στους Βαλκανικούς πολέμους
Στις 4 Οκτωβρίου του 1912 τα Χριστιανικά κράτη των Βαλκανίων κήρυξαν τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η προέλαση του Στρατού μας υπήρξε ραγδαία και στις 26 του ίδιου μήνα, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, πολιούχου της πόλης, ο Ταξίν Πασάς παρέδωσε τη Θεσσαλονίκη στον απελευθερωτή Ελληνικό Στρατό. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, προβλέποντας τα προβλήματα που θα εμφανιζόταν μετά την απελευθέρωση της πόλης στον τομέα της αστυνόμευσής της και γνωρίζοντας ότι οι Βούλγαροι σύμμαχοι μας αλλά και οι μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις θα προωθούσαν μία εικόνα άναρχης πόλης και μίας Ελληνικής πολιτείας ανίκανης να επιβάλλει την τάξη, φρόντισε, από τις 24 Οκτωβρίου, πριν ακόμη απελευθερωθεί η πόλη, να διατάξει την μεταφορά δυνάμεως της Κρητικής Χωροφυλακής στη Θεσσαλονίκη.
Έτσι, στις 24-10-1912 αναχώρησε από τα Χανιά για την Αθήνα και ακολούθως τη Θεσσαλονίκη, ο αρχηγός της Κρητικής Χωροφυλακής μαζί με 4 αξιωματικούς, 2 ανθυπασπιστές και 150 οπλίτες. Η δύναμη αυτή έφθασε στη Θεσσαλονίκη με το ατμόπλοιο «Αρκαδία», ενισχύθηκε δε τις επόμενες ημέρες έτσι ώστε τελικά μεταφέρθηκε τμηματικά στη Θεσσαλονίκη το σύνολο σχεδόν της Κρητικής Χωροφυλακής. Σημειώνεται ότι στις 14.10.1912, με απόφαση του Γενικού Διοικητή Κρήτης Στεφάνου Δραγούμη κλήθηκαν στα όπλα οι έφεδροι Υπαξιωματικοί και Χωροφύλακες των κλάσεων 1903-1911.
Η Θεσσαλονίκη τότε ήταν μία διεθνής πόλη. Εκτός από τους Έλληνες, υπήρχαν πολλοί Τούρκοι, πολυάριθμες Ευρωπαϊκές .........
...... παροικίες, πολύ μεγάλη Εβραϊκή κοινότητα και Βουλγαρίζων πληθυσμός. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν είδαν ευχάριστα την Ελληνική σημαία στο Διοικητήριο της πόλης. Οι Ευρωπαίοι, επειδή θεωρούσαν πως θα έχαναν εμπορικά προνόμια που είχαν. Οι Ισραηλίτες, επειδή για εμπορικούς λόγους προτιμούσαν Αυστριακή διοίκηση ή διεθνοποίηση της Θεσσαλονίκης, ενώ οι Βούλγαροι, οι Τούρκοι και οι Αυστριακοί, επειδή θα ήθελαν την πόλη για δική τους ο καθένας. Σήμερα θεωρούμε αυτονόητο πως η Θεσσαλονίκη είναι Ελληνική. Εκείνη την εποχή, που η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέρρεε, όλοι ήθελαν να πάρουν το μεγαλύτερο κομμάτι από τα εδάφη της και πολύ λίγο ενδιαφερόταν (όπως και σήμερα) εάν κάποια εδάφη είχαν Ελληνικό πληθυσμό, ή εάν ιστορικά ανήκαν πάντοτε στην Ελλάδα. Τα πάντα ήταν ρευστά. Ας μην ξεχνάμε πως όσο Ελληνική ήταν τότε η Θεσσαλονίκη άλλο τόσο ήταν και η Φιλλιπούπολις, το Μοναστήρι, η Σμύρνη, η Τραπεζούντα και η Κωνσταντινούπολις. Η σύνθεση του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης, λίγο πριν την απελευθέρωση της, με βάση απογραφή που έγινε εκείνο το διάστημα ήταν:
Ισραηλίτες: 61.000
Τούρκοι: 43.000
Έλληνες: 40.000
Βουλγαρίζοντες: 6.000
Διαφόρων Εθνοτήτων: 5.000
Δηλαδή σε πληθυσμό 155.000 κατοίκων μόλις το ένα τέταρτο ήταν Έλληνες. Στους αριθμούς όμως των πολιτών πρέπει να προστεθούν και άλλοι. Λόγω του πολέμου ο πληθυσμός της πόλης είχε σχεδόν διπλασιασθεί. Υπήρχε ο Ελληνικός στρατός, ο Βουλγαρικός στρατός, συμμορίες κομιτατζήδων, τα πληρώματα των Αγγλικών, Ρωσικών, Αυστριακών και Γαλλικών πολεμικών πλοίων που είχαν έρθει στη Θεσσαλονίκη για να προστατεύσουν τους υπηκόους τους και βέβαια οι Του ρκοι αξιωματικοί, οι οποίοι σύμφωνα με τη συνθήκη για την παράδοση της πόλης κυκλοφορούσαν ελεύθεροι. Ακόμη υπήρχε η Τουρκική χωροφυλακή και η αστυνομία, οι οποίες βάσει της συνθήκης δεν είχαν αφοπλισθεί άμεσα και φυσικά πάρα πολλοί Τούρκοι λιποτάκτες, οι οποίοι τριγυρνούσαν άσκοπα στους δρόμους ζητιανεύοντας. Αρκετοί από αυτούς ήταν και οπλισμένοι. Τέλος, υπήρχαν οι Μουσουλμάνοι πρόσφυγες που είχαν μαζευτεί στην πόλη δημιουργώντας αφόρητη κατάσταση από πλευράς υγιεινής.
Όπως είναι γνωστό η προέλαση των χριστιανικών στρατών, ειδικά δε οι φήμες για τις θηριωδίες των Βουλγάρων σε βάρος του αμάχου πληθυσμού, έφεραν στη Θεσσαλονίκη πολλές χιλιάδες Τούρκους πρόσφυγες. Αυτοί συγκεντρώθηκαν σε Τζαμιά, νεκροταφεία και πλατείες δημιουργώντας απαράδεκτες συνθήκες υγιεινής και άμεσο κίνδυνο εξάπλωσης επιδημιών στην πόλη. Ο Άγγλος ανταποκριτής των TIMES, Κρώφορδ Πράις, αναφέρει σχετικά: «Εύγλωττον απόδειξιν του μεγέθους και της σοβαρότητας της Τουρκικής ήττης απετέλουν αϊ χιλιάδαι των προσφύγων, οι οποίοι συνέρρεον εις την Θεσσαλονίκην δίκην σμήνους ακριδών. Έντρομοι και πανικόβλητοι φεύγοντες όπως σώζωσι την ζωήν των προ της Σερβοβουλγαρικής προελάσεως... να ζητούν καταφύγιον προς προστασίαν κατά του ψύχους όπισθεν τοίχων και να περικαλύπτονται δια παντοίων ρακών... Έβλεπε τις επιτόκους γυναίκας κυλιομένας εις την λάοπην και την ακαθαρσίαν, ως εκ της εντελούς απουσίας και της στοιχειωδεστέρας υγειονομικής προφυλάξεως, και μη έχουσας ουδέ μίαν ψάθαν... έβλεπε τις γυναικόπαιδα λιμοκτονούντα δι' έλλειψιν ενός τεμαχίου άρτου».
Εύκολα καταλαβαίνει κανείς, πόσο δύσκολη ήταν η Αστυνόμευση μίας πόλης με τέτοια ανομοιογένεια πληθυσμού, με εκρηκτικές φυλετικές αντιθέσεις, με τα οικονομικά προβλήματα που δημιούργησαν οι επιπτώσεις από την αλλαγή του καθεστώτος, με νωπές τις συνέπειες από τις πρόσφατες μάχες, αλλά και με δεδομένη την έλλειψη της υποδομής για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων. Εάν στα ανωτέρω προσθέσουμε τις συνωμοσίες των Βουλγάρων και των Τούρκων, τότε φαίνεται πως το έργο που ανελάμβανε η Κρητική Χωροφυλακή για την εξασφάλιση της τάξης ήταν πραγματικά τιτάνιο. Παρ’ όλες τις αντιξοότητες η Κρητική Χωροφυλακή ανταποκρίθηκε πλήρως στα καθήκοντα της και δικαίωσε απόλυτα τις προσδοκίες του Ε. Βενιζέλου. Αρχικά, η Κρητική Χωροφυλακή φρόντισε να εγκαταστήσει τους πρόσφυγες σε προάστια της πόλης δίνοντας τη δυνατότητα στους εργάτες του Δήμου να καθαρίσουν την πόλη. Ακολούθως δε φρόντισε με σοβαρότητα και αίσθημα δικαίου για την δημιουργία κλίματος ηρεμίας στην πόλη, ώστε όλοι οι πολίτες, ανεξαρτήτως εθνικότητας, να νοιώθουν ασφαλείς. Κέρδισε αμέσως την εμπιστοσύνη και τον θαυμασμό του πληθυσμού, όπως φαίνεται από τα παρακάτω σχόλια για τη δράση της στη Θεσσαλονίκη: Η Γαλλική «L' illustration», σε άρθρο του πολεμικού της ανταποκριτού Ζαν Λεν, αναφέρει: «Κάτι άλλο προσελκύει κατά διαστήματα την προσοχή του πλήθους. Η διεύλευσις μιας περιπόλου Κρητών χωροφυλάκων, με την εθνικήν των στολήν, μπόττες, σαλβάρι, μικρόν χιτωνίοκον και ίσιον σκούφον (τόκα) τολμηρώς τοποθετημένον προς τα πλάγια επί της κεφαλής. Είναι ωραίοι άνδρες, μελαχρινοί, υψηλοί με βάδισμα σταθερόν... Η υπερηφάνεια φωτίζει τα μέτωπα των. Οποίον όνειρον δεν ζουν άλλωστε, αυτοί οι οποίοι επί τόσον μακρόν διάστημα υπήρξαν τα παίγνια των Τούρκων εις το δυστυχισμένον νησί των, με το να βλέπουν σήμερον ότι είναι επιφορτισμένοι να κρατούν την τάξιν εντός της Θεσσαλονίκης, την οποίαν απέσπασαν από τους Τούρκους και η οποία κατοικείται ακόμη από τόσους εκ των παλαιών κατακτητών της, οι οποίοι οφείλουν τώρα να τους υπακούουν! Η παρουσία αυτής της χωροφυλακής, η οποία δεν αστειεύεται, θα ησυχάση ίσως ολίγον τους βουλγάρους στρατιώτας. Καθ' εσπέραν αυτοί μεθούν υπερβολικών και κατόπιν δημιουργούν σκάνδαλα από παντού όπου διέρχονται». «ΠΡΩΙΝΗ» Θεσσαλονίκης: «Οι Κριτές Χωροφύλακες επιβάλλουσιν εξ ίσου το κράτος του Νόμου και εις τους πολίτας και εις τους αντάρτας και εις τους στρατιώτας, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος, όλοι τους υπακούουν, εις όλους επιβάλλονται, διότι όλοι τους σέβονται και τους φοβούνται». «ΝΕΑ ΑΛΗΘΕΙΑ» Θεσσαλονίκης: «Ο Κρης χωροφύλαξ - ανήρ του καθήκοντος, πειθαρχικός προς δε και αξιοπρεπής, κατόρθωσε από τας πρώτος ημέρας να επιβληθεί... Τοιουτοτρόπως εντός ολίγου καιρού η Θεσσαλονίκη είχε το ευτύχημα να γνωρίση ησυχίαν και τάξιν την οποίαν κατά τα τελευταία της τουρκοκρατίας έτη ουδέ καν να ονειρευθεί ηδύνατο». «Τι άνδρες, π λεβέντες, Τι παλικάρια, Τι ωραίοι και ευσταλείς και ακλόνητοι αυτοί οι Κρήτες χωροφύλακες... Δεν υπάρχει χώμα εις τον κόσμον να παράγει άνδρας καλλίονας και ανδρειωτέρους των Κρητών...». «ΧΡΟΝΟΣ», του Κ. Χαιρόπουλου: «θαυμάσιοι εις παράστημα, εις πειθαρχίαν, εις οργάνωσιν, όλοι διαλεκτοί με το σοβαρόν ύφος Αμερικανών ή Άγγλων αστυνομικών, περιέρχονται, κατά περιπολίας, την πάλιν, εμπνέοντες τον σεβασμόν εις τους πολίτας πάσης εθνικότητος. Γυμνασμένοι στρατιωτικώς, ρωμαλέοι εκ φύσεως, γενναίοι εκ χαρακτήρας, ισχυροί εξ ασκήσεως, αποτελούν μίαν δύναμιν, η οποία δεν υποχωρεί ενώπιον κανενός εμποδίου^. «ΧΡΟΝΟΣ», της Μόσχας: «Δυστυχώς δεν έχουσιν όλα τα Κράτη, τους γενναίους και πειθαρχικούς άνδρας της Κρήτης δια να καταρτίσωσι Χωροφυλακήν». Οι Βούλγαροι βέβαια δεν σταμάτησαν τις προσπάθειες να εμφανίσουν την Θεσσαλονίκη σαν άναρχου μένη ή και συγκατεχόμενη πόλη. Το βράδυ της 31 Οκτωβρίου, πέντε μόλις ημέρες από την απελευθέρωση της θεσσαλονίκης, ομάδα κομιτατζήδων ανατίναξε μία μεγάλη Τουρκική αποθήκη πυρομαχικών στο προάστιο Ζεϊτελίκ (Αγία Παρασκευή). Από την έκρηξη σκοτώθηκαν μερικοί Τούρκοι αιχμάλωτοι και Έλληνες στρατιώτες του Ιππικού. Αμέσως μετά οι κομιτατζήδες άρχισαν να βάζουν φωτιές, να σφάζουν και να ληστεύουν τον Τουρκικό πληθυσμό. Η Κρητική Χωροφυλακή επετέθη χωρίς καθυστέρηση εναντίον τους και τους ανάγκασε να διαλυθούν και να καταφύγουν στους Στρατώνες του Βουλγαρικού Στρατού. Αυτό ήταν το πρώτο από μία σειρά επεισοδίων στην προσπάθεια των φιλοξενούμενων Βουλγάρων να εμφανίσουν τη Θεσσαλονίκη ως αναρχούμενη ή και ως συγκατεχόμενη. Τις αμέσως επόμενες ημέρες άρχισαν να καταλαμβάνουν αυθαίρετα τα τζαμιά της πόλης μεταξύ των οποίων και την Αγία Σοφία για να τα μετατρέψουν σε εξαρχικές εκκλησίες προσβάλλοντας ταυτόχρονα βίαια τα σύμβολα και το θρησκευτικό αίσθημα των μουσουλμάνων κατοίκων της πόλης, οι οποίοι και διαμαρτυρήθηκαν στις Ελληνικές αρχές. Η Κρητική χωροφυλακή, μαζί με τον στρατό επενέβη και σταμάτησε αμέσως αυτές τις εκδηλώσεις. Σε μία άλλη περίπτωση, ο ανθυπασπιστής της Κρητικής Χωροφυλακής Ι. Πετράκης, που επικεφαλής 10 οπλιτών ήταν υπεύθυνος για τον σιδηροδρομικό σταθμό, ανακάλυψε ένα Βουλγαρικό σχέδιο για την ανατίναξη του σταθμού. Συνέλαβε τους Βούλγαρους, που ήταν αναμεμιγμένοι, ανακαλύπτοντας ταυτόχρονα 100 κιλά βαμβακοπυρίτιδας και μερικά όπλα. Οι Βούλγαροι δεν σταματούσαν να δημιουργούν επεισόδια εις βάρος του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης, δε δεχόταν να υπακούσουν στις διαταγές του Ελληνικού Φρουραρχείου, συμπεριφερόταν προκλητικά στους Έλληνες αξιωματικούς και βάναυσα σε όλους τους κατοίκους. Συνέπεια ενός τέτοιου επεισοδίου ήταν το κλείσιμο του Γαλλικού ταχυδρομείου όταν ένας Βούλγαρος αξιωματικός πυροβόλησε τους υπαλλήλους επειδή δεν έγιναν δεκτά τα Βουλγαρικά χαρτονομίσματα που έδωσε. Όπως αναφέρει ο Γάλλος δημοσιογράφος Ζαν Λεν, ολόκληρος ο πληθυσμός της πόλης τους αντιπάθησε με μοναδική εξαίρεση τους Ισραηλίτες, οι οποίοι, αρχικά τουλάχιστον, με εντολή του Αυστριακού προξένου, έθεσαν στην διάθεση των Βουλγάρων όλα τα κτίρια που διέθεταν και τα οποία είχαν αρνηθεί στον Ελληνικό Στρατό. Αργότερα και η Ισραηλιτική κοινότητα άλλαξε στάση. Στις 17 Ιουνίου του 1913 οι Βούλγαροι χωρίς να κηρύξουν πόλεμο επετέθησαν εναντίον του Ελληνικού Στρατού. Η Δευτέρα Μεραρχία και η Κρητική Χωροφυλακή επιφορτίσθηκαν με το έργο της εξουδετερώσεως της Βουλγαρικής φρουράς Θεσσαλονίκης. Η Κρητική Χωροφυλακή ανέλαβε να εξουδετερώσει τις διάσπαρτες μέσα στην πόλη εστίες αντιστάσεως των Βουλγάρων, η δε Δευτέρα Μεραρχία την εξουδετέρωση του κυρίως όγκου του Βουλγαρικού Στρατού. Οι Κρητικοί και πάλι διακρίθηκαν. Αναφέρονται μερικές χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Ο υπομοίραρχος Χατζηϊωάννου με το απόσπασμα του, μετά από δίωρη συμπλοκή και έφοδο εξουδετέρωσε και συνέλαβε την φρουρά του Βουλγαρικού Ταχυδρομείου και της Βουλγαρικής Τράπεζας που ήταν στο ξενοδοχείο «Γκράντ Οτέλ». Ο ανθυπασπιστής Εμμανουήλ Τσάκωνας, επικεφαλής του τμήματος του, εξουδετέρωσε την από 24 άνδρες αποτελούμενη φρουρά του Βουλγαρικού προξενείου και το κατέλαβε αμαχητί προσποιούμενος ότι θα το ανατινάξει κρατώντας μπουκάλια με μεταλλικό νερό που οι Βούλγαροι νόμισαν για δυναμίτιδα. Ο ανθυπασπιστής Αβάτζος, επικεφαλής του τμήματος του, ανέλαβε την εξουδετέρωση των Βουλγάρων που είχαν οχυρωθεί στον περίβολο της Αγίας Σοφίας. Σε κάποια στιγμή της μάχης οι Βούλγαροι ύψωσαν λευκή σημαία. Μόλις οι Κρητικοί προχώρησαν για να τους συλλάβουν οι Βούλγαροι πυροβόλησαν ύπουλα εναντίον τους τραυματίζοντας 2 χωροφύλακες. Τότε κάνοντας έφοδο με εφ’ όπλου λόγχη οι Κρητικοί διέλυσαν τους Βουλγάρους συλλαμβάνοντας όλους όσους επέζησαν. Τον Ιούλιο του 1913η Κρητική Χωροφυλακή συγχωνεύθηκε με την Ελληνική. Παρά την συγχώνευση όμως το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού της παρέμεινε στη Μακεδονία, ενώ η στολή της δεν άλλαξε. Το 1914 δημιουργήθηκε «τάγμα χωροφυλακής στρατού εκστρατείας», το οποίο αποτελείτο από 4 λόχους και το προσωπικό του ήταν κυρίως έφεδροι χωροφύλακες της Κρητικής Χωροφυλακής. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιείται ο όρος «μοιραρχία» όταν γίνεται αναφορά σε μονάδα επιπέδου λόχου της χωροφυλακής, ενώ αντίστοιχα χρησιμοποιείται ο όρος «λόχος» όταν γίνεται αναφορά σε ανάλογη μονάδα του τάγματος χωροφυλακής στρατού εκστρατείας.
Δυστυχώς η ειρήνη κράτησε πολύ λίγο. Τον Αύγουστο του 1914 εξεράγη ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος. Η Ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να διαπραγματευθεί την έξοδο της στον πόλεμο ώστε σε περίπτωση νίκης να έχει το μέγιστο δυνατό εδαφικό όφελος. Δυστυχώς και οι δύο πλευρές δεν προσέφεραν τίποτε στην Ελλάδα ενώ αντιθέτως της ζητούσαν να θυσιάσει εδάφη της. Στις 22 Σεπτεμβρίου του 1915, αδιαφορώντας για την Ελληνική ουδετερότητα, οι Αγγλογάλλοι προχώρησαν στην κατάληψη της Ελληνικής Θεσσαλονίκης σύμφωνα με τα σχέδια τους για το Μακεδονικό μέτωπο και κατόπιν αδείας του πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου η οποία δώθηκε χωρίς την συγκατάθεση της βουλής. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου Ιταλοί και Γάλλοι κατέλαβαν την Κέρκυρα συγκεντρώνοντας εκεί τα υπολείμματα του Σερβικού στρατού και τη Σερβική κυβέρνηση. Με το τέλος του 1915 είχε γίνει πια φανερό ότι η ουδετερότητα ήταν άπιαστο όνειρο, και ότι η Ελληνική κυριαρχία καταλυόταν μέρα με τη μέρα. Μία ομάδα εγκρίτων πολιτών της Μακεδονίας και αξιωματικών βλέποντας τον κίνδυνο να δώσουν οι σύμμαχοι τη Θεσσαλονίκη και την Ελληνική Μακεδονία στους Σέρβους, αλλά και πιστεύοντας στις ωφέλειες για την Ελλάδα από πιθανή νίκη των Αγγλογάλλων, σκέφθηκε την κήρυξη επαναστάσεως, για την έξοδο της Ελλάδας στον Πόλεμο υπέρ των δυνάμεων της «Συνεννοήσεως». Η ομάδα αυτή ονομάσθηκε «Επιτροπή Εθνικής Αμύνης» και την αποτελούσαν οι Δ. Λίγκας, Π. Αργυρόπουλος, Α. Ζάννας, Κ. Αγγελάκης, Ν. Μάνος, Πάζης, Γραικός, Π. Ζυμβρακάκης, θ. Κουτούττης κ.ά. Η αρχηγία δόθηκε στον Ε. Βενιζέλο, ο οποίος όμως για να την αναλάβει έθεσε ως όρο τη συμμετοχή στρατιωτικών μονάδων στο κίνημα, το οποίο επιθυμούσε σε πανελλήνιο επίπεδο και όχι μόνο στη Μακεδονία.
Αρκετοί αξιωματικοί της Κρητικής χωροφυλακής ήταν ήδη μυημένοι στα της Επιτροπής Εθνικής Αμύνης, όπως για παράδειγμα ο διοικητής της πρώτης μοιραρχίας Ευάγγελος Σαρρής ο οποίος είχε νυμφευθεί στην Θεσσαλονίκη την Καλλιόπη Τάττη (δισέγγονη του φιλικού Κωνσταντίνου Τάττη) και συνδεόταν με συγγενικούς δεσμούς με τον Α. Ζάννα.
Τον Μάρτιο του 1916 οι Γερμανοβούλγαροι με τη σειρά τους άρχισαν να καταλαμβάνουν Ελληνικά εδάφη στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη. Φυσικά οι Βούλγαροι, μαζί με τους Τούρκους κατοίκους των περιοχών αυτών, ασχολήθηκαν με τα προσφιλή τους σπορ των σφαγών, βιασμών, εμπρησμών και ληστειών εις βάρος του Ελληνικού πληθυσμού. Στην ουσία οι Βούλγαροι, παρά τις χλιαρές αντιρρήσεις των Γερμανών συμμάχων τους, δεν έχασαν την ευκαιρία να αφελληνίσουν την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη.
Η Θεσσαλονίκη άρχισε να δέχεται ξανά πρόσφυγες. Έλληνες αυτή την φορά. Οι Κρητικοί, αλλά και άλλοι Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικοί, που δεν μπορούσαν να ανεχθούν αυτό το γεγονός, άρχισαν να παρουσιάζονται ως εθελοντές στο στρατό του Σαρράιγ για να πολεμήσουν εναντίον των Βουλγάρων. Το τάγμα χωροφυλακής στρατού εκστρατείας μετεγκαταστάθηκε στη Λάρισα. Εξαίρεση αποτέλεσε ο 2ος λόχος βρακοφόρων που έμεινε στην Θεσσαλονίκη με διοικητή τον ανθυπομοίραρχο Εμμανουήλ Τσάκωνα.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου