Ο θείος Αντρουλής Ιστορία 2η από το βιβλίο του Ανδρέα Τσεπαπαδάκη "Γοργονούσηδες και Κλωθονούσηδες".
Ο Αντρουλής ήταν ένας φιλήσυχος αγρότης, σε ένα μικρό χωρίο της Κισσάμου. Ήταν φιλόξενος και άτομο της καλής παρέας για κρασοκατάνυξη ή ρακοκατάνυξη. Ο Αντρουλής με την σύζυγο του την Αργυρώ ζούσαν στο χωριό τους σε ένα όμορφο σπίτι, με μεγάλη αυλή και κήπο. Η αυλή του είχε μια πολύ καλά περιποιημένη κρεβατίνα (κληματαριά), από την οποία ο Ανδρουλής έτρωγε ωραιότατα επιτραπέζια σταφύλια. Είχε μια τεράστια μουριά με μαύρα μούρα, από την οποία έβγαζε μουρνόρακο, αλλά έτρωγε και μούρα. Είχε μια συκιά που έβγαζε τόσα πολλά σύκα που το περίσσευμα το έφτιαχνε συκοπιταρίδες, ξερά σύκα με σουσάμι και καρύδι ή αμύγδαλο για τον χειμώνα. Είχε δυο λεμονιές δίφορες, για τα λεμόνια που είχαν ανάγκη στο σπίτι. Η κυρά Αργυρώ έφτιαχνε και μαρμελάδα από αυτά, όταν είχαν πολλά για να μην χαλάσουν. Είχε ακόμα μια μεγάλη δεσπολιά (μουσμουλιά), που την άνοιξη χόρταινε να τρώει τους καρπούς της, στα κλεφτά από την Αργυρώ που όλο του φώναζε όταν τον έπιανε επ’ αυτοφώρω κοντά της. Είχε επίσης κυδωνιές, βερικοκιές, τζανεριές από τις οποίες έκανε μαρμελάδες και γλυκά η Αργυρώ. Ο Αντρουλής είχε όλα τα καλούδια στην αυλή του, εκτός των περιβολιών που είχε πορτοκαλιές, λεμονιές, μανταρινιές, καρυδιές, αμυγδαλιές, απιδιές (αχλαδιές) και άλλα πολλά.
Εκτός των δένδρων, είχε και πολλά ζώα για κρέας και τυροκομικά όπως τρείς αίγες και τρεις προβατίνες, πολλές κότες και κοκόρια, αρκετές πάπιες, μερικές χήνες (αυτές τις είχε ειδικά για τους κλέφτες) και τέλος παραπολλά κουνέλια. Για εργασίες ....
Ο Αντρουλής ήταν ένας φιλήσυχος αγρότης, σε ένα μικρό χωρίο της Κισσάμου. Ήταν φιλόξενος και άτομο της καλής παρέας για κρασοκατάνυξη ή ρακοκατάνυξη. Ο Αντρουλής με την σύζυγο του την Αργυρώ ζούσαν στο χωριό τους σε ένα όμορφο σπίτι, με μεγάλη αυλή και κήπο. Η αυλή του είχε μια πολύ καλά περιποιημένη κρεβατίνα (κληματαριά), από την οποία ο Ανδρουλής έτρωγε ωραιότατα επιτραπέζια σταφύλια. Είχε μια τεράστια μουριά με μαύρα μούρα, από την οποία έβγαζε μουρνόρακο, αλλά έτρωγε και μούρα. Είχε μια συκιά που έβγαζε τόσα πολλά σύκα που το περίσσευμα το έφτιαχνε συκοπιταρίδες, ξερά σύκα με σουσάμι και καρύδι ή αμύγδαλο για τον χειμώνα. Είχε δυο λεμονιές δίφορες, για τα λεμόνια που είχαν ανάγκη στο σπίτι. Η κυρά Αργυρώ έφτιαχνε και μαρμελάδα από αυτά, όταν είχαν πολλά για να μην χαλάσουν. Είχε ακόμα μια μεγάλη δεσπολιά (μουσμουλιά), που την άνοιξη χόρταινε να τρώει τους καρπούς της, στα κλεφτά από την Αργυρώ που όλο του φώναζε όταν τον έπιανε επ’ αυτοφώρω κοντά της. Είχε επίσης κυδωνιές, βερικοκιές, τζανεριές από τις οποίες έκανε μαρμελάδες και γλυκά η Αργυρώ. Ο Αντρουλής είχε όλα τα καλούδια στην αυλή του, εκτός των περιβολιών που είχε πορτοκαλιές, λεμονιές, μανταρινιές, καρυδιές, αμυγδαλιές, απιδιές (αχλαδιές) και άλλα πολλά.
Εκτός των δένδρων, είχε και πολλά ζώα για κρέας και τυροκομικά όπως τρείς αίγες και τρεις προβατίνες, πολλές κότες και κοκόρια, αρκετές πάπιες, μερικές χήνες (αυτές τις είχε ειδικά για τους κλέφτες) και τέλος παραπολλά κουνέλια. Για εργασίες ....