Η λέξη «Κίσαμος» είναι ενδεχομένως σύνθετη, ίσως όμως και απλή. Είτε στη μία όμως περίπτωση είτε στην άλλη το πρώτο της τμήμα (περίπου οι δυο πρώτες συλλαβές) σχετίζονται ετυμολογικά και εννοιολογικά με το ρήμα της αρχαίας ελληνικής «κυνώ», που είχε τη σημασία φιλώ, ασπάζομαι. Τούτο βέβαια σημαίνει (χωρίς και να ορίζεται στο δημοσίευμα) ότι η σωστή γραφή είναι «Κύσαμος». Στην περίπτωση που η λέξη είναι σύνθετη, δεύτερο συνθετικό είναι η «άμμος», επομένως ξαναδιορθώνουμε και γράφουμε «Κύσαμμος». Όπως κι αν έχουν πάντως τα πράγματα, η σημασία του τοπωνυμίου έχει να κάμει με την εικόνα της περιοχής, δηλώνει δηλαδή τόπο όμορφο, «προσφιλή», «αξιαγάπητο», τον οποίο «κύσει» (sic!) «η ψάμμος – άμμος».
Για να στηριχθούν οι ισχυρισμοί που οδηγούν στη λύση του μυστηρίου, επιστρατεύονται ανυπόστατα «δεδομένα», όπως το ότι από την ίδια ρίζα του ρήματος «κυνώ» προέρχεται και η λέξη «κισσός», επειδή «κύσει» ( sic!) «(φιλά) το δένδρο ή βράχο, τυλιγμένος σ’ αυτό καθώς αναρριχάται», το ότι υπάρχουν «δανεισμοί θεμάτων των ρημάτων», στη συγκεκριμένη δε περίπτωση το θέμα που προσφέρεται για «δανεισμό» είναι το [κυσ-] από τον αόριστο «έκυσα», έχει όμως υποστεί αλλοίωση (!) και γι’ αυτό εμφανίζεται με τη μορφή [κισ-], το ότι οι επικοί τύποι των ρημάτων (όπως είναι ο αόριστος «κύσα», χωρίς αύξηση) έχουν την ίδια «αξία» με τους υπόλοιπους.
Ύστερα από αυτά νιώθουμε έκπληξη για το λόγο ότι ουδείς μέχρι τώρα από τους συγγραφείς της αρχαιότητας (Πτολεμαίος, Στράβων κ.ά) μέχρι και τους σημερινούς κατάλαβε ότι δεν είναι «δύσκολη» η ετυμολογία της λέξης, ώστε να τη γράψει σωστά. Εκτός κι αν είχαν πληροφορηθεί την «αλλοίωση» του θέματος από [κυσ-] σε [κισ-] και έγραφαν «Κίσαμος». Επί πλέον, αναρωτιόμαστε αν ισχύουν τα ίδια και για της άλλης πόλης το όνομα, δηλαδή για την «Κίσαμο» που βρισκόταν προς τον Αποκόρωνα και μνημονεύεται ως επίνειο της Απτέρας.
Να δούμε όμως την ουσία του συγκεκριμένου ζητήματος, για την οποία σημειώνω τις εξής παρατηρήσεις.
1. Ο χαρακτηρισμός από ορισμένους μελετητές της λέξης «Κίσαμος» ως προελληνικής οφείλεται στην κατάληξή της σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν είναι δυνατή η ασφαλής σύνδεσή της με κάποια ελληνική ρίζα. Ο αείμνηστος πάντως Νικ. Β. Τωμαδάκης, κραταιός φιλόλογος, δεινός γλωσσολόγος και άριστος γνώστης των περί τα τοπωνύμια θεμάτων, χαρακτηρίζει τη λέξη «ιστορική» και όχι «προϊστορική». Απολύτως λογικό αυτό, αφού είχε υπόψη το δεδομένο ότι η λέξη μαρτυρείται από την ιστορική εποχή και ύστερα, δεν ήταν δε από εκείνους που για λόγους εντυπώσεων έκαναν άλματα ή βουτιές στο κενό.
2. Ο αόριστος του ρήματος «κυνώ» είναι «εκύνησα» (και σήμερα λέμε «προσκύνησα»). Μαρτυρείται και ο τύπος «έκυσα», ο οποίος θυμίζει τον όμοιο τύπο αορίστου του ρήματος «κύω» (κυοφορώ). Όπως σημειώθηκε παραπάνω ο χωρίς αύξηση τύπος «κύσα» ήταν σε χρήση μόνο από τους επικούς ποιητές.
3. Του ρήματος αυτού δεν υπάρχει τύπος χρόνου ενεστώτα «κύσω», όπως διαβάζουμε δυο φορές στο δημοσίευμα. Πρόκειται για βαρβαρισμό ασυγχώρητο (ο τύπος αυτός είναι είτε οριστικής μέλλοντα είτε υποτακτικής αορίστου).
4. Σε όλα τα λεξικά η λέξη «κισσός», ως προς την ετυμολογία της, χαρακτηρίζεται αγνώστου προελεύσεως.
5. Στην ελληνική γλώσσα δεν υπάρχει λέξη της οποίας το θέμα (ή η ρίζα) [κισ-] να οφείλεται σε μετάπτωση (όπως είναι ο όρος, και όχι «αλλοίωση») του [υ] σε [ι].
6. Η λέξη «Κίσαμος» πρέπει να γράφεται με γιώτα και με ένα σίγμα, όπως επιτάσσει η παραδεδομένη μορφή της σε συνδυασμό με την άγνωστη – μέχρι τώρα τουλάχιστον – προέλευσή της. Η γραφή με διπλό σίγμα την οποία συχνά συναντάμε πρέπει να εγκαταλειφθεί, αφού οφείλεται στο ότι κατά το λατινικό αλφάβητο το απλό [s] μεταξύ δύο φωνηέντων προφέρεται σαν [ζ], κάτι που αποφεύγεται με τα δύο σίγμα (γι’ αυτό και στα ενετικά έγγραφα συναντάμε τη γραφή Chissamo).
Κ. ΛΟΥΠΑΣΗΣ
Για να στηριχθούν οι ισχυρισμοί που οδηγούν στη λύση του μυστηρίου, επιστρατεύονται ανυπόστατα «δεδομένα», όπως το ότι από την ίδια ρίζα του ρήματος «κυνώ» προέρχεται και η λέξη «κισσός», επειδή «κύσει» ( sic!) «(φιλά) το δένδρο ή βράχο, τυλιγμένος σ’ αυτό καθώς αναρριχάται», το ότι υπάρχουν «δανεισμοί θεμάτων των ρημάτων», στη συγκεκριμένη δε περίπτωση το θέμα που προσφέρεται για «δανεισμό» είναι το [κυσ-] από τον αόριστο «έκυσα», έχει όμως υποστεί αλλοίωση (!) και γι’ αυτό εμφανίζεται με τη μορφή [κισ-], το ότι οι επικοί τύποι των ρημάτων (όπως είναι ο αόριστος «κύσα», χωρίς αύξηση) έχουν την ίδια «αξία» με τους υπόλοιπους.
Ύστερα από αυτά νιώθουμε έκπληξη για το λόγο ότι ουδείς μέχρι τώρα από τους συγγραφείς της αρχαιότητας (Πτολεμαίος, Στράβων κ.ά) μέχρι και τους σημερινούς κατάλαβε ότι δεν είναι «δύσκολη» η ετυμολογία της λέξης, ώστε να τη γράψει σωστά. Εκτός κι αν είχαν πληροφορηθεί την «αλλοίωση» του θέματος από [κυσ-] σε [κισ-] και έγραφαν «Κίσαμος». Επί πλέον, αναρωτιόμαστε αν ισχύουν τα ίδια και για της άλλης πόλης το όνομα, δηλαδή για την «Κίσαμο» που βρισκόταν προς τον Αποκόρωνα και μνημονεύεται ως επίνειο της Απτέρας.
Να δούμε όμως την ουσία του συγκεκριμένου ζητήματος, για την οποία σημειώνω τις εξής παρατηρήσεις.
1. Ο χαρακτηρισμός από ορισμένους μελετητές της λέξης «Κίσαμος» ως προελληνικής οφείλεται στην κατάληξή της σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν είναι δυνατή η ασφαλής σύνδεσή της με κάποια ελληνική ρίζα. Ο αείμνηστος πάντως Νικ. Β. Τωμαδάκης, κραταιός φιλόλογος, δεινός γλωσσολόγος και άριστος γνώστης των περί τα τοπωνύμια θεμάτων, χαρακτηρίζει τη λέξη «ιστορική» και όχι «προϊστορική». Απολύτως λογικό αυτό, αφού είχε υπόψη το δεδομένο ότι η λέξη μαρτυρείται από την ιστορική εποχή και ύστερα, δεν ήταν δε από εκείνους που για λόγους εντυπώσεων έκαναν άλματα ή βουτιές στο κενό.
2. Ο αόριστος του ρήματος «κυνώ» είναι «εκύνησα» (και σήμερα λέμε «προσκύνησα»). Μαρτυρείται και ο τύπος «έκυσα», ο οποίος θυμίζει τον όμοιο τύπο αορίστου του ρήματος «κύω» (κυοφορώ). Όπως σημειώθηκε παραπάνω ο χωρίς αύξηση τύπος «κύσα» ήταν σε χρήση μόνο από τους επικούς ποιητές.
3. Του ρήματος αυτού δεν υπάρχει τύπος χρόνου ενεστώτα «κύσω», όπως διαβάζουμε δυο φορές στο δημοσίευμα. Πρόκειται για βαρβαρισμό ασυγχώρητο (ο τύπος αυτός είναι είτε οριστικής μέλλοντα είτε υποτακτικής αορίστου).
4. Σε όλα τα λεξικά η λέξη «κισσός», ως προς την ετυμολογία της, χαρακτηρίζεται αγνώστου προελεύσεως.
5. Στην ελληνική γλώσσα δεν υπάρχει λέξη της οποίας το θέμα (ή η ρίζα) [κισ-] να οφείλεται σε μετάπτωση (όπως είναι ο όρος, και όχι «αλλοίωση») του [υ] σε [ι].
6. Η λέξη «Κίσαμος» πρέπει να γράφεται με γιώτα και με ένα σίγμα, όπως επιτάσσει η παραδεδομένη μορφή της σε συνδυασμό με την άγνωστη – μέχρι τώρα τουλάχιστον – προέλευσή της. Η γραφή με διπλό σίγμα την οποία συχνά συναντάμε πρέπει να εγκαταλειφθεί, αφού οφείλεται στο ότι κατά το λατινικό αλφάβητο το απλό [s] μεταξύ δύο φωνηέντων προφέρεται σαν [ζ], κάτι που αποφεύγεται με τα δύο σίγμα (γι’ αυτό και στα ενετικά έγγραφα συναντάμε τη γραφή Chissamo).
Κ. ΛΟΥΠΑΣΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου