«Μ’ όλα τ’ αγκάθια μάλωνε και από τσ’ Αγίους λείπε»
Φώτο αρχείου
Την παρακάτω ιστορία μου τη διηγήθηκαν οι πρωταγωνιστές της και έλαβε χώρα σε κάποιο χωριό της Δυτικής Κισάμου πριν από τριάντα περίπου χρόνια.
Δυο δεκαοχτάχρονα παιδιά λόγω του νεαρού της ηλικίας τους είχαν πάρει κακό δρόμο και διέπρατταν μικροκλοπές σε οικίες καταστήματα και αλλού.
Κάποτε λοιπόν είπαν να επεκτείνουν τις δραστηριότητες τους και αποφάσισαν να κλέψουν το παγκάρι μιας εκκλησίας σε ένα χωριό, την ημέρα που πανηγύριζε ο Ιερός Ναός πιστεύοντας ότι τη μέρα εκείνη θα υπήρχαν πολλά χρήματα στο παγκάρι λόγω της προσέλευσης πολλών προσκυνητών. Η εκκλησία στο χωριό δεν ήταν η κεντρική, ερχόταν όμως μεγάλος αριθμός προσκυνητών. Η δουλειά τους θα γινόταν ακόμα ευκολότερη, αφού γνώριζαν ότι το κλειδί της εκκλησίας το άφηναν σε μια γλάστρα έξω από την εκκλησία.
Ήταν χειμώνας και νύχτωνε νωρίς, περίμεναν να νυχτώσει καλά και γύρω στις 9μμ αφού είδαν ότι δεν κυκλοφορούσαν άνθρωποι στους δρόμους του χωριού πήγαν στην εκκλησία. Αφού μπήκαν μέσα στην αυλή κατευθύνθηκαν στις γλάστρες όπου βρήκαν το κλειδί. Το έβαλαν στην κλειδαριά και προσπάθησαν να ξεκλειδώσουν την πόρτα της εκκλησίας. Όμως το κλειδί δεν έστριβε για να ξεκλειδώσει την πόρτα. Το κλειδί δεν κουνιόταν ούτε δεξιά, ούτε αριστερά. Προσπαθούσαν πολύ ώρα αλλά μάταια, το κλειδί ακίνητο λες και ήταν μαρμαρωμένο. Άρχισαν να το ζορίζουν αλλά αν συνέχιζαν θα έσπαγε το κλειδί. Έτσι εγκατέλειψαν την προσπάθεια να μπουν από την πόρτα και αποφάσισαν να σπάσουν το παράθυρο και να μπουν μέσα. Άφησαν το κλειδί στη γλάστρα και κατευθύνθηκαν προς το πλάι της εκκλησίας για να σπάσουν το παράθυρο και να μπουν μέσα στην εκκλησία.
Ξαφνικά όμως αντιλήφθηκαν μια γυναίκα από το χωριό να κατευθύνεται προς την εκκλησία, να ανοίγει την πόρτα του περιβόλου της εκκλησίας και να μπαίνει στην αυλή και κρύφτηκαν. Η γυναίκα πήγε στη γλάστρα πήρε το κλειδί, το έβαλε στην κλειδαριά, ξεκλείδωσε την πόρτα χωρίς δυσκολία και μπήκε στην εκκλησία. Μετά από δυο λεπτά βγήκε έξω (πιθανόν να άφησε κάτι στην εκκλησία), ξανακλείδωσε την πόρτα, φύλαξε το κλειδί στη γλάστρα και αποχώρησε. Οι επίδοξοι κλέφτες έμειναν κόκαλο, αντάλλαξαν μια ματιά μεταξύ τους και έφυγαν τρέχοντας, εγκαταλείποντας την προσπάθεια τους.
Την ιστορία όπως προανέφερα μου τη διηγήθηκαν οι ίδιοι οι κλέφτες, οι οποίοι μου είπαν επίσης πως πίστευαν ότι ο Άγιος τους εμπόδισε να κλέψουν την εκκλησία του.
Και όπως λέει ο θυμόσοφος λαός μας «Μ’ όλα τ’ αγκάθια μάλωνε και από τσ’ Αγίους λείπε».
Μανόλης Σπανουδάκης
Γερακιανά Κισάμου
Φώτο αρχείου
Την παρακάτω ιστορία μου τη διηγήθηκαν οι πρωταγωνιστές της και έλαβε χώρα σε κάποιο χωριό της Δυτικής Κισάμου πριν από τριάντα περίπου χρόνια.
Δυο δεκαοχτάχρονα παιδιά λόγω του νεαρού της ηλικίας τους είχαν πάρει κακό δρόμο και διέπρατταν μικροκλοπές σε οικίες καταστήματα και αλλού.
Κάποτε λοιπόν είπαν να επεκτείνουν τις δραστηριότητες τους και αποφάσισαν να κλέψουν το παγκάρι μιας εκκλησίας σε ένα χωριό, την ημέρα που πανηγύριζε ο Ιερός Ναός πιστεύοντας ότι τη μέρα εκείνη θα υπήρχαν πολλά χρήματα στο παγκάρι λόγω της προσέλευσης πολλών προσκυνητών. Η εκκλησία στο χωριό δεν ήταν η κεντρική, ερχόταν όμως μεγάλος αριθμός προσκυνητών. Η δουλειά τους θα γινόταν ακόμα ευκολότερη, αφού γνώριζαν ότι το κλειδί της εκκλησίας το άφηναν σε μια γλάστρα έξω από την εκκλησία.
Ήταν χειμώνας και νύχτωνε νωρίς, περίμεναν να νυχτώσει καλά και γύρω στις 9μμ αφού είδαν ότι δεν κυκλοφορούσαν άνθρωποι στους δρόμους του χωριού πήγαν στην εκκλησία. Αφού μπήκαν μέσα στην αυλή κατευθύνθηκαν στις γλάστρες όπου βρήκαν το κλειδί. Το έβαλαν στην κλειδαριά και προσπάθησαν να ξεκλειδώσουν την πόρτα της εκκλησίας. Όμως το κλειδί δεν έστριβε για να ξεκλειδώσει την πόρτα. Το κλειδί δεν κουνιόταν ούτε δεξιά, ούτε αριστερά. Προσπαθούσαν πολύ ώρα αλλά μάταια, το κλειδί ακίνητο λες και ήταν μαρμαρωμένο. Άρχισαν να το ζορίζουν αλλά αν συνέχιζαν θα έσπαγε το κλειδί. Έτσι εγκατέλειψαν την προσπάθεια να μπουν από την πόρτα και αποφάσισαν να σπάσουν το παράθυρο και να μπουν μέσα. Άφησαν το κλειδί στη γλάστρα και κατευθύνθηκαν προς το πλάι της εκκλησίας για να σπάσουν το παράθυρο και να μπουν μέσα στην εκκλησία.
Ξαφνικά όμως αντιλήφθηκαν μια γυναίκα από το χωριό να κατευθύνεται προς την εκκλησία, να ανοίγει την πόρτα του περιβόλου της εκκλησίας και να μπαίνει στην αυλή και κρύφτηκαν. Η γυναίκα πήγε στη γλάστρα πήρε το κλειδί, το έβαλε στην κλειδαριά, ξεκλείδωσε την πόρτα χωρίς δυσκολία και μπήκε στην εκκλησία. Μετά από δυο λεπτά βγήκε έξω (πιθανόν να άφησε κάτι στην εκκλησία), ξανακλείδωσε την πόρτα, φύλαξε το κλειδί στη γλάστρα και αποχώρησε. Οι επίδοξοι κλέφτες έμειναν κόκαλο, αντάλλαξαν μια ματιά μεταξύ τους και έφυγαν τρέχοντας, εγκαταλείποντας την προσπάθεια τους.
Την ιστορία όπως προανέφερα μου τη διηγήθηκαν οι ίδιοι οι κλέφτες, οι οποίοι μου είπαν επίσης πως πίστευαν ότι ο Άγιος τους εμπόδισε να κλέψουν την εκκλησία του.
Και όπως λέει ο θυμόσοφος λαός μας «Μ’ όλα τ’ αγκάθια μάλωνε και από τσ’ Αγίους λείπε».
Μανόλης Σπανουδάκης
Γερακιανά Κισάμου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου