
περίπου στην Σητεία). Οι πολιτοφύλακες των πόλεων, πού στρατολογούνταν κυρίως από χαμάληδες, εργάτες, βιοτέχνες, διοικούνταν από δικούς των αξιωματικούς (coloneli), από
μέλη των ευγενών τής Κρήτης από κατοίκους των πόλεων, ενώ αντίστοιχα των επαρχιών από καπετάνιους «Έλληνες από ξένους πού μιλούσαν τα ελληνικά. Από το ιππικό πάλι το μισθοφορικό, πού ονομαζόταν stratia και αποτελούνταν από τούς γνωστούς μας Ηπειρώτες, Αλβανούς και Κροάτες stradioti, διαιρούνταν σε 6 λόχους, από τούς οποίους 2 υπηρετούσαν στον Χάνδακα, 2 στα Χανιά, 1 στο Ρέθυμνο και 1 στην Σητεία. Τα γυμνάσιά τους τα έκαναν το Καλοκαίρι είχαν ως αντικειμενικό στόχο την απόκρουση — μαζί με τούς πολιτοφύλακες (cernide) — αποβάσεων υποθετικού εχθρού. Συχνά όμως καταπίεζαν τούς χωρικούς ή και βαθμιαία αφομοιώνονταν από το περιβάλλον, ώστε ό Moresini προτείνει ν’ αντικαταστούν έγκαιρα. Το μη μισθοφορικό ιππικό, των φεουδαρχών (feudatarii), είχε ελαττωθεί από 1.400 άλογα σε 1.100, γιατί πολλοί φεουδάρχες είχαν φτωχύνει και χάσει τα φέουδά τους. Γενικά η κακή οικονομική τους κατάσταση τούς έκανε, ώστε να μην είναι ευχαριστημένοι από την υποχρέωσή τους να συντηρούν άλογο και να εκστρατεύουν ως ιππείς. Ως προς την ηθική υπόσταση των κατοίκων του τόπου ό Moresini γράφει: «δεν βρήκα τίποτε άλλο παρά συνηθισμένα πράγματα και μάλιστα πολύ λιγότερα από εκείνα πού συμβαίνουν σε όλες τις πόλεις• γνώρισα μάλιστα στον Χάνδακα, στα Χανιά και στο Ρέθυμνο πολλούς ευγενείς, Βενετούς και Κρητικούς, ως και πολίτες τόσο φρόνιμους, τόσο σεμνούς και τόσο πειθαρχικούς στους εκπροσώπους του Κράτους, πού μεταχειρίζονταν τούς δουλοπαροίκους σαν τα παιδιά τους, πράγμα πού δεν το βλέπει κανένας πουθενά αλλού. Υπάρχουν όμως και Έλληνες (ιδιαίτερα από τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα) πού δεν έχουν και πολύ λευκή ψυχή• πιο εύκολα δίνουν τις υποσχέσεις παρά πού τις εκτελούν• είναι πανούργοι, κόλακες υπερβολικά και εύχονται ν’ απονέμεται ή δικαιοσύνη μεροληπτικά. Στις δικαστικές διαφορές, στους καυγάδες και στις στρεψοδικίες ξεπερνούν πολύ τούς όμοιούς των κάθε άλλης χώρας. Αν ένας γενικός προβλεπτής ήθελε να παραμείνει, ακόμη και όλη την περίοδο τής υπηρεσίας του, στο πιο μικρό Καστέλλι του Βασιλείου, για να λύση όλες τις διαφορές τους, ας πιστέψουν οι εξοχότητές σας πώς δεν θ


Έπειτα ή ίση μεταχείριση Ελλήνων και Βενετών ευγενών, ή αγορά νέων κτημάτων από τούς Έλληνες, ακόμη ή εκμετάλλευση των κτημάτων αυτών από τούς χωρικούς καλυτερεύουν
κάπως οικονομικές και κοινωνικές τους σχέσεις. Η βελτίωση λοιπόν τής συμπεριφοράς της Βενετίας απέναντι του Κρητικού λαού, καθώς και ό μακρύς χρόνος πέρασε συνετέλεσαν, κατά τον Moro, ώστε να σβήση από τις καρδιές ή ανάμνηση της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Μολαταύτα ό Moro προτείνει να μη δίδονται οι τίτλοι της Κρητικής ευγενείας σε πολλούς εντόπιους, ώστε να μη διαταραχθή ή ισορροπία: να είναι δηλαδή ό αριθμός των ορθοδόξων ευγενών ίσος ή μεγαλύτερος από αντίστοιχο των καθολικών, για να ‘χουν πάντα την πλειοψηφία στα ζητήματα πού απασχολούν τις κοινότητες «ιδίως στα φορολογικά) οι καθολικοί παλαιοί έποικοι, οι οποίοι και πρέπει να προτιμούνται στα μεγαλύτερα αξιώματα. Κι’ όμως ή φυσική ροή των πραγμάτων οδηγούσε αναπότρεπτα προς αφομοίωση των παλαιών βενετικών οικογενειών. Οκτώ


Κλείνοντας το λόγο επάνω στο θέμα αυτό λέγω, ότι, παρ’ όλο πού δεν υπάρχουν μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων οι σχέσεις πού θα υπήρχαν, αν ήταν του ίδιου δόγματος όλοι, όμως δεν παρουσιάζονται πια οι ταραχές και τα μίση, που δημιουργούσε πρωτύτερα ή διαφορά των δογμάτων». Φοβάται ο Moro την επίδραση των Ελλήνων επισκόπων στην Κρήτη και ζητεί ν’ απαγορευθή ή παραμονή τους, έστω και αν ακόμη παραιτηθούν και πρόκειται να ιδιωτεύσουν στο νησί. Ο Moro τούς φοβάται, «γιατί αφήνουν μεν την επισκοπή, διατηρούν όμως τον τίτλο το επισκόπου και τον ανάλογο σεβασμό, το ίδιο σαν να ήταν επίσκοποι με τίτλους και σαν τέτοιους τούς τιμούν οι Έλληνες με μυστικές εκδηλώσεις... Όταν οι Έλληνες βλέπουν έναν ιερωμένο αξιωματούχο, τον υποδέχονται, τον βάζουν στα σπίτια τους, του έχουν μεγάλη εμπιστοσύνη και μπορεί κανείς να σχηματίση την γνώμη, ότι οι άνθρωποι αυτοί, πού έχουν κακές διαθέσεις προς την ρωμαϊκή εκκλησία και το λατινικό δόγμα, σπείρουν κρυφά, όταν εξομολογούν, καταστροφικά σπέρματα διχόνοιας ανάμεσα στους Έλληνες και στους Λατίνους. Εκτός απ’ αυτό, επειδή οι περισσότεροι είναι Τούρκοι υπήκοοι, είναι πάρα πολύ ύποπτοι και δεν μπορεί να περιμένη Κανείς απ’ αυτούς παρά μόνο κακό και ενέργειες αντίθετες στην Γαληνότητά σας». Ο Moro φοβάται επίσης τον συγχρωτισμό των στρατιωτών του ιταλικού στρατού με τούς εντοπίους και διαγράφει από τις τάξεις του τούς άνδρες πού συζούσαν με Κρητικές. Όπως βλέπουμε, ή αφομοίωση των Βενετών αποίκων από τούς Έλληνες είναι οριστική και τελεσίδικη. Προς την ανάμειξη των δύο πληθυσμών αντιστοιχεί ό παράλληλος συγκερασμός των ελληνικών και δυτικών πολιτιστικών στοιχείων μέσα και έξω από την Κρήτη, ό οποίος οδηγεί προς την δημιουργία τού ιδιότυπου τρόπου ζωής και πολιτισμού τού νησιού κατά το τέλος τού 16 και κατά το πρώτο μισό τού 17 αι.. Το Πολύχρωμο και γραφικό προϊόν του συγκρητισμού αυτού μάς το παρουσιάζει έκτυπα ή λογοτεχνία, ό ευαίσθητος δέκτης των νέων τάσεων.Οι αδικίες όμως και οι καταχρήσεις συνεχίζονται και αποτελούν αληθινή μάστιγα τού τόπου. Ο Moro τιμωρεί πολλές περιπτώσεις καταπιέσεων των Βενετών αξιωματικών σε βάρος των φτωχών χωρικών. Επίσης διαπιστώνει τις πολλές καταχρήσεις των υπαλλήλων, πού ήταν εντεταλμένοι με την αγγάρευση των κατοίκων και την εκτέλεση διαφόρων οχυρωματικών έργων: ότι πολλοί χωρικοί είχαν καταβάλει πολύ μεγαλύτερα χρηματικά ποσά από τα απαιτούμενα για την απαλλαγή τους από τις υποχρεώσεις τους, αλλά και τα ποσά αυτά τα είχαν καταχρασθή οι ίδιοι οι υπάλληλοι, χωρίς να τα καταγράψουν στους σχετικούς καταλόγους. Για να μην επαναληφθούν αυτά, ό Moro παίρνει τα κατάλληλα μέτρα, αλλά ταυτόχρονα αυξάνει. τούς «αγγαρικούς» από 15.371 σε 20.960 (άρρενες διαφόρων ηλικιών), ήτοι κατά 5.569 άτομα ή κατά 30%. Η εφαρμογή όμως των νόμων είναι, φαίνεται, πλημμελής. Στα 1610 ή δικαιοσύνη εξακολουθεί να χωλαίνη ακόμη τόσο πολύ, ώστε να νοσταλγή ό δούκας τής Κρήτης Dolfin Venier την δικτατορική εξουσία, που είχε δοθή άλλοτε στον γενικό προνοητή Foscarini.Ενδιαφέρουσες επίσης είναι οι ειδήσεις του Moro που αναφέρονται στους κατοίκους των Σφακιών. Οι Σφακιανοί, οι ανδρείοι, άγριοι και τραχείς κάτοικοι του ορεινού και άξενου νοτιοδυτικού τμήματος της Κρήτης, δημιουργούν πάντοτε ζητήματα στους Βενετούς. Επειδή θεωρούνται «Αρχοντορωμαϊοι», απόγονοι δηλαδή παλαιών ευγενών οικογενειών, δεν αγγαρεύονται ούτε και στρατεύονται στα κάτεργα. Είναι χωρισμένοι, όπως και άλλοτε, σε δυο φατρίες, των Πατέρων και των Παπαδοπούλων, πού έρχονται συχνά σε ρήξεις, και οι περισσότεροι ζουν από ληστείες τόσο στην περιοχή τους, όσο και στις άλλες. Αν όμως τούς περιποιηθούν και τούς διαπαιδαγωγήσουν κατάλληλα, υπάρχουν βάσιμες ελπίδες ότι θα προσφέρουν σοβαρές υπηρεσίες, γιατί — και εδώ μας δίνει ό Moro μιά χαρακτηριστική περιγραφή τους — «υπερέχουν από όλους τούς άλλους κατοίκους εκείνων των διαμερισμάτων, όχι μόνο γιατί είναι αρρενωποί στην όψη, ικανοί και ευκίνητοι, με σώματα λιγνά, ρωμαλέα και αγέρωχα, τολμηροί και ευγενικοί στους τρόπους, μα, αυτό πού ενδιαφέρει περισσότερο, γιατί έχουν οξύτητα πνεύματος, ψυχικό μεγαλείο και άφθαστη ικανότητα να χειρίζωνται τα όπλα, τόσο το τόξο όσο και το αρκεμπούζιο, όπου είναι εξαίρετοι, γιατί τέλος, είναι, δίχως αμφιβολία, οι πιο τολμηροί, οι πιο ανδρείοι και οι πιο γενναίοι άνδρες πού υπάρχουν στο Βασίλειο». Αισθητή είναι ή έλλειψη των σιτηρών, γιατί ή σιτοκαλλιέργεια στο νησί είχε αρχίσει και πάλι να υποχωρή. Τελευταία μάλιστα, στα 1604, όπως αναφέρει έκθεση του δούκα τής Κρήτης Zuanne Sagrado, ό δόγης είχε αναγκαστή να ξεριζώση πάλιν όλα τα καλλιεργήσιμα χωράφια πού είχαν μετατραπή σε αμπέλια. Η Κρήτη την εποχή αυτή κυκλώνεται από πλήθος πειρατών πού λυμαίνονται τις θάλασσες και χάνουν επικίνδυνα τα ταξίδια. Οι πειρατές στον καιρό του τρυγητού παρουσιάζονταν συχνά με τα μπερτόνια τους σαν ειρηνικοί έμποροι και με τα άνομά τους χρήματα αγόραζαν μοσχάτα κρασιά, χωρίς να διστάσουν να πληρώσουν και κάτι παραπάνω. Έπειτα από τις ληστρικές και εμπορικές αυτές επιχειρήσεις ξαναγύριζαν στα σπίτια τους και ξεχειμώνιαζαν, ώσπου ν’ αρχίσουν πάλι τα ίδια με την άνοιξη. Οι επισκέψεις αυτές των καραβιών, συγκεκριμένα των εξοπλισμένων γαλιονιών, στις νότιες ακτές το νησιού, σε κάθε άκρο του, συνεχίζονται και στα επόμενα χρόνια και ανησυχούν πολύ τον δούκα της Κρήτης Dolfin Venier: «Οι άνθρωποι αυτοί, πού αποβιβάζονται κατά εκατοντάδες και παραμένουν κάμποσο καιρό στο Βασίλειο, δημιουργούν συμπάθειες και εγκάρδιες σχέσεις, επειδή καλοπληρώνουν τις αναπαύσεις τους στο νησί και τα εμπορεύματα πού αγοράζουν, αλλά είναι επικίνδυνοι για την δημόσια υγεία, επειδή δεν γίνεται κανένας υγειονομικός έλεγχος. Έπειτα, επειδή ανήκουν σε διάφορους ηγεμόνες, εχθρούς τής οθωμανικής αυτοκρατορίας, είναι εύκολο να προκαλέσουν τις εύλογες υποψίες των Τούρκων». Και ακριβώς μιά τέτοια υποψία έδωσε την αφορμή τουλάχιστο ν’ αρχίση ό μεγάλος Κρητικός πόλεμος (1645 - 1669), πού τάραξε τον χριστιανικό κόσμο.
Πηγή: Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Γ’ τομ., Θεσσαλονίκη 1968.
Πηγή: Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Γ’ τομ., Θεσσαλονίκη 1968.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου