαζί με άλλα πολεμικά στη συνοδεία μεγάλης νηοπομπής με προορισμό τη Βεγγάζη της Λιβύης.
Η παρουσία του “BARTOLOMEO COLLEONI” και του “GIOVANNI DELLE BANDE NERE” στις ακτές της Λιβύης στα μέσα Ιουλίου αποτέλεσε αφορμή για τη διενέργεια μιας παράτολμης ναυτικής επιχείρησης στο νότιο Αιγαίο, η οποία προτάθηκε και οργανώθηκε από το Ανώτατο Ναυτικό Επιτελείο. Η σχεδιαζόμενη αυτή επιχείρηση αποσκοπούσε στην ανάσχεση των συμμαχικών νηοπομπών που απέπλεαν από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, με προορισμό ελληνικά λιμάνια στρατηγικής σημασίας. Μετά το πέρας της επιχείρησης το σχέδιο προέβλεπε τον κατάπλου των δύο καταδρομικών σε ιταλική ναυτική βάση των Δωδεκανήσων. (Η Λιβύη και τα Δωδεκάνησα είχαν προσαρτηθεί στην Ιταλία κατά τον Ιταλοτουρκικό Πόλεμο του 1911-1912). Σε εφαρμογή του καταρτισθέντος σχεδίου το απόγευμα της 17ης Ιουλίου του 1940 τα δύο ιταλικά σκάφη απέπλευσαν από την Τρίπολη της Λιβύης με κατεύθυνση το Κρητικό πέλαγος, και τελικό προορισμό τη ναυτική βάση στον όρμο Λακί της Λέρου. Στη ναυαρχίδα “GIOVANNI DELLE BANDE NERE” επέβαινε ο Ναύαρχος Ferdinando Casardi. Με βάση το καταρτισθέν χρονοδιάγραμμα τα δύο πολεμικά σκάφη που τελούσαν υπό τις διαταγές του, επρόκειτο να καταπλεύσουν στο Λακί της Λέρου λίγο μετά το μεσημέρι της 19ης Ιουλίου. Ωστόσο για την ίδια εκείνη ημερομηνία ο Διοικητής του βρετανικού στόλου της Μεσογείου Ναύαρχος Andrew Cunningham, είχε προγραμματίσει τη διεξαγωγή ανθυποβρυχιακής έρευνας στο στενό μεταξύ Κάσου και Κρήτης. Η επιχείρηση αυτή είχε ανατεθεί στον 2ο στολίσκο που περιελάμβανε τα βρετανικά αντιτορπιλλικά “HYPERION”, “ILEX”, “HERO” και “HASTY”. Στις 18 Ιουλίου απέπλευσαν από την Αλεξάνδρεια της Αγύπτου το αυστραλιανό καταδρομικό “SYDNEY” και το βρετανικό αντιτορπιλλικό “HAVOCK”, με σκοπό να συνδράμουν τον 2ο στολίσκο και κατόπιν να πλεύσουν προς το Σαρωνικό κόλπο, όπου επρόκειτο εντός ολίγων ημερών να αφιχθεί συμμαχική νηοπομπή από την Αίγυπτο. Την ίδια χρονική στιγμή ένας ακόμη βρετανικός στολίσκος οκτώ αντιτορπιλλικών περιπολούσε στο νότιο Αιγαίο προκειμένου να παράσχει ανθυποβρυχιακή και αντιαεροπορική κάλυψη σε δύο νηοπομπές. Η παρουσία τόσων συμμαχικών σκαφών τη στιγμή που ήταν σε εξέλιξη η ιταλική ναυτική επιχείρηση, καθιστούσε πλέον αναπόφευκτη μία συμπλοκή.
Τα ξημερώματα της 19ης Ιουλίου με σχετικά αίθριο καιρό, και ενώ είχαν ήδη επισημανθεί την προηγούμενη μέρα από αεροσκάφος της Βασιλικής Βρετανικής Αεροπορίας (RAF), τα δύο ιταλικά καταδρομικά πλέοντας με ταχύτητα 25 κόμβων, εισήλθαν στο Κρητικό πέλαγος μεταξύ του στενού των Αντικυθήρων και του ακρωτηρίου της Γραμβούσας. Την ίδια στιγμή το καταδρομικό “SYDNEY” και το αντιτορπιλλικό “HAVOCK” έπλεαν 40 μίλια βόρεια του ακρωτηρίου Σπάθα, στο ύψος περίπου του ακρωτηρίου Μαλέα στην Πελοπόννησο. Περί τις 06:33 π.μ. ο 2ος βρετανικός στολίσκος διέκρινε τα ιταλικά σκάφη από απόσταση 10 μιλίων, και αμέσως εξέπεμψε σήμα για εμφάνιση δύο εχθρικών καταδρομικών που κατευθύνονταν βόρεια. Ο Ιταλός Ναύαρχος Casardi αντικρύζοντας τον στολίσκο των αντιτορπιλλικών και υποθέτοντας ότι επρόκειτο για σκάφη συνοδείας συμμαχικής νηοπομπής, άρχισε καταδίωξη δίνοντας ταυτόχρονα εντολή για αύξηση της ταχύτητας στους 32 κόμβους. Τα ιταλικά καταδρομικά εξαπέλυσαν πυρ εναντίον των πλησιέστερων αντιτορπιλλικών του βρετανικού στολίσκου, ο οποίος προσπαθούσε να διαφύγει προς τα βορειοανατολικά δείχνοντας προς στιγμήν απροθυμία για συμπλοκή. Ωστόσο ανταπέδωσε τα πυρά χωρίς όμως αξιόλογα αποτελέσματα λόγω της μεγάλης απόστασης, ενώ άστοχες ήταν και οι τορπίλλες που εξαπολύθηκαν περί τις 06:43 π.μ. Η ανταλλαγή πυρών διήρκεσε μέχρι τις 06:50 π.μ. οπότε τα τέσσερα αντιτορπιλλικά έχοντας αναπτύξει τη μέγιστη ταχύτητα κατάφεραν να τεθούν εκτός βεληνεκούς των ιταλικών πυροβόλων, καλυπτόμενα από ένα προπέτασμα καπνού. Μολονότι η πορεία των δύο ναυτικών σχηματισμών ήταν συγκλίνουσα, ο σφοδρός κανονιοβολισμός δεν επέφερε τελικά κάποιο καίριο πλήγμα εξαιτίας της μεγάλης απόστασης. Ωστόσο εκείνο το καλοκαιριάτικο πρωϊνό ο διοικητής της ιταλικής ναυτικής Μοίρας είχε κάνει μια τραγική παράλειψη, έχοντας αμελήσει να χρησιμοποιήσει κάποιο από τα τέσσερα αναγνωριστικά υδροπλάνα με τα οποία ήταν εξοπλισμένα τα ιταλικά καταδρομικά, προκειμένου να εποπτεύσει το θαλάσσιο χώρο όπου διεξαγόταν η επιχείρηση. Το στρατηγικό αυτό σφάλμα θα απέβαινε μοιραίο για τη ναυτική δύναμη που διοικούσε, δεδομένου ότι οι καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν ήταν ιδανικές για μια τέτοια εναέρια αναγνωριστική δραστηριότητα. Τα υδροπλάνα αυτά τύπου IMAM Ro 43 Mk I βρίσκονταν σε ειδικά διαμορφωμένο υπόστεγο κάτω από τις γέφυρες των καταδρομικών προφυλαγμένα από δυσμενείς καιρικές συνθήκες, ενώ με έναν ειδικό μηχανισμό καταπέλτη εκσφενδονίζονταν από τις πλώρες των σκαφών.
Ο κυβερνήτης του αυστραλιανού καταδρομικού Πλοίαρχος Collins έχοντας εν τω μεταξύ λάβει το σήμα από τα τέσσερα βρετανικά αντιτορπιλλικά, είχε δώσει εντολή για αλλαγή πορείας και αυξάνοντας σταδιακά ταχύτητα κατηύθυνε το καταδρομικό μαζί με το αντιτορπιλλικό “HAVOCK” προς το σημείο όπου είχε αναφερθεί η παρουσία των δύο ιταλικών καταδρομικών. Στις 07:20 π.μ. τα ιταλικά καταδρομικά εμφανίστηκαν στον ορίζοντα και δέκα λεπτά αργότερα το καταδρομικό “SYDNEY” άνοιξε πυρ εναντίον του προπορευόμενου “GIOVANNI DELLE BANDE NERE” από απόσταση 12.000 μέτρων. Τα πυρά του αυστραλιανού καταδρομικού ήταν ακριβή, και σχεδόν αμέσως έπληξαν την ιταλική ναυαρχίδα κοντά στο σημείο της δεύτερης καπνοδόχου. Αμέσως μετά την αιφνιδιαστική επίθεση η ναυτική συμπλοκή γενικεύθηκε και τα ιταλικά καταδρομικά ανταπέδωσαν τα πυρά, χωρίς να επιφέρουν αξιόλογα αποτελέσματα εξαιτίας της αδυναμίας των σκοπευτών να υπολογίσουν έγκαιρα και με ακρίβεια την ορθή απόσταση. Κατόπιν έκαναν στροφή 90ο προς τα δεξιά εξαπολύοντας πυρ με τα πρυμναία πυροβόλα, καταφέρνοντας αυτή τη φορά να πλήξουν το καταδρομικό “SYDNEY” προκαλώντας ελαφρές ζημιές στη δεύτερη καπνοδόχο. Όμως το αυστραλιανό καταδρομικό συνέχισε ακατάπαυστα τον κανονιοβολισμό, ενώ πολλές από τις οβίδες που εξαπέλυε έπεφταν πολύ κοντά στα εχθρικά σκάφη, τα οποία υποχωρούσαν νοτιοδυτικά καλυπτόμενα από προπέτασμα καπνού. Περί τις 07:38 π.μ. φάνηκε από τα βορειονατολικά και ο 2ος στολίσκος των τεσσάρων βρετανικών αντιτορπιλλικών, τα οποία εντάχθηκαν στο συμμαχικό ναυτικό σχηματισμό και συμμετείχαν στην καταδίωξη. Στις 07:53 π.μ. τα ιταλικά καταδρομικά κατευθύνθηκαν προς το ακρωτήριο Σπάθα καταδιωκόμενα από το “SYDNEY” και το “HAVOCK”, ενώ τα υπόλοιπα τέσσερα αντιτορπιλλικά ακολουθούσαν παραμένοντας εκτός εμβέλειας των ιταλικών πυροβόλων. Μολονότι η προωθητική ισχύς των δύο ιταλικών σκαφών ήταν περιορισμένη σε σχέση με τις εκπληκτικές επιδόσεις προγενέστερων χρονικών περιόδων, εντούτοις η ταχύτητά τους υπερέβαινε τους 32 κόμβους. Επίσης αν και υπερείχαν σε ισχύ πυρός υποχωρούσαν έχοντας περιέλθει σε δεινή θέση, εξαιτίας προβλημάτων πλευστότητας και δυσχερειών στο σύστημα διεύθυνσης πυρός. Το πρόβλημα αυτό εντεινόταν σε συνθήκες μέγιστης ταχύτητας πλεύσης, και οφειλόταν σε τεχνικά σφάλματα κατά τη ναυπήγηση της κλάσης “DI GIUSSANO”. Στις 08:24 μία ώρα περίπου μετά την έναρξη του πυρός, τα σφοδρά πυρά του
καταδρομικού “SYDNEY” έπληξαν το “BARTOLOMEO COLLEONI” που βρισκόταν εντός βεληνεκούς των πυροβόλων του αυστραλιανού καταδρομικού, με αποτέλεσμα να τεθεί εκτός λειτουργίας το σύστημα πηδαλιουχίας. Δύο ακόμη εύστοχες βολές πέτυχαν το ιταλικό καταδρομικό στο μέσον και στη γέφυρα, με αποτέλεσμα να τεθεί εκτός μάχης και να ακινητοποιηθεί σε απόσταση 5 μιλίων από το ακρωτήριο Σπάθα. Έχοντας πλέον απωλέσει τη μαχητική του ικανότητα, το “BARTOLOMEO COLLEONI” έγινε εύκολος στόχος για τα βρετανικά αντιτορπιλλικά, που το πλησίασαν και το σφυροκοπούσαν αδιάκοπα προξενώντας του εκτεταμένες ζημιές στο λεβητοστάσιο και σε τμήματα του επιστέγου. Τα μεγάλα του πυροβόλα των 6 ιντσών είχαν πλέον σιγήσει λόγω απώλειας της ηλεκτρικής ισχύος, όμως οι εναπομείναντες χειριστές των πυροβόλων των 3,9 ιντσών που λειτουργούσαν χειροκίνητα, εξακολουθούσαν να αμύνονται σθεναρά μέχρι που εξαντλήθηκαν τα αποθέματα πυρομαχικών. Στις 08:30 π.μ. ο κυβερνήτης του “BARTOLOMEO COLLEONI” Πλοίαρχος Umberto Novaro έδωσε εντολή εγκατάλειψης του πλοίου, ενώ λίγα λεπτά αργότερα πλησίασαν τα αντιτορπιλλικά “HYPERION” και “ILEX” για να αποτελειώσουν το φλεγόμενο καταδρομικό με τορπίλλες. Το “BARTOLOMEO COLLEONI” έπειτα από λίγο ανατράπηκε και βυθίστηκε. Αμέσως μετά τα αντιτορπιλλικά “HYPERION”, “ILEX” και “HAVOCK”, πλησίασαν στο σημείο του ναυαγίου προκειμένου να γίνει περισυλλογή και διάσωση των ναυαγών. Αρκετοί από αυτούς προσπάθησαν να φθάσουν στις ακτές κολυμπώντας, ωστόσο μόνον επτά κατάφεραν να διασωθούν αφού περισυνελλέγησαν από ένα αλιευτικό σκάφος, το οποίο κατόπιν τους αποβίβασε στην παραλία της Καλυβιανής δίπλα στο σημερινό λιμάνι της Κισάμου. Λίγο αργότερα ένα σμήνος ιταλικών βομβαρδιστικών που είχε απογειωθεί από αεροπορική βάση της Ρόδου, εμφανίστηκε αιφνιδίως στην περιοχή της ναυτικής σύρραξης διενεργώντας σφοδρή επίθεση εναντίον των βρετανικών σκαφών, που αναγκάστηκαν να διακόψουν την επιχείρηση διάσωσης των Ιταλών ναυαγών και να απομακρυνθούν άμεσα από το σημείο του ναυαγίου. Εν τω μεταξύ το καταδρομικό “SYDNEY” μαζί με τα αντιτορπιλλικά “HERO” και “HASTY” συνέχισαν επίμονα την καταδίωξη του έτερου καταδρομικού “GIOVANNI DELLE BANDE NERE”, το οποίο κατάφερε τελικά να διαφύγει νοτιοδυτικά της Κρήτης παρακάμπτοντας τη νησίδα Άγρια Γραμβούσα. Το αυστραλιανό καταδρομικό διέκοψε την άσκοπη καταδίωξη στις 09:26 π.μ. και επέστρεψε μαζί με τα βρετανικά αντιτορπιλλικά στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Από τους εξακόσιους σαράντα τρείς αξιωματικούς και ναύτες μέλη του πληρώματος του “BARTOLOMEO COLLEONI” χάθηκαν εκατόν είκοσι ένας, ενώ τα βρετανικά πλοία κατάφεραν να διασώσουν πεντακόσιους δεκαπέντε. Οκτώ από τους διασωθέντες πέθαναν εν πλώ προς την Αλεξάνδρεια και οι σοροί τους ρίχτηκαν στη θάλασσα, ενώ τα βρετανικά πληρώματα απέδωσαν τις πρέπουσες στρατιωτικές τιμές όπως απαιτεί η ναυτική παράδοση. Τέσσερις ακόμη υπέκυψαν στα τραύματά τους λίγο μετά τον κατάπλου στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, μεταξύ αυτών και ο κυβερνήτης του “BARTOLOMEO COLLEONI” Πλοίαρχος Umberto Novaro. Στην τελετή ενταφιασμού του Ιταλού αξιωματικού παραβρέθηκε ο Πλοίαρχος Collins, μαζί με όλους τους Βρετανούς αξιωματικούς και ναύτες των πλοίων που είχαν λάβει μέρος στη ναυμαχία. Λίγους μήνες μετά το Ιταλικό Ναυτικό υπέστη ένα ακόμη πιο συντριπτικό πλήγμα, όταν την 11η Νοεμβρίου 1940 η βρετανική ναυτική αεροπορία διενήργησε νυκτερινή επιδρομή στο ναύσταθμο του Τάραντα, βυθίζοντας ένα θωρηκτό και προκαλώντας σοβαρές ζημιές σε δύο άλλα ελλιμενισμένα θωρηκτά.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΣΑΡΙΔΑΚΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
• Brescia Maurizio, Mussolini’s Navy, Seaforth Publishing, Λονδίνο 2012
• Gay Franco & Valerio, Bartolomeo Colleoni, Conway Maritime Press Ltd, Λονδίνο 1987
• Whitley M. J., Cruisers of World War Two, Arms & Armour Press Ltd, Λονδίνο 1995
• Norman Friedman, British destroyers from earliest days to the second World War, Seaforth Publishing, Λονδίνο 2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου