Γράφει ο Αντρέας Μαρολαχάκης
Ύψωσε το ποτήρι του λίγο πάνω απ’ το μέτωπό του, κοίταξε το περιεχόμενό του με ύφος ειδικού, αν και εμένα μου φάνηκε κάποια λαγνεία στο βλέμμα του. Κούνησε ελαφρά το ποτήρι και το κοκκινωπό υγρό που ήταν μέσα, ευκίνητο, άλλαζε θέση αναλόγως με την ώθηση που έδινε στο ποτήρι. Ύστερα αργά, σχεδόν τελετουργικά, έφερε με προσοχή το ποτήρι στα χείλη του. Έβαλε στο στόμα του μια γουλιά απ’ το ντόπιο κρασί, πλατάγισε τη γλώσσα του με φανερή ικανοποίηση και αργά άφησε το υγρό να περάσει απ’ τον οισοφάγο του. Άφησε ένα ελαφρύ αναστεναγμό να ξεφύγει απ’ τα χείλη του και είπε με επισημότητα: «Ενός χρόνου, με μπόλικο γύψο». Έμεινα έκπληκτος απ’ τη δήλωσή του, γιατί όλοι οι προηγούμενοι είχαν αποφανθεί για τρία έως τέσσερα χρόνια παλαιότητας. Φυσικά το ερώτημα ήταν πόσο χρονών ήταν το κρασί που πίναμε. Όλοι οι ειδικοί της παρέας (ανάλογα της εμπειρίας του καθενός) έλεγαν τη γνώμη τους και ανέπτυσσαν τα επιχειρήματά τους, για να στηρίξουν την άποψη τους. Βρισκόμασταν σε μια ταβέρνα στην άκρη του Καστελιού όλα τα «λουλούδια» της τάξης και μπεκροπίναμε με συνοδεία ντόπιων μεζέδων και κρητικής μουσικής. Δηλαδή οι άλλοι έπιναν. Εγώ απλώς δοκίμαζα τους κρητικούς μεζέδες με τη συνοδεία ενός sprite. Προφανώς ήμασταν ευχαριστημένοι απ’ την ποιότητα του κρασιού και κάποιος ρώτησε τον ταβερνιάρη για την παλαιότητά του. Αυτός, χαμογελώντας, μας προκάλεσε να μαντέψουμε μόνοι μας και συμπλήρωσε πως, αν το βρίσκαμε, δεν θα μας χρέωνε τα ποτά. Αμέσως καταληφθήκαμε από μια περίεργη έξαψη και βαλθήκαμε όλοι (ακόμη κι εγώ) να λύσουμε τον γρίφο. Επέμεναν όλοι στην άποψή τους με επικρατέστερους τον Πσιπσή και τον Γιάννη να διαπληκτίζονται προσπαθώντας να επιβάλλουν τη γνώμη τους. Εκείνη τη στιγμή έκανε την κίνησή του ο Κωστής. Είπε τη γνώμη του κι ο ταβερνιάρης τον χειροκρότησε. Και μ’ ένα νεύμα του ο σερβιτόρος έφερε τρεις κανάτες κρασί στο τραπέζι μας ανάμεσα σε γέλια και νικηφόρους αλαλαγμούς απ’ όλους μας. Ακόμη κι εγώ που δεν έπινα κρασί χαιρόμουν, γιατί κατάφερε κάποιος απ’την παρέα μας να νικήσει σ’ αυτόν τον άτυπο διαγωνισμό. Όπως ήταν φυσικό από εκείνη τη στιγμή οι παραγγελίες για κρασί πολλαπλασιάστηκαν απ’ τους φίλους μου, με μένα να ανησυχώ για τη νηφαλιότητά τους. Πλησίασα τον Κωστή και γεμάτος περιέργεια τον ρώτησα τι εννοούσε σχετικά με το κρασί και τον γύψο. Έκπληκτος έμαθα απ’ τον φίλο μου πως, μετά τη ζύμωση του κρασιού, μερικοί παραγωγοί πρόσθεταν ποσότητα γύψου και μ’ αυτό επιτύγχαναν τεχνητή παλαιότητα, ενώ συγχρόνως με τον ίδιο τρόπο το διατηρούσαν χωρίς αλλοίωση σε όλες τις καιρικές συνθήκες.
Τον Κωστή τον γνώρισα απ’ τις πρώτες μέρες που πάτησα το πόδι μου στην Κρήτη. Ήμασταν συμμαθητές στο ίδιο τμήμα, αλλά τελείως διαφορετικοί σαν χαρακτήρες και δεν κάναμε παρέα. Αυτός ήσυχος και φιλομαθής περιόριζε τις παρέες του και συνήθως έκανε μόνιμα παρέα με τον χωριανό του τον Μπάμπη. Τους άκουγα, ακόμη και στα διαλείμματα, να μιλάνε για μαθήματα και συνήθως να κρατάνε στα χέρια τους από ένα βιβλίο και να κάνουν επαναλήψεις στο μάθημα της επόμενης ώρας. Αυτό για μένα ήταν παράξενο, αν όχι αδιανόητο, γιατί εγώ είχα τελείως αντίθετες συνήθειες κι απολάμβανα τα διαλείμματα χωρίς να νοιάζομαι για τα μαθήματα της επόμενης ώρας. Τις πιο πολλές φορές δεν ήξερα καν πιο μάθημα είχαμε. Έβλεπα τον υπάκουο και μελετηρό Κωστή να μη δημιουργεί ποτέ σε κανένα οποιοδήποτε πρόβλημα και τον είχα κατατάξει στα «καλά» παιδιά με όλη τη σημασία της λέξης. Ακόμη και στην Δ΄ τάξη τον θυμάμαι στο πρακτικό να έχει την ίδια ακριβώς συμπεριφορά κι ενώ δεν συμμετείχε στις φάρσες μας και στις διάφορες τρέλες που κατά καιρούς κάναμε, ποτέ δεν τις αποδοκίμαζε.
Μεταστροφή στη συμπεριφορά του παρατήρησα μετά το Β’ εξάμηνο της Ε΄ τάξης. Δεν ξέρω αν σ’ αυτό συνέβαλλε και η φυγή για τα Χανιά του Μπάμπη, του κολλητού του φίλου. Σταδιακά άρχισε ν’ αλλάζει άποψη για μας τα «λουλούδια» κι ερχόταν όλο και πιο τακτικά στην παρέα μας. Ενώ δεν του άρεσαν ιδιαίτερα τα σπορ κι ο αθλητισμός, όταν ήθελε, έπαιζε πολύ καλό ποδόσφαιρο. Θυμάμαι μια χαρακτηριστική περίπτωση, που ενώ ήταν σχετικά μεθυσμένος από μια ολονύκτια διασκέδαση, την επομένη είχαμε ένα ματς ποδοσφαίρου για το ενδογυμνασιακό πρωτάθλημα των τάξεων. Μπήκε σαν «αλλαγή» στον αγώνα κι ενώ στην αρχή έψαχνε τα «πατήματά» του, εντελώς ξαφνικά κι ενώ ο αγώνας ήταν στο πιο κρίσιμο σημείο του, «έπιασε» ένα μονοκόμματο σουτ σχεδόν απ’ το κέντρο του γηπέδου και πέτυχε το μοναδικό γκολ. Αμέσως ακούστηκαν επευφημίες απ’ τους θεατές συμμαθητές μας. Η κραυγή που ακουγόταν ρυθμικά ήταν: «Τσικ»… «Τσικ», επαναλαμβάνοντας το παρατσούκλι του Κωστή (από τα αρχικά γράμματα της τσικουδιάς, που όλοι ξέραμε πόσο του αρέσει).
Στη γιορτή του Αγ. Κωνσταντίνου μας είχε καλέσει στο σπίτι του, στον Πλάτανο, για να διασκεδάσουμε. Περιττό ν’ αναφέρω ποιας φιλοξενίας τύχαμε στο πατρικό του. Ακόμη θυμάμαι τον πατέρα του, τον κ. Στέλιο, να με κυνηγάει στην αυλή μ’ ένα ποτήρι τσικουδιά στο χέρι και να προσπαθεί να με πείσει να την πιω. Παρ’ όλη την ταχύτητα που διέθετα, τελικά κατάφερε και με στρίμωξε δίπλα στον φούρνο και με πότισε ανηλεώς. Αμέσως μετά φρόντισε να μ’ αποζημιώσει με την καλύτερη μερίδα απ’ το κουνέλι που είχαν μαγειρέψει. Εντύπωση μου έκανε η κατανάλωση ποτών απ’ τους φίλους μου. Έβλεπα τον Κωστή με τον Πσιπσή και τον Λευτεράκη με τον Γιάννη να συναγωνίζονται στην κατανάλωση του αλκοόλ. Μετά το γλέντι κι επειδή δεν καταφέραμε να βρούμε μεταφορικό μέσο, γυρίσαμε μ’ επικεφαλής τον Κωστή στο Καστέλι με τα πόδια. Αν λάβει υπ’ όψιν του κανείς ότι ήταν νύχτα και την επομένη είχαμε μάθημα, τα δέκα χιλιόμετρα απόσταση μάλλον ήταν αρκετά. Περιττό είναι να αναφερθώ στην κατάσταση που εμφανιστήκαμε μετά απ’ όλα αυτά στο σχολείο.
Η πλήρης μεταστροφή και η ένταξή του στο κλειστό club των «λουλουδιών» έγινε στην αρχή της Στ΄ τάξης. Με το πρόσχημα (ίσως και να ήταν αλήθεια ) ότι θα έπρεπε να παρακολουθεί μαθήματα φροντιστηρίου για τις επικείμενες εξετάσεις εισαγωγής στο πανεπιστήμιο, έμενε όλο και πιο πολύ στο Καστέλι. Μοιραία αυτό είχε σαν συνέπεια να κάνει παρέα περισσότερο με μας και λιγότερο να πηγαίνει στα φροντιστήρια. Από τους πρακτικάριους αυτός και ο Πσιπσής και λιγότερο ο Γιώργος Κ, έδιναν παρών σε κάθε εκδήλωση που πραγματοποιούσαμε. Τον θυμάμαι στις εκδρομές να πρωταγωνιστεί, στη γιορτή μου να βρίσκει το τελευταίο μπουκάλι με ποτό (που τελικά ήταν πετρέλαιο), να είναι μαζί μας όταν εγώ κι ο Αντώνης διαρρήξαμε το σπίτι του Σπύρου και του φάγαμε τα καίσια. Ο Κωστής, σαν εκδηλωτικό άτομο που ήταν και όχι εσωστρεφής σαν εμένα, όταν ερωτευόταν άφηνε τον εαυτό του να παρασύρεται σ’ ένα εφηβικό έρωτα και ν’ αλλάζει τελείως από αυτόν. Απίστευτες ήταν οι καζούρες που του κάναμε, ενώ μερικές από αυτές ξεπερνούσαν κατά πολύ τη λογική. Ποτέ δεν θυμάμαι να θύμωσε γι αυτό. Υπέμενε στωικά το κάθε πείραγμα, χωρίς να διαμαρτύρεται ή να σχολιάζει αρνητικά οτιδήποτε. Μονίμως ήταν κρεμασμένος στα κάγκελα της σκάλας στο σπίτι που έμενε ο Σπύρος με τον Λευτέρη και προσπαθούσε με παντομίμες να επικοινωνήσει με το κορίτσι του. Χαριτολογώντας ο Λευτεράκης του ζήτησε να συμβάλει και στο νοίκι, γιατί τον περισσότερο χρόνο τον περνούσε στη σκάλα τους. Ήταν αυτός που με μετέφερε στο ιατρικό κέντρο, όταν βλακωδώς τραυματίστηκα στο πόδι. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον είδα για κάμποσα χρόνια. Ενώ εγώ έφυγα τραυματίας για την Βέροια, αυτός έδωσε εξετάσεις και πέρασε στο πανεπιστήμιο της Πάτρας. Αυτό κι αν ήταν έκπληξη για μένα γιατί ήξερα και ήμουν σίγουρος, πως τον τελευταίο καιρό τα είχε φορτώσει στον «κόκορα». Προφανώς οι βάσεις που είχε απ’ τα προηγούμενα χρόνια τον βοήθησαν ή και μπορεί να διάβαζε σε ώρες που εμείς δεν το αντιλαμβανόμασταν.
Τα χρόνια πέρασαν κι είχα χάσει κάθε επαφή μαζί του. Αραιά και που μου έδινε πληροφορίες γι αυτόν ο Πσιπσής. Όταν μετά από αρκετά χρόνια έμαθα ότι μένει στην Αγιά Λαρίσης, αποφάσισα να τον επισκεφτώ σε πρώτη ευκαιρία. Μια πρωτομαγιά έτσι χωρίς σχέδιο πήρα την οικογένειά μου και τους οδήγησα στην Αγιά. Εκεί, μετά από μια σύντομη έρευνα, βρήκα τον πεθερό του που μου εξήγησε που ακριβώς «έπιανε» τον Μάη ο Κωστής με την παρέα του. Πολύ εύκολα βρέθηκα σ’ ένα απομονωμένο άλσος και είδα μια παρέα να διασκεδάζει τραγουδώντας και (τι άλλο;)πίνοντας. Κατεβήκαμε απ’ το αυτοκίνητο και προχωρούσαμε προς το μέρος τους. Είδα κι άκουσα όλη σχεδόν την παρέα ν’ αναρωτιούνται για το ποιοι είμαστε. Γνώρισα από μακριά τον φίλο μου και τον αναγνώρισα αμέσως, ίσως γιατί περίμενα να τον δω, ίσως γιατί δεν είχε αλλάξει και πολύ η όψη του. Το περίεργο ήταν πως με αναγνώρισε κι αυτός και τον είδα ν’ αναζητά μια πλαστική καρέκλα για να καθίσει. Από την έκπληξη δεν τον κρατούσαν τα πόδια του. Αφού έγιναν οι συστάσεις και γνωρίστηκαν οι οικογένειές μας, γίναμε αυτόματα μέλη της παρέας του. Ο γιος μου, ο Στέφανος, περίπου τριών χρόνων ξετρελάθηκε με την Μαρίκα, το άσπρο άλογο που είχε ο πεθερός του Κωστή για τις αγροτικές δουλειές. Μοιραία απομονωθήκαμε και κάναμε μια ανασκόπηση των κυριότερων εφηβικών μας κατορθωμάτων. Ο χρόνος δεν μας είχε αλλάξει ούτε στο ελάχιστο, όσο αφορά την ψυχή. Από τότε σποραδικά, που και που, βρισκόμασταν και οι μνήμες ξεχείλιζαν.
Ώσπου μια μέρα, διαβάζοντας τους «Νέους Ορίζοντες», είδα ότι ….έφυγε.
Ύψωσε το ποτήρι του λίγο πάνω απ’ το μέτωπό του, κοίταξε το περιεχόμενό του με ύφος ειδικού, αν και εμένα μου φάνηκε κάποια λαγνεία στο βλέμμα του. Κούνησε ελαφρά το ποτήρι και το κοκκινωπό υγρό που ήταν μέσα, ευκίνητο, άλλαζε θέση αναλόγως με την ώθηση που έδινε στο ποτήρι. Ύστερα αργά, σχεδόν τελετουργικά, έφερε με προσοχή το ποτήρι στα χείλη του. Έβαλε στο στόμα του μια γουλιά απ’ το ντόπιο κρασί, πλατάγισε τη γλώσσα του με φανερή ικανοποίηση και αργά άφησε το υγρό να περάσει απ’ τον οισοφάγο του. Άφησε ένα ελαφρύ αναστεναγμό να ξεφύγει απ’ τα χείλη του και είπε με επισημότητα: «Ενός χρόνου, με μπόλικο γύψο». Έμεινα έκπληκτος απ’ τη δήλωσή του, γιατί όλοι οι προηγούμενοι είχαν αποφανθεί για τρία έως τέσσερα χρόνια παλαιότητας. Φυσικά το ερώτημα ήταν πόσο χρονών ήταν το κρασί που πίναμε. Όλοι οι ειδικοί της παρέας (ανάλογα της εμπειρίας του καθενός) έλεγαν τη γνώμη τους και ανέπτυσσαν τα επιχειρήματά τους, για να στηρίξουν την άποψη τους. Βρισκόμασταν σε μια ταβέρνα στην άκρη του Καστελιού όλα τα «λουλούδια» της τάξης και μπεκροπίναμε με συνοδεία ντόπιων μεζέδων και κρητικής μουσικής. Δηλαδή οι άλλοι έπιναν. Εγώ απλώς δοκίμαζα τους κρητικούς μεζέδες με τη συνοδεία ενός sprite. Προφανώς ήμασταν ευχαριστημένοι απ’ την ποιότητα του κρασιού και κάποιος ρώτησε τον ταβερνιάρη για την παλαιότητά του. Αυτός, χαμογελώντας, μας προκάλεσε να μαντέψουμε μόνοι μας και συμπλήρωσε πως, αν το βρίσκαμε, δεν θα μας χρέωνε τα ποτά. Αμέσως καταληφθήκαμε από μια περίεργη έξαψη και βαλθήκαμε όλοι (ακόμη κι εγώ) να λύσουμε τον γρίφο. Επέμεναν όλοι στην άποψή τους με επικρατέστερους τον Πσιπσή και τον Γιάννη να διαπληκτίζονται προσπαθώντας να επιβάλλουν τη γνώμη τους. Εκείνη τη στιγμή έκανε την κίνησή του ο Κωστής. Είπε τη γνώμη του κι ο ταβερνιάρης τον χειροκρότησε. Και μ’ ένα νεύμα του ο σερβιτόρος έφερε τρεις κανάτες κρασί στο τραπέζι μας ανάμεσα σε γέλια και νικηφόρους αλαλαγμούς απ’ όλους μας. Ακόμη κι εγώ που δεν έπινα κρασί χαιρόμουν, γιατί κατάφερε κάποιος απ’την παρέα μας να νικήσει σ’ αυτόν τον άτυπο διαγωνισμό. Όπως ήταν φυσικό από εκείνη τη στιγμή οι παραγγελίες για κρασί πολλαπλασιάστηκαν απ’ τους φίλους μου, με μένα να ανησυχώ για τη νηφαλιότητά τους. Πλησίασα τον Κωστή και γεμάτος περιέργεια τον ρώτησα τι εννοούσε σχετικά με το κρασί και τον γύψο. Έκπληκτος έμαθα απ’ τον φίλο μου πως, μετά τη ζύμωση του κρασιού, μερικοί παραγωγοί πρόσθεταν ποσότητα γύψου και μ’ αυτό επιτύγχαναν τεχνητή παλαιότητα, ενώ συγχρόνως με τον ίδιο τρόπο το διατηρούσαν χωρίς αλλοίωση σε όλες τις καιρικές συνθήκες.
Τον Κωστή τον γνώρισα απ’ τις πρώτες μέρες που πάτησα το πόδι μου στην Κρήτη. Ήμασταν συμμαθητές στο ίδιο τμήμα, αλλά τελείως διαφορετικοί σαν χαρακτήρες και δεν κάναμε παρέα. Αυτός ήσυχος και φιλομαθής περιόριζε τις παρέες του και συνήθως έκανε μόνιμα παρέα με τον χωριανό του τον Μπάμπη. Τους άκουγα, ακόμη και στα διαλείμματα, να μιλάνε για μαθήματα και συνήθως να κρατάνε στα χέρια τους από ένα βιβλίο και να κάνουν επαναλήψεις στο μάθημα της επόμενης ώρας. Αυτό για μένα ήταν παράξενο, αν όχι αδιανόητο, γιατί εγώ είχα τελείως αντίθετες συνήθειες κι απολάμβανα τα διαλείμματα χωρίς να νοιάζομαι για τα μαθήματα της επόμενης ώρας. Τις πιο πολλές φορές δεν ήξερα καν πιο μάθημα είχαμε. Έβλεπα τον υπάκουο και μελετηρό Κωστή να μη δημιουργεί ποτέ σε κανένα οποιοδήποτε πρόβλημα και τον είχα κατατάξει στα «καλά» παιδιά με όλη τη σημασία της λέξης. Ακόμη και στην Δ΄ τάξη τον θυμάμαι στο πρακτικό να έχει την ίδια ακριβώς συμπεριφορά κι ενώ δεν συμμετείχε στις φάρσες μας και στις διάφορες τρέλες που κατά καιρούς κάναμε, ποτέ δεν τις αποδοκίμαζε.
Μεταστροφή στη συμπεριφορά του παρατήρησα μετά το Β’ εξάμηνο της Ε΄ τάξης. Δεν ξέρω αν σ’ αυτό συνέβαλλε και η φυγή για τα Χανιά του Μπάμπη, του κολλητού του φίλου. Σταδιακά άρχισε ν’ αλλάζει άποψη για μας τα «λουλούδια» κι ερχόταν όλο και πιο τακτικά στην παρέα μας. Ενώ δεν του άρεσαν ιδιαίτερα τα σπορ κι ο αθλητισμός, όταν ήθελε, έπαιζε πολύ καλό ποδόσφαιρο. Θυμάμαι μια χαρακτηριστική περίπτωση, που ενώ ήταν σχετικά μεθυσμένος από μια ολονύκτια διασκέδαση, την επομένη είχαμε ένα ματς ποδοσφαίρου για το ενδογυμνασιακό πρωτάθλημα των τάξεων. Μπήκε σαν «αλλαγή» στον αγώνα κι ενώ στην αρχή έψαχνε τα «πατήματά» του, εντελώς ξαφνικά κι ενώ ο αγώνας ήταν στο πιο κρίσιμο σημείο του, «έπιασε» ένα μονοκόμματο σουτ σχεδόν απ’ το κέντρο του γηπέδου και πέτυχε το μοναδικό γκολ. Αμέσως ακούστηκαν επευφημίες απ’ τους θεατές συμμαθητές μας. Η κραυγή που ακουγόταν ρυθμικά ήταν: «Τσικ»… «Τσικ», επαναλαμβάνοντας το παρατσούκλι του Κωστή (από τα αρχικά γράμματα της τσικουδιάς, που όλοι ξέραμε πόσο του αρέσει).
Στη γιορτή του Αγ. Κωνσταντίνου μας είχε καλέσει στο σπίτι του, στον Πλάτανο, για να διασκεδάσουμε. Περιττό ν’ αναφέρω ποιας φιλοξενίας τύχαμε στο πατρικό του. Ακόμη θυμάμαι τον πατέρα του, τον κ. Στέλιο, να με κυνηγάει στην αυλή μ’ ένα ποτήρι τσικουδιά στο χέρι και να προσπαθεί να με πείσει να την πιω. Παρ’ όλη την ταχύτητα που διέθετα, τελικά κατάφερε και με στρίμωξε δίπλα στον φούρνο και με πότισε ανηλεώς. Αμέσως μετά φρόντισε να μ’ αποζημιώσει με την καλύτερη μερίδα απ’ το κουνέλι που είχαν μαγειρέψει. Εντύπωση μου έκανε η κατανάλωση ποτών απ’ τους φίλους μου. Έβλεπα τον Κωστή με τον Πσιπσή και τον Λευτεράκη με τον Γιάννη να συναγωνίζονται στην κατανάλωση του αλκοόλ. Μετά το γλέντι κι επειδή δεν καταφέραμε να βρούμε μεταφορικό μέσο, γυρίσαμε μ’ επικεφαλής τον Κωστή στο Καστέλι με τα πόδια. Αν λάβει υπ’ όψιν του κανείς ότι ήταν νύχτα και την επομένη είχαμε μάθημα, τα δέκα χιλιόμετρα απόσταση μάλλον ήταν αρκετά. Περιττό είναι να αναφερθώ στην κατάσταση που εμφανιστήκαμε μετά απ’ όλα αυτά στο σχολείο.
Η πλήρης μεταστροφή και η ένταξή του στο κλειστό club των «λουλουδιών» έγινε στην αρχή της Στ΄ τάξης. Με το πρόσχημα (ίσως και να ήταν αλήθεια ) ότι θα έπρεπε να παρακολουθεί μαθήματα φροντιστηρίου για τις επικείμενες εξετάσεις εισαγωγής στο πανεπιστήμιο, έμενε όλο και πιο πολύ στο Καστέλι. Μοιραία αυτό είχε σαν συνέπεια να κάνει παρέα περισσότερο με μας και λιγότερο να πηγαίνει στα φροντιστήρια. Από τους πρακτικάριους αυτός και ο Πσιπσής και λιγότερο ο Γιώργος Κ, έδιναν παρών σε κάθε εκδήλωση που πραγματοποιούσαμε. Τον θυμάμαι στις εκδρομές να πρωταγωνιστεί, στη γιορτή μου να βρίσκει το τελευταίο μπουκάλι με ποτό (που τελικά ήταν πετρέλαιο), να είναι μαζί μας όταν εγώ κι ο Αντώνης διαρρήξαμε το σπίτι του Σπύρου και του φάγαμε τα καίσια. Ο Κωστής, σαν εκδηλωτικό άτομο που ήταν και όχι εσωστρεφής σαν εμένα, όταν ερωτευόταν άφηνε τον εαυτό του να παρασύρεται σ’ ένα εφηβικό έρωτα και ν’ αλλάζει τελείως από αυτόν. Απίστευτες ήταν οι καζούρες που του κάναμε, ενώ μερικές από αυτές ξεπερνούσαν κατά πολύ τη λογική. Ποτέ δεν θυμάμαι να θύμωσε γι αυτό. Υπέμενε στωικά το κάθε πείραγμα, χωρίς να διαμαρτύρεται ή να σχολιάζει αρνητικά οτιδήποτε. Μονίμως ήταν κρεμασμένος στα κάγκελα της σκάλας στο σπίτι που έμενε ο Σπύρος με τον Λευτέρη και προσπαθούσε με παντομίμες να επικοινωνήσει με το κορίτσι του. Χαριτολογώντας ο Λευτεράκης του ζήτησε να συμβάλει και στο νοίκι, γιατί τον περισσότερο χρόνο τον περνούσε στη σκάλα τους. Ήταν αυτός που με μετέφερε στο ιατρικό κέντρο, όταν βλακωδώς τραυματίστηκα στο πόδι. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον είδα για κάμποσα χρόνια. Ενώ εγώ έφυγα τραυματίας για την Βέροια, αυτός έδωσε εξετάσεις και πέρασε στο πανεπιστήμιο της Πάτρας. Αυτό κι αν ήταν έκπληξη για μένα γιατί ήξερα και ήμουν σίγουρος, πως τον τελευταίο καιρό τα είχε φορτώσει στον «κόκορα». Προφανώς οι βάσεις που είχε απ’ τα προηγούμενα χρόνια τον βοήθησαν ή και μπορεί να διάβαζε σε ώρες που εμείς δεν το αντιλαμβανόμασταν.
Τα χρόνια πέρασαν κι είχα χάσει κάθε επαφή μαζί του. Αραιά και που μου έδινε πληροφορίες γι αυτόν ο Πσιπσής. Όταν μετά από αρκετά χρόνια έμαθα ότι μένει στην Αγιά Λαρίσης, αποφάσισα να τον επισκεφτώ σε πρώτη ευκαιρία. Μια πρωτομαγιά έτσι χωρίς σχέδιο πήρα την οικογένειά μου και τους οδήγησα στην Αγιά. Εκεί, μετά από μια σύντομη έρευνα, βρήκα τον πεθερό του που μου εξήγησε που ακριβώς «έπιανε» τον Μάη ο Κωστής με την παρέα του. Πολύ εύκολα βρέθηκα σ’ ένα απομονωμένο άλσος και είδα μια παρέα να διασκεδάζει τραγουδώντας και (τι άλλο;)πίνοντας. Κατεβήκαμε απ’ το αυτοκίνητο και προχωρούσαμε προς το μέρος τους. Είδα κι άκουσα όλη σχεδόν την παρέα ν’ αναρωτιούνται για το ποιοι είμαστε. Γνώρισα από μακριά τον φίλο μου και τον αναγνώρισα αμέσως, ίσως γιατί περίμενα να τον δω, ίσως γιατί δεν είχε αλλάξει και πολύ η όψη του. Το περίεργο ήταν πως με αναγνώρισε κι αυτός και τον είδα ν’ αναζητά μια πλαστική καρέκλα για να καθίσει. Από την έκπληξη δεν τον κρατούσαν τα πόδια του. Αφού έγιναν οι συστάσεις και γνωρίστηκαν οι οικογένειές μας, γίναμε αυτόματα μέλη της παρέας του. Ο γιος μου, ο Στέφανος, περίπου τριών χρόνων ξετρελάθηκε με την Μαρίκα, το άσπρο άλογο που είχε ο πεθερός του Κωστή για τις αγροτικές δουλειές. Μοιραία απομονωθήκαμε και κάναμε μια ανασκόπηση των κυριότερων εφηβικών μας κατορθωμάτων. Ο χρόνος δεν μας είχε αλλάξει ούτε στο ελάχιστο, όσο αφορά την ψυχή. Από τότε σποραδικά, που και που, βρισκόμασταν και οι μνήμες ξεχείλιζαν.
Ώσπου μια μέρα, διαβάζοντας τους «Νέους Ορίζοντες», είδα ότι ….έφυγε.