ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΛΙΘΓΚΟΟΥ 1582-1650
Ο Άγγλος περιηγητής Γουλιέλμος Λίθγκοου γεννήθηκε το 1582 στην Σκοτία και από νεαρά ηλικία άρχισε τις περιηγήσεις στην Ευρώπη. Το 1610 έρχεται στην Κρήτη από την ηπειρωτική Ελλάδα με ένα πλοίο Βενετσιάνικο. Μετά από καταδίωξη Τουρκικών πλοίων ανοικτά των Κυθήρων αποβιβάζεται στην Γραμβούσα. Είναι μια λυπηρή ιστορία ενός περιηγητή που ένοιωσε στο «πετσί» του την φτώχεια και την εγκληματικότητα της εποχής εκείνης.
Λίγα λόγια για την κατάσταση στο νησί.
Η Βενετοκρατούμενη Κρήτη βρίσκεται σε μια από τις χειρότερες στιγμές της ιστορίας της εξαιτίας της μεγάλης οικονομικής κρίσης που περνά η άλλοτε κραταιά Βενετία. Οι Τούρκοι έχουν καταλάβει την Κύπρο και το μόνο που ψάχνουν είναι μια αφορμή για να καταλάβουν την Κρήτη. (Θα έλθει λίγο αργότερα το 1644)
Η κατάσταση γενικά στην Κρήτη είναι τραγική και η οικονομική κατάσταση αρκετά δύσκολη, όχι μόνο για τους ντόπιους αλλά και για τους 4.000 μισθοφόρους που έχει μαζέψει η Γαληνότητα στην Κρήτη. Εκείνα τα δύσκολα χρόνια λοιπόν αυτός ο τολμηρός περιηγητής φτάνει στην Κρήτη.
Γράφει λοιπόν:
...Από την Γραμβούσα επροχώρησα μόνος 12 μίλια όπου συνηντήθην με τρεις κακούργους Έλληνες και έναν Ιταλό ληστή, με έδειραν ανηλεώς, μου αφαίρεσαν τα ενδύματα μου και με αφήκαν τελείως γυμνό. Ο Ιταλός αντιληφθείς ότι ήμουν ξένος και δεν εγνώριζα την Ελληνική γλώσσα, ήρχισε να με ερωτά που έχω κρύψει τα χρήματα μου. Του απάντησα ότι δεν έχω άλλα από εκείνα που βρήκαν και του επέδειξα τις συστατικές επιστολές από τον Δούκα της Βενετίας του οποίου ήσαν υπήκοοι. Όταν είδε αυτή την επιστολή με ελυπήθηκε και έπεισε τους άλλους τρεις κακούργους να μου χαρίσουν την ζωή. Κατόπιν μεγάλης λογομαχίας μεταξύ των μου επέστρεψαν τα ρούχα μου και τις συστατικές επιστολές, κράτησαν όμως το μπλε επανωφόρι μου. Μου έδωσαν για ασφάλεια μου μια πήλινη πέτρα με σφραγίδα για να μου χρησιμεύσει αν συναντούσα άλλους συμμορίτες καθ’ οδόν. Τους ευχαρίστησα προσποιούμενος ευγνωμοσύνη και προχώρησα 37 μίλια όπου έφτασα σε ένα πτωχό χωριό Πικεχόρνο, στάθηκε αδύνατο να βρω τροφή, ποτό ή κατάλυμα για το πολυβασανισμένο μου κορμί
Με περικύκλωσαν οι αφιλόξενοι κάτοικοι και με περιγελούσαν γιατί ήμουν μόνος και δεν εγνώριζα την γλώσσα. Εφαίνοντο βάρβαροι και τελείως απολίτιστοι, γιατί όλοι οι κάτοικοι της Κρήτης είναι τυραννικοί, αιμοβόροι και απατεώνες. Μια γριά με λυπήθηκε και κρυφά μου έδειξε ένα παραθαλάσσιο σπήλαιο για να αναπαύσω το κουρασμένο μου σώμα μου και την άδεια κοιλιά μου. Μόλις ξημέρωσε έφυγα για τα Χανιά που έφτασα το μεσημέρι .
-(Είναι δύσκολο να καταλάβουμε για ποιο χωριό αναφέρει, από την απόσταση που έκανε από την Γραμβούσα και μάλλον εννοεί το ακρωτήριο τα πρώτα 12 μίλια φτάνει κάπου στο Καστέλι, έτσι αν προσθέσουμε και άλλα 37 μίλια -και το παράξενο πως τα μετρούσε- σίγουρα φτάνει κάπου μετά την Κίσαμο προς τα Χανιά. Η παραθαλάσσια σπηλιά και το ότι έκανε 5-6 ώρες με τα πόδια να φτάσει στα Χανιά μας οδηγούν στην περιοχή του Κολυμβαρίου. Ποιο όμως είναι το χωριό Πικεχόρνο;
Όσο για την περιγραφή και πως είδε τους ανθρώπους, μάλλον είναι δικαιολογημένη αν σκεφτούμε τι πέρασε από τους ληστές και καταλαβαίνουμε την αγωνία του να εξαφανιστεί από την περιοχή αφού δεν είδε ούτε την Κίσαμο πόλη, αλλά την προσπέρασε τροχάδην χωρίς περιγραφή. Βέβαια προκαλεί εντύπωση το ότι αφού ξαναπήρε τα χαρτιά του-τα υπογεγραμμένα από τον Δούκα - γιατί δεν σταμάτησε στον Βενετό διοικητή της πόλης του Καστελιού.
Αλλά και η συνέχεια του ταξιδιού του δεν υπήρξε καλύτερη μιας και στην παραμονή του στα Χανιά, παραλίγο να συλληφθεί από τους Ενετούς).
Ο Άγγλος περιηγητής Γουλιέλμος Λίθγκοου γεννήθηκε το 1582 στην Σκοτία και από νεαρά ηλικία άρχισε τις περιηγήσεις στην Ευρώπη. Το 1610 έρχεται στην Κρήτη από την ηπειρωτική Ελλάδα με ένα πλοίο Βενετσιάνικο. Μετά από καταδίωξη Τουρκικών πλοίων ανοικτά των Κυθήρων αποβιβάζεται στην Γραμβούσα. Είναι μια λυπηρή ιστορία ενός περιηγητή που ένοιωσε στο «πετσί» του την φτώχεια και την εγκληματικότητα της εποχής εκείνης.
Λίγα λόγια για την κατάσταση στο νησί.
Η Βενετοκρατούμενη Κρήτη βρίσκεται σε μια από τις χειρότερες στιγμές της ιστορίας της εξαιτίας της μεγάλης οικονομικής κρίσης που περνά η άλλοτε κραταιά Βενετία. Οι Τούρκοι έχουν καταλάβει την Κύπρο και το μόνο που ψάχνουν είναι μια αφορμή για να καταλάβουν την Κρήτη. (Θα έλθει λίγο αργότερα το 1644)
Η κατάσταση γενικά στην Κρήτη είναι τραγική και η οικονομική κατάσταση αρκετά δύσκολη, όχι μόνο για τους ντόπιους αλλά και για τους 4.000 μισθοφόρους που έχει μαζέψει η Γαληνότητα στην Κρήτη. Εκείνα τα δύσκολα χρόνια λοιπόν αυτός ο τολμηρός περιηγητής φτάνει στην Κρήτη.
Γράφει λοιπόν:
...Από την Γραμβούσα επροχώρησα μόνος 12 μίλια όπου συνηντήθην με τρεις κακούργους Έλληνες και έναν Ιταλό ληστή, με έδειραν ανηλεώς, μου αφαίρεσαν τα ενδύματα μου και με αφήκαν τελείως γυμνό. Ο Ιταλός αντιληφθείς ότι ήμουν ξένος και δεν εγνώριζα την Ελληνική γλώσσα, ήρχισε να με ερωτά που έχω κρύψει τα χρήματα μου. Του απάντησα ότι δεν έχω άλλα από εκείνα που βρήκαν και του επέδειξα τις συστατικές επιστολές από τον Δούκα της Βενετίας του οποίου ήσαν υπήκοοι. Όταν είδε αυτή την επιστολή με ελυπήθηκε και έπεισε τους άλλους τρεις κακούργους να μου χαρίσουν την ζωή. Κατόπιν μεγάλης λογομαχίας μεταξύ των μου επέστρεψαν τα ρούχα μου και τις συστατικές επιστολές, κράτησαν όμως το μπλε επανωφόρι μου. Μου έδωσαν για ασφάλεια μου μια πήλινη πέτρα με σφραγίδα για να μου χρησιμεύσει αν συναντούσα άλλους συμμορίτες καθ’ οδόν. Τους ευχαρίστησα προσποιούμενος ευγνωμοσύνη και προχώρησα 37 μίλια όπου έφτασα σε ένα πτωχό χωριό Πικεχόρνο, στάθηκε αδύνατο να βρω τροφή, ποτό ή κατάλυμα για το πολυβασανισμένο μου κορμί
Με περικύκλωσαν οι αφιλόξενοι κάτοικοι και με περιγελούσαν γιατί ήμουν μόνος και δεν εγνώριζα την γλώσσα. Εφαίνοντο βάρβαροι και τελείως απολίτιστοι, γιατί όλοι οι κάτοικοι της Κρήτης είναι τυραννικοί, αιμοβόροι και απατεώνες. Μια γριά με λυπήθηκε και κρυφά μου έδειξε ένα παραθαλάσσιο σπήλαιο για να αναπαύσω το κουρασμένο μου σώμα μου και την άδεια κοιλιά μου. Μόλις ξημέρωσε έφυγα για τα Χανιά που έφτασα το μεσημέρι .
-(Είναι δύσκολο να καταλάβουμε για ποιο χωριό αναφέρει, από την απόσταση που έκανε από την Γραμβούσα και μάλλον εννοεί το ακρωτήριο τα πρώτα 12 μίλια φτάνει κάπου στο Καστέλι, έτσι αν προσθέσουμε και άλλα 37 μίλια -και το παράξενο πως τα μετρούσε- σίγουρα φτάνει κάπου μετά την Κίσαμο προς τα Χανιά. Η παραθαλάσσια σπηλιά και το ότι έκανε 5-6 ώρες με τα πόδια να φτάσει στα Χανιά μας οδηγούν στην περιοχή του Κολυμβαρίου. Ποιο όμως είναι το χωριό Πικεχόρνο;
Όσο για την περιγραφή και πως είδε τους ανθρώπους, μάλλον είναι δικαιολογημένη αν σκεφτούμε τι πέρασε από τους ληστές και καταλαβαίνουμε την αγωνία του να εξαφανιστεί από την περιοχή αφού δεν είδε ούτε την Κίσαμο πόλη, αλλά την προσπέρασε τροχάδην χωρίς περιγραφή. Βέβαια προκαλεί εντύπωση το ότι αφού ξαναπήρε τα χαρτιά του-τα υπογεγραμμένα από τον Δούκα - γιατί δεν σταμάτησε στον Βενετό διοικητή της πόλης του Καστελιού.
Αλλά και η συνέχεια του ταξιδιού του δεν υπήρξε καλύτερη μιας και στην παραμονή του στα Χανιά, παραλίγο να συλληφθεί από τους Ενετούς).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου