Μανόλη Ν. Καρέλλη
....
Αλλά τι θαυμαίνω Κρητών φρένας; Ους ποτ’ εφατμαίς πατρός, Αθηναίη δαίδαλα πολλά δάεν. Κρης γαρ ο τορνεύσας, τα δε χαλκία Κρης ο συνείρας. Κρης ο καθ’ εν στίξας. Κρης ο μολυβδοχύτης. Κρης δαπανά νίκης ο φερώνυμος. Αυτός ο κλείων Κρης τάδε. Κρησίν ο Κρης ήπιος αιγίοχος».
Αυτά μας μεταφέρει ένας από τους πιο σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους της Κρήτης, των νεότερων χρόνων, ο Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης, για τον οποίο έχει μείνει σε όσους τον γνώρισαν προσωπικά, ή μέσω του σπουδαίου ερευνητικού και συγγραφικού έργου του, μια αίσθηση γλυκιάς νοσταλγίας. Και αυτά μας έρχονται συχνά στο νου όταν αναφερόμαστε στην ιδιαίτερη πατρίδα μας, την Κρήτη.
Ιδιαίτερα μας βασανίζει, τρόπος του λέγειν, το ερώτημα για το οποίο τοποθετείται ήδη με έναν υπαινιγμό ο αξέχαστος φίλος Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης: Μήπως είμαστε, μιλώντας για την Κρήτη και τους Κρητικούς, «καυχησιολόγοι»; Μήπως το παρακάνουμε στην εκδήλωση της αγάπης μας για το νησί μας, μιας αγάπης που φτάνει ή και ξεπερνά, ακόμα, πολλές φορές τα όρια της άκριτης λατρείας;
Την ίδια ώρα, όμως, που μας μπαίνουν στο μυαλό τέτοιες «βέβηλες» σκέψεις και μας δημιουργούνται τέτοιοι προβληματισμοί, είμαστε πρόθυμοι να βρούμε ελαφρυντικά, σαν έτοιμοι, λες, «από καιρό».
Η ίδια αγάπη για την ιδιαίτερη πατρίδα των, για τον τόπο των, παρουσιάζεται και σ’ άλλες γωνιές του μικρού πλανήτη μας. Κυρίως από τη λογοτεχνία αποκτούμε μια γνώση αυτής της αγάπης, ενδεικτικά έστω, αλλά αυθεντικά. Αγαπά, λόγου χάρη, μέχρι υπερβολής, ο Σικελός τη Σικελία, ο Σαρδηνός τη Σαρδηνία, ο Κορσικανός την Κορσική, ο Κύπριος την Κύπρο, ο Ιρλανδός το Δουβλίνο, ο Μοσχοβίτης τη Μόσχα, ο Πολωνός τη Βαρσοβία, ο Ουγγαρέζος τη Βουδαπέστη, ο Ιρακινός τη Βαγδάτη.
«Αμάρτημα», όμως, που μοιράζονται τόσο πολλοί τη διάπραξή του, παύει να είναι αμάρτημα ή, έστω, μετριάζεται κατά πολύ η βαρύτητά του, παύει ίσως ο καταλογισμός του.
Το άλλο ελαφρυντικό για την «καθ’ υπερβολήν» αγάπη για τον τόπο μας, την Κρήτη, και για τις μεγάλες δόσεις καυχησιολογίας που εμπεριέχει η έκφρασή της έχει σχέση με τη διαπίστωση ότι αξίζει ο τόπος μας, αξίζει η Κρήτη μας, αυτή την ξεχωριστή αγάπη και ότι αυτή καθ’ εαυτή η διαπίστωση δεν εντάσσεται στις περιοχές της καυχησιολογίας.
Και την αξίζει για πολλούς λόγους:
Είναι, πρώτον, το μέγεθός της, ούτε τόσο μεγάλο που να χάνεσαι, ούτε τόσο μικρό, που να κορεσθείς στη διάρκεια μιας μέσης ανθρώπινης ζωής. Έτσι, φτάνοντας σε μια ώριμη ηλικία και έχοντας στο μεταξύ ταξιδέψει πάνω από το μέσο όρο στην Κρητική «Επικράτεια», διαπιστώνεις με κάποια έκπληξη ότι βρίσκονται ακόμη μέρη που δεν τα έχεις γνωρίσει αν και θα έπρεπε, ενώ υπάρχουν και πάμπολλα που η πρώτη επίσκεψη σου δημιουργεί την επιθυμία για την ανανέωση της γνωριμίας.
Είναι, δεύτερον, η ποικιλία του κρητικού τοπίου, αυτό το δραματικό «πέρασμα από την απόλυτη γαλήνη και ημερότητα στην υπέρμετρη αγριάδα, από την καρπερή θηλυκότητα στην τραχειά αρρενωπότητα», που δεν αφήνει σε καμιά περίπτωση αδιάφορο τον ταξιδευτή, δεν του επιτρέπει να πλήξει ή να αδιαφορήσει.
Είναι, τρίτον, ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε και που βρήκε την έκφρασή του στην Κρήτη. Εδώ εντοπίσθηκε και ήκμασε ο Μινωικός πολιτισμός, ένας από τους πιο παλιούς και τους πιο χαριτωμένους – ο πρώτος ευρωπαϊκός και ο πιο χαριτωμένος ασφαλώς – του κόσμου, αυτός που μας έδωσε τις σημαντικότερες ανασκαφές των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα και το πιο «κομψό» μουσείο του κόσμου, το αρχαιολογικό του Ηρακλείου, βέβαια. Εδώ, στην Κρήτη, ήκμασε η διάσημη Κρητική Σχολή της ζωγραφικής, από εδώ ξεκίνησε ο μεγαλοφυής αιρετικός Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, εδώ εμπνεύστηκαν και έγραψαν τα αριστουργήματά τους ο Βιτσέντζος Κορνάρος και ο Γεώργιος Χορτάτσης.
Είναι, τέταρτον, οι αγώνες αυτού του τόπου για την ελευθερία του και για την εθνική του έκφραση.
Τους συναντούμε αυτούς τους αγώνες σε όλες τις περιόδους της ιστορικής του διαδρομής, ιδιαίτερα όμως στο δέκατο ένατο αιώνα, που παραμένει μοναδικός σε παγκόσμιο επίπεδο. Και τους βρίσκουμε ξανά στα μέσα του αιώνα που μόλις αποχαιρετίσαμε στη θρυλική μάχη της Κρήτης, που άρχισε το Μάη του 1941 και συνεχίσθηκε σ’ όλη τη διάρκεια της ξένης κατοχής ως το τέλος του 1944.
Και είναι, πέμπτον, η ίδια η ιστορία αυτού του τόπου, της Κρήτης, η γοητευτική σαν παραμύθι όπως λέει ο Στέφανος Ξανθουδίδης, που εισχωρεί βαθιά στους αιώνες και είναι μοναδική σε έκταση, σε εναλλαγή, σε δραματικότητα, σε «ποικιλία».