Γράφει η Ευτυχία Δεσποτάκη
Σαν νάχαν τελειωμό του κόσμου τα βάσανα
(Αλ.Παπαδιαμάντη το μοιρολόϊ της Φώκιας)
Τώρα και καιρό παριστάμεθα μάρτυρες ενός εγκλήματος που διαπράττεται στο χώρο της Μέσης και στα παράλια της Εγγύς Ανατολής.Τόποι υπόγειου πλούτου, στρατηγικής θέσης και μυστηρίου συνάμα, καθώς οι λαοί τους υπήρξαν κατασκευαστές δύο μεγάλων θρησκειών. Στο πανεπιστήμιο ο καθηγητής της Προϊστορικής Αρχαιολογίας Σπυρ. Μαρινάτος με δέος μιλούσε για τέτοιους λαούς και έλεγε «θέλεις να εξοντώσεις ένα λαό, ρίξε δυο διαφορετικές θρησκείες μέσα του και φανάτισε τους ανθρώπους του. Θεός της αγάπης και της Δικαιοσύνης δεν υπάρχει, υπάρχει μόνο μίσος κατά των απίστων. Εδώ δεν προέχει ο αγώνας για τη σωτηρία του ανθρώπου, εδώ προέχει ο ιερός πόλεμος για τη διάδοση της πίστης, όπως συμβαίνει με τον Αλλάχ.
Εδώ και η Γη της Επαγγελίας, υπέργειος και υπόγειος πλούτος ανεκμετάλλευτος από τους ιθαγενείς, που παραμένουν με άδειο το κεμέρι, όπως λέει και το τραγούδι του μικρού Κεμάλ.» Στη Μοσούλη στη Βασόρα μια φορά κι έναν καιρό ήταν άδειο το κεμέρι μουχλιασμένο το νερό…»
Κάρφος στους οφθαλμούς των ισχυρών της Ευρώπης και του Νέου κόσμου κάθε πλούσιος τόπος.
Γι΄ αυτό και κατά διαστήματα η αναδιανομή τέτοιων τόπων κρίνεται επιβεβλημένη. Πάντα υπάρχουν οι προφάσεις και εύκολα ξεσπά ένας πόλεμος, άλλωστε θα πουληθούν και όπλα πολλά από τις μεγάλες βιομηχανίες των.
Το Μεσαίωνα η Χριστιανική Δύση σκέφτηκε με τους σταυροφόρους να απελευθερώσει τους Αγίους Τόπους από τους απίστους και κάνει την πρώτη διανομή και αργότερα κυριεύει προσωρινά την Πόλη .
Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος 1918-1923 δεν είχε άλλη αιτία από τον αποικιακό ανταγωνισμό των Ευρωπαϊκών χωρών και την οικονομική διείσδυση τους σε οικονομικά ασθενέστερες χώρες, διείσδυση που σήμαινε δανεισμό με επαχθείς όρους και υποδούλωση οικονομική.
Μέρος αυτής της πολιτικής υπήρξε και ο Μικρασιατικός πόλεμος που μας οδήγησε στην εθνική τραγωδία του 1922 με τα εκατομμύρια Έλληνες πρόσφυγες, που σφαζόμενοι και καταδιωκόμενοι έφευγαν από την Ιωνική γη, την πατρίδα τους, αναζητώντας καταφύγιο στην απέναντι όχθη του Αιγαίου που ήταν ελληνική γη. Κατά χιλιάδες προσπαθούσαν να μπουν στα καράβια, και να βγουν στη Χίο ή στη Λέσβο, ανεπιθύμητοι καθώς η βασιλική κυβέρνηση, φοβούμενη ότι οι πρόσφυγες θα ενισχύσουν τον Βενιζελισμό έσπευσε να ψηφίσει νόμο, που έλεγε ότι «ουδείς θα επιβιβάζεται σε πλοίο άνευ διαβατηρίου!!!»
Και δεν συνωστίζονταν στην παραλία της Σμύρνης που γράφει η κ. Ρεπούση στην ιστορία της, αλλά σφαζόμενοι και πυρπολούμενοι, κρατώντας το μπόγο με τα απαραίτητα και δυο τρία παιδιά στο χέρι και στην αγκαλιά προσπαθούσαν να μπουν σε πλοία συμμαχικά που ναυλοχούσαν στη Σμύρνη και να βρουν άσυλο. «Τότε όμως συνέβη τα πληρώματα των πλοίων να τους αποκόπτουν τας χείρας, οι δε Γάλλοι εις τα Μουδανιά έριχναν βραστό νερό στα κεφάλια όσων προσπαθούσαν να ανεβούν στο πλοίο. Τέλος προσκεκλημένος ο Αμερικανός πρόξενος στη Σμύρνη σε γεύμα με τον Γάλλο πρόξενο δικαιολόγησε την καθυστέρηση του με κυνισμό: Η λέμβος που μας μετέφερε προσέκρουσε σε πτώματα Ελληνίδων γυναικών που έπλεον στην παραλία» γράφει ο Παύλος Καρολίδης στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους.
Η πυρπόληση της Σμύρνης και οι σφαγές σε βάρος χριστιανών Αρμενίων και Ελλήνων έγιναν εξαιτίας της αντιζηλίας και των αλληλλοσυγκρουόμενων εμπορικών συμφερόντων χριστιανικών δυνάμεων .
Ύστερα ήρθε η κατάρα θεού η ανταλλαγή: όλοι οι Τούρκοι στην Τουρκιά όλοι οι Έλληνες στην Ελλάδα: «δύσκολα ξεκολλά η ψυχή από τα γνώριμα της νερά και από τα χώματα, μας ξεριζώνουν! ανάθεμα στους αίτιους, γράφει ο Ν. Καζαντζάκης στο μυθιστόρημα του «αδερφοφάδες»!
«Μια μέρα έφθασε στο Γκέλβερι η Επιτροπή. Μας είπαν να πάρομε λίγα πράγματα και να φύγομε στην Ελλάδα. Εγώ ήθελα να φύγω γιατί οι Τούρκοι είχαν σκοτώσει τον άντρα μου για κτηματικές διαφορές. Κάναμε την τελευταία λειτουργία στην εκκλησία του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, στο Γκέλβερι ,ύστερα βάλαμε σε κάσες το λείψανο του αγίου, εικονίσματα, πολυελαίους και τα καντήλια. Τα στείλαμε με την κομισιόν στη Μερσίνα.
Ταξιδεύαμε τέσσερις μέρες στη θάλασσα. Μια μέρα βλέπομε να βγαίνει καπνός από το αμπάρι. Είχε σκάσει το καζάνι. Οι γυναίκες τσίριζαν και τα παιδιά έκλαιγαν, άλλοι έκαναν την προσευχή τους. Λέω στον πατέρα μου που ήταν κοντά μου,
Πατέρα θα πετάξω τα παιδιά στη θάλασσα κι ύστερα θα πέσω κι εγώ, καλύτερα να πνιγούμε παρά να καούμε. Ευτυχώς κάποιος έβαλε την τάπα και γλυτώσαμε. Μας έσωσε ο Άγιος Γρηγόριος που κουβαλούσαμε το λείψανο του. Φτάσαμε στο Καραμπουρνού στη Σαλονίκη μπήκαμε σε καραντίνα και μείναμε σαράντα μέρες στα σύρματα όπου στήσαμε τσαντίρια ύστερα ήρθαν φορτηγά και μας πήγαν στην παραλία της Σαλονίκης. Από εκεί νύχτα με βάρκες που τρέμαμε και στριγγλίζαμε μην αναποδογυρίσουν μας πήγαν στην Καβάλα.
Τρεις μέρες μείναμε εκεί μέχρι να έλθουν οι άλλοι που το προσφυγικό βαπόρι τους είχε πάει στον Πειραιά. Ηταν όλοι τους σε κακά χάλια. Ψειριασμένοι, κουρεμένοι γυναίκες άντρες όλοι το ίδιο, αδυνατισμένοι, σαν μαϊμούδες ήταν οι καημένοι.
Μετά από τρεις μέρες ήρθαν αυτοκίνητα και μας πήγαν στο Τσινάρ Ντερέ, έξω από την Καβάλα. Κάναμε την προσευχή μας και δοξάζαμε το θεό που πατήσαμε σε στέρεο έδαφος. Νομίζαμε πως τελείωσανε τα βάσανα μας…..
Τέσσερις μέρες μείναμε στο ύπαιθρο. Ο Θεός μας λυπήθηκε και δεν έβρεξε. Ύστερα μας μοίρασαν τσαντίρια. Μείναμε εκεί από το Σεπτέμβρη ως το Μάη.
Ο τόπος ήταν γεμάτος αγκάθια σχιζόταν τα ρούχα μας, ερημιά παντού δεν άκουες ούτε κοκόρου λάλημα, ούτε γαύγισμα σκύλου και ο κόσμος όλο και πέθαινε. Τη νύχτα κατέβαιναν τα τσακάλια κι έσκαβαν τους τάφους. Ύστερα κατεβήκαμε στη Νέα Καρβάλη, κάτσαμε κι εκεί δυο χρόνια μέχρι που έχτισε ο εποικισμός σπίτια. Το μέρος εκείνο ήταν χειρότερο από το άλλο. Κάθε μέρα πέθαιναν πέντε έξι από τις θέρμες προ παντός οι νέοι και οι έγκυες. Ήταν κατάρα θεού η ανταλλαγή. (Κέντρου μικρασιατικών Σπουδών: Έξοδος) .
Σήμερα οι Δυνατοί του κόσμου απρόσωποι και καλυπτόμενοι πίσω από την ονομασία «αγορές» νέες τάξεις πραγμάτων αποφασίζουν. Ανηλεείς πόλεμοι, ιεροί δήθεν ξεσπιτώνουν και εξολοθρεύουν χιλιάδες ανθρώπους στους ίδιους τόπους.
Η χώρα μας εμπερίστατη και αφοπλισμένη οικονομικά και κατά τινα τρόπο ηθικά και ενώ προσπαθεί να ορθοποδίσει γίνεται πέρασμα και προσωρινός σταθμός υποτίθεται, χιλιάδων προσφύγων που φτάνουν όσοι φτάσουν από τους ίδιους θαλάσσιους δρόμους μα και από τη στεριά.
Χιλιάδες άνθρωποι με μικρά παιδιά στην αγκαλιά μπαίνοντας σε αυτοσχέδιες βάρκες στυγνών εκμεταλλευτών, προσπαθούν να περάσουν από τον ίδιο δρόμο του 22 στα νησιά μας Χίο και Λέσβο. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει μπρος γκρεμός και πίσω φωτιά να τους καίει. Οι τυχεροί καταφέρνουν και περνούν, οι άτυχοι πνίγονται ή πνίγονται τα παιδιά τους, απέραντος τάφος το Αιγαίο. Εικόνες φρίκης και απόγνωσης έχομε από τα δελτία ειδήσεων. Ώρες ατέλειωτες περπατούν προς τη χριστιανική Ευρώπη για καλύτερη τύχη. Ωστόσο η στυγνή πολιτική στήνει συρματοπλέγματα παντού και ηλεκτροφόρα πολλές φορές, για να εμποδίσει την είσοδο τους. «Δεν αντέχει η οικονομία μας άλλους ισχυρίζονται».
Η καθημαγμένη λοιπόν Ελλάδα της κρίσης καταχρεωμένη με επαχθείς όρους σε στυγνούς δανειστές, με τους χιλιάδες άνεργους και νεόπτωχους σηκώνει και το βάρος των χιλιάδων προσφύγων που φτάνουν καθημερινά. Αδύναμο το κράτος προσπαθεί.Την αδυναμία του κράτους έρχονται να καλύψουν άλλοι φορείς ανθρωπισμού: Η εκκλησία με φωτισμένους επισκόπους και ταπεινούς λευίτες, χιλιάδες εθελοντές, μη κυβερνητικές οργανώσεις, ομάδες αλληλλεγγύης κάνουν πράξη την εντολή του Ευαγγελίου: ξένος ήμην και συνηγάγετε με, επείνασα και εδώκατε μοι φαγείν. Εδώ υπάρχει ένας άλλος θεός, που δεν απαιτεί ιερό πόλεμο, που προσκαλεί όποιον θέλει να τον ακολουθήσει.» οστις θέλει οπίσω μου ελθείν. Ένας θεός που συγχωρεί με το διαφορετικό και οδηγεί από την πτώση στην Ανάσταση.
Οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας υπήρξαν μια ζωογόνος πηγή για την τότε Ελλάδα και η ελληνική κοινωνία που δύσκολα και με πολύ καχυποψία τους είδε πολλά ωφελήθηκε από αυτούς, η δε οικονομία κινήθηκε διαφορετικά.
Η χριστιανική και γηρασμένη Ευρώπη έχει το σχέδιο της για όσους πρόσφυγες υποδεχτεί και αποδεχτεί. Αποκτά νέους πολίτες και ενισχύει το γερασμένο σώμα της, ένα καινούριο εργατικό δυναμικό που αφού το εκπαιδεύσει θα ενισχύσει την παραγωγή της μέσα στην Ευρώπη και θα ανταγωνιστεί άλλες μακρινές αναπτυσσόμενες οικονομίες. Και αυτοί θα βρουν τη γαλήνη κρατώντας στην ψυχή τους τη χαμένη πατρίδα τους.
Η φτωχή και φιλότιμη Ελλαδίτσα μας πως θα πορευτεί μέσα σε αυτή την πραγματικότητα είναι άγνωστο. Αλλά πάντα υπάρχει ελπίδα.
Ευτυχία Δεσποτάκη
Σαν νάχαν τελειωμό του κόσμου τα βάσανα
(Αλ.Παπαδιαμάντη το μοιρολόϊ της Φώκιας)
Τώρα και καιρό παριστάμεθα μάρτυρες ενός εγκλήματος που διαπράττεται στο χώρο της Μέσης και στα παράλια της Εγγύς Ανατολής.Τόποι υπόγειου πλούτου, στρατηγικής θέσης και μυστηρίου συνάμα, καθώς οι λαοί τους υπήρξαν κατασκευαστές δύο μεγάλων θρησκειών. Στο πανεπιστήμιο ο καθηγητής της Προϊστορικής Αρχαιολογίας Σπυρ. Μαρινάτος με δέος μιλούσε για τέτοιους λαούς και έλεγε «θέλεις να εξοντώσεις ένα λαό, ρίξε δυο διαφορετικές θρησκείες μέσα του και φανάτισε τους ανθρώπους του. Θεός της αγάπης και της Δικαιοσύνης δεν υπάρχει, υπάρχει μόνο μίσος κατά των απίστων. Εδώ δεν προέχει ο αγώνας για τη σωτηρία του ανθρώπου, εδώ προέχει ο ιερός πόλεμος για τη διάδοση της πίστης, όπως συμβαίνει με τον Αλλάχ.
Εδώ και η Γη της Επαγγελίας, υπέργειος και υπόγειος πλούτος ανεκμετάλλευτος από τους ιθαγενείς, που παραμένουν με άδειο το κεμέρι, όπως λέει και το τραγούδι του μικρού Κεμάλ.» Στη Μοσούλη στη Βασόρα μια φορά κι έναν καιρό ήταν άδειο το κεμέρι μουχλιασμένο το νερό…»
Κάρφος στους οφθαλμούς των ισχυρών της Ευρώπης και του Νέου κόσμου κάθε πλούσιος τόπος.
Γι΄ αυτό και κατά διαστήματα η αναδιανομή τέτοιων τόπων κρίνεται επιβεβλημένη. Πάντα υπάρχουν οι προφάσεις και εύκολα ξεσπά ένας πόλεμος, άλλωστε θα πουληθούν και όπλα πολλά από τις μεγάλες βιομηχανίες των.
Το Μεσαίωνα η Χριστιανική Δύση σκέφτηκε με τους σταυροφόρους να απελευθερώσει τους Αγίους Τόπους από τους απίστους και κάνει την πρώτη διανομή και αργότερα κυριεύει προσωρινά την Πόλη .
Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος 1918-1923 δεν είχε άλλη αιτία από τον αποικιακό ανταγωνισμό των Ευρωπαϊκών χωρών και την οικονομική διείσδυση τους σε οικονομικά ασθενέστερες χώρες, διείσδυση που σήμαινε δανεισμό με επαχθείς όρους και υποδούλωση οικονομική.
Μέρος αυτής της πολιτικής υπήρξε και ο Μικρασιατικός πόλεμος που μας οδήγησε στην εθνική τραγωδία του 1922 με τα εκατομμύρια Έλληνες πρόσφυγες, που σφαζόμενοι και καταδιωκόμενοι έφευγαν από την Ιωνική γη, την πατρίδα τους, αναζητώντας καταφύγιο στην απέναντι όχθη του Αιγαίου που ήταν ελληνική γη. Κατά χιλιάδες προσπαθούσαν να μπουν στα καράβια, και να βγουν στη Χίο ή στη Λέσβο, ανεπιθύμητοι καθώς η βασιλική κυβέρνηση, φοβούμενη ότι οι πρόσφυγες θα ενισχύσουν τον Βενιζελισμό έσπευσε να ψηφίσει νόμο, που έλεγε ότι «ουδείς θα επιβιβάζεται σε πλοίο άνευ διαβατηρίου!!!»
Και δεν συνωστίζονταν στην παραλία της Σμύρνης που γράφει η κ. Ρεπούση στην ιστορία της, αλλά σφαζόμενοι και πυρπολούμενοι, κρατώντας το μπόγο με τα απαραίτητα και δυο τρία παιδιά στο χέρι και στην αγκαλιά προσπαθούσαν να μπουν σε πλοία συμμαχικά που ναυλοχούσαν στη Σμύρνη και να βρουν άσυλο. «Τότε όμως συνέβη τα πληρώματα των πλοίων να τους αποκόπτουν τας χείρας, οι δε Γάλλοι εις τα Μουδανιά έριχναν βραστό νερό στα κεφάλια όσων προσπαθούσαν να ανεβούν στο πλοίο. Τέλος προσκεκλημένος ο Αμερικανός πρόξενος στη Σμύρνη σε γεύμα με τον Γάλλο πρόξενο δικαιολόγησε την καθυστέρηση του με κυνισμό: Η λέμβος που μας μετέφερε προσέκρουσε σε πτώματα Ελληνίδων γυναικών που έπλεον στην παραλία» γράφει ο Παύλος Καρολίδης στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους.
Η πυρπόληση της Σμύρνης και οι σφαγές σε βάρος χριστιανών Αρμενίων και Ελλήνων έγιναν εξαιτίας της αντιζηλίας και των αλληλλοσυγκρουόμενων εμπορικών συμφερόντων χριστιανικών δυνάμεων .
Ύστερα ήρθε η κατάρα θεού η ανταλλαγή: όλοι οι Τούρκοι στην Τουρκιά όλοι οι Έλληνες στην Ελλάδα: «δύσκολα ξεκολλά η ψυχή από τα γνώριμα της νερά και από τα χώματα, μας ξεριζώνουν! ανάθεμα στους αίτιους, γράφει ο Ν. Καζαντζάκης στο μυθιστόρημα του «αδερφοφάδες»!
«Μια μέρα έφθασε στο Γκέλβερι η Επιτροπή. Μας είπαν να πάρομε λίγα πράγματα και να φύγομε στην Ελλάδα. Εγώ ήθελα να φύγω γιατί οι Τούρκοι είχαν σκοτώσει τον άντρα μου για κτηματικές διαφορές. Κάναμε την τελευταία λειτουργία στην εκκλησία του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, στο Γκέλβερι ,ύστερα βάλαμε σε κάσες το λείψανο του αγίου, εικονίσματα, πολυελαίους και τα καντήλια. Τα στείλαμε με την κομισιόν στη Μερσίνα.
Ταξιδεύαμε τέσσερις μέρες στη θάλασσα. Μια μέρα βλέπομε να βγαίνει καπνός από το αμπάρι. Είχε σκάσει το καζάνι. Οι γυναίκες τσίριζαν και τα παιδιά έκλαιγαν, άλλοι έκαναν την προσευχή τους. Λέω στον πατέρα μου που ήταν κοντά μου,
Πατέρα θα πετάξω τα παιδιά στη θάλασσα κι ύστερα θα πέσω κι εγώ, καλύτερα να πνιγούμε παρά να καούμε. Ευτυχώς κάποιος έβαλε την τάπα και γλυτώσαμε. Μας έσωσε ο Άγιος Γρηγόριος που κουβαλούσαμε το λείψανο του. Φτάσαμε στο Καραμπουρνού στη Σαλονίκη μπήκαμε σε καραντίνα και μείναμε σαράντα μέρες στα σύρματα όπου στήσαμε τσαντίρια ύστερα ήρθαν φορτηγά και μας πήγαν στην παραλία της Σαλονίκης. Από εκεί νύχτα με βάρκες που τρέμαμε και στριγγλίζαμε μην αναποδογυρίσουν μας πήγαν στην Καβάλα.
Τρεις μέρες μείναμε εκεί μέχρι να έλθουν οι άλλοι που το προσφυγικό βαπόρι τους είχε πάει στον Πειραιά. Ηταν όλοι τους σε κακά χάλια. Ψειριασμένοι, κουρεμένοι γυναίκες άντρες όλοι το ίδιο, αδυνατισμένοι, σαν μαϊμούδες ήταν οι καημένοι.
Μετά από τρεις μέρες ήρθαν αυτοκίνητα και μας πήγαν στο Τσινάρ Ντερέ, έξω από την Καβάλα. Κάναμε την προσευχή μας και δοξάζαμε το θεό που πατήσαμε σε στέρεο έδαφος. Νομίζαμε πως τελείωσανε τα βάσανα μας…..
Τέσσερις μέρες μείναμε στο ύπαιθρο. Ο Θεός μας λυπήθηκε και δεν έβρεξε. Ύστερα μας μοίρασαν τσαντίρια. Μείναμε εκεί από το Σεπτέμβρη ως το Μάη.
Ο τόπος ήταν γεμάτος αγκάθια σχιζόταν τα ρούχα μας, ερημιά παντού δεν άκουες ούτε κοκόρου λάλημα, ούτε γαύγισμα σκύλου και ο κόσμος όλο και πέθαινε. Τη νύχτα κατέβαιναν τα τσακάλια κι έσκαβαν τους τάφους. Ύστερα κατεβήκαμε στη Νέα Καρβάλη, κάτσαμε κι εκεί δυο χρόνια μέχρι που έχτισε ο εποικισμός σπίτια. Το μέρος εκείνο ήταν χειρότερο από το άλλο. Κάθε μέρα πέθαιναν πέντε έξι από τις θέρμες προ παντός οι νέοι και οι έγκυες. Ήταν κατάρα θεού η ανταλλαγή. (Κέντρου μικρασιατικών Σπουδών: Έξοδος) .
Σήμερα οι Δυνατοί του κόσμου απρόσωποι και καλυπτόμενοι πίσω από την ονομασία «αγορές» νέες τάξεις πραγμάτων αποφασίζουν. Ανηλεείς πόλεμοι, ιεροί δήθεν ξεσπιτώνουν και εξολοθρεύουν χιλιάδες ανθρώπους στους ίδιους τόπους.
Η χώρα μας εμπερίστατη και αφοπλισμένη οικονομικά και κατά τινα τρόπο ηθικά και ενώ προσπαθεί να ορθοποδίσει γίνεται πέρασμα και προσωρινός σταθμός υποτίθεται, χιλιάδων προσφύγων που φτάνουν όσοι φτάσουν από τους ίδιους θαλάσσιους δρόμους μα και από τη στεριά.
Χιλιάδες άνθρωποι με μικρά παιδιά στην αγκαλιά μπαίνοντας σε αυτοσχέδιες βάρκες στυγνών εκμεταλλευτών, προσπαθούν να περάσουν από τον ίδιο δρόμο του 22 στα νησιά μας Χίο και Λέσβο. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει μπρος γκρεμός και πίσω φωτιά να τους καίει. Οι τυχεροί καταφέρνουν και περνούν, οι άτυχοι πνίγονται ή πνίγονται τα παιδιά τους, απέραντος τάφος το Αιγαίο. Εικόνες φρίκης και απόγνωσης έχομε από τα δελτία ειδήσεων. Ώρες ατέλειωτες περπατούν προς τη χριστιανική Ευρώπη για καλύτερη τύχη. Ωστόσο η στυγνή πολιτική στήνει συρματοπλέγματα παντού και ηλεκτροφόρα πολλές φορές, για να εμποδίσει την είσοδο τους. «Δεν αντέχει η οικονομία μας άλλους ισχυρίζονται».
Η καθημαγμένη λοιπόν Ελλάδα της κρίσης καταχρεωμένη με επαχθείς όρους σε στυγνούς δανειστές, με τους χιλιάδες άνεργους και νεόπτωχους σηκώνει και το βάρος των χιλιάδων προσφύγων που φτάνουν καθημερινά. Αδύναμο το κράτος προσπαθεί.Την αδυναμία του κράτους έρχονται να καλύψουν άλλοι φορείς ανθρωπισμού: Η εκκλησία με φωτισμένους επισκόπους και ταπεινούς λευίτες, χιλιάδες εθελοντές, μη κυβερνητικές οργανώσεις, ομάδες αλληλλεγγύης κάνουν πράξη την εντολή του Ευαγγελίου: ξένος ήμην και συνηγάγετε με, επείνασα και εδώκατε μοι φαγείν. Εδώ υπάρχει ένας άλλος θεός, που δεν απαιτεί ιερό πόλεμο, που προσκαλεί όποιον θέλει να τον ακολουθήσει.» οστις θέλει οπίσω μου ελθείν. Ένας θεός που συγχωρεί με το διαφορετικό και οδηγεί από την πτώση στην Ανάσταση.
Οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας υπήρξαν μια ζωογόνος πηγή για την τότε Ελλάδα και η ελληνική κοινωνία που δύσκολα και με πολύ καχυποψία τους είδε πολλά ωφελήθηκε από αυτούς, η δε οικονομία κινήθηκε διαφορετικά.
Η χριστιανική και γηρασμένη Ευρώπη έχει το σχέδιο της για όσους πρόσφυγες υποδεχτεί και αποδεχτεί. Αποκτά νέους πολίτες και ενισχύει το γερασμένο σώμα της, ένα καινούριο εργατικό δυναμικό που αφού το εκπαιδεύσει θα ενισχύσει την παραγωγή της μέσα στην Ευρώπη και θα ανταγωνιστεί άλλες μακρινές αναπτυσσόμενες οικονομίες. Και αυτοί θα βρουν τη γαλήνη κρατώντας στην ψυχή τους τη χαμένη πατρίδα τους.
Η φτωχή και φιλότιμη Ελλαδίτσα μας πως θα πορευτεί μέσα σε αυτή την πραγματικότητα είναι άγνωστο. Αλλά πάντα υπάρχει ελπίδα.
Ευτυχία Δεσποτάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου