Ο παράλληλος και βόρεια της Σκαλίδη, από το Μουσείο ως και την δυτική είσοδο του παλιού φρουρίου, ονομάζεται Περίδου προς τιμή του Παρθένιου Περίδη.
Ο Παρθένιος (κατά κόσμον Νικόλαος) Περίδης ήταν Κρητικός αρχιμανδρίτης και αγωνιστής. Γεννήθηκε το 1810 στο χωριό Ρογδιά του Κισάμου. Το 1834 εκάρη μοναχός στη Μονή Οδηγήτριας Κυρίας Γωνιάς Κισάμου (Μονή Γωνιάς σήμερα) με το όνομα Παρθένιος. Σπούδασε Θεολογία στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αποφοίτησε το 1852. Μιλούσε αγγλικά, γερμανικά και ιταλικά. Εργάστηκε ως δάσκαλος στις επαρχίες Κισάμου και Σελίνου το διάστημα 1852-1866, αλλά η εθνική του δράση προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των οθωμανικών αρχών, που τον εξόρισαν στην Τραπεζούντα (κατ' άλλους στην Κωνσταντινούπολη). Δραπέτευσε όμως από τον τόπο της εξορίας του και πήγε το 1858 στην Αθήνα. Κατέβηκε στην Κρήτη τον Ιανουάριο του 1867, όπου εξελέγη πρόεδρος της Γενικής Συνέλευσης των Κρητών από την επαναστατική επιτροπή που συγκλήθηκε στην Ίμβρο των Σφακίων. Ο Περίδης ευχαρίστησε την επιτροπή για την εκλογή του, αλλά πρότεινε να αναλάβει την προεδρία ο γηραιός αγωνιστής του 1821, πρόεδρο της επαναστατικής συνέλευσης του 1858 Αντώνιος Μανουσογιαννάκης, ο οποίος όμως αρνήθηκε, υποδεικνύοντας ως καταλληλότερο τον Παρθένιο.
Το 1867 και το 1868 ο Περίδης συνέχισε ακαταπόνητος την επαναστατική του δραστηριότητα.
Επέστρεψε στην ελεύθερη Ελλάδα το 1871....
.... όπου συνέχισε τη δράση του. Έγινε πρόεδρος του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Κρητών της Αθήνας «Η αναγέννησις» και οργάνωσε αποστολές βιβλίων στην Κρήτη. Το 1876 ίδρυσε μαζί με άλλους τον σύλλογο «Εθνικόν Κέντρον» με στόχο την οργάνωση νέας επανάστασης στο νησί. Βοηθούσε Κρητικούς σπουδαστές, καθώς και τους πρόσφυγες που είχαν φύγει με την επανάσταση του 1866-1869, έκανε εράνους και πρόβαλλε με κάθε ευκαιρία τα δίκαια αιτήματα των Κρητών. Κατά την επανάσταση του 1878 «καίτοι γέρων, ήτο πάλιν αεικίνητος εις Αθήνας συνεργαζόμενος μετά του Νικ. Δεικτάκη, Στ. Ψαρουδάκη, Διομήδη Φανδρίδη, Ρενιέρη, Καρτσώνη, Σκαλίδου, Νικολούδη και άλλων, εις την προετοιμασίαν και διοργάνωσιν ενόπλων αποστολών μετ’ εφοδίων, και ασφαλή διακίνησιν προς τα διάφορα παράλια της Κρήτης, και ιδιαιτέρως της επαρχίας Κισάμου, υπέρ ης τοσούτον δια τον εξοπλισμόν της εφρόντιζεν». Για λίγο κατέβηκε και στο νησί μαζί με τους Κ. Κριάρη και Γεώργιο Σκορδίλη. Σε προχωρημένη πλέον ηλικία, στα επαναστατικά γεγονότα των ετών 1895-1898 που οδήγησαν πρώτα στην ανεξαρτησία του νησιού και κατόπιν στην ένωση με την Ελλάδα, έδωσε και πάλι το «παρών». Αυτή τη φορά ο ρόλος του είναι καθαρά συμβουλευτικός. Τον Σεπτέμβριο του 1896 η Γενική Επαναστατική Συνέλευση των Κρητών του απεύθυνε ψήφισμα με το οποίο του εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του λαού της Κρήτης για την προσφορά του. Ενώ παράσημο του απένειμε το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας. Στα τέλη του 1899 όταν βελτιώθηκε η υγεία του επέστρεψε στην αυτόνομη πλέον Κρήτη. Εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι της Γωνιάς. Πέθανε την 25η Αυγούστου 1903. Η μόνη περιουσία του ήταν τα ράσα του, το μπαστούνι του, ένα τάλιρο και λίγα ψιλά.
Ο Παρθένιος (κατά κόσμον Νικόλαος) Περίδης ήταν Κρητικός αρχιμανδρίτης και αγωνιστής. Γεννήθηκε το 1810 στο χωριό Ρογδιά του Κισάμου. Το 1834 εκάρη μοναχός στη Μονή Οδηγήτριας Κυρίας Γωνιάς Κισάμου (Μονή Γωνιάς σήμερα) με το όνομα Παρθένιος. Σπούδασε Θεολογία στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αποφοίτησε το 1852. Μιλούσε αγγλικά, γερμανικά και ιταλικά. Εργάστηκε ως δάσκαλος στις επαρχίες Κισάμου και Σελίνου το διάστημα 1852-1866, αλλά η εθνική του δράση προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των οθωμανικών αρχών, που τον εξόρισαν στην Τραπεζούντα (κατ' άλλους στην Κωνσταντινούπολη). Δραπέτευσε όμως από τον τόπο της εξορίας του και πήγε το 1858 στην Αθήνα. Κατέβηκε στην Κρήτη τον Ιανουάριο του 1867, όπου εξελέγη πρόεδρος της Γενικής Συνέλευσης των Κρητών από την επαναστατική επιτροπή που συγκλήθηκε στην Ίμβρο των Σφακίων. Ο Περίδης ευχαρίστησε την επιτροπή για την εκλογή του, αλλά πρότεινε να αναλάβει την προεδρία ο γηραιός αγωνιστής του 1821, πρόεδρο της επαναστατικής συνέλευσης του 1858 Αντώνιος Μανουσογιαννάκης, ο οποίος όμως αρνήθηκε, υποδεικνύοντας ως καταλληλότερο τον Παρθένιο.
Το 1867 και το 1868 ο Περίδης συνέχισε ακαταπόνητος την επαναστατική του δραστηριότητα.
Επέστρεψε στην ελεύθερη Ελλάδα το 1871....
.... όπου συνέχισε τη δράση του. Έγινε πρόεδρος του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Κρητών της Αθήνας «Η αναγέννησις» και οργάνωσε αποστολές βιβλίων στην Κρήτη. Το 1876 ίδρυσε μαζί με άλλους τον σύλλογο «Εθνικόν Κέντρον» με στόχο την οργάνωση νέας επανάστασης στο νησί. Βοηθούσε Κρητικούς σπουδαστές, καθώς και τους πρόσφυγες που είχαν φύγει με την επανάσταση του 1866-1869, έκανε εράνους και πρόβαλλε με κάθε ευκαιρία τα δίκαια αιτήματα των Κρητών. Κατά την επανάσταση του 1878 «καίτοι γέρων, ήτο πάλιν αεικίνητος εις Αθήνας συνεργαζόμενος μετά του Νικ. Δεικτάκη, Στ. Ψαρουδάκη, Διομήδη Φανδρίδη, Ρενιέρη, Καρτσώνη, Σκαλίδου, Νικολούδη και άλλων, εις την προετοιμασίαν και διοργάνωσιν ενόπλων αποστολών μετ’ εφοδίων, και ασφαλή διακίνησιν προς τα διάφορα παράλια της Κρήτης, και ιδιαιτέρως της επαρχίας Κισάμου, υπέρ ης τοσούτον δια τον εξοπλισμόν της εφρόντιζεν». Για λίγο κατέβηκε και στο νησί μαζί με τους Κ. Κριάρη και Γεώργιο Σκορδίλη. Σε προχωρημένη πλέον ηλικία, στα επαναστατικά γεγονότα των ετών 1895-1898 που οδήγησαν πρώτα στην ανεξαρτησία του νησιού και κατόπιν στην ένωση με την Ελλάδα, έδωσε και πάλι το «παρών». Αυτή τη φορά ο ρόλος του είναι καθαρά συμβουλευτικός. Τον Σεπτέμβριο του 1896 η Γενική Επαναστατική Συνέλευση των Κρητών του απεύθυνε ψήφισμα με το οποίο του εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του λαού της Κρήτης για την προσφορά του. Ενώ παράσημο του απένειμε το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας. Στα τέλη του 1899 όταν βελτιώθηκε η υγεία του επέστρεψε στην αυτόνομη πλέον Κρήτη. Εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι της Γωνιάς. Πέθανε την 25η Αυγούστου 1903. Η μόνη περιουσία του ήταν τα ράσα του, το μπαστούνι του, ένα τάλιρο και λίγα ψιλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου