Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.





Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

Η ΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ RASKOLNICK

Τους είδα προχθές το μεσημέρι, έτσι όπως διασταυρωθήκαμε τυχαία στην Πλατεία Συντάγματος. Ήταν κομμένη η κυκλοφορία και η φίλη με την οποία είχαμε περάσει μαζί ένα βαρετό πρωινό, δεν μπορούσε να με πετάξει απέναντι, μέχρι το σπίτι. Έτσι κατέβηκα από το αυτοκίνητο στους στύλους του Ολυμπίου Διός. Προχώρησα πεζός προς την πλατεία, χωρίς στην αρχή να καταλαβαίνω γιατί είχε σταματήσει η κυκλοφορία και γιατί ο άτεγκτος τροχονόμος, δεν άφηνε να περάσει ούτε ποδήλατο. 
Έρχονταν οι μαθητές. Διασταυρώθηκα με την εμπροσθοφυλακή τους, στο τέρμα του τραμ. Οι περισσότερο θερμόαιμοι από αυτούς που επάνδρωναν την εμπροσθοφυλακή του μετώπου της πορείας που ανηφόριζε την Ομήρου, είχαν καλύψει τα πρόσωπά τους με παλαιστινιακά ......
...μαντήλια και ινδικά φουλάρια. Φώναζαν το σύνθημα. "Μπάτσοι μουνιά, σκοτώνετε παιδιά". Ζούσαν την επανάστασή τους, είχαν και τον ήρωά τους.  Θα αισθάνονταν τέλεια, υποψιάζομαι με κάθε βεβαιότητα! Θυμήθηκα την δική μου εποχή που φωνάζαμε: " Οι μπάτσοι πουλάνε ναρκωτικά, κλέβουν καταστήματα και καίνε μαγαζιά." Νομίζω ήταν πριν την εν ψυχρώ εκτέλεση του Μιχάλη Καλτεζά από εκείνον τον αστυνομικό . Ή μήπως ήταν μετά? Τι θυμάται κανείς. Τέλος πάντων, κάθε εποχή έχει τους δικούς της μάρτυρες. 
Βρέθηκα να απορώ με τον εαυτό μου που σοκαρίστηκα από τη χρήση της λέξης για τα γυναικεία απόκρυφα. Είμαι πουριτανός πια, σκέφτηκα... Ίσως πάντα να ήμουν. 
Από πάνω, από το προαύλιο της Βουλής των Αχρησίμευτων, δύο άνδρες των ΜΑΤ, παιδιά κι αυτοί, πεντέξι χρόνια ίσως μεγαλύτεροι, είχαν διαφύγει της προσοχής του διμοιρίτη τους και από μακριά απαντούσαν στην ύβρι με άσεμνα νοήματα. Εξοργίστηκαν ακόμα περισσότερο οι νεαροί από τις χειρονομίες, ούτε ένα κορίτσι ανάμεσά τους, αλλά την κρίσιμη στιγμή, έφτασαν οι ψυχραιμότεροι του μετώπου, που με την καθυστέρηση, είχε πλησιάσει την έξαλλη εμπροσθοφυλακή και καθώς μπήκαν στη μέση οι σοβαρότεροι, έσβησε η λεκτική φωτιά που είχε αρχίσει να ανάβει.
Οι τουρίστες που παρακολουθούσαν την αλλαγή της φρουράς ακουμπισμένοι πάνω στα κάγκελα του σιδεροφραγμένου Άγνωστου Στρατιώτη, έστρεψαν κι αυτοί την προσοχή τους στην φασαρία και τις φωτογραφικές τους μηχανές, από τους τσολιάδες στα κύματα των παιδιών που άρχισαν να πλημμυρίζουν την έρημη άσφαλτο, μπροστά από το μνημείο.   
Τα χάρηκα αυτά τα παιδιά, που μαζεύτηκαν από τα σχολεία τους, με το μετρό στο Μοναστηράκι, κι από κει για το Σύνταγμα. Φαντάστηκα τις παρέες των μικρότερων από όλους αυτούς τους σπόρους, που έκαναν το μακρινό αυτό ταξίδι, ίσως πρώτη φορά χωρίς κηδεμονία. 
Μου άρεσαν αυτά τα παιδιά και μου άρεσε και η ζωντάνια τους. Τράβηξα μερικές φωτογραφίες που δεν μπορώ να μοιραστώ δημοσίως, γιατί δείχνουν πρόσωπα. Πρόσωπα αγοριών και κοριτσιών που, όπως έγραφε και το πανό που κρατούσαν, είχαν υποχρέωση να εξεγερθούν γιατί το άδικο έχει γίνει πια νόμος. Αλήθειες γραμμένες με τα χέρια των παιδιών -κι αυτό είναι θεσπέσιο, γιατί σημαίνει ότι υπάρχει ελπίδα στον κόσμο που έρχεται. 
Πρόσωπα κοριτσίστικα και αγορίστικα που λένε: «Μην ξεπουλάτε τις ζωές μας».
Πρόσωπα έξυπνα και σοβαρά, που λένε: «Ξαναφτιάξτε τα σχολεία που γκρεμίζετε». 
Πρόσωπα που όλα μαζί φωνάζουν: «Είναι τα δικά μας σχολεία, μην τα καταστρέφετε πια». 
«Καταλήψεις θα κάνουμε. Τι κι αν χαθούν μαθήματα? Αφού έτσι κι αλλιώς μάθημα της «πλάκας» κάνουμε, όχι γιατί δεν υπάρχουν δασκάλες και δάσκαλοι πολύ εξηγημένοι, αλλά γιατί σε πολλές περιπτώσεις, δεν υπάρχουν καθόλου δασκάλες και δάσκαλοι, κύριε μου», λέει το καστανό κορίτσι με το σκουλαρίκι στο λεπτό της φρύδι και τα πράσινα μάτια γεμάτα φλόγα για ζωή.
«Υπάρχουν και γονείς που δεν αντέχουν να πληρώνουν φροντιστήρια», λέει μια άλλη αγορίστικη φωνή, ανάμεσα από το πλήθος, που δείχνει να έχει αρχίσει να βραχνιάζει από τα παιχνίδια της εφηβείας ή το πολύ-πολύ από τις πολλές τις φωνές. 
Δεύτερο πρόσωπο πια. Εσύ ανοίγεις το βήμα, φεύγεις, ντρέπεσαι να τα κοιτάξεις στα μάτια αυτά τα πιτσιρίκια κι έτσι δεν περιμένεις άλλο, το βάζεις στα πόδια. Πας να κρυφτείς απ' τα παιδιά. Γιατί πώς να δικαιολογηθείς απέναντί τους, για τον ζοφερό κόσμο που κάθε μέρα που περνάει, αφήνεις να δημιουργείται για λογαριασμό τους? Αισθάνεσαι παράταιρος ανάμεσα σε όλη αυτή τη νιότη που ετοιμάζεται να πάει χαμένη και που τώρα σε περιτριγυρίζει σαν μελίσσι.
Ανοίγεις το βήμα σου κάτω από τον αττικό ήλιο που όπως κι εσύ, χαμογελά κι αυτός και μπαίνεις στη σκιά της Βασιλίσσης Σοφίας ανάμεσα από τη διμοιρία των ΜΑΤ, που με πλήρη εξάρτηση περιμένουν-  αν έχετε στο Θεό σας, «υπουργέ» μου κι εσείς αξιότιμε κ. υπεύθυνε σχεδιασμού – να αναχαιτίσουν τα δεκατετράχρονα και τα δεκαπεντάχρονα.  
Αλλά εσύ παριστάνεις ότι δεν ανησυχείς από την παρουσία των οπλισμένων αστυνομικών απέναντι σε μικρά παιδιά και προτιμάς να χαμογελάς και να χαίρεσαι. Να χαίρεσαι, αφού υπάρχουν μέσα σε αυτήν την έρημο κορίτσια και αγόρια που αφήνουν τα μαθήματά τους για να διεκδικήσουν ένα καλύτερο αύριο κι ένα δικαίωμα στο όνειρο! 

Δεν υπάρχουν σχόλια: